συναισθηματα etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster
συναισθηματα etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster

11 Aralık 2014 Perşembe

Ως ζηλιάρης υποφέρω τετραπλά:Roland Barthes, Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου,ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ(ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ")

(…)Ως ζηλιάρης υποφέρω τετραπλά: επειδή είμαι ζηλιάρης, επειδή προσάπτω στον εαυτό μου το ότι είμαι, επειδή φοβάμαι μήπως η ζήλια μου πληγώσει τον άλλον, επειδή αφήνομαι να με υποδουλώσει μια κοινοτοπία: υποφέρω που είμαι αποκλεισμένος, επιθετικός, τρελός και κοινός.
Roland Barthes, Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου, μετάφραση: Βασίλης Παπαβασιλείου, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1977, σελ. 175.
Roland Barthes, Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου, μετάφραση: Βασίλης Παπαβασιλείου, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1977, ISBN 978-960-04-0160-8. (…)Ως ζηλιάρης υποφέρω τετραπλά: επειδή είμαι ζηλιάρης, επειδή προσάπτω στον εαυτό μου το ότι είμαι, επειδή φοβάμαι μήπως η ζήλια μου πληγώσει τον άλλον, επειδή α
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

10 Aralık 2014 Çarşamba

Οι «Ταπεινωμένοι» Η διφορούμενη εικόνα του «Αγανακτισμένου» πολίτη Από τον ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟ πηγηThe Athens Review of Books, Blog

The Athens Review of Books, Blog
Οι «Ταπεινωμένοι»
Η διφορούμενη εικόνα του «Αγανακτισμένου» πολίτη


Από τον ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟ

Αν η συνεχιζόμενη κινητοποίηση μερίδας πολλών Ισπανών πολιτών, που ονομάσθηκε και «Κίνημα της 15ης Μάη», αυτοχρίσθηκε ως το κίνημα των «Αγανακτισμένων», είναι γιατί οι πολυπληθείς φορείς του, νεανικής κατά βάση ηλικίας, αισθάνονται βαθιά ταπεινωμένοι, σχεδόν απελπισμένοι ως προς τη διάψευση των υποσχέσεων που τους δόθηκαν από την προηγούμενη γενιά αλλά και από την πολιτική τάξη. Ο φόβος ανάμικτος με ογκούμενη οργή, που κάλλιστα μπορούν να μετατραπούν σε μνησικακία, αφορούν τη διαφαινόμενη πτώση μιας νέας γενιάς και μιας κοινωνικής τάξης, της νεο-μικροαστικής, σε ένα καθεστώς νεο-προλεταριοποίησης.
Τρία είναι τα βασικά προβλήματα που αναδεικνύει αυτή η κινητοποίηση. Το πρώτο, αυτό της εργασίας. Το δεύτερο, αυτό της χαμένης ατομικής αξιοπρέπειας που σχετίζεται με την απώλεια του εργασιακού ορίζοντα. Και το τρίτο, της μονοσήμαντα συναισθηματικής επένδυσης, μέσω της «αγανάκτησης», αυτής της διαδικασίας ατομικής και συλλογικής παρακμής.
Αν διαβάσει κάποιος με προσοχή το «Μανιφέστο» των Ισπανών Indignados θα δει μια συναισθηματικά φορτισμένη φωνή η οποία καθοδηγείται από εκείνη την ντροπή που προσιδιάζει στην ατομική ταπείνωση. Το έλλειμμα ατομικής αξιοπρέπειας των πολλών, λόγω της διάψευσης των προσδοκιών ανιούσας κινητικότητας, ακρωτηριάζει, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, το «δικαίωμα στην ευτυχία», και στρέφεται κατά της μικρής «μειοψηφίας» των «από πάνω», των πολιτικών και οικονομικών ελίτ, οι οποίες δεν «ακούνε» πλέον τη μάζα των «καθημερινών ανθρώπων». Η κινητοποίηση των «αγανακτισμένων» θέλει να υποδείξει ακριβώς αυτή τη διευρυνόμενη απόσταση ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους και στην ιθύνουσα ελίτ, προβάλλοντας μια σειρά από γενικά αιτήματα (δικαίωμα στην κατοικία, την εργασία, την κουλτούρα, την υγεία, την εκπαίδευση, συμμετοχή στην πολιτική ζωή, ελευθερία στην προσωπική ανάπτυξη, δικαιώματα στην κατανάλωση), χωρίς, ωστόσο, να προσδιορίζει έναν έστω και στοιχειώδη προγραμματικό τρόπο υλοποίησής τους.
Με την έννοια αυτή, η κινητοποίηση των «Αγανακτισμένων» μπορεί, σύμφωνα με την τυπολογία του Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ, κάλλιστα να κατανοηθεί ως ένας κοινωνιο-λαϊκισμός διαμαρτυρίας[1]. Αυτή η μορφή λαϊκισμού συνοψίζει την απογοήτευση από την αποσύνθεση των λειτουργιών της παλαιο-σοσιαλδημοκρατικής έμπνευσης κρατικο-προνοιακής λειτουργίας, διεκδικώντας απεγνωσμένα ένα δικαίωμα, μια επιστροφή στον ματαιωμένο σήμερα ηδονιστικό ατομικισμό των προηγούμενων γενεών. Στρέφεται κατά του «συστήματος» γενικότερα, χωρίς όμως να του αμφισβητεί θεμελιωτικές του αξίες, όπως, για παράδειγμα, αυτή του «χρήματος», για το οποίο απαιτεί να τεθεί στην υπηρεσία των πολλών, των «ανώνυμων». Τα αιτήματά του είναι ένα κράμα σοσιαλδημοκρατικών διεκδικήσεων της εποχής της ευμάρειας και μετανεωτερικών αιτημάτων αυτοπραγμάτωσης, μια απόπειρα συγκεχυμένης άρθρωσης του «εγώ» με το «εμείς», του ατόμου με τη συλλογικότητα.

Το γεγονός, ωστόσο, ότι η κινητοποίηση αυτή στερείται πολιτικής εκπροσώπησης, δηλαδή ηγεσίας, το διαφοροποιεί από παρελθούσες λαϊκιστικές εμπειρίες. Αυτό αποτελεί μία πολύ σοβαρή αδυναμία, γιατί περιορίζει δραστικά την αποτελεσματικότητα της δράσης του στο λεγόμενο πεδίο της «υποπολιτικής»· ακόμα, θα έλεγε κανείς, συνδυάζοντας αυτή την αδυναμία με την απουσία «προγράμματος», μπορεί να το κατευθύνει και στο πεδίο της «αρνητικής πολιτικής».
Ο Ισπανός σοσιαλφιλελεύθερος πολιτικός φιλόσοφος Ντανιέλ Ινεράριτυ επισημαίνοντας στην El Pais καίρια αυτό το χαρακτηριστικό της κινητοποίησης των «Αγανακτισμένων» θα σταθεί στις «αρνητικές ενέργειες αγανάκτησης και θυματοποίησης»[2] που αποδεσμεύουν τέτοιες λαϊκιστικές πρωτοβουλίες οι οποίες, εξαντλούμενες σε συναισθηματικά αναθέματα και στην ανθρωπομορφική, θα προσθέταμε, αναζήτηση των «ενόχων», οδηγούν τελικά, παρά τη θέλησή τους, στο να σταθεροποιούν το «σύστημα» κατά του οποίου βάλλουν.
Άραγε, αυτή η αναδυόμενη φιγούρα ενός συναισθηματικού πολίτη μπορεί να αποτελέσει μια ενθαρρυντική υπόσχεση για τις λεγόμενες προοδευτικές δυνάμεις; Αυτός ο νέος αριστερόστροφος κοινωνιο-λαϊκισμός μπορεί να κοντράρει τον ακροδεξιό ξενοφοβικό εθνικο-λαϊκισμό της τελευταίας εικοσαετίας; Από μια πρώτη προσέγγιση, ο πρώτος φαίνεται αυτή τη στιγμή να αποτελεί μία αυθόρμητη απάντηση στον δεύτερο. Παρατηρώντας, ωστόσο, τα δεδομένα κάπως εγγύτερα, ο Werner A. Perger, αρθρογράφος της Die Zeit, θα επισημάνει: «Όσοι συγκεντρώνονται στις πλατείες σε όλη τη χώρα έχουν έναν κοινό εχθρό: τη δημοκρατία των κομμάτων και την πολιτική τάξη που την ενσαρκώνει. Στις δημοσκοπήσεις, αυτή η τελευταία έρχεται τρίτη, μετά από την ανεργία και την οικονομία, πριν από τη μετανάστευση και την τρομοκρατία, στον κατάλογο των μεγάλων ανησυχιών των πολιτών. Σε αυτό το σημείο, οι λαϊκιστές δεξιάς και αριστεράς διατηρούν την ίδια στερεοτυπική εικόνα του εχθρού»[3]

Επομένως, μία απροϋπόθετη υπόκλιση σε αυτή τη φιγούρα του συναισθηματικού και αντιστασιακού πολίτη έχει τα ρίσκα της. Τα γενικά ευχολόγια που αντικαθιστούν πλήρως τα πολιτικά προγράμματα, αλλά και οι ανορθολογικές ονειρώξεις που τα συνοδεύουν, ακόμα και αν έχουν αποκλείσει κάθε προσφυγή στη βία, αναπαράγουν ηρεμιστικές χίμαιρες. Η «Αγανάκτηση», από μόνη της, όπως αυτή στην οποία προτρέπει ο Στεφάν Εσσέλ στην νηπιακής πολιτικής σκέψης μπροσούρα του Αγανακτήστε!, συνιστά σε τελευταία ανάλυση κλήτευση σε αντιπολιτική ανευθυνότητα στο όνομα ενός αφηρημένου ουμανισμού της «ευθύνης». Αν η μανιχαϊστική πρόσληψη της πραγματικότητας, και η αναγόρευση της «αγανάκτησης» σε «κινητήρια δύναμη»[4] μιας αντιστασιακής ιστορίας είναι η μοναδική συνταγή για την υπέρβαση της σημερινής κακοδαιμονίας, αν σε αυτό το παιδικό φαντασιακό εγκλωβιστούν θεμιτές ατομικές και συλλογικές αγωνίες, τότε με συνοπτικό τρόπο και «αγανακτώντας» κάποιοι θα μπορούσαν να αναφωνήσουν: κάθε εποχή έχει την αντιπολίτευση που της προσιδιάζει…




[1] Pierre-André Taguieff, L’Illusion Populiste. Essai sur les démagogies de l’âge démocratique, Flammarion, Παρίσι 2007.
[2] Βλ. Le Courrier International, τχ. 1073, 26-31 Μαΐου 2011.
[3] Ό.
[4] Βλ. Stéphane Hessel, Αγανακτήστε!, μτφρ. Σώτη Τριανταφύλλου, Πατάκη, Αθήνα 2011, σ. 17.
Copyright © 2011 Booksreview.gr.

5 Aralık 2014 Cuma

για την ταινια ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ


λοιπον στην ταινια ο πλανητης μελαγχολια πλησιαζει στη Γη (η το αντιθετο) Γινεται  ενας μακαβριος χορος.. Προς στιγμήν απομακρυνεται (ανακουφιση) μετα επανερχεται δριμυτερος : Τον βλέπουν ολοι πιά στον ουρανο ..Η καταστροφη -ολική ,πληρης ερχεται..
Τι να κανεις; Να ξεφυγεις; Που να πάς ;
καποιοι(δεν θελω να τα πώ και ..ολα ) ονειρευονται το ..αiσθανομαι ..:Να μια καινουρια εμπειρια για να βιωσουμε .. Να το ζησουμε κι αυτο .. Να το βιωσουμε .Να παμε στο Μπαλκονι με ενα ποτηρι κρασι και να απολαυσουμε την Νεα εμπειρια της αποκαλυψης ..
εν τω μεταξύ ο πλανητης Μελαγχολια πλησιαζει ..Ολο και πιο Πολύ ολο και μεγαλυτερος στον Ουρανό , η εικονα του θανατου , η ορμή , η ηδονή .. 


τ' ονομα του Πλανητη μας ειναι Μελαγχολία

μάνος χατζιδάκις/ο φόβος

4 Aralık 2014 Perşembe

Stendhal: De L’ Amour Περί έρωτος.


Περί έρωτος
αποσπασμα  απο το Μπλογκ   nikosdimou


''Το πιο αγαπημένο μου είναι ένα από τα νεότερα: μία γαλλική έκδοση τσέπης (τι τσέπης – σε τσεπάκι μπαίνει: 11Χ7,5 εκατοστά!) του Stendhal: De L’ Amour. Δεν έχει ημερομηνία έκδοσης αλλά στο εσώφυλλο είναι γραμμένο: Tolia Calvocoressi, 31/7/24. Η μητέρα ήταν τότε 18 χρόνων. Άραγε να ήταν ερωτευμένη;



Είναι μία έκδοση των Editions Nilsson (μίμηση των περίφημων εκδόσεων τσέπης Nelson;) και περιέχει σε 246 μικρές σελίδες μία συρραφή αποσπασμάτων από το κλασικό «περί έρωτος» έργο του Henri Beyle (ψευδώνυμο: Stendhal). Το πλήρες κείμενο καλύπτει δύο τόμους με 550 σελίδες.



Ξαναδιάβαζα λοιπόν τον Stendhal – τον πιο μοντέρνο από τους μεγάλους Γάλλους πεζογράφους του 19ου αιώνα (κι ας είναι ο αρχαιότερος). Το βιβλίο αυτό ήταν το πρώτο σημαντικό έργο που έγραψε – και το πιο αποτυχημένο. Όπως γράφει ο ίδιος, σε είκοσι χρόνια δεν είχε βρει ούτε εκατό αναγνώστες.



Είναι μία ανατομία του ερωτικού φαινομένου αρκετά αυτοβιογραφική (ήταν τότε ερωτευμένος με την Mathilde Dembowsky) αλλά και απόλυτα ψύχραιμη. Στον πρόλογο ο Stendhal διαχωρίζει τέσσερις κατηγορίες έρωτα: α) τον έρωτα-πάθος (εμείς θα λέγαμε τον ρομαντικό έρωτα) β) τον έρωτα-γούστο (εγώ θα έλεγα: παιχνίδι, χωρίς πάθος, πολύ φλερτ) γ) τον σωματικό έρωτα («ενώ είσαι στο κυνήγι, να βρεις μία όμορφη και φρέσκια χωριατοπούλα...») και δ) τον έρωτα-επίδειξη (τον ονομάζει: amour de vanité – υπερηφάνεια) «οι περισσότεροι άνδρες στην Γαλλία επιθυμούν και έχουν μία γυναίκα στην μόδα – όπως έχουν και ένα ωραίο άλογο».



Σε επόμενα κεφάλαια αναλύει τις φάσεις του έρωτα: 1η ο θαυμασμός. 2η η φαντασίωση («σκέπτεσαι: τι ηδονή να την φιλάς, να σε φιλάει, κλπ»). 3η Η ελπίδα. 4η η γέννηση του έρωτα. 5η η πρώτη αποκρυστάλλωση (cristallisation).



Για την αποκρυστάλλωση έχουν γραφτεί τόμοι ολόκληροι. Η θεωρία του Stendhal είναι πως στολίζουμε το αντικείμενο του έρωτα με όλα τα πλουμίδια της γης. Δίνει ένα διάσημο παράδειγμα: «Στα εγκαταλειμμένα ορυχεία αλατιού του Στρασβούργου, ρίχνεις μέσα στο βάραθρο ένα κλαδάκι δέντρου μαδημένο από τον χειμώνα. Δύο ή τρεις μήνες μετά το ανασύρεις καλυμμένο με λαμπερούς κρυστάλλους, σαν διαμάντια. [] Δεν αναγνωρίζεις πια το αρχικό κλαδί». Έτσι και το πνεύμα του ερωτευμένου στολίζει το αγαπημένο του πρόσωπο με όλες τις χάρες.''
Δειτε και στο ΛΕΞΗΜΑ κειμενοτου Μπάμπη Δερμιτζάκη:
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
 
Πιο εύκολα τον παρακολουθήσαμε στην περιγραφή των διαφόρων ειδών έρωτα. Σε μια παράγραφο μόλις πέντε γραμμών, η οποία αποτελεί το κεφάλαιο 9, ο Σταντάλ γράφει: «καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια για να είμαι στεγνός. Θέλω να επιβάλλω σιωπή στην καρδιά μου που νομίζει ότι έχει πολλά να πει. Τρέμω διαρκώς μην τυχόν έχω γράψει έναν αναστεναγμό εκεί που πιστεύω ότι έχω σημειώσει μιαν αλήθεια».

Προσωπικά, έχω διαβάσει πιο πειστικές αλήθειες για τον έρωτα σε επιστημονικά βιβλία, βιβλία ηθολόγων όπως ο Κόνραντ Λόρεντς και ο Ειρηναίος Άιμπλ-Άιμπεσφελντ, των οποίων έχω μάλιστα μεταφράσει τα βιβλία «Η πίσω όψη του καθρέφτη» και «Αγάπη και μίσος» αντίστοιχα. Εδώ δεν πρόκειται για αλήθειες αλλά για σκέψεις, που ανεξάρτητα από το πόσο μπορεί να πλησιάζουν την αλήθεια μάς συναρπάζουν γιατί είναι μετασχηματισμοί ενός αναστεναγμού.

Μια λέξη που ο Σταντάλ επαναλαμβάνει συχνά είναι η λέξη «κρυστάλλωση». Την εμπνεύστηκε από την ομορφιά που αποκτούν κάποια κλαδάκια στο βάθος ενός αλατωρυχείου, καθώς κολλάνε πάνω τους κρύσταλλοι αλατιού. Την ορίζει ως το «σύνολο μαγικών ψευδαισθήσεων» σε σχέση με το πρόσωπο της αγαπημένης, δηλώνοντας ταυτόχρονα σε σημείωση: «Αποκλειστικά και μόνο χάριν συντομίας και ζητώντας συγνώμη για την καινούρια αυτή λέξη».

Ζητώντας συγνώμη!!! Αυτή και μόνο η φράση αποκαλύπτει το ήθος του Σταντάλ, που αλλού δηλώνει: «Ο θεός να με φυλάει από οτιδήποτε κοινό με τους λογοτέχνες που εκτιμά ο κόσμος σήμερα».

Θα μπορούσα να γράφω ασταμάτητα γι αυτό το βιβλίο, όμως πρέπει να κάνω μια επιλογή.

Η ιμαγκολογία είναι ένας επιστημονικός κλάδος που αναφέρεται στις στερεότυπες εικόνες που έχουν διάφοροι λαοί για άλλους λαούς. Το βιβλίο αυτό του Σταντάλ περιέχει έναν ιμαγκολογικό πλούτο, καθώς αναφέρεται στο πώς αντιμετωπίζουν τον έρωτα - και όχι μόνο - διάφοροι λαοί, γάλλοι, ιταλοί, ισπανοί, άγγλοι, κ.λπ. Μπορεί ο Σταντάλ να εκφράζει κοινές αντιλήψεις της εποχής του, αλλά σίγουρα οι αντιλήψεις αυτές είναι και προϊόν προσωπικών παρατηρήσεων, καθώς είχε ταξιδέψει αρκετά για τα μέτρα της εποχής του.

Πριν λίγες μέρες είδα ένα ντοκιμαντέρ που αναφερόταν στον πολιτισμό των αράβων στην Ανδαλουσία πριν την Reconquista, και στο πόσο αυτός συνέβαλε στην Αναγέννηση. Η ιστορική αλήθεια που μόλις στις μέρες μας τείνει να αποκατασταθεί, για τον Σταντάλ, δυο αιώνες πριν, ήταν δεδομένη.

Θαυμάζει τους άραβες για το πόσο παθιασμένοι ήσαν στον έρωτα. Το 53ο κεφάλαιο που τιτλοφορείται «Αραβία» ξεκινάει ως εξής: «Το πρότυπο και την πατρίδα του αληθινού έρωτα πρέπει να τα αναζητήσουμε μέσα στη σκουρόχρωμη σκηνή του Άραβα-Βαδουίνου» (σελ. 210). Και πιο κάτω: Ο ηρωικός αιώνας των Αράβων, αυτός που οι απλόχερες εκείνες ψυχές έλαμψαν αγνές από κάθε προσποίηση επίδειξης πνεύματος ή επιτηδευμένου αισθήματος, ήταν ο αιώνας που προηγήθηκε του Μωάμεθ και αντιστοιχεί στον 5ο αιώνα της δικής μας χρονολογίας… Ο Μωάμεθ ήταν πουριτανός, θέλησε να απαγορεύσει τις απολαύσεις που δεν κάνουν κακό σε κανέναν. Σκότωσε τον έρωτα στις χώρες που δέχτηκαν τον ισλαμισμό» (σελ. 312).

Εδώ κάνει λάθος. Παρά τον πουριτανισμό των μονοθεϊστικών θρησκειών ο έρωτας άνθισε και στην μουσουλμανική Αραβία. Ο έρωτας τραγουδήθηκε όσο τίποτε άλλο στο αραβικό κόσμο. Μήπως το «Χίλιες και μια νύχτες», το κλασικό έργο της αραβικής λογοτεχνίας, δεν είναι ένας ύμνος στον έρωτα; Κάτι ήξεραν οι ισλαμιστές που έκαψαν αντίτυπά του στην Αλγερία. Αν θέλουμε να αποφύγουμε μια «σύγκρουση πολιτισμών», καλό θα ήταν να κάνουμε διάκριση ανάμεσα σε μωαμεθανισμό και ισλαμισμό.

Για την αραβική λογοτεχνία μάθαμε αρκετά χάρη στη φίλη μας Ελένη Κονδύλη, καθηγήτρια αραβικού πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, από το βιβλίο της «Εισαγωγή στη λογοτεχνία των Αράβων». Κρίμα που ο Σταντάλ αγνοούσε τον νεαρό ποιητή που τρελάθηκε από έρωτα για την αγαπημένη του Λεϊλά και έγινε majnun (μαζνούν, τρελός), και που τα ποιήματά του έχουν γίνει κλασικά στην αραβική λογοτεχνία. Καλύτερο παράδειγμα του ερωτικού πάθους, που τόσο υμνεί στο βιβλίο του, δεν θα μπορούσε να βρει.

Η φαλλοκρατία δεν είναι επινόηση του Ισλάμ, όπως και οι Ταλιμπάν δεν ήσαν οι μόνοι που απαγόρεψαν τη μόρφωση των γυναικών στο Αφγανιστάν. Φαίνεται ότι στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν κυρίαρχη αντίληψη στον δυτικό κόσμο ότι η μόρφωση της γυναίκας είναι κάτι το περιττό. Το 54ο κεφάλαιο τιτλοφορείται «Η μόρφωση των γυναικών», και το επόμενο «Αντιρρήσεις για τη μόρφωση των γυναικών».

Αντιρρήσεις για τη μόρφωση των γυναικών!!! Στο δυτικό κόσμο αυτό φαντάζει σήμερα ασύλληπτο, και όμως, όπως μας λέει ο Σταντάλ, δυο αιώνες πιο πριν υπήρχαν σοβαρές αντιρρήσεις. Το κεφάλαιο αυτό δεν του φτάνει, γι αυτό συνεχίζει και στο επόμενο, που φέρει τον τίτλο «Συνέχεια». Εκεί διαβάζουμε και για την «αλληλοδιδασκαλία», σαν μέθοδο που θα προωθούσε τη μόρφωση των γυναικών. Την ιδέα την πήρε φαίνεται έτοιμη από την Ευρώπη ο Καποδίστριας και την εφάρμοσε στα καθ'A ημάς, δεν ήταν επινόηση δική του.

Απολαυστικό είναι το κεφάλαιο για το φιάσκο, όπου ο Σταντάλ, με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια, αναφερόμενος σε μια συζήτηση στο γενικό επιτελείο του στρατηγού Μισώ, λέγει: «Αποδείχτηκε ότι, εκτός από έναν κομψευόμενο που μπορεί να μην έλεγε την αλήθεια, όλοι είχαμε πάθει φιάσκο την πρώτη φορά με τις πιο διάσημες από τις ερωμένες μας» (σελ. 491) και στη συνέχεια αναφέρει διάφορα περιστατικά, περιέργως όλα με στρατιωτικούς.

Θα τελειώσω με δυο αποσπάσματα, για να μείνουν ηλεκτρονικά. Το πρώτο: «γιατί ο φόβος δεν βρίσκεται ποτέ μέσα στον κίνδυνο, αλλά μέσα σ'A εμάς» (σελ. 146). Είναι αυτό που λέει ο Καβάφης στην «Ιθάκη»: «Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις, αν δεν τους κουβαλείς μες στην ψυχή σου, αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου». Αυτό, για συναδέλφους φιλολόγους που θα θελήσουν να διδάξουν το ποίημα.

Το άλλο είναι ένα απόσπασμα από ένα γράμμα που έλαβε ο Σταντάλ και το οποίο παραθέτει στο βιβλίο του.

«Εκείνη μιλά με θαυμασμό για τον Λόρδο Μπάυρον, τον Κανάρη, τον Μπολιβάρ, τον κύριο ντε λα Φαγιέτ» (σελ. 595). Καλό είναι να έχουμε μια μαρτυρία ότι η φήμη του εθνικού μας ήρωα είχε ξεπεράσει τα σύνορα της Ελλάδας. Μπορεί να αναφερθεί από συνάδελφο φιλόλογο που θα διδάξει τα «Ηφαίστεια» του Κάλβου στην πρώτη Λυκείου.
......................................................................................................................

2 Aralık 2014 Salı

ALBERT HIRSCHMAN Τα πάθη και τα συμφέροντα Πολιτικά επιχειρήματα υπέρ του καπιταλισμού πριν από τον θρίαμβό του ΕΠΙΜ.: Κ. Π. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΜΤΦΡ.: ΙΟΥΛΙΑ ΤΣΟΛΑΚΙΔΟΥ «ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ, βιβλιοπαρουσιαση του ΓΙΑΝΝΗ ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 16/04/2004


ALBERT HIRSCHMAN
Τα πάθη και τα συμφέροντα Πολιτικά επιχειρήματα υπέρ του καπιταλισμού πριν από τον θρίαμβό του
ΕΠΙΜ.: Κ. Π. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΜΤΦΡ.: ΙΟΥΛΙΑ ΤΣΟΛΑΚΙΔΟΥ
«ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ», ΣΕΛ. 219
«Ο Αλμπερτ Χίρσμαν είναι ένας από τους σημαντικότερους διανοητές της εποχής μας». Ετσι ξεκινά τον πρόλογό του στα Πάθη και τα συμφέροντα ο νομπελίστας οικονομολόγος Amartya Sen. Δεν πρόκειται καθόλου για υπερβολή. Ο Albert Hirschman αποτελεί σπάνια περίπτωση στοχαστή. Γεννημένος στο Βερολίνο το 1915, σπούδασε στα σημαντικότερα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια (όπως η Σορβόνη και το London School of Economics), πριν αναμειχθεί ενεργά στον αντιναζιστικό και αντιφασιστικό αγώνα στην Ιταλία και τη Γαλλία. Μετά τη φυγάδευσή του στις ΗΠΑ, εργάστηκε σε διάφορους οργανισμούς και επιχειρήσεις, το διάστημα 1952-56 στην Κολομβία, ξεκινώντας μάλλον αργά μια, θαυμαστή πάντως, ακαδημαϊκή καριέρα, η οποία τον οδήγησε από το Πανεπιστήμιο Yale στο Columbia και από το Harvard στο Princeton. Εντυπωσιακή πράγματι πορεία για κάποιον που θα πρέπει μάλλον να χαρακτηριστεί ανορθόδοξος διανοητής. Ανορθόδοξος υπό την έννοια ότι τα γραπτά και οι παρεμβάσεις του δεν παγιδεύτηκαν ποτέ στα κατεστημένα σύνορα των επιστημονικών πειθαρχιών -κινούμενα συνήθως στην τομή οικονομίας και πολιτικής-, τα οποία δεν σταμάτησε να ανατρέπει με το οξυδερκές και αναλυτικό του βλέμμα. Ανορθόδοξος και εικονοκλάστης στο βαθμό που δεν διστάζει να «αυτοανατρέπει» ακόμα και δικά του προγενέστερα επιχειρήματα, σε μια προσπάθεια διαύγασης της οικονομικής και πολιτικής μας πραγματικότητας. Και όλα αυτά αρθρωμένα σε έναν λόγο διαυγή και απλό, χωρίς την παραμικρή επιτήδευση.

Το βιβλίο του Τα πάθη και τα συμφέροντα, που κυκλοφόρησε στα αγγλικά το 1977, είναι το δεύτερο που μεταφράζεται στα ελληνικά, αφού προηγήθηκε το Αποχώρηση, διαφωνία και αφοσίωση: αντιδράσεις στην παρακμή επιχειρήσεων, οργανώσεων και κρατών («Παπαζήσης», 2002). Τα πάθη και τα συμφέροντα ανασυγκροτούν ένα λησμονημένο επεισόδιο της πνευματικής (οικονομικοπολιτικής) μας ιστορίας. Πρόκειται για μια λεπτομερή μελέτη των επιχειρημάτων που χρησιμοποιήθηκαν για να νομιμοποιήσουν την έλευση και επικράτηση του καπιταλισμού πριν ακόμα εκείνος εδραιωθεί, επιχειρήματα που ο Hirschman ανιχνεύει στο έργο μεγάλων στοχαστών: του Montesqieue στη Γαλλία, του sir James Stuart στη Σκοτία, αλλά και άλλων. Εκείνο που ακούγεται σήμερα ιδιαίτερα παράδοξο είναι ο χαρακτήρας των επιχειρημάτων αυτών. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο καπιταλισμός, η εμπορευματοποίηση και η οικονομική επέκταση, δεν προτάσσονται στη βάση ενός οικονομικού σκεπτικού, αλλά ως εξελίξεις που υπόσχονται να βελτιώσουν την πολιτική τάξη, μια πολιτική τάξη που όλοι σχεδόν αντιλαμβάνονταν ως κάτι συνεχώς απειλούμενο από τα αχαλίνωτα ανθρώπινα πάθη και τις καταστροφικές συνέπειές τους για την κοινωνική ζωή.

Κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης και μέχρι το 17ο αιώνα είχε πλήρως επικρατήσει η άποψη ότι οι ηθικές και θρησκευτικές αρχές δεν επαρκούσαν για τον περιορισμό των ανθρώπινων παθών. Ως μέσο χαλιναγώγησής τους πρόβαλε λοιπόν η επιδίωξη του συμφέροντος. Κυρίαρχος λόγος κατέστη η αντιπαραβολή «των θετικών συνεπειών που προκύπτουν όταν οι άνθρωποι καθοδηγούνται από τα συμφέροντά τους με την καταστροφική κατάσταση που επικρατεί όταν οι άνθρωποι αφήνουν αχαλιναγώγητα τα πάθη τους» (σελ. 66). Ετσι το συμφέρον αναδείχθηκε σε ένα νέο μοντέλο, ένα νέο παράδειγμα, με την έννοια που δίνει στον όρο ο Thomas Kuhn (σελ. 78). Ο πλουτισμός προσέλαβε μια θετική και θεραπευτική σημασία τόσο για την ιδιωτική όσο και για τη δημόσια ζωή. Χωρίς υπερβολή, «η θεωρία του συμφέροντος έγινε δεκτή την εποχή εκείνη ως μήνυμα σωτηρίας!» (σελ. 80), αφού έγινε πιστευτό ότι είχε επιτέλους ανακαλυφθεί μια ρεαλιστική βάση για μια εύτακτη και βιώσιμη κοινωνικο-πολιτική τάξη, προβλέψιμη και σταθερή.

Το τέλος αυτού του τύπου των επιχειρημάτων τοποθετείται γύρω στα 1776, με τη δημοσίευση του Πλούτου των Εθνών από τον Adam Smith, όταν η οικονομία παίρνει το πάνω χέρι. Οπως παρατηρεί ο Hirschman: «Ο κύριος αντίκτυπος του Πλούτου των εθνών συνίστατο στην καθιέρωση μια ισχυρής οικονομικής αιτιολογίας για την απρόσκοπτη επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος, ενώ στα προηγούμενα έργα που εξετάστηκαν εδώ, είχε δοθεί έμφαση στις πολιτικές συνέπειες της επιδίωξης αυτής» (σελ. 151). Εξάλλου, όταν κατά το 19ο και τον 20ό αιώνα άρχισε να γίνεται αντιληπτή σε όλη της την έκταση η πραγματικότητα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, μια πραγματικότητα ξεριζωμού, φτώχειας, ανεργίας και μαζικοποίησης, μια πραγματικότητα αλλοτρίωσης, ανομίας και συνεχών κρίσεων, η ιδέα ότι η επιδίωξη του συμφέροντος μπορεί να αποτελεί την τελική λύση για τα πολιτικά προβλήματα της κοινωνίας εγκαταλείφθηκε οριστικά (σελ. 181). Εντούτοις, το λησμονημένο επεισόδιο της άρθρωσης όλων αυτών των επιχειρημάτων διαφωτίζει τη γένεση του καπιταλισμού, συμπληρώνοντας επιχειρήματα όπως αυτό του Max Weber στην Προτεσταντική ηθική.

Επιπλέον, η λησμόνηση όλης αυτής της ιστορίας που μας παρουσιάζει με τόσο αποκαλυπτικό τρόπο ο συγγραφέας, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί και τόσο αθώα: «Ποια κοινωνική τάξη θα μπορούσε να επιβιώσει της διττής συνειδητοποίησης ότι θεσπίστηκε με τη σθεναρή προσδοκία ότι θα επέλυε συγκεκριμένα προβλήματα και ότι αποτυγχάνει προφανώς και παταγωδώς να κάνει κάτι τέτοιο;» (σελ. 187). Υπό την έννοια αυτή, το βιβλίο του Hirschman αποτελεί βήμα αυτογνωσίας και αναστοχασμού για όσους ζούμε σε κοινωνίες και οικονομίες καπιταλιστικές. Πολλώ δε μάλλον που, όσο παράξενα και αν ακούγονται, επιχειρήματα που συνδέουν τον καπιταλισμό με οριστικές πολιτικές διευθετήσεις κι εξαίρουν τις επωφελείς πολιτικές του συνέπειες επανεμφανίζονται και στον εικοστό αιώνα: ο Hirschman εντοπίζει ψήγματα τέτοιων απόψεων ακόμα και σε διανοητές όπως ο Keynes, αλλά και ο Schumpeter (σελ. 190-91). Ομως και σήμερα, η αυξανόμενη ταύτιση δημοκρατίας και καπιταλισμού -που ακολούθησε τα γεγονότα του 1989 και την κρίση του αριστερού φαντασιακού- δεν αναβιώνει τελικά μιαν αυταπάτη αυτού του είδους; Ισως στις μέρες μας η σχέση ανάμεσα στα πάθη και τα συμφέροντα, την πολιτική και την οικονομία, να είναι περισσότερο επίκαιρη από ποτέ.


ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 16/04/2004

24 Kasım 2014 Pazartesi

Ψήφος εμπιστοσύνης: Βουλγάρικα μαθήματα και παθήματα του Δημήτρη Χριστόπουλου Χαρακτικό του Τζιάκομο Πάτρι..απο τα ΕΝΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ

Ψήφος εμπιστοσύνης: Βουλγάρικα μαθήματα και παθήματα

Κανονικό
του Δημήτρη Χριστόπουλου
Χαρακτικό του Τζιάκομο Πάτρι
Χαρακτικό του Τζιάκομο Πάτρι
Η Βουλγαρία είναι μια χώρα με την οποία μας ενώνουν και μας χωρίζουν αρκετά. Στη μόνιμη επωδό των Ελλήνων τα τελευταία χρόνια «γίναμε Βουλγαρία», μια πολιτογραφημένη Ελληνίδα, Βουλγάρα πολίτης, διερωτάται σε ένα άρθρο που αξίζει την προσοχή μας: «Γίναμε όντως Βουλγαρία; Τείνω να απαντήσω: Όχι… ακόμη. Αλλά βρισκόμαστε… σε καλό δρόμο!» (Μάγια Στογιάνοβα, «Γίναμε όντως Βουλγαρία», ηλεκτρονικό περιοδικό Χρόνος, τχ. 11, Μάρτιος 2014).  Προσωπικά, ύστερα από ένα πολύ διδακτικό διάστημα στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας, φέτος το καλοκαίρι, και έχοντας παρακολουθήσει τις κοινοβουλευτικές συζητήσεις για την ψήφο εμπιστοσύνης στην ελληνική Βουλή την τελευταία βδομάδα, τείνω στο ίδιο συμπέρασμα.
Στη Βουλγαρία λοιπόν, τα κυρίαρχα κόμματα, το «κεντροδεξιό» GERB του σωματοφύλακα Μπορίσοφ και το Σοσιαλιστικό Κόμμα, που ακόμη αποπνέει την καμαρίλα του παλιού καθεστώτος υποκλινόμενο συνάμα στη νεοφιλελεύθερη συνταγή του ΔΝΤ, δεν τολμάνε να πούνε στους ανθρώπους «Εμπιστευτείτε μας!». Με τον λόγο τους ουσιαστικά εννοούν και, εν τέλει, πιο κυνικά, λένε: «Μην εμπιστεύεστε κανέναν!». Ξέρουν ότι την εμπιστοσύνη του λαού δεν υπάρχει περίπτωση να την κερδίσουν ύστερα από τόσα χρόνια καταστροφικής «μετάβασης» από τον «σοσιαλισμό» στην «οικονομία της αγοράς».  Έτσι λοιπόν, με το να ζητάνε από τον κόσμο να μην εμπιστεύεται κανέναν, δεν χάνουν τίποτε παραπάνω. Απλώς κερδίζουν την πιθανότητα οι Βούλγαροι να μην εμπιστεύονται τους αντιπάλους τους. Πολύ απλά, έτσι παραμένουν κυβερνώντα κόμματα, παρά την απόλυτη ηθική ανυποληψία στην οποία βρίσκονται στις συνειδήσεις του λαού. Η τακτική αυτή επιβεβαιώθηκε και στις πρόσφατες εκλογές στις οποίες, παρά τη συρρίκνωση της εκλογικής τους επιρροής,  τα δύο κόμματα παραμένουν πρώτα. Μου το συνόψισε το καλοκαίρι, σε μια αφοπλιστική φράση, μια νεαρή βουλγάρα διανοούμενη, η Μαρίγια Ιβάντσεβα: «in mistrust we trust».
Ο συνειρμός μου δημιουργείται με αφορμή τη συζήτηση στην ελληνική Βουλή σχετικά με την ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. Μέσα από τις συζητήσεις, αναδεικνύεται πως ουσιαστικά το ερώτημα δεν αφορά το αν η κυβέρνηση μπορεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών: είναι βέβαιο πως την έχει χάσει — και το ξέρει. Η στρατηγική της είναι να μην κερδίσει την εμπιστοσύνη η αντιπολίτευση. Εδώ βρισκόμαστε ενώπιον ενός κοινοβουλευτικού παραδόξου: μέσω μιας λογικής αρνητικού αθροίσματος εμπιστοσύνης, η συζήτηση –και μιλάω και για τις τοποθετήσεις των υπουργών και των βουλευτών της συγκυβέρνησης– αφορά πρωτίστως τον ΣΥΡΙΖΑ, και  όχι την κυβέρνηση, τη ΝΔ ή το ΠΑΣΟΚ: Όσο λιγότερη εμπιστοσύνη, τόσο καλύτερα!
Στη Βουλγαρία το μείζον έλλειμμα εμπιστοσύνης στους θεσμούς οδηγεί στην βαθμιαία απαξίωση της πολιτικής, την άνοδο του ακροδεξιού εθνικισμού, στην ξενιτειά ως μόνη λύση για μορφωμένους και μη — όλα αυτά με τα οποία έχουμε εξοικειωθεί, τα τελευταία χρόνια, και στην Ελλάδα. «Είμαστε σε καλό δρόμο» στη διαδρομή προς Βουλγαρία λοιπόν; Στο χέρι μας είναι να αλλάξουμε ρότα! 
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και είναι αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

14 Kasım 2014 Cuma

ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΛΑΣ



''Περί τα τέλη του 18ου αιώνα τα κυρία χαρακτηριστικά του αστικού οικογενειακού συστήματος είχαν στέρεα εδραιωθεί στην Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ : Ο γάμος γινόταν σε σχετικά μεγάλη ηλικία και πολλοί άνθρωποι έμεναν άγαμοι. Ο γάμος έτεινε να κανονίζ εται από τους μέλλοντες συζύγους και όχι από τους γονείς και τους πρεσβυτερους..Οι πρεσβύτεροι επέτρεπαν στα νεαρά ζευγάρια να φλερτάρουν καταλαβαίνοντας ότι η αυτοσυγκράτηση των νέων θα έπαιρνε τη θέση της επιτήρησης από τους ενηλίκους. (σ 24)Συγχρόνως άνδρες και γυναίκες δεν εγκατέλειπαν εύκολα στο γάμο τις συνήθειες της επιφυλακτικότητας που είχαν αποκτήσει κατά τη περίοδο του φλερτ . Εν τελει το Δυτικό σύστημα γάμου γέννησε μεγάλη σεξουαλική ένταση και κακή προσαρμογή,που έγινε πιο έντονα αισθητή από όσο θα γινόταν αλλού επειδή ο γάμος , ιδεατά , βασιζόταν στην οικειότητα και στην αγάπη. Η ανατροπή του γάμου του προσχεδιασμένου από άλλους επηλθε στο όνομα της ρομαντικής αγάπης και μιας νέας σύλληψης της οικογένειας ως καταφύγιου από τον πολύ ανταγωνιστικό κόσμο της αγοράς . : Οι δυο σύζυγοι έμελλε να βρουν παρηγοριά και πνευματική ανανέωση ο ένας στη συντροφιά του άλλου. Ειδικότερα η γυναίκα έμελλε να χρησιμεύσει, σύμφωνα με μία διάσημη ρήση του 19ου αιώνα ως ‘’Άγγελος της παρηγοριάς’’....''''


αποσπασμα απο το Λιμανι σ'εναν ακαρδο κοσμο....(Νοσφεράτος)





o ιστορικός και κοινωνιολόγος Κρίστοφερ Λας αποτελεί ιδιόμορφη περίπτωση στον χώρο της αμερικάνικης διανόησης. Αρκετά νωρίς διαφοροποιήθηκε από τους συναδέλφους του, επιχειρώντας να απευθυνθεί στο ευρύ κοινό. Η γραφή του είναι παθιασμένη και μαχητική, τα κείμενά του πολεμικά, το ύφος του καταγγελτικό. Ελάχιστα είναι τα ζητήματα για τα οποία δεν έχει γράψει. Στα κείμενά του στηλιτεύει την αντικουλτούρα της δεκαετίας του 1960, την πολυπολιτισμικότητα και τον μεταμοντέρνο σκεπτικισμό, τις αναζητήσεις της Νέας Αριστεράς, την εξάπλωση της ψυχοθεραπείας και της «κουλτούρας του ναρκισσισμού», την απώλεια της αυτονομίας του πανεπιστημίου, την απαξίωση της θρησκείας, της πατρίδας και της οικογένειας στον σύγχρονο κόσμο, τις αλλαγές στην κοινωνική διαστρωμάτωση των Η.Π.Α. και τις πολιτικές τους συνέπειες


Απο τις Εκδοσεις Νησιδες





Κρίστοφερ Λας
Λιμάνι σ΄έναν άκαρδο κόσμο
Η οικογένεια υπό πολιορκίαν






Γιατί έχει γίνει η οικογενειακή ζωή τόσο οδυνηρή, ο γάμος τόσο εύθραυστος, οι σχέσεις γονέων και παιδιών τόσο δύσκολες; "Έξοχο βιβλίο - το καλύτερο που διαθέτουμε για την ιστορία της σημερινής οικογένειας".The New Republic "Λαμπρή έκθεση της συλλογικής αυταπάτης μίας "θεραπευτικής" κοινωνίας που αναζητά την ψυχική ασφάλεια. Η ανυπέρβλητη συνεισφορά του είναι πως δείχνει ότι η δημόσια ανησυχία για την κακή κατάσταση της οικογένειας έχει χρησιμεύσει για να μεταμφιέσει προσπάθειες να υποταχθεί η οικογένεια σε νέες μορφές έξωθεν επιρροών, συνήθως προς όφελος της προώθησης νέων υπηρεσιών και προϊόντων".The New York Review of Books "Λαμπρή επιχειρηματολογία, που μας κεντρίζει τη σκέψη".The New York Times"Η ανάλυση και τα συμπεράσματά του διαφοροποιούνται ρητά από ορισμένα ριζοσπαστικά ρεύματα (φεμινισμός, ψυχαναλυτικός αναθεωρητισμός, πολιτισμική ανθρωπολογία, νεομαρξισμός και "αντικουλτούρα"), τα οποία επικρίνουν τον καταπιεστικό θεσμό της οικογένειας και συνδέουν την κοινωνική και πολιτισμική πρόοδο με τη χειραφέτηση του ατόμου από τα οικογενειακά δεσμά. Ο Λας υπογραμμίζει, αντιθέτως, τη σπουδαιότητα των οικογενειακών δεσμών και επισημαίνει τους κινδύνους που συνεπάγεται η διάβρωση της οικογενειακής ζωής στη σύγχρονη κοινωνία. Από πρώτη άποψη φαίνεται παράλογο ένας ριζοσπάστης στοχαστής, σφοδρός επικριτής του αμερικάνικου καπιταλισμού όπως ο Λας, να υπερασπίζεται παραδοσιακές αξίες. Τα επιχειρήματα και οι συλλογισμοί του, όμως, κατορθώνουν να κλονίσουν πολλές "προοδευτικές" μας βεβαιότητες. Παρατηρεί ότι η σταδιακή διάβρωση της εξουσιαστικής οικογένειας, που επήλθε καθ' όλη τη διάρκεια της φιλελεύθερης φάσης της αστικής κοινωνίας, όχι μόνο δεν απελευθέρωσε το άτομο από εξωτερικούς καταναγκασμούς, αλλά το υποδούλωσε σε νέες μορφές κυριαρχίας, ενώ ταυτόχρονα εξασθένησε την ικανότητά του για αντίσταση και αυτονομία. Η φιλελεύθερη επιτρεπτικότητα μπορεί να οδηγήσει σ' ένα νέο και πιο αποτελεσματικό σύστημα κοινωνικού ελέγχου. Και αντίστιχα, η διάλυση της εξουσίας/ αυθεντίας της οικογένειας και ο μαρασμός της οικογενειακής ζωής μπορεί να θέσουν τις ψυχικές βάσεις για την άνοδο ενός νέου τύπου δεσποτισμού. Στο όνομα της κριτικής στην "εξουσιαστική προσωπικότητα" που γεννάει η καταπιεστική οικογένεια, υποστηρίχθηκε η ανατικατάσταση της εξουσίας/ αυθεντίας των γονέων από την εξουσία/ αυθεντία των "ειδικών" της ανατροφής των παιδιών (γιατρών, ψυχολόγων κτλ.). Ο Λας εξετάζει κριτικά αυτό το φαινόμενο της εισβολής στην αμερικάνικη οικογένεια των ειδικών της κοινωνικής και ψυχικής παθολογίας. Επικαλείται μάλιστα τον Φρόυντ, ο οποίος υποστήριζε ότι η αυτονομία εδράζεται στην έντονη συναισθηματική ταύτιση με τους γονείς και έρχεται έπειτα από τρομερούς αγώνες για να ξεπεράσουμε την κατωτερότητα και την εξάρτηση. Η εξασθένηση της πατρικής φροντίδας, συμπεραίνει ο Λας, ακριβώς επειδή έχει αμβλύνει τη σύγκρουση πατέρων και γιων, καθιστά πολύ πιο δύσκολο για το παιδί να γίνει αυτόνομος ενήλικος". (Θανάσης Γιαλκέτσης, Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, 464, 3 Αυγούστου 2007)
[ISBN:978-960-8263-62-Χ]









  • Κρίστοφερ Λας Η κουλτούρα του ναρκισσισμούO αμερικανός ιστορικός και κοινωνιολόγος Kρίστοφερ Λας (1932-1994). Θεωρεί χαρακτηριστικό της ζωής στην Aμερική της δεκαετίας του 1970 τον “ναρκισσισμό
    Τα δέκα κεφάλαια του βιβλίου:

1. Το κίνημα αυτογνωσίας και η εισβολή της κοινωνίας στον εαυτό
2. Η ναρκισσιστική προσωπικότητα του καιρού μας
3. Αλλαγή των τρόπων επιτυχίας
4. Η κοινοτοπία της αυτογνωσίας: θεατρικότητα της πολιτικής
5. Η υποβάθμιση του αθλητισμού
6. Το σχολικό σύστημα και η νέα αγραμματοσύνη
7. Ο εκσυγχρονισμός της αναπαραγωγής και η κατάρρευση της εξουσίας
8. Η φυγή από το συναίσθημα. Κοινωνιοψυχολογία του πολέμου των δύο φύλων
9. Η κλονισμένη πίστη στην αναγέννηση της ζωής
10. Πατερναλισμός χωρίς πατέρα.



  • Κρίστοφερ Λας

    Ο ελάχιστος εαυτός
    Ψυχική επιβίωση σε καιρούς αναστάτωσης
    Ο 20ός αιώνας έφερε την εκτενή βιομηχανοποίηση, τη βία σε έκταση και μορφή πρωτοφανείς στην Ιστορία. Η αίσθηση της κλίμακας του κοινωνικού περιγύρου που περιβάλλει τον κάθε άνθρωπο μεγάλωσε κατά πολύ, ενώ ο αυξημένος ρυθμός των εξελίξεων τον ανάγκασε να μετατραπεί από ήρεμο διαμορφωτή της πραγματικότητάς του σε δρομέα που προσπαθεί να προλάβει τις εξελίξεις. Το μη-οικείο, ταχέως εξελισσόμενο και απειλητικό αυτό περιβάλλον εμφανίζεται υπερβολικά «μεγάλο» και εχθρικό προς την εγγενή τάση του ανθρώπου να επιβληθεί στον περίγυρό του. Αποτέλεσμα: η συρρίκνωση του Εαυτού στα απολύτως βασικά στοιχεία του, ο περιορισμός του σε μια κατάσταση διαρκούς πολεμικής ετοιμότητας. Και όπως σε κάθε πόλεμο, η επιβίωση μετατρέπεται σε πρωτεύουσα προτεραιότητα, τόσο πολύ μάλιστα που καθίσταται αυτοσκοπός, παραβλέποντας την ανάγκη αναζήτησης οποιουδήποτε άλλου νοήματος πέραν της ίδιας της επιβίωσης. Η υγιής υπαρξιακή σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον του διαρρηγνύεται καθώς αυτός μετατρέπεται σε πολεμιστή: ανασφαλής, επιθετικός και καιροσκόπος, έτοιμος να κάνει το καθετί που πιστεύει ότι θα κατασιγάσει την ανασφάλειά του

    (Μάριος Δαμουλιάνος, περ. Strange)


    Κρίστοφερ Λας




  • Η εξέγερση των Ελίτκαι η προδοσία της δημοκρατίας

    Tο 1930 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Oρτέγκα υ Γκασετ “H εξέγερση των μαζών”. O ισπανός φιλόσοφος έκρινε ότι η ορμητική είσοδος των λαϊκών μαζών στην ιστορία αποτελούσε μείζονα κίνδυνο για τη δημοκρατία. Eξήντα χρόνια αργότερα, ο αμερικανός ιστορικός και κοινωνιολόγος Kρίστοφερ Λας κρίνει ότι η δημοκρατία σήμερα απειλείται από τις ελίτ, δηλαδή τα ανώτερα στελέχη των μεγάλων εταιρειών και τους εύπορους ελευθεροεπαγγελματίες. Γιατί οι ελίτ αυτές έχουν αποκοπεί από τη χώρα και την κοινωνία τους και προσπαθούν να επιβάλουν στον κόσμο την απόλυτη ομοιομορφία. Στα επτά κείμενα που αποτελούν τον τόμο, ο Λας εξετάζει τη δημόσια εκπαίδευση, τα μεγάλα εμπορικά κέντρα, την πολυπολιτισμικότητα, αλλά και τη ζωή σε μία εκκοσμικευμένη κοινωνία όπως η σημερινή.
    . Θεμέλια της δημοκρατίας δεν είναι τα άτομα αλλά οι αυτοκυβερνώμενες κοινότητες, υποστηρίζει ο Λας (σ. 13). Αλλά οι νέες ελίτ του κοσμοπολιτισμού και της πολυπολιτισμικότητας, άνθρωποι που δεν πιστεύουν σε οικογένεια, πατρίδα και θρησκεία, στρέφονται εναντίον της «Μέσης Αμερικής» και υπονομεύουν, ισχυρίζεται, τις βάσεις της δημοκρατίας. […]Αν και κατηγορεί εξ ίσου τις δυνάμεις της αγοράς (σ. 30), τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, τη γραφειοκρατία και τις παρεμβάσεις του προνοιακού κράτους για τη διάλυση του παραδοσιακού κοινωνικού ιστού, η αιχμή του Λας στρέφεται μάλλον προς ένα νέο στρώμα της διανόησης, το οποίο κατέχει σήμερα ηγεμονική θέση στις σύγχρονες Δυτικές κοινωνίες. Πρόκειται για τους ανθρώπους που εργάζονται στην πολιτισμική βιομηχανία (Τύπο, τηλεόραση, κινηματογράφο, μάνατζμεντ, διαφήμιση κτλ.). Το νέο αυτό στρώμα αδιαφορεί για, ή ειρωνεύεται, τον παραδοσιακό ρόλο του διανοούμενου-παιδαγωγού και δεν στοχεύει στη διαφώτιση και στην καθοδήγηση των μαζών ακολουθώντας κάποιο συγκεκριμένο κανονιστικό πρόγραμμα. Σύμφωνα με τον Λας, που τοποθετεί τον εαυτό του στην παλιά Αριστερά, η νέα ελίτ δεν ενδιαφέρεται «να επιβάλλει τις αξίες της στην πλειονότητα», την οποία αντιμετωπίζει με «ανάμεικτη περιφρόνηση και ανησυχία» (σ. 26), θεωρώντας την «αδιόρθωτα ρατσιστική, σεξιστική, επαρχιώτικη και ξενοφοβική» (σ. 22).





  • Κι όμως! Στη «Μέση Αμερική» επιβιώνει ο «κοινός νους», ισχυρίζεται ο Λας, σ’ αυτά τα στρώματα επιβιώνουν οι παραδόσεις, χάρη στις οποίες το έθνος μπορεί να ανακάμψει: πρόκειται για τις παραδοσιακές αξίες των μικροϊδιοκτητών γης, των μικροεμπόρων και των τεχνιτών – «ο ποπουλισμός είναι η αυθεντική φωνή της δημοκρατίας» (σ. 83). Ο Λας αντιπαραθέτει τον «κοινό νου» στις αφηρημένες ιδέες της νέας ελίτ, ενώ κατανοεί τη «Μέση Αμερική» και συμπάσχει μ’ αυτήν, με τους «απλούς ανθρώπους» που μιλούν για ηθική έκπτωση και ανησυχούν για τη θρησκευτική αδιαφορία, την κυριαρχία υλιστικών αξιών και τη λατρεία του χρήματος, την αποθέωση της εφήμερης απόλαυσης, την έλλειψη ορίων και τη σεξουαλική αποχαλίνωση, τον αυξανόμενο αριθμό διαζυγίων και αμβλώσεων, την αύξηση της χρήσης ναρκωτικών κ.ά. (σ. 84). Πού οδεύουμε, λοιπόν, αγωνιά μαζί τους ο Λας, ενώ υποστηρίζει ότι ο μαρξισμός «οφείλει ν’ αφομοιώσει τις διαισθήσεις των πολιτισμικά συντηρητικών» (σ. 97). […]Καθώς ο συγγραφέας συμμετέχει μαχητικά στο δημόσιο πεδίο, ψάχνοντας, όπως γράφει, «μια μορφή σοσιαλισμού που να ταιριάζει στην Αμερική», παίρνει μέρος στις ιδεολογικές και πολιτικές συγκρούσεις της εποχής του και μας προσφέρει πλούσιο ιστορικό υλικό για να κατανοήσουμε τις αντιθέσεις της σύγχρονης Αμερικής, την αμηχανία και τις αντιφάσεις της σύγχρονης Αριστεράς και τη γοητευτική αλλά τόσο παραμελημένη ιστορία της σύγχρονης διανόησης.

    (Ελένη Ανδριάκαινα, Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής)

8 Kasım 2014 Cumartesi

Ζίγκμουντ Μπάουμαν: Η εποχή μας είναι ξανά μια εποχή φόβων πηγη ablogert.blogspot. eagainst.com

Ζίγκμουντ Μπάουμαν: Η εποχή μας είναι ξανά μια εποχή φόβων 

 


Παράξενη αλλά τόσο κοινή και οικεία σε όλους μας είναι η ανακούφιση που νιώθουμε, και η αιφνίδια συρροή ενέργειας και θάρρους, όταν μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα ανησυχίας, αγωνίας, σκοτεινών προαισθημάτων, ημερών γεμάτων φόβο και άγρυπνων νυχτών, αντιμετωπίζουμε τελικά τον πραγματικό κίνδυνο: μια απειλή την οποία μπορούμε να δούμε και να αγγίξουμε. Ή ίσως αυτή η εμπειρία να μην είναι τόσο παράξενη όσο φαίνεται αν, επιτέλους, μαθαίνουμε τι κρυβόταν πίσω από αυτό το ασαφές αλλά πείσμον αίσθημα κάποιου πράγματος φρικτού και προορισμένου να συμβεί, που συνέχιζε να δηλητηριάζει τις μέρες κατά τις οποίες θα έπρεπε να χαιρόμαστε, για κάποιο λόγο όμως δεν μπορούσαμε – και που έκανε τις νύχτες μας άγρυπνες … Τώρα που γνωρίζουμε από που έρχεται το πλήγμα, γνωρίζουμε επίσης, αν μη τι άλλο, τι μπορούμε να κάνουμε για να το αποκρούσουμε – ή τουλάχιστον έχουμε μάθει πόσο περιορισμένη είναι η ικανότητά μας να βγούμε αλώβητοι και τι είδους απώλεια, ή βλάβη, ή πόνο, πρέπει να περιμένουμε.
Όλοι έχουμε ακούσει ιστορίες για δειλούς που έγιναν ατρόμητοι μαχητές όταν αντιμετώπισαν κάποιον «πραγματικό κίνδυνο», όταν η καταστροφή που περίμεναν κάθε μέρα, αλλά μάταια είχαν προσπαθήσει να φανταστούν, επιτέλους ήρθε. Ο φόβος φτάνει στο αποκορύφωμά του όταν είναι διάχυτος, διάσπαρτος, ασαφής, όταν δεν συνδέεται με κάτι, όταν παραμένει αποσπασμένος από την πραγματικότητα και αιωρείται ελεύθερα, χωρίς σαφή αναφορά ή αιτία — όταν μας στοιχειώνει χωρίς ορατό ειρμό ή λόγο, όταν η απειλή που θα έπρεπε να φοβόμαστε μπορεί να αναφανεί φευγαλέα παντού, δεν μπορούμε όμως να την αντικρίσουμε πουθενά. «Φόβος» είναι το όνομα που δίνουμε στην αβεβαιότητά μας: στην άγνοιά μας για την απειλή και για ό,τι πρέπει να κάνουμε – ό,τι μπορούμε και ό,τι δεν μπορούμε να κάνουμε – προκειμένου να τη σταματήσουμε καθ’ οδόν – ή να της αντισταθούμε, αν η αναχαίτισή της ξεπερνά τις δυνάμεις μας.
Η εμπειρία της ζωής στην Ευρώπη του 16ου αιώνα – στο χρόνο και στον τόπο όπου η μοντέρνα εποχή μας ήταν έτοιμη να γεννηθεί – συνοψίστηκε κοφτά, και θαυμάσια, από τον Lucien Febvre σε τέσσερις μόνο λέξεις: «Peur toujours, peur partout» («φόβος πάντα, φόβος παντού»). Ο Febvre συνέδεσε την πανταχού παρουσία του φόβου με το σκοτάδι, που άρχιζε έξω από την πόρτα της καλύβας και σκέπαζε τον κόσμο έξω από το φράκτη του αγροκτήματος. Στο σκοτάδι μπορούν να συμβούν τα πάντα, ουδείς όμως γνωρίζει τι ακριβώς θα συμβεί τελικά: το σκοτάδι δεν είναι η αιτία του φόβου, είναι όμως το φυσικό περιβάλλον της αβεβαιότητας – κι επομένως του φόβου.
Η νεωτερικότητα επρόκειτο να είναι το μεγάλο άλμα προς τα εμπρός: μακριά από το φόβο και προς έναν κόσμο απαλλαγμένο από την τυφλή και αδιαπέραστη μοίρα – αυτό το θερμοκήπιο φόβων. Όπως συλλογιζόταν ο Βίκτωρ Ουγκό, νοσταλγικά και με λυρική διάθεση εν προκειμένω: ωθημένη από την επιστήμη («ο θρόνος της πολιτικής θα μεταμορφωθεί σε θρόνο της επιστήμης»), θα έρθει μια εποχή που θα δώσει τέλος στις εκπλήξεις, τις συμφορές, τις καταστροφές – αλλά και τέλος στις διενέξεις, τις αυταπάτες, τους παρασιτισμούς… Με άλλα λόγια, μια εποχή που θα δώσει τέλος σέ όλα αυτά τα υλικά από τα οποία φτιάχνονται οι φόβοι.
Ό,τι έμελλε όμως να είναι μια οδός διαφυγής, αποδείχθηκε τουναντίον μια μακρά παράκαμψη. Πέντε αιώνες μετά, σε μας που βρισκόμαστε στο άλλο άκρο του πελώριου νεκροταφείου ρημαγμένων ελπίδων, η ετυμηγορία του Febvre ηχεί – ξανά – εντυπωσιακά ταιριαστή και επίκαιρη. Η εποχή μας είναι, ξανά, μια εποχή φόβων.
_________________________________________________________
Πηγή: Ζίγκμουντ Μπάουμαν, Ρευστός Φόβος, Εισαγωγή: Σχετικά με την καταγωγή, τη δυναμική και τις χρήσεις του φόβου, Μετ. Γιώργος Καράμπελας, Εκδόσεις Πολύτροπον 2077

4 Kasım 2014 Salı

η Μπλογκόσφαιρα, τα συναισθηματα,η απουσια και το παιχνιδι με την Κουβαριστρα του Φρουντ



Κάποτε ο Φρουντ παρατήρησε ένα παιδάκι που έπαιζε με μια κουβαρίστρα επαναλαμβάνοντας τις λέξεις ''Εδώ- Εκεί'

Ο Φρουντ συμπέρανε οτι το παιδάκι εξόρκιζε την Απουσία της Μαμας του ,Μέσω της επανάληψης ..

Στην Μπλογκοσφαιρα . Καθόμαστε μπροστά στο Μόνιτορ περιμένοντας . Μπροστά σε μια ψυχρή Οθόνη . Και καθώς είμαστε Μόνοι και συγκεντρωμένοι στα Μύχια μας, είμαστε ευάλωτοι ....

Και ο άλλος/η μας έρχεται ξαφνικά .

Κι υστερα φεύγει .

Που πήγε ; Που χάθηκε...; Πως γεφυρωνεται αυτή η απουσια ..;

Επαναλαμβάνουμε μηχανικά το γράψιμο , σαν το παιχνίδι με την κουβαρίστρα . Ένα Γεφύρι για την απουσία

31 Ekim 2014 Cuma

η διαφορά του Πένθους από την Μελαγχολία




η διαφορά του Πένθους από την Μελαγχολία είναι ότι στο Πένθος ξέρεις ότι έχεις χάσει κάποιον-κάτι -πολύ συγκεκριμένο ενώ στην Μελαγχολία δεν ξέρεις τι έχεις χάσει ακριβώς ( η μάλλον το απωθείς γιατί -ενδόμυχα - ξέρεις ότι αυτό που έχεις - χάσει είναι η Φαντασίωση παντοδυναμίας)

30 Ekim 2014 Perşembe

George Bataille ,( Η Ιστορία του ματιου) και ο Λακάν για το αυγό το πετάλιο και την Ομελέττα

Ο George Bataille ,( Η Ιστορία του ματιου) και ο Λακάν για το αυγό το πετάλιο και την Ομελέττα….



George Bataille :Τέλος , μια μέρα , την ώρα που οι λοξές αχτίνες του ηλιού στις έξι τα απόγεμα εμπεναν κλεφτά ίσια μες στο μπάνιο , ένα μισορουφηγμένο αυγό άρχισε ξαφνικά να παίρνει νερό και , μόλις γέμισε ως απάνω , πήγε μέναν παράξενο ήχο σαν ναυάγιο στον πάτο , μπρος τα μάτια μας .
Το περιστατικό αυτό πήρε τόσο μεγάλες διαστάσεις στο μυαλό της Σιμον , ώστε τέντωσε τα ,μέλη της κι ηδονιστηκε πολλή ωρα πίνοντας ,
κατά κάποιο τρόπο , το δεξί μου μάτι το οποίο κρατούσε ανάμεσα στα χείλη της ¨έπειτα χωρίς ν¨αφήσει το μάτι που το βύζαινε με το ίδιο πείσμα πού θα βύζαινε ένα μαστό , έκατσε στη λεκάνη , τραβώντας με δύναμη το κεφάλι μου προς το μέρος της και κατούρησε με πλήρη ευρωστία κι απόλυτη ικανοποίηση τα αυγά πoυ επέπλεαν ,…….
Λακάν ( το πετάλιο η ομελέτα)….Για να καταλάβουμε και τον τελευταίο από τους διάλογους του Πλάτωνα και πολύ περισσότερο εκείνον που βρίσκεται στο Συμπόσιο . Είναι , αν θέλετε μια φάρσα
Πρόκειται φυσικά για τον μύθο του Αριστοφάνη . Αποτελεί πρόκληση για τους αιώνες, αυτός ο μύθος γιατί τους διέσχισε χωρίς κανείς να προσπαθήσει να κα΄νει κάτι καλύτερο .
Θα το προσπαθήσω εγώ …θα σας μιλήσω για το πετάλιο
Αν θέλετε να τονίσετε την ενέργεια του ως φάρσας , ονομάστε το άνθρωπ-ομελέτα (Home lette…..) κάθε φορά πού σπανέ οι μεμβράνες του αυγού απ¨όπου θα βγει το έμβρυο πού εξελίσσεται σε νεογέννητο,φανταστειτε για μια στιγμή ότι κάτι από κει μέσα πετάει όπως και μ έναν άνθρωπο, δηλαδή η ανθρωπομελέττα ή το πετάλιοΤο πετάλιο είναι κάτι το εξαιρετικά επίπεδο , που μετακινείται σαν την αμοιβάδα . Απλώς είναι λίγο πολυπλοκώτερο . Αλλά περνά παντού.
Και καθώς είναι κάτι που έχει σχέση με εκείνο που το έμφυλο ον χάνει μέσα στην σεξουαλικότητα , είναι όπως η αμοιβάδα σε σχέση με τα έμφυλα όντα , αθάνατο. Αφού επιβιώνει σε κάθε διαίρεση , αφού εξακολουθεί να υπάρχει σε κάθε διαιρετογενή επέμβαση . Και τρέχει
.Ε λοιπόν ~δεν είναι κάτι το καθησυχαστικό . Υποθέστε μόνο πώς έρχεται να σας τυλίξει το πρόσωπο , την ώρα που κοιμόσαστε ήσυχα…….
Αυτό το πετάλιο , αυτό το όργανο που έχει για χαρακτηριστικό ότι δεν υπάρχει , αλλά που δεν παύει γι αυτό να είναι εν όργανο
–είναι η λίμπιντο…..
Σχόλιο από Νοσφεράτος Φεβρουάριος 19, 2008
ΑΠΟ

http://pontosandaristera.wordpress.com/2008/02/06/6-2-2008/

24 Ekim 2014 Cuma

Z. Bauman: Περί φόβου, ανασφάλειας και “αόρατων απειλών” ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ(ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ")

Z. Bauman: Περί φόβου, ανασφάλειας και “αόρατων απειλών”

9789608219847
(…) Οι λόγοι να φοβάται κανείς είναι πολλοί∙και καθώς ο πραγματικός τους αριθμός και η σφοδρότητα τους είναι δύσκολο να υπολογιστούν από τη σκοπιά της περιορισμένης προσωπικής εμπειρίας, προστίθεται ένας ακόμη, ο σημαντικότερος ίσως, λόγος να φοβάται κανείς: κανένας δεν γνωρίζει που και πότε τα προειδοποιητικά λόγια θα γίνουν πραγματικότητα.
Οι σύγχρονες απειλές, κι ιδιαίτερα οι πλέον φρικιαστικές απ’ αυτές, εντοπίζονται κατά κανόνα μακριά, είναι συγκαλυμμένες, κρυφές, σπάνια βρίσκονται αρκετά κοντά ώστε να υπάρχει άμεση μαρτυρία και ακόμη σπανιότερα προσφέρονται για ενδελεχή προσωπικό έλεγχο - είναι απ’όλες τις απόψεις αόρατες. Οι περισσότεροι από μας δεν θα είχαμε μάθει ποτέ την ύπαρξη τους αν δεν ήταν ο τρόμος κι ο πανικός που προβάλλουν και διογκώνουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι ανησυχητικές προγνώσεις που συντάσσονται από ειδικούς  κι αμέσως αρπάζονται, υιοθετούνται και ενισχύονται από τα μέλη των κυβερνητικών συμβουλίων και τις εμπορικές εταιρείες – που σπεύδουν, όπως πάντα, να μετατρέψουν όλη αυτή την αναστάτωση σε πολιτικό ή εμπορικό κέρδος. Καθώς εμείς οι “συνηθισμένοι άνθρωποι” που ασχολούμαστε με τις δικές μας μικρής κλίμακας καθημερινές προσωπικές υποθέσεις, εμμέσως μόνο γνωρίζουμε γι’ αυτούς τους φοβερούς αλλά μακρινούς κινδύνους, τους είναι εύκολο, πανεύκολο, να χειραγωγήσουν τη -δημόσια-στάση μαςνα υποβαθμίζουν ή ν’ αποσιωπούν τους κινδύνους που δεν υπόσχονται κανένα πολιτικό ή οικονομικό όφελος, και ταυτόχρονα να διογκώνουν στο έπακρο, ή και να εφευρίσκουν, άλλους κινδύνους, καταλληλότερους για πολιτική ή εμπορική εκμετάλλευση. (…)

19 Ekim 2014 Pazar

Γιάννης Δ. Ευρυγένης Αντίπαλον δέος Εξωθεν φόβος και συλλογική δράση Μετάφραση Αθανάσιος Κατσικερός, αναδηδημοσιευση απο το βημα


Ο φόβος μάς ενώνει

Κοινωνικές συγκρούσεις και αρνητικοί συνασπισμοί. Ο Γιάννης Ευρυγένης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Tufts της Βοστώνης, αναλύει πώς ο φόβος για τον εχθρό συγκροτεί ομάδες και ενισχύει τη συνοχή τους
Ο φόβος μάς ενώνει
Ο Ράσελ Κρόου σε σκηνή από την ταινία «Μονομάχος»

10

εκτύπωση 
 
Γιάννης Δ. Ευρυγένης
Αντίπαλον δέος
Εξωθεν φόβος και συλλογική δράση
Μετάφραση Αθανάσιος Κατσικερός,
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης,
Ηράκλειο 2014, σελ. 448, τιμή 16 ευρώ

Αυτό το βιβλίο αφηγείται την ιστορία του πολιτικού στοχασμού από την κλασική αρχαιότητα ως τον 20ό αιώνα μέσα από το πρίσμα του «φόβου του εχθρού». Πρόκειται για ένα έργο το οποίο κινείται στον κλάδο της ιστορίας της πολιτικής σκέψης αλλά με πραγματική δεξιοτεχνία ο συγγραφέας διευρύνει τη συγκεκριμένη ειδικότητα ως τα απώτατα όριά της, κατορθώνοντας έτσι να αναδείξει την κεντρική της θέση στον αυτοπροσδιορισμό ολόκληρου του πεδίου της πολιτικής επιστήμης. Το οπωσδήποτε εντυπωσιακό αυτό επίτευγμα συντελείται χάρη στη διεπιστημονική στρατηγική του συγγραφέα ο οποίος αποδύεται σε ένα εγχείρημα συνδυασμού της κοινωνικής θεωρίας με την ιστορία των πολιτικών ιδεών - εγχείρημα που αποδεικνύεται ιδιαίτερα παραγωγικό.

Από την κοινωνική θεωρία δανείζεται τη θεωρία των ομάδων, τη θεωρία της συλλογικής δράσης αλλά ιδίως τη θεωρία της κοινωνικής σύγκρουσης που του επιτρέπει να εντοπίσει τον κρίσιμο ρόλο του φόβου του αντιπάλου ή του εχθρού στη συγκρότηση των ομάδων και στην ενίσχυση της συνοχής τους. Αν και αυτά τα στοιχεία συνιστούν συμβατικές περίπου παραδοχές στον χώρο της κοινωνιολογίας, η ανάγνωση των πηγών του πολιτικού στοχασμού μέσα από το πρίσμα του metus hostilis, του φόβου του εχθρού, κατά τη διατύπωση του ρωμαίου ιστορικού Σαλουστίου, αποδίδει μια πρωτότυπη και συναρπαστική διαδρομή στην ιστορία των πολιτικών ιδεών. Στην πραγματικότητα δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι ο συγγραφέας ξαναγράφει ολόκληρη την ιστορία της πολιτικής σκέψης από τη σκοπιά του metus hostilis και των καθοριστικών επιπτώσεών του. Γιατί όχι, θα μπορούσε να σχολιάσει κάποιος παρατηρητής: η ιστορία της πολιτικής σκέψης έχει πολλές φορές γραφτεί από τη σκοπιά μιας ιδέας, που ο εκάστοτε συγγραφέας θεωρεί ότι την υπερκαθορίζει, ελευθερία, ισότητα, κοινότητα, δημοκρατία, επανάσταση είναι μόνον μερικά παραδείγματα. Κανένας μελετητής ως τώρα πάντως δεν αφηγήθηκε αυτή την ιστορία από τη σκοπιά του metus hostilis. Αυτό κάνει ακριβώς ο Γιάννης Ευρυγένης και αυτό συνιστά τη συμβολή του και την πρωτοτυπία του έργου.

Διατρέχοντας την ιστορία των πολιτικών ιδεών ο συγγραφέας αναδεικνύει αγνοημένες πτυχές του στοχασμού όλων σχεδόν των συγγραφέων του κλασικού κανόνα, υποδεικνύοντας πόσα μπορούν ακόμη να λεχθούν για αυτά τα τόσο γόνιμα πνεύματα και τα κείμενά τους, για τα οποία συχνά σχηματίζει κανείς την εντύπωση ότι έχουν λεχθεί όλα όσα θα μπορούσαν να λεχθούν. Δεν είναι έτσι, μας καθιστά σαφές ο Ευρυγένης δοκιμάζοντας νέες και ενδιαφέρουσες αναγνώσεις του Θουκυδίδη, του Αριστοτέλη και των αρχαίων ρωμαίων ιστορικών, ιδίως του Σαλουστίου. Διά των αναλύσεων αυτών αναδεικνύεται η «πολιτική οικονομία του φόβου», του φόβου των εξωτερικών εχθρών ως σωτηρία για την πολιτεία. Ετσι καθίσταται δυνατόν να παρουσιαστεί και μια διαφορετική εκδοχή της ρωμαϊκής αντίληψης απέναντι στον κατ' εξοχήν εχθρό, την Καρχηδόνα, «η οποία πρέπει να καταστραφεί» (Carthago delenda est), όπως επαναλάμβανε ακούραστα ο Κάτων ο Πρεσβύτερος. Η διαφορετική αντίληψη, την οποία αναδεικνύει ο Ευρυγένης διά του πρίσματος του metus hostilis, είναι η χρησιμότητα του φόβου της Καρχηδόνας για τη διατήρηση της εσωτερικής ενότητας και της πατριωτικής εγρήγορσης της Ρώμης, πράγμα που εκφράζεται με την προτροπή ορισμένων, όπως ο ύπατος Νασικάς, ότι «η Καρχηδόνα πρέπει να σωθεί», σύμφωνα με τον Διόδωρο Σικελιώτη.

Χωρίς να ξεχνά τη συμβολή του ιερού Αυγουστίνου στη συζήτηση, ο συγγραφέας φαίνεται πραγματικά γοητευμένος από τους συγγραφείς που κυριαρχούν κατά τη νεωτερικότητα, τον Μακιαβέλι και τον Χομπς. Για τον Μακιαβέλι ο «αρνητικός συνασπισμός» συντελεί στην αντιμετώπιση τόσο των εσωτερικών διενέξεων όσο και των εξωτερικών κινδύνων, η συνάρθρωση του χειρισμού των οποίων συνιστά αποτελεσματική στρατηγική για την επιβίωση της πολιτείας. Για τον Χομπς ο φόβος αποτελεί θεμελιώδες κίνητρο της ανθρώπινης συμπεριφοράς, τόσο ως προς τη δημιουργία της πολιτείας όσο και της ζωής εντός αυτής. Αλλά και η συμπεριφορά των κρατών στο αναρχικό διεθνές περιβάλλον, που επίσης καθορίζεται από ίδιο κίνητρο, συμβάλλει εν τέλει στη διασφάλιση της ελευθερίας τους.

Ο συγγραφέας στρέφει την προσοχή του και στους επικριτές των Μακιαβέλι και Χομπς, που καταλαμβάνουν σημαντικό μέρος της νεότερης πολιτικής φιλολογίας, και αποκαλύπτει συστηματικά τις αδυναμίες της επιχειρηματολογίας τους. Ιδιαίτερα αξιόλογη είναι, κατά τη γνώμη μου, η συζήτηση της «μυωπικής» επίκρισης του Μακιαβέλι από τον Μποντέν, που αναδεικνύει τα πολλαπλά προβλήματα της θεωρίας της κυριαρχίας.

Αν και ήρωες της αφήγησης παραμένουν πραγματικά οι Μακιαβέλι και Χομπς, και άλλοι κορυφαίοι πολιτικοί στοχαστές της νεωτερικότητας, ο Λοκ, ο Ρουσσώ, ο Καντ και ο Χέγκελ, εμφανίζονται επίσης σε κάπως δευτερεύοντες ρόλους. Εκείνο όμως που ενισχύει πραγματικά την πρωτοτυπία του έργου είναι η στροφή του φακού στο καταληκτήριο κεφάλαιο στους θεωρητικούς της ισχύος και τους ανατόμους της εχθρότητας μεταξύ των κρατών κατά τον εικοστό αιώνα. Το τμήμα αυτό, με την παρουσίαση της πολιτικής σκέψης των Καρλ Σμιτ και των επιγόνων του στην Αμερική, όπως ο Χανς Μορκεντάου και η σχολή του ρεαλισμού, συνιστά πραγματική συμβολή στη θεωρία των διεθνών σχέσεων. Ισως ο ζήλος του συγγραφέα για την αποκατάσταση του Καρλ Σμιτ να είναι κάπως υπερβάλλων, αλλά και αυτό το μέρος του έργου, όπως ολόκληρο το βιβλίο του, συνιστά μια εντυπωσιακή συμβολή στην πολιτική επιστήμη.

21 Eylül 2014 Pazar

Αντώνης Λιάκος Δικαίωμα στη Μνήμη ή στη Λήθη; Μια αμφιλεγόμενη ευρωπαϊκή οδηγία tvxs



Φωτογραφία συγγραφέα
Αντώνης Λιάκος

Προωθείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σχέδιο Οδηγίας για τη ρύθμιση της νομοθεσίας προσωπικών δεδομένων, στο οποίο εμφανίζεται για πρώτη φορά επίσημα ο όρος Δικαίωμα στη Λήθη. Το σχέδιο προκάλεσε αντιδράσεις. Η Εταιρεία Γάλλων Αρχειονόμων συγκέντρωσε 51.000 υπογραφές για την ανάκληση του σχεδίου. Μαζί τους συντάσσονται Έλληνες αρχειακοί και ιστορικοί. Θα συζητήσουν για το ζήτημα αυτό στις 22 Σεπτεμβρίου στο Γαλλικό Ινστιτούτο, σε εκδήλωση με τίτλο «Δικαίωμα στη Μνήμη vs Δικαίωμα στη Λήθη».
Τα προβλήματα μνήμης, ιστορίας και λήθης, καταλαμβάνουν εδώ και περίπου τρεις δεκαετίες ολοένα και κεντρικότερη θέση στη δημόσια συζήτηση. Εκεί που κάποτε οι ιστορικές διαφωνίες συζητούνταν στο περιθώριο της δημόσιας ζωής, τώρα έχουν μετατραπεί σε πολέμους ιστορίας ή μνήμης, στο επίκεντρο της επικαιρότητας. Το διαπιστώσαμε και με το άρθρο 2 του αντιρατσιστικού, το οποίο ποινικοποιεί αρνήσεις γενοκτονιών που έχουν αναγνωριστεί από το κοινοβούλιο, διεθνούς οργανισμούς και δικαστήρια. Αν κάποτε υποτίθεται πώς οι ιστορικοί ήταν οι «φρουροί» της μνήμης, έρχεται τώρα η νομοθεσία, το κράτος και οι διεθνείς οργανισμοί να ορίσουν πώς και τι πρέπει να θυμόμαστε. Βέβαια να μην αυταπατόμαστε πως το παλαιό καθεστώς μνήμης ήταν αυθεντικότερο από το νέο. Και στις δυο περιπτώσεις η αναδρομικότητα καθορίζει και το περιεχόμενο και τη μορφή της μνήμης. Αλλά η μεταβίβαση αυτή δείχνει ότι τώρα το διακύβευμα αυτό είναι κατά πολύ μεγαλύτερο και αποφασιστικότερο σε σχέση με το παρελθόν. Η μνήμη αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους πολιτισμικούς πόρους. Ποιος και πως θα την διαχειριστεί είναι αποφασιστικό για τη συγκρότηση της ταυτότητας, του πολιτισμικού προφίλ μιας κοινωνίας, του υλικού και συμβολικού κεφαλαίου της. Παρόμοια μεγέθη υπερβαίνουν κατά πολύ την εμβέλεια και τις δυνατότητες των ιστορικών.
Η μνήμη έχει εγκατασταθεί στις σύγχρονες κοινωνίες ως απόλυτα θετική αξία, απρόσβλητη στο βάθρο της. Αυτό δεν είναι μόνο αποτέλεσμα αυτού που ονομάζεται «έκρηξη μνήμης», του γεγονότος δηλαδή ότι η ταχύτητα αλλαγής των κοινωνιών μας δημιουργεί νοσταλγία για το παρελθόν, ούτε του εκδημοκρατισμού της μνήμης, που έδωσε προτεραιότητα στα βιώματα των απλών ανθρώπων έναντι των πρωταγωνιστών, κάτι που είδαμε και στις εκδηλώσεις για τα 100χρονα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Πρόκειται για μια ευρύτερη μεταβολή νοοτροπιών. Αν κάποτε το μέλλον ήταν πηγή ελπίδας, τώρα είναι πηγή φόβων. Και όταν οι άνθρωποι στρέφουν τα νώτα τους στο μέλλον, αντικρίζουν το παρελθόν. Αλλά αυτό το παρελθόν δεν αποτελείται από γραμμική εξέλιξη, αλλά από δραματικά γεγονότα, εκτός κανονικοτήτων, τα οποία δεν έχουν ακόμη βρει τρόπο να ενταχτούν στη συνείδησή μας, και δεν μπορούν να ενταχτούν με «επιστημονικό και νηφάλιο δημόσιο διάλογο», όπως υποστήριξε πρόσφατα διακήρυξη 139 ιστορικών για το αντιρατσιστικό. Η μνήμη υποκινεί συναισθηματικές δυνάμεις πένθους και εκδίκησης, που δεν μπορούν εύκολα να τιθασευτούν από την εκλογίκευση που της επιβάλλουν οι ιστορικοί.
Αν όλοι υποκλίνονται στη μνήμη, εκείνη που φαίνεται να έχει χάσει τα δικαιώματά της είναι η λήθη. Με περισσή ευκολία την αναθεματίζουν και τη λιθοβολούν. Κι όμως, χωρίς τη λήθη δεν θα μπορούσαμε να ζούμε ειρηνικά μεταξύ μας. Ένας κόσμος με απόλυτη μνήμη, θα ήταν εφιαλτικός και αφόρητος. Όπως επίσης ένας κόσμος πλήρης λήθης δεν θα ήταν κόσμος ανθρώπινος. Οι ανθρώπινες κοινωνίες, όπως και ο ανθρώπινος ψυχισμός άλλωστε, βασίζονται σε μια καλοδουλεμένη, μέσα από το χρόνο, ισορροπία ανάμεσα στη μνήμη και στη λήθη. Ο Χ.Λ.Μπόρχες έγραψε το 1942 ένα διήγημα με τίτλο Funes el Memorioso (Φούνες ο Μνήμων). Ο Ειρηναίος Φούνες, πέφτοντας από το άλογο έμεινε παράλυτος, αλλά αντί αμνησίας απέκτησε υπερμνησία. Θυμόταν όχι μόνο το δάσος, αλλά όλα τα δένδρα, και όλα τα φύλα των δένδρων και κάθε φορά που τα είχε δει, ή τα είχε φανταστεί. «Οι αναμνήσεις δεν ήταν απλές. Κάθε εικόνα συνοδευόταν από αντιδράσεις μυϊκές, θερμικές κλπ». Μια τέτοια ζωή όμως ήταν αφόρητη, είχε καταδικαστεί σε διαρκή αϋπνία («γιατί να κοιμάσαι σημαίνει να αφαιρείσαι από τον κόσμο»). Ο Ειρηναίος πέθανε από συμφόρηση πνευμόνων, μεταφορική απόδοση της συμφόρησης από τον κατακλυσμό ενός μεγάλου όγκου από άχρηστα μνημονικά σκουπίδια. Και ο Μπόρχες καταλήγει λακωνικά: «Υποπτεύομαι εντούτοις, ότι δεν ήταν πολύ ικανός για σκέψη. Το να σκέπτεσαι σημαίνει να ξεχνάς μια διαφορά, να γενικεύεις, να αφαιρείς. Στον υπερφορτωμένο κόσμο του Φούνες δεν υπήρχε τίποτε παρά λεπτομέρειες, σχεδόν τυχαίες λεπτομέρειες».
Η αυτόματη καταγραφή από τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα κάθε λεπτομέρειας της ζωής μας, κάθε στιγμή, παντού, κινδυνεύει να μας θέσει, αν δεν μας έχει ήδη θέσει στην κατάσταση του Ειρηναίου Φούνες. Μια παρόμοια κατάσταση υπερ-ροής πληροφοριών δεν διευκολύνει τον αναστοχασμό του παρελθόντος, κάτι που υποτίθεται οφείλουν οι ιστορικοί. Στο κάτω-κάτω της γραφής, αν μια κοινωνία τα θυμάται όλα σε βάσεις δεδομένων, μεταδεδομένων, μετα-μεταδεδομένων κ.ο.κ., δεν έχει ανάγκη τους ιστορικούς. Ο Μπόρχες, στο διήγημα αυτό απηχεί την Ιστορία και Ζωή του Φ. Νίτσε, όπου «Η λήθη αποτελεί συστατικό στοιχείο κάθε πράξης». Για τη ζωή χρειάζεται όχι μόνο το φως αλλά και το σκοτάδι. Ένας άνθρωπος χωρίς λήθη θα ήταν σαν να είναι καταδικασμένος σε διαρκή αϋπνία. Στη σημερινή περίπτωση το δικαίωμα στη λήθη σημαίνει επίσης το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα (privacy). Επομένως δεν τίθεται το δίλλημα μνήμη ή λήθη, δημόσια διαφάνεια ή ιδιωτικότητα, αλλά η προσεκτική εξισορρόπησή τους. Απόλυτη κυριαρχία του δικαιώματος στη λήθη θα φτώχαινε την ιστορία. Απόλυτη κυριαρχία του δικαιώματος στη μνήμη θα καταργούσε την ιδιωτικότητα και θα ήταν σαν να θυσιάζει την κοινωνία στο Αρχείο, το ζωντανό στο νεκρό.
Το ζήτημα με την συγκεκριμένη Οδηγία, εντούτοις δεν είναι απλό επειδή η ΕΕ, που έχει παρομοιαστεί με «μειλίχιο τέρας» (H.M.Enzensberger), υφαίνει έναν νομοθετικό ιστό όπου εκείνο που φαίνεται καλό, αυτονόητο, λογικό, κανονικοποιεί, ταξινομεί, γραφειοκρατικοποιεί και τελικά καταβροχθίζει τις ελευθερίες. Είναι ένα πράγμα το δικαίωμα στη μνήμη, εντελώς διαφορετικό η καθιέρωσή του με νόμο. Όπως αντίστοιχα είναι διαφορετική η κοινωνική λειτουργία της λήθης από την νομοθετημένη επιβολή της. Επικίνδυνα παιχνίδια.
Αντώνης Λιάκος
Κατηγορία άρθρου:

15 Eylül 2014 Pazartesi

tovima.gr - Οι ηθικές ιδέες στον αρχαίο κόσμο

Οι αρχαίες ελληνικές κοινωνίες, σύμφωνα με τον W.R. Dodds (Οι Ελληνες και το παράλογο) διαχωρίζονται σε κοινωνίες της ντροπής και κοινωνίες της ενοχής
tovima.gr|Από tovima.gr — Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη Α.Ε.
Οι αρχαίες ελληνικές κοινωνίες, σύμφωνα με τον W.R. Dodds (Οι Ελληνες και το παράλογο) διαχωρίζονται σε κοινωνίες της ντροπής και κοινωνίες της ενοχής. Η κοινωνία του Ομήρου, αναφέρει, είναι κοινωνία της ντροπής, αφού οι ομηρικοί ήρωες θεωρούν ύψιστο αγαθό την απόλαυση της τιμής και της δημόσιας εκτίμησης και όχι το να έχουν ήσυχη τη συνείδησή τους πράττοντας σύμφωνα με τη γνώμη των θεών. Το «τι θα πει ο κόσμος; πώς θα αντικρίσω τους άλλους;», η ντροπή που θα νιώσουν από την κοινωνική απόρριψη αποτελεί τον άξονα της συμπεριφοράς τους. Οι κοινωνίες της ενοχής, συνεχίζει ο Dodds, εμφανίζονται στην ύστερη αρχαιότητα, όταν  η άτη μεταμορφώνεται σε τιμωρία και οι Ερινύες σε όργανα εκδίκησης. Τότε, οι άνθρωποι νιώθουν ενοχή για πράξεις που έπρεπε να έχουν αποφύγει.

Ο B. Williams στο έργο του Αιδώς και ανάγκη. Ατομική βούληση, πράξη και ευθύνη στην αρχαία Ελλάδα διαφωνεί με τον Dodds και με τους υπέρμαχους της εξέλιξης και του προοδευτισμού. Δεν δέχεται ότι οι Ελληνες είχαν πρωτόγονες ιδέες για την πράξη, την ευθύνη, τα ηθικά κίνητρα και τη δικαιοσύνη και ότι οι ιδέες αυτές αργότερα αντικαταστάθηκαν από ένα πιο σύνθετο και εκλεπτυσμένο σύνολο αντιλήψεων. Η άποψη ότι η ηθική ενοχή επετεύχθη μόνο από τη νεωτερική συνείδηση είναι  βαθιά παραπλανητική τόσο από ιστορική όσο και από ηθική άποψη, υποστηρίζει. Οι ιδέες στις οποίες βασιζόμαστε είναι κοινές με εκείνες των αρχαίων Ελλήνων σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι διατείνονται οι υπέρμαχοι του προοδευτισμού.

Ο Williams (1929-2003), μολονότι καθηγητής της φιλοσοφίας στα πανεπιστήμια της Οξφόρδης, του Κέμπριτζ και της Καλιφόρνιας, αναζητεί τα επιχειρήματά του στη λογοτεχνία: «Το γεγονός ότι τα λογοτεχνικά έργα δεν είναι φιλοσοφία, δεν μας λέει τίποτα απολύτως ως προς το ενδιαφέρον που θα μπορούσαν να έχουν για τη φιλοσοφία» σημειώνει, θυμίζοντάς μας τους Τ. Adorno & M. Horkheimer (Κοινωνιολογία της τέχνης), που πίστευαν πως η τέχνη αποτελεί μια μη συνειδητή ιστοριογραφία, η οποία πρέπει να αποκρυπτογραφείται. Ετσι, μέσα από τα ομηρικά κείμενα και τις τραγωδίες, ο συγγραφέας αναζητεί τις ηθικές ιδέες, τα κίνητρα που οδηγούν τους ανθρώπους να κάνουν σπουδαία πράγματα και τις παραγνωρισμένες ομοιότητες στη σκέψη, στα συναισθήματα και στις πράξεις μεταξύ του αρχαίου και του μοντέρνου κόσμου.

Οι σκεπτικιστές, γράφει ο Williams, υποστηρίζουν ότι έλειπε από τους Ελληνες η έννοια της ηθικής απόφασης και της ηθικής ευθύνης. Ομως αυτό είναι λάθος, παρότι όντως οι θεοί παρεμβαίνουν συχνά στις πράξεις των ανθρώπων. Μπορεί να μην υπάρχουν οι λέξεις «πρόθεση» ή «αποφασίζω», όμως υπάρχει η λέξη εκών που σημαίνει με πρόθεση ή «σκόπιμα», όπως υπάρχει και η ιδέα του ανθρώπου που αποφασίζει για τον εαυτό του και αισθάνεται τις ευθύνες του. Ο Οιδίποδας αναγνωρίζει την ευθύνη του και ομοίως ο Αίαντας που, επειδή προσβλήθηκε διότι ο Οδυσσέας πήρε τα όπλα του Αχιλλέα, σχεδιάζει να σκοτώσει τους αρχηγούς και η Αθηνά για να τον εμποδίσει τον τρελαίνει και σκοτώνει πρόβατα και βόδια. Οταν συνέρχεται με ένα λυρικό ξέσπασμα απελπισίας και ντροπής αποφασίζει ότι το μόνο που του μένει είναι να αυτοκτονήσει. Επίσης, όταν κάποιος μιλάει στον θυμόν του σημαίνει ότι μιλάει στον εαυτό του προκειμένου να αποφασίσει, άρα υπάρχει και η έννοια της αυτοσυγκράτησης, που φαίνεται όταν ο Οδυσσέας μπαίνει στον πειρασμό να σκοτώσει τις θεραπαινίδες των μνηστήρων και συγκρατείται.

Η ομηρική ντροπή, υποστηρίζει ο Williams, δεν σχετίζεται μόνο με τις ανταγωνιστικές επιτυχίες ή αποτυχίες του ατόμου και τον φόβο ότι κάποιος θα γίνει άμεσα αντιληπτός αν δεν προσαρμοστεί στις προκαταλήψεις της κοινότητας. Δεν είναι μόνο το βλέμμα του άλλου όταν πέφτει πάνω στον δρώντα που προξενεί ντροπή. Υπάρχει και η ντροπή απέναντι στο φανταστικό βλέμμα ενός φανταστικού ετέρου, του οποίου τις αντιδράσεις σέβεται το δρων υποκείμενο. Είναι οι εσωτερικευμένες αξίες. Ο εσωτερικευμένος κώδικας τιμής, για παράδειγμα, δεν επιτρέπει στον Αίαντα να ζήσει χωρίς αυτοσεβασμό, και αυτοκτονεί. Η κοινωνία του Ομήρου δεν είναι μόνο κοινωνία της ντροπής, όπου το συναίσθημα συνδέεται με την όραση, αλλά και της ενοχής που έχει τις ρίζες της στην «ακοή», στον ήχο της φωνής της κρίσης μέσα μας, στο ηθικό συναίσθημα. Από τα τέλη του 5ου αιώνα, οι Ελληνες έκαναν τις δικές τους διακρίσεις ανάμεσα στην ντροπή, που απλώς ακολουθούσε την κοινή γνώμη, και την ντροπή που εξέφραζε εσωτερική προσωπική πεποίθηση. Στον Ιππόλυτο του Ευριπίδη φαίνεται καθαρά η διαφορά: Η Φαίδρα καταστρέφει τον εαυτό της και τους γύρω της προκειμένου να διασφαλίσει μια αδιαμφισβήτητα καλή φήμη. Ο Ιππόλυτος, που κατηγορείται για κακά που δεν διέπραξε, απελπίζεται όταν δεν αναγνωρίζουν την αγνότητά του και αποσύρεται φανερώνοντας τις εσωτερικές πλευρές της αιδούς. Αυτή ήταν η ηθική ψυχολογία από τον καιρό των αρχαϊκών Ελλήνων και, παρά τη νεωτερική απομόνωση της ενοχής, αποτελεί ουσιώδες τμήμα και της δικής μας ψυχολογίας.

Ο Williams μελετά και το θέμα της δουλείας και τον ρόλο των γυναικών και καταδεικνύει ότι η νεωτερική απόρριψη του θεσμού της δουλείας και διαφόρων άλλων πρακτικών, που τις θεωρούμε άδικες, δεν είναι και τόσο νεωτερική. Υπήρχε και στον αρχαίο κόσμο. Οι Ελληνες δεν πίστευαν ότι κάποιος γεννιέται δούλος, αλλά ότι η δουλεία ή η ελευθερία ήταν θέμα τύχης, αφού εύκολα ένα άτομο μπορούσε να περάσει από τη μια κατάσταση στην άλλη. Ομως, το να αιχμαλωτιστεί κάποιος και να γίνει δούλος ήταν μεγάλη συμφορά για τους αρχαίους. Η δουλεία στα μάτια των περισσότερων ανθρώπων δεν ήταν δίκαιη και γνώριζαν ότι βασιζόταν στον καταναγκασμό, αλλά ήταν αναγκαία και δεδομένη και δεν μπορούσαν να φανταστούν τον κόσμο χωρίς αυτή. Και επειδή ήταν αναγκαία, δεν θεωρούσαν ότι ήταν άδικη ως θεσμός.  

Ο συγγραφέας, αναφερόμενος στη θέση των γυναικών, σημειώνει πως η ζωή της γυναίκας ήταν περισσότερο ελεύθερη από ό,τι γενικά θα υποθέταμε. Παρά ταύτα, στα κείμενα υπάρχουν παράπονα για τη μεταχείρισή τους. Π.χ. η Καλυψώ παραπονιέται για τα δύο μέτρα και τα δύο σταθμά που ισχύουν για τους θεούς και τις θεές όσον αφορά τις σεξουαλικές σχέσεις με θνητούς. Ομως, ενώ η δουλεία είναι θέμα τύχης, εδώ βλέπουμε να υπεισέρχεται η κοινωνική κατασκευή του φύλου, όπως θα λέγαμε με σύγχρονους όρους, και διαπιστώνουμε ότι οι νεότερες προκαταλήψεις είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό ίδιες με τις αρχαίες.

Στην πραγματικότητα βρισκόμαστε σε μια κατάσταση που μοιάζει πολύ με εκείνη των Ελλήνων σχετικά με τη δουλεία και τη θέση των γυναικών. Το χαρακτηριστικά νεωτερικό επίτευγμα είναι ότι το πρόβλημα έχει τεθεί: Αναγνωρίζουμε την αυθαιρεσία και τη βαρβαρότητα με την οποία μεταχειρίζεται η κοινωνία ορισμένους ανθρώπους.

Αντιλαμβανόμαστε ότι η κατάσταση αυτών των ανθρώπων είναι άδικη και τα συστήματα που επιτρέπουν αυτά τα πράγματα είναι επίσης άδικα, αλλά διστάζουμε να αντιδράσουμε. Ισως επειδή βλέπουμε τη διαφθορά ή ίσως επειδή μας έχουν πείσει ότι είναι αναπόφευκτο κάποιοι να επιβάλλουν δεινά σε κάποιους άλλους.

Σε ό,τι αφορά τις γυναίκες, οι προκαταλήψεις, οι βασισμένες σε παραδοσιακές θρησκευτικές αντιλήψεις, ανθούν στον νεότερο κόσμο και η ιδέα ότι οι ρόλοι του κοινωνικού φύλου επιβάλλονται από τη φύση είναι ζωντανή με «μοντέρνες», επιστημονικές μορφές...

Ο συγγραφέας δεν αρνείται ότι ο νεότερος κόσμος είναι καθ' όλα διαφορετικός. Πιστεύει όμως, και πείθει και τον αναγνώστη, ότι εκείνο «που είναι ζωντανό από τον αρχαίο κόσμο μάς βοηθάει (συχνά με τρόπους που δεν είναι φανεροί) να παραμείνουμε ζωντανοί».

Η εξαιρετικά πρωτότυπη σύλληψη του B. Williams μας οδηγεί στην κατανόηση της εμπρόθετης δράσης, της ευθύνης, της ντροπής και της ενοχής στον κόσμο μας και κυρίως, όπως δηλώνει ο ίδιος από την αρχή, στο να κατανοήσουμε τον εαυτό μας. Η δε πολύ καλή μετάφραση καθιστά το βιβλίο ευανάγνωστο και ελκυστικό σε ειδήμονες και μη.

Η κυρία Αννα Λυδάκη είναι καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.