λαικισμός etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster
λαικισμός etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster

10 Aralık 2014 Çarşamba

Οι «Ταπεινωμένοι» Η διφορούμενη εικόνα του «Αγανακτισμένου» πολίτη Από τον ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟ πηγηThe Athens Review of Books, Blog

The Athens Review of Books, Blog
Οι «Ταπεινωμένοι»
Η διφορούμενη εικόνα του «Αγανακτισμένου» πολίτη


Από τον ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟ

Αν η συνεχιζόμενη κινητοποίηση μερίδας πολλών Ισπανών πολιτών, που ονομάσθηκε και «Κίνημα της 15ης Μάη», αυτοχρίσθηκε ως το κίνημα των «Αγανακτισμένων», είναι γιατί οι πολυπληθείς φορείς του, νεανικής κατά βάση ηλικίας, αισθάνονται βαθιά ταπεινωμένοι, σχεδόν απελπισμένοι ως προς τη διάψευση των υποσχέσεων που τους δόθηκαν από την προηγούμενη γενιά αλλά και από την πολιτική τάξη. Ο φόβος ανάμικτος με ογκούμενη οργή, που κάλλιστα μπορούν να μετατραπούν σε μνησικακία, αφορούν τη διαφαινόμενη πτώση μιας νέας γενιάς και μιας κοινωνικής τάξης, της νεο-μικροαστικής, σε ένα καθεστώς νεο-προλεταριοποίησης.
Τρία είναι τα βασικά προβλήματα που αναδεικνύει αυτή η κινητοποίηση. Το πρώτο, αυτό της εργασίας. Το δεύτερο, αυτό της χαμένης ατομικής αξιοπρέπειας που σχετίζεται με την απώλεια του εργασιακού ορίζοντα. Και το τρίτο, της μονοσήμαντα συναισθηματικής επένδυσης, μέσω της «αγανάκτησης», αυτής της διαδικασίας ατομικής και συλλογικής παρακμής.
Αν διαβάσει κάποιος με προσοχή το «Μανιφέστο» των Ισπανών Indignados θα δει μια συναισθηματικά φορτισμένη φωνή η οποία καθοδηγείται από εκείνη την ντροπή που προσιδιάζει στην ατομική ταπείνωση. Το έλλειμμα ατομικής αξιοπρέπειας των πολλών, λόγω της διάψευσης των προσδοκιών ανιούσας κινητικότητας, ακρωτηριάζει, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, το «δικαίωμα στην ευτυχία», και στρέφεται κατά της μικρής «μειοψηφίας» των «από πάνω», των πολιτικών και οικονομικών ελίτ, οι οποίες δεν «ακούνε» πλέον τη μάζα των «καθημερινών ανθρώπων». Η κινητοποίηση των «αγανακτισμένων» θέλει να υποδείξει ακριβώς αυτή τη διευρυνόμενη απόσταση ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους και στην ιθύνουσα ελίτ, προβάλλοντας μια σειρά από γενικά αιτήματα (δικαίωμα στην κατοικία, την εργασία, την κουλτούρα, την υγεία, την εκπαίδευση, συμμετοχή στην πολιτική ζωή, ελευθερία στην προσωπική ανάπτυξη, δικαιώματα στην κατανάλωση), χωρίς, ωστόσο, να προσδιορίζει έναν έστω και στοιχειώδη προγραμματικό τρόπο υλοποίησής τους.
Με την έννοια αυτή, η κινητοποίηση των «Αγανακτισμένων» μπορεί, σύμφωνα με την τυπολογία του Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ, κάλλιστα να κατανοηθεί ως ένας κοινωνιο-λαϊκισμός διαμαρτυρίας[1]. Αυτή η μορφή λαϊκισμού συνοψίζει την απογοήτευση από την αποσύνθεση των λειτουργιών της παλαιο-σοσιαλδημοκρατικής έμπνευσης κρατικο-προνοιακής λειτουργίας, διεκδικώντας απεγνωσμένα ένα δικαίωμα, μια επιστροφή στον ματαιωμένο σήμερα ηδονιστικό ατομικισμό των προηγούμενων γενεών. Στρέφεται κατά του «συστήματος» γενικότερα, χωρίς όμως να του αμφισβητεί θεμελιωτικές του αξίες, όπως, για παράδειγμα, αυτή του «χρήματος», για το οποίο απαιτεί να τεθεί στην υπηρεσία των πολλών, των «ανώνυμων». Τα αιτήματά του είναι ένα κράμα σοσιαλδημοκρατικών διεκδικήσεων της εποχής της ευμάρειας και μετανεωτερικών αιτημάτων αυτοπραγμάτωσης, μια απόπειρα συγκεχυμένης άρθρωσης του «εγώ» με το «εμείς», του ατόμου με τη συλλογικότητα.

Το γεγονός, ωστόσο, ότι η κινητοποίηση αυτή στερείται πολιτικής εκπροσώπησης, δηλαδή ηγεσίας, το διαφοροποιεί από παρελθούσες λαϊκιστικές εμπειρίες. Αυτό αποτελεί μία πολύ σοβαρή αδυναμία, γιατί περιορίζει δραστικά την αποτελεσματικότητα της δράσης του στο λεγόμενο πεδίο της «υποπολιτικής»· ακόμα, θα έλεγε κανείς, συνδυάζοντας αυτή την αδυναμία με την απουσία «προγράμματος», μπορεί να το κατευθύνει και στο πεδίο της «αρνητικής πολιτικής».
Ο Ισπανός σοσιαλφιλελεύθερος πολιτικός φιλόσοφος Ντανιέλ Ινεράριτυ επισημαίνοντας στην El Pais καίρια αυτό το χαρακτηριστικό της κινητοποίησης των «Αγανακτισμένων» θα σταθεί στις «αρνητικές ενέργειες αγανάκτησης και θυματοποίησης»[2] που αποδεσμεύουν τέτοιες λαϊκιστικές πρωτοβουλίες οι οποίες, εξαντλούμενες σε συναισθηματικά αναθέματα και στην ανθρωπομορφική, θα προσθέταμε, αναζήτηση των «ενόχων», οδηγούν τελικά, παρά τη θέλησή τους, στο να σταθεροποιούν το «σύστημα» κατά του οποίου βάλλουν.
Άραγε, αυτή η αναδυόμενη φιγούρα ενός συναισθηματικού πολίτη μπορεί να αποτελέσει μια ενθαρρυντική υπόσχεση για τις λεγόμενες προοδευτικές δυνάμεις; Αυτός ο νέος αριστερόστροφος κοινωνιο-λαϊκισμός μπορεί να κοντράρει τον ακροδεξιό ξενοφοβικό εθνικο-λαϊκισμό της τελευταίας εικοσαετίας; Από μια πρώτη προσέγγιση, ο πρώτος φαίνεται αυτή τη στιγμή να αποτελεί μία αυθόρμητη απάντηση στον δεύτερο. Παρατηρώντας, ωστόσο, τα δεδομένα κάπως εγγύτερα, ο Werner A. Perger, αρθρογράφος της Die Zeit, θα επισημάνει: «Όσοι συγκεντρώνονται στις πλατείες σε όλη τη χώρα έχουν έναν κοινό εχθρό: τη δημοκρατία των κομμάτων και την πολιτική τάξη που την ενσαρκώνει. Στις δημοσκοπήσεις, αυτή η τελευταία έρχεται τρίτη, μετά από την ανεργία και την οικονομία, πριν από τη μετανάστευση και την τρομοκρατία, στον κατάλογο των μεγάλων ανησυχιών των πολιτών. Σε αυτό το σημείο, οι λαϊκιστές δεξιάς και αριστεράς διατηρούν την ίδια στερεοτυπική εικόνα του εχθρού»[3]

Επομένως, μία απροϋπόθετη υπόκλιση σε αυτή τη φιγούρα του συναισθηματικού και αντιστασιακού πολίτη έχει τα ρίσκα της. Τα γενικά ευχολόγια που αντικαθιστούν πλήρως τα πολιτικά προγράμματα, αλλά και οι ανορθολογικές ονειρώξεις που τα συνοδεύουν, ακόμα και αν έχουν αποκλείσει κάθε προσφυγή στη βία, αναπαράγουν ηρεμιστικές χίμαιρες. Η «Αγανάκτηση», από μόνη της, όπως αυτή στην οποία προτρέπει ο Στεφάν Εσσέλ στην νηπιακής πολιτικής σκέψης μπροσούρα του Αγανακτήστε!, συνιστά σε τελευταία ανάλυση κλήτευση σε αντιπολιτική ανευθυνότητα στο όνομα ενός αφηρημένου ουμανισμού της «ευθύνης». Αν η μανιχαϊστική πρόσληψη της πραγματικότητας, και η αναγόρευση της «αγανάκτησης» σε «κινητήρια δύναμη»[4] μιας αντιστασιακής ιστορίας είναι η μοναδική συνταγή για την υπέρβαση της σημερινής κακοδαιμονίας, αν σε αυτό το παιδικό φαντασιακό εγκλωβιστούν θεμιτές ατομικές και συλλογικές αγωνίες, τότε με συνοπτικό τρόπο και «αγανακτώντας» κάποιοι θα μπορούσαν να αναφωνήσουν: κάθε εποχή έχει την αντιπολίτευση που της προσιδιάζει…




[1] Pierre-André Taguieff, L’Illusion Populiste. Essai sur les démagogies de l’âge démocratique, Flammarion, Παρίσι 2007.
[2] Βλ. Le Courrier International, τχ. 1073, 26-31 Μαΐου 2011.
[3] Ό.
[4] Βλ. Stéphane Hessel, Αγανακτήστε!, μτφρ. Σώτη Τριανταφύλλου, Πατάκη, Αθήνα 2011, σ. 17.
Copyright © 2011 Booksreview.gr.

29 Kasım 2014 Cumartesi

Ο λαικιστής παιζει με τη .....

'Ο λαικιστής παιζει με τη συγκινηση της στιγμής που είναι αναγκαστικά εφημερη''
Tzvetan Todorov Οι εσωτερικοι εχθροι της Δημοκρατιας

5 Kasım 2014 Çarşamba

Τι είναι κίνημα;Του Τζόρτζιο Αγκάμπεν/Aναδημοσίευση απο την ΕΠΟΧΗ


Οι σκέψεις που ακολουθούν πηγάζουν από μια δυσφορία και προέκυψαν από μια σειρά ερωτήματα που μου δημιουργήθηκαν πρόσφατα όταν βρέθηκα σε μία συνάντηση στη Βενετία με τον Tόνι [Νέγκρι], τον Καζαρίνι κ.λπ. Μια λέξη επανερχόταν διαρκώς σε αυτή τη συνάντηση: κίνημα. Πρόκειται για μια λέξη με μακρά ιστορία στην παράδοσή μας. Στο βιβλίο του Tόνι για παράδειγμα αυτή η λέξη ξεπηδά στρατηγικά κάθε φορά που το πλήθος χρειάζεται έναν ορισμό, για παράδειγμα όταν η έννοια του πλήθους πρέπει να αποσυνδεθεί από το ψευδοδίλημμα μεταξύ κυριαρχίας και αναρχίας.
Η δυσφορία μου οφειλόταν στο ότι πρώτη φορά συνειδητοποίησα πως, όσοι χρησιμοποιούν αυτή η λέξη, δεν την ορίζουν ποτέ. Θα μπορούσα να μην την ορίσω ούτε εγώ. Στο παρελθόν χρησιμοποίησα ως άρρητο κανόνα της πρακτικής σκέψης μου τη φόρμουλα: «όταν το κίνημα υπάρχει, κάνε σαν να μην υπάρχει, και όταν δεν υπάρχει κάνε σαν να υπάρχει». Δεν ήξερα όμως τι σήμαινε αυτή η λέξη. Όλοι μοιάζουν να την κατανοούν, αλλά κανένας δεν την ορίζει.

Του
Τζόρτζιο Αγκάμπεν*
Για παράδειγμα, από πού προέρχεται αυτή η λέξη; Γιατί μια αποφασιστική πολιτική βαθμίδα ονομάστηκε «κίνημα»; Τα ερωτήματά μου προκύπτουν από τη συνειδητοποίηση, ότι δεν είναι δυνατό να αφεθεί αυτή η έννοια χωρίς ορισμό, πρέπει να σκεφτούμε πάνω στο κίνημα επειδή αυτή η έννοια είναι το «αδιανόητό» μας, και εφ’ όσον παραμένει τέτοιο μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τις επιλογές και τις στρατηγικές μας. Δεν πρόκειται απλώς για ένα φιλολογικό ενδοιασμό λόγω του ότι η ορολογία είναι η ποιητική, άρα η παραγωγική στιγμή της σκέψης, ούτε θέλω να το κάνω επειδή δουλειά μου είναι να ορίζω έννοιες, από συνήθεια. Πραγματικά θεωρώ ότι η άκριτη χρήση των εννοιών μπορεί να ευθύνεται για πολλές ήττες. Προτίθεμαι λοιπόν να αρχίσω μια έρευνα με στόχο να ορίσουμε αυτή τη λέξη. Θα αρχίσω με μερικές βασικές θεωρήσεις, ως προσανατολισμό για τη μελλοντική έρευνα.
Πρώτα, μερικά πεζά ιστορικά στοιχεία: η έννοια του κινήματος, η οποία στις επιστήμες και τη φιλοσοφία έχει μια μακροχρόνια ιστορία1, στην πολιτική αποκτά μια ειδική τεχνική σημασία μόλις το 19ο αιώνα. Μια από τις πρώτες εμφανίσεις του ανατρέχει στη γαλλική επανάσταση του Ιουλίου του 1830, όταν οι φορείς της αλλαγής ονομάστηκαν partie du mouvement [μερίδα της κίνησης] και οι αντίπαλοί τους partie de l’ordre [μερίδα της τάξης]. Μόνο με τον Λόρενς φον Στάιν, ένα συγγραφέα που επηρέασε τόσο τον Μαρξ όσο και τον Σμιτ, η έννοια αυτή γίνεται ακριβέστερη και αρχίζει να ορίζει ένα στρατηγικό πεδίο εφαρμογής. Στο έργο του «Η ιστορία του κοινωνικού κινήματος στη Γαλλία» (1850), ο φον Στάιν θέτει την έννοια του κινήματος σε διαλεκτική αντιπαράθεση προς την έννοια του κράτους. Το κράτος είναι το στατικό και νομικό στοιχείο, ενώ το κίνημα είναι η έκφραση των δυναμικών τάσεων της κοινωνίας. Έτσι, το κίνημα είναι πάντα κοινωνικό και σε ανταγωνισμό με το κράτος, εκφράζει τη δυναμική προτεραιότητα της κοινωνίας επί των δικαστικών και κρατικών θεσμών. Ωστόσο, ο φον Στάιν δεν δίνει ορισμό για το κίνημα, ούτε του αποδίδει κάποιο συγκεκριμένο τόπο [στο πρωτότυπο: topos].
Άρεντ, Φρόιντ και Σμιτ
Κάποιες ενδιαφέρουσες ιστορικές ενδείξεις για την ιστορία των κινημάτων μπορούμε να βρούμε στο βιβλίο της Άρεντ για τον ολοκληρωτισμό. Η Άρεντ δεν ορίζει το κίνημα, δείχνει όμως ότι γύρω από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, αμέσως πριν και αμέσως μετά, τα κινήματα στην Ευρώπη γνωρίζουν εξαιρετική ανάπτυξη σε στρατηγική αντιδιαστολή προς τα κόμματα, όταν τα τελευταία εισέρχονται σε περίοδο κρίσης. Σε αυτή την περίοδο υπάρχει μια έκρηξη της έννοιας και του φαινομένου του κινήματος, μια ορολογία που χρησιμοποιείται τόσο από τη δεξιά όσο και από την αριστερά: ο φασισμός και ο ναζισμός ορίζονται πάντα ως κινήματα πρώτα και μόνο δευτερευόντως ως κόμματα.
Ωστόσο, ο όρος υπερβαίνει την πολιτική σφαίρα: όταν ο Φρόιντ θέλει να γράψει ένα βιβλίο, το 1914, για να περιγράψει αυτό του οποίου αποτελεί μέρος, το αποκαλεί «ψυχαναλυτικό κίνημα». Προφανώς σε ορισμένες ιστορικές στιγμές, ορισμένες λέξεις-κλειδιά επιβάλλονται ακαταμάχητα και υιοθετούνται από ανταγωνιστικές τοποθετήσεις, χωρίς να χρειάζεται να οριστούν.
Το αμήχανο σημείο της έρευνάς μου ήταν όταν διαπίστωσα ότι ο μόνος που προσπάθησε να ορίσει τον όρο ήταν ένας ναζιστής νομικός: ο Καρλ Σμιτ. Το 1933, σε ένα δοκίμιο με τίτλο «Κράτος, Κίνημα, Λαός» και με υπότιτλο «Η τριμερής διάκριση της πολιτικής ενότητας», προσπαθεί να ορίσει την πολιτική-συνταγματική λειτουργία της έννοιας του κινήματος. Σε αυτό το δοκίμιο ο Σμιτ προσπαθεί να ορίσει τη συνταγματική δομή του ναζιστικού Ράιχ. Θα συνοψίσω τη θέση του, διότι αυτοί οι χαριεντισμοί με έναν φιλόσοφο του ναζισμού απαιτούν σαφήνεια. Για τον Σμιτ, η πολιτική ενότητα του ναζιστικού Ράιχ θεμελιώνεται σε τρία στοιχεία ή μέλη: το κράτος, το κίνημα και το λαό. Η συνταγματική άρθρωση του Ράιχ προκύπτει από την άρθρωση και τη διάκριση αυτών των τριών στοιχείων. Το πρώτο στοιχείο είναι το κράτος, που είναι η στατική πολιτική πλευρά: ο μηχανισμός των δημόσιων λειτουργιών. Ο λαός, από την άλλη, προσέξτε εδώ, είναι το απολιτικό στοιχείο που αυξάνεται υπό τη σκιά και υπό την προστασία του κινήματος. Το κίνημα είναι το πραγματικό, το δυναμικό πολιτικό στοιχείο, που βρίσκει την ειδική μορφή του στη σχέση με το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα και την ηγεσία του –αλλά για τον Σμιτ ο Φύρερ είναι απλώς προσωποποίηση του κινήματος. Ο Σμιτ επίσης υπονοεί ότι αυτή η τριμερής διάκριση είναι επίσης παρούσα στο συνταγματικό μηχανισμό του σοβιετικού κράτους.
Λαός, οντότητα απολίτικη;
Η πρώτη εκτίμησή μου είναι ότι η πρωτοκαθεδρία της έννοιας του κινήματος συνίσταται στο ότι αποπολιτικοποιεί την έννοια του λαού. Έτσι το κίνημα γίνεται η αποφασιστική πολιτική έννοια όταν η δημοκρατική έννοια του λαού, ως πολιτικού σώματος, τελεί υπό κατάρρευση. Η δημοκρατία τελειώνει όταν προκύπτουν κινήματα. Ουσιαστικά δεν υπάρχει δημοκρατικό κίνημα (εάν δημοκρατία παραδοσιακά σημαίνει να θεωρούμε το λαό ως πολιτικό σώμα). Σε αυτή την προκείμενη, οι επαναστατικές παραδόσεις της αριστεράς συμφωνούν με το ναζισμό και το φασισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι σύγχρονοι φιλόσοφοι που προσπαθούν να σκεφθούν νέα πολιτικά σώματα, όπως ο Tόνι, παίρνουν απόσταση από το λαό. Για μένα είναι σημαντικό ότι γύρω από τον Ιησού δεν υπάρχει ποτέ λαός ή δήμος αλλά μόνο όχλος2 (μια μάζα, πλήθος). Η έννοια του κινήματος προϋποθέτει την έκλειψη της έννοιας του λαού ως συντακτικού πολιτικού σώματος.
Η δεύτερη συνεπαγωγή είναι ότι ο λαός είναι ένα απολιτικό στοιχείο, την ανάπτυξη του οποίου το κίνημα πρέπει να προστατεύσει και να στηρίξει (ο Σμιτ χρησιμοποιεί τον όρο wachsen=βιολογική αύξηση). Σε αυτό τον απολιτικό λαό αντιστοιχεί η απολιτική σφαίρα της διοίκησης –ο Σμιτ επικαλείται εδώ και το συντεχνιακό κράτος του φασισμού.
Κοιτάζοντας σήμερα αυτό τον ορισμό του λαού ως απολιτικού, δεν μπορούμε να μη δούμε μια έμμεση αναγνώριση, την οποία ο Σμιτ δεν τολμά ποτέ να αρθρώσει, του βιοπολιτικού χαρακτήρα του. Ο λαός μετατρέπεται τώρα από συντακτικό πολιτικό σώμα σε πληθυσμό: μια δημογραφική βιολογική οντότητα, απολιτική καθεαυτή. Μια οντότητα που χρήζει προστασίας, στήριξης. Όταν κατά το 19ο αιώνα ο λαός έπαψε να είναι πολιτική οντότητα και μετατράπηκε σε δημογραφικούς και βιολογικούς πληθυσμούς, το κίνημα έγινε αναγκαιότητα. Εμείς ζούμε σε μια εποχή όπου ο μετασχηματισμός του λαού σε πληθυσμό είναι τετελεσμένο γεγονός. Ο λαός είναι μια βιοπολιτική οντότητα με την έννοια του Φουκό, και αυτό καθιστά την έννοια του κινήματος απαραίτητη. Εάν θέλουμε να σκεφτούμε την έννοια της βιοπολιτικής διαφορετικά, όπως κάνει ο Tόνι, εάν σκεφτόμαστε την εκ των έσω πολιτικοποίηση του βιοπολιτικού, το οποίο είναι ήδη εξ ολοκλήρου πολιτικό και δεν χρειάζεται να πολιτικοποιηθεί μέσω του κινήματος, τότε πρέπει να ξανασκεφτούμε και την έννοια του κινήματος.
Από πού αντλεί πολιτική
το κίνημα;
Αυτή η εργασία ορισμού είναι απαραίτητη επειδή, εάν συνεχίσουμε να διαβάζουμε τον Σμιτ, βλέπουμε να μας απειλούν διάφορες απορίες: εφ’ όσον το καθοριστικό πολιτικό στοιχείο, το αυτόνομο στοιχείο, είναι το κίνημα, ενώ ο λαός το απολιτικό, τότε το κίνημα μπορεί να βρει την πολιτική του ύπαρξη μόνο αν εισαγάγει στο απολιτικό σώμα του λαού ένα εσωτερικό ρήγμα που να επιτρέπει την πολιτικοποίησή του. Αυτό το ρήγμα για τον Σμιτ είναι αυτό που αποκαλεί ταυτότητα του βιολογικού είδους [specie], δηλ. ο ρατσισμός. Εδώ ο Σμιτ φθάνει στον υψηλότερο βαθμό ταύτισης με το ρατσισμό και τη μέγιστη συνυπευθυνότητα με το ναζισμό. Αυτό είναι γεγονός, αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτή η επιλογή, η ανάγκη να εντοπίσουμε ένα ρήγμα στο απολιτικό σώμα του λαού, είναι άμεση συνέπεια της σύλληψής του για τη λειτουργία του κινήματος. Εάν το κίνημα είναι το πολιτικό στοιχείο ως αυτόνομη οντότητα, από πού μπορεί να αντλεί την πολιτική του; Η πολιτική του μπορεί μόνο να θεμελιωθεί στην ικανότητά τoυ να εντοπίζει έναν εχθρό στο εσωτερικό του λαού –στην περίπτωση του Σμιτ, ένα φυλετικά ξένο στοιχείο. Όπου υπάρχει κίνημα, υπάρχει πάντα μια ρωγμή που τέμνει εγκάρσια και διαιρεί το λαό· εν προκειμένω, εντοπίζοντας έναν εχθρό. Γι’ αυτό νομίζω ότι πρέπει να ξανασκεφτούμε την έννοια του κινήματος και τη σχέση του με το λαό και το πλήθος. Στον Σμιτ βλέπουμε ότι τα στοιχεία που έχουν αποκλειστεί από το κίνημα επιστρέφουν ως «αυτό για το οποίο πρέπει να αποφασίσουμε»· το πολιτικό πρέπει να αποφασίσει για το απολιτικό. Το κίνημα αποφασίζει πολιτικά για το απολιτικό. Μπορεί να είναι φυλετικό ζήτημα, αλλά μπορεί και να είναι μια διαχείριση-διακυβέρνηση των πληθυσμών, όπως σήμερα.
Μερικές ενδείξεις
αντί απαντήσεων
Τα ερωτήματά μου είναι τα εξής:
Πρέπει άραγε να συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε την έννοια του κινήματος; Εάν δηλώνει ένα κατώφλι πολιτικοποίησης του απολιτικού, μπορεί να υπάρξει ένα κίνημα που να είναι διαφορετικό από τον εμφύλιο πόλεμο;
Ή σε ποια κατεύθυνση μπορούμε να ξανασκεφτούμε την έννοια του κινήματος και της σχέσης του με τη βιοπολιτική;
Εδώ δεν θα σας δώσω απαντήσεις· πρόκειται για ένα μακροπρόθεσμο ερευνητικό πρόγραμμα. Έχω όμως μερικές ενδείξεις:
Η έννοια της κινήσεως είναι κεντρική στον Αριστοτέλη, ως σχέση μεταξύ δυνάμεως και πράξεως. Ο Αριστοτέλης ορίζει την κίνηση ως πράξη της δυνάμεως ως δυνάμεως, όχι ως «πέρασμα στην πράξη». Κατά δεύτερον, λέει ότι η κίνηση είναι ατελής, πράξη χωρίς σκοπό (ή χωρίς τελειότητα). Εδώ θα πρότεινα μια τροποποίηση στην άποψή του, και σ’ αυτό ίσως ο Tόνι συμφωνήσει για μια φορά μαζί μου: ότι η κίνηση [/το κίνημα] είναι η συγκρότηση της δυνάμεως ως δυνάμεως. Αν όμως αυτό ισχύει, τότε δεν μπορούμε να σκεφτούμε το κίνημα ως εξωτερικό ή αυτόνομο σε σχέση με το πλήθος. Δεν μπορεί ποτέ να υπάγεται σε μια απόφαση, οργάνωση, κατεύθυνση του λαού, ή να αποτελεί στοιχείο πολιτικοποίησης του πλήθους ή του λαού.
Μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή στον Αριστοτέλη είναι ότι η κίνηση είναι μια πράξη ατελής, χωρίς τέλος, πράγμα που σημαίνει ότι η κίνηση διατηρεί ουσιαστική σχέση με μια στέρηση, μια απουσία τέλους. Η κίνηση είναι πάντοτε, συστατικά, η σχέση με την έλλειψή της, την απουσία τέλους ή έργου. Αυτό στο οποίο διαφωνώ πάντα με τον Tόνι είναι αυτή η έμφαση που δίνει στην παραγωγικότητα. Εδώ πρέπει να ξαναδιεκδικήσουμε την απουσία έργου ως κεντρική. Είναι αδύνατο να υπάρξει τέλος και έργον για την πολιτική: η κίνηση είναι η απροσδιοριστία και η ατέλεια κάθε πολιτικής, αφήνει πάντα ένα υπόλειμμα.
Σε αυτή την οπτική, το ρητό που ανέφερα στην αρχή ως κανόνα μου θα μπορούσε να αναδιατυπωθεί οντολογικά ως εξής: η κίνηση είναι αυτή που, όταν υπάρχει, είναι σαν να μην υπάρχει, υπολείπεται του εαυτού της, ενώ, όταν δεν υπάρχει, είναι σαν να υπάρχει, περισσεύει από τον εαυτό της. Είναι ένα κατώφλι απροσδιοριστίας ανάμεσα σε μια υπερβολή και μια έλλειψη που χαράζει το όριο κάθε πολιτικής στη συστατική της ατέλεια.
Μετάφραση: Άκης Γαβριηλίδης
με βάση τη μεταγραφή
και μετάφραση στα αγγλικά
από την Arianna Bove http://multitudes.samizdat.net/article.php3?id_article=1914.
To κείμενο προέρχεται από διάλεξη του Αγκάμπεν με τίτλο «Che cos’ un movimento», στο πλαίσιο σεμιναρίου του δικτύου Uni.Nomade, στις 29 Ιανουαρίου 2005 στην Πάντοβα, με τίτλο «Democrazia e Guerra» (Δημοκρατία και πόλεμος).
Σημειώσεις
1. Υπενθυμίζεται ότι ο όρος movimento που χρησιμοποιείται εδώ, όπως και οι αντίστοιχοί του σε όλες τις λατινογενείς γλώσσες, σημαίνει ταυτόχρονα κίνημα και κίνηση (σ.τ.μ.).
2. Στο πρωτότυπο οι ελληνικές λέξεις με λατινικά στοιχεία (σ.τ.μ.).

* Ο ιταλός φιλόσοφος Τζόρτζιο Αγκάμπεν διδάσκει Αισθητική στο Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής της Βενετίας (IUAV). Κέρδισε αρχικά την αναγνώριση ως επιμελητής της έκδοσης των απάντων του Βάλτερ Μπένγιαμιν στα ιταλικά. Στα βιβλία του περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, «Homo Sacer: Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή», «Ελευθεριακή Κουλτούρα», Χρόνος και ιστορία. Κριτική του στιγμιαίου και του συνεχούς».

24 Ekim 2014 Cuma

''Ο λαικιστής παιζει με τη συγκινηση της στιγμής που είναι αναγκαστικά εφημερη'' Tzvetan Todorov

''Ο λαικιστής παιζει με τη συγκινηση της στιγμής που είναι αναγκαστικά εφημερη''
Tzvetan Todorov Οι εσωτερικοι εχθροι της Δημοκρατιας ,

24 Eylül 2014 Çarşamba

Ένας δικός μας άνθρωπος: Ο Κρίστοφερ Λάς και η εντολή για πολιτική της λαϊκότητας του Άντριου Τζ. Μπάσεβιτς... ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΛΟΓΚ Μετά την κρίση

Ένας δικός μας άνθρωπος: Ο Κρίστοφερ Λάς και η εντολή για πολιτική της λαϊκότητας

Μια παρουσίαση της βιογραφίας του Κρίστοφερ Λάς: 
Eric Miller - Hope in a Scattering Time: A Life of Christopher Lasch (Grand Rapids: Eerdmans, 2010). 
στο περιοδικό World Affairs  (τεύχος Μαΐου - Ιουνίου 2010),
επίσημη έκδοση από το 1837 της American Peace Society


Ένας οξύς παρατηρητής που έβρισκε ανυπόφορο το status quo ήταν ο αείμνηστος Christopher Lasch (1932-1994): Ιστορικός, πολιτισμικός κριτικός, πρόσωπο που πορευόταν αντίθετα στο ρεύμα, ανθεκτικός οδοιπόρος. Παιδί του Middle Border [Μεσοδυτικού Συνόρου των ΗΠΑ με τον Καναδά], γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νεμπράσκα, πριν οι γονείς του μετακομίσουν στο Σικάγο, ο Lasch, γράφει ο Eric Miller, "ήταν ένας γεωμέτρης που μετρούσε και εξερευνούσε τον άγριο και έρημο τόπο". Η ερημιά αυτή ήταν η σύγχρονη Αμερική. Αυτό που ο Lasch ανακάλυψε, είναι ότι υπάρχουν παθολογικές καταστάσεις που διαφημίζονται και προωθούνται από τις ελίτ ως «πρόοδος», για δικό τους όφελος, με ελάχιστη μέριμνα για το κοινό καλό.
Ο Miller, ο οποίος διδάσκει ιστορία στο Κολλέγιο της Γενεύης, έγραψε μια βιογραφία του Λάς με τον υποβλητικό τίτλο "Ελπίδα σε μιαν Εποχή Διασκορπισμού". Ωραίο, στοχαστικό και εμψυχωτικό βιβλίο, δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιό επίκαιρη στιγμή για την κυκλοφορία του.   
Στην εποχή μας, η πολιτική της προόδου έχει περάσει πέρα από το σημείο εξάντλησης. Άν υπήρχαν κάποιες αμφιβολίες γι' αυτή τη διαπίστωση, η μεγάλη ασυμφωνία ανάμεσα στις προσδοκίες που δημιούργησε η εκλογή του Προέδρου Ομπάμα και την αποκαρδιωτική πραγματικότητα της εποχής Ομπάμα, τις έχει διαλύσει μια για πάντα. Μόνον απατεώνες και ηλίθιοι περιμένουν από την Ουάσιγκτον να βρει λύσεις στα προβλήματα που ταλανίζουν την αμερικανική κοινωνία σήμερα. Πράγματι, ο περαιτέρω σεβασμός στα κατεστημένα κέντρα εξουσίας, για θέματα εσωτερικά ή εξωτερικά, ασφαλώς θα διαιωνίσει ή και θα επιδεινώσει τα προβλήματα αυτά. 
Οι καιροί απαιτούν λοιπόν μια ερευνητική επανεκτίμηση της Αμερικανικής πραγματικότητας. Ούτε η αριστερά, ούτε η δεξιά - ειδικά στην αλλοιωμένη μορφή που βρίσκονται τα υπαρκτά κόμματα των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικανών - έχουν την ικανότητα να φέρουν σε πέρας μια τέτοια επανεκτίμηση. Για να επανεξετασθούν οι πρώτες αρχές, απαιτείται ένα σημείο με πλεονεκτική θέα, μια εντελώς διαφορετική σκοπιά, στηριγμένη σταθερά στην Αμερικανική εμπειρία, που θα προσφέρει κάτι διαφορετικό από απαγγελία διάφορων στερεότυπων και από πόζες μπροστά στις κάμερες.
Ο Lasch καταλαμβάνει ένα τέτοιο σημείο και μιλά απ' αυτή τη θέση. Με μια σειρά από βιβλία, μεταξύ των οποίων το Λιμάνι σ' έναν άκαρδο κόσμο - Η οικογένεια υπό πολιορκίαν (Haven in a Heartless World, 1977), Η κουλτούρα του ναρκισσισμού (The Culture of Narcissism, 1979) και Ο Αληθινός και Μοναδικός Παράδεισος (The True and Only Heaven, 1991), προσπάθησε, σύμφωνα με τα λόγια του Miller, "να επιχειρηματολογήσει και να πείσει τους Αμερικανούς για την αληθινή φύση της κατάστασής τους". Σαν προφήτης της Εβραϊκής Βίβλου, μεταφερμένος στην Αμερική ενώ βρισκόταν στο απόγειο της δύναμής του, ο  Lasch "κινήθηκε με πνεύμα αναμέτρησης, ξεκαθαρίσματος λογαριασμών, ασκώντας ελεύθερα κριτική προς όλους". Οι συμπατριώτες του μπορούσαν να επιλέξουν: Να ακούσουν ή να κωφεύσουν. Δεν ήταν δική του δουλειά ν' αποφασίσει. Δουλειά του ήταν απλά να λέει την αλήθεια και να την προσφέρει για την λάβουν υπόψη τους. Αυτό ήταν αποφασισμένος να κάνει, ακόμη και άν άλλοι έβρισκαν σκληρές ή ανεπιθύμητες τις ετυμηγορίες που εξέδιδε.
Ν' αρχίσουμε με το ίδιο το θέμα της προόδου. Συντηρητικοί και Φιλελεύθεροι ισχυρίζονται ότι διαφέρουν ως προς τον τρόπο που την ορίζουν και ως προς τον καλύτερο τρόπο να την επιτύχουν. Ωστόσο, τα δύο στρατόπεδα συμφωνούν σ' αυτό το κοινό σημείο αναφοράς: Η πρόοδος που προωθούν είναι ποσοτική. Γίνεται πραγματικότητα όταν συγκεντρώνονται όλο και περισσότερα: Επιλογή, αφθονία, πρόσβαση, αυτονομία και επιρροή.
Ορισμένη με αυτόν τον τρόπο, η πρόοδος εμπλουτίζει σταδιακά την Αμερικανική ζωή, καθιστώντας την πιο δημοκρατική και επιτρέποντας τους Αμερικανούς σε όλο και μεγαλύτερους αριθμούς να ασκήσουν την ελευθερία. Ο Lasch απέρριψε αυτή την πρόταση. Η πρόοδος, πίστευε, μετατρέπει την Αμερική σε μια πνευματική έρημο. «Το ερώτημα για σοβαρούς ιστορικούς», έγραψε το 1975, «δεν είναι κατά πόσον η πρόοδος απαιτεί ένα τίμημα, αλλά αν η ιστορία της σύγχρονης κοινωνίας μπορεί να θεωρηθεί πρόοδος κατά κύριο λόγο». Η δική του απάντηση στο ερώτημα αυτό ήταν ένα ηχηρό «Όχι».
Όπου οι άλλοι είδαν πρόοδο, ο Lasch είδε καταστροφή. Η δική του ερμηνεία για το παρελθόν του έθνους, σύμφωνα με τον Miller, "είχε ως επίκεντρο όχι τη μεγάλη, ηρωική κίνηση από το αυταρχικό έλεγχο προς την ελευθερία, όπως υποθέτουν οι περισσότεροι Αμερικανοί, αλλά μάλλον τη μετάβαση από μία μορφή άμετρου κοινωνικού ελέγχου σε μια άλλη".  Μια φαύλη συνεργασία μεταξύ αγοράς και κράτους μετέτρεπε τους πολίτες σε καταναλωτές, ενώ διείσδυε στις πιο ενδόμυχες σφαίρες της ανθρώπινης ύπαρξης. Ξεριζωμός και χρόνιο άγχος καθορίζουν όλο και πιό πολύ την καθημερινή Αμερικανική ζωή, και τα άτομα προσπαθούν να καλύψουν το κενό που προκύπτει, με ψυχαναγκαστικές προσπάθειες να ικανοποιήσουν ακατεύναστες ορέξεις. Η αγορά προσφέρει μια σειρά από λύσεις, συνήθως χημικές ή τεχνολογικές, για "παλιές δυσαρέσκειες", όπως η "μοναξιά, η ασθένεια, η κούραση, [και] η έλλειψη σεξουαλικής ικανοποίησης". Άλλοι ακολούθησαν μια διαφορετική διαδρομή διαφυγής, συνδέοντας ωστόσο τον εαυτό τους διακριτικά ή και ως αντιπρόσωποι, "με αυτούς που ακτινοβολούν διασημότητα, εξουσία και χάρισμα".  
Καθώς αναζητούσαν ανακούφιση, οι απλοί Αμερικανοί αντί γι αυτήν αγόρασαν εξάρτηση. Η «σύγχρονη εμμονή με την προσωπική απελευθέρωση» ήταν κατά την άποψη του Lasch, «από μόνη της ένα σύμπτωμα διάχυτης πνευματικής διαταραχής».  
Να πάμε λίγο πιό πέρα; Παρακολουθήστε κάποιο τηλεοπτικό πρόγραμμα απόψε, και μην φύγετε από το δωμάτιο όταν αρχίζουν οι διαφημίσεις. Σταθήτε για λίγο έξω από το τοπικό σας σουπερμάρκετ Wal-Mart ("Εξοικονομήστε χρήματα. Ζήστε καλύτερα"). Ξεφυλλίστε ένα από αυτά τα γυαλιστερά περιοδικά με λάιφ στάιλ και διασημότητες την επόμενη φορά που θα είστε σε αναμονή για να πάρετε το αεροπλάνο. Σκεφτείτε πώς οι έφηβοι χαϊδεύουν μανιωδώς τα κινητά τους τηλέφωνα και τα iPods σαν να κρατούν στα χέρια τους κάποια ιερά φυλαχτά. Αναρωτηθείτε γιατί έχουν απήχηση ταινίες όπως η πρόσφατη Up in the Αir με τον George Clooney - όπου ένας άνθρωπος ορίζει την ολοκλήρωσή του ως την εισαγωγή στη "Λέσχη των Δέκα εκατομμυρίων Μιλίων" της American Airlines.  
Αυτή η διαδικασία πολιτισμικού εξευτελισμού δεν ήταν προϊόν αυτόματης ανάφλεξης. Συνέβη επειδή εξυπηρετούσε τα συμφέροντα μεγάλων οργανισμών και των ατόμων που διευθύνουν τις τύχες τους. Γράφοντας το 1958, ενώ ακόμη ήταν μεταπτυχιακός φοιτητής, ο Lasch διέκρινε με ακρίβεια τις συνέπειες: «Οι μεγαλύτερες ανταμοιβές θα πάνε σ' εκείνους, των οποίων η δουλειά είναι να κάνουν  τους καταναλωτές να καταναλώνουν διαρκώς». Οι ανταμοιβές αυτές περιλάμβαναν χρήματα, status και δύναμη και με κανένα τρόπο δεν περιοριζόταν στον ιδιωτικό τομέα. Όταν τα μέλη του Κογκρέσου κατάλαβαν ότι η κατανομή της γενναιοδωρίας κατέχει το κλειδί για την αέναη κοινοβουλευτική θητεία, κάνοντας τους καταναλωτές να καταναλώνουν διαρκώς - μετρητά για απόσυρση παλιών αυτοκινήτων! - αυτό έγινε και κομβικό στοιχείο των ασχολιών τους. 
Καθώς συσσώρευαν αυτοκίνητα, gadgets και επώνυμα ρούχα, γέμιζαν τα ντουλάπια των  λουτρών τους με φίλτρα που υπόσχονταν να τους κάνουν να φαίνονται και να αισθάνονται καλά, και περιέφεραν τα παιδιά τους σε μακρινά θεματικά πάρκα, οι Αμερικανοί πείσθηκαν ότι η ίδια η ζωή γινόταν όλο και καλύτερη. Πράγματι, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου (όπως και πάλι μετά την 11η Σεπτεμβρίου), οι κυβερνητικοί οργανισμοί προώθησαν την Αμερικανικού τύπου ελευθερία, ως το πρότυπο στο οποίο το υπόλοιπο του κόσμου έμελλε να συμμορφωθεί. Όπως ερμηνεύεται από την Ουάσιγκτον, αυτή ήταν η θέληση της Θείας Πρόνοιας.  
Ωστόσο, κατά τον Lasch, όλα αυτά ήταν ψεύτικα. Τους Αμερικανούς τους εξαπάτησαν. Ορίζοντας την πρόοδο ως απόκτηση περισσότερων υλικών πραγμάτων, σε συνδυασμό με την κατεδάφιση της αυτοσυγκράτησης και εγκράτειας, δεν επρόκειτο ν' αποκτήσουν μεγαλύτερη ελευθερία. Αντ 'αυτού, είχαν φορέσει έναν στενό κορσέ. «Κάτω από την εμφάνιση της συμβατικής ελευθερίας, της αυτονομίας και του rule of reason [νομικός όρος που αφορά θέματα οικονομικού περιεχομένου]», τόνισε επίμονα ο Lasch, «η κυριαρχία εξακολούθησε να αποτελεί τον κινητήρα της ιστορίας, η ταξική εξουσία την βάση του πλούτου και της οικονομικής ισχύος, και η δύναμη τη βάση της δικαιοσύνης»
Οι Αμερικανοί ως άτομα, έχαναν τον έλεγχο πάνω στις τύχες τους. Ο Lasch καταφέρθηκε εναντίον της "παθολογίας της κυριαρχίας, της αυξανόμενης επιρροής των οργανισμών (τόσο των οικονομικών όσο και των στρατιωτικών), που λειτουργούν χωρίς να λαμβάνουν υπόψη οποιουσδήποτε ορθολογικούς αντικειμενικούς στόχους, εκτός από την δική τους μεγιστοποίηση". Επέκρινε "την αδυναμία των ατόμων για την αντιμετώπιση αυτών των γιγαντιαίων συσσωματώσεων και την αλαζονεία εκείνων που δήθεν έχουν την ευθύνη να τις επιβλέπουν και να τις ελέγχουν". 
Η αναταραχή της δεκαετίας του 1960 έπεισε για λίγο καιρό τον Lasch ότι μια Νέα Αριστερά θα μπορούσε να αποτελέσει το αντίβαρο που χρειάζεται για την αντιστροφή αυτών των τάσεων. Ωστόσο, oι γελοιότητες της αντικουλτούρας διέλυσαν σύντομα αυτή την απατηλή προσδοκία του. «Ο ηδονισμός, η έκφραση του εαυτού, το να κάνεις το δικό σου, το να χορεύεις στους δρόμους, τα ναρκωτικά και το σεξ είναι μια συνταγή για πολιτική ανικανότητα και για ένα νέο δεσποτισμό», έγραψε με χαρακτηριστική σοβαρότητα. Η Νέα Αριστερά περιείχε μέσα της τις δικές της ελιτίστικες και αυταρχικές τάσεις. «Η κυριαρχία επί των τεχνολογικών μυστικών σε μια σύγχρονη κοινωνία», πίστευε ο Lasch, θα επέτρεπε στους λίγους που κατείχαν την επιδεξιότητα και τεχνογνωσία να «εξουσιάζουν έναν νωχελικό πληθυσμό, που έχει ανταλλάξει την αυτο-κυβέρνηση με την αυτο-έκφραση» - μια πρόβλεψη που τελικά εκπληρώθηκε (με έναν τρόπο) μέσα στην μονοτονία και αδιαφορία της κοινωνικής δικτύωσης και στην βιομηχανικά κατασκευασμένη διασημότητα. 
Έτσι, οι δυνάμεις της επανάστασης, τέτοιες που ήταν, αποδείχθηκε ότι ήταν απατηλές και δόλιες. Ο Lasch σύντομα απαρνήθηκε την περαιτέρω πολιτική δραστηριότητα και στη συνέχεια παρέμεινε στην άκρη, εξαπολύοντας τους κεραυνούς του, σύμφωνα με τα λόγια του Miller, "από μια θέση που βρίσκεται πολύ ψηλότερα, ή πολύ χαμηλότερα, τη συνήθη θέση όπου κουρνιάζουν οι ιδεολόγοι". Ο Lasch αψήφησε και αντιστάθηκε στην κατάταξή του σε κάποια κατηγορία. Κατά συνέπεια, παρόλο που τα βιβλία του και τα άλλα γραπτά τράβηξαν την προσοχή και προσέλκυσαν θαυμαστές, είχε λίγους πραγματικούς συμμάχους. Ο Lasch επέμενε να προβάλλει τη γνώμη του χωρίς να περιμένει τη συμφωνία των άλλων. Ήταν ένα μοναχικό κίνημα του ενός ατόμου.
Ο Μiller περιγράφει την αναζήτηση του Lasch ως έρευνα για να βρεθεί "ένας άλλος τρόπος για την επιτυχία της Αμερικής".  Με τις αποδείξεις πνευματικής αταξίας να συσσωρεύονται, η αναζήτηση αυτή είχε ως στόχο να διασώσει και να διατηρήσει, αλλά και να δημιουργήσει κάτι νέο. «Η ανάπτυξη της πολιτικής ελευθερίας», έγραψε ο Lasch το 1973, είχε προχωρήσει «χέρι-χέρι με την ανάπτυξη ενός συστήματος ιδιωτικής επιχειρηματικότητας που ρήμαξε τη γη, εξάλειψε το παρελθόν, κατέστρεψε παλαιότερες παραδόσεις της οικονομικής ζωής και όξυνε την ταξική σύγκρουση». Πώς να ανακοπεί αυτή η κακοήθης παλίρροια, αυτό αποτελεί το κεντρικό πρόβλημα της εποχής. Έτσι ο Lasch, σύμφωνα με τα λόγια του Μiller, άρχισε να αρθρώνει έναν εντελώς διαφορετικό όραμα της προόδου ή της ελευθερίας, "θεμελιωμένο όχι στην προσωπική απελευθέρωση, αλλά και στην αξιοπρέπεια της ιδιωτικής ζωής, στους δεσμούς συγγένειας, ηθικής τάξης και δημοκρατικού καθήκοντος του πολίτη". Ερεύνησε πως μπορεί να αποκατασταθεί η "χαρά στην εργασία, οι σταθεροί δεσμοί, η οικογενειακή ζωή, μια αίσθηση του τόπου, και μια αίσθηση της ιστορικής συνέχειας"
Φυσικά, στα πλαίσια της Αμερικανικής πολιτικής, λέξεις όπως συγγένεια, καθήκον, οικογένεια και τόπος φέρουν βαθιά συντηρητική χροιά. Πράγματι, κατά τη διάρκεια της πνευματικής διαδρομής του, ο Lasch μετακινήθηκε προς ένα πολιτισμικό συντηρητισμό, ο οποίος βασίστηκε σε παλαιότερες παραδόσεις, Τζεφερσονιανές, αγροτικές, και - πάνω από όλα - λαϊκές [λαϊκιστικές, αλλά με την αμερικανική σημασία της λέξης]. Συντηρητισμός μ' αυτή την έννοια, ήταν λιγότερο ιδεολογία και πιό πολύ ένας προσανατολισμός, που αναγνωρίζει, αξιολογεί, και προσπαθεί να υπερασπισθεί μια κληρονομιά που δέχεται επίθεση από τους υποστηρικτές της προόδου. Άν αυτή η κληρονομιά σπαταληθεί και ερημωθεί, ο Lasch πίστευε ότι αυτή η απώλεια ίσως αποδειχθεί ανεπανόρθωτη. 
(Μια σημείωση, για εκείνους, στους οποίους η λέξη «συντηρητικός» φέρνει στο νου εικόνες του Karl Rove ή του Newt Gingrich: Μη συγχέουμε το συντηρητισμό κατ' επίφαση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, με τον αυθεντικό όρο. Ο Lasch εξέφρασε την απόλυτη περιφρόνησή του προς όσους προσαγορεύουν τους εαυτούς τους ως συντηρητικούς, ενώ προσφέρουν θυσίες λατρείας στον βωμό του καπιταλισμού, και μεταχειρίζονται ρητορικές αλληγορίες που ηχούν συντηρητικές για να νομιμοποιήσουν μια κοσμοθεωρία βαθιά ανταγωνιστική πρός τις συντηρητικές αξίες. Για να κατανοήσουμε αυτό το σημείο, αν μη τι άλλο, αναρωτηθείτε λόγου χάρη, τι κατάφερε να «διατηρήσει» κατά τη διάρκεια των οχτώ χρόνων στο Λευκό Οίκο ο George W. Bush, ένας προσχηματικός συντηρητικός).  
Για τον Lasch, μόνον ένας αυθεντικός συντηρητικός προσανατολισμός θα ήταν εντελώς συνεπής με τo ριζοσπαστικό αυτο-προσδιορισμό της ταυτότητάς του. Πράγματι, στα τέλη της Αμερικής του 20ού αιώνα, μόνον μια αντι-προοδευτική ευαισθησία θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση ενός σοβαρού  ριζοσπαστισμού.  
Πίστευε ότι εδώ υπάρχει η βάση για την κατασκευή μιας πραγματικής αντικουλτούρας. Αυτής που αντιτίθεται στην υπερβολική συγκέντρωση του πλούτου και της εξουσίας, που απορρίπτει την ιδέα ότι η απεριόριστη οικονομική ανάπτυξη αποτελεί το κλειδί για την ανθρώπινη ευτυχία. Που είναι υπέρμαχος της πολιτικής αποκέντρωσης, της αυτάρκειας, της εργασίας με νόημα, μάχεται για να κλείσει το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, σέβεται έντιμα την κληρονομημένη σοφία, με σεμνότητα και μετριοφροσύνη αρκετή ώστε να μη διεκδικεί να ερμηνεύει το θέλημα του Θεού ή το σκοπό της Ιστορίας. 
Αυτός ο ριζοσπαστισμός τύπου Tory, όπως ο Μίλερ τον αποκαλεί, έφερε τον Lasch σε αντίθεση με άλλους επίδοξους ριζοσπάστες της εποχής του. Πουθενά δεν ήταν αυτό πιο εμφανές, από ό,τι σε θέματα σχετικά με το φύλο. Στα μάτια του Lasch, το κορυφαίο επίτευγμα του σύγχρονου φεμινισμού, με την έμφαση στην αυτο-πραγμάτωση και ενδυνάμωση, ήταν να παραδώσει τις γυναίκες στο στομάχι της αγοράς. Κατά κύριο λόγο, το κίνημα των γυναικών υπηρέτησε ως συμπλήρωμα στην «κυρίαρχη κουλτούρα του άπληστου ατομικισμού», αντί να προσφέρει μια ουσιαστική εναλλακτική λύση. Ως αποτέλεσμα, μόνον ένα μικρό ποσοστό των γυναικών ωφελήθηκε. Η συντριπτική πλειοψηφία τους όχι.  
Αν και ο Lasch αφιέρωσε το σημαντικότερο μέρος της προσοχής του σε εσωτερικά θέματα των ΗΠΑ, η κριτική του έχει σημαντικές συνέπειες για την εξωτερική πολιτική. Η προοδευτική ώθηση για να κατασκευασθεί μια κοσμική παραδείσια ουτοπία μέσα στη χώρα, βρίσκει το αντίστοιχό της σε όνειρα να κάνει το ίδιο και στον μεγάλο, ευρύ κόσμο του εξωτερικού: Αυτό έχει γίνει ένα διαρκές θέμα της Αμερικανικής τέχνης του πολιτεύεσθαι. Μην το παρερμηνεύετε αυτό, ως σπουδή να προστρέχουν οι Αμερικανοί σε βοήθεια των άλλων - των Κουβανών το 1898 [το 1895 η Κουβανική επανάσταση του José Martí εναντίον των Ισπανών αποίκων κατέληξε στον πόλεμο Ισπανίας - ΗΠΑ και μετά την ήττα της, η Ισπανία υποχρεώθηκε να πουλήσει στις ΗΠΑ το Πουέρτο Ρίκο, τις Φιλιππίνες και το νησί του Ειρηνικού Γκουάμ, ενώ η Κούβα έγινε τυπικά ανεξάρτητο κράτος], των Αφγανών το 2010 - εξαιτίας αλτρουισμού, πάντως. Η ώθηση να κάνουμε το καλό παραμένει συνδεδεμένη άρρηκτα με την αποφασιστικότητα να το κάνουμε καλά. Είτε αναγνωρίζεται είτε όχι, η άσκηση αυτή έχει ως στόχο να διατηρήσει τον υφιστάμενο Αμερικανικό τρόπο ζωής, ή, όπως ο Lasch το έθεσε, «να διατηρήσει το άκρως σπάταλο, προκλητικό  βιοτικό μας επίπεδο, όπως έχει διατηρηθεί κατά το παρελθόν, σε βάρος του υπόλοιπου  κόσμου». 
Ο Lasch δήλωσε ότι ο προοδευτισμός, ειδικά στην νοσογόνο εκδοχή του [28ου προέδρου των ΗΠΑ] Woodrow Wilson, είναι «μια μεσσιανική πίστη». Στη διεθνή πολιτική, οι μεσσιανικές τάσεις τροφοδοτούν αυταπάτες παντογνωσίας και παντοδυναμίας. Επίσης, τείνουν αναπόφευκτα προς μεγάλες σταυροφορίες, δεδομένου ότι αυτοί που στέκονται ως εμπόδια στο δρόμο της δικαιοσύνης, υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις δυνάμεις του σκότους και τοποθετούν τον εαυτό τους πέρα ​​από τα όρια. 
Ο συνδυασμός της πεποίθησης και της δύναμης συνεπάγεται πομπώδη μεγαλοπρέπεια ενισχυμένη από μεγάλη αυτοπεποίθηση, εμφανείς στον «πόλεμο που θα τελειώσει όλους τους πολέμους» του Woodrow Wilson και στη νεότερη επιμονή του Bush ότι είχε έρθει η ώρα για τους απανταχού μουσουλμάνους να αγκαλιάσουν την δημοκρατία αμερικανικού τύπου και τον Αμερικανικό ορισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Για όσους συμμερίζονται μια μεσσιανική κλίση, αδράνεια σημαίνει συνενοχή με το κακό. Με δεδομένη μια τέτοια νοοτροπία, το να ξανασκέφτεσαι με σύνεση δεν είναι αναγκαίο: Αυτό που θα έπρεπε να γίνει, πρέπει να γίνει. 
«Η δίψα για δράση, ο πόθος για ανάμειξη, η λαχτάρα να αφιερωθούν στην πορεία των γεγονότων προς τα εμπρός, αυτά τα πράγματα υπαγόρευσαν πόλεμο». Ο Lasch αναφέρεται εδώ στους προοδευτικούς που έδωσαν την υποστήριξή τους και ακολούθησαν την εκστρατεία του Wilson να κάνει τον κόσμο ασφαλή για τη δημοκρατία. Ωστόσο, το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί για τους νεοσυντηρητικούς [neocons της εποχής Μπούς], τους συντηρητικoύς "μαϊμού" και τους μαχητικούς φιλελεύθερους, που σχημάτισαν την χωρωδία και επευφημούσαν τον παράλογo «παγκόσμιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» του Μπους. Το πιο σημαντικό πράγμα ήταν να μη μείνουν απέξω ή να μη μείνουν πίσω. «Συνεπώς, πήγαν στον πόλεμο και εφηύραν τους λόγους γι' αυτόν αργότερα». Γραμμένη σε σχέση με την πολεμική ανάμειξη των ΗΠΑ το 1917 στην Ευρώπη, η κρίση του Lasch ισχύει εξίσου καλά για την περίοδο μετά την 11η Σεπτεμβρίου. 
Η προοδευτική νοοτροπία που διεισδύει και στα δύο μεγάλα Αμερικανικά πολιτικά κόμματα, αρνείται ν' αναγνωρίσει την ύπαρξη ορίων. Η αναγνώριση και εκτίμηση των ορίων - όχι μόνο της εξουσίας, αλλά και της κατανόησης των πραγμάτων - εμποτίζει και καθιστά διακριτή την αυθεντική συντηρητική ευαισθησία. 
Γράφοντας το 1983, ο Lasch εντόπισε «την πραγματική υπόσχεση της αμερικανικής ζωής» στην «ελπίδα ότι μια αυτοδιοικούμενη δημοκρατία μπορεί να χρησιμεύσει ως πηγή ηθικής και πολιτικής έμπνευσης για τον υπόλοιπο κόσμο, όχι ως το κέντρο μιας νέας παγκόσμιας αυτοκρατορίας». Η παρατήρηση δείχνει ότι αντί να οικοδομήσουν μια αυτοκρατορία - ή να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις που είναι συναφείς με την παγκόσμια ηγεσία, όπως ορισμένοι θα την ήθελαν - οι Ηνωμένες Πολιτείες θα χρησιμεύσουν ως ηθικό και πολιτικό υπόδειγμα μόνον άν διατηρήσουν την πίστη στις προσδοκίες που εκφράσθηκαν στα ντοκουμέντα της ίδρυσης του Αμερικανικού έθνους και κράτους. Σ' αυτό το θέμα, έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε.
Τουλάχιστον ίσης σημασίας: Ενώ οι υποστηρικτές της προόδου πιστεύουν ότι το κλειδί της επιτυχίας είναι να ανατεθεί εξουσία σ' ένα σώμα εμπειρογνωμόνων - μια ελίτ της εξουσίας, για να χρησιμοποιήσουμε την κλασική διατύπωση που επινοήθηκε από τον C. Wright Mills - κάθε σοβαρός συντηρητικός, με το δίκιο του, το βλέπει αυτό κυρίως ως ανοησία. Οι στρατηγοί τεσσάρων αστέρων, οι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της κυβέρνησης, οι δημοσιογράφοι με πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες, τα στελέχη επιχειρήσεων και οι χρηματοπιστωτικοί παράγοντες της Wall Street, διαθέτουν πράγματι μιαν αποδεδειγμένα ανώτερη κατανόηση του τρόπου που λειτουργεί ο κόσμος; Είναι κάποιοι ή κάποιες απο αυτούς πιο έξυπνοι, πιο εξελιγμένοι, ή με καλύτερες προθέσεις, σε σύγκριση με την θεία σας την Μπέττυ Λού ή τον θείο σας τον Φρέντ; Ερευνήστε για τις διάφορες και ποικίλες πανωλεθρίες της τελευταίας δεκαετίας μόνον - οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, η εισβολή στο Ιράκ, η κατάρρευση της εταιρείας Enron, ο τυφώνας Κατρίνα, το σκάνδαλο Madoff, η χρεωκοπία της Lehman Brothers (και ο κατάλογος συνεχίζεται), και η ερώτηση απαντά μόνη της στον εαυτό της. 
«Η Αμερική που απωθεί και αρνείται την πραγματικότητα», γράφει ο Eric Miller, ήταν η «πολύχρονη αφήγηση του Lasch». Στις δικές μας ημέρες - ακόμη είμαστε σε εποχή πολύ μεγάλου διασκορπισμού - η απώθηση επιμένει, πάρα πολλή, ενισχυμένη από μια κυβερνώσα τάξη που ρίχνει χρήματα πάνω στα προβλήματα με την ελπίδα να τα αποκρύψει και από έναν μηχανισμό εθνικής ασφαλείας που προωθεί μια ατμόσφαιρα διαρκούς κρίσης προκειμένου να δικαιολογήσει την ύπαρξή του. Η Ουάσιγκτον επιχειρεί με το ένα χέρι για να εξαγοράζει τους ανθρώπους και με το άλλο να τους φοβίζει, προκειμένου να αποσπά τη συναίνεση. 
Το 1962 ο νεαρός Lasch παρατήρησε ότι «η πρόοδος δεν αρκεί». Μερικές φορές η πρόοδος δεν είναι καθόλου πρόοδος, και ιδιαίτερα στις πολιτισμικές και πνευματικές σφαίρες. Αντ' αυτής, υπάρχει πισωγύρισμα. 
H παρατήρηση αυτή υπονοεί το εξής: Το να υπολογίζουμε ότι μεγάλοι, απομακρυσμένοι, απρόσωποι και ως επί το πλείστον απρόσιτοι οργανισμοί θα κάνουν καλό στην υπόσχεση της Αμερικής, είναι λανθασμένo. Αυτή είναι η ιδέα, στην οποία οι [Αμερικανικής εκδοχής δημοκρατικοί] λαϊκιστές, από την εποχή του William Jennings Bryan μέχρι την τωρινή, επιστρέφουν ξανά και ξανά. Η αποδείξιμη αλήθεια αυτής της ιδέας, εξηγεί γιατί η πολιτική της λαϊκότητας δεν θα χαθεί σύντομα. Εξηγεί επίσης, γιατί ο Christopher Lasch, ο μεγάλος εκφραστής της δημοκρατικής λαϊκότητας, αξίζει τον σεβασμό και την προσοχή μας σήμερα. 
 
O Andrew J. Bacevich είναι καθηγητής της ιστορίας και διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης. Το 2008 υποστήριξε την εκλογή του προέδρου Ομπάμα ως "την καλύτερη, ακόμη και για τους συντηρητικούς πολίτες στις ΗΠΑ". Αλλά τον Οκτώβριο του 2009 επέκρινε την απόφαση του Ομπάμα να στείλει περισσότερους στρατιώτες στο Αφγανιστάν ως "μοιραία όπως η εμπλοκή στο Βιετνάμ για τον Τζόνσον και στην Κορέα για τον Τρούμαν".
Ανάμεσα στα βιβλία του περιλαμβάνονται: "Washington Rules: America's Path to Permanent War" (Στο Μονοπάτι της Αμερικής για Διαρκή Πόλεμο, 2010) και "Breach of Trust: How Americans Failed Their Soldiers and Their Country" (Πώς οι Αμερικανοί έχασαν τους στρατιώτες τους και τη χώρα τους, 2012).

Ten years after the invasion, did we win the Iraq war? - του Andrew J. Bacevich, στην εφημερίδα Washington Post , 8 Μαρτίου 2013.


* Σημείωση: Απέφυγα να μεταφράσω τον όρο populist / populism με το συνηθισμένο λαϊκιστής / λαϊκισμός, και προτίμησα τον πολιτικό / πολιτική της λαϊκότητας. Στην πολιτική συζήτηση των ΗΠΑ, ο όρος λαϊκισμός συνήθως δεν χρησιμοποιείται με την αρνητική χροιά που έχει στην Ευρώπη, όταν αποδίδεται σε ρεύματα πολιτικά της δεξιάς συνήθως, και σπανιότερα σε ρευματα "αριστερής - αντισυστημικής" διαμαρτυρίας. Στις ΗΠΑ, λαϊκισμός συχνά σημαίνει το αντίθετο στην ολιγαρχία ρεύμα σκέψης και πολιτικής, την πολιτική που αντιτίθεται στην παντοδυναμία των ελίτ της οικονομίας και της εξουσίας. Ασκεί κριτική στην επιρροή του εταιρικού κόσμου και των μεγάλων κεντρικών οργανισμών της ιδιωτικής οικονομίας ή του κράτους (π.χ. στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα), πάντοτε από τη σκοπιά του "μικρού και αδύνατου" πολίτη. Αντιμάχεται επίσης την πελατειακή πολιτική που ασκούν τα δύο μεγάλα κόμματα των ΗΠΑ (ακόμη και η πιό "φιλελεύθερη - αριστερή" πτέρυγα του Δημοκρατικού κόμματος), προκειμένου να προελκύσουν επι μέρους κοινωνικές ομάδες, οικονομικές, πολιτισμικές κτλ. Σ' αυτή την εκδοχή, είναι ένα ρεύμα δημοκρατικό, ειλικρινά αντιολιγαρχικό και εξισωτικό. 
Ο συντηρητισμός του είναι συντηρητισμός ως προς τις αξίες, όχι πολιτικός συντηρητισμός. Μ' αυτή την έννοια είναι μάλλον συγγενικός με πολιτικά ρεύματα όπως οι Πράσινοι της Κεντρικής Ευρώπης, και δεν έχει καμμιά σχέση με τους δεξιούς λαϊκιστές - Ευρωσκεπτικιστές στην Ευρωπαική ήπειρο και στην Βρετανία, ούτε με τον Λατινοαμερικανικό λαϊκισμό Περονικής ή "αριστερής" (τύπου Τσάβες) απόχρωσης. Ιδιαίτερα, στέκεται στον αντίποδα των σκληρών ταξικών και ολιγαρχικών Αμερικανικών πολιτικών ρευμάτων τύπου Tea Party, που μεταμφιέζονται σε υποστηρικτή του απλού πολίτη ενώ υπερασπίζονται τα συμφέροντα μιας υπερπλούσιας ολιγαρχίας. 

The Gift of Christopher Lasch, του James Seaton (First Things) 
  
Βιβλία του Κρίστοφερ Λάς σε Ελληνική μετάφραση