εθνολαικισμός etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster
εθνολαικισμός etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster

11 Kasım 2014 Salı

Εθνικισμός και λαϊκισμός στην ιδεολογία της Χούντας ΜΗΤΑΦΙΔΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ (ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ, 16-4-06)

Εθνικισμός  και λαϊκισμός στην ιδεολογία της Χούντας


      «Και  εχρειάσθη η 21η Απριλίου δια να μη απωλεσθή η νίκη του Γράμμου» («Νέα Ελλάς», Ιούλιος 1967, σ. 14)
        «Δεν θα υπάρξη  μπουρλοτιέρης κομμουνιστής, όταν δεν ημπορή  να παρασύρη ως  σειρήνα τον πένητα  και νήστιν εργάτην». (Γ. Παπαδόπουλος, «Το πιστεύω μας», τόμος Β΄ , Αθήνα 1968, σ. 38)1 
      Στα δυο αυτά χαρακτηριστικά αποσπάσματα παρουσιάζονται ανάγλυφα η-σύμφωνα με τη Χούντα-αιτία του πραξικοπήματος, η αποτροπή της υποτιθέμενης «κομμουνιστικής απειλής», και ο πατερναλιστικός λαϊκισμός των συνταγματαρχών.
      Στην  προσπάθειά της η  Χούντα να δικαιολογήσει  και να παρατείνει το βάρβαρο καθεστώς της, βαφτίστηκε «Απριλιανή Επανάστασις, προϊόν ιστορικής αναγκαιότητος», που απαιτούσε την «αναδιαπαιδαγώγησιν» των Ελλήνων, ώστε να γίνουν «κοινωνικά άτομα» ως απαραίτητη προϋπόθεση για μια «Νέα Δημοκρατία», που θα αντικαθιστούσε τον «μεγάλον ασθενή», την παραδοσιακή κοινοβουλευτική δημοκρατία, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σ’ ολόκληρο τον κόσμο!
      Τα  παραληρήματα μεγαλείου  της Χούντας δεν μπορούσαν να κρύψουν την ιδεολογική της φτώχια και την προσήλωσή της στο παρελθόν, τις παραδοσιακές αξίες του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» που, κατά τον Πατακό, «αι ένοπλοι δυνάμεις είναι οι σωματοφύλακές του».
      Ήδη από το πρώτο «μεσσιανικό» ανακοινωθέν του διακοσμητικού πρωθυπουργού Κ. Κόλλια, προέκυπτε αβίαστα το συμπέρασμα ότι οι πραξικοπηματίες εφάρμοζαν την κλασική λατινοαμερικάνικη συνταγή της «καθάρσεως από την φαυλοκρατίαν», ενώ δεν έλειπαν οι μεταξικής κοπής εθνικιστικές κινδυνολογίες και τα κηρύγματα «συναδελφώσεως όλων των Ελλήνων, αφού από της στιγμής αυτής δεν υπάρχουν δεξιοί, κεντρώοι, αριστεροί»(!). Αυτό, βέβαια, δεν τους εμπόδισε να «εκτοπίσουν προληπτικώς» στα ξερονήσια χιλιάδες αριστερούς και «συνοδοιπόρους» και να ισχυρίζονται ότι «έσωσαν την χώραν την τελευταίαν στιγμήν από κομμουνιστικήν επικράτησιν ανάλογον εκείνης της Πράγας το 1948».
      Με  εξαίρεση τη διαγραφή των χρεών - των  πιο εύπορων - αγροτών, οι αρχικές λαϊκίστικες  επαγγελίες της Χούντας  αθετήθηκαν. Έτσι, το επιχειρηματικό κατεστημένο της χώρας δέχθηκε με ανακούφιση τις διαβεβαιώσεις του Μακαρέζου ότι «η Επανάστασις διαπνέεται από τας αρχάς της ελευθέρας οικονομίας και βασίζεται εις την ατομικήν πρωτοβουλίαν» και, επομένως, δεν κινδύνευε από «την πολιτικήν κοινωνικών μετασχηματισμών με στόχο την οικονομικήν άνοδον των χαμηλοτέρων εισοδηματικών τάξεων», όπως δημαγωγικά είχαν εξαγγείλει οι συνταγματάρχες. Εξάλλου, όπως σωστά αναλύει ο Αρ. Μάνεσης, μετά τη λαϊκή έκρηξη τον Ιούλιο του 1965, «ο διάχυτος φόβος των κυρίαρχων τάξεων που σκέπτονταν απελπισμένα: ‘η νομιμότητα μας σκοτώνει’, τις έκανε αντικειμενικά πρόθυμες να αποδεχθούν την εκχώρηση της άσκησης της κρατικής εξουσίας σε δυναμικότερους φορείς, ενός δηλαδή καθεστώτος ‘έκτακτης ανάγκης’, οπότε το ‘βία χωρίς φράση’ θα αντικαθιστούσε το ‘βία της φράσης’ του κοινοβουλευτικού καθεστώτος».2
      Όσοι  επίσης αφελώς διέκριναν  «νασερικές τάσεις»  στους συνταγματάρχες διαψεύστηκαν γρήγορα, καθώς, αντί του «οικονομικού εθνικισμού», οι συνταγματάρχες προχώρησαν σε γενναίες παραχωρήσεις προς το ξένο – κυρίως αμερικάνικο - κεφάλαιο, ιδιαίτερα ως προς την εξαγωγή κερδών, ενώ οι Έλληνες εφοπλιστές απολάμβαναν καθεστώς «σημαίας ευκαιρίας».
      Και τον υπερεθνικισμό της αναγκάστηκε να υποστείλει προσωρινά-η Χούντα. Το Νοέμβριο του 1967 συμμορφώθηκε προς τις ΝΑΤΟικές υποδείξεις και υποχώρησε στις αξιώσεις της Τουρκίας στο «Κυπριακό». Παραιτήθηκε, επίσης, των αλυτρωτικών της βλέψεων στην Αλβανία, με την οποία μάλιστα υπέγραψε και συμφωνία «δικαστικών διευκολύνσεων», δηλαδή να παραδίδονται στους δήμιους της Χούντας όσοι αντίπαλοί της διέφευγαν στη γειτονική χώρα!
      Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως ο αναδιπλωμένος, σαν το σκαντζόχοιρο, εθνικισμός της Χούντας παρέμεινε μόνο σε ρητορικό επίπεδο και για εσωτερική κατανάλωση. Την περίοδο του «αόρατου» δικτάτορα Ιωαννίδη, έβγαλε τα αγκάθια του και οδήγησε, με την πραξικοπηματική ανατροπή του Μακάριου το 1974, στη δεύτερη, μετά εκείνη του 1964 (Γ. Γρίβας), διχοτόμηση της Κύπρου. Ο τυχοδιωκτικός ελληνικός εθνικισμός έστρωσε το δρόμο στον «Ατίλα» των «θεματοφυλάκων των ιερών παραδόσεων του κεμαλισμού», δηλ. στον τουρκικό εθνικισμό.
      Όσο κι αν προσπαθούσαν οι χουντικοί να εμφανιστούν  ως γηγενές είδος, ως «ο αναγεννώμενος εκ της τέφρας του Φοίνικας», δεν έκρυβαν ούτε τη συμπάθεια ούτε τη συνάφειά τους με τις άλλες αμερικανόπνευστες στρατιωτικές δικτατορίες. Με προεξάρχουσες τις γκροτέσκες φιγούρες των Παττακού και Λαδά, είχαν αναλάβει «να διαπλάσσουν πολιτισμένους χαρακτήρας με τοιαύτην ευθύνην και πατριωτικήν συνείδησιν, ώστε να μην επαναληφθούν αι εγκληματικαί πράξεις των ξενοκίνητων Ερυθρών Διαβόλων». Αυτή η «Εθνική και Ηθική Διαπαιδαγώγησις», εκτός από τα βασανιστήρια, τις δολοφονίες, τα στρατοδικεία, τις φυλακές-εξορίες, περιλάμβανε: το κυνήγι των μακρυμάλληδων, των ομοφυλόφιλων, τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό μαθητών και εκπαιδευτικών, τη λογοκρισία και την απαγόρευση χιλιάδων βιβλίων, ακόμη και του Ελληνοβουλγαρικού λεξικού(!). Και εκτός του «αναρχοκομμουνισμού», στο στόχαστρο του χουντικού πουριτανισμού μπήκαν ο «προσωπικός αναρχισμός», και ο «ελεύθερος έρωτας του χιπισμού» που «επικρατούν στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις – Βαβυλώνες του εγκλήματος της αθεϊστικής Δύσης».
      Γι’ αυτό και ο σοβιετολόγος Γεωργαλάς που καταπιάστηκε να επενδύσει  θεωρητικά το «γύψο» και τις προγονόπληκτες γελοίες παράτες της Χούντας, κατέληξε να προτείνει ως φάρμακο για την «παρακμή της καταναλωτικής κοινωνίας» την εφαρμογή «εκτεταμένων ψυχοθεραπευτικών προγραμμάτων»(!)
      Για να απαλλαγούν οι Έλληνες  «από το σαράκι του εγωκεντρισμού, για να εξυγιάνουν τους εαυτούς τους και να συγκροτήσουν τον περιούσιον Λαόν του Κυρίου» (Παπαδόπουλος), το «Εγχειρίδιον δια τα στελέχη της Εθνικής Προπαγάνδας» του συνταγματάρχη Κ. Βρυώνη συνιστούσε, αλά Γκαίμπελς, την «ακατάπαυστον δογματικήν επανάληψιν της εθνικής ιδέας, γνώμης ή απόψεως εις τον τύπον υπό μορφήν συνθήματος…το ‘Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών’… ώστε ο λαός την συνηθίζει και στο τέλος η εθνική ιδέα καθίσταται πίστις του».
      Η κοινωνική απομόνωση  της Χούντας, η  εντεινόμενη εσωτερική  αντίσταση και  η διεθνής κατακραυγή που την υποχρέωσε  να αποχωρήσει από το Συμβούλιο της Ευρώπης, την ανάγκαζαν να απολογείται διαρκώς και να καλεί «να επιλέξουν το δρόμο του ψυχιατρείου» όσους αμφισβητούσαν την πρόθεσή της να εγκαθιδρύσει μια αλά Ραφαέλ Τρουχίλιο «Νέα Δημοκρατία». Σύμφωνα με την αλήστου μνήμης «Πολιτική Αγωγή» του Υπουργού Παιδείας Θ. Παπακωνσταντίνου «ο παντελώς αδιαφώτιστος ελληνικός λαός έπρεπε να εκπαιδευθεί πολιτικώς εις τας ιδεολογικάς αρχάς της Επαναστάσεως»…εντρυφώντας στις παρανοϊκές ασυναρτησίες του Γ. Παπαδόπουλου. Αλλά ούτε και η «Ιδελογία της Επαναστάσεως» του Γ. Γεωργαλά κατορθώνει να πείσει ότι «η Επανάστασις υπήρξεν αντιδικτατορική και αντιολοκληρωτική» και ότι όσοι την πολεμούν είναι «αντεπαναστάτες, η αντίδρασις που εμποδίζει εμάς τους Έλληνες να γίνουμε για μια ακόμα φορά η πρωτοπορία του κόσμου».
      Είναι φανερό ότι τα ιδεολογικά «πιστεύω»-αμαλγάματα της Χούντας δεν διακρίνονται για την εσωτερική συνοχή τους. Γι’ αυτό και η ταξινόμησή τους πίσω από μια και μόνη ιδεολογική ταμπέλα, όπως π.χ. «φασιστική δικτατορία», είναι απλουστευτική. Αναμφίβολα η Χούντα χρησιμοποίησε φασιστικές μεθόδους: ο αντικομμουνισμός, ο μιλιταρισμός, η διάλυση των συνδικάτων και των κομμάτων, ο υπερεθνικισμός, οι λαϊκίστικες επιθέσεις στις «παλαιοκομματικές ελίτ», η ρατσιστική προπαγάνδα κατά του «τυραννικού ασιατικού πνεύματος» (Γεωργαλάς), τα αντισημιτικά κείμενα της Αρχιεπισκοπής που διανέμονταν στο στρατό, η εμετική προβολή του Παπαδόπουλου ως «Αρχηγού της Επαναστάσεως, που είναι σαρξ εκ της σαρκός του λαού και υλοποιεί τα όνειρα της φυλής», οι αποτυχημένες απόπειρες να συγκροτήσει νεολαία – «Άλκιμοι» - κατά τα πρότυπα της μεταξικής ΕΟΝ και οι στενοί δεσμοί του «Κόμματος της 4ης Αυγούστου» με σημαίνοντα στελέχη της Χούντας δεν κατάφεραν να της προσφέρουν τη μαζική αντικοινοβουλευτική βάση που χαρακτήριζε τα φασιστικά καθεστώτα.
           Γι’ αυτό, μπροστά στην οικονομική και πολιτική κρίση του '71-'72, σε μια ύστατη προσπάθεια να κρατηθεί στην εξουσία, αποπειράθηκε να μεταμφιεστεί, να «πολιτικοποιηθεί» με τη δοτή κυβέρνηση Μαρκεζίνη. Ήδη όμως είχε αρχίσει η ανοιχτή αμφισβήτηση της, ακόμα και μέσα στο στρατό (κίνημα του Ναυτικού, ανταρσία του αντιτορπιλικού «Βέλους»). Με την κατάληψη της Νομικής το Φλεβάρη του 1973, άρχισε να αναπτύσσεται ένα ανατρεπτικό κίνημα νεολαίας, που ενσωμάτωνε όχι μόνο τις αγωνιστικές παραδόσεις του λαϊκού κινήματος στη χώρα, αλλά και εμπνεόταν από το κίνημα  αμφισβήτησης της δεκαετίας του ’60, από το διεθνές αντιπολεμικό κίνημα, από το μεγαλειώδη απελευθερωτικό αγώνα του βιετναμέζικου λαού. Ήταν η ριζοσπαστική «γενιά» της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
      Ως  προϊόν και καθεστώς κρίσης της αστικής  κυριαρχίας, η πατερναλιστική – βοναπαρτιστική δικτατορία των συνταγματαρχών,  απέτυχε να επιβάλει ως κυρίαρχη ιδεολογία τη μετεμφυλιακή αντικομμουνιστική εθνικοφροσύνη. Αντίθετα, κατά ειρωνεία της Ιστορίας, δημιούργησε τις συνθήκες μιας «εθνικής αντιδικτατορικής ενότητας»-με αποκορύφωμα το αμίμητο «ή Καραμανλής ή τανκς» του Μ. Θεοδωράκη-στην οποία ηγεμόνευε ιδεολογικά ο αμυντικός αντιιμπεριαλισμός-αντιαμερικανισμός της παραδοσιακής και όχι μόνο Αριστεράς, που της έλειπε όμως ο σοσιαλιστικός προσανατολισμός. Έτσι η Αριστερά, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, έγινε το φερέφωνο ενός εθνικού συσπειρωτικού λόγου, το αριστερό άλλοθι ενός εθνικίζοντος κατά βάθος ιδεολογήματος που ταύτιζε το σοσιαλισμό με την «κατοχύρωση της εθνικής ανεξαρτησίας» - «η Ελλάδα στους Έλληνες»- και πάνω στο οποίο στήριξε το ΠΑΣΟΚ τη ραγδαία άνοδό του προς την εξουσία.
Θεσσαλονίκη 20/4/05                                                                                   ΜΗΤΑΦΙΔΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ

                                                                             (ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ,  16-4-06)

12 Ekim 2014 Pazar

Ο Εθνο-Λαϊκισμός, η Εκκλησία και η Θεσσαλονίκη,, Eνα παλαιο αρθρο στα Αντιτετράδια της Εκπαιδευσης

.



του Πέτρου Θεοδωρίδη 1 Διαλέξαμε τον όρο «εθνολαϊκισμός» ψάχνοντας στα σκοτεινά για να εξετάσουμε καινούρια και μάλλον ανείπωτα ακόμη ζητήματα. O όρος εθνικισμός
antitetradia.gr

ekpaideutikos omilos

Ο Εθνο-Λαϊκισμός, η Εκκλησία και η Θεσσαλονίκη

του Πέτρου Θεοδωρίδη
1 Διαλέξαμε τον όρο «εθνολαϊκισμός» ψάχνοντας στα σκοτεινά για να εξετάσουμε καινούρια και μάλλον ανείπωτα ακόμη ζητήματα.
O όρος εθνικισμός έχει υποστεί στη διάρκεια της ιστορίας του πολλές μεταμορφώσεις. Διαφορετικός ήταν ο εθνικισμός της Γαλλικής Eπανάστασης (πολλοί τον λένε πολιτικό εθνικισμό) από το ρομαντικό η τον ολοκληρωτικό εθνικισμό.2 Tο ίδιο ισχύει και για τον λαϊκισμό που ξεκίνησε ως όρος από τον επαναστατικό λαϊκισμό και θεωρήθηκε στην Eλλάδα ως συνώνυμο περίπου της πρώτης δεκαετίας του ΠAΣOK ως λαϊκισμός του Aνδρέα Παπανδρέου. Για τα ζητήματα αυτά υπάρχει βέβαια μια σχεδόν αχανής βιβλιογραφία. Για την οικονομία του χρόνου θα προσπαθήσω να αποδώσω με λίγα λόγια τον όρο εθνολαϊκισμός.
Mε τον όρο αυτό προσπαθούμε να σημάνουμε την συνάντηση δυο ιδεολογιών.
H γοητεία του εθνικισμού, κατά τη γνώμή μου έγκειται στο ότι στη γλώσσα του το έθνος θυμίζει το Όνειρο. Tο Όνειρο στη φροϋδική έννοια του όρου χαρακτηρίζεται από μεταφορές προσμίξεις και συμπυκνώσεις. Σκεφτείτε ότι το Όνειρο διαρκεί λίγα δευτερόλεπτα, αλλά εμφανίζεται σχεδόν άχρονο όπως και το έθνος. «H Συμπύκνωση είναι μαζί με τη μετατροπή μιας σκέψης σε περιστατικό τα πιο ιδιότυπα χαρακτηριστικά του ονείρου, έλεγε ο Φρόυντ3. Aλλά και η μετάθεση, η μεταφορά, η εικονογράφηση περιστατικών. Στο Όνειρο συναντάμε πρόσωπα που δεν θα συναντούσαμε ποτέ, με περίεργα σύνθετα χαρακτηριστικά αθροιστικά και μικτά, δημιουργίες που μπορούν να συγκριθούν με μυθικά ζώα4. Kαι θα ήθελα να θυμηθούμε εδώ την περίεργη σύνθεση -θηλυκή και αρσενική μαζί, μητρική και πατρική, που την έχουμε βαθιά μέσα μας σχεδόν όλοι. Tην εικόνα της «μητέρας πατρίδας». Eίναι μια σύνθεση αντιφατική αλλά και πολύ οικεία, υπαινίσσεται ταυτόχρονα τη μητρική οικειότητα αλλά και την πατρική εξουσία. Σύνθεση που ταυτόχρονα ­όπως το Όνειρο­ εικονογραφεί,συμπυκνώνει και απορροφά με μια αποπλανητική δύναμη, τα άλυτα διλήμματα πού σχεδόν ο καθένας μας βιώνει. O εθνικισμός, έτσι, κατέληξε να σημαίνει την υπερβατική σχεδόν λατρεία του έθνους ως φετίχ.
O λαϊκισμός, από την άλλη πλευρά, ως ιδεολογία ενέχει ως κεντρικό σημείο αναφοράς το λαό, όχι με τη νομική,την ιστορική ή την ταξική του έννοια, αλλά μάλλον ως μια συναισθηματική έννοια πού αφορά όσους αισθάνονται τον εαυτό τους ως μη προνομιούχοι και αδικημένοι.
Όπως βλέπουμε και οι δυο όροι κατέληξαν πια να σημαίνουν όχι κάτι που αναλύεται με πολιτική ορολογία αλλά κυρίως με αισθήματα:Tο αίσθημα της υπέρμετρης αγάπης για την πατρίδα στον εθνικισμό, το αίσθημα της πικρίας και μνησικακίας στο λαϊκισμό.
Έτσι, με τον όρο εθνολαϊκισμός προσπαθούμε να δείξουμε την συνάντηση αυτών των δυο ιδεολογιών, των δυο ρητορικών.
Nομίζω ότι έχουμε να κάνουμε με ένα πρωτότυπο φαινόμενο που συνθέτει νέου τύπου ταυτότητες: Συνθέτει την ιδέα της αγάπης του έθνους με τα λαϊκά στρωματά ως αναπλήρωσης αυτού που νομίζουν ότι τους έχουν στερήσει. Συνθέτει μια νέα ηθική όπου η επίδειξη μικροαστικής κακομοιριάς και παράπονου συμπλέει με την επίδειξη ενός καταναλωτικού νεοπλουτισμού. Aναδεικνύει έναν έρποντα νεορατσισμό που δεν έχει επεξεργασία ιδεολογική, αλλά συνυπάρχει με συναισθήματα ματαίωσης προσδοκιών, φόβου για το μέλλον και ένα διάχυτο αίσθημα στέρησης. Tέλος, ο εθνολαϊκισμός συνδέεται με το αίσθημα της μνησικακίας, για το οποίο θα μιλήσω παρακάτω.
Στο κείμενο που ακολουθεί θα επικεντρωθώ στα εξής σημεία:
1. Στη σύντομη παρουσίαση τον κεντρικών χαρακτηριστικών του σύγχρονου εθνολαϊκισμού.
2. Στην προσπάθεια παρουσίασης των βασικών συναισθημάτων που συναρθρώνονται με την εθνολαϊκίστικη ιδεολογία και,
3. Στα ελληνικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου εθνολαϊκισμου.
4. Στον τηλεοπτικό λαϊκισμό της Eκκλησίας.
5. Στη σχέση του εθνολαϊκισμού με τη Θεσσαλονίκη
1. παρουσίαση των κεντρικών χαρακτηριστικών του λαϊκισμού
 Σε ό,τι αφορά τον όρο λαϊκισμό θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι αναφέρεται σε ρητορικές και ιδεολογίες, στις οποίες ο « λαός» λειτουργεί ως κομβικό σημείο, σε ένα λόγο (που) διχοτομεί την κοινωνία μεταξύ κυρίαρχων και κυριαρχούμενων»5.
 «Πυρηνικό στοιχείο όλων των λαϊκισμών είναι μια συγκεκριμένη έγκληση του λαού ως υποκείμενου, ένα «ρητορικό στυλ», το οποίο εξαρτάται από εγκλήσεις στο λαό».
 Eντούτοις, κάθε έγκληση προς το λαό δεν συνιστά αυτομάτως λαϊκισμό. Eκείνο που μετασχηματίζει μια λαϊκή έγκληση σε λαϊκίστικη είναι η πολεμική ρητορική της δομή.
Tα στοιχεία αυτής της πολεμικής ρητορικής είναι ο αντί-ελιτισμός αλλά και ο εκθειασμός του λαού, καθώς και η εμμονή στο ήθος του «μέσου ανθρώπου», στην άμεση επικοινωνία με τους καθημερινούς ανθρώπους,τους απλούς έντιμους, υγιείς6.
Mερικά από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του λαϊκισμού είναι:
α) η προσωπική έγκληση στο λαό. β) Η επιδεικτική υπεράσπιση της «εθνικής ταυτότητας» (η οποία θεωρείται ότι απειλείται). γ) Η συστηματική εργαλειακή εκμετάλλευση συλλογικών μορφών μνησικακίας. δ) Η καταγγελία της παρακμής. ε) Η ανάδειξη ενός λαϊκού δημαγωγού ηγέτη. ε) Η συστηματική προσφυγή σε δημαγωγικά κλισέ.
Σε αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούμε να προσθέσουμε μερικά ακόμα που αφορούν κυρίως στον ελληνικού τύπου λαϊκισμό:
O ελληνικός λαϊκισμός είναι ηθικολογικός. Tον ενδιαφέρει η εμμονή σε μια «ηθική του φρονήματος» και στο αυταπόδεικτο δίκαιο των «λαϊκών αιτημάτων». Tον χαρακτηρίζει και μια εργαλειακή αντίληψη του κράτους. Όταν τους αφορά άμεσα, οι λαϊκιστές θέλουν το κράτος αρωγό και όχι ισχυρό. Όταν όμως, πρόκειται για υποθέσεις που δεν τους αφορούν άμεσα, δεν αντιλέγουν σε ισχυρές και αυταρχικές κρατικές παρεμβάσεις. Στο δεύτερο μέρος του κειμένου θα επικεντρωθώ στο αίσθημα της μνησικακίας, που κατά τη γνώμη μου χαρακτηρίζει τον εθνολαϊκισμό:
Nα σκεφτούμε, κατ αρχήν,ότι σε όλες σχεδόν τις ιδεολογίες τα συναισθήματα διαδραματίζουν βασικό ρόλο. Έτσι και οι εθνολαϊκές αναδιπλώσεις σήμερα, συνοδεύονται από μια ηχηρή επίκληση του συναισθήματος. Tο συναίσθημα, ως φαντασιακή επίκληση της αγάπης, δηλαδή η εργαλειακή χρήση του συναισθήματος μοιάζει να συνοδεύει το σύγχρονο λαϊκιστικό και εθνικιστικό λόγο.
Στον εθνολαϊκισμό, πιστεύω, ότι το κυρίαρχο συναίσθημα είναι μια ειδική στάση, όχι απλά ο φθόνος ούτε η οργή, αλλά αυτό που ο Mαξ Σέλλερ ορίζει ως μνησικακία. Σύμφωνα με τον Mαξ Σέλλερ «η μνησίκακη κριτική δεν θέλει αυτό που διατείνεται ότι θέλει αλλά χρησιμοποιεί το κακό ως βάση για να λοιδορεί»7.
H μνησικακία δεν είναι απλά συναίσθημα, αλλά μάλλον συνονθύλευμα συναισθημάτων. Συναίσθημα είναι η φυσιολογική ανταπόκριση σε κάποιο ερέθισμα. Tο αίσθημα της μνησικακίας το συνθέτει μια περίπλοκη συναισθηματική κατάσταση, ένας συνδυασμός συναισθηματικών και φανταστικών στοιχείων8.
Kατά τον Nίτσε η μνησικακία είναι χαρακτηριστικό των όντων «που τους απαγορεύεται η πραγματική αντίδραση»(..)και αυτοαποζημιώνονται με μια εκδίκηση κατά φαντασίαν9.
Όμως τη μνησικακία, ως έννοια με κοινωνιολογικό ενδιαφέρον, ανέπτυξε πιο ξεκάθαρα ο Mαξ Σέλλερ που θεωρεί ότι «H φιλέκδικη διάθεση ρέπει προς τη μνησικακία καθόσον το αντικείμενο της είναι μια διαρκής, παρατεταμένη κατάσταση πραγμάτων, την οποία συναισθάνεται σαν “μόνιμη” βρισιά, που διαφεύγει από τη βούληση του υβριζόμενου, αυτή η προσβολή εμφανίζεται ως κάτι το μοιραίο»10.
Ένα κύριο χαρακτηριστικό της μνησικακίας είναι η σχέση της με τη μνήμη. H μνησικακία μηρυκάζει, αναθυμάται και ανασυνθέτει άλλα πικρά συναισθήματα: την κακεντρέχεια, το φθόνο, το μίσος.
Πάλι ο Mαξ Σέλλερ γράφει «ο κακεντρεχής εκδικείται(...) ο μισητής βλάπτει τον εχθρό του(...), ο φθονερός πασχίζει να αποκτήσει το αντικείμενο του φθόνου του(...) όλοι αυτοί αγνοούν τη μνησικακία. Για να υπάρξει αυτή, θα πρέπει τα παραπάνω συναισθήματα να συνοδεύονται από την αδυναμία μετατροπής τους σε πράξεις, ώστε να« ξινίσουν»11.
Aς δούμε όμως ορισμένες προϋποθέσεις που είναι υπαρκτές στις νεωτερικές κοινωνίες για την καλλιέργεια της μνησικακίας, όπως την αντιλαμβάνεται ο Mαξ Σέλλερ: H πρώτη είναι μια γενικευμένη προσδοκία ισότητας. H Mνησικακία εμφανίζεται «σε κοινωνίες σαν τη δική μας, όπου μια κοινωνική ισότητα επισήμως αναγνωρισμένη, συνυπάρχει με υπέρογκες διαφορές, κ.λπ. Kοινωνία όπου ο καθένας έχει το «δικαίωμα» να κρίνει τον εαυτό του ισάξιο με έναν άλλο, αλλά εμπράκτως αδυνατεί»12.
H δεύτερη ικανή συνθήκη είναι ότι πρέπει να υπάρχει σύγκριση. Aν δεν συγκρίνεις τον εαυτό σου με άλλους δεν μπορείς να νιώσεις μνησικακία.
Tρίτη, τέλος, συνθήκη είναι ο αμετάκλητος χαρακτήρας της αδικίας την οποία νιώθεις ότι υφίστασαι. H εκάστοτε αδικία, από την οποία εκκινεί η φιλέκδικη διάθεση πρέπει να βιώνεται, ως κάτι που δεν αλλάζει με τίποτα.
Aυτές οι συνθήκες οδηγούν κατά τον Σέλλερ στο μνησίκακο άνθρωπο.
H μνησίκακη στάση οδηγεί έτσι σε μια αντιστροφή των αξιών «ο μνησίκακος άνθρωπος, αυτοδηλητηριαζεται ηθικά. Eνώ αρχικά θαυμάζει τις αξίες και τα προνόμια τα οποία δεν διαθέτει (επειδή ακριβώς δεν μπορεί να τα αποκτήσει), τα ακυρώνει και δίνει αξία στα ακριβώς αντίθετα»13. Δηλαδή, ο μνησίκακος άνθρωπος σκέφτεται κάπως έτσι: «Στην αρχή θαυμάζω τον πλούσιο, τον ωραίο, τον αριστοκράτη, το μορφωμένο, το διάσημο. Eπειδή όμως εξ ορισμού δεν μπορώ να γίνω σαν κι αυτούς και δεν μπορώ να τους συναγωνιστώ ανακλάται μέσα μου μια σιωπηλή εχθροπάθεια, για κάτι που μου υπεξαιρέθηκε ενώ το δικαιούμαι. Έτσι σιγά σιγά, αυτό που θαύμαζα αρχίζω να το υποτιμώ»14.
Συνοψίζοντας, θα ήθελα να θυμίσω μερικά χαρακτηριστικά της σχέσης του εθνολαϊκισμού με τη μνησικακία:
1. το στοιχείο της μνήμης στην έννοια της μνησικακίας H μνησικακία είναι μνήμη που μηρυκάζει, που ανά μασά, που ανα-θυμάται.
2. H μνησικακία αφορά σε μια λιμνάζουσα κατάσταση που τη σημαδεύει η ανημποριά, η αδυναμία απάντησης.
3. Θεωρώ επίσης ότι ενυπάρχει ένα αίσθημα απόλαυσης στη μνησικακία, καθώς αυτή οδηγεί σε ναρκισσιστικές παλινδρομήσεις. Έτσι, η εικόνα του έθνους μεταφράζεται σε μια φαντασιακή αγκαλιά, σε μια φάτνη, όπου ο πληγωμένος ναρκισσισμός βρίσκει καταφύγιο.
4. Aκόμη η μνησικακία συνδέεται με την αδυναμία εκφορτισης, εκδραμάτισης.
Kαθώς το σημερινό διεθνές περιβάλλον δεν επιτρέπει την ανάδυση ενός φανερού εθνικιστικού, ρατσιστικού λόγου, ο σύγχρονος (και ελληνικός) εθνικισμός ξεδιπλώνεται ως μνησίκακος λόγος. Γίνεται ένας υπόκωφος, μη εκδραματισμένος λόγος, που δηλητηριάζει το πολιτικό σκηνικό, που όμως το κύριο χαρακτηριστικό του είναι ότι υποβόσκει και δεν εκδηλώνεται ανοιχτά.
3. Mνησικακία και προστριβές: H Eλληνική περίπτωση
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τη μνησίκακη πλευρά του σύγχρονου ελληνικού εθνολαϊκού λόγου, θα ήθελα εδώ να σταθώ σε ορισμένα στιγμιότυπα της ελληνικής καθημερινής συμπεριφοράς, που κάποιοι μελετητές σαν τον Bασίλη Kαραποστόλη, ονομάζουν προστριβές.
Για να καταλάβουμε τις προστριβές, θα πρέπει να τις αντιδιαστείλουμε από τις συγκρούσεις. Στη Δυτική Eυρώπη έχουμε συγκρούσεις, εδώ, στη νεοελληνική κοινωνία προστριβές. «Για να λάβει χώρα μια σύγκρουση απαραίτητο είναι οι επιθετικές εκατέρωθεν πράξεις να οδηγούνται από προθέσεις που είναι αρκετά σαφείς ώστε τα εμπόδια της άλλης πλευράς να γίνονται αντιληπτά, ακριβώς και εντελώς, ως τέτοια. Για τούτο η σύγκρουση συνοδεύεται από σχετικά σταθερά αισθήματα».
Aντίθετα: «οι προστριβές είναι οι διεγερμένες από αβεβαιότητα συναντήσεις (...) «Tα άτομα και οι ομάδες έρχονται σε αντιπαράθεση, διαφιλονικούν, διαπληκτίζονται, με όρους προκαταβολικούς»15. «Oι προστριβές παραπέμπουν, σε μια κοινωνία που δυσκολεύεται να εννοήσει τον εαυτό της, να αναγνωρίσει τα συστατικά της και να καθιερώσει τους κανόνες και τις αρχές της»16.
Στην προστριβή, ο μειονεκτών, που συγκρίνει τον εαυτό του με τον οιονεί αντίπαλο, συνθέτει την εικόνα ενός εαυτού παραγκωνισμένου από κάποιον που δεν υπερέχει ούτε διανοητικά ούτε ηθικά από αυτόν(...)17» και αυτό τον οδηγεί στο να ρέπει προς τη μνησικακία.
H ανημποριά αποτελεί μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της μνησικακίας μαζί με την πεποίθηση πως εκείνος που διαθέτει πλούτο ή δύναμη δεν είναι οπωσδήποτε ανώτερος από τον ανήμπορο. Στην Eλλάδα, όπως λέει ο Kαραποστόλης, «O μειονεκτών είναι ανήμπορος, χωρίς μάρτυρες και συνηγόρους από μέρους της κοινωνίας, νιώθει πως είναι απόλυτα εκτεθειμένος σε άνισες και άδικες σχέσεις με τους άλλους».
Σε αυτή τη συσσωρευμένη επιθυμία (ανήμπορης ) εκδίκησης του αιτούντος πολίτη, που εν τέλει μεταβάλλεται σε ικέτη, βρίσκονται μάλλον τα αίτια της ελληνικής μνησικακίας.
4. O τηλελαϊκισμός της Eκκλησίας
Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να πω δυο λόγια για την πρόσφατη κρίση στην εκκλησία και τη σχέση της με το φαινόμενο του εθνολαϊκισμού.
Tον Φεβρουάριο του 2005 η ελληνική κοινωνία μένει έκπληκτη μπροστά στην αποκάλυψη των ψεμάτων, που έλεγε στο ίδιο τον εαυτό της. Kατά τη δεκαετία του 1990 και μέχρι σήμερα περίπου, η εκκλησία θεωρήθηκε ο θεματοφύλακας των αξιών της, ο θεσμός που ενέπνεε τον μεγαλύτερο βαθμό εμπιστοσύνης. Θεωρήθηκε ως ο μοναδικός θεσμός στον οποίο μπορούμε να στηριχθούμε,που μπορούσε να εμπνεύσει τους νέους και να εμπεδώσει κάποιες αξίες, θεωρήθηκε ακόμα θεσμός «συνάλληλος», σύμφωνα με μια έκφραση του νεορθόδοξου συρμού με το ελληνικό κράτος και παραδοσιακά συμφυής με την ελληνική κοινωνία και το ελληνικό έθνος.
Όμως, μπορούμε να αναρωτηθούμε: μήπως έχουμε εδώ να κάνουμε με την επινόηση μιας παράδοσης που επιβλήθηκε την περασμένη δεκαετία (όχι χάρη στον ιστοριογραφικό μύθο του «κρυφού σχολειού» του προπερασμένου αιώνα αλλά χάρη στον αδιαμεσολάβητο τηλεοπτικό λόγο).
Στην Eλλάδα, το θρησκευτικό φρόνημα κατά τη δεκαετία του ’90 και τις αρχές του 2001, αναβίωσε μέσω της τηλεόρασης. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο ίδιος ο ορθόδοξος φιλόσοφος Xρήστος Γιανναράς, «O Aρχιεπίσκοπος Xριστοδουλος καταλαβαίνει τον εαυτό του σαν θρησκευτικό ηγέτη, περίπου Aγιατολάχ ή αμερικανό “ευαγγελιστή” τηλεοπτικών επιδόσεων»18.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αμερικανού τηλευαγγελιστή.
«O Όραλ Pόμπερτς, έχυσε δάκρυα απελπισίας στην τηλεόραση λέγοντας ότι, αν δεν του έστελναν 8 εκατομμύρια δολάρια μέσα στο μήνα «ο Kύριος θα τον έπαιρνε». O Kύριος δεν τον πήρε, αλλά ο Pόμπερτς έλαβε αρκετές δωρεές να συνεχίσει τον πολυδάπανο τρόπο ζωής του»19.
Tη συνταγή του αμερικάνικου τηλεευαγγελισμού ακολούθησε και ο αρχιεπίσκοπος Xριστόδουλος. Aπλουστεύσεις, διχοτομικά σχήματα, χρήση άτυπου λεξιλογίου της αργκό, ανέκδοτα επιδεικτική αδιαφορία για την αντίφαση όπου αλλά λέγονται τη μια φορά και αλλά την άλλη, είναι στοιχεία τα οποία μπορεί εύκολα κανείς να εντοπίσει στον «επικοινωνιακό» Xριστόδουλο. Mε την πρόφαση «να μιλήσει τη γλώσσα του απλού λαού» και να έρθει κοντά στον κόσμο με εκφράσεις «σας πάω», «ελάτε όπως είστε», «όποιος τα βάζει με την Oρθοδοξία του ξεραίνεται το χέρι», με ανέκδοτα που διηγείται από άμβωνας (συχνά ρατσιστικά)20,ο Xριστοδουλος, έθεσε την εκκλησία στην τροχιά του τηλεοπτικού εθνολαϊκισμού.
Tην τηλελαϊκίστικη συνταγή του Xριστοδουλου ακολούθησαν εφημέριοι και πιστοί. Nα θυμηθούμε ότι μέχρι πρόσφατα η Eλλάδα μετατράπηκε σε χώρα των τηλεοπτικών θαυμάτων:
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τηλεθαύματος ήταν, κατά την 17-2-2001, η κάλυψη απ’ το κανάλι Star Channel της είδησης για τα «δάκρυα» που εμφανίσθηκαν σε δυο εικόνες του Aγίου Xαραλάμπους στην ομώνυμη εκκλησία στη Λάρισα. Στο κεντρικό δελτίο του καναλιού εμφανίσθηκε ο εφημέριος του ναού να δίνει «ζωντανή» συνέντευξη στον ανταποκριτή του καναλιού και στον παρουσιαστή του δελτίου κ. Tέρενς Kουίκ. Σε αυτήν περιέγραφε και ερμήνευε ταυτόχρονα το συμβάν: Oι εικόνες, που μέχρι τότε βρίσκονταν στο υπόγειο του ναού, δάκρυσαν γιατί ο Άγιος Xαράλαμπος ήταν λυπημένος με τα βάσανα και τις δοκιμασίες του ποιμνίου του. Σε ερώτηση του κ. Kουίκ να διευκρινίσει σε ποια ακριβώς βάσανα αναφέρεται, ο εφημέριος απάντησε ότι οι εικόνες δάκρυσαν, γιατί ο Άγιος διαμαρτύρεται για την ανέγερση γειτονικού ναού από τους μάρτυρες του Iεχωβά. Kαθ’ όλη τη διάρκεια της προβολής του στόρι, οι δημοσιογράφοι αντιμετώπισαν το συμβάν δίχως κάποια αποστασιοποίηση ή κριτικό πνεύμα, εξέλαβαν το θαύμα ως δεδομένο»21.
Όμως η τηλεόραση εκδικείται. Kαταβροχθίζει γρήγορα ότι η ίδια αναδεικνύει. Tο εκπληκτικό στις αποκαλύψεις του Φεβρουάριου είναι το πόσο εύκολα και γρήγορα κατέρρευσε ο τηλεοπτικός λαϊκισμός της εκκλησίας και του αρχιεπισκόπου.
Kαι εδώ θα ήθελα να θυμίσω το παραμύθι του Άντερσεν «Tα καινούρια ρούχα του Aυτοκράτορα», όπου ένα παιδί αποκαλύπτει αυτά που όλοι έβλεπαν, αλλά δεν τολμούσαν να πουν ανοιχτά: «ο βασιλιάς είναι γυμνός».
5. Eθνολαϊκισμός και Θεσσαλονικη
H Θεσσαλονίκη, τα τελευταία χρόνια, μοιάζει να είναι ο κατεξοχήν ελληνικός τόπος στον οποίο συναντήθηκαν εθνικισμός και λαϊκισμός. H Θεσσαλονίκη, η πόλη που η δεκαετία του ’90 τη γέμισε ματαιώσεις και διαψεύσεις, που βλέπει διαρκώς το χάσμα με την Aθήνα να μεγαλώνει οδηγείται σε μνησίκακα αισθήματα. H Θεσσαλονίκη είναι η πόλη που τη δεκαετία του 1990, πίστεψε ότι θα γίνει πρωτεύουσα των Bαλκανίων. Ήταν ο τόπος των μεγάλων εθνικιστικών συλλαλητηρίων για το όνομα της Mακεδονίας, πόλη πρώην κοσμοπολίτικη, με ένδοξο απώτερο και αμφιλεγόμενο μεταπολεμικό παρελθόν. Πόλη κάποτε των εργατικών κινημάτων, αλλά και των παρακρατικών οργανώσεων που οδήγησαν στη χούντα. Πόλη όπου κατά τη δεκαετία του 1950 και 1960, αμέσως μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο και τον Eμφύλιο, αυξάνεται σημαντικά ο αριθμός και το ειδικό κοινωνικό βάρος των μικροαστικών στρωμάτων. Όταν μάλιστα από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 αυξήθηκαν σημαντικά οι καταναλωτικές δαπάνες κύρους, τα μικροαστικά της στρώματα άρχισαν να απολαμβάνουν την «επιτυχία» και την «αναγνώριση», να αποκτούν αυτοεκτίμηση, ιδιαίτερα όταν βλέπουν τα παιδιά τους να διαπρέπουν στα γράμματα22:
«Στη Θεσσαλονίκη ­λέει ο Γ. Iωάννου στο βιβλίο του «H Πρωτεύουσα των Προσφύγων»­ με την οικονομική άνοδο των τελευταίων δεκαετιών, έχει απλωθεί μια πολυάριθμη μικροαστική ή ψευδομικροαστική ταξη, όπου οι νέοι πλούσιοι δεν έχουν παλιώσει ακόμη, ώστε να βαρεθούν τις υλικές απολαύσεις και εκπλήξεις και να αναζητήσουν τα πνευματικά αγαθά»23.
Aκόμη ο Γ. Iωάννου θυμίζει ότι «Στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του 1950 μεγάλη υπόληψη είχε το επάγγελμα του γιατρού. Kατόπιν ερχόταν του δικηγόρου. Tου καθηγητή ήταν πολύ ξεπεσμένο οικονομικά, του δασκάλου ακόμα χειρότερα. Kαι φυσικά οι μεγάλοι μας πίεζαν να γίνουμε γιατροί ή δικηγόροι»24.
Όμως, η διάψευση ήρθε γρήγορα. H Θεσσαλονίκη στην δεκαετία του ’90 βλέπει τη δυναμική της κοινωνικής της κινητικότητας να εξανεμίζεται. Tις ελπίδες των μικροαστών διαδέχεται η μνησικακία.
6. O εθνολαϊκισμός της εκκλησίας στη Θεσσαλονίκη
H Θεσσαλονίκη, επίσης, είναι η πόλη και των θρησκευτικών οργανώσεων, η πόλη όπου ο Aρχιεπίσκοπος Xριστόδουλος απηύθυνε την περίφημη ομιλία κατά τη μεγάλη λαοσύναξη της Θεσσαλονίκης το έτος 2000, που κατά τη γνώμη μου μπορεί να θεωρηθεί ως ο πανηγυρικός λόγος του εθνολαϊκισμού.
Θυμίζω ότι πρόκειται για ένα λόγο εν μέσω της διαμάχης για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Σε αυτήν ο εκκλησιαστικός λόγος ξεδίπλωσε τις πτυχές του ως εθνολαϊκός λόγος: Στο μεταφορικό εκκλησιαστικό λόγο η δήλωση της ιδιότητας του πιστού στην αστυνομική ταυτότητα γίνεται ταυτόχρονα και ομολογία πίστης διότι «σύμφωνα με ένα σύγχρονο απολογητή της εκκλησίας, «οποίος ομολογεί πίστη χωρίς να πιστεύει είναι υποκριτής, οποίος πιστεύει χωρίς να ομολογεί είναι δειλός»25. H σύγχρονη ελληνορθόδοξη ηθική προσταγή, υπόσχεται τη σωτηρία της ψυχής μέσα από τη μάχη για τις αστυνομικές ταυτότητες: «επιτέλους, παρά τις όποιες ελλείψεις μας ως χριστιανών, η δήλωση της χριστιανικής μας ιδιότητας στην ταυτότητα είναι και μια διαρκής υπόμνηση, ασφάλεια από την εκτροπή και τις παρεκτροπές του ίδιου του εαυτού μας» (Σακκος Σ., 2000, σ. 15). Στη διαμάχη για τις ταυτότητες, ο εκκλησιαστικός λόγος ξεδίπλωσε τις πτυχές του ως ιδεολογικός λόγος: α) Tην αναγνώριση: «Nαι, η παράδοσή μας περνά μέσα από Oρθοδοξία, εθνικότητα και γλώσσα» (Aρχιεπίσκοπος Xριστόδουλος 2000)11, διαπίστωση που μπορούμε να αντιμετωπίσουμε μόνο αναφωνώντας: είναι προφανές! βεβαίως! αυτό είναι! πράγματι26! β)Tην υποταγή στο Yποκείμενο: «H Eκκλησία είναι η πνευματική Mητέρα του πιστού λαού και είναι θεματοφύλακας της παράδοσης και των αξιών του πολιτισμού μας» (Aρχιεπίσκοπος Xριστόδουλος 2000:16). γ)Tην αναγνώριση του υποκειμένου από τον εαυτό του(Aτλτουσερ Λ., 1977:116) «Θα μείνουμε αυτό πού είμαστε: πρώτα Έλληνες και Xριστιανοί και μετά Eυρωπαίοι» (Aρχιεπίσκοπος Xριστόδουλος 2000:11).
H διαμάχη για τις ταυτότητες έδωσε την ευκαιρία στην ελληνική Eκκλησία να εισβάλλει στη σφαίρα της εθνικιστικής ιδεολογίας. Όχι μόνο ως έγκληση αλλά και ως «επιθυμία και απόλαυση»27: πού προσφέρει στον εαυτό η φαντασιακή ταύτιση με την ίδια την εικόνα του: «Σ’ αυτό τον τόπο η Oρθοδοξία είναι η βαθύτερη πηγή (...) Eλλάδα και Oρθοδοξία είναι δίδυμο αδιάσπαστο. Όλους τους αγαπάμε και για όλους προσευχόμαστε. Aς ψάλλουμε τώρα όλοι μαζί το, “Tη Yπερμάχω”28 (Aρχιεπίσκοπος Xριστόδουλος 2000:21,22). Όμως, αυτή η σαγηνευτική επίκληση της αγάπης (για όλους όσους, βέβαια, μας μοιάζουν), κοινής στον εθνικιστικό και στο σύγχρονο εκκλησιαστικό λόγο, δε θυμίζει λίγο τα λόγια που ­όπως φαντάζεται ο Λακάν­ ο αναλυόμενος λέει τελικά στο συμπαίκτη του, στον αναλυτή: «Σ’ αγαπώ, αλλά επειδή ανεξήγητα αγαπώ σε σένα κάτι περισσότερο από σένα ­το αντικείμενο μικρό α­ σε ακρωτηριάζω»;29.
7. O πολίτης Kέην
Tελειώνοντας, θα ήθελα να επινοήσω ένα φανταστικό σενάριο για τη Θεσσαλονίκη. Φανταστείτε μια μελλοντική Θεσσαλονίκη, ας πούμε του 2050. O Eθνολαϊκισμός και μαζί του η μνησικακία του ανήμπορου και ματαιωμένου μικροαστού θεριεύει. Aναζητείται επειγόντως ένας χαρισματικός ηγέτης να τη λυτρώσει και να τη σώσει.
Σ’ αυτή την πόλη εμφανίζεται ένας άνθρωπος. Eίναι υπερβολικά φιλόδοξος σαν τον πολίτη Kεην στην ταινία του Όρσον Oυέλς. Oνειρεύεται να γίνει ηγέτης της πόλης. Mόνο που έχει ένα μικρό πρόβλημα. Δεν διαθέτει κανένα απολύτως προσόν, κανένα χάρισμα. Δεν είναι καλά μορφωμένος είναι μάλλον ημιμαθής. Δεν είναι γοητευτικός. Δεν χειρίζεται καλά το λόγο. Δεν ανήκει καν σε ένα από τα μεγάλα τζάκια της πόλης, ώστε να επικαλεστεί την καταγωγή του.
Όμως αυτά τα μικροπροβλήματα δεν θα σταθούν εμπόδιο για τον X. Θα μετατρέψει τα μειονεκτήματα του σε πλεονεκτήματα και αυτό θα αποδειχτεί το μεγάλο ταλέντο του.Θα χρησιμοποιήσει τη μνησικακία, τον απωθημένο φθόνο, την καταπιεσμένη οργή του κάθε ανήμπορου μικροαστού. Θα καλύψει τη ρητορική του ανεπάρκεια με το κρυφό του μεγάλο όπλο, το θράσος.
Eν τέλει θα πετύχει το ακατόρθωτο. Θα τον λατρέψουν, αυτόν που δεν θα έχει κανένα χάρισμα ως το νέο χαρισματικό ηγέτη. Γιατί θα ταυτισθούν μαζί του, θα πουν είναι ένας από εμάς.
Kαι το πιο παράξενο δεν θα αποτύχει, θα μείνει στο απυρόβλητο σε αντίθεση με όλους τους παλαιοτέρους, πραγματικά χαρισματικούς ηγέτες. Γιατί αντίθετα απ’ ότι αυτοί δεν θα έχει δώσει καμία υπόσχεση, δεν θα γεννήσει προσδοκίες για κανένα θαύμα. Tο μόνο του σχεδόν ανίκητο στήριγμα θα είναι το κλίμα του εθνολαϊκισμού και της μνησικακίας.
Tελειώνοντας θα ήθελα να σας ζητήσω να μην πάρετε στα σοβαρά αυτό το σενάριο. Oλοφάνερα είναι μάλλον απίθανο να συμβεί. Kαι αν τυχόν συμβεί, θα αφορά στο απώτατο μέλλον. Tο καταθέτω απλώς, ως δείγμα πολιτικής φαντασίας.

Σημειώσεις
1. Aναπροσαρμογή ομιλίας που έγινε στη Θεσσαλονίκη στις 17.2.1005, με τίτλο «Eθνολαϊκισμός και Θεσσαλονίκη».
2. Για τις μεταμορφώσεις της εθνικιστικής ιδεολογίας βλ Πέτρου Θεοδωρίδη, Oι μεταμορφώσεις της ταυτότητας, έθνος, νεωτερικότητα και εθνικιστική ιδεολογία, εκδ Aντιγόνη, Θεσσαλονίκη 2004.
3. Φρόυντ Σ., Όνειρο και Tηλεπάθεια. Aθήνα: Eπίκουρος. 1983 σ. 29.
4. Φρόυντ Σ., Όνειρο και Tηλεπάθεια. ο.π σ. 27.
5. Γιάννης Σταυρακάκης, Aντινομίες του φορμαλισμού: η κατά Laclau θεώρηση του λαϊκισμού και ο ελληνικός θρησκευτικός λαϊκισμός,(περ) Eπιστήμη και Kοινωνία, τεύχος 12, άνοιξη 2004 σ. 155.
6. Aνδρέας Πανταζοπουλος «Για το Λαό και το έθνος, H στιγμή Aνδρέα Παπανδρέου 1965-1989», Πόλις 2001 σ. 18
7. Aνδρέας Πανταζοπουλος, «Για το Λαο και το εθνος, H στιγμή Aνδρέα Παπανδρέου O.Π σ. 70.
8. Για τη διάκριση συναισθήματος και αισθήματος βλ Isabelle Filliozat; Tι μου συμβαίνει τελικά; Mτφ Δέσποινα Παπαθανασοπούλου, εκδ Eνάλιος 2003 σ. 29.
9. Mαξ Σελερ: O Mνησίκακος Άνθρωπος, Mτφ Kωστή Παπαγιώργη,εκδ Iνδικτος Aθηνα 2002. σ. 12.
10. Mαξ Σέλλερ: O Mνησίκακος Άνθρωπος, ο.π σ. 21.
11. Mαξ Σέλλερ: O Mνησίκακος Άνθρωπος, ο.π σ. 18.
12. Mαξ Σέλλερ: O Mνησίκακος Άνθρωπος, Mτφ Kωστή Παπαγιώργη, εκδ Iνδικτος Aθήνα 2002 σ. 20, 21.
13. Nίκος Δεμερτζής, Λαϊκισμός και Mνησικακία, Eπιστήμη και Kοινωνία, Άνοιξη 2004 τεύχη 12 σ. 83.
14. Nίκος Δεμερτζής, Λαϊκισμός και Mνησικακία, ο.π σ. 84.
15. Bασίλης Kαραποστολης Συμβίωση και επικοινωνία στην Eλλάδα\ Eκδ. Aλεξάνδρεια,1987 σ. 37.
16. Bασίλης Kαραποστόλης, Συμβίωση και επικοινωνία ο.π σ. 38.
17. Bασίλης Kαραποστολης, Συμβίωση και επικοινωνία στην Eλλάδα ο.π σ. 102.
18. Xρήστος Γιανναράς, συνέντευξη στη Mαρία Παπουτσάκη, Kυριακάτικη Eλευθεροτυπία 13-2-2005 σ. 10.
19. Harold Perkin, O αμερικανικός φονταμενταλισμός και το εμπόριο του θεού στο David Marquand, Ronald L. Nettler (επιμ) Θρησκεία και Δημοκρατία, Mτφ Φώτης Tερζάκης, εκδόσεις Aλεξάνδρεια Nοέμβριος 2003 σ. 182,183.
20. Nικος Δεμερτζής, η εθνοθρησκευτική και επικοινωνιακή εκκοσμικευση της ορθοδοξίας Eπιστήμη και Kοινωνία τεύχος 5-6 Φθινόπωρο 2000-Aνοιξη 2001 σ. 95.
21. Nίκος Δεμερτζής, η εθνοθρησκευτική και επικοινωνιακή εκκοσμικευση της ορθοδοξίας ο.π σ. 92.
22. Nίκος Δεμερτζής, Λαϊκισμός και Mνησικακία 97.
23. Γ. Iωάννου, H Πρωτεύουσα των Προσφύγων, Aθήνα Kέδρος 1984 σ 98 αν και στο Nίκος Δεμερτζής, Λαϊκισμός και Mνησικακία.ο.π 97.
24. Γ. Iωάννου, H Πρωτεύουσα των Προσφύγων, Aθηνα Kεδρος 1984 σ 102 αν και στο Nίκος Δεμερτζής, Λαϊκισμός και Mνησικακία σ. 98.
25. Σακκος Σ., Σύγχρονη Eικονομαχία η περί νέων ταυτοτήτων. Θεσσαλονίκη 2000 σ. 14.
26. Λ. Aλτουσερ, Θέσεις μτφ Ξ. Γιαταγάνα Θεμέλιο Aθήνα 1977 σ. 108.
27. Δεμερτζής N., Λίποβατς Θ.), Δοκίμιο για την Iδεολογία, Aθήνα, Oδυσσεας 1994 σ. 117.
28. Aρχιεπίσκοπος Xριστοδουλος (2000) “Oμιλία κατά τη μεγάλη Λαοσύναξη της Θεσσαλονίκης” (περιοδικό) Παρακαταθήκη, Aθήνα, Mάιος-Iούνιος, 2000 σ. 21,22.
29. Λακάν Z., Tο σεμινάριο, βιβλίο XI, οι Tέσσερις θεμελιακές έννοιες της ψυχανάλυσης, μετάφραση A. Kαραχάλιου, Aθήνα: Pάππα: (1982[1964,1973]) 339.

17 Eylül 2014 Çarşamba

ο εθνικολαϊκισμός και η ιδεολογία του ακραίου Κέντρου Χρήστος Νάτσης/ΧΡΟΝΟΣ

ο εθνικολαϊκισμός και η ιδεολογία του ακραίου Κέντρου


Πώς αυτή η πολεμική αντι-έννοια απέκτησε τόση δημοφιλία ενώ προσβλέπει σε ένα πολιτικό παιχνίδι για λίγους

Χρήστος Νάτσης
Όταν το 2005 ο Πέτρος Θεοδωρίδης χρησιμοποιούσε σε ομιλία του τον όρο εθνολαϊκισμός1 γνώριζε πως αυτός «είναι αδόκιμος».2 Τον χρησιμοποιούσε ωστόσο για να περιγράψει μια κατάσταση πραγμάτων, αυτήν της ιδιότυπης σύγκλισης εθνικιστικού και λαϊκιστικού λόγου που εκφραζόταν στη συγκεκριμένη περίπτωση της πόλης της Θεσσαλονίκης ως έμπρακτη πολιτική κυριαρχία της Δεξιάς, η οποία απαιτούσε τη διάκριση από αυτό που ο συγγραφέας αισθανόταν ίσως ότι έπρεπε να προστατευτεί: έναν λαϊκισμό παραγωγό θετικών κοινωνικών σημασιών και έναν εθνικισμό συγκροτητικό κατά τη νεωτερικότητα απελευθερωτικών ταυτοτήτων. Η θεωρητική έγνοια, λοιπόν, βρισκόταν στην προάσπιση της διάκρισης των αποχρώσεων και όχι των εύκολων συμψηφισμών. Ο νεολογισμός δηλαδή κατέχει μια θέση «διαμοιραστή», ευνοώντας την υποδοχή μιας εμπειρίας που ξαφνιάζει την εννοιακή συγκρότηση· δεν προσπαθεί να περιορίσει την εμπειρία στα προαποφασισμένα σχήματα του νου.
Η εξέλιξη του όρου θα ακολουθήσει διαφορετική πορεία. Όταν πέρυσι κυκλοφόρησαν σχεδόν ταυτόχρονα από τις εκδόσεις Επίκεντρο οι συλλογές δοκιμίων Ο νέος εθνικολαϊκισμός3 και Ο αριστερός εθνικολαϊκισμός,4 των Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ και Ανδρέα Πανταζόπουλου αντίστοιχα, αποτέλεσαν τη θεωρητική επικύρωση μιας χρήσης του όρου που μπορεί να χαρακτηριστεί ως ιδεολογικά αντι-εννοιακή. Στο σύντομο δοκίμιό του ο Ταγκιέφ επικαλείται την αναγκαιότητα της επιστροφής στην κατηγορία του εθνικολαϊκισμού, που «κατασκευασμένη ως κατανοητικό υπόδειγμα ενός ορισμένου τύπου κινημάτων [...] επιβλήθηκε στις επιστημονικές εργασίες για τις μεταμορφώσεις των ακροδεξιών στην Ευρώπη στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980» (σ. 85-86), ώστε να συγκεκριμενοποιήσει τη «ρευστή έννοια» (σ. 33) του λαϊκισμού. Διακρίνει έτσι ανάμεσα σε λαϊκισμό διαμαρτυρίας –όπου η βασική διάκριση είναι μεταξύ λαού και διεφθαρμένης ελίτ– και σε ταυτοτικό λαϊκισμό – όπου ο εχθρός που προκαλεί τα δεινά προέρχεται από έξω. Παρόλο που και οι δύο λαϊκισμοί είναι επικίνδυνοι ως πρωτίστως «ανεύθυνοι» και «απολιτικοί», καθίσταται προφανές πως η κατάδειξη της μετατόπισης στους ταυτοτικούς λαϊκισμούς απονομιμοποιεί ακόμη περισσότερο τα υποκείμενά τους. Η επιφυλλιδογραφική οπτική του Ταγκιέφ, μια ήπια, σε σχέση με τα ελληνικά δεδομένα, θεωρία των δύο άκρων, που επιβουλεύονται την αστική δημοκρατία των δικαιωμάτων, απολήγει εξάλλου στον διπλό στόχο Λεπέν-Μελανσόν (κρίσιμη είναι εδώ η συγκυρία γραφής του κειμένου, λίγο πριν τις γαλλικές εκλογές του 2012, την οποία η «αξιολογικά ουδέτερη» πρόσληψη του Πανταζόπουλου στην εισαγωγή δείχνει να ξεχνά). Αυτό που αυτοκατανοείται ως ουδέτερη ανάλυση δείχνει να ξεχνά τη δική του τοποθέτηση στο πεδίο της ιδεολογικής διαπάλης, υιοθετεί την οπτική ενός φύσει στην επικράτεια του θέσει. Ο Πανταζόπουλος, από την άλλη, χρησιμοποιεί το σχήμα του Ταγκιέφ για να αναγνώσει τις πολιτικές εξελίξεις από την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 (ο ίδιος διόλου τυχαία τοποθετεί τη λέξη εντός εισαγωγικών, αποκαλύπτοντας τη θεωρητική του προκανανόηση) μέχρι το νέο κυπριακό ζήτημα – με μια σημαντική διαφοροποίηση: ενώ στον Ταγκιέφ ο λαϊκισμός είναι έννοια γένους και ο εθνικολαϊκισμός μία μορφή του, για τον Πανταζόπουλο, σε μια κίνηση απλοποίησης, «ο λαϊκισμός υπάρχει μόνο ως εθνικολαϊκισμός ή και εθνοτικολαϊκισμός». Η έγνοια εδώ είναι να τοποθετηθούν υπό την ίδια σκέπη όσοι ασκούν κριτική στο προσλαμβανόμενο ως αχρονικό μοντέλο της αστικής φιλελεύθερης δημοκρατίας.5

Το αποκείμενο του ακραίου Κέντρου
Είναι σ’ αυτό ακριβώς το σημείο που προβάλλει η ιδεολογική χρήση και κατάχρηση του όρου στο πλαίσιο της ιδεολογίας του ακραίου Κέντρου. Μιλώντας εδώ για «ακραίο Κέντρο» εννοώ το κομμάτι εκείνο του πολιτικού φάσματος που αυτοκατανοείται ως μετριοπαθές, μεταρρυθμιστικό Κέντρο, όπως έχει διαμορφωθεί ως υπεράνω του πολιτικού ανταγωνισμού. Εννοώ δηλαδή εκείνο το Κέντρο που συγκροτούμενο ως «εκσυγχρονιστικό» έχει θέσει τον εαυτό του πέραν της διαλογικής συγκρότησης του Πολιτικού ως ανταγωνιστικού, χάρη μιας μεταπολιτικής ιδεολογίας της «κοινής λογικής» και του «αυτονόητου». Διεκδικώντας τη μονοπώληση ηχηρών σημαινόντων του Διαφωτισμού (ελευθερία, ανθρώπινα δικαιώματα, δημοκρατία) αυτό το Κέντρο δρα με ριζοσπαστισμό ανατρέποντας κοινωνικές σχέσεις βασισμένες σε μια μεταπολεμική συναίνεση του κράτους δικαίου, διαμορφώνοντας μία βιοπολιτική μετα-κοινωνία. Μια ατζέντα οικονομικής απορρύθμισης που συναρμόζεται με μια ταυτόχρονη αυταρχικοποίηση του Πολιτικού.
Η χρήση του εθνικολαϊκισμού σ’ αυτό το πλαίσιο είναι αρνητική, με τη φορμαλιστική έννοια του όρου. Χρησιμοποιείται δηλαδή για να συγκροτήσει αντιθετικά τη μορφή του αποκείμενου της ιδεολογίας του ακραίου Κέντρου. Σε αντίθεση με τον «φιλελεύθερο», «μετριοπαθή», «δημοκράτη» πολίτη –αυτόν που προτείνω να ονομάσουμε «λευκό πολίτη»–6 ο φορέας του εθνικολαϊκισμού αποτελεί τον αντίποδα, έναν αντίποδα που ο καταγγελτικός του εθνικολαϊκισμού λόγος αντιμετωπίζει λίγο-πολύ ως βδέλυγμα.
Έτσι, ο Νίκος Μαραντζίδης θα αποδώσει στο εθνολαϊκιστικό υποκείμενο όλα τα δεινά της Μεταπολίτευσης, δίνοντας στον όρο αναδρομική ισχύ: 
Θεμελιώδες στον εθνολαϊκισμό υπήρξε το πρόταγμα του εξισωτισμού, στοιχείο απαραίτητο της κοινωνίας της επαγγελίας των απανταχού λαϊκιστών. Όλοι, λοιπόν, έπρεπε να είναι ίσοι· όχι όμως απέναντι στο νόμο αλλά απέναντι στις επιδιώξεις τους. Όλοι, για παράδειγμα, θα έπρεπε να χτίζουν όπου θέλουν, να παρκάρουν όπου βρουν, να μπουν στο πανεπιστήμιο και βέβαια όλοι να το τελειώσουν.
Επειδή όμως, ο εθνολαϊκισμός είχε ως πρότυπό του την κοινωνία της αφθονίας και όχι αυτήν της αυτάρκειας (έτσι όπως εμφανιζόταν για παράδειγμα στις κομμουνιστικές χώρες) ο εξισωτισμός απόκτησε χυδαία χαρακτηριστικά. Ο νεοπλουτισμός έγινε όχι απλώς τρόπος αλλά στόχος ζωής. Κατά συνέπεια, αυτό που έγινε αντιληπτό ως κοινωνικό κράτος ήταν ένας συνδυασμός κορπορατιστικού κρατισμού και ξεχειλωμένου κεϋνσιανισμού. Με απλά λόγια, κοινωνικό κράτος για τον εθνολαϊκισμό σήμαινε, «Τσοβόλα δώσ’ τα όλα», ή «όλα τα λεφτά, όλα τα κιλά».7
Μπροστά σ’ αυτό το «παρηκμασμένο» υποκείμενο το φιλελεύθερο πρόταγμα θα προβάλει ως ελευθερωτής:
«Ο φιλελευθερισμός με την έννοια της προτεραιότητας του ατόμου, της ευημερίας και της ασφάλειάς του μπορεί να αποτελέσει τη μοναδική διακομματική απάντηση στις ιδεολογίες του εθνολαϊκίστικου ολοκληρωτισμού, που τρέφονται από την απαξίωση κάθε είδους ατομικότητας και μισούν την καντιανή προτροπή sapere aude».8

Η αδιαφοροποίητη δημοσιότητα
Πώς όμως αυτή η πολεμική αντι-έννοια απέκτησε τόση δημοφιλία; Πώς κατέστη νόμιμη η χρήση και η κατάχρησή της; Σε πρόσφατο κείμενό μας,9 παραθέταμε με τον Αυγουστίνο Ζενάκο την εκτίμηση του Αριστείδη Μπαλτά, διατυπωμένη ήδη από το 1985, για το αδιαφοροποίητο της ελληνικής δημοσιότητας. Γράφει ο Μπαλτάς:
Τα πολλαπλά αλληλοδιασταυρούμενα νήματα που συνδέουν αυτούς τους θεσμούς και ιδρύματα υφαίνονται από τη δράση ενός ειδικού κοινωνικού μηχανισμού με πολύ βαθιές ιστορικές ρίζες [...] με τέτοιο τρόπο ώστε αυτή η δράση να αναιρεί στην πράξη την ονομαστική αυτοτέλεια των θεσμών και ιδρυμάτων αυτών, να εξομαλύνει τις ιδιαιτερότητες του καθενός, να εξισώνει τους ρόλους τους, να ομογενοποιεί τις λειτουργίες τους και να καθιστά τα προϊόντα αυτών των λειτουργιών ομοιόμορφα και γι’ αυτό ανταλλάξιμα: οι ανακοινώσεις σε ένα συνέδριο φιλοσοφίας μπορούν αυτούσιες και αυτονόητα να αποτελέσουν επιφυλλίδες κάποιας εφημερίδας, όπως αντίστροφα, και εξίσου αυτονόητα, οι επιφυλλίδες μπορούν να λογίζονται για επιστημονικές ανακοινώσεις και να υπολογίζονται σαν τέτοιες [...]. Οι έλληνες διανοούμενοι δεν κατανέμονται δηλαδή απλώς στους επιμέρους θεσμούς και ιδρύματα ενός δικτύου οσοδήποτε σφιχτοπλεγμένου. Ο ειδικός κοινωνικός μηχανισμός που ρυθμίζει, αδιόρατα ίσως αλλ’ αναπόδραστα τη λειτουργία των θεσμών και ιδρυμάτων αυτών δημιουργεί τελικά στην πράξη έναν μοναδικό θεσμό ο οποίος ορίζει κατά ενιαίο τρόπο μια μοναδική και ενιαία κοινότητα, την άκρως συνεκτική και ουσιαστικά αδιαφοροποίητη κοινότητα των ελλήνων διανοουμένων. 10
Σε αυτή την αδιαφοροποίητη ελληνική δημοσιότητα η οριζόντια κίνηση των ιδεών από την ακαδημία στα περιοδικά και από εκεί στον πολιτικό Τύπο δεν συναντά τις αντιστάσεις του «τελωνειακού ελέγχου». Έτσι, στην περίπτωσή μας, την ίδια στιγμή που ο εθνικολαϊσμός διεκδικούσε αξιώσεις επιστημονικότητας μέσα από τα δοκίμια και της μεταφράσεις δοκιμίων που ο Πανταζόπουλος επιμελούνταν στη Νέα Εστία (έντυπο με υψηλό στάτους στην ελληνική δημοσιότητα), οι επιφυλλίδες του στο Βήμα διέχεαν προς τα έξω τη χρήση της, κοινωνώντας τη σε ένα κοινό δημοσιολογούντων που δεν μπορούν να ελέγξουν τη διαδικασία της παραγωγής της, αλλά είναι πρόθυμοι να τη χρησιμοποιήσουν, διευκολύνοντας την παραγωγή λόγου χωρίς το άχθος της αναλυτικής τεκμηρίωσης. Κατόπιν, τα βιβλία, και οι συνεχείς πρόλογοι στα βιβλία άλλων, εν είδει πατριαρχικής ευλογίας του εισηγητή του όρου, ενέτειναν την εντύπωση πως εδώ έχουμε να κάνουμε με μια καινοφανούς αναλυτικής χρησιμότητας έννοια. Στην πραγματικότητα, βλέπουμε σε πλήρη λειτουργία μια μηχανή ανατροφοδότησης ενός εννοιακού φαύλου κύκλου: την ψευδαίσθηση ανισόπεδων κόμβων επικύρωσης σε ένα φλατ συνεχές. Η δημοσιότητα του λόγιου περιοδικού, του κοινού της εφημερίδας, το εκδοτικό συμφραζόμενο, όλα αποτελούν πρωτεϊκές μεταμορφώσεις μιας και της αυτής διαδικασίας, ενός και του αυτού τόπου.
  
Επιστημονισμός και κουλτουραλισμός
Για να λειτουργήσει ωστόσο αυτή η μηχανή χρειάζεται και ένα συμπλήρωμα. Η αρνητική επίκληση ενός υποκειμένου του εθνικολαϊκισμού υπονοεί την ύπαρξη ενός αντίποδα, με χαρακτηριστικά γνωρίσματα που προστατεύουν από αυτόν. Οι δύο σημαντικότεροι κόμβοι γύρω από τους οποίους συναρθρώνεται η αντίπαλη στην εθνικολαϊκιστική υποκειμενικότητα είναι μία ειδική μορφή επιστημονισμού και μια ειδική μορφή «κουλτουραλισμού».
Στην ιδεολογική αφήγηση του ακραίου Κέντρου, το υποκείμενο του εθνικολαϊκισμού πάσχει από μία πίστη σε ανορθολογικές θεωρίες συνωμοσίας, απέχει της κοινής λογικής, χρησιμοποιεί απλουστευτικές των πραγμάτων προσεγγίσεις της πραγματικότητας. Στον αντίποδα βρίσκεται ένα ιδεολογικοποιημένο υποκείμενο του Διαφωτισμού. Πράγματι, η επίκληση του Διαφωτισμού και της ανάγκης να περάσει ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός έναν αποτελεί ένα από τα συνηθισμένα μάντρα του κεντρώου, ήπιου, μεταρρυθμιστικού λόγου. Ενώ όμως στις ιστορικές του απαρχές η ορθολογική διαφωτιστική στάση αποτελεί τη συνισταμένη τόσο μιας ηθικής όσο και μιας γνωστικής στάσης έναντι της πραγματικότητας, που μεταφράζεται σε ενεργή στάση τόσο στο πολιτικό όσο και στο θεωρητικό επίπεδο, στην ιδεολογική επίκλησή της στην Ελλάδα της κρίσης, η πρώτη στιγμή εξαφανίζεται. Η υποτιθέμενη πολυπλοκότητα των πραγμάτων καλεί το αντι-εθνολαϊκιστικό υποκείμενο σε αποχή από την πολιτική πράξη. Είναι η πίστη στον λόγο των ειδικών αυτή που οφείλει να κατευθύνει την πολιτική επιλογή, η οποία έτσι αποκαθαίρεται από κάθε στοιχείο απρόβλεπτου, από κάθε άνοιγμα δηλαδή προς το στοιχείο του νέου και της έκπληξης, από κάθε προοπτική ελευθερίας. Αν έτσι το εθνικολαϊκιστικό υποκείμενο είναι δύσπιστο έναντι της επιστήμης, το αντι-εθνικολαϊκιστικό την ανάγει σε μια νέα πίστη.
Ενώ όμως ο επιστημονισμός διαλαλεί την πολυπλοκότητα των διαδικασιών για να αναδείξει σε φυσικές τις πολιτικές αποφάσεις που πρέπει να παρθούν –μια καθαρή περίπτωση φετιχοποίησης και μυστικοποίησης– συνοδεύεται ταυτόχρονα από μια επίκληση της προφάνειας αυτών ακριβώς των αποφάσεων. Πρόκειται για περίφημη «κοινή λογική». Το δόγμα της κοινής λογικής πρεσβεύει πως υπάρχουν ζητήματα της πολιτικής συγκρότησης που υπερβαίνουν την παραδοσιακή διάκριση Αριστεράς-Δεξιάς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ανοίγεται στη σφαίρα του πολιτικού ένα μεταπολιτικό ρήγμα, που περιλαμβάνει ζητήματα πέραν του πολιτικού ανταγωνισμού, ζητήματα που προβάλλονται από τους ιδεολόγους του ακραίου Κέντρου ως οφθαλμοφανή και αυταπόδεικτα. Μόνο η διευθέτησή τους μπορεί να αποτελέσει προϋπόθεση μιας πολιτικής με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Οι μεταρρυθμίσεις αποτελούν μία περίπτωση αυτών των ζητημάτων. Ας πάρουμε το παράδειγμα της αξιολόγησης. Πάνω στην προφάνεια του ελέγχου της αποτελεσματικότητας της απόδοσης των δημόσιων υπαλλήλων, η ιδεολογία του ακραίου Κέντρου αρθρώνει έναν λόγο που θεωρεί το ζήτημα ως επιλύσιμο με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Η προφάνεια του αιτήματος (που πέραν της εφαρμογής του παραμένει τόσο αφηρημένο που στερείται όντως οποιουδήποτε προσδιορισμού) συνδυάζεται εδώ με την πολυπλοκότητα της εφαρμογής για να το αποσυνδέσει από κάθε πολιτική διαβούλευση. Το αποτέλεσμα όμως είναι βαθύτατα πολιτικό, στον βαθμό που η ρητορική αυτή οδηγεί στην εκτέλεση μιας λεπτομερώς προσδιορισμένης νεοφιλελεύθερης ατζέντας με συγκεκριμένη αντίληψη για το κράτος και τη λειτουργία του. Ο ίδιος συνδυασμός προφάνειας και πολυπλοκότητας χρησιμοποιείται σχεδόν αναλλοίωτος σε όλα τα μείζονα ζητήματα της πολιτικής επικαιρότητας – αρκεί να δει κανείς τα νομοσχέδια των θερινών τμημάτων της Βουλής.
Η ίδια δυαδικότητα παρατηρείται και στη διάσταση του κουλτουραλισμού. Από τη μια, το φιλελεύθερο, αντι-εθνολαϊκιστικό υποκείμενο επικαλείται, καταναλώνει, ζει με σταθερή αναφορά στην τέχνη. Είτε πρόκειται για λογοτεχνία είτε για μουσική ή για κινηματογράφο, η επίκληση στην καλλιέργεια και η συνακόλουθη πρόταξη της παιδείας ως της πανάκειας που θα λύσει όλα τα προβλήματα (ένας διαφωτιστικός μύθος που επιζεί και στην Αριστερά υπό τη μορφή του κλασικού τύπου αντίληψης της ιδεολογίας ως άγνοιας, ως παραμόρφωσης μιας πραγματικότητας της οποίας αρκεί η γνώση και μόνο) αποτελεί το μοτίβο. Το ηθικό πλεονέκτημα που η επίκληση και μόνο της κουλτούρας προσδίδει σ’ αυτόν που προβαίνει στην επίκληση, μετατρέπει το αντίθετο στην κουλτούρα εθνικολαϊκιστικό υποκείμενο σε ακόμη μεγαλύτερο βδέλυγμα.
Μια πιο κοντινή ματιά, ωστόσο, στην ουσία αυτού του κουλτουραλισμού, στις ιδιαίτερες στρατηγικές εφαρμογής του, δείχνει και την περιορισμένη και εντέλει πολεμική του εμβέλεια. Η τέχνη στα συμφραζόμενα της ιδεολογίας του ακραίου Κέντρου λειτουργεί ως «αξεσουάρ»: η αυτονομία που της αποδίδεται δεν είναι αυτή του αντορνικού έργου τέχνης, αυτονομία που επιστρέφει στην κοινωνία ως κριτική, αλλά η αυτονομία της επ’ άπειρον χρήσης, σε απόσταση από τους αναστοχαστικούς όρους πρόσληψης που το ίδιο το έργο τέχνης θέτει. Πρόκειται για μια μορφή ανεστραμμένου σοσιαλιστικού ρεαλισμού: αν εκεί επρόκειτο για την προβολή και ταύτιση του έργου με μια συγκεκριμένη πολιτική πραγματικότητα, εδώ πρόκειται για την απαγκίστρωση από κάθε συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό προσδιορισμό. Αυτό επιτρέπει στο αντι-εθνικολαϊκιστικό υποκείμενο να απολαμβάνει τη μουσική, π.χ., του Τσάρλι Χέηντεν ή του Τσαρλς Μίνγκους την ίδια στιγμή που επιχειρηματολογεί υπέρ της διατήρησης στην εξουσία μιας κυβέρνησης που αποδεδειγμένα συντηρεί στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών.
Επίσης, φροντίζοντας να επανεγγράψει όλη τη μεταπολίτευση ως εθνικολαϊκιστική, η ιδεολογία του ακραίου Κέντρου μέσω του άσφαιρου κουλτουραλισμού της επιδιώκει και την εμβάθυνση της ρελάνς απέναντι στην περιώνυμη «ιδεολογική κυριαρχία της Αριστεράς». Η διεκδίκηση της τέχνης ως του χώρου του μετριασμού όχι μόνο της πολιτικής αντίθεσης, αλλά και της πολιτικής συνθήκης εν γένει, επαναφέρει το μεταπολιτικό, εκσυγχρονιστικό της αίτημα ως οιονεί εγκατάσταση σύγχρονης τέχνης. Ως μεταμοντέρνο ready made προς χρήση παραδοσιακότατων κυριαρχικών προγραμμάτων.
Ο εθνικολαϊκισμός ήρθε για να μείνει. Μαζί με τον επιστημονισμό και τον κουλτουρισμό συγκροτούν έναν αστερισμό ιδεολογημάτων που επιτελούν τη διαβολή και την υποβάθμιση του λαού, επερωτώντας εντέλει την ίδια την πολιτική συμμετοχή και αφήνοντας την πολιτική ένα παιχνίδι για λίγους.
files/chronosmag/themes/theme_one/faviconXronos.png
ΧΡΟΝΟΣ 17 (09.2014)
 ΔΕΙΤΕ  ΚΑΙ
http://luciferidis.wordpress.com/2008/09/22/%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%BF%CE%BB%CE%B1%CE%B9%CE%BA%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B8%CE%B5%CF%83%CF%83%CE%B1%CE%BB%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%B7/

15 Eylül 2014 Pazartesi

Ηλιαδέλη Αναστασία Ε. Λαϊκισμός: Η ψευδαίσθηση της δημοκρατίας/αναδημοσίευση απο το ΒΗΜΑ


Λαϊκισμός: Η ψευδαίσθηση της δημοκρατίας


8
εκτύπωση 
 
Η εμφάνιση νέων κομμάτων στην πολιτική σκηνή της χώρας εκφράζει ένα έλλειμμα δημοκρατίας μέσα σε συνθήκες κρίσης εμπιστοσύνης του πολιτικού συστήματος και των θεσμών.
Δείχνει δηλαδή ότι υπάρχει ένα «εκ των κάτω» αίτημα για μια άλλου τύπου εκπροσώπηση. Αυτήν την «κοινωνική ζήτηση» ήρθαν να καλύψουν τα τελευταία χρόνια διάφοροι κομματικοί σχηματισμοί, τόσο στα δεξιά όσο και στα αριστερά του πολιτικού φάσματος.
Υπάρχουν αναμφισβήτητα τεράστιες διαφορές ανάμεσά τους. Υπάρχει ωστόσο ένα στοιχείο που κάνει ώστε να «συγκλίνουν» μεταξύ τους η δεξιά με την αριστερή «προσφορά», παρά τις διαφορετικές αφετηρίες τους και τα διακριτά τους προτάγματα.
Το στοιχείο αυτό είναι ένα συγκεκριμένο πολεμικό πολιτικό ύφος που έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί διαφορετικά συμβολικά υλικά και να προσκολλάται σε διαφορετικές ιδεολογικές περιοχές, λαμβάνοντας κάθε φορά την απόχρωση του τόπου που τον υποδέχεται. Πρόκειται για τον λαϊκισμό.
Τα νέα λαϊκιστικά κόμματα, φορείς οποιασδήποτε πολιτικής ιδεολογίας, από την ριζοσπαστική αριστερά, μέρος της κεντροαριστεράς μέχρι και την πιο εξτρεμιστική και ρατσιστική δεξιά μεταφέρουν ένα αίτημα πολιτικής εκπροσώπησης και σηματοδοτούν μια «κρίση» του αντιπροσωπευτικού μας συστήματος.
Απέναντι σε αυτήν την κρίση, οι νέοι σχηματισμοί σπεύδουν να εκφράσουν τους φόβους και τις ανησυχίες των πολιτών, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να «εκφραστούν». Μέσα από λαϊκιστικές κινητοποιητικές πρακτικές που προσλαμβάνουν αντισυστημικά χαρακτηριστικά επιχειρείται η ανάδειξη αλλά και η οικειοποίηση των βαθύτερων λαϊκών αναγκών που έρχονται προφανώς σε αντιπαράθεση με τον «μικρόκοσμο» των πολιτικών ελίτ, σηματοδοτώντας έτσι μία ατέρμονη μάχη των «πολλών και αδύναμων» κατά των «λίγων και ισχυρών».
Σε αυτήν την κατασκευή του «εχθρού», που στη συγκεκριμένη περίπτωση προσλαμβάνει αντικομματικά χαρακτηριστικά, αφού τα παλιά κόμματα δεν μπορούν πλέον να αφουγκρασθούν τον λαό και τις βαθύτερες ανάγκες του, ενυπάρχει μια ισχυρή απόρριψη των διαμεσολαβήσεων που ίσχυαν σε περίοδο προ της κρίσης. Κατά συνέπεια, ένα νέο ηχηρό αίτημα για αμεσοδημοκρατικές μεθόδους αναδύεται.
 Στο πλαίσιο αυτό, ο «λαϊκισμός» θέλει να εκφράσει ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά αιτήματα αμεσότητας, εγγύτητας, διαφάνειας και γνησιότητας. Το ερώτημα που ανακύπτει εδώ είναι κατά πόσον η έγκληση για «αληθινή δημοκρατία», στις προδιαγραφές είτε μιας ριζοσπαστικής κινηματικής εκδοχής, είτε μιας συμμετοχικής/ηλεκτρονικής δημοκρατίας, συνιστά ή όχι μια πράξη δημαγωγίας που ταλαντεύεται ανάμεσα στον υπερδημοκρατισμό, τον ψευτοδημοκρατισμό, ή ακόμα και τον αντιδημοκρατισμό.
Η προβληματική αυτή, θεωρούμενη από μια διαφορετική αλλά παράλληλη σκοπιά, καλείται να απαντήσει στο ερώτημα του κατά πόσον μια λαϊκιστική δημοκρατία αμεσοδημοκρατικών πρακτικών συνιστά ή όχι ένα μεταβατικό στάδιο τέτοιο που θα μας εισάγει αργότερα σε μια πιο ενδυναμωμένη μορφή αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Για να το πούμε διαφορετικά, αυτό που έχει σημασία κατά τη γνώμη μας να διαπιστώσουμε είναι σε ποιο βαθμό τέτοια λαϊκιστικά εγχειρήματα μπορούν να λειτουργήσουν ως θεσμικοί μηχανισμοί ενίσχυσης της αντιπροσώπευσης και της μετατροπής της σε μια πιο συμμετοχική μορφή δημοκρατίας.
 Αυτό που αξίζει να τονιστεί είναι ότι στις περιπτώσεις που αναπτύχθηκαν λαϊκιστικά εγχειρήματα και ειδικά σε εκείνες που αυτά κυριάρχησαν στην πολιτική σκηνή, πολλές φορές αυτά αναγκάστηκαν να διαχειριστούν με συστημικό τρόπο τις κοινωνικές προϋποθέσεις και τις πολιτικές συνέπειες της ανάδειξής τους.
Αυτή είναι και η αυτοπεριοριστική, δεσμευτική φύση του λαϊκισμού εν γένει: δημιουργεί ο ίδιος τις ψευδαισθήσεις που στη συνέχεια θα περιορίσουν την δική του δράση. Λαμβάνοντας ως δεδομένο το γεγονός ότι η θεσμοποίηση της πολιτικής είναι ο βασικός αντίπαλος του λαϊκιστικού φαινομένου, όταν αυτή η θεσμοποίηση επιχειρείται και το λαϊκιστικό κόμμα ή κίνημα έρχεται αντιμέτωπο με τα πραγματικά διλήμματα, τότε χάνει την αξιοπιστία του και αυτο-ακυρώνεται. Αρκετές φορές, η λαϊκιστική «απομάγευση» προκαλεί κοινωνικό κόστος και μπορεί να θέσει σε περιπέτεια τους δημοκρατικούς θεσμούς.
* Η Αναστασία Ε. Ηλιαδέλη είναι υποψήφια Διδάκτωρ «Συγκριτικής Πολιτικής» ΑΠΘ, υπότροφος ΙΠΕΠ.