ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster
ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster

22 Kasım 2014 Cumartesi

Gilles Deleuze, μαθητεία στις Αλήθειες (Ο Προυστ και τα σημεία) ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ bestimmung.blogspot. gr

gr


Gilles Deleuze, μαθητεία στις Αλήθειες (Ο Προυστ και τα σημεία)


(οι αριθμημένες παραπομπές θα δοθούν αν ζητηθούν)


σελ 41

  Η ευαισθησία στα σημεία, η αντιμετώπιση του κόσμου σαν κάτι που πρέπει να αποκρυπτογραφηθεί, είναι βέβαια ένα χάρισμα. Αλλά το χάρισμα αυτό θα ήταν καταδικασμένο να παραμείνει για πάντα μέσα μας, αν δεν κάναμε ορισμένες αποφασιστικές συναντήσεις. Και οι συναντήσεις αυτές θα έμεναν χωρίς αποτέλεσμα αν δεν κατορθώναμε να υπερνικήσουμε ορισμένες προυπάρχουσες πεποιθήσεις. Η πρώτη απ'αυτές, είναι ότι αποδίνουμε στο αντικείμενο τα σημεία που φέρει. Τα πάντα μας ωθούν σε αυτό: η οπτική αντίληψη, το πάθος, η νόηση, η συνήθεια, ακόμη και η ματαιοδοξία μας [1]. Πιστεύουμε πως το ίδιο το ''αντικείμενο'' κρατά το μυστικό του σημείου που εκπέμπει. Εξετάζουμε προσεκτικά το αντικείμενο, επανερχόμαστε στο αντικείμενο για να αποκρυπτογραφήσουμε το σημείο. Για περισσότερη ευκολία, ας αποκαλέσουμε αντικειμενισμό την τάση τούτη που μας είναι φυσική ή, τουλάχιστον, συνηθισμένη.
  Γιατί κάθε εντύπωσή μας έχει δύο πλευρές: ''Σχεδόν αναπόσπαστη από το αντικείμενο, προεκτείνεται μέσα μας από ένα δεύτερο τμήμα της που μονάχα εμείς θα μπορούσαμε να γνωρίζουμε'' [2]. Κάθε σημείο είναι χωρισμένο στα δύο: υποδηλώνει κάποιο αντικείμενο, σημαίνει κάτι διαφορετικό. Η αντικειμενική πλευρά είναι η πλευρά της ευχαρίστησης, της άμεσης απόλαυσης και της πρακτικής. Μόλις πάρουμε αυτήν την κατεύθυνση, έχουμε κιόλας θυσιάσει τη πλευρά ''αλήθεια''. Αναγνωρίζουμε τα πράγματα, αλλά δεν τα γνωρίζουμε ποτέ. Συγχέουμε αυτό που σημαίνει ένα σημείο, με το πρόσωπο ή το αντικείμενο που υποδηλώνει. Παραβλέπουμε τις πιο σημαντικές συναντήσεις, αποφεύγουμε τις επιτακτικές τους εντολές: προτιμούμε την ευκολία της αναγνώρισης από την εμβάθυνση των συναντήσεων. Και όταν νιώθουμε την απόλαυση που μας δίνει κάποια εντύπωση, όπως τη λαμπρότητα ενός σημείου, δεν ξέρουμε να εκφράσουμε την ικανοποίησή μας παρά με τη λέξη ''Πώ, πώ, πώ!'' ή-κάτι που σημαίνει περίπου το ίδιο-''μπράβο, μπράβο'': εκφράσεις που εκδηλώνουν το σεβασμό μας για το αντικείμενο [3]

[...] σελ 43

Από τον αντικειμενισμό δεν ξεφεύγει κανένα είδος σημείων. Γιατί δεν προκύπτει από μία μόνο τάση, αλλά συγκεντρώνει ένα σύνολο από τάσεις. Η αναγωγή ενός σημείου στο αντικείμενο που το εκπέμπει, η απόδοση σε ένα αντικείμενο του πλεονεκτήματος των σημείων, είναι πρώτα απ'όλα φυσική τάση της οπτικής αντίληψης ή της αναπαράστασης. Είναι όμως και η τάση της θεληματικής μνήμης που ανακαλεί πράγματα και όχι σημεία. Είναι ακόμη και η τάση της απόλαυσης και της πρακτικής δραστηριότητας που λογαριάζουν την απόκτηση των πραγμάτων ή την κατανάλωση των αντικειμένων. Και, με διαφορετικό τρόπο, είναι η τάση της νόησης. Η νόηση προτιμά την αντικειμενικότητα, όπως η αντίληψη προτιμά το αντικείμενο. Η νόηση ονειρεύεται αντικειμενικά περιεχόμενα, διευκρινισμένες αντικειμενικές σημασίες, που θα είχε η ίδια την ικανότητα να τις ανακαλύψει ή να τις δεχθεί, ή να τις μεταδώσει. Η νόηση ενέχει επομένως τον αντικειμενισμό όσο και η οπτική αντίληψη. Ταυτόχρονα η οπτική αντίληψη έχει για στόχο να συλλάβει το αισθητό αντικείμενο, και η νόηση να προσεγγίσει αντικειμενικές σημασίες. Γιατί η αντίληψη πιστεύει πως η πραγματικότητα πρέπει να ιδωθεί, να παρατηρηθεί. Αλλά η νόηση νομίζει πως η πραγματικότητα πρέπει να ειπωθεί και να διατυπωθεί.

[...] σελ 49-50

  Η απογοήτευση είναι μια από τις βασικές στιγμές της αναζήτησης ή της μαθητείας: σε κάθε τομέα σημείων, απογοητευόμαστε όταν το αντικείμενο δεν μας αποκαλύπτει το μυστικό που περιμέναμε. Και η απογοήτευση είναι αυτή καθεαυτή πολύμορφη, ποικίλλει σύμφωνα με κάθε σειρά. Ελάχιστα είναι τα πράγματα που δεν μας απογοητεύουν όταν τα αντικρίζουμε για πρώτη φορά. Γιατί αυτή η πρώτη φορά είναι εκείνη της απειρίας, δεν είμαστε ακόμη ικανοί να διαχωρίσουμε το σημείο και το αντικείμενο, το αντικείμενο παρεμβαίνει και μπερδεύει τα σημεία [...] Πώς στον κάθε τομέα να αμβλύνουμε την απογοήτευση; Σε κάθε σειρά μαθητείας, ο ήρωας υποβάλλεται σε ανάλογη εμπειρία, σε διαφορετικές στιγμές: στην απογοήτευση που του δίνει το αντικείμενο, προσπαθεί να βρει ένα υποκειμενικό αντιστάθμισμα. Όταν αντικρίζει, και αργότερα γνωρίζει, την κυρία ντε Γκερμάντ, αντιλαμβάνεται πως δεν εμπεριέχει το μυστικό της έννοιας του ονόματός της. Το πρόσωπο και το σώμα τη δεν χρωματίζονται απο την υφή των συλλαβών. Τί άλλο να κάνει, παρά να αντισταθμίσει την απογοήτευση; Να ευαισθητοποιηθεί προσωπικά απέναντι σε σημεία λιγότερο βαθιά, αλλά πιο προσαρμοσμένα στη γοητεία της Δούκισσας, χάρη σε συνειρμούς ιδεών που η γοητεία αυτή διεγείρει μέσα του: ''Πώς η κυρία ντε Γκερμάντ είναι σαν τις άλλες γυναίκες, υπήρξε αρχικά για μένα μια απογοήτευση, ενώ τώρα, από αντίδραση, και με βοήθεια τόσα καλά κρασιά, ένα θαύμα'' [15]
  [...] Κάθε σειρά μαθητείας περνά από τις δύο ακόλουθες καταστάσεις: την απογοήτευση που προέρχεται από μια προσπάθεια αντικειμενικής ερμηνείας, και έπειτα την προσπάθεια να απαλύνουμε την απογοήτευση αυτήν με μιαν υποκειμενική ερμηνεία, όπου αναδημιουργούμε συνειρμικά σύνολα. Το ίδιο γίνεται στον έρωτα, ακόμη και στην τέχνη. Εύκολο είναι να καταλάβουμε το γιατί. Είναι γιατί το σημείο είναι σίγουρα βαθύτερο από το αντικείμενο που το εκπέμπει, αλλά εξακολουθεί να είναι συνδεμένο με το αντικείμενο αυτό, να είναι ως ένα βαθμό ακόμη ένθετο σ'αυτό. Και το νόημα του σημείου είναι αναμφίβολα βαθύτερο από το πρόσωπο που το ερμηνεύει, αλλά συνδέεται μ'αυτό το πρόσωπο, ενσαρκώνεται ως ένα σημείο σε μια σειρά από υποκειμενικούς συνειρμούς. Μετατοπιζόμαστε από το ένα στο άλλο, πηδούμε από το ένα στο άλλο, αντισταθμίζουμε την απογοήτευση του αντικειμένου με ένα αντιστάθμισμα υποκειμένου.
   Τότε, διαισθανόμαστε πως η στιγμή της αντιστάθμισης είναι αυτή καθαυτή ανεπαρκέστατη, πως δεν μας προσφέρει μια τελική αποκάλυψη. Αντικαθιστούμε τις αντικειμενικές νοητές αξίες με ένα συνδυασμό από υποκειμενικούς συνειρμούς ιδεών.

[...] σελ 52

  Και όμως τί άλλο υπάρχει εκτός από το αντικείμενο και το υποκείμενο; Το παράδειγμα της Μπερμά μας το λέει. Ο ήρωας της Αναζήτησης θα καταλάβει τελικά πως ούτε η Μπερμά ούτε η Φαίδρα αποτελούσαν πρόσωπα προσδιορίσιμα, αλλά ούτε και ήταν στοιχεία συνειρμών. Η Φαίδρα είναι ένας ρόλος, και η Μπερμά ταυτίζεται με το ρόλο αυτό. Αλλά όχι σύμφωνα με την έννοια του ρόλου ως αντικειμένου ή σαν κάτι υποκειμενικό. Αντίθετα, πρόκειται εδώ για έναν κόσμο, για ένα πνευματικό περιβάλλον γεμάτο ουσίες. Η Μπερμά, φορέας σημείων, τα καθιστά τόσο άυλα, ώστε να ανοίγονται και να απορροφούν τις ουσίες αυτές. Τόσο μάλιστα, ώστε ακόμη και σ'ένα μέτριο ρόλο, οι χειρονομίες της Μπερμά μας αποκαλύπτουν ξανά έναν κόσμο από εφικτές ουσίες [20].
  Πέρα από τα προσδιορίσιμα αντικείμενα, πέρα από τις νοητές και διατυπωμένες αλήθειες. Αλλά και πέρα από τις αλυσίδες των υποκειμενικών συνειρμών, πέρα από την αναβίωση με την ομοιότητα ή συνάφεια: υπάρχουν οι ουσίες, που είναι μη-λογικές ή υπερ-λογικές. Ξεπερνούν, όμως, και τις υποκειμενικές καταστάσεις και τις ιδιότητες του αντικειμένου. Η ουσία είναι εκείνη που αποτελεί την πραγματική ενότητα του σημείου και της έννοιας. Εκείνη που συνιστά την έννοια με τη μη αναγωγή της στο υποκείμενο που τη συλλαμβάνει. Η ουσία είναι η τελευταία λέξη της μαθητείας ή η τελική αποκάλυψη. Γι'αυτό ο ήρωας της Αναζήτησης, πολύ περισσότερο παρά με τη βοήθεια της Μπερμά, κατορθώνει να φτάσει στην αποκάλυψη των ουσιών με τη βοήθεια του έργου τέχνης, με τη ζωγραφική και τη μουσική, και κυρίως με το πρόβλημα της λογοτεχνίας. Τα κοσμικά σημεία, τα ερωτικά σημεία, ακόμα και τα αισθητά σημεία είναι ανίκανα να μας αποκαλύψουν την ουσία: μας πλησιάζουν σ'αυτήν, αλλά πέφτουμε πάνω στην παγίδα του αντικειμένου, στα δίχτυα της υποκειμενικότητας. Οι ουσίες αποκαλύπτονται μονάχα στο επίπεδο της τέχνης. Αλλά αφού εκδηλωθούν στο έργο τέχνης, επιδρούν πάνω σε όλα τα άλλα πεδία. Μαθαίνουμε πως ήταν ήδη ενσαρκωμένες, πως υπήρχαν ήδη εκεί σε όλα αυτά τα είδη σημείων, σε όλους τους τύπους της μαθητείας.

σελ 56

[...] Τί είναι μια ουσία, έτσι όπως μας αποκαλύπτεται στο έργο τέχνης; Είναι μια διαφορά, μια έσχατη και απολυτη Διαφορά. Αυτή συνιστά το είναι, μας επιτρέπει να συλλάβουμε το είναι.

[...] Τί είναι όμως μια έσχατη απόλυτη διαφορά; Δεν είναι μια εμπειρική διαφορά ανάμεσα σε δύο πράγματα, σε δύο αντικείμενα, μια διαφορά εξωτερική. Ο Προύστ μας δίνει μια κατά προσέγγιση εξήγηση της ουσίας, όταν λέει πως είναι κάτι μέσα σ'ένα υποκείμενο, κάτι σα μια έσχατη ιδιότητα στην καρδιά ενός υποκειμένου: διαφορά εσωτερική, ''ποιοτική διαφορά που υπάρχει στον τρόπο με τον οποίο μας φανερώνεται ο κόσμος, διαφορά που, αν δεν υπήρχε η τέχνη, θα παρέμενε το αιώνιο μυστικό του καθένα μας'' [9]. Ο Προύστ ακολουθεί εδώ τη θεωρία του Λάιμπνιτς: οι ουσίες είναι πραγματικές μονάδες, και η καθεμιά τους καθορίζεται από την άποψη με την οποία εκφράζει τον κόσμο, και η κάθε άποψη ανάγεται σε μια έσχατη ποιότητα που βρίσκεται στο βάθος της μονάδας. Όπως λέει ο Λάιμπνιτς, δεν έχουν ούτε πόρτες ούτε παράθυρα: και καθώς η άποψη είναι η ίδια η διαφορά, οι απόψεις πάνω σ'ένα κόσμο υποτιθέμενα όμοιο είναι τόσο διαφορετικές όσο και οι πιο απόμακροι κόσμοι. Γι'αυτό η φιλία δημιουργεί πάντα ψεύτικες επικοινωνίες, βασισμένες σε παρεξηγήσεις, και δεν ανοίγει παρά ψεύτικα παράθυρα. Γι'αυτό ο έρωτας, πιο διορατικός, αποφεύγει κατ'αρχή κάθε επικοινωνία. Τα μόνα παράθυρά μας, οι μόνες πόρτες μας, είναι καθαρά πνευματικές: δεν υπάρχει σχέση μεταξύ υποκειμένων παρά μόνο καλλιτεχνική.

σελ 58

[...] Πρέπει μήπως να συμπεράνουμε ότι η ουσία είναι υποκειμενική, και πως η διαφορά βρίσκεται ανάμεσα σε υποκείμενα περισσότερο παρά ανάμεσα σε αντικείμενα; Μια τέτοια άποψη θα παρέβλεπε τα κείμενα όπου ο Προύστ πραγματεύεται τις ουσίες ως πλατωνικές Ιδέες, και πως δίνει μιαν ανεξάρτητη πραγματικότητα.

σελ 58-59

[...] Κάθε υποκείμενο εκφράζει τον κόσμο από μια ορισμένη άποψη. Αλλά η άποψη αυτή είναι η ίδια η διαφορά, η εσώτερη απόλυτη διαφορά. Κάθε υποκείμενο εκφράζει λοιπόν έναν κόσμο απόλυτα διαφορετικό. Και αναμφισβήτητα, ο εκφρασμένος κόσμος δεν υπάρχει ανεξάρτητα από το υποκείμενο που τον εκφράζει (αυτό που αποκαλούμε εξωτερικό κόσμο δεν είναι παρά η απατηλή προβολή, το όριο που καθιστά ομοιόμορφους όλους αυτούς τους εκφρασμένους κόσμους). Όμως, ο εκφρασμένος κόσμος δεν ταυτίζεται με το υποκείμενο: ξεχωρίζει απ'αυτό, ακριβώς όπως και η ουσία ξεχωρίζει από την ύπαρξη, ακόμη και από την ίδια του την ύπαρξη. Ο κόσμος δεν υπάρχει ανεξάρτητα από το υποκείμενο που τον εκφράζει, αλλά εκφράζεται όπως η ουσία, όχι από το ίδιο το υποκείμενο αλλά από το Είναι, ή την περιοχή εκείνη του Είναι που αποκαλύπτεται στο υποκείμενο. Γι'αυτό και κάθε ουσία είναι μια πατρίδα, ένας τόπος [12]. Δεν ανάγεται σε μια ψυχολογική κατάσταση ούτε σε μια ψυχολογική υποκειμενικότητα, ούτε καν σε κάποια μορφή ανώτερης υποκειμενικότητας. Η ουσία είναι πραγματικά η έσχατη ιδιότητα που βρίσκεται στην καρδιά ενός υποκειμένου. Αλλά η ιδιότητα αυτή είναι βαθύτερη από το υποκείμενο, ανήκει σε μιαν άλλη κατηγορία: ''Άγνωστη ιδιότητα ενός κοσμου μοναδικού'' [13]. Δεν είναι το υποκείμενο αυτό που εξηγεί την ουσία, αλλά μάλλον η ουσία είναι εκείνη που εισχωρεί, περιτυλίγεται, περικλείνεται μέσα στο υποκείμενο. Και κάτι περισσότερο: καθώς περιελίσσεται γύρω από τον εαυτό της, αυτή συνθέτη την υποκειμενικότητα. Δεν είναι τα άτομα που συνθέτουν τον κόσμο, αλλά οι περικλεισμένοι κόσμοι, οι ουσίες είναι που σχηματίζουν τα άτομα. ''Οι κόσμοι αυτοί που τους αποκαλούμε άτομα, και που χωρίς την τέχνη δεν θα γνωρίσουμε ποτέ'' [14]. Η ουσία δεν είναι μόνο ατομική, είναι και ατομικοποιητική.
   Η άποψη δεν συγχέεται μ'εκείνον που την υιοθετεί, η εσώτερη ποιότητα δε συγχέεται με το υποκείμενο που εκείνη ατομικοποιεί. Η διάκριση αυτή, ανάμεσα στην ουσία και το υποκείμενο, είναι πολύ σημαντική, γιατί ο Προύστ βλέπει σ'αυτήν τη μόνη δυνατή απόδειξη της αθανασίας της ψυχής. την ψυχή αυτού που την αποκαλύπτει, ή και που μόνο την καταλαβαίνει, η ουσία είναι μια ''θεική σκλάβα'' [15]. Ίσως οι ουσίες να σκλαβώθηκαν μόνες τους, να περικλείστηκαν μόνες τους μέσα σ'αυτές τις ψυχές που ατομικοποιούν. Δεν υπάρχουν παρά μόνο μέσα σ'αυτήν την σκλαβιά, αλλά δεν αποχωρίζονται την ''άγνωστη πατρίδα'' που την περικλείουν μαζί τους μέσα μας. Είναι οι ''όμηροί'' μας: πεθαίνουν όταν πεθαίνουμε, αν όμως είναι αιώνιες, τότε κι εμείς κατά κάποιο τρόπο γινόμαστε αθάνατοι. Καθιστούν λοιπόν το θάνατο λιγότερο πιθανό. Μόνη απόδειξη, μόνη ελπίδα είναι η Τέχνη.

σελ 60-61

 Ορισμένοι νεοπλατωνιστές χρησιμοποίησαν μια βαθύτατη έννοια για να καθορίσουν την πρωταρχική κατάσταση που προτρέχει την κάθε εξέλιξη, την κάθε ανάπτυξη, την κάθε ''εξήγηση'': την περιπλοκή που περικλείνει το πολλαπλό στο Ένα και βεβαιώνει το Ένα του πολλαπλού. Η αιωνιότητα δεν ήταν γι'αυτούς η έλλειψη μιας αλλαγής, ούτε καν η προέκταση μιας ύπαρξης χωρίς όρια, αλλά η περίπλοκη κατάσταση του ίδιου του χρόνου (uno ictu mutationes tuas completitur). Ο Λόγος, omnia complicans, και που περιέχει όλες τις ουσίες, προσδιοριζόταν ως η υπέρτατη περιπλοκή, περιπλοκή των αντιθέσεων, η άστατη αντίθεση...Καταλήγουν στο συμπέρασμα πως το Σύμπαν είναι ουσιαστικά εκφραστικό, και οργανώνεται σύμφωνα με μια κλίμακα από σύμφυτες περιπλοκές και με μια σειρά από κατιούσες εξηγήσεις.

σελ 63-64

  Καθώς είναι ιδιότητα ενός κόσμου, η ουσία δεν συγχέεται ποτέ μ'ένα αντικείμενο, αλλά αντίθετα συνδέει δυο αντικείμενα ολότελα διαφορετικά, και αντιλαμβανόμαστε ότι τα αντικείμενα αυτά αποκτούν την ιδιότητά τους αυτή στο αποκαλυπτικό περιβάλλον. Και την ώρα που η ουσία ενσαρκώνεται σε μια ύλη η έσχατη ιδιότητα που τη διαμορφώνει εκφράζεται ως κοινή ιδιότητα δυο διαφορετικών αντικειμένων, που διαπλάθονται μέσα σ'αυτή τη φωτεινή ύλη και που βυθίζονται μέσα στο διαθλαστικό αυτό περιβάλλον. Σ'αυτό ακριβώς έγκειται το ύφος: ''Μπορούμε να παραθέσουμε επ'άπειρο σε μια περιγραφή αντικείμενα υπαρκτά στον τόπο που περιγράφεται, η αλήθεια όμως δε θα φανεί παρά μόνο τη στιγμή που ο συγγραφέας θα πάρει δυο διαφορετικά αντικείμενα, θα προσδιορίσει τη σχέση τους-ανάλογη στον κόσμο της τέχνης με τη μοναδική εκείνη σχέση που αποτελεί τον νόμο της αιτιότητας στον κόσμο της επιστήμης-και θα δέσει τα αντικείμενα αυτά στους απαραίτητους κρίκους ενός ωραίου ύφους'' [23]. Αυτό σημαίνει πως το ύφος είναι κυρίως μεταφορά. Αλλά η μεταφορά είναι κυρίως μεταμόρφωση και δείχνει με ποιό τρόπο δυο αντικείμενα ανταλλάσσουν τον προσδιορισμό τους, ανταλλάσσουν το όνομα που τα υποδηλώνει, μέσα στο καινούργιο περιβάλλον που τους προσδίδει την κοινή ιδιότητα.

64-65

[...] Μια ουσία είναι πάντα η γένεση ενός κόσμου. Αλλά το ύφος είναι η εξακολουθητική και διαθλαστή αυτή γένεση, η γένεση που την ξαναβρίσκουμε σε ύλες ταιριαστές με τις ουσίες, η γένεση που έχει μετατραπεί σε μεταμόρφωση των αντικειμένων. Το ύφος δεν είναι ο άνθρωπος, το ύφος είναι η ίδια η ουσία.
   Η ουσία δεν είναι μόνο ιδιόμορφη, ατομική, αλλά και ατομικοποιητική. Η ίδια η ουσία ατομικοποιεί και προσδιορίζει τις ύλες στις οποίες ενσαρκώνεται, καθώς και τα αντικείμενα που περικλείνει μέσα στους κρίκους του ύφους [...] Γιατί η ουσία είναι αυτή καθεαυτή η διαφορά. Δε διαθέτει όμως την ικανότητα να διαφοροποιεί ή να διαφοροποιείται, χωρίς να έχει και τη δυνατότητα να επαναλαμβάνεται, ταυτόσημη με τον εαυτό της. Τί θα μπορούσε κανείς να κάνει με την ουσία-που είναι η έσχατη διαφορά-εκτός να την επαναλάβει, αφού είναι αναντικατάσταση και τίποτε δεν μπορεί να πάρει τη θέση της; Γι'αυτό και μια εξαίσια μουσική σύνθεση άλλο δεν μπορεί παρά να ξαναπαιχτεί, ένα θαυμάσιο ποίημα, παρά να μαθευτεί και να απαγγελθεί. Η διαφορά και η επανάληψη αντιτάσσονται η μία στην άλλη μόνο φαινομενικά. Δεν υπάρχει μεγάλος καλλιτέχνης που το έργο του να μη μας αναγκάζει να πούμε: ''Είναι ίδιο κι όμως άλλο'' [27].
   Γιατί η διαφορά, ως ποιότητα ενός κόσμου, επιβεβαιώνεται μόνο μέσ'από μιαν αυτοεπανάληψη που διασχίζει ποικιλόμορφα περιβάλλοντα, και συνδέει διαφορετικά αντικείμενα. Η επανάληψη αποτελεί τις βαθμίδες μιας πρωταρχικής διαφοράς, αλλά ταυτόχρονα η ποικιλία αποτελεί τα επίπεδα μιας επανάληψης το ίδιο θεμελιακής [...]Ένας καλλιτέχνης δε γερνά επειδή επαναλαμβάνεται, γιατί η επανάληψη είναι δύναμη διαφοράς, ενώ κατά τον ίδιο τρόπο η διαφορά είναι ικανότητα επανάληψης.

 Όλοι περάσαμε από τον πειρασμό του αντικειμενισμού, από την υποκειμενική αναπλήρωση: όπως άλλωστε και σε άλλον τομέα. Αλλά η αποκάλυψη της ουσίας (πέρα από το αντικείμενο, πέρα κι από το ίδιο το υποκείμενο) ανήκει μόνο στο χώρο της τέχνης. Αν πρόκειται να πραγματοποιηθεί, θα πραγματοποιηθεί σε αυτόν το χώρο. Γι'αυτό η τέχνη είναι η τελεολογία του κόσμου και ο ασύνειδος προορισμός του μαθητευόμενου. 
  Βρισκόμαστε έτσι μπροστά σε δύο ειδών ερωτήματα. Τί αξία έχουν τα άλλα σημεία, αυτά που αποτελούν τα πεδία της ζωής: Από μόνα τους, τί μας διδάσκουν; Μπορούμε άραγε να πούμε πως ανοίγουν το δρόμο στην τέχνη, και με ποιόν τρόπο; Αλλά, πάνω απ'όλα, αφού η τέχνη θα μας έχει προσφέρει την τελική αποκάλυψη, με ποιόν τρόπο η αποκάλυψη αυτή θα επιδράσει πάνω στα άλλα πεδία, πώς θα γίνει το κέντρο ενός συστήματος όπου όλα συμπεριλαμβάνονται; Η ουσία είναι πάντα μια καλλιτεχνική ουσία. Αλλά αφού ανακαλυφθεί, δεν ενσαρκώνεται μόνο στις πνευματοποιημένες ύλες, στα άυλα σημεία του έργου τέχνης. Ενσαρκώνεται ακόμη και στα άλλα πεδία, που θα ενσωματωθούν πια στο έργο τέχνης. Περνάει λοιπόν σε περιβάλλοντα πιο αδιάφανα, σε πιο υλικά σημεία. Εκεί χάνει ορισμένα από τα πρωταρχικά της χαρακτηριστικά, αποκτά άλλα, που εκφράζουν την εισχώρηση της ουσίας στις ύλες αυτές που γίνονται ολοένα και πιο ανυπόταχτες. Υπάρχουν νόμοι μετατροπής της ουσίας σε σχέση με τους καθορισμούς της ζωής.



Δημοσιεύτηκε από τον χρήστη
Ετικέτες: Deleuze/Guattari Proust

10 Kasım 2014 Pazartesi

NO SUBJECT encyclopedia of lacanian psychoanalysis


A   B   C   D   E   F   G   H   I   J   K   L   M   N   O   P   Q   R   S   T   U   V   W   X   Y   Z
A Act - Acting out - Adaptation - Aggressivity - Algebra - Alienation - Analysand - Anxiety - Autonomous ego - More
B Bar - Beautiful soul - Being - Bejahung - Biology - Borromean knot - More
C Castration complex - Cogito - Communication - Complex - Condensation - Consciousness - Counterpart - Countertransference - More
D das Ding - Death drive - Demand - Desire - Desire of the analyst - Development - Discourse - Displacement - Drive - Dual relation - More
E Ego - Ego-ideal - Ego-psychology - End of analysis - Enunciation - Ethics - Existence - Extimacy - More
F Fantasy - Father - Fetishism - Foreclosure - Formation - Fragmented body - More
G Gaze - Graph of desire - More
H Helplessness - Hysteria - More
I Id - Ideal-ego - Identification - Imaginary - International Psycho-Analytical Association - Interpretation - Intersubjectivity - More
J Jouissance - More
K Kleinian psychoanalysis - Knowledge - More
L Lack - Language - Law - Letter - Libido - Linguistics - Love - More
M Master - Matheme - Metalanguage - Metonymy - Mirror Stage - Moebius strip - Mother - Méconnaissance - More
N Name-of-the-Father - Narcissism - Nature - Need - Negation - Neurosis - More
O Objet petit a - Obsessional neurosis - Oedipus complex - Order - Other - More
P Paranoia - Passage to the act - Phallus - Philosophy - Phobia - Pleasure principle - Point de capiton - Psychoanalysis - Psychology - Psychosis - More
R Real - Recollection - Register - Regression - Religion - Repetition - Repression - Resistance - More
S Seminar - Sexual Difference - Sexual Relationship - Sign - Signification - Signifier - Signifying chain - Specular Image - Speech - Split - Subject - Subject supposed to know - Sublimation - Superego - Symbolic - Symptom - More
T Thing - Topology - Treatment - Truth - More
U Unconscious - More
W Woman - More
All Articles

4 Kasım 2014 Salı

το Ego κατα τον Jacques Lacan και Sigmund Freud.πηγη nosubject - encyclopedia of psychoanalysis

πηγη:http://nosubject.com/Ego

Ego



From No Subject





French: moi


German: Ich


Jacques Lacan


Moi and Je


From very early on in his work, Lacan plays on the fact that the German term which Freud uses (Ich) can be translated into French by two words: moi (the usual term which French psychoanalysts use for Freud's Ich) and je.





Thus, for example, in his paper on the mirror stage, Lacan oscillates between the two terms.[1]





While it is difficult to discern any systematic distinction between the two terms in this paper, it is clear that they are not simply used interchangeably, and in 1956 he is still groping for a way to distinguish clearly between them.[2]





 Shifter


It was the publication of Jakobson's paper on shifters in 1957 that allowed Lacan to theorise the distinction more clearly; thus, in 1960, Lacan refers to the je as a shifter, which designates but does not signify the subject of the enunciation.[3]





] Translation


Most English translations make Lacan's usage clear by rendering moi as "ego" and je as "I".





 Ego-Psychology


When Lacan uses the Latin term ego (the term used to translate Freud's Ich in the Standard Edition), he uses it in the same sense as the term moi, but also means it to imply a more direct reference to Anglo-American schools of psychoanalysis, especially ego-psychology.





 Sigmund Freud


Freud's use of the term Ich (ego) is extremely complex and went through many developments throughout the course of his work before coming to denote one of the three agencies of the so-called "structural model" (the others being the id and the superego).





 Two Approaches


Despite the complexity of Freud's formulations on the ego, Lacan discerns two main approaches to the ego in Freud's work, and points out that they are apparently contradictory.





On the one hand, in the context of the theory of narcissism, "the ego takes sides against the object", whereas on the other hand, in the context of the so-called "structural model", "the ego takes sides with the object."[4]





The former approach places the ego firmly in the libidinal economy and links it with the pleasure principle, whereas the latter approach links the ego to the perception-consciousness system and opposes it to the pleasure principle.





Lacan claims too that the apparent contradiction between these two accounts "disappears when we free ourselves from a naive conception of the reality-principle."[5]





Thus the reality that the ego mediates with, in the latter account, is in fact made out of the pleasure principle which the ego represents in the former account.





However, it is arguable whether this argument really resolves the contradiction or whether it does not, in effect, simply privilege the former account at the expense of the latter.


η Μπλογκόσφαιρα, τα συναισθηματα,η απουσια και το παιχνιδι με την Κουβαριστρα του Φρουντ



Κάποτε ο Φρουντ παρατήρησε ένα παιδάκι που έπαιζε με μια κουβαρίστρα επαναλαμβάνοντας τις λέξεις ''Εδώ- Εκεί'

Ο Φρουντ συμπέρανε οτι το παιδάκι εξόρκιζε την Απουσία της Μαμας του ,Μέσω της επανάληψης ..

Στην Μπλογκοσφαιρα . Καθόμαστε μπροστά στο Μόνιτορ περιμένοντας . Μπροστά σε μια ψυχρή Οθόνη . Και καθώς είμαστε Μόνοι και συγκεντρωμένοι στα Μύχια μας, είμαστε ευάλωτοι ....

Και ο άλλος/η μας έρχεται ξαφνικά .

Κι υστερα φεύγει .

Που πήγε ; Που χάθηκε...; Πως γεφυρωνεται αυτή η απουσια ..;

Επαναλαμβάνουμε μηχανικά το γράψιμο , σαν το παιχνίδι με την κουβαρίστρα . Ένα Γεφύρι για την απουσία

2 Kasım 2014 Pazar

ΑΚΟΜΗ,ΚΙΑΛΛΟ ,ΕΝCORE


ΕNCORE. ΑΚΟΜΗ, ΚΙ ΑΛΛΟ - ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ 20

ΖΑΚ ΛΑΚΑΝ

ENCORE. ΑΚΟΜΗ, ΚΙ ΑΛΛΟ - ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ 20



ΠΗΓΗ
http://www.psichogios.gr/site/Books/show?cid=22939

Σελίδες: 384
Το θέμα, θρυλικό: η απόλαυση, η αγάπη, η γυναικεία σεξουαλικότητα. Σε αυτό το σεμινάριο ο Λακάν διερευνά το ανέφικτο της σχέσης των δύο φύλων, την αυτιστική πρόσδεση του καθενός στην απόλαυση, τη γυναίκα ως «μη όλη», τον ερωτικό λόγο ως υποκατάστατο επαφής, την απολαυσιακή διάσταση της ασυνείδητης γνώσης.
Το ύφος, συναρπαστικό: ουδέποτε ψυχαναλυτικό κείμενο αξιοποίησε σε τέτοιο βαθμό την αμφισημία της γλώσσας, τη δυναμική του αποφθέγματος, τη μπαρόκ πολυφωνία των αναφορών.
Η θεωρητική στιγμή, μεταιχμιακή: ο Γάλλος ψυχαναλυτής κλείνει τους λογαριασμούς του με τα μαθηματικά και τη δομική γλωσσολογία, εντείνοντας παράλληλα την ανίχνευση της τοπολογίας και του πραγματικού. Μέσα από την αντιπαράθεση του Φρόιντ με τον Αριστοτέλη και τον Μαρξ αναδύεται η προβληματική της ύστερης, τόσο επίκαιρης στις μέρες μας, λακανικής διδασκαλίας.
Η ελληνική έκδοση, δίγλωσση και σχολιασμένη: πολύτιμο εργαλείο για τον μελετητή του Λακάν, παρέχοντας τη δυνατότητα άμεσης αντιπαραβολής με το γαλλικό πρωτότυπο.


Sponsored results New! - Find Any File Needed


Lacan Jacques Seminaire XX Encore 21 novembre 1972
http://ubu.wfmu.org   ext: .mp3   87 MB  date: 2007-11-10
Lacan Jacques Seminaire XX Encore 21 novembre 1972
Lacan Jacques Seminaire XX Encore 20 fevrier 1973
http://ubu.wfmu.org   ext: .mp3   105 MB  date: 2007-11-10
Lacan Jacques Seminaire XX Encore 20 fevrier 1973
On Feminine Sexuality the Limits of Love and Knowledge The Seminar of Jacques Lacan Book XX Encore by Jacques Lacan 5 Star Book Review
megashares.com   ext: .pdf   32 KB  date: 2010-08-08
On Feminine Sexuality the Limits of Love and Knowledge The Seminar of Jacques Lacan Book XX Encore by Jacques Lacan 5 Star Book Review

30 Ekim 2014 Perşembe

το Παρόν ως δυστυχία





Συνήθως αντιλαμβανόμαστε το Παρόν ως κάτι απελευθερωτικό και περίπου ως δρόμο προς την Ευτυχία ; ''Ζησε το παρόν , ξεκo'λλα από το παρελθόν μην αγωνίας για το μέλλον κλπ''.........................................

.Όμως  ο εγκλωβισμός στο παρόν βιώνεται ως δυστυχία '  υπάρχει στο πρόσωπο που εγκλωβίζεται στο παρόν -λογω  αμνησίας π.χ-μια αίσθηση διαρκούς αγωνίας- τι συνέβη;

Γιαυτό ρωτάει ψυχαναγκαστικά και κατ' επανάληψη για πρόσωπα και πραγματατου αμεσου του περιγυρου , για να θυμηθεί ) 

http://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/i-metaneoteriki-koinonia-kai-o-syrriknomenos-xronos

19 Ekim 2014 Pazar

Κωστας Γεμενετζης Περι ανεκρων και θνητων*

Κωστας Γεμενετζης
Περι ανεκρων και θνητων[1]
 * Δημοσιεύεται με την άδεια του συγγραφέα


Περιληψη
Θα δοκιμασω να προσεγγισω το θεμα "Τεχνη και τρελα" στην οπτικη ενος φαινομενου που στην ψυχοπαθολογια ειναι γνωστο ως "Διασχιση" (Dissociation) και περιλαμβανει την "αποπροποσωποποιηση" και την "αποπραγματοποιηση": Ο εαυτος η/και τα πραγματα γινονται ξενα, αποκοσμα: η ταυτοτητα τους καταρρεει οπως ενα κτισμα σε σεισμικη δονηση.
Καποτε το κλεισιμο και η αμυνα απεναντι στην "διασχιση" εμφανιζεται σε μια μορφη "τρελας" - σε βουβο, ανειπωτο βασανο, αλλα και στην καταθλιψη, στην σχιζοφρενεια, στις ψυχαναγκαστικες ιδεες και πραξεις.
Πιο σπανια η "διασχιση", το ανοιγμα του σχισματος της, γινεται χωρος φιλοξενιας. Τοτε εαυτος η/και πραγματα χανονται στην ξενωση τους, για να προβαλουν, σε ευτυχεις ωρες, κεκαθαρμενα, εμπλουτισμενα κατα την μηδενικοτητα που τα διαπερασε. Προβαλλουν, μεταξυ πολλων αλλων τροπων, και ως εργα τεχνης. Αλλα και ως "ερμηνεια" σε μια θεραπευτικη συναντηση, η οποια, σ' αυτην την οπτικη, θα μπορουσε να συγγενευει περισσοτερο με την τεχνη παρα με μια επιστημονικη της παρασταση.




Ομιλια
Ο Martin Heidegger γραφει καπου οτι οι ανθρωποι ειναι οι θνητοι. Και το διευκρινιζει: Αποκαλουνται οι θνητοι διοτι μπορουν να πεθαινουν.
Εκεινο το "μπορουν" ξενιζει. Μπορω π.χ. να διορθωσω μια πριζα. Εχω αυτην την δυνατοτητα. Ομως μπορω και να φωναξω ηλεκτρολογο. Το οτι μπορω να διορθωσω την πριζα δεν σημαινει διολου και καποια αναγκαιοτητα, οτι θα την διορθωσω εγω ουτως η αλλως. Ομως τι θα πει "μπορω να πεθανω"; Ειναι κι αυτο δυνατοτητα μου; Μπορω και να μην πεθανω;
Διαβαζω την τελευταια παραγραφο απο την "Δικη" του Franz Kafka. Ειναι το βασικο προσωπο, ο Κ, και οι δυο κυριοι που τον παρακολουθουν σ' ολη την διαρκεια της ιστοριας:
Ομως τα χερια του ενος κυριου τοποθετηθηκαν στον λαρυγγα του Κ, ενω ο αλλος του εχωσε το μαχαιρι βαθια στην καρδια, κι εκει το εστριψε δυο φορες. Ο Κ, καθως εσβυνε το φως των ματιων του, προφτασε να δει πως οι κυριοι, εμπρος και κοντα στο προσωπο του, τα μαγουλα τους ακουμπωντας το ενα στο αλλο, παρατηρουσαν την εκβαση. "Σαν σκυλι!", ειπε, ηταν λες κι η ντροπη επροκειτο να τον επιζησει.
Και μια αλλη ιστορια που καποιοι ακουσαμε απο τις μητερες μας:
Ενας νεος ανδρας ερωτευεται παραφορα. Η κοπελα δεχεται να τον παρει με εναν ορο: Να σκοτωσει την μανα του και να της φερει την καρδια της. Ο νεος, χωρις δευτερη σκεψη, την σκοτωνει, της ξεριζωνει την καρδια και τρεχει αλαφιασμενος να την παραδωσει στην καλη του. Στην βιασυνη του σκονταφτει στο καλντεριμι και πεφτει. Και η καρδια του λεει: "Χτυπησες αγορι μου;"
Η ντροπη επιζει τον Κ, η μητρικη αγαπη επιζει την μητερα. Ντροπη και μητρικη αγαπη δεν πεθαινουν μαζι τους. Τους επιζουν διοτι, οπως λεει ο Freud για τα πραγματα τπυ ασυνειδητου, δεν εχουν σχεση με τον χρονο. Ντροπη και μητρικη αγαπη ειναι αχρονα (zeitlos). Μοιαζουν με απολιθωματα - που ηταν παλλομενη ζωη, οργανικα αρμοσμενη σε μια ιστορια με αρχη και τελος, και καποτε ξεφυγαν απο τον χρονο, εγιναν πετρα, μετεπεσαν σε μια τελειως αλλη διασταση, εξω απο τον κοσμο, χωρις να επικοινωνουν πια, και πλεον διαγουν αδιαφορα στον αιωνα τον απαντα.
Φερνουμε τετοια απολιθωματα μαζι μας. Οταν π.χ. η λιγοτερο, η περισσοτερο μονιμη ανταποκριση καποιου σε μια κατασταση ειναι το "φταιω / φταις", σε διαφορες παραλλαγες, τοτε αυτη η ανταποκριση εχει πολυ λιγο να κανει με την ιδιαιτεροτητα, με την ενικοτητα της εκαστοτε καταστασης. Πολυ περισσοτερο το "φταιω / φταις" προβαλλει σχεδον μηχανικα, λες και ακολουθει μια δικη του, αποπροσωποποιημενη νομοτελεια. Και τουτο το "φταιω / φταις" θα τον επιζησει. Π.χ. με το να εκλαβει και τον ιδιο του τον θανατο ως τιμωρια, δικη του, η των αλλων.
Οπως ειπα, φερνουμε τετοια σκληραδια μαζι μας. Μιλαμε, θυμιζω, για ακαμπτες επαναληψεις μιας συμπεριφορας λιγοτερο η περισσοτερο αποκομμενης απο την ζωντανη επικοινωνια. Οπως μεσα στον σπιτικο πουρε κομματια πατατας που δεν ελιωσαν. Τετοια σκληραδια μπορουν να ειναι το αγχος, η καταθλιψη, οι φοβιες, η ασφαλεια και η ανασφαλεια, η συμβιβαστικοτητα και η εριστικοτητα, η αδικια και η εκδικηση, αλλα και η ολιγαρκεια και η απληστια, η αγαθοσυνη και η καχυποψια, η εκμεταλλευση και η υπηρετικοτητα κλπ. κλπ.
Παντου εδω κατι απ' αυτα εχει αναπτυξει ενα πεδιο βαρυτητας που κρατα τον φορεα του καθηλωμενο στην τροχια του. Απ' ολα τα πραγματα, αυτο το ενα εχει γινει κυριαρχο και στριμωχνει καθε συμπεριφορα στο καλουπι του. Οπως η κοιτη του ρεματος, που σ' αυτο θα κυλησουν ολα τα νερα απο τις βροχες και τα χιονια που λιωνουν.
Αυτοι οι ανθρωποι, και τετοιοι ειμαστε ολοι μας, πεθαινουν χωρις να μπορουν να πεθανουν. Ο θανατος τους ερχεται παντοτε ακαιρα. Ο Κ και η μητερα και ολοι οι αλλοι δεν ειναι θνητοι. Κατι τους επιζει. Αυτο το κατι, ως απολιθωμα, δεν ειναι ζωντανο και ετσι δεν μπορει και να πεθανει. Ειναι ανεκρο. Μιλαμε για μια παθολογια που εκτεινεται πολυ ευρυτερα απο το οπτικο πεδιο της ψυχιατρικης και της ψυχολογιας. Ισως μιλαμε για μια παραλλαγη αυτου που ο Martin Heidegger αποκαλεσε "εκπτωση στα οντα".
Οσο περισσοτερο "χαρακτηρα" εχει κανεις, δηλαδη οσο βαθυτερα εχουν εγχαραχτει επανω του μονιμα καναλια σκεψης και αισθησης, συμπεριφορας και επικοινωνιας, τοσο λιγοτερο ζωντανος ειναι - και τοσο λιγοτερο μπορει να πεθανει.
Καποιες φορες το ανεκρο αφορα οχι ενα κατι αλλα το ιδιο το προσωπο, την ιδια την υπαρξη καποιου. Κανεις γινεται αυτος καθαυτον απολιθωμα. Ανεκρος.[2]
Ο Erwin Hügin ηταν ενας χρονιος σχιζοφρενης που γνωρισα σε μια κλινικη της Ζυριχης την δεκαετια του '70. Ο φακελλος του περιειχε πληθωρα ποιηματων. Σε ενα απ' αυτα με τιτλο "Χαμενος στους δρομους" γραφει:
τελειως αποσυνδεμενος απο ανθρωπους
περναω δρομους
που ειναι πηγμενοι απο
ανθρωπους
βλεπω στα προσωπα
κοιταζω τα σωματα
κοιταζω τα χερια
καμια σπιθα δεν μεταπηδα -
λοιπον δεν υπαρχει ζωη
στους ανθρωπους
η μηπως δεν ειναι καν ανθρωποι;
ειναι συναρμολογημενες μηχανικες
κουκλες, ναι,
βλεπω πως ετσι πρεπει να ειναι -
τα ιδια εκεινα δευτερολεπτα που
αυτο το αντιλαμβανομαι,
εγω δεν πηγαινω, πηγαινομαι, παρατηρουν
απο μεσα μου δυο γυαλινα ματια, πισω
απο τα οποια η ζωη εχει φυγει, απ' ολο το σωμα εχει φυγει - για που;
Και τωρα οι μηχανισμοι -
βηματιζουν εν-δυο.
Που που που ειναι η ζωη;
Που ειναι η ζωη; Ενα αλλο ποιημα του Hügin αναφερεται στον θεραποντα ιατρο του Schöl:
Βλεπω μια εικονα: πλησιαζω τον κυριο Schöl με
λεξεις, λεω: θα ηθελα να ειμαι κοντα σας, ναι
λαχταραω να βρεθω στην ζεστασια σας, κοντα σας
παω να τον συναντησω, αυτος απλωνει το χερι του,
τουτο γινεται υπερμετρα μεγαλο και δυνατο

Χερι Μολυβι Schöl
με ριχνει προς τα κατω
κατω στο σκοταδι
σε λαγουμι απο πετρα
θανατος

λιγο πριν απ' τον θανατο: δικαστηριο
δικαστης:   δεν επιτρεποταν να νοιωθεις
να πλησιασεις ανθρωπο
σου ηταν απαγορευμενο!
εγω:         ακομα τα φερνω μεσα μου
ζωη αισθηση ηχους ποθο
δικαστης:   γεννηθηκες για να μην αισθανεσαι
θα ζεις κατ' επιφαση μονο κι ακομα,
χωρις να 'ναι αντιληπτο σε κανενα, τον θανατο μεσα σου
θα φερνεις, τον θανατο
ακους, τον θανατο
Η κατ' επιφαση ζωη και ο κατ' επιφαση θανατος. Αυτος ειναι ο ανεκρος. Ο ανεκρος παραειναι νεκρος για να ζει και παραειναι ζωντανος για να πεθανει. Μια ψυχοπαθολογικη μορφη του ειναι αυτη της λεγομενης "Διασχισης" (Dissociation) και περιλαμβανει την "αποπροποσωποποιηση" και την "αποπραγματοποιηση". Τις ειδαμε στα παραδειγματα που αναφερθηκαν. Απανταται μονη της σε κρισεις απο βουβο, ανειπωτο βασανο, αλλα και στο πλαισιο της καταθλιψης, στην σχιζοφρενεια, στις ψυχαναγκαστικες ιδεες και πραξεις.
Γνωρισα την Διασχιση. Φοιτητης ιατρικης, καποια στιγμη εμαθα την επιστημονικη εκδοχη της ορασης: Ενα αντικειμενο Χ εκπεμπει φωτεινη ακτινοβολια, ο αμφιβληστροειδης την προσλαμβανει ως εικονα και μεσω του οπτικου νευρου στελνει αντιστοιχα ηλεκτρικα ερεθισματα στον οπτικο φλοιο οπου η εικονα αποκαθισταται, σε συνεργασια με τα υπολοιπα μερη του εγκεφαλου ταυτοποιειται, εντοπιζεται στον χωρο κλπ. Αυτο λοιπον το εζησα ως εμπειρια: Τα ματια μου ειχαν γινει κατι σαν παραθυρα, τα πραγματα στο δωματιο εμπαιναν απ' αυτα και προβαλλαν πισω απο τα ματια και μεσα στο κεφαλι μου, ηταν εκει οπως σπιτακια και ανθρωπακια μεσα σε μια γυαλινη σφαιρα που οταν την κουνησεις πεφτει χιονι - ομως τωρα το ζουσα σαν εφιαλτη. Εκει εξω ειχε απομεινει κατι σαν σεληνιακο τοπιο, τα αντικειμενα Χ, που σηματοδοτουνται και νοηματοδοτουνται, λεει, πρωτα στη συνειδηση και στον εγκεφαλο. Καμια εμπειρια, στα λιγα λεπτα που διηρκεσε, δεν με ταρακουνησε, δεν με αρρωστησε σε τετοιο βαθμο.
Γνωρισα την Διασχιση και με αλλον τροπο. Καποια φορα που χρειαστηκε να συνταξω ενα βιογραφικο, ξεκινησα με την φραση "Ο Κωστας Γεμενετζης γεννηθηκε το 1944..." και κατευθειαν μου ηρθε να συνεχισω: "...και πεθανε...". Ηδη παιδι μου γεννηθηκε μια απορια με το ονομα μου. Ο κοσμος μου αποτεινονταν και με προσφωνουσε "Κωστα...", "Κωστακη...", "Γεμενετζη...". Καποια στιγμη λοιπον αναρωτηθηκα: Περιεχομαι, περα για περα, στο ονομα μου; Η απαντηση μου ηταν σαφης: Οχι! Αυτοι που μου μιλουν, αποτεινονται σ' εμενα. Και, αν το "Κωστας" δεν καλυπτει το "εμενα", εχει η αντ-ωνυμια "εμενα" ενα ονομα, αντι του οποιου λεγεται; Η απαντηση μου ηταν και παλι σαφης: Οχι! Πολλα χρονια αργοτερα ειδα, με ανακουφιση, πως με την απορια μου δεν εστεκα μονος. Καπου στον Kierkegaard διαβασα: "Κοιταζω μεσα στην υπαρξη - και δεν βλεπω τιποτα." Η απορια ειχε αρχισει να ησυχαζει και να δινει τη θεση της στην αποδοχη ενος αναλαφρου "τιποτα", που με αποδιδει πολυ περισσοτερο απο καθε ονομα. Αποδοχη ενος αναλαφρου "τιποτα" που συνοδευει το ονομα μου, του αφαιρει καθε απολυτοτητα, το επαφηνει στο λικνο της παροδικοτητας του, και σε καθε "γεννηθηκα" υπαγορευει το "πεθανα".
Το ονομα μου δεν ηταν το μονο που με εκ-κενωνε. Καποιες φορες ηταν και ενα ειδος απελπισιας με την ζωη, οπου η μονη διεξοδος ηταν φυγη προς τα εμπρος, προς τα ακρα, χωρις επαναπαυση σε μισολογα, σε ημιμαθειες. Ειναι οπως αυτο που συμβαινει στην Αρετουσα, στον "Ερωτοκριτο" του Βιντσεντζου Κορναρου. Οταν ο βασιλιας των Αθηνων Ηρακλης μαθαινει για τον ερωτα της κορης του Αρετουσας με τον Ερωτοκριτο, την ριχνει στην φυλακη. Εκει λοιπον, ο ποιητης γραφει:
Θωρωντας τοσα βασανα η Aρετη, και παθη, 485
η ταξη εγινη αποκοτια, κ’ η ταπεινοτη εχαθη.
Tης γλωσσας τα µποδισµατα, το δειλιασµα του νου τση
επαψαν, και µ’ αποκοτιαν εµιλειε του Kυρου τση
Ο Ερωτοκριτος εξοριζεται, συμβαινουν ενα σωρο πραγματα, και καποτε γυριζει πισω και θελει να δοκιμασει την Αρετη. Παριστανει εναν φιλο του που θα της πει για την τυχη του Ερωτοκριτου και κανονιζουν μια συναντηση. Την βρισκει
... σαν ξεπεριορισµενη.
Στο παραθυρι εσιµωσε, κ’ η Aρετη αρχινιζει,
αποκοτα να του µιλει, να τον αναντρανιζει.
Δεν εχει πλιο την κρατηξιν, δε ντρεπεται, µα οι πονοι 635
την εντροπην εδιωξασι, τα’χωνε φανερωνει.
Kαι λιγωµαρα τσ’ ηδιδε, το γληγορα να µαθει,
αν ειν’ και ζει ο Pωτοκριτος, γ-η αποθανε, κ’ εχαθη.
Τα βασανα και τα παθη και οι πονοι "ξεπεριοριζουν" την Αρετη. Χανονται ταξη και ταπεινοτητα που εφερναν στην γλωσσα εμποδια και φοβο στην ψυχη της. Οι πονοι διωχνουν την ντροπη. Η Αρετη, η πριγκηποπουλα με τους τροπους που της αρμοζουν, ταξη και ταπεινοτητα και ντροπη, απο-χαρακτηριζεται: χανει την αρετη της. Χανει - το ονομα της. Γινεται ανωνυμη και απροσωπη. Αποπροσωποποιειται. Βασανα, παθη και πονοι την "ξεπεριοριζουν" - την εκ-κενωνουν.
κατω απ' την προσωπιδα ενα κενο.
λεει στον "Βασιλια της Ασινης".
Κι ακομα:
Πισω απο τα μεγαλα ματια τα καμπυλα χειλια τους βοστρυχους
αναγλυφα στο μαλαματενιο σκεπασμα της υπαρξης μας
ενα σημειο σκοτεινο που ταξιδευει σαν το ψαρι
μεσα στην αυγινη γαληνη του πελαγου και το βλεπεις:
ενα κενο παντου μαζι μας
Τι συμβαινει μ' αυτο το κενο; Leonard Cohen, Anthem:
There is a crack in everything
That's how the light gets in
Μια ρωγμη υπαρχει στο καθε τι
Ετσι μπαινει μεσα το φως
Τετοια πραγματα εμελλε να σημαδεψουν την εξελιξη μου, μεταξυ αλλων και ως θεραπευτη.
Καπως ετσι εζησα μια αποστροφη του Elias Canetti που γνωρισα πολυ αργοτερα:
... μια πληγη που γινεται σαν πνευμονας και διαμεσου του ανασαινεις
Ισως πλεον εχει να κανει και με την προχωρημενη μου ηλικια, αυτην που οι παλιοτεροι, που ζουσανε και πεθαινανε συντονοι με τον χρονο, αποκαλουσαν "γεραματα". Ενα χαρακτηριστικο των γηρατειων ειναι λοιπον οτι κανεις, μετα απο τα πολλα "του κυκλου τα γυρισματα", στην γειτονευση πια με τον θανατο, χανει την ντροπη: Σε εναν αγνωστο μου, π.χ. στο μετρο, οταν ζητω να περασω για να κατεβω στην επομενη σταση, θα απευθυνθω με μια οικειοτητα σαν να τον ηξερα απο παντα. Κι αυτο ειναι ενα φαινομενο αποπροσωποποιησης: Τα προσωπα μας, δηλαδη ανθρωποι, αυτος κι εγω, με ολοτελα διαφορετικη ιστορια, αναφορες, προσωπικοτητες, ειναι παντελως αδιαφορα. Η οικειοτητα, με την οποια του, η της, απευθυνομαι, ειναι μια τελειως αλλη, που δεν βασιζεται σε τιποτα που να μας ενωνει, η να μας χωριζει. Η οικειοτητα του "ξεπεριορισμου".
Η αποπροσωποποιηση θα μπορουσε λοιπον να μην συνιστα οπωσδηποτε στερητικο φαινομενο, αλλα την επανοδο σ' ενα πρωτο. Η ψυχοπαθολογια δεν το γνωριζει. Ο ορος, υπο τον οποιο ταξινομουνται αποπροσωποποιηση και αποπραγματοποιηση, ειναι, ειπαμε, "Διασχιση", μεταφραση του "Dissociation". Υποβαλλει την πεποιθηση οτι το φυσιολογικο ειναι το "Association", μια συνδεση και συνεχεια που τωρα διακοπτεται, κατι σαν ενα νοητικο καταγμα. Ομως η Διασχιση θα μπορουσε να ειναι οχι επεισοδιο αλλα δομικη ιδιοτητα της υπαρξης. Ο ανεκρος θα μπορουσε να ειναι η μητρα επωασης του θνητου. Εκεινου που ειναι στον χρονο και που οταν λεει "γεννηθηκα", λεει συναμα και "πεθανα".
Αυτο το, ευεργετικο τωρα, σχισμα της διασχισης, ειναι καποτε και ο τοπος που κατοικει η τεχνη. Το εργο της θα μπορουσε να εννοηθει επισης ως απολιθωμα, σαν να ειχε κοιταξει την Μεδουσα καταπροσωπο. Ο ποιητης Paul Celan λεει σε μια ομιλια του κατα την απονομη του βραβειου Büchner:
Ο Lenz, δηλαδη ο Büchner, εχει [...] πολυ περιφρονητικα λογια για τον "ιδεαλισμο" [...] Και αυτην την πεποιθηση για την τεχνη την λεει τωρα παραστατικα με ενα βιωμα: "Καθως χθες ανηφοριζα διπλα στην κοιλαδα, ειδα δυο κοπελλες να καθονται πανω σ’ εναν βραχο: η μια εδενε τα μαλλια της, η αλλη την βοηθουσε· και τα χρυσαφενια μαλλια επεφταν κατω, κι ενα σοβαρο χλωμο προσωπο, κι ομως τοσο νεανικο, κι η μαυρη στολη, κι η αλλη να νοιαζεται με τοση φροντιδα. Οι ωραιοτερες, οι βαθυτερες εικονες της παλιας γερμανικης σχολης δεν αποδιδουν τιποτε απ’ αυτο. Μερικες φορες κανεις θα ‘θελε να ‘ναι μεδουσοκεφαλη για να μπορεσει ενα τετοιο συμπλεγμα να το μεταμορφωσει σε πετρα και να φωναξει τον κοσμο."
Και ο Celan συνεχιζει:
Κυρίες και Κυριοι, προσεξτε παρακαλω: "Κανεις θα ‘θελε να ‘ναι μεδουσοκεφαλη" για να ... συλλαβει το φυσικο ως το φυσικο μεσω της τεχνης!
Οποιος εχει την τεχνη εμπρος στα ματια και στον νου του, αυτος ειναι – εδω ειμαι στην αφηγηση για τον Lenz –, αυτος ειναι φευγατος. Η τεχνη δημιουργει διασταση απο το Εγω. Η τεχνη απαιτει εδω σε μιαν ορισμενη κατευθυνση μια ορισμενη αποσταση, εναν ορισμενο δρομο.
Κι η ποιηση; Η ποιηση, η οποια και βεβαια εχει να παρει τον δρομο της τεχνης; Τοτε εδω θα ειχε μαλιστα πραγματι δοθει ο δρομος προς μεδουσοκεφαλη και αυτοματα!
Για την διασταση του καλλιτεχνη απο το εγω, την συγγενεια του με την μεδουσοκεφαλη και τα αυτοματα μιλα και ο ποιητης T. S. Eliot σε ενα δοκιμιο με τον τιτλο "Tradition and the Individual Talent"[3]. Ο Eliot χρησιμοποιει την λεξη "αποπροσωποποιηση" για να υποδηλωσει την αναλογια αναμεσα στην καλλιτεχνικη δημιουργια και την επιστημη. Το διευκρινιζει με ενα παραδειγμα απο την χημεια:
Οταν τα δυο αερια που αναφερθηκαν προηγουμενως [οξυγονο και διοξειδιο του θειου] αναμειγνυονται με την παρουσια νηματων πλατινας, σχηματιζουν θειικο οξυ. Αυτος ο συνδυασμος συμβαινει μονο οταν ειναι παρουσα η πλατινα· παρ' ολα αυτα το νεο οξυ που παραχθηκε δεν περιεχει ιχνος πλατινας, και η ιδια η πλατινα ειναι προφανως ανεπαφη· εμεινε αδρανης, ουδετερη, και αναλλοιωτη. Ο νους του ποιητη ειναι το κομματι της πλατινας. Μπορει εν μερει, η αποκλειστικα, να λειτουργει επανω στην πειρα του ιδιου του ανθρωπου· ομως, οσο τελειοτερος ειναι ο καλλιτεχνης, τοσο πιο ξεχωρα μεσα του θα ειναι ο ανθρωπος που υποφερει και ο νους που δημιουργει· τοσο τελειοτερα ο νους θα αφομοιωνει και θα μεταλλασσει τα παθη που ειναι το υλικο του.
[...] Ο νους του ποιητη ειναι οντως ενα δοχειο για την αποθηκευση αναριθμητων αισθηματων, φρασεων, εικονων, που παραμενουν εκει εως οτου ολα τα στοιχεια που μπορουν να ενωθουν για να σχηματισουν ενα νεο μιγμα, να ειναι παροντα μαζι.
Ο καλλιτεχνης περνα απο την "αυτο-θυσια", οπως λεει ο Eliot, της αποπροσωποποιησης, και τοτε τα αποπραγματοποιημενα κομματια, καποτε, ισως, "ενωνονται για να σχηματισουν ενα νεο μειγμα" - οπως η γυμνη παρουσια της πλατινας οδωνει τον σχηματισμο του θειικου οξεος. Τωρα η διασχιση δεν εξοριζει απο τον χρονο, δεν δημιουργει ανεκρους, αλλα ακριβως αρμοζει τον χρονο, παρελθον της παραδοσης και παρον του σημερινου εργου τεχνης, χαριζει θνητοτητα.
"Τι καλλιτεχνης ειστε;", ρωτα ο ψυχαναλυτης Wilfred Bion νεους θεραπευτες σε ενα σεμιναριο. "Και αν δεν ειμαστε καλλιτεχνες;", αντερωτα καποιος. Η απαντηση του Bion: "Τοτε ειστε σε λαθος επαγγελμα."
Ετσι λοιπον η ψυχαναλυση θα μπορουσε να συνιστα μια ιδιαζουσα περιπτωση του θεματος του συνεδριου μας, ενα "και", δηλαδη εναν τοπο οπου "Τεχνη και Τρελα" συναπαντωνται. Σ' αυτο το "και", στις ευτυχεις περιπτωσεις, συμβαινει μια αμοιβαια ανταλλαγη: Η "τεχνη" συνισταται στο οτι ο θεραπευτης γινεται πιο τρελος απο τον πελατη του. Και τουτος, ο "τρελος", μεσα απο το "εργο τεχνης" της συναντησης τους, βρισκει τη λυτρωση του.
Τι θα πει τωρα οτι εγω ως θεραπευτης γινομαι πιο τρελος απο τον πελατη μου; Ας θυμηθουμε το "φευγατο" του Celan και την "αποπροσωποποιηση" του Eliot. Στα ανεκρα πραγματα του πελατη μου, που δεν μπορουν να πεθανουν, αντιτασσω μια δικη μου αποπροσωποποιηση, εναν δικο μου θανατο. Θα πει: τα δεχομαι ολα, τα δεχομαι ακομα σε ενα ευρος και βαθος που ο πελατης μου δεν θα διανοουνταν. Ειναι μια δεκτικοτητα του νεκρου: χωρις προσδοκια, χωρις συμφωνια και διαφωνια, χωρις αντισταση και χωρις αντιρρηση. Πολλες φορες και μ' ενα γελιο, που το μοιραζομαστε, και που, διχως να γελοιοποιει, αφαιρει απο τα πραγματα την σοβαροτητα και την βαρυτητα που εμοιαζε να εχουν.
Σ' αυτο το αποπροσωποποιημενο ματι, η ερμηνεια, αν ειναι να διατηρησουμε αυτην την βεβαρυμενη λεξη, εχει κατι απο την καλλιτεχνικη δημιουργια που ακουσαμε απο τον Eliot: Η ερμηνεια προσλαμβανει τα πραγματα του παρελθοντος και τα συγκεντρωνει σε μια ολοτελα νεα συνθεση. Και τουτο σε ενα κλιμα που θα μπορουσε να αποδοθει με εναν στιχο του Γιωργου Σεφερη:
μα πρεπει να μ' αρμηνεψουν [συμβουλεψουν] οι πεθαμενοι
Και γιατι ιδιαιτερα οι πεθαμενοι μπορουνε να συμβουλευουν; Σε ενα αλλο ποιημα μιλουν οι ιδιοι, οι "αδυναμες ψυχες μεσα στ' ασφοδιλια":
εμεις που τιποτα δεν ειχαμε, θα τους διδαξουμε τη γαληνη.[4]


[1] Συνεδριο "Τεχνη και τρελα" (Εταιρεια Μελετης Πολιτισμικης Ετεροτητας), Οκτωβριος 2014, Αθηνα

[2] Σε αντιθεση με το φαντασμα, που ειναι ενα ον πνευματικα δραστικο, ομως χωρις φυσικο σωμα, ο ανεκρος ειναι ενα ον με φυσικο σωμα, ομως πνευματικα νεκρο - πνευματικο απολιθωμα. Δημοφιλη παραδειγματα ειναι τα ζομπι και ο Δρακουλας. Ανεκρος ειναι και ο homo sacer, ο καταραμενος ανθρωπος του Agamben: Οι Εβραιοι στα στρατοπεδα συγκεντρωσεως, οι κρατουμενοι στο Guantanamo, αυτοι που δεν εχουν χαρτια, αυτοι που ζητουν ασυλο, οι οποιοι, σε εναν χωρο εκτος νομου, περιμενουν την απελαση τους, η και οι ασθενεις στον θαλαμο εντατικης θεραπειας οι οποιοι φυτοζωουν συνδεδεμενοι σε σωληνες.

[3] Στο: The Sacred Wood, Edinburgh 1920, σσ. 42-54

19 Ağustos 2014 Salı

Η κοινωνία ως "μηχανή αποκλεισμού". Της Κατερίνας Μάτσα αναδημοσιεσυη απο ΤVXS

18:12 | 08 Απρ. 2012
Τελευταία ανανέωση 15:40 | 28 Νοε. 2013
Στην καρδιά της ορθολογικότητας της δικιάς μας κουλτούρας βρίσκεται ένας αποκλεισμός, που προηγείται οποιουδήποτε άλλου, πιο ριζικός από τον αποκλεισμό των τρελών, των παιδιών ή των κατώτερων φυλών, ένας αποκλεισμός που προηγείται όλων αυτών και χρησιμεύει ως πρότυπό τους, ο αποκλεισμός του νεκρού και του θανάτου».
[...] Προέρχονται από όλα τα κοινωνικά στρώματα, σιωπηλοί μάρτυρες μιας χωρίς προηγούμενο κρίσης της κοινωνίας και του πολιτισμού.
Ένας πραγματικός μικρόκοσμος που βιώνει καθημερινά το θάνατο, ζώντας στο κοινωνικό περιθώριο, μέσα σ’ έναν κόσμο που γεννά και συσσωρεύει καταστροφές.
Η χρήση των ναρκωτικών γι’ αυτά τα νέα παιδιά γίνεται ένα παιχνίδι ρώσικης ρουλέτας, μια διαρκής αναμέτρηση με το θάνατο.
Αναζητούν απελπισμένα τη δόση τους, γνωρίζοντας ότι κάθε δόση μπορεί να είναι η μοιραία δόση.
Ζουν μέσα στην εξαθλίωση, γνωρίζοντας ότι αυτός ο τρόπος ζωής τους εκθέτει σε μυριάδες κινδύνους (λοιμώξεις, ατυχήματα, αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές κ.α.).
Παρ’ όλα αυτά επιμένουν.
Το κάνουν όχι από ευχαρίστηση, όπως πιστεύουν πολλοί, αλλά από ανάγκη.
Τα ναρκωτικά δεν αποτελούν αντικείμενο επιθυμίας αλλά ανάγκης.
Η εξάρτηση δεν είναι παρά ένας τυραννικός καταναγκασμός, καθημερινό μαρτύριο, που μετατρέπει τη ζωή σε κόλαση.
Για τους τοξικομανείς η προβληματική της επιθυμίας έχει μετατεθεί στο πεδίο της ανάγκης, ο θάνατος κυριαρχεί στην ψυχική σκηνή.
«Μέσα από τη χρήση των ναρκωτικών», λέει η Sylvie Le Poulichet, «επιτελείται μια διαρκής προσομοίωση θανάτου».
Η έναρξη της χρήσης ουσιών γίνεται, συνήθως, στην αρχή της εφηβείας.
Είναι η ηλικία της ανακάλυψης της άγνωστης, ακόμα, ηπείρου της σεξουαλικότητας και της συνάντησης του υποκειμένου με το ζήτημα του θανάτου.
Είναι η εποχή της αναμέτρησής του με το άγνωστο, το τυχαίο, το αβέβαιο, μέσα σε ένα φαντασιωτικό παιχνίδι, όπου το επίδικο είναι η ζωή του ή ο θάνατός του.
Από την ικανότητά του να «επιβιώσει» ψυχικά μέσα από αυτή την αναμέτρηση, από την ικανότητά του, δηλαδή, να βρει το δικό του πέρασμα προς τη ζωή, θα εξαρτηθεί το ίδιο το ψυχικό του γίγνεσθαι.
Στις περιπτώσεις όμως που υπάρχουν βαθιά ελλείμματα στον ψυχισμό του και συνθήκες κρίσης στο οικογενειακό και στο κοινωνικό περιβάλλον, τότε αυτό το πέρασμα προς τη ζωή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ικανοποιητικά για το άτομο και το παιχνίδι με το θάνατο γίνεται τρόπος ζωής, που μπορεί να πάρει τη μορφή της τοξικομανίας. […]
Το βέβαιο όμως είναι ότι σ’ αυτό το μακάβριο παιχνίδι η διαρκής πρόκληση του θανάτου αποσκοπεί, βασικά στην ακύρωσή του. […]

Όταν κάνουν χρήση δεν έχουν στο μυαλό τους το θάνατο, δεν επιδιώκουν – εκτός από συγκεκριμένες ιδιαίτερες περιπτώσεις όπου συνυπάρχει ψυχοπαθολογία – να αυτοκτονήσουν. Ρισκάρουν το θάνατο για να κερδίσουν τη ζωή.
Επιδιώκουν, βασικά, να αποδείξουν –στον εαυτό τους, πρώτα απ’ όλα- ότι μπορούν να ακυρώσουν το θάνατο και να βγουν νικητές.
Κρύβουν την τρομακτική τους ανασφάλεια πίσω από την επίδειξη της –φαντασιωσικής- παντοδυναμίας που δίνουν τα ναρκωτικά. […]

Γι’ αυτό η λήψη υπερβολικής δόσης (OD) είναι τόσο συνήθης πρακτική, στην οποία ο ίδιος ελάχιστες, σχετικά, φορές δίνει το χαρακτήρα της απόπειρας αυτοκτονίας. […]
Όταν κάνει χρήση δεν υπάρχει γι’ αυτόν ο Άλλος, ως ζωντανή παρουσία στη ζωή του.
Υπάρχει μόνο το χάσμα της απουσίας, που δίνει τραγική διάσταση στη μοναξιά του.
Ο θάνατος, λοιπόν, σφραγίζει την καθημερινότητα της μίζερης ζωής τους, γιατί έχει ήδη σφραγίσει, από πριν, τον εσωτερικό ψυχικό τους κόσμο.
Μέσα σ’ αυτόν βρίσκεται, συχνά, κλεισμένος ένας αγαπημένος νεκρός που δεν μπόρεσαν να τον πενθήσουν, εγκιβωτισμένος σε μία «κρύπτη» στο εσωτερικό του Εγώ.
Το πένθος αυτού του νεκρού ήταν ανέφικτο μέσα στις συνθήκες που συντελέστηκε η μεγάλη απώλεια.
Αυτός ο ψυχικός τραυματισμός, που δεν έγινε δυνατό να μεταβολιστεί ψυχικά, μπορεί να συνδέεται με προσωπικά βιώματα, μπορεί όμως και να μεταδόθηκε από προηγούμενες γενιές και να αφορά συλλογικές εμπειρίες (της κοινότητας, του έθνους, της κουλτούρας στην οποία ανήκει η οικογένεια του συγκεκριμένου ατόμου).
Αυτό το τραύμα διαμορφώνει με πολύπλοκο και κρυπτικό, συνήθως, τρόπο τα δυναμικά της ψυχικής ζωής του ίδιου αλλά και της οικογένειάς του.
Γεννά κρύπτες και «φαντάσματα» που «στοιχειώνουν» τους ζωντανούς. […]
Η κλινική μας εμπειρία επιβεβαιώνει την παρουσία όλων αυτών των φαινομένων σε πολλούς τοξικομανείς, που προσήλθαν στον Συμβουλευτικό Σταθμό του 18 ΑΝΩ και ζήτησαν να ενταχθούν σε κάποιο από τα θεραπευτικά προγράμματα που υλοποιούνται στη Μονάδα.
Παρατηρήσαμε αρχικά ότι στο ιστορικό της οικογένειας των τοξικομανών αναφέρονται πολλοί θάνατοι, συνήθως πρόωροι και απροσδόκητοι.
Το πένθος γι αυτούς τους νεκρούς δεν έγινε εφικτό, για πολλούς λόγους, ιδιαίτερους για τον καθέναν.
Η έναρξη της χρήσης ουσιών τοποθετείται, συνήθως, χρονικά, μετά την τραυματική απώλεια και το αδύνατο πένθος της. […]
Παρατηρήσαμε στην κλινική πράξη ότι στις περιπτώσεις που υπήρχε αδύνατο πένθος η θεραπευτική διαδικασία ήταν ιδιαίτερα δύσκολη και οι υποτροπές συχνές, ακόμα και μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του θεραπευτικού προγράμματος.
Σ’ αυτά τα άτομα αναπτυσσόταν, συχνά, μετά την απεξάρτησή τους από τα ναρκωτικά, μια εξαρτητική σχέση με το αλκοόλ, η οποία προηγούνταν της υποτροπής στα ναρκωτικά και στη συνέχεια εξελισσόταν παράλληλα. […]
Η επιθυμία να φωτιστούν και να διερευνηθούν διεξοδικά όλα αυτά τα ζητήματα υπαγορεύτηκε βασικά από την ανάγκη να συμβάλουμε, ως 18 ΑΝΩ και στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, στο να γίνει η θεραπευτική διαδικασία της απεξάρτησης πληρέστερη, να προχωρήσει σε μεγαλύτερο βάθος και να είναι πιο αποτελεσματική.
Μ’ άλλα λόγια, διερευνήσαμε το πεδίο του θανάτου για να υπηρετήσουμε τη ζωή.

Η απώθηση του θανάτου και του πένθους
[…] Η διαδικασία του πένθους πραγματοποιείται στον τόπο της συνάντησης του ψυχικού με το κοινωνικό.
Η έκφραση του πένθους παίρνει πολλές μορφές (θρήνος, παράπονο, θλίψη, άγχος, οργή, αγανάκτηση, κ.α.).
Στους περισσότερους πολιτισμούς ο θρήνος αποτελεί την πρώτη αντίδραση στο θάνατο.
Σε όλους τους τύπους κοινωνιών οι τιμές στο νεκρό αποδίδονται μέσα από επιθανάτιες τελετές.
Πάντως ο τρόπος που εκφράζεται το πένθος σε μια κοινωνία συναρτάται στενά με την κουλτούρα της, με τον τρόπο που αφήνει ελεύθερα, προβάλλει και νοηματοδοτεί ή αντίθετα καταπνίγει και απαγορεύει να εκφραστούν τα αρνητικά συναισθήματα που γεννά η απώλεια.
Στις παραδοσιακές, τις προκαπιταλιστικές, κοινωνίες η εργασία του πένθους είχε κοινωνικό χαρακτήρα και αποτελούσε μέρος ενός τελετουργικού, στο πλαίσιο μια κοινωνικής πρακτικής, που περιελάμβανε ένα υποστηρικτικό κοινωνικό δίκτυο γύρω από τον πενθούντα και μία διαδικασία από κοινού συμμετοχής της κοινότητας στο πένθος για τον νεκρό. […]
Ο άνθρωπος σ’ εκείνες τις κοινωνίες ήταν βαθιά και άμεσα κοινωνικός και δεν διαχώριζε τον εαυτό του από τη φύση.
Η οικειότητα με το θάνατο ήταν μια μορφή παραδοχής της τάξης και της φύσης.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι και σήμερα, οι δημογραφικές μεταβολές, η βιομηχανική επανάσταση και η πρόοδος της Ιατρικής άλλαξαν τη στάση των ανθρώπων απέναντι στο θάνατο.
Ο θάνατος καθενός, καθώς και ο θάνατος των οικείων του, εσωτερικεύεται, απωθείται και εκδιώκεται από την καθημερινότητά του.
Η απώλεια ενός οικείου και ο χρόνος του πένθους δεν αποτελούν πλέον μια εμπειρία στην οποία συμμετέχει και το κοινωνικό σώμα.
Το πένθος στις κοινωνίες της νεωτερικότητας έχει χάσει το κοινωνικό του χαρακτήρα και έχει γίνει μια στενά ατομική υπόθεση, μια ατομική ψυχική διεργασία.
Αυτό που κυριαρχεί σε κοινωνικό επίπεδο είναι η απώθηση του θανάτου μέσα σε συνθήκες ακραίας εξατομίκευσης.
«Η σύγχρονη κοινωνία», λέει ο Αρίες, «στερεί τον άνθρωπο από το θάνατό του και δεν του τον επιστρέφει παρά μόνο εφόσον δεν πρόκειται να ταράξει τους ζωντανούς. Από την άλλη μεριά, απαγορεύει στους ζωντανούς να δείχνουν συγκινημένοι από το θάνατο του άλλου, δεν τους επιτρέπει ούτε να κλάψουν τους νεκρούς, ούτε να κάνουν ότι τους νοσταλγούν».
Σε μια κοινωνία η οποία μέσα στην κρίση της λειτουργεί ως «μηχανή αποκλεισμού», δημιουργώντας όρους κοινωνικού αποκλεισμού για ένα ευρύτατο και διαρκώς διευρυνόμενο φάσμα ατόμων και κοινωνικών ομάδων, ο μεγαλύτερος αποκλεισμός είναι αυτός του νεκρού και του θανάτου.

«Στην καρδιά της ορθολογικότητας της δικιάς μας κουλτούρας βρίσκεται ένας αποκλεισμός, που προηγείται οποιουδήποτε άλλου, πιο ριζικός από τον αποκλεισμό των τρελών, των παιδιών ή των κατώτερων φυλών, ένας αποκλεισμός που προηγείται όλων αυτών και χρησιμεύει ως πρότυπό τους, ο αποκλεισμός του νεκρού και του θανάτου».

Οι σύγχρονες πόλεις είναι χτισμένες σαν να μην υπάρχει θάνατος. Το φέρετρο είναι πολύ δύσκολο να φτάσει στον τελευταίο όροφο της πολυκατοικίας ή του ουρανοξύστη.
Κανείς πια δεν είναι διαθέσιμος για να «ξενυχτήσει» τον νεκρό στο σπίτι του το τελευταίο βράδυ πριν από την ταφή και να συμπαρασταθεί στους πενθούντες συγγενείς του. […]
Σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές απουσιάζει τραγικά ένα υποστηρικτικό δίκτυο ανθρώπων γύρω από τους πενθούντες, για να μοιραστεί μαζί τους τον πόνο της απώλειας και να θρηνήσει τον νεκρό.
Όμως η εμπειρία του πένθους χρειάζεται, οπωσδήποτε, έναν συνομιλητή για να βιωθεί και να εκφραστεί με λόγια, να μιληθεί. […]
Ο θάνατος του προσφιλούς προσώπου πρέπει να εγγραφεί κοινωνικά, να πάρει το χαρακτήρα μιας κοινής «μαρτυρίας», μιας από κοινού συμμετοχής στον πόνο της απώλειας, ενός συλλογικού θρήνου.
Η απουσία αυτού του κοινωνικού συνομιλητή που μπορεί να λειτουργήσει για τους πενθούντες ως υποστηρικτικό δίκτυο οδηγεί στην αποκοινωνικοποίηση και τελικά στην απώθηση του πένθους.
Ο βαθμός της απώθησης του πένθους σε κοινωνικό επίπεδο αποτελεί δείκτη του βαθμού αποξένωσης των ανθρώπων, μέτρο της κοινωνικής αλλοτρίωσης.
Μέσα στις συνθήκες που ορίζονται από την κυρίαρχη σήμερα ιδεολογία του ατομικισμού διαμορφώνεται ο ψυχισμός της νέας γενιάς, της γενιάς «χωρίς μέλλον» (generation no future”) και εμφανίζεται πολύμορφα η αδυναμία της, σε συλλογικό επίπεδο, να επιτελέσει το πένθος της για ένα καλύτερο μέλλον, που δικαιούται, αλλά της το στερούν.
Μήπως, λοιπόν, αυτό το αδύνατο πένθος των νέων της εποχής μας γίνεται ένας από τους παράγοντες που πυροδοτούν, σε τόσο μεγάλη έκταση, τις αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές τους; Μήπως η σημερινή κοινωνία του θεάματος είναι ανίκανη να πενθήσει επειδή έχει μετατρέψει και τον ίδιο το θάνατο σε θέαμα;
Ακόμα και οι μαζικοί θάνατοι των πολέμων, των βομβαρδισμών, των μαζικών καταστροφών δεν αντιπροσωπεύουν για τον θεατή τους – που τους παρακολουθεί στην τηλεόραση, αμέτοχος, με το αίσθημα της ασφάλειας που παρέχει ο ιδιωτικός του χώρος- παρά απλές τηλεοπτικές εικόνες που συντηρούν την ψευδαίσθηση ότι ο θάνατος δεν τον αφορά προσωπικά, είναι κάτι ξένο προς αυτόν, δεν επηρεάζει την καθημερινότητά του.
Πίσω από αυτή την αδυναμία του μέσου ανθρώπου της εποχής μας να αποδεχτεί το θάνατο και να μιλήσει ανοιχτά για αυτόν, βρίσκεται η αδυναμία του να πενθήσει τους νεκρούς του.
Βρίσκεται η ανικανότητά του να επεξεργαστεί ψυχικά τον τραυματισμό της απώλειας και να τον επουλώσει.
Βρίσκεται μια βαθιά ελλειμματική λειτουργία συμβολοποίησης και μετουσίωσης.
Γι’ αυτό δεν αντέχει τον ψυχικό πόνο και προσπαθεί με κάθε τρόπο να τον ναρκώνει.
Ακόμα και στις κορυφαίες στιγμές του αποχαιρετισμού του νεκρού, κατά την τελετή της ταφής του, οι πενθούντες, συγγενείς και φίλοι, παρευρίσκονται συνήθως με ναρκωμένες τις αισθήσεις από τα ηρεμιστικά που καταναλώνουν.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, βέβαια, μπλοκάρουν ακόμα περισσότερο τη διαδικασία του πένθους, τη στιγμή ακριβώς που θα έπρεπε να αρχίσει.
«Τελικά», λέει ο Αρίες, «καταλήγει κανείς να αναρωτηθεί αν μεγάλο μέρος της σημερινής κοινωνικής παθολογίας πηγάζει από την τοποθέτηση του θανάτου έξω από την καθημερινή ζωή, από την απαγόρευση του πένθους και του δικαιώματος να πενθούμε τους νεκρούς μας».

Αποσπάσματα από το νέο βιβλίο της Κατερίνας Μάτσα, «Το αδύνατο πένθος και η κρύπτη» Ο τοξικομανής και ο θάνατος, των εκδ. Άγρα.

Η ψυχίατρος Κατερίνας Μάτσα γεννήθηκε το 1947 στη Νέα Αρτάκη Ευβοίας. Σπούδασε Ιατρική στην Αθήνα και Ψυχιατρική στο Παρίσι και την Αθήνα. Είναι η γυναίκα του Σάββα Μιχαήλ.
Εργάζεται στο Ε.Σ.Υ., στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής, το γνωστό Δαφνί, από το 1974 μέχρι σήμερα. Είναι η επιστημονική υπεύθυνη της Μονάδας Απεξάρτησης Τοξικομανών Ψ.Ν.Α. - 18 ΑΝΩ και εκδότρια του περιοδικού "Τετράδια Ψυχιατρικής".
Το 2001 κυκλοφόρησε στις Εκδόσεις "Άγρα" το βιβλίο της "Ψάξαμε ανθρώπους και βρήκαμε σκιές... Το αίνιγμα της τοξικομανίας" το 2006 "Η περίπτωση Ευρυδίκη - Κλινική της τοξικομανίας" και "Ψυχοθεραπεία και τέχνη στην απεξάρτηση - Το "παράδειγμα" του 18 Άνω (2008).

---