Μεταδημοκρατια etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster
Μεταδημοκρατια etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster

2 Eylül 2014 Salı

Για την Υποκρισία της νεωτερικής εποχής και τον σύγχρονο Κυνισμό..TVXS

Για την Υποκρισία της νεωτερικής εποχής και τον σύγχρονο Κυνισμό

Αρχική
11:39 | 16 Αυγ. 2014
Πέτρος Θεοδωρίδης
Υφίσταται μια αντιστοιχία μεταξύ των διαφορετικών αντιλήψεων του χρόνου και των ηθικών στάσεων: Η υποκρισία αντιστοιχούσε στο μοντέρνο ευθύγραμμο ανοδικό χρόνο και στη νεωτερική συνθετική εικόνα του κόσμου της νεωτερικότητας, η σύνταξη των επιχειρημάτων ήταν ιεραρχική, η επίκληση των καλώς προφάσεων συγκάλυπτε την κόλαση των προθέσεων.
Ένα παράδειγμα υποκρισίας που αφορούσε στην Αμερική του 17ου αιώνα αφηγείται ο Ν. Χώθορν στο μυθιστόρημά του "The scarlet letter" (1850). Μια νεαρή γυναίκα διαπράττει το αμάρτημα της μοιχείας και φέρνει στον κόσμο ένα κοριτσάκι. Μητέρα και κόρη εκτίθενται σε κοινή θεά πάνω στην εξέδρα ενώπιον όλης της κοινότητας, ενώ ο πάστορας καταδικάζει τη μοιχαλίδα. Η πρωταγωνίστρια στο εξής θα πρέπει να ζήσει με την κόρη της στο περιθώριο της κοινωνίας, σε ένα απόμερο σπίτι αρκούμενη στα ελάχιστα χρήματα που της δίνουν για τα κεντήματά της, υποχρεωμένη να φέρει πάντα στο στήθος ένα μεγάλο κόκκινο γράμμα, το «Μ» της μοιχαλίδας, για να θυμίζει το αμάρτημά της. Το δυναμικό ψυχολογικό στοιχείο, βρίσκεται στο γεγονός ότι ο πάστορας που τόσο βίαια την καταδικάζει και την ταπεινώνει, στην πραγματικότητα, είναι ο εραστής της γυναίκας και πατέρας της κόρης της. Αυτό ήταν η υποκρισία!
Στη μετανεωτερική, πολυπρισματική εποχή μας, όμως, αντιστοιχεί ο κυνισμός ως “αυτοεξυμνούμενη πανουργία”. Σύμφωνα με τον Νίκο Δεμερτζή «ως πολιτικός κυνισμός εκλαμβάνεται η δυσπιστία στην ειλικρίνεια, την ακεραιότητα και τις προθέσεις των πολιτικών αρχών, του πολιτικού προσωπικού και των πολιτικών θεσμών, οι οποίοι θεωρείται ότι δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες του εκλογικού σώματος. Ο πυρήνας του πολιτικού κυνισμού καταλαμβάνεται από την απουσία εμπιστοσύνης, ανεξάρτητα από επιχειρήματα υπέρ ή κατά. Δεν είναι απλός σκεπτικισμός, αλλά μια εμπεδωμένη και γι' αυτό αυτοεκπληρούμενη αρνητικότητα απέναντι στους πολιτικούς και την πολιτική διαδικασία. Ως εκ τούτου, θεωρείται ότι υποσκάπτει τη δημοκρατία καθώς οδηγεί σε μειωμένη πολιτική συμμετοχή, σε απάθεια και αποξένωση».
Ο Ζιζέκ υπενθυμίζει ένα παλαιότερο best-seller στη Γερμανία. Στο βιβλίο "Κριτική του Κυνικού Λόγου” (1983), ο Πέτερ Σλότερνταϊκ αναπτύσσει τη θέση ότι ο κυρίαρχος τρόπος λειτουργίας της ιδεολογίας είναι κυνικός, κάτι που καθιστά αδύνατο -ή, ακριβέστερα, μάταιο- το κλασικό ιδεολογικοκριτικό διάβημα. Το κυνικό υποκείμενο έχει σαφώς επίγνωση της απόστασης ανάμεσα στο ιδεολογικό προσωπείο και την κοινωνική πραγματικότητα, εξακολουθεί μολαταύτα να επιμένει στο προσωπείο. Ο Κυνικός λόγος δεν είναι πλέον αφελής, αλλά ένα παράδοξο πεφωτισμένης ψευδούς συνείδησης: ξέρει κανείς πολύ καλά το ψεύδος, έχει πλήρη επίγνωση του επιμέρους συμφέροντος που κρύβεται πίσω από την ιδεολογική καθολικότητα, και εντούτοις δεν την αποποιείται. Βέβαια -θυμίζει ο Ζιζέκ- θα πρέπει να διακρίνουμε τον κυνισμό με “κ” μικρό/πεζό από τον Κυνισμό.
Ο Κυνισμός αντιπροσωπεύει τη λαϊκή, πληβειακή απόρριψη της επίσημης κουλτούρας μέσω της ειρωνείας και του σαρκασμού, ενώ η κλασική Κυνική στάση συνίσταται στο να αντιμετωπίζουμε τις δακρύβρεχτες φράσεις της κυρίαρχης επίσημης ιδεολογία ς-την επίσημη, σοβαρή τονικότητά της- με την καθημερινή κοινοτοπία και να τις γελοιοποιούμε, εκθέτοντας έτσι τα εγωιστικά συμφέροντα, τη βία, τις βάρβαρες αξιώσεις για εξουσία που βρίσκονται πίσω από την υψηλή noblesse (αριστοκρατική) της ιδεολογίας (παραδείγματος χάριν, όταν ένας πολιτικός κηρύττει το καθήκον της πατριωτικής θυσίας, ο Κυνισμός εκθέτει το προσωπικό κέρδος που αποκομίζει από τη θυσία των άλλων) .
Ο κυνισμός αποτελεί την απάντηση της κυρίαρχης κουλτούρας σ' αυτή την Κυνική ανατροπή: αναγνωρίζει και λαμβάνει υπόψη του το επιμέρους συμφέρον πίσω από την ιδεολογική καθολικότητα, την απόσταση ανάμεσα στην ιδεολογική μάσκα και την πραγματικότητα, εξακολουθεί όμως να βρίσκει λόγους για να κρατήσει τη μάσκα. Ο κυνισμός αυτός δεν είναι μια άμεσα ανήθικη θέση, είναι μάλλον η ηθικότητα στην υπηρεσία της ανηθικότητας- το μοντέλο της κυνικής σοφίας είναι να συλλαμβάνει την εντιμότητα, την ακεραιότητα, ως την υψηλότερη μορφή ατιμίας και την ηθική ως την υψηλότερη μορφή ακολασίας ή την αλήθεια ως την αποτελεσματικότερη μορφή ψεύδους. Πρόκειται ως εκ τούτου για ένα είδος ανεστραμμένης “άρνησης της άρνησης” της επίσημης ιδεολογίας: αντιμέτωπη με τον παράνομο πλουτισμό ή με την ληστεία, η κυνική αντίδραση συνίσταται στον ισχυρισμό ότι ο νόμιμος πλουτισμός είναι μακράν αποτελεσματικότερος ενώ επιπλέον προστατεύεται από το νόμο.
Έτσι στην εποχή μας επιχειρήματα παρατάσσονται από-ιεραρχημένα, σκωπτικά, ασυντόνιστα σε ένα είδος λόγου που περισσότερο αποκαλύπτει παρά συγκαλύπτει. Βέβαια -όπως επισημαίνει ο Νίκος Δεμερτζής- «είναι άλλος ο σαρκαστικός και ειρωνικός κυνισμός των από πάνω, όπου αξίες και αρχές λειτουργούν προσχηματικά και όπου, όπως έχει λεχθεί, ο κυρίαρχος αποκαλύπτει τη μάσκα του, χαμογελά με κατανόηση στον αδύναμο αντίπαλό του συνεχίζοντας μολοντούτο να τον καταπιέζει, και είναι άλλος ο καγχαστικός, δυσφορικός και μοιρολατρικός κυνισμός των από κάτω, που λειτουργεί ως ψυχική παρακαμπτήριος της ντροπής και ως άμυνα απέναντι σε δύσκολες συνθήκες ζωής που δεν μπορούν να αλλάξουν.
Παρομοίως, μπορεί κανείς να διακρίνει ανάμεσα σε έναν εποικοδομητικό και έναν καταστροφικό πολιτικό κυνισμό. Συναποτελούμενος από ειρωνεία, σκεπτικισμό, επιφυλακτικότητα, και δυσπιστία, ο πρώτος είναι συμβατός με τη δημοκρατία καθώς ευνοεί την αποστασιοποίηση από μισαλλόδοξες «αλήθειες» και την ανεκτικότητα απέναντι στον άλλο. Αντίθετα, ο έτερος τύπος είναι ασύμβατος με τη δημοκρατία καθώς στηρίζεται στην κακοπιστία, το μηδενισμό και τη διακωμώδηση των πάντων. Όντως τότε προκαλείται κρίση εκπροσώπησης. Στην περίπτωση όμως του εποικοδομητικού κυνισμού μπορούν να ενεργοποιηθούν κρυμμένες δυνατότητες και να αλλάξουν οι όροι του πολιτικού ανταγωνισμού»'.
1. Νικου Δεμερτζη, “Πολιτικός Κυνισμός: Σύμπτωμα ή αιτία της κρίσης εκπροσώπησης;”.
2. Υψηλό Αντικείμενο της Ιδεολογίας, μτφρ. Βίκυ Ιακωβου. Εκδ. Scripta 2006,
σελ 64-68.
3. Νικου Δεμερτζη, “Πολιτικός Κυνισμός: Σύμπτωμα ή αιτία της κρίσης εκπροσώπησης;” ό.π.

* Ο Πέτρος Θεοδωρίδης είναι συγγραφέας-δοκιμιογράφος.
Κατεβάστε ελεύθερα την τελευταία του συλλογή «Ακόμα και η Αριάδνη ήταν ψέμα» ή διαβάστε την online
Κατηγορία άρθρου:

4 Ağustos 2014 Pazartesi

Για μια μινι - πολυπολιτισμικότητα Ποιες οι εναλλακτικές λύσεις; Μια νέα ιδέα για την Ολλανδία και, κατ’ επέκταση για την Ευρώπη του Dick Pels σε μετάφραση Βασίλη Μπογιατζή/ αναδημοσιευση απο το μη μαδάς τη μαργαρίτα

Δευτέρα, 4 Αυγούστου 2014

Για μια μινι - πολυπολιτισμικότητα



Ποιες εναλλακτικές λύσεις μπορούμε να κινητοποιήσουμε απέναντι στον εθνικισμό και την απολυτοποίησή του και στην «εθνικοποίηση» της ελευθερίας και της δημοκρατίας; Νομίζω ότι πρώτα από όλα χρειάζεται να απορρίψουμε ριζικά την έννοια της κυριαρχίας, τόσο στην ατομική όσο και στη συλλογική της μορφή. Πρέπει να «απο-εθνικοποιήσουμε» και να «από-απολυτοποιήσουμε» τόσο την έννοια της ατομικής ελευθερίας όσο και αυτή της εθνικής ταυτότητας. Πώς να το κάνουμε αυτό; Στο βιβλίο μου Μια αδυναμία για την Ολλανδία (A Weakness for the Netherlands) το 2005 επιχειρηματολόγησα υπέρ μιας «αδύναμης ταυτότητας» και ενός «ενεργού σχετικισμού» ως κεντρικών αξιών για μια ολλανδική [και κατ’ επέκταση Ευρωπαϊκή] δημοκρατική κουλτούρα. Τέτοιες ιδέες προκαλούν φυσικά τρόμο σε εκείνους [λαϊκιστές και νεοσυντηρητικούς] που βλέπουν τον πολιτισμικό σχετικισμό ως πηγή παρακμής, μηδενισμού και κάθε πολιτισμικού κακού, και τον ταυτίζουν με την πολιτισμική «αυτο-υπονόμευση» και το ξεπούλημα των πλέον εξυμνημένων θεμελιωδών αξιών μας.
Αλλά μια «νέα ιδέα για την Ολλανδία», υποστηρίζω, δεν πρέπει να αναπτυχτεί με όρους ισχυρής, αλλά μάλλον με όρους μιας ασθενούς ταυτότητας. Η Ολλανδία είναι ένα ταιριαστά ασαφές, πολυποίκιλο και δυναμικό σύνολο, το οποίο διαρκώς αναδομείται και τίθεται υπό αμφισβήτηση, όχι μία τελειωμένη και οριοθετημένη οντότητα ή μια περιοριστική ουσία που μπορεί να «συλληφθεί» κατά παραγγελία από τα βάθη της ιστορικής πραγματικότητας. Η Ολλανδία επαν-επινοείται και επαν-ανακαλύπτεται κάθε μέρα από όλους εκείνους που έχουν δεσμούς ή που ενδιαφέρονται για αυτή. Δεν πρέπει να επιχειρήσουμε να επιδιορθώσουμε τεχνητά αυτή την «οντολογική αδυναμία». Μπορούμε να κάνουμε χωρίς τη δυναμική, μαχητική αι περήφανη εθνική ταυτότητα, όπως αυτή υποστηρίζεται από τη λαϊκιστική δεξιά. Η δύναμη του ολλανδικού εθνικού χαρακτήρα βρίσκεται ακριβώς σε μία «αδυναμία χαρακτήρα», η οποία τροφοδοτείται από τη μετριοπάθεια και τη μετριοφροσύνη σχετικά με τις αξίες και τα επιτεύγματά μας, και κατ’ αυτό τον τρόπο δίνει τη δυνατότητα να αναδύονται διαρκώς διαφορετικές απόψεις σχετικά με το ποιες είναι αυτές οι αξίες και τα επιτεύγματα. Όχι μια αλαζονική βεβαιότητα σχετικά με ένα σκληρό κανονιστικό πυρήνα, αλλά μια αβέβαια ιδέα για την Ολλανδία προσφέρει το καλύτερο σημείο αφετηρίας, τόσο για τη συμπερίληψη των «ξένων» πολιτισμών μέσα στην «κοινωνία» μας, όσο και για την ενσωμάτωση της δικής μας κουλτούρας στην Ευρώπη και στον ευρύτερο κόσμο.
Αυτό είναι διαφορετικό και από την πολυπολιτισμικότητα και από την ίση κανονιστική μεταχείριση όλων των πολιτισμών («κακός σχετικισμός»). Αλλά είναι εξίσου διαφορετικό και από τη «μονο-πολιτισμικότητα» μιας «ηγεμονεύουσας» και υπέρτερης ολλανδικής εθνικής κουλτούρας, η οποία δικαιολογημένα κυριαρχεί όλες τις άλλες. Αντιθέτως, επιχειρηματολογώ υπέρ μιας «μίνι-πολιτισμικότητας» (miniculturalism)  η οποία καταφάσκει τις κανονιστικές και υλικές προϋποθέσεις προκειμένου μόνιμα να διατηρούνται ανοιχτά κανάλια επικοινωνίας: διαρκής συζήτηση και διαμάχη, εγγυημένη πρόσβαση για τον καθένα σε αυτή, πλουραλισμός των αξιών και των ιδεών, ανεκτικότητα, και ενδυνάμωση/ενίσχυση του καθενός προκειμένου να αναπτύξει εκείνες τις δεξιότητες και αξίες που απαιτούνται για να συμμετέχει σε αυτή τη συζήτηση και αντιπαράθεση. Αυτό προϋποθέτει μια ελάχιστη βούληση να σχετικοποιεί κανείς τις δικές του αξίες και αλήθειες ως «εισιτήριο» σε μια τέτοια συζήτηση και αντιπαράθεση: η ικανότητα να «αντέχει» (σ)την κριτική, να δείχνει ανεκτικότητα στις πολιτισμικές διαφορές και να είναι ανοικτός στην αμφιβολία, την πολυπλοκότητα και την αμφιταλάντευση. 
   
Το γεγονός ότι στη γνώριμη απαρίθμηση των αποκαλούμενων αδιαπραγμάτευτων «θεμελιωδών αξιών» της Δυτικής κουλτούρας –όπως είναι ο διαχωρισμός της εκκλησίας από το κράτος, η ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών και ετερο- και ομοφυλοφίλων, η ελευθερία του λόγου, η ελευθερία της θρησκείας, το συνταγματικό κράτος και το κράτος δικαίου– δεν περιλαμβάνεται άλλη μια θεμελιώδης αξία προκαλεί υποψίες. Μια κρίσιμη Διαφωτιστική αξία συστηματικά εξαλείφεται και υποβαθμίζεται η σημασία της (με αυτή την έννοια, ο Διαφωτισμός απάγεται από τη δεξιά), ενώ έχει τη δυνατότητα ακριβώς να απαλύνει και να παρεμποδίσει τη δυνητική απολυτοποίηση όλων των υπολοίπων: η ικανότητα να είμαστε αυτοκριτικοί, να σχετικοποιούμε και να μετριάζουμε την κουλτούρα και την ταυτότητά μας. Κατά έναν ενδιαφέροντα τρόπο, πράγματι αποδεχόμαστε πλήρως αυτές τις αξίες, αλλά ταυτόχρονα βρισκόμαστε σε μια διαμάχη δίχως τέλος η οποία αφορά το ακριβές νόημα και τα ακριβή τους όρια (π.χ., της ελευθερίας του λόγου, του διαχωρισμού εκκλησίας-κράτους). Αυτό που μας ενώνει, επομένως, δεν είναι τόσο ένα σύνολο «αδιαπραγμάτευτων αξιών», όσο η συζήτηση και διαμάχη (η δίχως τέλος διαπραγμάτευση) σχετικά με το περιεχόμενο, τα όρια και τη σημασία τους.

Ένα δημοκρατικό συνταγματικό κράτος είναι περήφανο όχι επειδή κατέχει μια σαφώς ορισμένη ταυτότητα, αλλά επειδή προσφέρει χώρο για μια πολλαπλότητα ταυτοτήτων. όχι μια κοινή εθνική κουλτούρα ή δημόσια ηθικότητα, αλλά τη διατήρηση ενός δημόσιου χώρου (forum) που επιτρέπει να εκδηλωθούν οι διαφορές και να εκφραστούν οι διαφωνίες. Αυτό που μας ενώνει, είναι ακριβώς αυτή η έλλειψη συναίνεσης και συμφωνίας σχετικά με το τι είναι αυτό που μας ενώνει: μια δίχως τέλος συζήτηση και διαμάχη όσον αφορά το ποιοι είμαστε και τι θέλουμε να γίνουμε. Η καλή ζωή (ευδαιμονία, ευ ζην) μπορεί επίσης να οριστεί ως ένας τρόπος ζωής σύμφωνα με τον οποίο έχουμε τη δυνατότητα διαρκώς, ελεύθερα και πολιτικά να συζητούμε για το νόημα της καλής ζωής. Πιστεύω ότι δεν έχουμε ανάγκη από μια ισχυρότερη αξιακή βάση πέρα από αυτή την από κοινού συμφωνία σχετικά με τις προϋποθέσεις μιας δημοκρατικής συζήτησης και αντιπαράθεσης (στην οποία όλοι έχουν δικαίωμα). Τίποτα περισσότερο, αλλά επίσης και τίποτα λιγότερο.

«Μια αδυναμία για την Ευρώπη»

Αυτή η οπτική μπορεί να επεκταθεί λίγο περισσότερο και να μετασχηματισθεί σε μια «αδυναμία για την Ευρώπη». Το κεντρικό ευρωπαϊκό σλόγκαν είναι «ενότητα-στη-διαφορά», αλλά ποιο πρέπει να είναι το βάρος του κάθε σκέλους σε αυτή την ισορροπία; Πόση ενότητα χρειαζόμαστε, πόση διαφορά μπορούμε να αντέξουμε; Χρειάζεται πράγματι να γίνουμε «ένα» προκειμένου να είμαστε επαρκώς συνεκτικοί; Η αναζήτηση για μια ομόφωνη, αναμφισβήτητη ευρωπαϊκή ταυτότητα, για την Ευρώπη ως μια μονοδιάστατη κοινότητα αξιών έχει μακρά ιστορία. Κάποιοι την εντοπίζουν στον Χριστιανισμό, άλλοι στον κοσμικό ουμανισμό ή στον φιλελευθερισμό της αγοράς.

Το 1998 ο Fortuyn έγραψε ένα μικρό βιβλίο με τον τίτλο Άψυχη Ευρώπη στο οποίο υποστήριζε την άποψη ότι οι εθνικές κουλτούρες, όπως λ.χ. η ολλανδική, διέθεταν «ψυχή», κάτι το οποίο είναι απόν από την Ευρώπη. Ότι η ευρωπαϊκή κουλτούρα και ταυτότητα δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, τουλάχιστον όχι ανάμεσα στους καθημερινούς ανθρώπους. Ότι το έθνος-κράτος είναι το αληθινό οικογενειακό μας σπίτι. Ότι η Ευρώπη δεν αποτελεί έναν «λαό», δεν διαθέτει «λαϊκή βούληση» και δεν υπάρχουν ευρωπαίοι πολίτες. Κατά την άποψή του, η Ευρώπη ποτέ δεν θα μπορούσε να γίνει μια πραγματική δημοκρατία.
Πρέπει να δώσουμε τέλος σε αυτή την ουσιοκρατική αναζήτηση και αυτο-εξέταση. Μια νέα ιδέα για την Ευρώπη είναι μια ασθενής ιδέα της Ευρώπης. Δεν είναι μια μεγάλη οικογένεια με μια μοναδική κουλτούρα, γλώσσα, περιοχή ή ιστορία, αλλά ένα χαλαρό σύμπλεγμα (μια οντότητα, όχι μια ενότητα) με ασαφή σύνορα και με μια λεπτή μάλλον παρά ισχνή ταυτότητα. Αυτή η έλλειψη μιας σαφούς φυσιογνωμίας και ταυτότητας δεν αποτελεί έλλειμμα, αλλά πηγή ισχύος. Αυτό είναι το ιδεώδες της Ευρώπης ως μιας «κοινότητας ζωής» («το ευρωπαϊκό ταξιδιάρικο φως»), η οποία συνέχει μέσω των διαρκώς εξελισσόμενων ευρω-αγγλικών, των τρένων υψηλής ταχύτητας, του Ευρώ και του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.
Ενδεχομένως, η νέα Ευρώπη να μπορεί να γίνει αντιληπτή με τους όρους μιας «Μεγάλης Ολλανδίας». Αυτό σημαίνει: το μοντέλο δεν είναι η ενοποιημένη μοναρχία που δημιουργήθηκε μετά το 1813, αλλά η Δημοκρατία που προηγήθηκε αυτής. Η Ολλανδική Δημοκρατία και οι Επτά (όχι και τόσο) Ενωμένες Επαρχίες της ήταν αξιοσημείωτα επιτυχημένη στην εποχή της, ακριβώς εξαιτίας της χαλαρά συγκολλημένης πολιτικής της κοινότητας, της πολυεπίπεδης δομής συνεργασίας και ανταγωνισμού και της επισφαλούς πολιτισμικής της ενότητας-στη-διαφορά. Ίσως λοιπόν, να είναι ταιριαστό αυτός ο έπαινος της αδυναμίας και η υπεράσπιση της δημοκρατικής αβεβαιότητας να πρέπει να πηγάσει από την Ολλανδία.


[Απόσπασμα από το Dick Pels, “Populism, National Identity and Europe: Populism and National Identity, the Dutch case”. 
Το πλήρες κείμενο στα αγγλικά, προσβάσιμο στο http://gef.eu/fileadmin/user_upload/GEF_GA_Pels_Populism_the_Dutch_Case_02.pdf]                    

23 Temmuz 2014 Çarşamba

μεταπολίτευση [strikes back] ...40 χρόνια μετά ΧΡΟΝΟΣ online περιοδικό με αφετηρία την Ελλάδα

μεταπολίτευση [strikes back] ...40 χρόνια μετά


files/chronosmag/themes/theme_one/redArrow2Xronos.pngΚωστής ΚορνέτηςΠοιος θυμάται τη Μεταπολίτευση;Γιατί οι Πορτογάλοι θέλουν να μάθουν την ιστορία τους ενώ εμείς φοβόμαστε;
files/chronosmag/themes/theme_one/redArrow2Xronos.pngΚώστας ΚαραβίδαςΤο Μετά τη Μεταπολίτευση ή Μικρός Απόλογος για ένα ανθεκτικό κουφάρι
Η ερμηνευτική αδυναμία των ιστορικών προσεγγίσεων μιας εποχής και η πολιτική αμηχανία για την υπέρβασή της
files/chronosmag/themes/theme_one/redArrow2Xronos.pngΆννα ΚαρακατσούληΗ μετάβαση στη Δημοκρατία ως ιστορία ενηλικίωσηςΗ σημασία και η προσφορά του δημόσιου σχολείου της Μεταπολίτευσης
files/chronosmag/themes/theme_one/redArrow2Xronos.pngΦοίβος ΚαρζήςΜε καταλύτη τον εξωτερικό καταναγκασμόΆλματα, ανάπαυλες και η κατάκτηση της διάρκειας στη μεταπολιτευτική δημοκρατία
files/chronosmag/themes/theme_one/redArrow2Xronos.pngΠολυμέρης ΒόγληςΑπό τον αποκλεισμό στην ενσωμάτωσηMια μακρά διαδρομή ρήξεων και μεταρρυθμίσεων
files/chronosmag/themes/theme_one/faviconXronos.png


 ΧΡΟΝΟΣ 15 (07.2014)

12 Haziran 2014 Perşembe

μια προφητικη συνεντευξη (16.08.2011) -του Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ Η Ιστορία δεν μοιάζει με ήσυχο ποτάμι | Kathimerini www.kathimerini.gr



  1. Η Ιστορία δεν μοιάζει με ήσυχο ποτάμι | Kathimerini
    www.kathimerini.gr
    Η Ιστορία δεν μοιάζει με ήσυχο ποτάμι Ο φιλόσοφος Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ μιλά για την «εβραιοφοβ


    ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

    Η Ιστορία δεν μοιάζει με ήσυχο ποτάμι


    Η Ιστορία δεν μοιάζει με ήσυχο ποτάμι
    Ο φιλόσοφος Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ μιλά για την «εβραιοφοβία», τους «Αγανακτισμένους» και την Ακρα Δεξιά στην Ευρώπη


    Συνέντευξη στον Ανδρεα Πανταζοπουλο
    Ο φιλόσοφος, πολιτειολόγος και ιστορικός των ιδεών Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ (Pierre-Andre Taguieff), γνωστός και στο ελληνικό κοινό για το έργο του, σχετικά με τον ρατσισμό, τον αντισημιτισμό, την Aκρα Δεξιά και τον λαϊκισμό, με την ευκαιρία της έκδοσης αυτές τις ημέρες στα ελληνικά, σε παγκόσμια πρώτη έκδοση, ενός νέου βιβλίου του για τον αντισημιτισμό (Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ, Τι είναι αντισημιτισμός; - μετάφραση: Αναστασία Ηλιαδέλη-Ανδρέας Πανταζόπουλος, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σειρά Εστία Ιδεών, 2011), δέχθηκε να απαντήσει σε ορισμένα ερωτήματά μας για τη μορφή και το περιεχόμενο του νέου αντισημιτισμού. Με αφορμή και την πρόσφατη έκδοση στα γαλλικά ενός νέου του βιβλίου για το ίδιο θέμα (Israel et la Question Juive, Les Provinciales, 2011), ο Ταγκιέφ, στη συνέντευξη που ακολουθεί, συνοψίζει τα χαρακτηριστικά του ρατσιστικού μίσους κατά των Εβραίων και του Ισραήλ και, σχολιάζει τις κινητοποιήσεις των «Αγανακτισμένων» στην Ισπανία και την Ελλάδα, καθώς και τις εκλογικές επιτυχίες της άκρας δεξιάς στην Ευρώπη.
    - Kάνετε λόγο εδώ και είκοσι χρόνια για ένα νέο αντισημιτισμό που τον αποκαλείτε «εβραιοφοβία». Μπορείτε να μας δώσετε τα βασικά της χαρακτηριστικά;
    - Το αξίωμα της νέας εβραιοφοβίας είναι το ακόλουθο: οι Εβραίοι αποτελούν έναν περιττό λαό. Από την άποψη αυτή υπάρχει μια συνέχεια στις μορφές εχθρότητας κατά των Εβραίων. Η πρωταρχική διαφορά συνίσταται στην αντικατάσταση της περί «κοσμοπολιτισμού» ή «νομαδισμού» αιτίασης από τον «εθνικισμό» ή την «αποικιοκρατία»: στον παλιό πολιτικό αντισημιτισμό οι Εβραίοι ενσάρκωναν τον αντί-τύπο του «χωρίς-πατρίδα», σήμερα, στο πλαίσιο μιας εβραιοφοβίας με αντισιωνιστική βάση, ενσαρκώνουν τον αρνητικό τύπο του «εθνικιστή» (αποικιοκράτη, ακόμα και «ρατσιστή»). Συνεπάγεται ότι η ένταξη των Εβραίων στην κοινή ανθρωπότητα τίθεται εν αμφιβόλω, και, κατά τον ίδιο τρόπο, για τους ριζοσπάστες αντιεβραίους, αντικείμενο καθαρής άρνησης. Πράγμα το οποίο μπορεί να μεταφρασθεί με την ακόλουθη προσταγή: «Εβραίοι, πάψτε να είσθε Eβραίοι για να γίνετε άνθρωποι!». Οι Εβραίοι, για να γίνουν ανθρωπίνως αποδεκτοί, πρέπει να εξαφανισθούν ως Εβραίοι. Στη νέα όμως αντιεβραϊκή κοσμοαντίληψη, το πρώτο βήμα αυτής της εξαφάνισης δεν είναι άλλο από την καταστροφή του Ισραήλ. Η υλοποίηση αυτού του στόχου αποτελεί τη «λύση» του νέου «εβραϊκού ζητήματος», που είναι αποτέλεσμα του εξισλαμισμού του αντισιωνιστικού λόγου, ο οποίος αναμειγνύει επιχειρήματα εθνικιστικού ή εθνοτικο-εθνικιστικού τύπου με τα πολιτικο-θρησκευτικά θέματα του μουσουλμανικού φονταμενταλισμού. Το «αντισιωνιστικό» πρόγραμμα, στις ριζοσπαστικές εκδοχές του, έχει έναν ρητό στόχο: να «εκκαθαρίσει» ή να «ξεπλύνει» την Παλαιστίνη από τη «σιωνιστική παρουσία», που τη θεωρεί ως «εισβολή» η οποία κηλιδώνει μια παλαιστινιακή ή αραβική (για τους εθνικιστές) γη, ή μια γη του Ισλάμ (για τους ισλαμιστές).
    Τεχνικές προπαγάνδας
    - Τι πρεσβεύει η σημερινή εβραιοφοβία; Ποια είναι η φυσιογνωμία των ριζοσπαστών αντισιωνιστών;
    - Πέντε γνωρίσματα επιτρέπουν να ορισθεί το ύφος και το περιεχόμενο του λόγου των ριζοσπαστών αντισιωνιστών: α) ο συστηματικός χαρακτήρας της κριτικής του Ισραήλ, μια υπερβολική και διαρκής κριτική που παίρνει τη μορφή της δημόσιας καταγγελίας και προσφεύγει στις τεχνικές της προπαγάνδας (συνθήματα, αμαλγάματα, κλπ.), β) η πρακτική του «δύο μέτρα δύο σταθμά» έναντι του Ισραήλ, δηλαδή η προσφυγή στο «διπλό στάνταρντ». Αυτή η συστηματική πρακτική της κακοπιστίας, όταν πρόκειται για το εβραϊκό κράτος, οδηγεί στη μονομερή καταδίκη του Ισραήλ, ανεξαρτήτως κάθε ανάλυσης των γεγονότων\, γ) η δαιμονοποίηση του εβραϊκού κράτους, που αντιμετωπίζεται ως η ενσάρκωση του κακού, πράγμα που προϋποθέτει μια διαρκή κατηγορία της ισραηλινής πολιτικής. Η δαιμονοποίηση αυτή θεμελιώνεται σε έναν τριπλό αναγωγισμό: τον ρατσισμό/ναζισμό/απαρτχάϊντ, την εγκληματικότητα που επικεντρώνεται στον φόνο Παλαιστίνιων (ή μουσουλμανικών) παιδιών, και τη συνωμοσία, δ) η απονομιμοποίηση του εβραϊκού κράτους, η άρνηση του δικαιώματός του να υπάρχει, άρα, η άρνηση του δικαιώματος του εβραϊκού λαού να ζει όπως κάθε άλλος λαός μέσα σε ένα κυρίαρχο κράτος-έθνος, πράγμα το οποίο προϋποθέτει να απομονώνεται το κράτος του Ισραήλ σε όλα τα επίπεδα, οργανώνοντας κυρίως εναντίον του ένα γενικευμένο μποϋκοτάζ, ε) η επαναλαμβανόμενη κλήση για την καταστροφή του εβραϊκού κράτους, που προϋποθέτει την υλοποίηση ενός προγράμματος ριζικής «αποσιωνιστικοποίησης» ή, απλούστερα, έναν πόλεμο εξόντωσης, στον οποίον το πυρηνικό Ιράν θα έπαιζε τον πρωταρχικό ρόλο.
    Η υποκατάσταση
    - Στις αναλύσεις σας εμμένετε ιδιαιτέρως στην πολύ στενή σχέση του ριζοσπαστικού ισλαμισμού με τη νέα εβραιοφοβία, το επαναλαμβανόμενο θέμα της οποίας είναι η καταστροφή του Ισραήλ. Τίθεται όμως ένα ερώτημα. Πώς μπορεί κάποιος να ασκεί κριτική στο Ισραήλ χωρίς να είναι εβραιόφοβος;
    - Ο παλιός αντισημιτισμός επιβιώνει μέσω της απλής υποκατάστασης της λέξης «Εβραίος» από τη λέξη «σιωνιστής», κυρίως στους οπαδούς της συνωμοσιολογικής σκέψης: έτσι, η «διεθνής εβραϊκή συνωμοσία» αναβαπτίζεται στην «παγκόσμια σιωνιστική συνωμοσία». Ο εξισλαμισμός των «Πρωτοκόλλων των Σοφών της Σιών», στα οποία αναφέρεται ο Χάρτης της Χαμάς, αποτελεί τον πρωταρχικό της φορέα.
    Η διεθνής συνωμοσία ερμηνεύεται με παρανοϊκό τρόπο από τους ριζοσπάστες ισλαμιστές, ως μία μεγάλη συνωμοσία κατά του Ισλάμ και των μουσουλμάνων, η οποία καθοδηγείται από τους Εβραίους. Η ίδια η ύπαρξη του κράτους του Ισραήλ θεωρείται ως η απόδειξη της μεγα-συνωμοσίας. Αν το Ισραήλ πρέπει να καταστραφεί, είναι γιατί αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας επιχείρησης που θεωρείται εγκληματική: της εγκατάστασης των Εβραίων σε μία υποτιθέμενη «γη του Ισλάμ».
    Ο εξισλαμισμός της παλαιστινιακής υπόθεσης καθιστά αδύνατη κάθε πραγματική διαπραγμάτευση που θα κατέληγε σε έναν συμβιβασμό. Σε όλο μου το έργο από τη δεκαετία του 1980, διακρίνω με σαφήνεια τον ριζοσπαστικό αντισιωνισμό από τη θεμιτή κριτική, εντός μιας φιλελεύθερης/πλουραλιστικής προοπτικής, προς την πολιτική της μιας ή της άλλης ισραηλινής κυβέρνησης, δεξιάς ή αριστερής. Η δημοκρατική κριτική της πολιτικής μιας κυβέρνησης, υπαγόμενη στη θεμιτή δημόσια αντιπαράθεση, δεν πρέπει να ταυτίζεται με την κλήση για την καταστροφή ενός κράτους-έθνους. Αυτή όμως η κλήση προς εξαφάνιση αποτελεί την καρδιά του προγράμματος του ριζοσπαστικού αντισιωνισμού.
    H «αγανάκτηση» έγινε μόδα
    - Σήμερα, στην Ελλάδα, αλλά και στην Ισπανία, έχει κάνει την αυθόρμητη εμφάνισή του ένα νέο κίνημα, οι «Αγανακτισμένοι». Στρέφεται κατά των «διεφθαρμένων» πολιτικών συστημάτων, κατά της «ολιγαρχίας». Πώς να ερμηνεύσουμε αυτές τις κινητοποιήσεις; Η «αγανάκτηση» είναι το άλλο όνομα ενός αριστερού λαϊκισμού;
    - Δεν πιστεύω ότι οι κινητοποιήσεις που φέρουν το όνομα «αγανακτισμένοι», στην Ισπανία ή στην Ελλάδα, είναι «αυθόρμητες». Βρήκαν το μοντέλο τους στις μαζικές διαδηλώσεις, οι οποίες, σε ορισμένες χώρες του Μαγκρέμπ ή του Μακρέκ, κατέληξαν σε αυτό που ο μιντιακός κόσμος, σε μια έξαρση λυρικής ψευδαίσθησης, βάφτισε «αραβική άνοιξη». Η μόνη αυθεντικότητά τους ήταν ότι άδραξαν τη μοδάτη λέξη που έθεσε σε κυκλοφορία ο ασήμαντος λίβελος του Στεφάν Εσσέλ, του ψευδο-συντάκτη της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
    Η λέξη «αγανάκτηση» είναι πανσυλλεκτική. Μπορεί να μπει σε όλες τις σάλτσες. Ποιος δεν είναι «αγανακτισμένος» για τον έναν ή τον άλλο λόγο; Σε κάθε πολιτικό κίνημα πρέπει να διακρίνουμε τη ρητορική διατύπωση από τις βλέψεις ή τις πραγματικές προθέσεις. Η ρητορική διατύπωση των «αραβικών εξεγέρσεων» πρόκρινε τα μοτίβα της «ελευθερίας», της «δημοκρατίας» και της «δικαιοσύνης», καθώς και την καταγγελία της «διαφθοράς». Η πραγματική τους στόχευση ήταν να εκδιώξουν την ιθύνουσα ομάδα («Φύγε»!): το επίπεδο μηδέν του πολιτικού προγράμματος, έκφραση μιας απόρριψης συνοδευόμενης από διακίνηση φημών.
    Αυτές οι υποτιθέμενες «επαναστάσεις» δεν ήταν παρά πραξικοπήματα, ακριβέστερα, στρατιωτικά πραξικοπήματα μεταμφιεσμένα σε νίκες του «λαού» ή της «δημοκρατίας». Στις ευρωπαϊκές δημοκρατίες, για τους «αγανακτισμένους», το διακύβευμα είναι επιπλέον να πάρουν την εξουσία (αρνητικά οριζόμενη: να εκδιώξουν από την εξουσία τους «διεφθαρμένους» ή τους «κλέφτες»), αλλά ο εχθρός δεν ορίζεται με σαφήνεια, ούτε η ομάδα διαμαρτυρίας μπορεί με επάρκεια να ταυτοποιηθεί. Οι ηγέτες δεν είναι πολιτικά αξιόπιστοι. Το πρόγραμμα είναι και σε αυτό το σημείο υπερ-μινιμαλιστικό και πλήρως αρνητικό: ενάντια στους «διεφθαρμένους» κ. λπ.
    Ο Γάλλος μαρξο-λαϊκιστής Ζαν-Λυκ Μελανσόν διατύπωσε το σύνθημα: «Να φύγουν όλοι!». Η δαιμονοποίηση του εχθρού αντικαθιστά την ανάλυση της κατάστασης και τον στοχασμό για τους πολιτικούς στόχους. Τίποτα δεν είναι πιο αξιοθρήνητο από την προσφυγή των Ελλήνων «αγανακτισμένων» στα πιο τετριμμένα προπαγανδιστικά αμαλγάματα του τύπου «Ναζί-Ναζί/Μέρκελ-Σαρκοζί». Η ναζιστικοποίηση του αντιπάλου είναι ο νέος σοσιαλισμός των ηλιθίων. Θλίβεται κανείς μπροστά στη διανοητική μιζέρια μιας τέτοιας πολιτικής αμφισβήτησης.
    Η αγανάκτηση δεν συνιστά πολιτική, εικονίζει τη σημερινή τάση προς το απολίτικο, που αντικαθιστά τον πολιτικό στοχασμό από έναν χωρίς προοπτικές ηθικισμό, ή από αντικαπιταλιστικά αναθέματα διεπόμενα από το μαγικό φαντασιακό. Οσο για τη στρατηγική, αυτή ανάγεται στην πρωτογενή πολιτική έκφραση που είναι η διαδήλωση. Ακόμα μια φορά, η «οργή» του λαού ή των μαζών ιεροποιείται. Στο βάθος, όμως, πιστεύω ότι αυτές οι κινητοποιήσεις εκφράζουν έναν φόβο του μέλλοντος, που έγινε τελείως αδιαφανές. Το μεγάλο μήνυμα που ακούγεται σε αυτές τις συγκεντρώσεις των θυμάτων της χρηματιστικοποιημένης κρίσης, είναι το αναπάντητο ερώτημα: «τι θα απογίνουμε;». Πρόκειται για ερώτημα που τίθεται όταν κάποιος είναι απολιθωμένος από το αίσθημα ότι ζει την τελική παρακμή. Συνεπώς, δεν πρόκειται τόσο για διεκδικήσεις όσο για θρηνωδίες, ενδεχομένως συνοδευόμενες από βιαιότητες. Για μιζεραμπιλισμό μάλλον, παρά για λαϊκισμό. Για περισσότερο ή λιγότερο οργισμένες οιμωγές των «θυμάτων», παρά για πραγματικές εξεγέρσεις.
    Οι απογοητευμένοι του παρόντος εμφανίζονται την ίδια στιγμή ως οι αποκλεισμένοι του μέλλοντος. Η αλήθεια αυτών των κινητοποιήσεων είναι το αίσθημα μιας ολικής αδυναμίας των πολιτικών ιθυνόντων, που έχουν παρασυρθεί από τις ανεξέλεγκτες αναταράξεις μιας χρηματιστικοποιημένης οικονομίας. Αυτό που αποκαλείται παγκοσμιοποίηση, νέα φιγούρα του πεπρωμένου, απρόσωπη και ανελέητη. Καμία απάντηση δεν είναι πλέον αξιόπιστη στην ερώτηση «Τι να κάνουμε;». Αυτό που κερδίζει έδαφος είναι η απελπισία, δηλαδή το κατεξοχήν απολιτικό πάθος. Το μίσος κατά των «σάπιων» ή των «κλεφτών» μπορεί να οδηγήσει οπουδήποτε. Περιλαμβανομένης και μιας νέας μορφής δικτατορίας, μιας μετα-φιλελεύθερης δικτατορίας.
    ία», τους «Αγανακτισμένους» 
      Ο λαϊκισμός και η Ακρα Δεξιά
    - Τον τελευταίο καιρό ιδιαίτερα, «η Ευρώπη της άκρας δεξιάς» κερδίζει έδαφος, όπως το είδαμε και με την περίπτωση των «Πραγματικών Φινλανδών». Στη Γαλλία, επίσης, η Μαρίν Λεπέν θέλει να καταστήσει σεβαστό το κόμμα της. Ποιες είναι οι αιτίες αυτής της νέας ώθησης;
    - Στη δεκαετία του 2000, γίναμε μάρτυρες της εξαφάνισης των καταστατικών στοιχείων του πεδίου της άκρας δεξιάς, όπως αυτό αναδιαμορφώθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι «νέο-» εξαφανίσθηκαν, αφήνοντας χώρο σε κινήματα ή αναδυόμενα κόμματα που δεν παρουσιάζονται ως κληρονόμοι μιας καλά προσδιορισμένης παράδοσης. «Νεο-ναζί» και «νεο-φασίστες» δεν είναι πλέον παρά φολκλορικές επιβιώσεις, έχοντας μεγαλύτερη σχέση με την «αντεργκράουντ» κουλτούρα των δεκαετιών του εξήντα και του εβδομήντα παρά με το Τρίτο Ράιχ.
    Ο, τι σήμερα εξακολουθούμε να αποκαλούμε «άκρα δεξιά», λόγω παλιάς γλωσσικής συνήθειας, συνομαδώνει και αμαλγαμοποιεί με καταχρηστικό τρόπο όλες τις περισσότερο ή λιγότερο ενορμητικές αντιδράσεις κατά της χρηματιστικής παγκοσμιοποίησης και του εξευρωπαϊσμού προς μια μεταεθνική κατεύθυνση. Αυτές όμως οι αντιδράσεις βαίνουν προς κάθε κατεύθυνση: μπορούν να ερμηνευθούν ως «πρόοδοι» ή ως «παλινδρομήσεις», νομιμοποιημένες ή μη «αντιστάσεις», αναδυόμενες μορφές ξενοφοβίας ή ταυτοτικές επιβεβαιώσεις που μένουν στο πλαίσιο του δημοκρατικού πλουραλισμού.
    Το συγκινησιακο-φαντασιακό τους φόντο είναι ο φόβος, που εντοπίζεται είτε στο παρόν (φόβος απώλειας κεκτημένων), είτε στο μέλλον (φόβος εθνοτικοποιημένων εμφυλίων πολέμων). Η διανοητική οκνηρία οδηγεί στο να ερμηνεύουμε όλες αυτές τις μαζικές αντιδράσεις αρνητικά, να τις δαιμονοποιούμε ανάγοντάς τες σε εκφράσεις μιας φαντασματικής «άκρας δεξιάς», η οποία είναι καταδικασμένη από το Νόημα της Ιστορίας. Αυτή είναι η μεγάλη ψευδαίσθηση, κληρονομιά του εγελιανο-μαρξιστικού 19ου αιώνα. Γιατί δεν υπάρχει Νόημα της Ιστορίας: η παγκοσμιοποίηση βαίνει προς κάθε κατεύθυνση, και προκαλεί αντιδράσεις που και αυτές οδεύουν προς κάθε κατεύθυνση.
    Η ενίσχυση της Ευρώπης δεν είναι περισσότερο πιθανή από την κατάρρευσή της μετά την εξαφάνιση του ευρώ, ακολουθούμενη από γενικευμένες επανεθνοτικοποιήσεις ή ανακερματισμούς, που μπορεί να ωφελήσουν τα παλιά κράτη-έθνη, αλλά που μπορεί και να ευνοήσουν τη διάλυσή τους. Το νέο «Εθνικό Μέτωπο» της Μαρίν Λεπέν εικονίζει καλά τα διφορούμενα των εθνικο-λαϊκιστικών κινημάτων: στον ιδεολογικό τους λόγο βρίσκουμε δάνεια τόσο από την ακροαριστερή αντι-παγκοσμιοποίηση όσο και στοιχεία που προέρχονται από εθνικιστικές παραδόσεις. Κάτι που τα καθιστά ταυτοχρόνως αταξινόμητα και ελκυστικά. Αλλά αυτό, ακριβώς, πρέπει να μας κάνει ώστε να τα ενσωματώσουμε στο «ομαλό» πολιτικό παιγνίδι.
    - Τι πρέπει να κάνουν οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες;
    - Οι νέοι ταυτοτικοί λαϊκισμοί ή οι λαϊκισμοί διαμαρτυρίας διαβρώνουν τις αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες εκ των έσω. Εκπροσωπούν γι' αυτές μια πρόκληση που πρέπει να την αντιμετωπίσουν με διαύγεια και κουράγιο. Αν η «εξομάλυνση» των λαϊκιστικών κινημάτων δεν επιχειρηθεί, τα παλιά κόμματα αριστεράς και δεξιάς κινδυνεύουν να χάσουν την ελκτικότητά τους, και να καταλήξουν να ταυτισθούν μέσα σε ένα αδιαφοροποίητο κέντρο έναντι του οποίου θα κατισχύσει το νέο στρατόπεδο της «αλλαγής» (μαγική λέξη σήμερα που προκρίνεται από τους δημαγωγούς), μονοπωλούμενης από τους δημαγωγούς της «αντιπαγκοσμιοποίησης».
    Αυτοί οι τελευταίοι θα βρίσκουν εύφορο έδαφος στο να καταγγέλλουν τη διεθνή «πλουτοκρατία» ή τις χρηματιστικές ολιγαρχίες, την ευρωπαϊστική «γραφειοκρατία», κλπ. Εδώ βρίσκονται τα στοιχεία του νέου λόγου της εξέγερσης «της γης των κολασμένων». Η κρίση να γενικευθεί ριζοσπαστικοποιούμενη, και οι νέοι δημαγωγοί που δεν θα αργήσουν να αναδυθούν, η πολιτική φύση εχθρεύεται το κενό, να παρουσιασθούν ως σωτήρες γοητεύοντας τα πελαγωμένα πλήθη. Αυτοί όμως οι δημαγωγοί δεν θα έχουν άλλη νομιμοποίηση από αυτή που θα τους αποδίδει το κυνηγητό των εικαζόμενων υπευθύνων των συμφορών του «λαού» τους, κυνήγι μαγισσών που θα μπορούσε να πάρει τη μορφή κλητεύσεων για εμφύλιο πόλεμο ή εκστρατειών σε περιφερειακούς πολέμους.
    Φυγή προς τα μπρος μέσα στο χάος. Τότε, η ειρωνεία της Ιστορίας θα μπορούσε να πάρει το πρόσωπο του τραγικού. Αλλά ποιος μπορεί να πιστεύει ότι η πορεία της Ιστορίας μοιάζει με αυτή ενός ήσυχου ποταμού;
    Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ