Ιστορια etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster
Ιστορια etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster

17 Ağustos 2014 Pazar

ΑΝΤΩΝΗ ΛΙΑΚΟΥ Το ιστορικό υπόβαθρο της Κρίσης στην Ουκρανία. αναδημοσιευση ΑΠΟ ΤΟ http://antonisliakos.gr/2014/03/09

Το ιστορικό υπόβαθρο της Κρίσης στην Ουκρανία

πηγη
http://antonisliakos.gr/2014/03/09/%CF%84%CE%BF-%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CF%85%CF%80%CF%8C%CE%B2%CE%B1%CE%B8%CF%81%CE%BF-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BA%CF%81%CE%AF%CF%83%CE%B7%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%BF/
(άρθρο στο σημερινό Βήμα)

Στη δεκαετία του ’90, στην Οδησσό, όταν παντού έβλεπες ουκρανικές σημαίες και άκουγες για το ουκρανικό παρελθόν της πόλης, μια ηλικιωμένα κυρία, ελληνίδα της Οδησσού, μου έλεγε:  “Από που έως που αυτή η πόλη είναι ουκρανική; Εδώ ζούσαν και ζουν Ρώσοι, Εβραίοι και Έλληνες”. Η Οδησσός ήταν μια αυτοκρατορική πόλη που ιδρύθηκε από την Αικατερίνη το 1794, δυο χρόνια μετά την εκδίωξη των Τούρκων και την ήττα των Τατάρων. Αυτοκρατορικές πόλεις ήταν επίσης η Σεβαστούπολη και η Συμφερούπολη,  τα μεγάλα κέντρα της Κριμαίας, ιδρυμένες εκείνη την εποχή και με πρόσκληση εποικισμού προς ελληνικούς πληθυσμούς.  Πώς λοιπόν η Οδησσός και η Κριμαία, βρέθηκαν στην Ουκρανία;
Η διάλυση της ΕΣΣΔ μετά το 91 δεν ακολούθησε εθνικές διαφοροποιήσεις, αλλά τα διοικητικά σύνορα εντός της παλιάς ΕΣΣΔ, στα οποία οι εθνότητες ήταν αναμεμειγμένες σκόπιμα ώστε να μην δημιουργήσουν εστίες εξουσίας. Από εθνολογική άποψη η παλιά ΕΣΣΔ ήταν ένα σύνθετο και πολύπλοκο διοικητικό σύστημα ισορροπιών και αλληλοεξουδετερώσεων. Γι αυτό είναι παρακινδυνευμένο να απολυτοποιούνται τα εθνικά τα σύνορα  που προέκυψαν το 1991.
Η Ουκρανία είναι  μια τέτοια βαθειά διαιρεμένη χώρα ανάμεσα στην ανατολή (όπου ζουν κυρίως Ρώσοι και ορθόδοξοι) και στη δύση (κυρίως ουκρανοί, ρουθηνοί και ουνίτες).  Υπάρχει επίσης εθνολογική διαφοροποίηση ανάμεσα στις πόλεις και στα χωριά.  Η βαθειά διαιρετική γραμμή που εμφανιζόταν σε όλες τις εκλογές ανάμεσα σε ανατολική και δυτική Ουκρανία, εκφράζει ιστορικές διαφοροποιήσεις   ως προς την ιστορία των περιοχών αυτών. Οι δυτικές περιοχές  έγιναν θέατρα πολέμων και κυριαρχιών ανάμεσα στους Πολωνούς, Λιθουανούς, Αυστριακούς και Ρώσους και τα σύνορα δεν ακολουθούν εθνολογικά κριτήρια ούτε προς τα δυτικά, ούτε προς τα ανατολικά. Εκφράζει όμως και το μεγάλο τραύμα του Ουκρανικού λιμού στη δεκαετία του 1930 στην οποία η δυτική Ουκρανία σπάρθηκε με τα κόκκαλα εκατομμυρίων αγροτών (oι υπολογισμοί, δύσκολοι και πολιτικά εμπρόθετοι, κυμαίνονται από 2.8 έως 7.5 εκατομμύρια). Ο λιμός αυτό αποτέλεσμα της βίαιης κολλεκτιβοποίησης, αναγνωρίστηκε από την Ουκρανία αλλά και από άλλες χώρες,  ως γενοκτονία και περιγράφεται με τον όρο Holodomor. Τα  αισθήματα αντεκδίκησης  ξεδιπλώθηκαν με την εκτεταμένη και μαζική  συμμαχία των ουκρανών εθνικιστών με τους Ναζί, στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τόσο απέναντι  στους Ρώσους όσο κυρίως με την ενεργό συμμετοχή     στην εξόντωση των Εβραίων. Στην Ουκρανία ζούσαν μεγάλες εβραϊκές κοινότητες. Σύμβολο αυτών των σφαγών είναι το  Μπάμπι γιαρ, όπου σε μια μόνη μέρα εκτελέστηκαν 30.000 εβραίοι, αναγκασμένοι να ξαπλώνουν διαδοχικά πάνω στα προηγούμενα πτώματα γυμνοί, για να διευκολυνθεί η ταφή τόσων πτωμάτων. Οι Ουκρανοί θεωρούσαν τους Εβραίους συνεργάτες των μπολσεβίκων και συνένοχους για τα δεινά τους. Η επέλαση του κόκκινου στρατού το 1944-45, σήμαινε  τιμωρία και  αντίποινα για τους συμμάχους και συνεργάτες των Ναζί, την μαζική έκταση των οποίων ελάχιστα γνωρίζουμε.  Καταλαβαίνει κανείς το σύνθετο της κατάστασης, τα αισθήματα αντεκδίκησης και τους ανοιχτούς λογαριασμούς όχι μόνο από το 1989, που φαίνεται πως δεν τελείωσε ακόμα, αλλά και από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, και από το μεσοπόλεμο. Μπορούμε να αντιληφθούμε επίσης και το ιστορικό υπόστρωμα των ναζιστών στη χώρα αυτή.
Όταν η Ουκρανία ανεξαρτητοποιήθηκε το 1991, μέσα σε μια νύχτα ο μισός πληθυσμός της αναγκάστηκε να μάθει ταχύτατα ουκρανικά, τα βιβλία ιστορίας ξαναγράφηκαν και χιλιάδες ιστορικών που έως τότε δίδασκαν την σοβιετική ιστορία τώρα θα έπρεπε να επινοήσουν την ουκρανική ιστορία. Συγγραφείς, ήρωες, μνημεία, τοπονύμια και χρονολογίες, άλλαξαν εθνολογικό πρόσημο. Όσους γνωρίζαμε ως Ρώσους έγιναν τώρα Ουκρανοί. Και εδώ θα πρέπει όμως να υπομνήσουμε  ότι το εθνικό όνομα Ρώσος είναι διφυές.  Δείχνει και τους εθνολογικά Ρώσους, αλλά και τους κατοίκους της ρωσικής αυτοκρατορίας.
Οι πολιτικοί αναλυτές τονίζουν κυρίως τους γεωπολιτικούς ή ενεργειακούς λόγους της κρίσης. Ωστόσο η κρίση αυτή γίνεται με τη μαζική συμμετοχή ανθρώπων, έχει τα χαρακτηριστικά εμφύλιας διαμάχης. Οι άνθρωποι δεν είναι  πιόνια, αλλά διαμορφώνονται μέσα από τις αντιλήψεις που έχουν για την ιστορία, μέσα από τα συναισθήματα που τους δημιουργεί η εμπλοκή με το παρελθόν τους. Οι δηλώσεις και οι αποφάσεις των πολιτικών δεν μπορούν να προσφέρουν   συνδιαλλαγή,   μεσολάβηση,   συμφιλίωση των ανθρώπων με το παρελθόν τους. Δεν είναι άλλωστε αυτός ο στόχος τους.
Θα υπάρξει ένας δεύτερος Κριμαϊκός πόλεμος; Έχουμε ξεχάσει τον πρώτο κριμαϊκό πόλεμο που έγινε το 1853-56, ανάμεσα στη Ρωσία αφενός και στην Γαλλία και Αγγλία αφετέρου που προσέτρεξαν  σε βοήθεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο πόλεμος αυτός ήταν ο τελευταίος   πόλεμος στην Ευρώπη που είχε αφορμή θρησκευτικά ζητήματα. Ωστόσο εξέφραζε τον ανερχόμενο ρωσικό ιμπεριαλισμό προς νότον. Στον πόλεμο αυτό που διεξήχθη στην Κριμαία, η  Ρωσία ηττήθηκε. Ωστόσο ο πόλεμος αυτός προκάλεσε τεκτονικές αλλαγές στην ευρύτερη περιοχή. Ακολούθηαν καθοριστικές πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις τόσο στη Ρωσία όσο και στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Στην πρώτη ως αποτέλεσμα της ήττας, στη δεύτερη επιβεβλημένες από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Η Πύλη αναγκάστηκε να αναγνωρίσει τα δικαιώματα των χριστιανών, αλλά άλλαξαν και οι κανονισμοί του Πατριαρχείου με τη συμμετοχή λαϊκών στη διοίκηση του μιλλέτ. Στον πόλεμο αυτό συμμετείχε δειλά-δειλά και η Ελλάδα, δημιουργώντας ταραχές στα ηπειροθεσσαλικά σύνορα με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Οι Αγγλογάλοι απέκλεισαν το λιμάνι του Πειραιά, αποβίβασαν στρατιωτικά αγήματα και τοποθέτησαν φιλική και δυτικοστρεφή κυβέρνηση  στην Αθήνα. Άρχισε η αρχή  του τέλους του Οθωνα, διαλύθηκε η φιλορωσική επιρροή στην πολιτική ζωή, και  ξέσπασε χολέρα στην πρωτεύουσα.
Ας ευχηθούμε ότι θα αποφευχθεί ένας δεύτερος κριμαϊκός πόλεμος. Δεν θα είναι όπως μικρότερης σημασίας οι μεταβολές στην ευρύτερη περιοχή. Θα πρέπει να τις παρακολουθήσουμε, γιατί, δεδομένης της δομής των ιστορικο-γεω-πολιτικών σχέσεων, η Ελλάδα δεν θα μείνει ανεπηρέαστη.

17 Haziran 2014 Salı

Κονδύλης, Παναγιώτης Συγκρούσεις ερήμην του πολιτισμού...αναδημοσίευΣη απο το ΒΗΜΑ 26/01/1997

Συγκρούσεις ερήμην του πολιτισμού...

Η «σύγκρουση των πολιτισμών» και οι απόψεις του Σάμιουελ Χάντινγκτον
Συγκρούσεις ερήμην του πολιτισμού...



εκτύπωση 
 
Οταν ο Samuel Huntington, υιοθετώντας μιαν έκφραση του Bernard Lewis, ανακήρυξε τη «σύγκρουση των πολιτισμών» ως το αποφασιστικό φαινόμενο της αρχόμενης κοσμοϊστορικής εποχής, ένα ρίγος διαπέρασε ευρείς κύκλους στη Δύση. Οχι μόνον επειδή ένας ακόμη μελετητής, κοντά σε πολλούς άλλους, αμφέβαλλε ότι θα επέλθει το τέλος της Ιστορίας χάρη στον οικουμενισμό του οικονομιστικού φιλελευθερισμού και των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», αλλά μάλλον λόγω της υποψίας ότι μια σύγκρουση ανάμεσα σε πολιτισμούς αναγκαστικά θα είναι σκληρότερη από άλλες συγκρούσεις, δηλαδή ένα είδος πολέμου ανάμεσα σε ράτσες, και επομένως πιο επικίνδυνη για την ανθρωπότητα από κάθε απλώς οικονομικό ή πολιτικό ανταγωνισμό. Ετσι, στον προφήτη των νέων δεινών αντιτάχθηκαν άλλοτε απλώς ανθρωπιστικές κενολογίες και άλλοτε η πεποίθηση ότι οι πολιτισμικές αντιθέσεις θα εξασθενίσουν λόγω των πνευματικών επιδράσεων της ενιαίας παγκόσμιας οικονομίας. Αλλά με αυτόν τον τρόπο η θέση του Huntington απλώς εξορκίζεται με ευχολόγια. Η ευθεία αντίκρουσή της δεν είναι δυνατή παρά μόνο αν δεχθεί κανείς ότι στο μέλλον θα γίνουν πράγματι συγκρούσεις και συνάμα αν μπορεί να αποδείξει ότι ακριβώς εξαιτίας του χαρακτήρα αυτών των συγκρούσεων δεν είναι δυνατόν να δεσπόζει ο πολιτισμικός παράγοντας ­ ότι δηλαδή ακριβώς ο χαρακτήρας των συγκρούσεων καθορίζει το ειδικό βάρος του πολιτισμικού παράγοντα και της πολιτισμικής συνείδησης των υποκειμένων, όχι αντίστροφα.
Οποιος θεωρεί τις πολιτισμικές διαφορές ως τις βαθύτερες αιτίες συγκρούσεων οφείλει να καταδείξει ποια χαρακτηριστικά στοιχεία του εκάστοτε πολιτισμού ωθούν σε σύγκρουση και γιατί αυτά δρουν ειδικά σήμερα με τέτοιαν ένταση. Αν αυτό δεν καταδειχθεί, τότε η αιτία της σύγκρουσης δεν είναι αναγκαστικά πολιτισμική, ακόμα και αν οι συγκρουόμενοι εκπροσωπούν διαφορετικούς πολιτισμούς. Ωστόσο ο Huntington δεν μεθόδευσε την ανάλυσή του με τόση επιστημονική αυστηρότητα. Μιλά σαν οι πολιτισμοί να ήσαν κατά βάση πάγιες ουσίες, οι οποίες γεννούν συγκρούσεις επειδή δεν επιδέχονται αλλοίωση. Ασφαλώς, και μόνη η ύπαρξη ενός ξένου πολιτισμού μπορεί να γίνεται αισθητή ως πρόκληση, αφού καθ' εαυτήν διαψεύδει την πεποίθηση ότι οι δικές μας αξίες είναι αυτονόητες και γενικά δεσμευτικές. Τούτο όμως δεν αποτελεί αναγκαία ή επαρκή αιτία σύγκρουσης. Γιατί αφενός γνωρίζουμε ακραίες συγκρούσεις που αναφέρονται σε κοινό πολιτισμικό έδαφος (π.χ. εμφυλίους πολέμους), αφετέρου η δυσφορία που δοκιμάζει κάποιος όταν οι ξένες αξίες σχετικοποιούν τις δικές του μεταβάλλεται σε αίσθηση υπαρξιακής απειλής και σε έχθρα μόνον όταν μια πολιτισμική κοινότητα αντιλαμβάνεται τούτη τη σχετικοποίηση ως συμβολική πράξη, την οποία αργά ή γρήγορα θα ακολουθήσουν χειροπιαστές ενέργειες ενάντια σε χειροπιαστά αγαθά. Καμία κοινότητα δεν ζει από αξίες και μόνο, γι' αυτό και καμία δεν θα 'θελε να πεθάνει σε έναν πόλεμο προς χάρη αξιών δίχως συγκεκριμένη υπαρξιακή αναφορά.
Αν οι πολιτισμοί ήταν αναλλοίωτες ουσίες και οι συγκρούσεις το αναπόδραστο αποτέλεσμά τους, τότε οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στους πολιτισμούς θα παρέμεναν αμετακίνητες, ήτοι οι φιλίες και οι έχθρες θα ζούσαν αιώνια· επίσης θα έπρεπε η αυτοσυνειδησία τους να επιβιώνει κάθε εσωτερικής και εξωτερικής αλλαγής. Αλλά η ιστορική εμπειρία μάς διδάσκει κάτι πολύ διαφορετικό. Η τοποθέτηση ενός πολιτισμού απέναντι στους άλλους και στον εαυτό του μπορεί να αλλάξει αργότερα ή ταχύτερα. Τούτη η διπλή αλλαγή επιτελείται λόγω ανατροπών στη διάταξη των ιστορικών υποκειμένων. Η λογική όμως της διάταξης αυτής είναι από την ουσία της πολιτική, επομένως η πολιτική λογική καθορίζει τελικά τις ιστορικά βαρύνουσες ερμηνείες των πολιτισμών. Οι πολιτισμικές διαφορές δεν είναι καν δυνατόν να καταλήξουν σε συγκρούσεις αν τα πολιτισμικά υποκείμενα δεν έχουν συγκροτηθεί ως πολιτικές ομάδες, οι οποίες από την πλευρά τους ερμηνεύουν την έννοια του πολιτισμού σύμφωνα με τους σκοπούς τους. Οι πολιτικοί σκοποί ­ προπαντός όσοι συνάπτονται με αγώνες αυτοσυντήρησης ­ επικρατούν κανονικά απέναντι στη φωνή του πολιτισμού (και της φυλής). Μια συγκροτημένη ομάδα μπορεί να επισείει τη σημαία του πολιτισμού της όποτε αυτό της φαίνεται πολιτικά σκόπιμο, οι καθαυτό πολιτισμικές μέριμνες όμως διόλου δεν καθορίζουν τις συγκεκριμένες πράξεις της, και μάλιστα παραμερίζονται μόλις βρεθούν σε αντίθεση με ζωτικούς σκοπούς. Θα ήταν ανόητο να υποθέσουμε ότι οι Ιάπωνες (ή έστω και οι Κινέζοι της Ταϊβάν) θα ρυθμίσουν στο μέλλον τις σχέσεις τους με τις Ηνωμένες Πολιτείες, από τη μια, και την Κίνα, από την άλλη, με κριτήριο την πολιτισμική συγγένεια. Επίσης θα πλανιόταν οικτρά όποιος θα έθετε υπό αφόρητη πολιτική και στρατιωτική πίεση τη Ρωσία πιστεύοντας ότι ανήκει έτσι κι αλλιώς στον χριστιανικό πολιτισμικό κύκλο και επομένως δεν θα μπορούσε να συμμαχήσει ποτέ με την Κίνα εναντίον της «Δύσης». Οι Ηνωμένες Πολιτείες προτιμούν τους Τούρκους από τους Ρώσους ως τοποτηρητές στον Καύκασο. Και πολλοί Αραβες συνεργάζονται με «απίστους» εναντίον των «φονταμενταλιστών» ομοθρήσκων και ομοεθνών τους.
Ο Huntington έθεσε στο επίκεντρο την έννοια του πολιτισμού για να υπογραμμίσει το γεγονός ότι τα όρια του εθνικού κράτους έχουν πλέον διαρραγεί. Η ταύτιση όμως της πλανητικής - υπερεθνικής διάστασης με την πολιτισμική διόλου δεν συνιστά λογική αναγκαιότητα. Ο «πολιτισμός» δεν αποτελεί λογικά ή ιστορικά την αμέσως υπερκείμενη έννοια του «έθνους», γι' αυτό και μετά την (υποθετική) υπέρβαση του «έθνους» ο «πολιτισμός» δεν είναι οπωσδήποτε το επόμενο κριτήριο πολιτικής συνομάδωσης. Αλλά η θεωρία της σύγκρουσης των πολιτισμών δεν σφάλλει μόνο επειδή υποτιμά τον εθνικό παράγοντα. Ακόμα περισσότερο σφάλλει επειδή υπερτιμά τον πολιτισμικό παράγοντα στην πολιτική ­ και αυτό σε μιαν ιστορική στιγμή όπου οι τρόποι ζωής σε παγκόσμια κλίμακα έχουν τόσο συμπλησιάσει και οι πολιτισμικές διαφορές τόσο μικρύνει όσο ποτέ άλλοτε, έστω κι αν παραμένουν σημαντικές. Πώς μπορεί να εξηγηθεί το παράδοξο ότι ορισμένα πολιτικά υποκείμενα ειδικά τώρα τονίζουν τις πολιτισμικές διαφορές, παραπλανώντας έτσι ορισμένους πολιτικούς παρατηρητές; Γιατί μπορεί το ειδικό βάρος της πραγματικής ή επινοημένης πολιτισμικής ιδιομορφίας να μεγαλώνει υποκειμενικά, ενώ μειώνεται αντικειμενικά; Ο τονισμός αυτής της ιδιομορφίας εξυπηρετεί την περιχαράκωση, στον σημερινό όμως κόσμο περιχαράκωση δεν μπορεί να σημαίνει στεγανή απομόνωση, που θα ισοδυναμούσε με ιστορική αυτοκτονία, παρά διαμόρφωση μιας όσο γίνεται ευνοϊκότερης αφετηρίας μπροστά σε έναν αγώνα κατανομής πλανητικών διαστάσεων. Οτι αυτό είναι το κρίσιμο σημείο κι όχι ο «πολιτισμός» καθ' αυτόν προκύπτει από ένα απλό και θεμελιώδες γεγονός. Κανένα πολιτικό κίνημα, από όσα υπερασπίζουν δικές τους πολιτισμικές αξίες ενάντια στις «δυτικές», δεν παρέλειψε ίσαμε σήμερα να υιοθετήσει κατά το δυνατόν ταχύτερα και ευρύτερα «δυτικές» τεχνολογίες και οργανωτικές μορφές στον στρατιωτικό και πολιτικό τομέα προκειμένου να επαυξήσει την ισχύ του ­ ανεξάρτητα από τις όποιες συνέπειες για την εγχώρια παράδοση. Οι πολιτισμικές διαφορές επιστρατεύονται όταν ο εξωτερικός εχθρός ανήκει σε άλλον πολιτισμό ή όταν φαίνεται σκόπιμο να στηλιτευθεί ο εσωτερικός εχθρός ως πιόνι ενός τέτοιου εξωτερικού εχθρού. Κοινωνιολογικές έρευνες έδειξαν ότι η «φονταμενταλιστική» πρωτοπορία στις μουσουλμανικές χώρες στρατολογείται κατά μέγιστο μέρος από τη διανόηση (και τη διανόηση των τεχνικών)· προσθέτουμε εδώ ότι για να κινητοποιήσει τις μάζες χρησιμοποιεί τα συνθήματα της πολιτισμικής πάλης παρόμοια όπως άλλοτε η λενινιστική πρωτοπορία χρησιμοποιούσε τα συνθήματα της ταξικής πάλης. Ασιατικές ελίτ, οι οποίες ήδη κατέχουν την εξουσία και κηρύσσουν τις «ασιατικές αξίες» (π.χ. Σιγκαπούρη), το κάνουν αυτό έχοντας ως έρεισμα μια θέση ισχύος την οποία εξασφάλισαν μέσω της ουσιαστικά επαναστατικής μετατροπής των αντίστοιχων κοινωνιών. Αν δεν είχαν επιτύχει στο πεδίο αυτό, τότε η επίκληση των δικών τους πολιτισμικών αξιών μάλλον θα έμοιαζε αξιοθρήνητη υπεραναπλήρωση, όπως συχνότατα είναι για τους αποτυχημένους ­ ο έλληνας αναγνώστης δεν χρειάζεται να ψάξει μακριά για να βρει παραδείγματα. Αν προϋποτεθεί η επιτυχία, τότε η επίκληση του ντόπιου πολιτισμού ισοδυναμεί με την αξίωση να αναγνωρισθεί κάποιος ως αυτόνομο υποκείμενο και όχι πλέον ως (αποικιακό) αντικείμενο.
Ο αγώνας κατανομής μέσα σε ορισμένες καταστάσεις μεταμφιέζεται αναγκαστικά σε σύγκρουση πολιτισμών από τότε που εξέλειψαν δύο άλλα καίρια επίμαχα σημεία. Αφού, όπως είπαμε, ακόμα και ο φανατικότερος παραδοσιολάτρης δεν μπορεί να παρακάμψει την αναγκαιότητα σύγχρονου τεχνικού εξοπλισμού, το ενάλλαγμα «ή παράδοση ή σύγχρονη τεχνική και οικονομία» ξεπεράστηκε. Επίσης όμως ξεπεράστηκε, τουλάχιστον μετά την κατάρρευση του ανατολικού στρατοπέδου, το ερώτημα αν οι αναπτυσσόμενες χώρες οφείλουν να ταχθούν υπέρ του «δυτικού» ή του «σοβιετικού» κοινωνικού μοντέλου. Γενικά, η εξαφάνιση του μαρξιστικού - λενινιστικού λεξιλογίου από τη ρητορική της παγκόσμιας πολιτικής συνεπέφερε μια μετατόπιση του κέντρου βάρους της πολιτικής επιχειρηματολογίας. Οι αντιθέσεις δεν αρθρώνονται πια στη γλώσσα αναλύσεων περί τάξεων και ιμπεριαλισμού, αλλά όλο και περισσότερο στη γλώσσα πολιτισμικών αξιών (π.χ. «ανθρώπινα δικαιώματα»), από την οποία βέβαια δεν λείπουν άμεσες ή έμμεσες αναφορές στο παρελθόν και στο παρόν της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού. Ενώ η τεχνική, όντας κοσμοθεωρητικά άχρωμη, παγκοσμιοποιείται και με τους εξαναγκασμούς της ενοποιεί τη μορφή της οικονομικής οργάνωσης, η έννοια του πολιτισμού γίνεται μέσο περιχαράκωσης στον αγώνα κατανομής, ο οποίος οξύνεται ακριβώς λόγω της παραπάνω παγκοσμιοποίησης και ενοποίησης. Και μόλις οι αγώνες οξύνονται, κάθε υφιστάμενη διαφορά εξογκώνεται και πολιτικοποιείται, αρκεί να έχει αξία συμβόλου και μέσου κινητοποίησης μαζών. Ακόμα κι όταν οι συγκρουόμενοι ανήκουν σε διαφορετικούς πολιτισμούς και επικαλούνται την πολιτισμική τους ταυτότητα, αυτό δεν αποδεικνύει την πολιτισμική αιτία της σύγκρουσης. Αν δούμε έτσι τα πράγματα, τότε βέβαια δεν αποκλείεται αυτό που σήμερα ονομάζεται «αντίθεση Βορρά - Νότου» αύριο να προβάλει ως αντίθεση μεταξύ «δυτικού - χριστιανικού» και «μουσουλμανικού» ή «κομφουκιανού» πολιτισμού. Αλλά ακόμα και στην περίπτωση αυτή θα υπήρχαν σημαντικές εθνικές εξαιρέσεις.
Ωστε η θεωρία περί συγκρούσεως των πολιτισμών περιέχει το πολύ - πολύ μια διαστρεβλωμένη και κακοδιατυπωμένη αλήθεια. Εν τούτοις θα μπορούσε ­ και νομίζω ότι αυτή είναι η πρόθεση του Huntington ­ να χρησιμεύσει ως ιδεολογικός πόλος έλξεως της «Δύσης» (υπό αμερικανική ηγεσία), αν τυχόν αυτή, για οικονομικούς και στρατιωτικούς λόγους, ερχόταν σε σφοδρή σύγκρουση με μη δυτικές Δυνάμεις. Τότε το πνευματικό κλίμα στη Δύση θα άλλαζε ακαριαία και ενάντια στην αλλαγή αυτή μάταια θα αμύνονταν (αν καθόλου αμύνονταν) όσοι σήμερα κυνηγούν τη δημοσιότητα κηρύσσοντας τη «συνεννόηση μεταξύ των πολιτισμών» ή πραγματώνοντάς την σε εξωτικά «πολυ-πολιτισμικά» συνέδρια με πληρωμένη τη συμμετοχή. Μια λεκτική συνεννόηση στο στρογγυλό τραπέζι πριν από τη λύση υλικών επίμαχων ζητημάτων δεν στοιχίζει τίποτε και γι' αυτό δεν επιφέρει και τίποτε. Τη λύση των επίμαχων ζητημάτων δεν την καθιστά δυνατή η «αμοιβαία κατανόηση» καθ' αυτήν, παρά αντίθετα: η (διαφαινόμενη, έστω) λύση γεννά την προθυμία για κατανόηση του άλλου. Ο τρόπος με τον οποίο ένας πολιτισμός ­ μέσω των σημαινόντων εκπροσώπων του ­ κατανοεί έναν άλλον αποτελεί συνάρτηση των πραγματικών σχέσεων ανάμεσα στους πολιτισμούς και αντίστοιχα μεταβάλλεται. Το ίδιο ισχύει και για την ίδια τη διακήρυξη ότι ο ένας θέλει να κατανοήσει τον άλλον ως «ίσος προς ίσον». Αν οι ίδιες εκείνες Δυτικές Δυνάμεις, οι οποίες το 1919 απέρριψαν το αίτημα της Ιαπωνίας και αρνήθηκαν να κατοχυρώσουν την ισότητα των φυλών στη Συνθήκη των Βερσαλλιών, εν έτει 1997 πασχίζουν επισήμως για την κατανόηση των ξένων πολιτισμών, αυτό δεν αποτελεί οπωσδήποτε πρόοδο της κατανόησης. Αποτελεί όμως ένδειξη μιας δραματικής μεταβολής στον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων.