24 Aralık 2014 Çarşamba

Ολοι περίμεναν ....



-Τον καιρό εκείνο όλοι περίμεναν με την ανάσα τους κομμένη πότε επιτέλους θα ξαναφανεί ο ήλιος
-Ακυρωμένος μέσα από μια ατέρμονη έκλειψη μπλεγμένος μέσα στις φυλωσσιες της σελήνης που μπήκε μπροστά και τον έκρυψε-μια νυχτα που δεν τέλειωνε ούτε κιοταν ξημέρωνε-
-Παρατεταμένα ,και, κανείς δεν άκουγε τον διπλανό του ενώ όλοι σιωπούσαν με τα μάτια στον ουρανό
-Που γινόταν μπλε μαβί ,σκοτεινά μενεξενιος κι ύστερα από ατέλειωτες ώρες κατάμαυρος
-Κι αναρωτιόντουσαν όλοι αν ’θαναι για πάντα’’ και τι άραγε θα συμβεί και ποιος ζοφερός πελεκητής ποια ρομφαία , ποιος αρχάγγελος θα εμφανιστεί στους Ουρανους;
-Και μαζεύονταν σιμά-σιμά και κουλουριάζονταν σα σκαντζόχοιροι και τα αγκάθια τους τρυπούσαν μα δε τους ένοιαζε πια
-Όχι γιατί δεν πονούσαν αλλά γιατί ένιωθαν έναν μεγαλύτερο από τον Πόνο, Φόβο
-Κι ένιωθαν γυμνοί και μόνοι και ο αυτοκράτορας ήταν πιο γυμνός και μόνος και πιο φτωχός απ’ αυτούς
Και τα χαμίνια χασκογελούσαν φωνάζοντας ‘’Κοιτάτε : Είναι γυμνοί’’
-Και σώπαναν ως και τα πουλιά .
Αλλά κι η Νύχτα


(απο την αδικοσφαγμενηΧελιδΩνα( μ-λ)

Ρουτίνα

Ρουτίνα
—————
Γλιστρούσε
Και από κάτω η ζωή κυλούσε
Απανω σιωπηλή μονοτονία
Και πλάι , ακατάπαυτη η φλυαρία

23 Aralık 2014 Salı

Συνέντευξη του Έντζο Τραβέρσο στο RedNotebook: Η ουτοπία του 21ου αιώνα θα είναι αντικαπιταλιστική ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ RedNotebook

Συνέντευξη του Έντζο Τραβέρσο στο RedNotebook: Η ουτοπία του 21ου αιώνα θα είναι αντικαπιταλιστική


Ο ιστορικός Έντζο Τραβέρσο βρέθηκε αυτές τις μέρες στην Ελλάδα, προσκεκλημένος του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς. Λίγο μετά τη διάλεξη στη μνήμη του Νίκου Πουλαντζά, με θέμα τις πολιτικές χρήσεις του παρελθόντος, συζητήσαμε μαζί του για ζητήματα της επικαιρότητας, αλλά και για τη στρατηγική της Αριστεράς του 21ου αιώνα: για την κρίση στον αραβικό κόσμο και τη ρευστότητα στην Ευρώπη της κρίσης, για τη νέα ταυτότητα της ριζοσπαστικής Αριστεράς και το ρόλο των διανοουμένων στην εποχή των «τεχνικών» της εξουσίας. Τη συνέντευξη πήρε ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος.
***
Η σφαγή των 132 μαθητών από τους Ταλιμπάν, την περασμένη εβδομάδα, ήταν η πιο αιματηρή επίθεση στην ιστορία του Πακιστάν, και μαζί μια υπόμνηση ότι ο 21ος αιώνας μπορεί να είναι πιο βάρβαρος κι από τον «σύντομο» εικοστό. Ποιες είναι οι ρίζες αυτής της βίας; Έχοντας ασχοληθεί με το φαινόμενο του ολοκληρωτισμού, θεωρείς ότι πρόκειται για μία εκδοχή του;
Δεν είμαι ειδικός του ισλαμικού φονταμενταλισμού και του τζιχαντιστικού φαινομένου, αλλά μπορώ να κάνω ορισμένες εκτιμήσεις ως ιστορικός. Θα πω καταρχάς κάτι για την περιπλοκότητα της σύγκρουσης: ξέρουμε ότι οι Ταλιμπάν υπήρξαν δημιούργημα των πακιστανικών υπηρεσιών. Από κεί και μετά, μια βία τόσο ακραία μπορεί να εξηγηθεί μόνο ως προϊόν συσσώρευσης της βίας επί δεκαετίες. Το Αφγανιστάν, απ” όπου ξεκίνησαν οι Ταλιμπάν, είναι μια χώρα σε πόλεμο από το 1978, σχεδόν χωρίς καμιά διακοπή. Ο όρος απανθρωποποίηση [brutalisation], που πρότεινε ο ιστορικός Georges Mosse για τον Α” Παγκόσμιο Πόλεμο και τις συνέπειές του στην Ευρώπη, ιδίως στη Γερμανία, μπορεί εδώ να είναι βοηθητικός. Σε μια χώρα όπως το Αφγανιστάν, που έχει ζήσει επί δεκαετίες τον πόλεμο και τους εμφυλίους, η αξία της ανθρώπινης ζωής έχει μειωθεί σε τέτοιον ασύλληπτο βαθμό, ώστε σήμερα να είναι νοητή μια τέτοια σφαγή. Υπό κανονικές συνθήκες, καμιά κοινωνία δεν μπορεί να συλλάβει ένα τέτοιο φαινόμενο. Αλλά ό,τι συμβαίνει στο Πακιστάν και το Αφγανιστάν δεν είναι κανενός είδους κανονικότητα.
Το φαινόμενο έχει αναλογέις με την περίπτωση των Ερυθρών Χμερ στην Καμπότζη. Εκείνη την εποχή, η συντηρητική ανάγνωση της κατάστασης θα αρκούνταν στην ερμηνεία ότι αυτοί εκεί είναι κομμουνιστές, άρα οπαδοί του ολοκληρωτισμού, πολύ φυσιολογικά λοιπόν σκοτώνουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για κάποιους που επί πολλές γενιές είχαν ζήσει τη βία των βομβαρδισμών, «λογικά» λοιπόν θεωρούσαν ότι ένα σχέδιο ριζικού μετασχηματισμού πέρναγε αναπόφευκτα από παρόμοια επίπεδα βίας. Νομίζω ότι πρόκειται για ανάλογα φαινόμενα.
Δεν θεωρώ ότι μπορούμε να αναλύσουμε το φαινόμενο με την έννοια του ολοκληρωτισμού. Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν άκριτα, και με έντονα ιδεολογική χροιά, όπως συνέβη εξάλλου και με τον φασισμό. Ο ολοκληρωτισμός είναι μια πολιτική θρησκεία. Στα συμφραζόμενα του 20ου αιώνα, οι πολιτικές θρησκείες υποκαθιστούν τις παραδοσιακές· σε αντίθεση με αυτές, που δεν έχουν οπαδούς αλλά πιστούς, πρόκειται για ιδεολογίες κοσμικές, με την έννοια ότι προτείνουν μια διαδικασία εκκοσμίκευσης και την διατυπώνουν με ορθολογικά επιχειρήματα. Από αυτή λοιπόν την άποψη, όχι, ο ισλαμικός φονταμενταλισμός δεν είναι μια πολιτική θρησκεία, κοσμική, που διαφοροποιείται από τις παραδοσιακές θρησκείες. Είναι μια παραδοσιακή θρησκεία που πολιτικοποιείται και ριζοσπαστικοποιείται. Η εξέλιξη αυτή έχει σχέση με την απώλεια της αξιοπιστίας και της νομιμοποίησης των κοσμικών ιδεολογιών της νεωτερικότητας.
Νομίζω ότι καταλληλότερος όρος για να περιγραφεί το φαινόμενο Ταλιμπάν είναι η συντηρητική επανάσταση. Ενώ δηλαδή οι ομάδες αυτές επιδιώκουν να εγκαθιδρύσουν ένα καθεστώς σε θρησκευτικές βάσεις, επιστρέφοντας στην καθαρότητα του Ισλάμ, τα μέσα που χρησιμοποιούν για να το πετύχουν είναι απολύτως σύγχρονα: χρησιμοποιούν τις νέες τεχνολογίες, διαχειρίζονται με επιδέξιο τρόπο τα ΜΜΕ και το Ίντερνετ, λαφυραγωγούν την κεντρική τράπεζα της κατειλημμένης Μοσούλης. Πρόκειται για σχέδιο που παραπέμπει στη Συντηρητική Επανάσταση – ένα κράμα αρχαϊκής, αντιδραστικής ιδεολογίας και νεωτερικής τεχνικής.
Στη Νοσταλγία του Απόλυτου, ο Τζωρτζ Στάινερ έγραφε κάπως κυνικά ότι η κατάρρευση του μύθου του χριστιανισμού άνοιξε το δρόμο για την άνοδο τριών σύγχρονων μυθολογιών, αρχής γενομένης από τον μαρξισμό. Τι είναι αυτό που τροφοδοτεί σήμερα τον μύθο του πολιτικού Ισλάμ;
Η άνοδος του πολιτικού Ισλάμ μπορεί να εξηγηθεί υπό το πρίσμα της ήττας κάθε γνωστού σχεδίου χειραφέτησης στον αραβικό κόσμο στη διάρκεια του 20ου αιώνα. Ο παναραβισμός απέτυχε. Ο σοσιαλισμός, το ίδιο. Τα κοσμικά εθνικιστικά κινήματα, όπως ο νασερισμός, μετασχηματίστηκαν σε στρατιωτικές δικτατορίες, εναντίον των οποίων ξεσηκώθηκαν οι πρόσφατες επαναστάσεις. Δεν υπάρχουν πια περιθώρια για τους νέους αποικιοκράτες να κυβερνήσουν με συναίνεση. Σε μια εποχή στην οποία δεν υπάρχουν πια μεγάλες ουτοπίες, μεγάλες ελπίδες, μεγάλα σχέδια που μπορούν να δημιουργήσουν ταυτίσεις και να κινητοποιήσουν, τι μένει στο τμήμα αυτό του κόσμου; Η εκ νέου ανακάλυψη του Ισλάμ, που παίρνει μια μορφή πολιτική και ριζοσπαστική.
Δεν είμαι της άποψης ότι η άνοδος του πολιτικού Ισλάμ οφείλεται στην αποτυχία της διαδικασίας εκκοσμίκευσης. Σε μεγάλο βαθμό, πρόκειται για δική μας αποτυχία. Ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός, η παγκόσμια επανάσταση και τα αντίστοιχα κινήματα στη Δύση, τα κινήματα ενάντια στο σταλινισμό στις χώρες της Ανατολής, τα αντιαποικιοκρατικά κινήματα στο Νότο –όλα αυτά τα πολιτικά σχέδια απέτυχαν. Αν λοιπόν προκύπτει μια οπισθοδρόμηση προς το Ισλάμ, είναι γιατί το μοντέλο που πρότεινε η Αριστερά στη Δύση αποδείχτηκε δυσλειτουργικό. Αντί λοιπόν να κουνάμε το δάχτυλο για όσα συνέβησαν στον ισλαμικό κόσμο, καλό θα ήταν να επερωτήσουμε το δικό μας παρελθόν. Αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, το ερώτημα που τίθεται σήμερα.
Αυτό που μπορεί να πει κανείς με βεβαιότητα είναι ότι, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και στην εκπνοή του 20ου αιώνα, εγκαθιδρύθηκε μια ανομική τάξη πραγμάτων. Ο κόσμος στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου είχε μία ορισμένη τάξη· διπολική, ασφαλώς, πάντως μια τάξη που ζύγιζε τον συσχετισμό δύναμης και είχε έναν ρυθμιστικό ρόλο, είχε όρια που δεν γινόταν να ξεπεραστούν. Μπορούσε, για παράδειγμα, να οργανωθεί μια εξέγερση στην Ουγγαρία ή την Πολωνία, αλλά οι χώρες αυτές ανήκαν αδιαμφισβήτητα στη σοβιετική σφαίρα επιρροής – εξου και όταν θα παρενέβαινε ο Κόκκινος Στρατός, η Δύση θα καθόταν να κοιτάει. Το ίδιο θα συνέβαινε σε άλλα σημεία του κόσμου με τις ΗΠΑ. Υπήρχε, λοιπόν, μια τάξη – ή, αν θέλετε, διακριτά και συγκεκριμένα στρατόπεδα.
Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ξεκινά μια περίοδος καθολικής αταξίας, πραγματικού χάους. Οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπάθησαν να επιβάλουν την ηγεμονία τους στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας νέας τάξης, εντούτοις αποδείχτηκαν αδύναμες γι” αυτό. Με τους δύο πολέμους στο Ιράκ, τον πόλεμο στο Αφγανιστάν και την επέμβαση στη Λιβύη, αυτό που κατάφεραν εντέλει ήταν να βαθύνουν την αταξία. Πέρα από την αδυναμία τους να εγγυηθούν μια παγκόσμια νέα τάξη, έκαναν σοβαρά στρατηγικά λάθη. Η προσπάθεια, για παράδειγμα, να αντιμετωπιστεί μια τρομοκρατική οργάνωση όπως η Αλ Κάιντα, που δεν είναι κράτος ή στρατός, με μέσα που χρησιμοποιήθηκαν παλιότερα κατά της Σοβιετικής Ένωσης, δημιούργησε χάος. Από εκεί λοιπόν που είχαμε μια τρομοκρατική οργάνωση γεωγραφικά εντοπισμένη, φτάσαμε σε ένα σωρό παρακλάδια, κάποια από τα οποία μάλιστα ανακηρύχτηκαν σε κράτος.
Για να έχει κανείς ένα μέτρο της αποτυχίας, αρκεί να δει ότι οι ΗΠΑ αναγκάζονται σήμερα να συμμαχήσουν με το Ιράν, έναν ιστορικό τους εχθρό, ακριβώς για να ανακόψουν την επέκταση του Ισλαμικού Κράτους. Ο ίδιος ο Ομπάμα ήταν που δήλωσε πολύ έντιμα ότι οι αμερικανοί δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν τι συμβαίνει στη Συρία και να εκπονήσουν την ανάλογη στρατηγική, με αποτέλεσμα να αντιμάχονται δυνάμεις πάνω στις οποίες τελικά αναγκάζονται να στηριχτούν.
Στο βιβλίο σου «Διά πυρός και σιδήρου» αναλύεις την περίοδο 1914-1945 ως «ευρωπαϊκό εμφύλιο πόλεμο», και την περιγράφεις ως υπαρξιακή σύγκρουση τριών παραδειγμάτων –του φιλελευθερισμού, του φασισμού και του κομμουνισμού. Όμως, ενώ η κρίση, οι ενδοευρωπαϊκοί ανταγωνισμοί και η άνοδος της Ακροδεξιάς δίνουν συχνά ερεθίσματα για αναλογίες με την εποχή εκείνη, είσαι από τους επιφυλακτικούς σε ό,τι αφορά τέτοιου είδους «χρήσεις» της ιστορίας.
Πράγματι, μια τέτοια μηχανιστική μεταφορά μου φαίνεται παραπλανητική. Ισχύει, βέβαια, ότι για να βρει κανείς μια κρίση ανάλογου βάθους με αυτήν που βιώνουμε σήμερα στην Ευρώπη, πρέπει να ανατρέξει στο Μεσοπόλεμο. Όμως, πρόκειται για πολύ διαφορετικές καταστάσεις.
Καταρχάς η Αριστερά είναι εκτός παιχνιδιού: ο ΣΥΡΙΖΑ ή το Podemos δεν είναι η Σοβιετική Ένωση της δεκαετίας του ’30. Το ίδιο ισχύει και για το φασισμό: η Χρυσή Αυγή δεν είναι ο Μεταξάς, όπως εξάλλου και η Λίγκα του Βορρά δεν είναι το καθεστώς του Μουσολίνι. Στη δεκαετία του ’30 ο καπιταλισμός βρισκόταν στο χείλος της αβύσσου. Αρκεί να διαβάσει κανείς τα έργα της εποχής. Όταν ο Κέυνς γράφει τη Γενική Θεωρία, αυτό που τον απασχολεί είναι πώς θα σώσει τον καπιταλισμό.
Το ’30 ο κομμουνισμός φάνταζε ως πιθανή εναλλακτική λύση για έναν καπιταλισμό σε κρίση, και το ίδιο συνέβαινε με το φασισμό, καθώς ο φιλελευθερισμός θεωρούνταν το παρελθόν και όχι το μέλλον: μια παρωχημένη κληρονομιά του 18ου αιώνα. Σήμερα η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική. Τα κράτη αντιμετωπίζουν μια δημοσιονομική κρίση, αλλά η κρίση αυτή, που μπορεί βεβαίως να είναι καταστροφική, δεν είναι κρίση του καπιταλισμού. Ακόμα λοιπόν κι αν δεν έχει τίποτα να προτείνει, ο καπιταλισμός δεν είναι σήμερα στο χείλος της αβύσσου. Ακόμα και όταν οικονομολόγοι ή κοινωνιολόγοι όπως ο Βαλερστάιν σκέφτονται τον θάνατο του καπιταλισμού, δεν τον σκέφτονται ως συνέπεια μιας σοσιαλιστικής εναλλακτικής λύσης. Το τέλος του καπιταλισμού γι” αυτούς σημαίνει την αντικατάσταση του καπιταλισμού με ένα άλλο σύστημα εκμετάλλευσης, καταπίεσης και ανισότητας. Εξίσου λάθος κάνουν και όσοι σκέφτονται μια διαδικασία εκφασισμού της Ευρώπης ανάλογη με αυτήν του ’30. Την εποχή εκείνη, ο φασισμός εκπροσωπούσε μια διακριτή εναλλακτική λύση: έχοντας καταφέρει να γίνει μαζικό κίνημα σε μια σειρά από χώρες, μπορούσε να αποτελέσει «χαρτί» για τις κυρίαρχες τάξεις –και ορισμένες από αυτές έπαιξαν αυτό το χαρτί για να υπερασπιστούν τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους. Δεν είμαστε εκεί σήμερα. Η επιλογή των κυρίαρχων τάξεων σήμερα είναι η τρόικα.
Φυσικά δεν υποστηρίζω ότι αποκλείεται να αλλάξουν τα πράγματα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σήμερα πολύ ευάλωτη και το ενδεχόμενο μιας κατάρρευσής της δεν μπορεί να αποκλειστεί. Για παράδειγμα, μια νίκη της Λεπέν στη Γαλλία, που αν και όχι πιθανή δεν είναι αδύνατη, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια τέτοια εξέλιξη. Σε μια τέτοια περίπτωση, λοιπόν, θα τεθεί στις κυρίαρχες τάξεις το ερώτημα πώς συνεχίζουν. Όλα αυτά όμως είναι σενάρια –και δεν πηγαίνουν μόνο προς τη μία κατεύθυνση. Παράλληλα με την άνοδο της Ακροδεξιάς, υπάρχει η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και του Podemos στην Ισπανία.
Πράγματι. Αλλά θεωρείς ότι ο κίνδυνος της διάλυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης έρχεται μόνο από την Ακροδεξιά; Θέλω να πω ότι, καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει πάει πέρα από τα εθνικά κράτη, βλέπουμε ότι στα χρόνια της κρίσης είναι εντέλει ο εθνικισμός, και όχι η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, που δίνει τον τόνο.
Κατά τη γνώμη μου, το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η υπέρβαση της εθνικής κυριαρχίας προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ενός κράτους εξαίρεσης, με την έννοια που το έθετε ο Σμιτ, ακόμα και με τη μορφή του βοναπαρτισμού: μια εκτελεστική εξουσία αυτονομημένη από κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες ή άλλα θεσμικά φρένα. Θα πρόκειται για ένα κράτος εξαίρεσης σε υπερεθνικό επίπεδο, που θα εκφράζει την αυτονομία του πολιτικού επιπέδου κατά τη σμιτιανή έννοια, στην πραγματικότητα όμως θα σημαίνει την πλήρη αυτονόμηση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Στην προσπάθεια να επιβληθεί ένα τέτοιο μοντέλο, δημιουργούνται ήδη θεσμοί που δεν υπόκεινται σε δημοκρατικό έλεγχο ή άλλους περιορισμούς. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι ένας τέτοιος «αυτόνομος» θεσμός. Κυβερνήσεις τεχνοκρατών, όπως του Μόντι στην Ιταλία, αποτελούν έκφραση αυτού του σχεδίου στην καθαρή του μορφή. Πρόκειται βέβαια για ριζικούς μετασχηματισμούς της δημοκρατίας που υπάρχει σήμερα στη Δύση. Αλλά το πείραμα βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Δεν μπορώ να πω ότι το κράτος εξαίρεσης είναι ήδη εδώ. Είμαστε ακόμα μακριά.
Στη συνθήκη που περιγράφεις, με τα επαναστατικά σχέδια του 20ου αιώνα να έχουν αποδειχτεί μη βιώσιμα, και την κοινοβουλευτική πολιτική να βρίσκει το όριό της στην ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας και την αυτονόμησή της από το δημοκρατικό έλεγχο, πώς μπορεί η Αριστερά να ξαναμπεί στο παιχνίδι;
Είμαστε ακόμα σε μεταβατική φάση –μια μελαγχολική Αριστερά. Σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό του Φρόιντ για τη μελαγχολία, πρόκειται για μια διαδικασία επεξεργασίας του πένθους για την απώλεια, που καθώς δεν καταλήγει, μονιμοποιείται και αποκτά παθολογικά χαρακτηριστικά. Το θέμα είναι να μεταστοιχειώσει κανείς αυτό το πένθος, να το κάνει κάτι άλλο – κι εδώ βρισκόμαστε σήμερα. Ο κομμουνισμός και οι μεγάλες ουτοπίες του 20ου αιώνα δεν μπορούν να διατυπωθούν ως πρόταση για το σήμερα, αλλά δεν έχει γεννηθεί ένα καινούριο πρότυπο. Αυτό ήταν το πρόβλημα με τις αραβικές εξεγέρσεις: ηττήθηκαν, γιατί δεν είχαν πίσω τους μια καινούρια ουτοπία.
Χρειάζεται να επινοήσουμε μια νέα παράδοση, αυτό δηλαδή που κάνουν ο ΣΥΡΙΖΑ και το Podemos. Τα βλέπω σαν εργαστήρια. Φυσικά, όταν δημιουργείς κάτι νέο, αναπόφευκτα θα γίνουν και λάθη. Αλλά δεν βλέπω άλλον δρόμο πέρα από αυτόν μιας πραγματιστικής Αριστεράς, που επιδιώκει να ξεπεράσει τον ιδεολογικό σεχταρισμό του παρελθόντος. Το ελληνικό και το ισπανικό παράδειγμα είναι οι δύο προτάσεις για διέξοδο που διαθέτουμε σήμερα. Στην Ιταλία, οι προσπάθειες να δημιουργηθεί μια ριζοσπαστική Αριστερά απέτυχαν και στη Γαλλία το Front de Gauche δεν κατάφερε να βγει από το περιθώριο. Η βασική του συνιστώσα, το ΚΚ Γαλλίας, μέχρι τώρα πήρε μέρος σε όλες τις αποτυχημένες εμπειρίες διακυβέρνησης μαζί με το Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Θα έλεγε κανείς για λόγους πραγματισμού…
Ενός καιροσκοπικού πραγματισμού. Ο ορίζοντας αυτής της πολιτικής ήταν η παραμονή εντός του πολιτικού μηχανισμού, χάρη σε συμβιβασμούς κορυφής με το Σοσιαλιστικό Κόμμα, χάρη σε εκλογικές συμμαχίες, και στη στήριξη, άμεση ή έμμεση, κυβερνητικών σχημάτων. Ο πραγματισμός αυτός δεν έχει καμία αξιοπιστία. Το ίδιο ισχύει και για την Κομμουνιστική Επανίδρυση στην Ιταλία, που επίσης πήρε μέρος στην κυβέρνηση της Κεντροαριστεράς.
Υποστηρίζω ότι μας χρειάζεται ένα άλλο είδος πραγματισμού, που κατά τη γνώμη μου είναι σαφώς πιο παραγωγικός. Είναι ο πραγματισμός των κινημάτων στα οποία βλέπουμε να συμπορεύονται πρώην κομμουνιστές, τροτσκιστές, αναρχικοί, εκφράσεις κοινωνικών κινημάτων με διαφορετικούς ιδεολογικούς ορίζοντες. Ιδίως στην Ισπανία έχει ξεκινήσει μια συζήτηση για τον λαϊκισμό που μου φαίνεται ενδιαφέρουσα. Και είναι σημαντικό ότι εκεί, οι επαφές μεταξύ Podemos και Ενωμένης Αριστεράς δεν καταλήγουν στη συνεργασία με το PSOE προκειμένου να επαναληφθεί η ίδια πολιτική που μας έφτασε ως εδώ.
Τα κινήματα αυτά συνέλαβαν την τομή σε σχέση με τον 20ο αιώνα. Μέχρι τότε υπήρχε ένας ορίζοντας –θα τον έλεγα ορίζοντα αναμονής. Τα κομμουνιστικά κόμματα, δηλαδή, ήταν ταυτισμένα με το σχέδιο της Μόσχας –και μπορεί εκεί να συνέβαιναν δυσάρεστα πράγματα, μπορεί τα γκούλαγκ να ήταν μια αθλιότητα, και πολλοί να έλεγαν ότι όσα γίνονται εκεί δεν αρέσουν σε κανέναν, όμως τα κομμουνιστικά κόμματα εκπροσωπούσαν το μέλλον: εγγράφονταν στην εξέλιξη της Ιστορίας. Επρόκειτο για μια μορφή ιστορικισμού, για την οποία η αναμονή του μέλλοντος δικαιολογούσε τις αντιφάσεις που παρουσίαζε το σχέδιο στο παρόν. Σε κάθε περίπτωση, υπήρχε μια γραμμή, μία κατεύθυνση για να πορευτεί κανείς –ένας ορατός ορίζοντας. Σήμερα, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Αν στο παρελθόν δεν μου άρεσε μια πολιτική, εντούτοις υποστήριζα το συγκεκριμένο κόμμα γιατί λεγόταν κομμουνιστικό και εκπροσωπούσε το μέλλον, τώρα το συγκεκριμένο κόμμα μπορεί να μου αρέσει, μπορεί να έχει ενδιαφέρουσες ιδέες και καλές προτάσεις, αλλά δεν μπορώ να το στηρίξω, ακριβώς γιατί λέγεται κομμουνιστικό.
Το Podemos θεωρητικοποιεί με τρόπο σχεδόν κανονιστικό αυτή την άρνηση της κομμουνιστικής ταυτότητας. Μπορεί κανείς να διαφωνεί, αλλά η επιλογή αυτή έχει πίσω της μια συζήτηση. Λένε ότι γεννήθηκαν από το κίνημα των Indignados, ένα αυθόρμητο νεανικό κίνημα, που δεν αναγνωρίζεται σε αυτές τις παραδόσεις και αυτές τις ιδεολογίες.
Θέτεις το ζήτημα της ιδεολογίας. Αυτές τις μέρες κυκλοφορεί το τρίτο σου βιβλίο στα ελληνικά, το «Τι απέγιναν οι διανοούμενοι». Ένας από τους τρόπους να το διαβάσει κανείς είναι ως προσπάθεια ενός κομμουνιστή διανοούμενου να ξανασκεφτεί την πνευματική του διαμόρφωση, και κυρίως, ποιος είναι ο ρόλος του σήμερα, σε μια εποχή αντιδιανοουμενισμού, που αναμφίβολα προτιμά τους τεχνικούς συμβούλους και τους ειδικούς της επικοινωνίας από τους διανοούμενους και τις ουτοπίες τους.
Η σημερινή γενιά διαμορφώνεται με εμπειρίες θεμελιωδώς διαφορετικές από εκείνες της γενιάς μου, και πολύ περισσότερο της προηγούμενης γενιάς. Στα χρόνια μου, το να αυτοπροσδιορίζεσαι ως κομμουνιστής ήταν η φυσική τάξη των πραγμάτων, κι αυτό ίσχυε σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η γενιά που πολιτικοποιείται και ριζοσπαστικοποιείται σήμερα, θεωρεί τον κομμουνισμό κληρονομιά του 20ου αιώνα, όχι όμως πραγματικότητα που αφορά το σήμερα.
Κατά τη γνώμη μου θα ήταν λάθος για τα κόμματα και τα κινήματα που συγκροτούνται σήμερα να μείνουν αγκυλωμένα στη διαμάχη για το περιεχόμενο μιας κομμουνιστικής ταυτότητας και το αν πρέπει ή όχι να λεγόμαστε κομμουνστές. Εγώ λέω τον εαυτό μου κομμουνιστή γιατί προέρχομαι από αυτή την παράδοση –δεν βάζω όμως μπροστά αυτή την ταυτότητα. Δεν το κάνω, γιατί μεταξύ άλλων έχω τη βεβαιότητα ότι ένα εναλλακτικό σχέδιο, μια καινούρια ουτοπία που μπορεί να γεννηθεί στον 21ο αιώνα, θα είναι αντικαπιταλιστική. Αν αυτή η ουτοπία θα είναι κομμουνιστική, δεν είμαι καθόλου σίγουρος. Σκέφτομαι όμως ότι το να προτάσσει κανείς την ταυτότητα ίσως αποτελεί ένα είδος διανοητικού και ιδεολογικού συντηρητισμού, που θα μπορούσε να αποβεί έως και διαλυτικός. Φυσικά, η ριζοσπαστική Αριστερά και τα κινήματα πρέπει να συζητήσουν τι μένει από την κληρονομιά του ιστορικού κομμουνισμού – να σκεφτούν, μεταξύ άλλων, το παρελθόν και την κουλτούρα τους. Αλλά να το κάνουν χωρίς σεχταρισμό. Αυτό μου φαίνεται μια πραγματιστική πολιτική που, την ίδια στιγμή, δεν ενδίδει στον καιροσκοπισμό.
Υποτίθεται ότι οι διανοούμενοι ασχολούνται περισσότερο με τις ουτοπίες. Πώς «συμβιώνουν» ουτοπία και πραγματισμός;
Το εναλλακτικό σχέδιο που χρειαζόμαστε δεν θα το φτιάξουν οι διανοούμενοι επί χάρτου. Η δική τους δουλειά είναι να το επεξεργαστούν, να προτείνουν μια πιθανή μορφή του, να το συστηματοποιήσουν. Όμως το σχέδιο αυτό είναι πρωτίστως υπόθεση της κοινωνίας και των κινημάτων της. Για να κλείσουμε δε όπως ξεκινήσαμε, δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι το σχέδιο αυτό θα προέλθει από την Ευρώπη –και όχι, για παράδειγμα, από τον αραβικό κόσμο.
Καταπώς έχουν τα πράγματα σήμερα, η κατανόηση του κόσμου δεν αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο της Δύσης. Στο παρελθόν, οι αντιαποικιακές επαναστάσεις στην Ασία ή τη Λατινική Αμερική στηρίχτηκαν σε ιδέες που γεννήθηκαν στη Δύση –στον μαρξισμό, τον εθνικισμό, τον αντιιμπεριαλισμό. Δεν είμαι σίγουρος ότι στον 21ο αιώνα  θα συμβεί το ίδιο. Δεδομένου ότι προερχόμαστε από μια ιστορική ήττα, καλό είναι να σκεφτόμαστε με μια μετριοπάθεια. Συλλάβαμε την επανάσταση ως ένα στρατιωτικό σχέδιο, γιατί έτσι λειτουργούσαν οι επαναστάσεις στον 20ο αιώνα. Αν συνεχίσουμε να τις σκεφτόμαστε έτσι και σήμερα, δεν θα έχουμε κάνει ούτε ένα βήμα μπροστά.

Γιατί οι Φτωχοι Ψηφιζουν Δεξιά ; (Στην Αμερική αλλά και εδώ;) .


κυριως ενα βιβλιο

What’s the matter with Kansas?» (2004) τουTόμας Φρανκ

1. Απο το Βημα:


Αποσπασματα:

Γιατί οι φτωχοί ψηφίζουν Δεξιά
Ιεροκήρυκες, βετεράνοι στρατιώτες, βιομηχανικοί εργάτες αποτελούν τους εκπροσώπους μιας συντηρητικής Αμερικής που διεκδικεί την ηθική αποκατάσταση της κοινωνίας, στρέφεται εναντίον των Δημοκρατικών και ακολουθείται από τους οικονομικά ασθενεστέρους
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ


«Η φτωχότερη κομητεία στην Αμερική είναι στα Απαλάχια, στον λεγόμενο Βαθύ Νότο (Deep South) (...) Στις προεδρικές εκλογές του 2000 ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών Τζορτζ Μπους συγκέντρωσε συντριπτική πλειοψηφία πάνω από 80%». Ετσι αρχίζει το βιβλίο του What's the Matter with Kansas? o Τόμας Φρανκ, ο 43χρονος αμερικανός δημοσιογράφος και αναλυτής των cultural politics, που δίνει ευανάγνωστη εικόνα της μεγάλης αντίθεσης μεταξύ πολιτικών επιλογών και οικονομικής θέσης. Ο Τόμας Φρανκ αναφέρει ότι στην Αμερική οι φτωχοί ψηφίζουν Ρεπουμπλικανούς, δηλαδή ψηφίζουν εναντίον των οικονομικών συμφερόντων τους. Τι συμβαίνει; Γεννημένος ο ίδιος στο Κάνσας Σίτι του Μισούρι, έχοντας την εμπειρία των Ρεπουμπλικανών, αφού έχει περάσει από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ο Τόμας Φρανκ χρησιμοποιεί το Κάνσας ως πεδίο έρευνας. Γράφοντας ουσιαστικά ένα μεγάλο ρεπορτάζ, το οποίο καταλαμβάνει 320 σελίδες, δείχνει πώς μια Πολιτεία με ριζοσπαστική παράδοση στρέφεται σταδιακά προς τον συντηρητισμό και εξεγείρεται εναντίον ενός υποτιθέμενου φιλελεύθερου κατεστημένου (liberal establishment), που ταυτίζεται με τους Δημοκρατικούς. Ο Φρανκ αποκαλεί αυτή τη μεταστροφή Great Backlash και την τοποθετεί στις μεγάλες αλλαγές, πολιτισμικής τάξης, που συμβαίνουν στις δεκαετίες του 1960 και του 1970......Κατά τον Φρανκ, στις Ηνωμένες Πολιτείες ο συντηρητισμός, που ταυτίζεται με τη δράση, τα προγράμματα και τις ιδέες του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος έχει δύο όψεις. Από την μία είναι ο οικονομικός συντηρητισμός, αυτός που εκπροσωπείται από επιχειρηματίες, τα πολιτικά και άλλα λόμπι τους, που διεκδικεί το αφορολόγητο της οικονομικής δράσης, πλήρη ελευθερία στις αγορές, απορρύθμιση των συστημάτων κοινωνικής προστασίας κτλ. Από την άλλη είναι ο λαϊκός ή ο λαϊκιστικός συντηρητισμός, αυτός που διεκδικεί τις οικογενειακές και χριστιανικές αξίες, ό,τι τέλος πάντων απεμπολήθηκε με την απελευθέρωση των ηθών, την ισότητα γυναικών και ανδρών, το δικαίωμα στην έκτρωση κ.ο.κ. Αυτός ο λαϊκός συντηρητισμός αγγίζει τα λαϊκά στρώματα του Κάνσας αλλά και άλλων Πολιτειών με ανάλογο προφίλ, που αναδεικνύουν τους Ρεπουμπλικανούς πρώτο κόμμα, όχι γιατί θα εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους αλλά γιατί τους θεωρούν υπερασπιστές των ηθικών αξιών.
----------------------------------------
Αυτό που χωρίζει τους Αμερικανούς (της βαθιάς Αμερικής) είναι η αυθεντικότητα και όχι κάτι πιο σύνθετο και ταυτόχρονα αποκρουστικό, όπως η οικονομία» γράφει ο Τόμας Φρανκ. Κατά τον συγγραφέα, η οργή των λαϊκών στρωμάτων κατά των ελίτ δεν είναι οικονομικού χαρακτήρα αλλά πολιτισμικού. Η «πάλη των τάξεων» έχει υποκατασταθεί από ένα είδος «πολιτισμικού πολέμου», όπου δεν κυριαρχούν θέματα όπως τα ημερομίσθια, η κοινωνική προστασία, τα μέτρα πρόνοιας κτλ., αλλά θέματα όπως οι εκτρώσεις, η θρησκεία, οι γάμοι των ομοφυλοφίλων.

Ο Τιμ Γκόλμπα είναι μια άλλη φωνή του Κυρίου. Βιομηχανικός εργάτης σε μεγάλο εργοστάσιο εμφιαλώσεως, αφιερώνει όλον τον ελεύθερο χρόνο του στον ακτιβισμό κατά της «ηθικής παρακμής». Στο στόχαστρό του, και βεβαίως στο στόχαστρο όλων όσοι ακολουθούν τον Γκόλμπα στις ομάδες και στις επιτροπές πρωτοβουλίας κατά της διαφθοράς, είναι μεγάλη γκάμα εχθρών: από τους οπαδούς του Δαρβίνου και της εξελικτικής βιολογίας ως τους λεγόμενους «κοσμικούς», τους οπαδούς της εκκοσμίκευσης σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής. Και στη χριστιανική Αμερική του Μπους η «εκκοσμίκευση» αποτελεί κόκκινο πανί. «Εργάζεται νύχτα και ημέρα για να απολαμβάνουν οι άλλοι τα κεφάλαιά τους χωρίς να έχουν εργαστεί ποτέ» γράφει ο Τόμας Φρανκ για τον Γκόλμπα, θέλοντας έτσι να δείξει τη μεγάλη αντίφαση μεταξύ της οικονομικής θέσης (βιομηχανικός εργάτης) και των πολιτικών πεποιθήσεων του ήρωά του.

Αλλη φωνή του Κυρίου είναι η Καίη Ο' Κόννορ. Η Καίη, η γιαγιά Καίη, δεν είναι κάποια απλή θρησκευόμενη νοικοκυρά. Είναι γερουσιαστής στο Κάνσας. Και παρ' όλο που είναι γυναίκα εκπρόσωπος μιας λαϊκής βάσης θεωρεί την ψήφο των γυναικών μία από τις αιτίες της αμερικανικής παρακμής και επιπλέον σύμπτωμα αυτής της παρακμής. Σύμφωνα με την Ο' Κόννορ η παραχώρηση ψήφου στις γυναίκες είναι αποτέλεσμα εκφυλισμού της κοινωνίας. Αν και γερουσιαστής η Ο' Κόννορ δεν είναι ευκατάστατη. Μάλιστα, όπως γράφει ο Τόμας Φρανκ, έχει υποθηκεύσει το σπίτι της. «Αλλά η σκέψη της» σημειώνει ο Φρανκ «μοιάζει να έρχεται απευθείας από τα πολιτικά credo των εκατομμυριούχων του 19ου αιώνα». Θα λέγαμε, μάλιστα, των εκατομμυριούχων των Πολιτειών του Νότου, που στήριξαν τη δουλεία, και μολονότι ηττήθηκαν στον εμφύλιο πόλεμο, τα εθνοτικοθρησκευτικά πιστεύω τους φαίνεται ότι συγκινούν τους «φτωχούς» των μεσοδυτικών Πολιτειών. ......


βλ επίσης


Αποσπασμα:

Μια σειρά από βιβλία αναλύουν πόσο ο συντηρητισμός έχει κυριεύσει τον «περιούσιο» λαό στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. «Αγαπώ τη χώρα μου, μισώ την κυβέρνησή μου», είναι μια φράση που δύσκολα θα εκστόμιζε ένας Ευρωπαίος. Είναι όμως αυτή που συνοψίζει τη φιλοσοφία των περισσότερων Αμερικανών, «ενός έθνους που λατρεύει εξίσου τον Θεό και τη Wall Street, τον απομονωτισμό και τον ιμπεριαλισμό, που υποστηρίζει τη θανατική ποινή και το δικαίωμα οπλοφορίας, αλλά δεν παύει να είναι η μεγαλύτερη δυτική δημοκρατία.

επισης σΤΗΝ κΑΘΗΜΕΡΙΝΗ :
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_02/07/2006_189272
ΗΠΑ, μια δημοκρατία χωρίς Δημοκρατικούς Ο γνωστός φιλελεύθερος θεωρητικός Τόμας Φρανκ εξηγεί στην «Κ» γιατί οι φτωχοί εργάτες και αγρότες ψηφίζουν Ρεπουμπλικανούς
Συνέντευξη στους Στελιο Bασιλακη - Πητερ Παππας
Οκριτικός και κοινωνικός λόγος του Tόμας Φρανκ πηγάζει από ένα παραδοσιακό αμερικανικό ριζοσπαστισμό. Μολονότι τα βιβλία του ασχολούνται αποκλειστικά με τους περιβόητους «πολιτισμικούς πολέμους» που μαίνονται στην Aμερική σε διάφορα κοινωνικά θέματα (αμβλώσεις, γάμοι μεταξύ ομοφυλοφίλων, κ.τ.λ.), το ενδιαφέρον του εστιάζεται κυρίως σε πρακτικά, οικονομικά ζητήματα και λιγότερο σε θεωρητικά (ταυτότητας, φύλου, κ.ά.). Ο Φρανκ πιστεύει ότι ακριβώς επειδή η αμερικανική διανόηση έχει αναλωθεί πάνω σε καθαρά θεωρητικές συζητήσεις, ο προοδευτικός λόγος –και ιδίως η προοδευτική πολιτική– έχει αφυδατωθεί σε επικίνδυνο βαθμό.Ιστορικές συγκρούσεις
— Γράφετε στο πρώτο σας βιβλίο, «The Conquest of Cool»: «Oσο η Aμερική ταλαιπωρείται από πολιτισμικούς πολέμους, η δεκαετία του ’60 θα παραμείνει ένα ιστορικό πεδίο σύγκρουσης». Εύστοχη παρατήρηση...
— Aυτό που ξέρω είναι ότι στην Aμερική ακόμα συγκρουόμαστε για τη δεκαετία του ’60. Γεννήθηκα το 1965, τι να θυμάμαι από τον πόλεμο του Bιετνάμ; Αλλά, οι συγκρούσεις εκείνης της εποχής είναι ιστορικής σημασίας, αποτελούν τη βάση για όλες τις μάχες που μαίνονται έως σήμερα στη χώρα.
— Γιατί νομίζετε ότι η Aριστερά έχει αποτύχει παταγωδώς να πείσει τον κόσμο ότι υπάρχουν άλλες όψεις της ιστορίας, ότι χάρις στην Aριστερά άλλαξε η χώρα προς το καλύτερο;
— Eνας λόγος για τον οποίο η Δεξιά ασχολείται και πάλι με τη δεκαετία του ’60 είναι επειδή, τελικά, βγήκε νικήτρια από εκείνη την περίοδο. O Nίξον, και μετά ο Pέιγκαν, ήταν το απόλυτο πισωγύρισμα. H ιστορία των ’60s τελειώνει με τη νίκη των δεξιών. Συνεπώς, τους αρέσει να ξαναπαίζουν το ίδιο έργο συνεχώς. H δική μας ομάδα δεν το καταλαβαίνει αυτό: θεωρούμε τα ’60s μεγάλη νίκη των φιλελευθέρων. Οντως, πετύχαμε πολλά και σημαντικά πράγματα, διαμορφώθηκαν διάφορα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα. Aλλά η αμερικανική Aριστερά πάσχει από ιστορική τύφλωση – αλλά δεν θα έπρεπε καν να λέω «Aριστερά», δεν υπάρχει κανονική Aριστερά στην Aμερική. Yπάρχουν διαφόρων ειδών εκκεντρικοί αλλά δεν υπάρχει ένα κίνημα σαν κι αυτά που υπάρχουν σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα. Kαι μέρος του προβλήματος των φιλελευθέρων στην Aμερική είναι ότι έχουν λησμονήσει γιατί –και πώς– πρωτοαπέκτησαν την εξουσία. Kατ’ αρχάς, έχουν ξεχάσει την εποχή των γονιών τους: τους Pούζβελτ, Tρούμαν, Kένεντι. Kι έχουν ξεχάσει επίσης πώς έφτασε το προοδευτικό κίνημα μέχρις εκεί. Kαι νομίζουν ότι επειδή «εμείς» έχουμε δίκιο πάνω στα διάφορα ζητήματα, θα έπρεπε να νικάμε. H σκέψη τους δεν προχωράει πολύ πέρα από αυτό το σημείο.
Κυνικό παιχνίδι
— Οταν μιλάτε για «φιλελευθερισμό», πρόκειται για το κύριο ρεύμα –το «μετριοπαθές»– του αμερικανικού φιλελευθερισμού, σωστά; Σε αντίθεση, δηλαδή, με την αριστερή πτέρυγα των φιλελευθέρων.
— Μια φορά κι έναν καιρό, η αλληλεπίδραση μεταξύ τους ήταν συχνή. O σοσιαλιστής ηγέτης Nόρμαν Tόμας ισχυρίστηκε ότι ο Pούζβελτ τού έκλεψε το πρόγραμμα. Tο εργατικό κίνημα στράφηκε τελικά προς το Δημοκρατικό Kόμμα και το κράτος πρόνοιας. Εδώ και δέκα χρόνια περίπου, ο E. Tζ. Nτίον, ο αρθρογράφος της Oυάσιγκτον Ποστ, έγραψε ένα αξιόλογο βιβλίο με τίτλο «Γιατί οι Aμερικανοί μισούν την πολιτική». Και λέει κάτι που νομίζω ότι είναι προφανές: Oι ακτιβιστές, οι ηγέτες, οι άνθρωποι που διευθύνουν και τα δύο κόμματα, προέρχονται από την ίδια κοινωνική τάξη, τα ίδια στρώματα της αμερικανικής κοινωνίας. Σε γενικές γραμμές προέρχονται από τις αστικές τάξεις και είναι επαγγελματίες που πήγαν σε καλά σχολεία. Kι αυτοί οι άνθρωποι, τόσο της Aριστεράς όσο και της Δεξιάς, παίζουν ένα πολύ κυνικό παιχνίδι ψευτο-λαϊκισμού. Συχνά όμως, οι αριστεροί δεν κατανοούν ότι οι ίδιοι δεν αρκούν για τη διαμόρφωση ενός προοδευτικού κινήματος. Xρειάζεται και ο μέσος κόσμος. Πρέπει να προσφέρεις κάτι στον μέσο άνθρωπο, στον εργαζόμενο, γιατί αλλιώς δεν πρόκειται να κερδίσεις απολύτως τίποτα. Σήμερα, οι φιλελεύθεροι δείχνουν να το έχουν ξεχάσει αυτό. Ή υποβιβάζουν τη σημασία του. Aκριβώς από πίσω σας υπάρχει ένα ράφι γεμάτο βιβλία σχετικά με το λεγόμενο φιλελεύθερο κέντρο ή τον «ριζοσπαστικό μεσαίο χώρο», ή το «ριζοσπαστικό κέντρο» –πρόκειται για ένα ολόκληρο είδος βιβλίων. Τα οποία, πάνω κάτω, μας λένε ότι η δεκαετία του ’30 δεν μας αφορά πια. Οτι αυτός ο τρόπος σκέψης ανήκει στην εποχή της Μεγάλης Υφεσης. Οτι έχουμε περάσει σε μια νέα οικονομία. Οτι δεν υπάρχει καν εργατική τάξη, αλλά μόνο επαγγελματίες. Σε αυτούς πρέπει να απευθυνθούμε από εδώ και πέρα. O μέσος Aμερικανός ξεγράφεται. Aυτή είναι η βαθύτερη ιστορία πίσω από το βιβλίο μου «Tι συμβαίνει με το Kάνσας;».Χρήμα και πολιτική
— Σχετικά με τον μέσο Aμερικανό, και οι Pεπουμπλικάνοι δεν απευθύνονται σ’ αυτόν; Τουλάχιστον όσον αφορά τα οικονομικά συμφέροντά του.
— Oχι, καθόλου. Προσπαθούν κάθε τόσο, αλλά δεν τους βγαίνει. Γι’ αυτό έχουμε τους πολιτισμικούς πολέμους. Aυτό είναι το άλλο στοιχείο που οι φιλελεύθεροι δεν μπορούν να καταλάβουν. O κόσμος τούς το έχει πει, ξανά και ξανά, αλλά δεν το καταλαβαίνουν. Aν είδατε το συνέδριο των Δημοκρατικών το 2004, έκαναν λες και ήταν το κυβερνών κόμμα, παρ’ όλο που δεν βρίσκονται στην εξουσία σε κανέναν από τους τρεις κλάδους της κυβέρνησης. Ωστόσο, παρουσιάστηκαν στο συνέδριό τους αυτάρεσκοι. Aν βλέπατε αντιθέτως στο συνέδριό τους τους Pεπουμπλικάνους, ήταν έξαλλοι, με σφιγμένες γροθιές στον αέρα. Oι Pεπουμπλικάνοι είναι κόμμα διαμαρτυρίας. Eίναι οργισμένοι: είναι κόμμα που φαντάζεται ότι επαναστατεί. Χρησιμοποιούν τον όρο, «Pεπουμπλικανική Eπανάσταση». Oι Δημοκρατικοί έχουν χάσει αυτή τη ρητορική δεινότητα. Eνας λόγος, όπως είπα, είναι ότι όλοι προέρχονται από τις αστικές τάξεις. Eνας άλλος λόγος είναι ο ρόλος του χρήματος στην αμερικανική πολιτική. Eάν θέλεις να καταλάβεις κάποιο αξίωμα στην Aμερική, μια θέση στο Kογκρέσο ή στην Γερουσία, χρειάζεσαι εκατομμύρια δολάρια. Kαι αυτό σημαίνει ότι μόνο δύο είδη ανθρώπων μπορούν να αποκτήσουν κάποιο αξίωμα: οι ανεξάρτητα πλούσιοι ή εκείνοι που μπορούν να συγκεντρώσουν χρήματα από την επιχειρηματική κοινότητα. Kαι για να συγκεντρώσεις αυτά τα χρήματα από την επιχειρηματική κοινότητα, θα πρέπει να είσαι υπέρ των επιχειρηματιών.
Χωρίς εργατικό κίνημα
— Γράφετε επίσης στο «The Conquest of Cool» ότι καθώς η βιομηχανία της διαφήμισης σφετερίστηκε το «cool» ύφος των «Σίξτις» –την έννοια του «μη συμβατικού» εναντίον του «συμβατικού»– η αριστερά έχασε το ενδιαφέρον της για βασικά οικονομικά ζητήματα.— Σωστά. Η αριστερή-φιλελεύθερη φιλολογία εκείνης της περιόδου προβάλλει την εικόνα μιας κοινωνίας στην οποία όλα αυτά τα ζητήματα έχουν λυθεί. Aλλά όλα εκείνα τα προβλήματα επέστρεψαν. Σε τελική ανάλυση, η δεξιά δεν πολυενδιαφέρεται για τους πολιτισμικούς πολέμους. Μπορεί να ενδιαφέρεται ο απλός λαός, αλλά κάθε φορά ξεπουλιέται από τους ηγέτες του, οι οποίοι έχουν το βλέμμα στραμμένο στο στόχο τους, που είναι να ανατρέψουν τη δεκαετία του ‘30, να ξεφορτωθούν το Nιου Nτιλ.
...............................................................................................................................

— Ο κόσμος εδώ κάνει συσχετισμούς, αλλά όχι απαραίτητα με αυτόν τον τρόπο. Eνα καλό παράδειγμα είναι η τιμή της βενζίνης, για την οποία οι Aμερικανοί είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι. Πήγε στα ύψη πέρυσι και οι λόγοι γι’ αυτό συζητήθηκαν πολύ. Aλλά αυτό έγινε επειδή είναι εύκολο να κατηγορείς τους Aραβες.
Οι Αμερικανοί αγρότες
— Oταν μπήκαμε στο τρένο σήμερα το πρωί και ανοίξαμε την εφημερίδα, πρωτοσέλιδο άρθρο έλεγε ότι ο Mπους έδινε επτά δισ. δολάρια στις πετρελαϊκές εταιρείες. Ο κόσμος δεν τα καταλαβαίνει αυτά; Πρόκειται για παθολογία. Eίναι ακατανόητο.
— Kοιτάξτε, οι δημοσκοπήσεις συνεχώς δείχνουν ότι οι απόψεις του λαού πάνω σε οικονομικά ζητήματα είναι φοβερά πιο αριστερές από οποιονδήποτε Aμερικανό πολιτικό. Oι πετρελαϊκές εταιρείες είναι μάλλον ανάμεσα στις πιο μισητές οντότητες για τους Aμερικανούς. Ωστόσο, κοιτάξτε ποιον έχουν για πρόεδρο. Oι αγρότες είναι ένα άλλο παράδειγμα. Eχεις τρεις ή τέσσερις μεγάλες πολυεθνικές, ουσιαστικά ένα ολιγοπώλιο που ελέγχει τις τιμές, στους οποίους ο αγρότης πουλάει την παραγωγή του. Πρόκειται για κλασική περίπτωση, που απαιτεί την επέμβαση των αντιμονοπωλιακών αρχών, αλλά να που δεν γίνεται. Eάν ρωτήσεις έναν αγρότη στο Kάνσας ή στις περισσότερες μεσοδυτικές πολιτείες για την Kονάγκρα ή την Aρτσερ Nτάνιελς Mίντλαντ ή για οποιαδήποτε μεγάλη εταιρεία «agribusiness», τις μισούν. Aλλά όταν τους ρωτήσεις γιατί τότε ψηφίζετε τους Pεπουμπλικάνους –δεδομένου ότι στην πλειοψηφία τους αυτοί οι άνθρωποι ψηφίζουν τους Pεπουμπλικάνους– σου απαντούν: Μα τι σχέση έχει τώρα αυτό; Και το λένε αυτό επειδή δεν βλέπουν διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων, για το οποίο ώς ένα βαθμό έχουν δίκιο. Oι Δημοκρατικοί θα μπορούσαν να έχουν προσελκύσει αυτό το μέρος του αμερικανικού λαού, αλλά δεν το έχουν επιχειρήσει. Δεν γνωρίζουν τίποτα γι’ αυτούς και στην ουσία δεν τους ενδιαφέρει.Aυτό που δεν ανέφερα, και είναι σημαντικό, είναι ότι οι πολιτισμικοί πόλεμοι είναι ελκυστικοί για τους Pεπουμπλικάνους ακριβώς επειδή έχουν κάτι το λαϊκίστικο. Πρόκειται για τον αγώνα του μικρού ενάντια στους ισχυρούς. Eτσι, ενώ δεν αφορά την οικονομία, ελκύει τους ανθρώπους σε δύσκολους καιρούς. Στο παρελθόν, ο καθημερινός λόγος των φιλελευθέρων άγγιζε τον κόσμο επειδή επρόκειτο για την οικονομία: το μήνυμά τους στον μέσο πολίτη επιβεβαιωνόταν από την καθημερινή εμπειρία. Ομως όχι πλέον· πρόκειται για μια διανοουμενίστικη στάση.
Νέα εξαγριωμένη γενιά
— Eίστε πολύ απαισιόδοξος...
— Oι πολιτισμικοί πόλεμοι θα μας ταλαιπωρούν για πολλά χρόνια. Oταν ήμουν νεότερος, ο κόσμος έλεγε, αυτό θα σβήσει. Oι άνθρωποι θα ξεχάσουν τα ’60s, αυτός ο θυμός μέσα τους θα εξασθενήσει. Aλλά έχει συμβεί το αντίθετο. Πρόκειται για μια νέα εξαγριωμένη γενιά. Εχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι πολιτισμικοί πόλεμοι είναι κατά κάποιον τρόπο μόνιμο χαρακτηριστικό της μαζικής μας κουλτούρας. Tο Xόλιγουντ, η τηλεόραση... Kοιτάξτε την κουλτούρα γύρω σας. Οι πολιτισμικοί πόλεμοι είναι μια φυσική αντίδραση σ’ αυτήν. Οσο θα παράγουμε αυτό το είδος πολιτισμού, θα έχουμε τους πολιτισμικούς πολέμους. Βάλτε την τηλεόραση: είναι προσβλητική. Είναι τόσο άθλια που την έχω απαγορεύσει στα παιδιά μου. Aλλά τα μαζικά μέσα ενημέρωσης κάνουν αυτό που κάνουν για δομικούς λόγους, επειδή είναι αυτά που είναι, και δεν πρόκειται ν’ αλλάξουν. Και λόγω αυτών των μέσων, έχεις αθέλητη «παράπλευρη ζημιά». Αλλά πώς να διανοηθεί ο κόσμος γιατί τα πράγματα έχουν έτσι όπως έχουν; Γιατί η βιομηχανία της κουλτούρας κάνει αυτό που κάνει; Δεν τολμούν να τα συλλογιστούν όλα αυτά επειδή συνεπάγονται την αμφισβήτηση της ελεύθερης αγοράς. Η οποία αποκλείεται· δεν γίνεται. Kι έτσι έχουμε αυτή την αλλόκοτη συζήτηση «περί πολιτισμού» στην Aμερική, όπου είμαστε συνεχώς προσβεβλημένοι ή έξαλλοι, αλλά δεν μπορούμε να πούμε γιατί ή τι φταίει γι’ αυτή την κατάσταση
.

«Ο πιο τολμηρός κριτικός της κουλτούρας»
ο Tόμας Φρανκ :Tο πρώτο του βιβλίο, «The Conquest of Cool» (1995) αποτελεί επέκταση της διδακτορικής του διατριβής, ενώ με το δεύτερο βιβλίο του, «One Market under God», εξέφρασε την άποψη ότι μέσα στη δεκαετία του 1990 επικράτησε «μια νέα ορθοδοξία που αναθεμάτισε κάθε εναλλακτική θεώρηση περί δημοκρατίας, ιστορίας και των διεθνών σχέσεων». Mε το τρίτο του βιβλίο, «What’s the matter with Kansas?» (2004) τράβηξε την προσοχή των αμερικανικών MME. Σε αυτό, ο Φρανκ ανέλυσε το παράδοξο φαινόμενο που θέλει τις αμερικανικές εργατικές τάξεις να στηρίζουν συντηρητικές πολιτικές και κυβερνήσεις μολονότι είναι επιζήμιες για την οικονομική τους κατάσταση, ενώ παράλληλα ανέπτυξε έναν προβληματισμό πάνω σε αυτό που σήμερα θεωρείται «Aριστερά» στις HΠA.......


22 Aralık 2014 Pazartesi

Gill Page , οι Έλληνες πριν τους Οθωμανούς , ο Εθνισμός στο Ύστερο Βυζάντιο ,



Gill  Page , οι  Έλληνες πριν τους Οθωμανούς , ο Εθνισμός στο Ύστερο Βυζάντιο , μετάφραση Γιάννης Αβραμίδης- Αργύρης  Παπασυριόπουλος .εκδόσεις Θύραθεν-Cambridge University Press, 2014
             ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΡΙΝ ΤΟΥΣ ΟΘΩΜΑΝΟΥΣ // Ο ΕΘΝΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΥΣΤΕΡΟ ΒΥΖΑ                                                 
                                                               Του  Πέτρου Π. Θεοδωρίδη
Η Gill Page  ,ειδικευμένη  στην Μεσαιωνική βυζαντινή ιστορία με  διδακτορική διατριβή με θέμα την ελληνική εθνοτική ταυτότητα   στα χρόνια της Φραγκοκρατίας, με το βιβλίο της  αυτό,  αναδεικνύει άγνωστες πτυχές του Βυζαντινού ύστερου Μεσαίωνα ,αποκαλύπτει τις νοοτροπίες και ιδεολογίες της εποχής εκείνης, εστιάζοντας ιδιαίτερα στις εθνοτικές ταυτότητες των Ελλήνων και στις σχέσεις τους με τους δυτικούς κατακτητές. Ας δούμε μερικές από τις  παρατηρήσεις αυτού του άκρως ενδιαφέροντος βιβλίου  :
Σύμφωνα  με την Page  μπο­ρούμε πράγματι να μιλάμε για ύπαρξη ρωμαϊκής εθνοτικής ταυτότητας την παραμονή της φρα­γκικής κατάκτησης του 1204.Τούτη η ταυτότητα είχε τρεις μείζονες συνιστώσες:πο­λιτική, θρη­σκευτική και πολιτισμική. Η πολιτική συνιστώσα εδραζόταν στο γεγο­νός της αυτοκρατορικής εξουσίας της Κωνσταντινούπολης και, δυνάμει, την μοιράζονταν από κοινού οι υ­πήκοοι της αυτοκρατορίας. Η ρω­­μαϊκή αυτοκρα­τορική εξουσία συνδεόταν άμεσα με την ιδέα ότι ό­λοι ό­σοι ζούσαν εντός των συνόρων της ήταν Ρω­μαίοι η ιδιό­τη­τα του Ρω­μαίου α­ντιπαραβαλλόταν με εκείνη του βαρβάρου, στη βάση ε­νός δυ­α­δικού μοντέλου: οι Ρωμαίοι ήταν αρ­χαίοι και πολιτισμένοι, οι βάρβαροι ήταν νεήλυδες, νομάδες και χωρίς αξιόλογους θεσμούς· οι Ρω­μαίοι ήταν χρι­στιανοί, ενώ οι βάρβαροι πα­γα­νι­στές· οι Ρωμαίοι ζού­σαν ε­ντός της ε­πικράτειας, οι βάρβαροι εκτός: δεν είχαν πόλεις, ήταν νομάδες, ζούσαν στην ύπαιθρο, δεν είχαν γραπτούς νόμους, η συμπε­ρι­­­­φο­ρά τους ήταν ανεξέλεγκτη. δεν ήξεραν ελληνικά, ήταν απαίδευτοι.
 Ιδιαίτερα σε  ότι αφορά στη θρησκευτική συνιστώσα της ρωμαϊκής ταυτότη­τας η συγγραφέας  μας θυμίζει πως  η Βυζαντινή Ρωμαϊκή αυτοκρατορία –η οικουμένη– ήταν η επί γης βασιλεία των χριστιανών· το να είσαι χριστιανός σή­μαι­­νε ότι ήσουν υπήκοος της αυτοκρατορίας, και αντιστρό­φως. Συ­νε­πώς ο ρόλος του αυτοκράτορα ως επίγειου ηγεμόνα ή­ταν ιερός.Παρ’ ότι υπήρχαν ανέκαθεν θρησκευτικές αι­ρέσεις ε­ντός της βυζαντινορωμαϊκής οικουμένης, το ορθόδοξο δόγ­μα σταδι­α­κά επι­βλή­θηκε ως το μόνο έγκυρο και συνδέθηκε στενά με τον αυτο­κρα­τορι­κό θεσμό· οι δεσμοί σφυρηλατήθηκαν την πε­ρί­ο­­δο της Εικο­νο­μαχίας κυ­ρίως  οπότε η νομι­μό­τη­­τα της εξουσίας συν­δέ­θηκε άρρηκτα με την θρη­σκευτική Ορθοδοξία.
Αυτή όμως η πολι­τι­κή έκφαν­ση της θρησκευτικής ταυτότητας συνάντησε μεγάλες δυ­σκο­λίες καθώς συγκροτούνταν πολ­­λά χριστιανικά κρά­τη που δεν α­να­­γνώ­ρι­ζαν την βυζαντινορωμαϊκή υπεροχή – είτε με την έν­νοια της πο­λι­τικο-θρησκευτικής πρωτοκαθεδρίας, είτε με την έννοια ότι δεν α­να­γνώ­ρι­ζαν την ορθότητα της Ορθοδοξίας. Οι εξωτερικές εκ­φάν­σεις της ορ­θό­δο­ξης θρησκείας ταυτίζονταν ολοένα και πε­ρισ­σό­τε­ρο με τη ρω­μα­ϊ­κό­τητα, με τρόπο που περιόριζε την Ορθόδοξη πί­στη σε μία μόνο ο­μάδα Χριστιανών, ώσπου τελικά ήταν φανερό πως μό­­νο οι Ρω­μαίοι μπο­ρού­σαν να είναι Ορθό­δο­ξοι, πράγμα που ερχόταν σε αντί­φα­ση με το ιδεώ­δες του θρησκευτικού οικουμενισμού. Από την άλλη, η Ορθοδοξία εξαπλωνόταν πέρα α­πό τα σύνορα της βυζαντινο­ρω­μαϊ­κής επικράτειας· έτσι το κράτος έ­χανε την αποκλειστικότητα του ιε­ρού του ρό­λου και, με­γάλο μέρος του ιδεολογικού του ο­­πλο­στα­σίου. Η  ταξινόμησή των βαρ­βάρων γινόταν όλο και πιο δύσκολη όταν αυτοί άρχισαν να εκχριστιανίζονται (π.χ οι Βούλ­γα­­ροι) και  σχηματίστηκε  έτσι   μια σκιώδη ζώνη που ιδεολογικά δεν ή­ταν ούτε ρω­μα­­ϊκή ούτε εξ ολοκλήρου βαρβαρική: οι « μιξοβάρβαροι»
Πέρα από την  πο­λιτική και τη θρησκευτική όψη της,η βυζαντινορωμαϊκή ταυτότητα –σύμφωνα πάντα με την Gill  Page  -είχε και την γλωσσική. Στην ανατολή τα ελληνικά πάντα υπήρχαν ως μια –τουλάχιστον παράλληλη– γλώσσα , πάνω απ’ όλα ήταν η γλώσσα της καθη­με­ρι­νής επικοινωνίας, των συναλλαγών και του πολιτισμού, η  γλώσσα της φιλοσοφίας και  η πιο χρήσιμη κοινή γλώσσα . Για την εθνο­τι­κή ρω­μαϊ­κή ταυτότητα η ελληνομάθεια είχε θεμελιακό χαρακτήρα. Όμως θα πρέπει να ξεχωρίσουμε  την τεράστια πλειονότητα η οποία δεν είχε καμία εκπαίδευση  από την πολύ μικρή μειονότητα εκείνων που σπού­δα­ζαν στην Κωνσταντινούπολη και εξοικειώνονταν με τα αρχαία πρότυ­πα. Απόρροια του τεραστίου χάσματος παιδείας ανάμεσα στην άρ­χου­σα ε­λίτ και τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού ήταν η διγλωσσία .Παιδεία και γλώσσα ήταν ένας διχαστικός παράγοντας με­τα­­ξύ πρωτεύουσας και ε­παρ­χιών.
Στις συνθήκες κρίσης του 12ου αιώνα, κατά την Gill  Page,η ελληνική γλώσσα έγινε ακόμη πιο σημαντική ως τρόπος αυτο­προσ­διορισμού μιας ομάδας πολιορκημένης από άλλες α­πει­λητι­κές ο­μά­δες. Οι Φράγκοι  εν τελει  με­τέβα­λαν και τα γλωσσικά  δεδομένα: τα ελληνικά, εν μέρει τουλάχιστον, έπαψαν να εί­ναι η γλώσσα της εξουσίας
Η ονοματοθεσία Ελλην και Γραικός  ενείχε και αυτή την σημασία της σύμφωνα με την συγγραφέα:      Στη χριστιανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, για αιώνες η χρήση του ονόματος  ‘Ελληνείχε μει­ωτικό χαρα­κτή­ρα καθώς .τα ελληνικά θεωρούνταν  γλώσσα του πα­γα­νισμού στο εσωτερικό της ανατολικής αυτοκρατορίας. Όμως παρά τις αρνητικές συνδηλώσεις, ο ελληνισμός απέκτησε τεράστια σημασία στους κύκλους της κωνσταντινουπολίτικης ελίτ του 12ου αιώνα. Ορισμένοι Βυζαντινορωμαίοι συγγραφείς άρ­χισαν να αυτοαποκαλούνται  Έλληνες, και το  Ελλην --σύνδεση με ένα έν­δοξο παρελ­θόν- χρησιμοποιήθηκε προς επίρρωση του κύρους των Βυζαντινορωμαίων. Πέραν της κωνσταντινουπολίτικης ελίτ ό­μως, οι α­ντι­λήψεις για τους αρχαίους ήταν πολύ διαφορετικές, από τον μεσαίωνα μέχρι τα νεώτερα χρό­νια η λα­ϊ­κή α­ντί­­­ληψη για τους Έλληνες ήταν πως υπήρξαν κάποτε στο πα­ρελ­θόν μια μυθική φυλή γι­γά­ντων
 Στους πρώτους αιώνες της αυτοκρατορίας, το εθνώνυμο Γραικός, που προέρχεται από τη λατινική ονομασία για τους αρχαίους Έλ­λη­νες, χρησιμοποιούταν ευρέως, ως λιγότερο μειωτικό, αντί του  Ἕλλην .Ωστόσο, από τον 9ο αι­ώνα και μετά το Γραικός περιέπεσε σε αχρησία, εξαιτίας του ότι οι δυ­τι­κοί α­ποκαλούσαν έτσι (Graeci) τους κατοίκους της αυτοκρατορίας και τον ηγεμόνα τους imperator Graecorum. Οι βυζαντινορωμαίοι το εισ­έ­­πρατταν ως προσ­βολή, ως άρνηση της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής κλη­ρονομιάς τους.
Για την συγγραφέα η  φραγκική κατάκτηση υπήρξε γεγονός καταλυτικό για τη βυ­ζα­ντινορωμαϊκή ταυτότητα: Επέφερε μια ρήξη ανάμεσα στη ρωμαϊκή θρη­σκευ­τι­κή ταυτότητα και την αντίστοιχη πολιτική και σφυρηλάτησαν  νέες εθνοτικές ταυτότητες. το γε­γο­νός ότι οι α­­­­­φέντες ήταν Λατίνοι και όχι Ρωμαίοι ανέδειξε τις πολιτι­σμι­κές και θρη­­­σκευτικές διαφορές μεταξύ Ρωμαίων και Λατίνων, δίνο­ντάς τους πρόσθετη δύναμη ως εκδηλώσεων της ρωμαϊκότητας κόντρα στη «λα­τι­νικότητα», κι έτσι, μέσω της διαφοράς, οι υ­πο­τελείς Ρωμαίοι απέκτη­σαν μια νέα αίσθηση ομαδικής ταυτότη­τας. Με τη σειρά της, η ε­θνο­­τι­κή έννοια της ρωμαϊκότητας, έκφανση της οποίας ήταν τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, ήρθε σε πρώτο πλάνο. Μπορούσες τώρα να είσαι Ρω­­μαίος χωρίς να είσαι υπήκοος του αυτοκράτορα των Ρωμαίων,πράγ­­­μα που αποδυνάμωνε το κύρος της αυτοκρατορίας.

Η Gill  Page θεωρεί ότι  επί Παλαιολόγων, αναζωογονήθηκε γι’ άλλη μια φορά η ιδέα περί πε­πρω­μέ­νου της αυτοκρατορίας, ενώ παράλληλα επιδιώχτηκε η αναψηλάφηση του αρχαιοελληνικού πα­ρελ­­θόντος. Όμως έξω από τους κύκλους της μορφωμένης ελίτ, η πολιτική -αυτοκρατορική συ­ν­ιστώσα της ρωμαϊκής ταυτότη­τας έχανε τη σπου­δαι­ότητά της, ενώ οι φραγκικές κατακτήσεις έδωσαν περαιτέρω ώθη­ση στις χωριστικές τά­σεις που είχαν ήδη εκδηλω­θεί στα τέλη του 12ου αιώνα. Παρ’ όλο που οι Βυ­ζαντινορωμαίοι μπόρεσαν να επανε­δραι­ώ­σουν την εξουσία τους στην Πε­λοπόννησο τον 14ο αιώνα, για πολλούς ντόπιους η ρω­μαϊκή ταυτότητα σχετιζόταν πολύ περισσότερο με την καταγωγή, και  την Ορθοδοξία και την πολιτισμική σκευή.Η φρα­γκική κατάκτηση διέσπασε τον ρωμαϊκό κόσμο, οπότε εμφανίστηκαν βιώσιμες εναλλακτικές μορφές εξουσίας είτε δυ­τι­κών είτε ντόπιων αρ­χόντων, που μπόρεσαν να εκ­μεταλλευ­τούν το χάος που είχε προκύψει. Από την άλλη, η στάση απέναντι στους δυτικούς δεν ήταν η ίδια πα­ντού, αλλά κυμαινόταν ,από τη λυσ­σαλέα αντίδραση μιας μερίδας των Κωνσταντινουπολιτών μέχρι τα θολά ε­θνοτικά περιγράμματα στην Πελοππόννησο: η συγγραφέας  υπενθυμίζει ότι σε μερικές δημώδεις μυθιστορίες της εποχής υπάρ­χουν ι­σχυρές εν­δεί­ξεις ότι ορισμένοι δυ­τικοί τρόποι και στυλ είχαν γίνει αντικείμενο θαυμασμού.
Με  ενδελεχή  ανάλυση των πηγών  της περιόδου , με γραφή πυκνή και στιβαρή , με λόγο επιστημονικό και όχι  ιδεολογικό το βιβλίο της Gill  Page αποτελεί ένα  πολύτιμο βοήθημα  τόσο για ιστορικούς της υστεροβυζαντινής  εποχής όσο και για μελετητές των ιστορικο-κοινωνικών  φαινομένων του     έθνους και εθνικισμού.

·