Είναι δύσκολο να εξιχνιάσει κανείς τις φωνές των απλών Γερμανών στα χρόνια του πολέμου. Οι αναφορές της αστυνομίας και της Γκεστάπο φιλτράρονταν σε διάφορα επίπεδα, και ήταν διατυπωμένες έτσι ώστε αφ' ενός να αναδεικνύουν την εθνική ομοψυχία και αφ' ετέρου να αξιολογούν τη διαφωνία. Δύο ανεπίσημες αναφορές, και οι δύο από τη δυτικογερμανική πόλη Μύνστερ, παρέχουν αξιόπιστες πληροφορίες για τις συζητήσεις μεταξύ πολιτών σχετικά με τον εκτοπισμό των Εβραίων. Σε ένα αδημοσίευτο «χρονικό του πολέμου», ένας ανώνυμος ιστορικός άφησε την εξής αναφορά, Δεκέμβριο του 1941:
Σήμερα, πήρα μέρος στον έλεγχο που κάναμε σε δυο ακόμη ταβέρνες και αναμείχθηκα με τους πελάτες στο μπαρ. Σε αυτό το δεύτερο μέρος, στην Έγκιντιστράσσε, καθώς στέκομαι ανάμεσα σε δημόσιους υπαλλήλους, τεχνίτες και επιχειρηματίες, ακούω πως όλοι οι Εβραίοι θα υποχρεωθούν να εγκαταλείψουν το Μύνστερ μέχρι τις 13 του μηνός. Η είδηση πυροδότησε ζωηρές συζητήσεις. Οι περισσότεροι θαμώνες στο μπαρ συμφωνούν πλήρως με το μέτρο. Οι Εβραίοι θα μπουν σε μεγάλα στρατόπεδα εργασίας στην ανατολή ώστε να δουλεύουν εκεί, και συγχρόνως θα απελευθερώσουν διαμερίσματα στο Μύνστερ, που είναι απολύτως απαραίτητα. Σωστά, πολύ σωστά, εγκρίνουν εν χορώ κάποιοι παρευρισκόμενοι, που τώρα ξέρουν ότι η έλλειψη σπιτιών θα μετριαστεί. Στην πόλη, ακόμη και οι γυναίκες δείχνουν έντονο ενδιαφέρον για τις φήμες περί μεταγωγής των Εβραίων.
Καθώς εντείνονταν οι βομβαρδισμοί, οι Γερμανοί άρχισαν να μιλούν σαν θύματα και να αναλογίζονται τη μοίρα των Εβραίων σαν αντιστάθμισμα στα δικά τους μαρτύρια. Και τέλος, υπάρχει το ίδιο το χρονικό αυτής της πόλης. Έγιναν επανειλημμένες προσπάθειες να διαφυλαχθεί ο εκτοπισμός των Εβραίων στα αρχεία της πόλης ως μια ιστορία θριάμβου. Στο Βερολίνο, ο Γκέμπελς θέλησε να κινηματογραφήσει τις απελάσεις, και στη Στουτγάρδη και τη Νυρεμβέργη το Νοέμβριο του 1941 οι αρχές πράγματι κινηματογράφησαν τη συγκέντρωση και την επιβίβαση των Εβραίων στα τραίνα. Στο Μπαντ Νόισταντ, 22 Απριλίου του 1942, ντόπιοι Ναζί φωτογράφισαν υποσιτισμένους, γέρους Εβραίους που στέκονταν μπροστά στο σιντριβάνι της αγοράς, και μάλιστα τους έβαλαν να στηθούν για τραβήξουν ομαδικές φωτογραφίες, λίγο πριν τους οδηγήσουν στον σιδηροδρομικό σταθμό για μεταγωγή. Αργότερα, μεγέθυναν τις φωτογραφίες και τις κρέμασαν στο κέντρο της πόλης, ως πιστοποίηση μιας επιτυχούς επιχείρησης