Λαϊκή κοινότητα (Volksgemeinschaft)
Η ανθεκτική δημοφιλία των Ναζί βασιζόταν στην ιδέα της Volksgemeinschaft της λαϊκής κοινότητας. Δεν ήταν ναζιστική ιδέα, και κανείς δεν την αντιλαμβανόταν σαν κάτι ξένο ή επίπλαστο. Αντίθετα, οι Ναζί κέρδισαν τα εύσημα ότι επιτέλους εδραίωσαν την εθνική αλληλεγγύη που από καιρό ποθούσαν οι Γερμανοί. Το θέμα είναι σημαντικό, επειδή οι πολίτες που δεν ταυτίζονταν απαραίτητα με τον εθνικοσοσιαλισμό ασπάστηκαν πολλά από τα επιτεύγματα της «εθνικής επανάστασης» του 1933. Η νομιμοποίηση που απολάμβαναν ο Χίτλερ και το καθεστώς του στηριζόταν σε μια ευρύτερη βάση καλής θέλησης. Η εθνική επανάσταση προηγήθηκε των Ναζί, έστω κι αν οι Ναζί ήταν το απαραίτητο μέσο για την κατίσχυσή της.
Από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, λαϊκή κοινότητα σήμαινε εθνική συμφιλίωση, υπέρβαση των διαχωριστικών γραμμών _ταξικών, τοπικών και θρησκευτικών που δίχαζαν τους Γερμανούς. Ήδη από τις “Μέρες του Αυγούστου” του 1914, όταν χιλιάδες Γερμανοί βγήκαν στους δρόμους για να υποστηρίξουν την εθνική υπόθεση σε καιρό πολέμου, αποκαλύφθηκε ότι ο κόσμος επένδυε συναισθηματικά στην επαγγελία της εθνικής ενότητας.Φυσικά, η γερμανική πολιτική δεν μεταμορφώθηκε σε συλλογική αρμονία, και το “1914” ήταν πάντα μια κατασκευασμένη εικόνα περισσότερο παρά μια βιωμένη πραγματικότητα. Παρ' όλα αυτά η ιδέα της εθνικής αλληλεγγύης είχε απήχηση επειδή φαινόταν να οδηγεί σε μεγαλύτερη κοινωνική ισότητα. Έδειχνε τον δρόμο για την ενσωμάτωση των εργατών στον εθνικό βίο, για το τσάκισμα της μεσοαστικής νοοτροπίας κοινωνικών διακρίσεων, και για την κατάργηση του σεβασμού που απαιτούσαν οι ελίτ της χώρας. Η δημοκρατική ή λαϊκίστικη φύση της ήταν σημαντικός παράγοντας για την δημοτικότητά της. Άλλωστε η λαϊκή κοινότητα υπήρξε πάντα μια έκφανση συλλογικής δύναμης της «ειρήνης εντός του φρουρίου» που έδωσε τη δυνατότητα στους Γερμανούς να κινητοποιηθούν ενάντια στους εξωτερικούς εχθρούς στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή η πολεμική πλευρά ήταν πολύ σημαντική μετά την ήττα της Γερμανίας το 1918. Η συμφορά της απρόσμενης υποταγής, τα «αιματοβαμμένα σύνορα» που επαναχαράχτηκαν με την συνθήκη των Βερσαλλιών και το σαρωτικό χάος του πληθωρισμού στις αρχές τις δεκαετίας του '20 ήταν συλλογικές εμπειρίες που εξηγούσαν τα δεινά του έθνους. Στα χρόνια της Βαϊμάρης, η λαϊκή κοινότητα αντιστάθμιζε το αίσθημα ότι οι Γερμανοί βρίσκονταν σε κατάσταση πολιορκίας, και συνάμα ήταν μια έκφραση πολιτικής ενότητας, απαραίτητης για την εθνική αναγέννηση. Ως εκ τούτου, πάντα υπήρχε ένα δραματικό πολεμικό στοιχείο στην Volksgemeinschaft.
Οι Ναζί εξώθησαν την ιδέα της λαϊκής κοινότητας στις πιο ακραίες συνέπειές της. Από τη μία, δράττονταν των γερμανικών δεινών και από την άλλη πρόβαλλαν τις νέες προοπτικές για το μεγαλείο της Γερμανίας στο μέλλον. Σφυροκοπούσαν ακατάπαυστα εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς Εβραίους, κερδοσκόπους, Μαρξιστές και Συμμάχους που υποτίθεται ότι εμπόδιζαν την εθνική αναγέννηση. Ο εθνικοσοσιαλισμός προσέφερε ένα συνεκτικό όραμα ανανέωσης το οποίο πολλοί Γερμανοί βρήκαν ελκυστικό, αλλά το συνδύαζε με το τρομακτικό φάντασμα της εθνικής καταστροφής. Για τους Ναζί, το “1914” σήμαινε ανανέωση και ζωή, ενώ το “1918” απειλούσε τους Γερμανούς με επανάσταση, χάος και τελικά θάνατο.
Η αντίθεση μεταξύ “1914” και “1918” καθόρισε την πολιτική σκέψη στη Γερμανία μέχρι το 1945. Σύμφωνα με την θεμελιωδώς πολεμική κοσμοθεώρηση που επεξεργάστηκαν οι Ναζί, μόνη εγγύηση για την διατήρηση της ζωής ήταν η πάλη| μάλιστα, η πάλη ήταν σημάδι ζωής. Η λαϊκή κοινότητα ήταν αναπόδραστα εκτεθειμένη σε κίνδυνο και αυτονόητα βίαιη. Η μόνιμη κατάσταση κινδύνου που κήρυξαν οι εθνικοσοσιαλιστές βοηθά να εξηγηθούν οι τρομερές προσπάθειες που κατέβαλαν οι ίδιοι και οι οπαδοί τους για να αναπλάσουν το συλλογικό σώμα, και η ικανοποίηση που τους χάριζαν οι εικόνες ενότητας και αλληλεγγύης. Βοηθά επίσης να εξηγηθούν οι βίαιοι αποκλεισμοί τους οποίους επέβαλαν ως κομμάτι της διαδικασίας της ανοικοδόμησης. Τα βασικά στοιχεία της ναζιστικής κοσμοθεωρίας ο έντονος φόβος της ολοκληρωτικής κατάρρευσης της εθνικής ζωής, η αποφασιστικότητα να αποφευχθεί το χάος του 1918 και η ηθική πεποίθηση ότι η διατήρηση της ζωής μπορεί να προϋποθέτει την καταστροφή της,κυκλοφορούσαν ευρύτατα στο Τρίτο Ράιχ. Φυσικά, αυτά ποτέ δεν υπήρξαν τα μόνα στοιχεία του μείγματος, αλλά οι Γερμανοί τα δούλευαν και τα συζητούσαν, ενόσω εξέταζαν την πολιτική των Ναζί και τη δική τους συμπεριφορά. Μόνο οι σκληροπυρηνικοί Ναζί, ωστόσο, παρέμειναν πιστοί στη λογική που ταύτιζε την βία με την ζωή, μέχρι το πικρό τέλος, το 1945.
Η ιδέα της εθνικής αλληλεγγύης εξέφρασε τις επιθυμίες εκατομμυρίων Γερμανών που ελεεινολογούσαν την αριστερή Νοεμβριανή Επανάσταση του 1918 και δεν εμπιστεύονταν τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, επειδή έδωσε εξουσίες στους Σοσιαλδημοκράτες. Η απήχησή της ήταν μεγάλη στους πολίτες που είχαν τρομάξει από την οικονομική ανασφάλεια και την πολιτική αστάθεια στις αρχές της δεκαετίας του '30. Για πολλούς υποστηρικτές της δημοκρατίας, και κυρίως για τα έξι εκατομμύρια Γερμανών που επί μήνες και χρόνια βρέθηκαν χωρίς καμία προοπτική απασχόλησης, η λαϊκή κοινότητα έδινε μια διστακτική απάντηση στο πικρό ερώτημα που έθεσε το 1933 0 μυθιστοριογράφος Hans Fallada: “Και τώρα, τι λες ανθρωπάκο;”. «Κάτι έπρεπε να γίνει» έτσι απλά μίλησε ένας άνεργος που μόλις είχε ασπαστεί τον ναζισμό.
Αμέτρητοι Γερμανοί ταύτιζαν τη δική τους εξαθλίωση με τα δεινά της Γερμανίας και έλπιζαν ότι μια ισχυρή ηγεσία στο Βερολίνο θα βελτίωνε τη μοίρα τους. Το γεγονός παραμένει, ωστόσο, ότι σε καμία ελεύθερη εκλογική αναμέτρηση δεν πήραν οι Ναζί περισσότερες ψήφους από ότι οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Κομμουνιστές μαζί. Οι Εθνικοσοσιαλιστές διείσδυσαν στις γραμμές της εργατικής τάξης, και μπορούσαν να υπολογίζουν σε συμπαθούντες από άλλα κόμματα _ αλλά το πολιτικό νοικοκύρεμα που υπόσχονταν προϋπέθετε το τσάκισμα των σοσιαλιστών.
Αμέτρητοι Γερμανοί ταύτιζαν τη δική τους εξαθλίωση με τα δεινά της Γερμανίας και έλπιζαν ότι μια ισχυρή ηγεσία στο Βερολίνο θα βελτίωνε τη μοίρα τους. Το γεγονός παραμένει, ωστόσο, ότι σε καμία ελεύθερη εκλογική αναμέτρηση δεν πήραν οι Ναζί περισσότερες ψήφους από ότι οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Κομμουνιστές μαζί. Οι Εθνικοσοσιαλιστές διείσδυσαν στις γραμμές της εργατικής τάξης, και μπορούσαν να υπολογίζουν σε συμπαθούντες από άλλα κόμματα _ αλλά το πολιτικό νοικοκύρεμα που υπόσχονταν προϋπέθετε το τσάκισμα των σοσιαλιστών.
Το βράδυ της 30ής Ιανουαρίου του 1933, εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες του Βερολίνου συνέρρεαν γύρω από τα ένστολα μέλη του κόμματος που παρέλαυναν στην Πύλη του Βρανδεμβούργου για να γιορτάσουν τη νίκη των Ναζί. Τα “Heil” και “Hoch” και “Hurrah” υψώνονταν στον αέρα μαζί με τις φωνές των χορωδιών που τραγουδούσαν το “Deutschland όber Alles” και τον ναζιστικό ύμνο, το “Τραγούδι του Horst Wessel”. Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ το πλήθος ήταν τόσο μεγάλο όσο εκείνο του 1871, όταν οι Γερμανοί συγκεντρωθήκαν για να γιορτάσουν τη συνένωση. Παρακολουθώντας από τα παράθυρα της γαλλικής πρεσβείας στην Pariser Platz, ο Γάλλος πρέσβης Andrι Franηois-Poncet, περιέγραψε τη σκηνή: «Αυτοί οι άνδρες με τις μπότες και τα καφέ πουκάμισα, που βημάτιζαν στρατιωτικά σε τέλεια πειθαρχία και τάξη, τραγουδώντας πολεμικά εμβατήρια, ξεσήκωναν έναν πρωτοφανή ενθουσιασμό. Ο κόσμος που είχε μαζευτεί ένθεν και ένθεν της παρέλασης ξεσπούσε σε ουρανομήκεις ζητωκραυγές». «Επί ώρες παρέλαυναν οι φάλαγγες», θυμόταν η Melita Maschmann, που βρισκόταν στην Πύλη του Βρανδεμβούργου με τους γονείς και τον δίδυμο αδερφό της: «Με είχε κυριεύσει η φλογερή επιθυμία να γίνω ένα μ' αυτούς τους ανθρώπους για τους οποίους η όλη υπόθεση ήταν θέμα ζωής και θανάτου». Η Maschmann συμπαθούσε την «σοσιαλιστική τάση» του ναζιστικού κινήματος, την ιδέα της λαϊκής κοινότητας, την οποία αντιπαρέβαλλε με την συντηρητική επιφυλακτικότητα των γονιών της. Κι όμως, οι γονείς της βρίσκονταν και αυτοί εκεί. Γερμανοί εθνικιστές παρά ναζί, είχαν κατεβεί στο κέντρο της πόλης για να παραστούν σε ένα ιστορικό γεγονός, ακριβώς όπως είχαν συμμετάσχει στους πανηγυρισμούς για την αποχώρηση των Βρετανών από την Κολωνία το 1925 και στις λαϊκές εκδηλώσεις προς τιμήν του Προέδρου Πάουλ φον Χίντενμπουργκ στα ογδοηκοστά γενέθλιά του το 1928. Για τους Maschmann, για τους Gebensleben και για εκατομμύρια άλλους, ο θρίαμβος των Ναζί ήταν η αποκορύφωση μιας εθνικής εξέγερσης που κλιμακωνόταν επί χρόνια. Έτσι, η 30ή Ιανουαρίου του 1933, ποτέ δεν ανήκε ολοκληρωτικά στους Ναζί. Παρόμοιες σκηνές, όπου οι Ναζί και οι συμπαθούντες καταλάμβαναν δημόσιους χώρους, διαδραματίστηκαν σε όλη τη Γερμανία. Κανένας δεν μπορούσε να παραβλέψει το τεράστιο μέγεθος της εθνικής συγκέντρωσης του 1933.