28 Eylül 2014 Pazar

όνειρο μικρής χώρας/MHNYMAL


όνειρο μικρής χώρας



Κάθε πρωί ξυπνούσε, σηκωνόταν, νιβόταν, έψηνε καφέ, έτρωγε κάτι κι έβγαινε στο περιβόλι έξω απ' το σπίτι. Όταν σουρούπωνε γυρνούσε κι έπιανε το βιβλίο. Το άνοιγε στην ίδια σελίδα, στην 106. Διάβαζε:


Η μικρή χώρα έχει λίγους κατοίκους. Δεν χρειάζονται εργαλεία και όπλα. Δεν ταξιδεύουν μακριά. Ζουν και πεθαίνουν στα όριά της. Ίσως υπάρχουν καράβια και άμαξες, θώρακες κι άρματα, όμως εκεί δεν τα έχουν ανάγκη. Οι κάτοικοι ξέρουν να δένουν κόμπους τα σχοινιά, έχουν αγνή τροφή, ρούχα απλά και όμορφα, σπίτια ειρηνικά, ευτυχισμένες σχέσεις. Είναι τόσο κοντά οι χώρες οι γειτονικές, ακούγονται οι σκύλοι και τα πετεινά. Όμως δε νοιάζεται κανείς. Οι άνθρωποι εδώ ζουν και πεθαίνουν ήσυχα, δίχως να έχουνε δοσοληψίες...

Έπεφτε στο κρεβάτι, κοιμόταν, ξυπνούσε και ζούσε πια στη χώρα τη μικρή, του Λάο - Τσε. Στο περιβόλι δεν ήταν μόνος, βοηθούσε ο ένας τον άλλο, είχαν κοινά εργαλεία, όσα μάζευε του περιβολιού τα μοίραζε τα πιο πολλά γιατί του περισσεύανε αφού όλοι μοίραζαν ό,τι βγάζανε κι έτσι δεν του έλειπε τίποτα, είχε κρασί κι ας μην είχε αμπέλι, είχε και μπόλικα κούτσουρα για το χειμώνα. Τα βράδια πλάγιαζε νωρίς, ξυπνούσε κι ήταν πάλι αλλιώς. Όσο κι αν ήθελε ν' απαλλαγεί, ο τεχνικός πολιτισμός είχε οριστικά νικήσει. Εκτός αν κοιμόταν, αν ήταν όνειρο κι ήταν αλήθεια αυτό που νόμιζε ότι ονειρευόταν. Το έζησε άραγε ποτέ κανείς αυτό; αναρρωτιόταν. Μα, μήπως αυτό είναι το λάθος; Να έχεις την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να το ζήσεις; Μπορεί να είναι μετέωρη η ουτοπία; Να είναι η ελευθερία χαρισμένη, όπως στον κήπο των πρωτόπλαστων; Ελευθερία, σκεφτόταν, είναι να επιλέγεις απ' όσα μπορείς να επιλέξεις. Ή να μπορείς να μην επιλέγεις. Ελευθερία είναι να διαλέγεις τον δρόμο. Μα και να τον διαλέγουν κι άλλοι. Να αρνιέσαι και να γελάς. Να παίζεις τις χορδές και να μην σκέφτεσαι. 


Ξυπνώντας διαρκώς μέσα σε όνειρο, ήταν αδύνατο να καταλάβει αν κοιμόταν ή αν ήταν ξύπνιος, αφού κάθε φορά ξυπνούσε και το πριν ήταν όνειρο, αλλά, τι στο διάβολο, αν αυτό δεν τελειώσει ποτέ, θα ζει για πάντα στην αβεβαιότητα, σκεφτόταν χωρίς να ξέρει αν σκεφτόταν στον ύπνο ή στον ξύπνο, ώσπου άρχισε να πιστεύει πως ή είχε πεθάνει ή είχε τρελαθεί, ένα από τα δύο, πάντως ούτε κοιμόταν ούτε δεν κοιμόταν, αφού κάθε φορά ξυπνούσε μέσα σε όνειρο, όπως καταλάβαινε την επόμενη φορά που ξυπνούσε. Απλώς δεν ήξερε ποτέ αν το όνειρο συνεχιζόταν ή είχε τελειώσει, γι' αυτό και αντικατέστησε τελικά τις δύο εκδοχές με τις άλλες δύο, της τρέλας και του θανάτου. Τρελός ήταν, αναμφίβολα, πεθαμένος όμως δεν ήξερε αν ήταν, αφού δεν ήξερε πώς ήταν να είσαι πεθαμένος. Εκτός αν ήξερε πια. 


1 σχόλιο:

Μεταφέρω από το άρθρο του Πέτρου Θεοδωρίδη Από την Ουτοπία στη Μετανεωτερική Νοσταλγία:
Η μάταιη επιθυμία της εναρμόνισης του κόσμου και η Νοσταλγία μιας υποτιθεμένης παραδείσιας κατάστασης πλήρους ενότητας είναι και μια από τις αίτιες για τα περισσότερα δεινά του σύγχρονου κόσμου.

Νεωτερικότητα και χρόνος

Η νεωτερική κοινωνία ήταν (και είναι ακόμα σε μεγάλο βαθμό) μια ‘’έντυπη’’ κοινωνία, μια κοινωνία όπου εμφανίζεται και κυριαρχεί η τυπογραφία, η εφημερίδα’’ (αυτή η «νεώτερη καθημερινή προσευχή» με τα
tvxs.gr

Για την απώθηση του θανάτου στην εποχή μας του Πετρου Θεοδωρίδη / απο το TVXS




10:07 | 13 Σεπ. 2014
Πέτρος Θεοδωρίδης

Για την απώθηση του θανάτου στην εποχή μας[1]
του Πέτρου Θεοδωρίδη
Σήμερα ζούμε τη απαξίωση του θανάτου. Η μεγαλοπρεπής τελετουργική δημόσια αναπαράσταση του θανάτου  (μέσα από την Δημόσια  εκτέλεση της θανατικής ποινής)-έγραφε ο Michel Foucault- σταδιακά απαλείφθηκε από τα τέλη του 18ου αιώνα και ως τις μέρες μας.Σήμερα ο θάνατος έχει πάψει να αποτελεί μια περίλαμπρη ιεροτελεστία στην οποία συμμετείχαν οι άνθρωποι, η οικογένεια, η κοινωνία ολόκληρη σχεδόν. Έχει γίνει αντιθέτως κάτι το απόκρυφο το πιο ιδιωτικό και το επαίσχυντο (θα λέγαμε μάλιστα ότι το ταμπού σήμερα είναι ο θάνατος και όχι η γενετήσια πράξη).Το γεγονός αυτό οφείλεται -κατά Foucault- σε μια μεταβολή των τεχνολογιών εξουσίας. Παλιά (και ως τα τέλη του 18ου αιώνα) ο θάνατος αποτελούσε την μετάβαση από την μια εξουσία στην άλλη, όπου η μία ήταν η εξουσία του ηγεμόνα επί της γης και η άλλη του ηγεμόνα εν τοις ουρανοίς , εξ ου και η αίγλη του και η επιβεβλημένη και μεγαλοπρεπής τελετουργική αναπαράστασή του.Οι άνθρωποι περνούσαν από την δικαιοδοσία του ενός κριτή στη δικαιοδοσία του άλλου, από το αστικό ή δημόσιο δίκαιο, της ζωής και του θανάτου, στο δίκαιο της αιώνιας ζωής ή της αιώνιας καταδίκης στην κόλαση. Ο θάνατος αποτελούσε επίσης τη μεταβίβαση της εξουσίας του θνήσκοντας, η οποία μεταβιβαζόταν στους επιζώντες:τα τελευταία λόγια, οι τελευταίες συστάσεις, οι τελευταίες επιθυμίες, οι διαθήκες.
 Τώρα όμως, ο θάνατος, ως πέρας του βίου γίνεται ξαφνικά το πέρας, το όριο, το τέλος της εξουσίας. Σε σχέση με την εξουσία είναι ένα στοιχείο εξωτερικό: βρίσκεται εκτός του πεδίου της και η εξουσία μπορεί να τον ελέγξει μόνο γενικά, σφαιρικά, στατιστικά. Η εξουσία δεν έχει επιρροή στο θάνατο αλλά στη θνησιμότητα. Επομένως, ο θάνατος εμπίπτει πλέον, στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής, της απολύτως προσωπικής ιδιωτικής ζωής. Σήμερα «ο θάνατος είναι η στιγμή όπου το άτομο ξεφεύγει από κάθε εξουσία, στρέφεται προς τον εαυτό του και αναδιπλώνεται, κατά κάποιο τρόπο στην πιο ιδιωτική πτυχή»[2].
Ο Enzo Traverso θυμίζει πως η εν ψυχρώ βιομηχανική εξόντωση των Εβραίων στους θαλάμους αερίων στηριζόταν περισσότερο στην έννοια του καθήκοντος που έχει ο εκτελεστής, ο οποίος κάνει τη δουλειά του αποτελεσματικά και απρόσωπα. Τις ρίζες αυτής της αποπροσωποποίησης του τρόμου ο  Traverso τις ανακαλύπτει στην γκιλοτίνα, τη συσκευή που -σύμφωνα με τον Λαμαρτίνο- “Καταργούσε τον πόνο και τον χρόνο στην αίσθηση του θανάτου". Η γκιλοτίνα εγκαινιάζει -σύμφωνα με τον Traverso - μια ιστορική καμπή: η βιομηχανική επανάσταση μπαίνει στον χώρο της θανατικής ποινής. Η μηχανοποιημένη, σειριοποιημένη εκτέλεση θα πάψει σύντομα να αποτελεί μια τελετουργία της οδύνης, για να γίνει τεχνολογική μέθοδος θανάτωσης σε αλυσίδα, απρόσωπη, αποτελεσματική, σιωπηλή και γρήγορη: το τελικό αποτέλεσμα θα είναι η απανθρωποποίηση του θανάτου. Η έναρξη της λειτουργίας της γκιλοτίνας σημάδεψε επίσης την ''χειραφέτηση'' του δημίου που πολύ γρήγορα  μετατρέπεται σε απλό υπάλληλο που «δεν θεωρεί τον εαυτό του ως κάτι διαφορετικό από έναν κλητήρα που εκτελεί μια δικαστική απόφαση».
Τέσσερις μορφές συντροφεύουν την ανάπτυξη αυτού του νέου μηχανισμού θανάτωσης που εγκαινιάζει η γκιλοτίνα: ο γιατρός που φροντίζει να εξαλείψει τον πόνο, ο μηχανικός που αγρυπνά για την τεχνική αποτελεσματικότητα, ο δικαστής που αποφαίνεται για το δικαίωμα στη ζωή των καταδικασμένων και τέλος ο δήμιος που στέργει να εγκαταλείψει τα βασιλικά του γνωρίσματα για να φορέσει τη στολή ενός κοινού ''επαγγελματία''. Οι τέσσερις αυτές μορφές πρόκειται να διανύσουν μαζί ένα μακρύ δρόμο και θα παίξουν αναντικατάστατο ρόλο, επί Γ' Ράιχ: «ευθανασία των διανοητικά ασθενών» και των «ζωών ανάξιων να βιωθούν» προετοιμάζοντας τις δομές της, αποφασίζοντάς την, εφαρμόζοντάς την. Πραγματική ανθρωπολογική καμπή, η γκιλοτίνα αποκαλύπτει θα μπορούσε να πει κανείς μαζί με τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, την άβυσσο μιας ψυχής χωρίς αύρα. Τέλος του θανάτου-θεάματος, της παράστασης που πραγματοποιείται από τον καλλιτέχνη-δήμιο. Οι θάλαμοι αερίων θα είναι η εφαρμογή αυτής της αρχής στην εποχή του βιομηχανικού καπιταλισμού. Η μεταμόρφωση του δήμιου σε επιτηρητή μιας φονικής μηχανής συνεπάγεται μια ανατροπή των ρόλων, την προτεραιότητα των μηχανών απέναντι στους ανθρώπους. Σύντομα πιο άγρια και ξέφρενη ανθρώπινη βία δεν θα είναι σε θέση να ανταγωνιστεί την τεχνολογία. Με την τεχνολογική απανθρωποποίηση του θανάτου τα πιο απάνθρωπα εγκλήματα θα γίνουν εγκλήματα ''χωρίς ανθρώπους''[3].
Σήμερα ο θάνατος έγινε αόρατος και διαλύθηκε από τον φόβο. «Μέσα σε ένα απωθητικό πολιτισμό, ο ίδιος ο θάνατος γίνεται ένα όργανο απώθησης»[4]. Η παλιά στάση, σύμφωνα με την οποία ο θάνατος είναι ταυτόχρονα οικείος, κοντινός κι όχι τόσο σημαντικός, έρχεται σε μεγάλη αντίθεση με τη δική μας. «Η ανθρωπότητα» -έλεγε ο Φερνάντο Πεσόα- «φοβάται το θάνατο μα χωρίς να τον γνωρίζει: ο μέσος άνθρωπος μάχεται γενναία για να εξασκηθεί και σπανιότατα αντικρίζει με φρίκη, είτε νέος είναι είτε γέρος, την άβυσσο του μη είναι, όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει την άβυσσο αυτή»[5].
 Στις σύγχρονες κοινωνίες, ο ετοιμοθάνατος δεν νιώθει πια το θάνατο, δεν αποκρυπτογραφεί πλέον αυτός πρώτος τα σημάδια τα οποία του κρύβουν. Οι γιατροί και οι νοσοκόμες, οι μόνοι που ξέρουν, δεν τον ειδοποιούν, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις. «Ο ετοιμοθάνατος είναι πια αυτός που δεν πρέπει να γνωρίζει»[6].
Εμείς φοβόμαστε τόσο τον θάνατο, που δεν τολμάμε να αναφέρουμε τα όνομα του. «Ο θάνατος έχει -σήμερα- εγκαταλείψει το σπίτι για το νοσοκομείο: απουσιάζει από τον γνώριμο κόσμο της καθημερινής ζωής. Ο σημερινός άνθρωπος, επειδή δεν τον βλέπει αρκετά συχνά κι από αρκετά κοντά, τον έχει ξεχάσει. Ο θάνατος έχει γίνει άγριος: ταιριάζει περισσότερο στο νοσοκομείο, που είναι τόπος λογικής και τεχνικής, παρά το δωμάτιο του σπιτιού, που είναι ο τόπος των συνηθειών της καθημερινής ζωής»[7].
«Για μένα, -γράφει ο Φερναντο Πεσόα- όταν βλέπω ένα νεκρό, ο θάνατος είναι μια αναχώρηση. Το πτώμα μου δίνει την εντύπωση ενός παλιού κοστουμιού που πετάχτηκε. Κάποιος έφυγε χωρίς να χρειάζεται να πάρει μαζί του τη μοναδική του φορεσιά»[8].
 Όμως, σήμερα, πεθαίνουμε όπως ερωτευόμαστε: βουτηγμένοι στον κομφορμισμό και το φόβο. Ο θάνατος γίνεται αντικείμενο φόβου, ως διαρκής απειλή. Πώς αντιμετωπίζει το θάνατο ο σύγχρονος άνθρωπος; «Ζει, κυριολεκτικά -λέει πριν από ένα περίπου αιώνα ο Μαξ Σέλερ- «από μέρα σε μέρα», έως τη στιγμή που -παράδοξο- δεν του μένει πλέον άλλη μέρα να ζήσει "λογαριάζει" τα σχετικά με το θάνατο όπως κάνει με τον κίνδυνο πυρκαγιάς ή πλημμύρας, σάμπως ο θάνατος να μοιάζει με τον κίνδυνο της φωτιάς ή του νερού τον λογαριάζει σαν άξια ή απαξία ενός κεφαλαίου»[9]. Αλλά ακόμα και αν γνώριζε, ο σύγχρονος άνθρωπος, ότι θα πεθάνει, -προσθέτει ο Φιλίπ Αριές- ούτε ο ίδιος και μερικές φορές, ούτε οι γιατροί δεν ξέρουν πότε, ούτε σε πόσο καιρό. Η στιγμή μπορεί να έχει σχεδόν φτάσει -κώμα μετά από τροχαίο (mors improvisa)- ή να προβλέπεται σε μερικές μέρες ή σε πολλές εβδομάδες. Η στάση απέναντι στο θάνατο άλλαξε και από το γεγονός ότι η διάρκεια του θανάτου ποικίλει. Δεν είναι πια τόσο συγκεκριμένη όσο άλλοτε. Τότε μερικές ώρες μεσολαβούσαν από τις πρώτες προειδοποιήσεις μέχρι τους τελευταίους αποχαιρετισμούς[10]. Σήμερα ο θάνατος όταν εμφανίζεται «παίρνει το νόημα καταστροφής». Δεν "πεθαίνουμε" πια τον θάνατο τίμια και συνειδητά. Και «ουδείς πλέον αισθάνεται και γνωρίζει ότι οφείλει να πεθάνει τον θάνατο του»[11].
Όταν απωθούμε τον έρωτα, απωθούμε το θάνατο. Και μαζί του τη ζωή. Και τότε οδηγούμαστε, όχι στο πένθος αλλά στη μελαγχολία (ο Φρόυντ ισχυρίζεται ότι «ενώ στο πένθος ο κόσμος έχει γίνει φτωχός και άδειος, στην μελαγχολία αυτό συμβαίνει με το ίδιο το εγώ»[12]) -την ακηδία, τη πλήξη, δηλαδή μια ελαφριά πρόγευση του θανάτου, καθώς, με την πλήξη[13] «η βίωση του χρόνου αλλάζει, με το παρελθόν και το μέλλον να εξαφανίζονται και όλα να γίνονται ένα ανελέητο τώρα». Σα «να υποφέρεις χωρίς να υποφέρεις, να θέλεις χωρίς να επιθυμείς να σκέφτεσαι χωρίς λόγο»[14] και «μπορεί κανείς να υποθέσει ότι ο βίαιος πραγματικός θάνατος είναι προτιμότερος, ότι κάποιος μπορεί να προτιμήσει να τελειώσει ο κόσμος με μια έκρηξη παρά με ένα άθλιο μικρό λυγμό[15].

Στην εποχή μας  ο θάνατος εξακολουθεί να θάβεται  και να απωθείται , στους πολέμους που  -δήθεν- «δεν έγιναν ποτέ» (όπως ο Πόλεμος στο Ιράκ  -του  Cnn-  στις αρχές της δεκαετίας του ’90), και οι παίχτες  των realities  συνεχίζουν να υποκρίνονται μια κυνική αμεριμνησία  ενώ    γύρω τους ο Θάνατος θερίζει (όπως οι παίχτες του ισραηλινού reality εν μέσω της φρίκης του βομβαρδισμού της Γάζα). Όμως  οι δημόσιοι -στο YouTube- αποκεφαλισμοί, οι τελετουργικές σφαγές των λεγόμενων "τζιχαντιστών" δεν  δείχνουν και μια επιστροφή του απωθημένου, μια  επιστροφή του Θανάτου στην έρημο του Πραγματικού ;

Ο Πέτρος Θεοδωρίδης είναι συγγραφέας-δοκιμιογράφος.
Κατεβάστε ελεύθερα την τελευταία του συλλογή «Ακόμα και η Αριάδνη ήταν ψέμα» ή διαβάστε την online





[1] βλ. και το δοκίμιο Έρωτας θνητός απωθημένος θάνατος στο Πέτρου Θεοδωρίδη, Η Απατηλή υπόσχεση της αγάπης,, εκδ. Ένεκεν, 2012, σελ. 55 -71.
[2] Michel Foucault, Για την υπεράσπιση της κοινωνίας, μτφ Τιτίκα Δημητρούλια, πρόλ. Στέφανος Ροζάνης, εκδ. Ψυχογιός (Παραδόσεις 1976) (1997), Αθήνα 2002, σελ. 303, 304, 305.
[3] Enzo Traverso, Οι ρίζες της Ναζιστικής βίας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, μτφ. Νίκος Κούρκουλος, Αθήνα 2013.
[4] H. Marcuse, μτφ Ιωάννης Αρζόγλου, εκδ. Κάλβος Αθήνα, (1955) 1977, σελ. 239.
[5] Φερνάντο Πεσόα, Το βιβλίο της Ανησυχίας,, πρόλ-μτφ. Άννυ Σπυράκου, τέταρτη έκδοση, εκδ. Αλεξάνδρεια 1997, σελ.  178.
[6] Φιλίπ Αριές, Δοκίμια για τον Θάνατο στη Δύση, μτφ. Καρίνα Λάμψα, εκδ. Γλάρος, Αθήνα (1975) 1988, σελ. 186.
[7] Φιλίπ Αριες, ό.π., σελ. 187.   
[8] Φερνάντο Πεσόα, ό.π., σελ. 179.
[9] Μαξ Σέλερ, Θάνατος και μετά Θάνατον Ζωή, μτφ. Κωστής Παπαγιώργης, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2003, σελ. 63.
[10] Μαξ Σέλερ, ό.π. σελ 62.
[11] Φιλίπ Αριες, ό.π. σελ. 186.
[12] lars Svendsen, Η φιλοσοφία της βαρεμάρας, μτφ. Παναγιώτης Καλαμαράς, εκδ. Σαββάλας (1999) 2006, σελ. 62.
[13] lars Svendsen, ό.π., σελ. 56-57.
[14] Fernando Pessoa, Το βιβλίο της ανησυχίας, μτφ. Μαρία Παπαδήμα, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2005, § 263.
[15] Τ. S. Eliot,”The Hollow Men“ (1925).

26 Eylül 2014 Cuma

Από την Ουτοπία στη Μετανεωτερική Νοσταλγία Πέτρος Θεοδωρίδης. ΤVΧΣ

Από την Ουτοπία στη Μετανεωτερική Νοσταλγία

08:10 | 26 Σεπ. 2014
Πέτρος Θεοδωρίδης
Η Νεωτερικότητα ήταν μέχρι πρόσφατα η εποχή της ουτοπίας, η δε έννοια της ουτοπίας μετασχηματίζεται ιστορικά. Τις ουτοπίες τις τοποθετούσαν αρχικά όχι στο μέλλον, σε απόσταση χρόνου αλλά σε απόσταση χώρου από τον τόπο παραμονής του συγγραφέα, σε κάποια ουράνια πολιτεία ή σε φανταστικά νησιά. Η νεωτερική εκδοχή της ουτοπίας υπήρξε διαφορετική. Η ουτοπία δεν παραμένει τοποθετημένη σε έναν υποθετικό, φανταστικό [Ου]τόπο, αντίθετα ενσωματώνεται στη διαλεκτική της ιστορίας ως προέκταση του παρόντος, ως η ''εντελέχειά'' του.
Πλάι στις θετικές νεωτερικές ουτοπίες αυτού του είδους (π.χ. σοσιαλιστικές ουτοπίες του 19ου αιώνα) θα ανεύρουμε και τις επίσης νεωτερικές, αρνητικές, νοσταλγικές, ρομαντικές ουτοπίες. Εκείνο που χαρακτηρίζει έντονα τις τελευταίες, είναι η Νοσταλγία που κινεί την απατηλή φυγή προς την Ουτοπία, το παραμύθι, το φανταστικό και το μυστηριώδες[1]. Η νοσταλγία της "κοινότητας" τέμνει εγκάρσια και εξαρχής την νεωτερικότητα, ως επιθυμία της παραδοσιακής κοινότητας που δεν υφίσταται πια, αλλά και ως αντι-νεωτερική φαντασιακή ανάπλασή της. Η αντι-νεωτερική Νοσταλγία γεννιέται μαζί και αποτελεί αξεχώριστο κομμάτι της νεωτερικότητας. Η νεώτερη "βιομηχανική" κοινωνία συνιστά έτσι «μια αντιφατική ιστορική συμβίωση μεταξύ της νεωτερικότητας και αντινεωτερικότητας»[2]. Ο Μαξ Βέμπερ ανέλυσε ορθά τη νεωτερικότητα ως διαδικασία «αποσαγήνευσης», αποϊεροποίησης της κοινωνίας. Όμως ταυτόχρονα, όπως γράφει ο Ulrich Beck, «συντελείται και μια διαδικασία ιεροποίησης, φυσικοποίησης και αναγωγής των κοινωνικών σχέσεων σε ταμπού. Η απομυθοποίηση και η επαναμυθοποίηση πηγαίνουν χέρι με χέρι»[3].
Στην "νοσταλγία" δένονται μεν δυο ελληνικές λέξεις, λέξεις ομηρικές: ο νόστος [από το νοστέω, επιστρέφω στην πατρίδα, επανέρχομαι ασφαλώς] και το άλγος [ο διάχυτος στο σώμα πόνος] αλλά η λέξη αυτή δεν υπήρχε στα ελληνικά ούτε φυσικά σε καμιά άλλη γλώσσα: είναι δημιούργημα του 17ου αιώνα και άλλου τόπου. Τη λέξη νοσταλγία την κατασκεύασε το 1688 ο εικοσάχρονος γιατρός Jean Hofer (της Ελβετικής Βασιλείας), στο πλαίσιο μιας ολιγοσέλιδης μελέτης του[4]. Ο όρος που έπλασε δεν είναι παρά η διάγνωσή του σε δυο περιστατικά: ενός φοιτητή που σπούδαζε μακριά από τα σπίτι του και ανέπτυξε θλίψη, μυϊκή αδυναμία και πυρετό, τα οποία «απέδραμον» όταν μεταφέρθηκε στην πατρίδα του και μιας νεαρής αγρότισσας που παρουσίασε έντονη θλίψη, μυϊκή αδυναμία, άρνηση τροφής και κάθε θεραπείας ζητώντας μόνο, με εξασθενημένη φωνή, να επιστρέψει στον τόπο της. Τα συμπτώματα «υποχώρησαν» κι εδώ όταν μεταφέρθηκε σπίτι της[5]. Λίγο αργότερα έγινε παράδοση για τους Ελβετούς γιατρούς, η θεραπεία της νοσταλγίας των στρατιωτών: οι ορεσίβιοι Ελβετοί που τροφοδοτούσαν εκείνη την εποχή τις τάξεις των μισθοφόρων που πολεμούσαν στα ευρωπαϊκά πεδία των μαχών συχνά κατέρρεαν ακόμα και στο άκουσμα ενός παλιού μουσικού σκοπού της Ελβετίας. Τέτοια ακούσματα απαγορευόταν επί ποινή θανάτου στις τάξεις των μισθοφορικών στρατευμάτων[6].
Εδώ να διευκρινίσουμε ότι η νοσταλγία είναι συναίσθημα και επιθυμία, μα όχι μνήμη. «Στα είκοσι χρόνια που έλλειψε ο Οδυσσέας -γράφει ο Μίλαν Κούντερα στην Άγνοια- «οι Ιθακήσιοι θυμόντουσαν πολλά από αυτόν, αλλά δεν τον νοσταλγούσαν, ενώ ο Οδυσσέας υπέφερε από νοσταλγία και δεν θυμόταν σχεδόν τίποτε[…] Όσο πιο έντονη είναι η νοσταλγία όσο πιο πολύ αδειάζει από αναμνήσεις. Όσο πιο πολύ αδημονούσε ο Οδυσσέας, τόσο πιο πολύ ξεχνούσε. Γιατί η νοσταλγία[…] αρκείται στον εαυτό της, στη δική της συγκίνηση, έτσι όπως είναι απορροφημένη από τον δικό της αποκλειστικό πόνο»[7]. «Η νοσταλγία -λέει ο Αντρέι Ταρκόφσκι, σκηνοθέτης της ομώνυμης ταινίας- είναι ένα ολοκληρωτικό απόλυτα συναίσθημα. Μπορεί κανείς να νιώθει νοσταλγία μένοντας στη χώρα του, δίπλα στους δικούς του[...] Ο άνθρωπος μπορεί να υποφέρει από νοσταλγία, απλά και μόνο επειδή νιώθει ότι η ψυχή του είναι περιορισμένη, ότι δεν μπορεί ν’ απλωθεί όπως θα το ήθελε»[8] .
 Κατά το 19ο η νοσταλγία απέκτησε πολιτική–πολιτισμική σημασία. Αρχίζει να χάνει τη σύνδεσή της με τη φαντασία και τον τόπο και να συνδέεται με το Χρόνο και την ιστορία, καθώς οι κάτοικοι της Ευρώπης καλούνταν να "μετατρέψουν" την ενστικτώδη και φαναριωτική αγάπη για τον τόπο τους σε κάτι πιο αφηρημένο, σε πατριωτισμό που κατευθύνεται προς το έθνος[9]. Είναι πια η εποχή του λεγομένου "πολιτισμικού εθνικισμού" που αντιπαραβάλλεται στο πρότυπο του "πολιτικού εθνικισμού". Βασικές ιδέες του πρότυπου του "πολιτιστικού εθνικισμού" αποτελούσαν η συμπάθεια προς τον Μεσαίωνα, η αντίληψη της Ιστορίας σαν δύναμης όχι λιγότερο ισχυρής από τη φύση, η θεώρηση της γλώσσας ως την πιο ζωτική δύναμης της λαϊκής συλλογικής συνείδησης.
Ο "πολιτισμικός εθνικισμός" αποζητούσε και τη νοσταλγική ουτοπία του που έμοιαζε με τον τρόπο που ο Νοβάλις όριζε την νοσταλγία, σαν την «ορμή να είσαι παντού σαν στο σπίτι σου, σαν το όνειρο της πατρίδας εκείνης που βρίσκεται παντού και πουθενά. Όλα γίνονται ρομαντικά -λέει ο Νοβάλις- και ποιητικά αν τα βάλουμε σε μιαν απόσταση... αν δώσουμε μυστηριώδη όψη στο συνηθισμένο, την αξιοπρέπεια του αγνώστου στο οικείο και μιαν άπειρη σημασία στο πεπερασμένο»[10].
 Έτσι ο «πολιτισμικός» εθνικισμός ξαναβλέποντας τη χαμένη κοινότητα στη θέση της κοινωνίας, σχημάτιζε ένα εξωραϊσμένο φαντασιακό είδωλο του έθνους.
Στις μέρες μας η νοσταλγία αναδύεται και πάλι και μάλιστα περισσότερο έντονα: είτε θετικά ως ανάμνηση αξιών και αναζήτησης μιας θετικής ουτοπίας είτε, πιο συχνά αρνητικά, ως βίαιη καταστροφική άρνηση του παρόντος. Όπως γράψαμε σε προηγούμενο άρθρο «ό,τι χαρακτηρίζει τη σύγχρονη εποχή είναι η αδυναμία να παραμείνεις στη θέση σου. «Δεν επιλέγεις να είσαι σε κίνηση, τίθεσαι σε κίνηση. Πρέπει να επιταχύνουμε, να γίνουμε "ευκίνητοι", "εύκαμπτοι", να δείξουμε περισσότερη “ευελιξία”, να "προσαρμοσθούμε"». Η σύγχρονη, μετανεωτερική κοινωνία που αποτελεί επιτάχυνση της νεωτερικότητας, σε βαθμό εξαΰλωσης, όπου κάθε τι το σταθερό -όπως έλεγε κάποτε ο Μαρξ- «εξαχνώνεται». Κι η νοσταλγία αναλαμβάνει διαρκώς να μετατρέπει σε νοσταλγικά αντικείμενα τις περασμένες δεκαετίες: Νοσταλγία της δεκαετίας ’70, του ’80 του ’90. Κάθε τι, πριν προλάβει να εξατμιστεί, περιβάλλεται στα γρήγορα από την εμπορευματοποιημένη αύρα της «Νοσταλγίας».
 Όμως όπως είπαμε και πιο πάνω η Νοσταλγία δεν είναι μνήμη, αλλά συναίσθημα και επιθυμία. Και στις μέρες μας καταλήγει πολύ εύκολα σε κάθε λογής φονταμενταλισμούς: καθώς η ανοχή γίνεται σχεδόν αβάσταχτη στις συνθήκες της ύστερης νεωτερικότητας, της παγκοσμιοποίησης και των μεγάλων κρατικών μορφωμάτων. καθώς οι κοινότητες πολλαπλασιάζονται ,καθώς εγείρουν διαφορετικές και συχνά αντιφατικές απαιτήσεις πίστης το άτομο βρίσκεται διαρκώς σε μια κατάσταση αμφιθυμίας. Έτσι συχνά βρίσκει καταφύγιο στην ''κατασκευασμένη, ενεργητική, συνειδητή εγκατάλειψη της αμφιβολίας''[11]. Εγκαταλείπει την ανοχή, που σε συνθήκες διαρκούς αβεβαιότητας μοιάζει να μετατρέπεται σε κινούμενη άμμο, και βυθίζεται στη θαλπωρή είτε του εθνικισμού είτε του θρησκευτικού φανατισμού για να ανακουφισθεί κατά κάποιο τρόπο η ένταση των διλημμάτων που αντιμετωπίζει. Η σύγχρονη αναβίωση εθνικισμών και φονταμενταλιστών μοιάζει να σφραγίζεται από αυτή την -εκ των υστέρων- εγκατάλειψη.
Η μάταιη επιθυμία της εναρμόνισης του κόσμου και η Νοσταλγία μιας υποτιθεμένης παραδείσιας κατάστασης πλήρους ενότητας είναι και μια από τις αίτιες για τα περισσότερα δεινά του σύγχρονου κόσμου. Αν δεν αποδεχτούμε την καταστατική διαίρεση της κοινωνίας, το ενύπαρκτο σχίσμα που σημαδεύει πάντα το κοινωνικό και πολιτικό, θα θεωρούμε πάντα ανυπόφορη την κάθε ένταση, θα ψάχνουμε πάντα για αυτόν που υποτίθεται προκαλεί τον διχασμό: τον «Εβραίο, τον κομμουνιστή, τον ταραχοποιό, τη συνωμοσία». Όμως ο κόσμος μας βάδιζε πάντα σε τεντωμένο σχοινί και ήταν εξαρχής διχασμένος. Ποτέ δεν υπήρξε Παράδεισος, και η Νοσταλγία (που όπως είπαμε δεν είναι Μνήμη) οδηγεί σχεδόν πάντα στην επιλεκτική και επινοημένη μνήμη.
  Η Νοσταλγία μπορεί να είναι -κατά Ταρκόφσκι- κι ένα καταστροφικό για το παρόν συναίσθημα. Στην αρχή της ταινίας του «Νοσταλγία», η διερμηνέας (Δ) του ήρωα της ταινίας Γκορσακώφ (Κ) συζητά μαζί του για την νοσταλγία στο χολ ενός ξενοδοχείου:
 «Δ: Ήταν κάποτε μια υπηρέτρια στο Μιλάνο που έβαλε φωτιά στο σπίτι
 Κ: ποιο σπίτι;
 Δ: των αφεντικών της
 Κ: Γιατί;
 Δ: Από νοσταλγία για την οικογένεια της στο νότο. Έκαψε λοιπόν αυτό που την εμπόδιζε να γυρίσει πίσω»[12].

Ο Πέτρος Θεοδωρίδης είναι συγγραφέας των δοκιμίων «οι μεταμορφώσεις της ταυτότητας» και «η απατηλή υπόσχεση της αγάπης» και της συλλογής «Ακόμα και η Αριάδνη ήταν ψέμα»
(κατεβάστε την ή διαβάστε την online)
 
[1] Για τη σχέση του χρόνου και του χώρου(γεωγραφικό και κοινωνικό) με την έννοια της ουτοπίας βλ. Habermas, J. Ο Φιλοσοφικός λόγος της νεωτερικότητας, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1993, σ. 20 κ.ε
[2] Ulrich Beck, Η Επινόηση του Πολιτικού, μτφ. Κωνσταντίνος Καβουλάκος, Λιβάνης, Αθήνα 1996, σ. 137.
[3] Ulrich Beck, ό.π., σ. 147,148
[4] Θανάσης Καραβάτος, Έχει και η Νοσταλγία την ιστορία της, εκδ. Συνάψεις 13, Αθήνα 2013, σ. 20.
[5] Θανάσης Καραβάτος, ό.π, σ 22
[6] Θανάσης Καραβάτος, ό.π σ 23,24
[7] Κούντερα Μ., Η Άγνοια, μτφ. Γιάννης Χάρης, Εστία 2009, σελ. 34-36 αναφέρεται και στο Θανάσης Καραβάτος, ό.π., σ. 64-65.
[8] πηγή: Antoine de Baecque "ΑΝΤΡΕΪ ΤΑΡΚΟΦΣΚΙ μια ξενάγηση στο έργο του", μτφ. Δώρα Δημητρούλια, εκδόσεις Γκοβόστης. Αθήνα 1991.
[9] Θανάσης Καραβάτος, ό.π, σ. 26.
[10] βλ. Α. Hauzer, Κοινωνική ιστορία της Τέχνης, εκδ. Κάλβος Αθηνα 1970 τομ. Γ΄, σ. 221-222.
[11] Beck, U, ό.π. σελ. 142.
[12] Αναφέρεται στο Θανάσης Καραβάτος, ό.π., σ. 33.
Κατηγορία άρθρου:

24 Eylül 2014 Çarşamba

Blogunuza blogger giriş formu/Login form Widget'i ekleyin

Blogger giriş formu/Login form Widget
Blogunuz için blogger giriş formu Widget'i ekleyin. Bildiğiniz gibi Bloggerda Yazılara cevap yazabilmek yada yorum yapabilmek için giriş yapılması gerekmekte. Bu eklenti sayesinde blogunuza yorum yapmak isteyenler bu Login Form/Giriş formunu oturum açmak için kullanabilecekler. Hem blogunuzu daha profesyonel gösterecek hemde blogger kullanıcıları burdan oturum açıp giriş yapabilecekleri kullanışlı bir eklenti. Ayrıca formunuza stil vererek kendi zevkinize göre fontunu, rengini, genişliğini vs. ayarlayabilirsiniz. Blogunuzun sidebarına aşağıdaki kodları bir widget şeklinde eklemek ve bu giriş formundan kontrol paneline erişmek mümkün.

  • ● Blogger kontrol panelinize giriş yapın.
  • Yerleşim Gadget Ekle HTML/JavaScript yolunu takip edin.
  • ● Ve aşağıdaki kodları kopyalayıp yapıştırın.
  • Kaydet diyip çıkın.

  • <p>Google Hesabınızla oturum açın</p>
    <form action="https://www.google.com/accounts/ServiceLoginBoxAuth" method="post" onsubmit="onlogin()" target="_blank"><input value="http://www.blogger.com/loginz?d=%2Fhome&p=http%3A%2F%2Fwww.blogger.com%2F" name="continue" type="hidden"/><input value="blogger" name="service" type="hidden"/><input value="8" name="nui" type="hidden"/><input value="8" name="naui" type="hidden"/><input value="2" name="fpui" type="hidden"/><input value="3" name="uilel" type="hidden"/><input value="true" name="skipvpage" type="hidden"/><input value="false" name="rm" type="hidden"/><input value="true" name="alwf" type="hidden"/><input value="http://www.blogger.com/login.g" name="roeu" type="hidden"/><input value="0" name="alinsu" type="hidden"/><input value="WbQ8QiJfUvA" name="GA3T" type="hidden"/><div><label for="Email"> E-posta: <br/><input id="Email" tabindex="1" value="" name="Email" size="20" type="text"/></label></div><div><label for="Passwd"> Şifre: (<a href="https://www.blogger.com/forgot.g" target="_top" title="Şifrenizi mi unuttunuz?">?</a>) <br/></label><input id="Passwd" tabindex="2" autocomplete="off" name="Passwd" size="20" type="password"/></div><br/><input id="signin-btn-ns" tabindex="0" value="Oturum aç" class="ubtn ubtn-block" name="submit" type="submit"/>
    </form>

    Herkeze kolay gelsin. Yapamadığınız bir şey olursa "YORUM" kısmında belirtebilirsiniz. iyi bloglamalar...