21 Eylül 2014 Pazar

Αντώνης Λιάκος Δικαίωμα στη Μνήμη ή στη Λήθη; Μια αμφιλεγόμενη ευρωπαϊκή οδηγία tvxs



Φωτογραφία συγγραφέα
Αντώνης Λιάκος

Προωθείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σχέδιο Οδηγίας για τη ρύθμιση της νομοθεσίας προσωπικών δεδομένων, στο οποίο εμφανίζεται για πρώτη φορά επίσημα ο όρος Δικαίωμα στη Λήθη. Το σχέδιο προκάλεσε αντιδράσεις. Η Εταιρεία Γάλλων Αρχειονόμων συγκέντρωσε 51.000 υπογραφές για την ανάκληση του σχεδίου. Μαζί τους συντάσσονται Έλληνες αρχειακοί και ιστορικοί. Θα συζητήσουν για το ζήτημα αυτό στις 22 Σεπτεμβρίου στο Γαλλικό Ινστιτούτο, σε εκδήλωση με τίτλο «Δικαίωμα στη Μνήμη vs Δικαίωμα στη Λήθη».
Τα προβλήματα μνήμης, ιστορίας και λήθης, καταλαμβάνουν εδώ και περίπου τρεις δεκαετίες ολοένα και κεντρικότερη θέση στη δημόσια συζήτηση. Εκεί που κάποτε οι ιστορικές διαφωνίες συζητούνταν στο περιθώριο της δημόσιας ζωής, τώρα έχουν μετατραπεί σε πολέμους ιστορίας ή μνήμης, στο επίκεντρο της επικαιρότητας. Το διαπιστώσαμε και με το άρθρο 2 του αντιρατσιστικού, το οποίο ποινικοποιεί αρνήσεις γενοκτονιών που έχουν αναγνωριστεί από το κοινοβούλιο, διεθνούς οργανισμούς και δικαστήρια. Αν κάποτε υποτίθεται πώς οι ιστορικοί ήταν οι «φρουροί» της μνήμης, έρχεται τώρα η νομοθεσία, το κράτος και οι διεθνείς οργανισμοί να ορίσουν πώς και τι πρέπει να θυμόμαστε. Βέβαια να μην αυταπατόμαστε πως το παλαιό καθεστώς μνήμης ήταν αυθεντικότερο από το νέο. Και στις δυο περιπτώσεις η αναδρομικότητα καθορίζει και το περιεχόμενο και τη μορφή της μνήμης. Αλλά η μεταβίβαση αυτή δείχνει ότι τώρα το διακύβευμα αυτό είναι κατά πολύ μεγαλύτερο και αποφασιστικότερο σε σχέση με το παρελθόν. Η μνήμη αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους πολιτισμικούς πόρους. Ποιος και πως θα την διαχειριστεί είναι αποφασιστικό για τη συγκρότηση της ταυτότητας, του πολιτισμικού προφίλ μιας κοινωνίας, του υλικού και συμβολικού κεφαλαίου της. Παρόμοια μεγέθη υπερβαίνουν κατά πολύ την εμβέλεια και τις δυνατότητες των ιστορικών.
Η μνήμη έχει εγκατασταθεί στις σύγχρονες κοινωνίες ως απόλυτα θετική αξία, απρόσβλητη στο βάθρο της. Αυτό δεν είναι μόνο αποτέλεσμα αυτού που ονομάζεται «έκρηξη μνήμης», του γεγονότος δηλαδή ότι η ταχύτητα αλλαγής των κοινωνιών μας δημιουργεί νοσταλγία για το παρελθόν, ούτε του εκδημοκρατισμού της μνήμης, που έδωσε προτεραιότητα στα βιώματα των απλών ανθρώπων έναντι των πρωταγωνιστών, κάτι που είδαμε και στις εκδηλώσεις για τα 100χρονα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Πρόκειται για μια ευρύτερη μεταβολή νοοτροπιών. Αν κάποτε το μέλλον ήταν πηγή ελπίδας, τώρα είναι πηγή φόβων. Και όταν οι άνθρωποι στρέφουν τα νώτα τους στο μέλλον, αντικρίζουν το παρελθόν. Αλλά αυτό το παρελθόν δεν αποτελείται από γραμμική εξέλιξη, αλλά από δραματικά γεγονότα, εκτός κανονικοτήτων, τα οποία δεν έχουν ακόμη βρει τρόπο να ενταχτούν στη συνείδησή μας, και δεν μπορούν να ενταχτούν με «επιστημονικό και νηφάλιο δημόσιο διάλογο», όπως υποστήριξε πρόσφατα διακήρυξη 139 ιστορικών για το αντιρατσιστικό. Η μνήμη υποκινεί συναισθηματικές δυνάμεις πένθους και εκδίκησης, που δεν μπορούν εύκολα να τιθασευτούν από την εκλογίκευση που της επιβάλλουν οι ιστορικοί.
Αν όλοι υποκλίνονται στη μνήμη, εκείνη που φαίνεται να έχει χάσει τα δικαιώματά της είναι η λήθη. Με περισσή ευκολία την αναθεματίζουν και τη λιθοβολούν. Κι όμως, χωρίς τη λήθη δεν θα μπορούσαμε να ζούμε ειρηνικά μεταξύ μας. Ένας κόσμος με απόλυτη μνήμη, θα ήταν εφιαλτικός και αφόρητος. Όπως επίσης ένας κόσμος πλήρης λήθης δεν θα ήταν κόσμος ανθρώπινος. Οι ανθρώπινες κοινωνίες, όπως και ο ανθρώπινος ψυχισμός άλλωστε, βασίζονται σε μια καλοδουλεμένη, μέσα από το χρόνο, ισορροπία ανάμεσα στη μνήμη και στη λήθη. Ο Χ.Λ.Μπόρχες έγραψε το 1942 ένα διήγημα με τίτλο Funes el Memorioso (Φούνες ο Μνήμων). Ο Ειρηναίος Φούνες, πέφτοντας από το άλογο έμεινε παράλυτος, αλλά αντί αμνησίας απέκτησε υπερμνησία. Θυμόταν όχι μόνο το δάσος, αλλά όλα τα δένδρα, και όλα τα φύλα των δένδρων και κάθε φορά που τα είχε δει, ή τα είχε φανταστεί. «Οι αναμνήσεις δεν ήταν απλές. Κάθε εικόνα συνοδευόταν από αντιδράσεις μυϊκές, θερμικές κλπ». Μια τέτοια ζωή όμως ήταν αφόρητη, είχε καταδικαστεί σε διαρκή αϋπνία («γιατί να κοιμάσαι σημαίνει να αφαιρείσαι από τον κόσμο»). Ο Ειρηναίος πέθανε από συμφόρηση πνευμόνων, μεταφορική απόδοση της συμφόρησης από τον κατακλυσμό ενός μεγάλου όγκου από άχρηστα μνημονικά σκουπίδια. Και ο Μπόρχες καταλήγει λακωνικά: «Υποπτεύομαι εντούτοις, ότι δεν ήταν πολύ ικανός για σκέψη. Το να σκέπτεσαι σημαίνει να ξεχνάς μια διαφορά, να γενικεύεις, να αφαιρείς. Στον υπερφορτωμένο κόσμο του Φούνες δεν υπήρχε τίποτε παρά λεπτομέρειες, σχεδόν τυχαίες λεπτομέρειες».
Η αυτόματη καταγραφή από τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα κάθε λεπτομέρειας της ζωής μας, κάθε στιγμή, παντού, κινδυνεύει να μας θέσει, αν δεν μας έχει ήδη θέσει στην κατάσταση του Ειρηναίου Φούνες. Μια παρόμοια κατάσταση υπερ-ροής πληροφοριών δεν διευκολύνει τον αναστοχασμό του παρελθόντος, κάτι που υποτίθεται οφείλουν οι ιστορικοί. Στο κάτω-κάτω της γραφής, αν μια κοινωνία τα θυμάται όλα σε βάσεις δεδομένων, μεταδεδομένων, μετα-μεταδεδομένων κ.ο.κ., δεν έχει ανάγκη τους ιστορικούς. Ο Μπόρχες, στο διήγημα αυτό απηχεί την Ιστορία και Ζωή του Φ. Νίτσε, όπου «Η λήθη αποτελεί συστατικό στοιχείο κάθε πράξης». Για τη ζωή χρειάζεται όχι μόνο το φως αλλά και το σκοτάδι. Ένας άνθρωπος χωρίς λήθη θα ήταν σαν να είναι καταδικασμένος σε διαρκή αϋπνία. Στη σημερινή περίπτωση το δικαίωμα στη λήθη σημαίνει επίσης το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα (privacy). Επομένως δεν τίθεται το δίλλημα μνήμη ή λήθη, δημόσια διαφάνεια ή ιδιωτικότητα, αλλά η προσεκτική εξισορρόπησή τους. Απόλυτη κυριαρχία του δικαιώματος στη λήθη θα φτώχαινε την ιστορία. Απόλυτη κυριαρχία του δικαιώματος στη μνήμη θα καταργούσε την ιδιωτικότητα και θα ήταν σαν να θυσιάζει την κοινωνία στο Αρχείο, το ζωντανό στο νεκρό.
Το ζήτημα με την συγκεκριμένη Οδηγία, εντούτοις δεν είναι απλό επειδή η ΕΕ, που έχει παρομοιαστεί με «μειλίχιο τέρας» (H.M.Enzensberger), υφαίνει έναν νομοθετικό ιστό όπου εκείνο που φαίνεται καλό, αυτονόητο, λογικό, κανονικοποιεί, ταξινομεί, γραφειοκρατικοποιεί και τελικά καταβροχθίζει τις ελευθερίες. Είναι ένα πράγμα το δικαίωμα στη μνήμη, εντελώς διαφορετικό η καθιέρωσή του με νόμο. Όπως αντίστοιχα είναι διαφορετική η κοινωνική λειτουργία της λήθης από την νομοθετημένη επιβολή της. Επικίνδυνα παιχνίδια.
Αντώνης Λιάκος
Κατηγορία άρθρου:

19 Eylül 2014 Cuma


Σπύρος Ασδραχάς: Ο σύγχρονος καπιταλισμός δεν έχει ανάγκη τη δημοκρατία

«Χάνεις την τάξη σου αλλά δεν απαλλάσσεσαι εύκολα απ” αυτήν…»


Είναι άραγε αυτός ο πραγματικός λόγος -η αναντιστοιχία δηλαδή των υποκειμενικών με τους αντικειμενικούς όρους- που δεν μας επιτρέπουν να συνειδητοποιήσουμε τι ακριβώς συμβαίνει τα τέσσερα τελευταία χρόνια; Είναι δηλαδή η κοινωνική «απάθεια» δείγμα ενός παρατεταμένου πένθους και το έλλειμμα δυναμικής απέναντι στην τρομακτική αποδιάρθρωση του τόπου και των ανθρώπων του φυσική απόρροια του ευδαιμονικού μικροαστισμού που συνόδευσε τα μεταπολιτευτικά χρόνια; Τα ερωτήματα είναι δύσκολα όσο και οι απαντήσεις. Και γίνονται ακόμη πιο κρίσιμα όταν οι προτιμήσεις και οι πολιτικές ερμηνείες του καθενός δεν συμβαδίζουν υποχρεωτικά με τις παραδοχές του άλλου. Στην προσπάθεια να ξετυλιχθεί όσο γίνεται το πολιτικο-κοινωνικό κουβάρι, ας προσμετρηθεί η συζήτηση με τον ιστορικό Σπύρο Ασδραχά, βαθύ γνώστη της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας του τόπου. Τον ευχαριστούμε θερμά (και απ’ αυτή τη θέση), για την ευγένεια και την προθυμία του να ανταποκριθεί.

Σε πολύ κόσμο υπάρχει διάχυτη η ανησυχία ότι κάτι κακό συμβαίνει. Πιο σημαντικό απ’ ό,τι εντοπίζουν και συνειδητοποιούν οι κοινωνικές κεραίες και βεβαίως απ’ ό,τι παπαγαλίζουν οι κυβερνήσεις και οι εκπρόσωποί τους. Θα ήθελα το δικό σας εισαγωγικό σχόλιο κ. Ασδραχά…
Παρά το γεγονός ότι δεν έχω -εσχάτως- την απαιτούμενη πληροφόρηση, παρά το γεγονός ότι αγνοώ τη βιβλιογραφία που αφορά αυτό το ζήτημα, ωστόσο, επιστρατεύοντας μία ιστορική, αν θέλετε, εμπειρία είμαι απολύτως σύμφωνος ότι κάτι συμβαίνει στους ανθρώπους το οποίο όμως δεν έχει συνειδητοποιηθεί επαρκώς. Μου αρέσει να αναφέρομαι στο ελληνικό παράδειγμα.
Aπό τη στιγμή που το ελληνικό παράδειγμα χρησιμοποιείται ως πειραματόζωο η εικόνα γενικεύεται, δεν είναι έτσι;
Κι εγώ το νομίζω, με τη διαφορά ότι στον υπόλοιπο κόσμο -αναφέρομαι ειδικά στην Ευρώπη- οι κοινωνικές και πολιτικές δομές ήταν ισχυρότερες απ’ ό,τι σε μας. Δηλαδή, τα αποδιαρθρωτικά φαινόμενα ενώ συμβαίνουν κι εκεί δεν έχουν την αμεσότητα και τη σκληρότητα που έχουν σε εμάς. Γι’ αυτό το ελληνικό παράδειγμα μπορεί να θεωρηθεί ως προπομπός. Τίνος; Μένω πάλι σε κάτι που το έχω πει και με έχουν κατηγορήσει: Διά του ΣΥΡΙΖΑ δημιουργήθηκε μια συλλογικότητα η οποία καθ’ υποκείμενο δεν έχει αναχθεί σε ταξικότητα, κατ’ αντικείμενον πρόκειται για μια καινούργια ταξικότητα. Δεν υπάρχει όμως η συνειδητοποίηση αυτής της μετάβασης από τον αριθμητικά κυρίαρχο μεσαίο κόσμο. Δηλαδή, οι μικροαστοί δεν κατάλαβαν ότι είναι πλέον προλετάριοι. Έχουμε ξεχάσει τις συζητήσεις που είχαν γίνει παλαιότερα για τη διάδοση της έννοιας και της κατάστασης του προλεταριάτου όταν γινόταν λόγος για τους «ασπρογιακάδες». Πού ανήκουν αυτοί; Το φαινόμενο τώρα είναι, κατά τη γνώμη μου, εντατικότερο και εμφανέστερο. Λείπει όμως -για να χρησιμοποιήσω έναν παλαιομαρξιστικό όρο- η υποκειμενική εντύπωση του αντικειμενικού κόσμου.
Με βάση την εμπειρία της παλαιότερης Ιστορίας την οποία έχετε μελετήσει σε βάθος, υπάρχει ιστορικό προηγούμενο που να παραλληλίζεται με τη σημερινή σκοτεινή εποχή;
Θα έλεγα, χωρίς να κάνω άμεση αναγωγή στο οικονομικό, ναι υπάρχει, είναι το 1789 αλλά και το 1917.
Επαναστατικά χρόνια…
Ναι, βεβαίως, είναι επαναστατικά τα χρόνια… Η διαφορά του 1789 με το 1917 συνίσταται σε πάρα πολλά επίπεδα. Το 1789 έλειπε η συγκυρία του πολέμου η οποία λειτούργησε το 1917. Ωστόσο, το 1789 έβγαλε πληθώρα ιδεών, ορισμένες από τις οποίες μπορούμε να τις ονομάσουμε προκομμουνιστικές. Ανάλογα τέτοια στην ιστορία υπάρχουν και στην Λατινική Αμερική και αλλού… Δεν είναι ιδιαιτερότητα της εποχής μας. Εκεί που θα συμφωνήσω με την παρατήρησή σας απολύτως, είναι ότι έχει αλλάξει ο χαρακτήρας του καπιταλισμού: έγινε μετάβαση από το βιομηχανικό καπιταλισμό, δηλαδή, από την παραγωγή εμπορευμάτων μέσω εμπορευμάτων, όπως έλεγε ο Σράφα, στην κυριαρχία του τραπεζικού κεφαλαίου. Η αποδιάρθρωση έρχεται από αυτήν την κυριαρχία.
Η πληθώρα ιδεών που αναφέρατε, θεωρούνται πλέον παλιά υλικά από τον μετακαπιταλισμό των καιρών μας. Αρκούν να συνθέσουμε έναν καινούργιο κόσμο;
Ακριβώς έτσι είναι, παλιά υλικά… όπως λέτε. Και είναι επόμενο για τον εξής απλούστατο λόγο. Ο βιομηχανικός καπιταλισμός για να υπάρξει έπρεπε να υπάρχει η ελευθερία. Και η ελευθερία ταυτιζόταν με τη δημοκρατία. Ο σύγχρονος καπιταλισμός δεν έχει ανάγκη της δημοκρατίας. Το ανάλογό του είναι ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος είχαν ανάγκη της δημοκρατίας. Σήμερα βρισκόμαστε σε μια μεταλλαγή αυτού του προηγούμενου. Από τι ενισχύεται; Από το γεγονός ότι χώρες στις οποίες ήταν άγνωστη η δημοκρατία, διότι είχαν περάσει από την επανάσταση που έδινε διαφορετικό νόημα στη δημοκρατία, απολήγουν να γίνονται σήμερα καπιταλιστικές δυνάμεις, με έξεργο παράδειγμα την Κίνα. Οπότε ποιοι είναι εκείνοι που θέλουν τη δημοκρατία; Όσοι, εξ αντικειμένου -επαναλαμβάνω κι ας γίνομαι κουραστικός- θέλουν να ανατρέψουν την κυριαρχία του τραπεζικού κεφαλαίου (δεν λέω τραπεζοπιστωτικού) μένω στην ορολογία του Χίλφερντινγκ και του Λένιν. Οπότε η δημοκρατία είναι το καταφύγιο των αποδιαρθρωμένων, των καθημαγμένων. Παλιό υλικό το οποίο μπορεί να αποκτήσει καινούργια σημαινόμενα όμως.
Καμιά αντίρρηση. Άλλωστε, το θέμα της δημοκρατίας ετέθη με εξαιρετική ένταση στις συγκεντρώσεις των πλατειών, όμως η δύναμη του αντιπάλου είναι τρομακτική σε κατασταλτικό και επικοινωνιακό πεδίο.
Προφανώς κι αυτό γίνεται πιο άμεσα, πιο άγρια σε δύο περιπτώσεις. Η μία είναι η κινεζική στην οποία αναφερθήκαμε και η δεύτερη είναι οι ασθενείς οικονομίες όπως είναι η ελληνική. Οπότε οι ασθενείς και υποτελείς οικονομίες δεν έχουν κανένα λόγο να σέβονται τη δημοκρατία και αυτό που εκφράζει τη δημοκρατία που το ονομάζουμε Σύνταγμα.
Μόνο που ως «ασθενείς οικονομίες» μπορούν σήμερα να χαρακτηριστούν οι περισσότερες οικονομίες της γερασμένης Ευρώπης.
Υπάρχει μια διαφοροποίηση. Υπάρχει παραγωγική βάση στην Ιταλία π.χ. που δεν έχει καμιά σχέση με τη δική μας. Υπάρχει αντίστοιχη στην Ισπανία. Δεν είναι μονάχα οι «φούσκες» των οικοδομών, είναι κι άλλα πράγματα. Στην Ελλάδα τα φαινόμενα είναι πιο υποτονικά. Γι’ αυτό και οι αντιθέσεις και οι εκρήξεις είναι πολύ εντονότερες…
Για τις κοινωνικές εκρήξεις έγινε πολύς λόγος αλλά δεν τις είδαμε ακόμη…
Απολύτως σύμφωνοι. Αυτό συνέβη λόγω του εξυποκειμενισμού των αντικειμενικών σχέσεων και όρων. Σ’ αυτό οφείλεται. Είναι διδακτικό να μελετούμε τη Νεότερη Ιστορία της Ελλάδας. 1821: Εποχή απόλυτης κυριαρχίας της Ιεράς Συμμαχίας κι όμως γίνεται μια επανάσταση. Ελληνοϊταλικός Πόλεμος αργότερα, μια έκπληξη: όταν η Ευρώπη κοιτάζει να ανασυγκροτηθεί εμείς κάνουμε εμφύλιο πόλεμο. Αν επιμένω στο ελληνικό παράδειγμα και στην ιστορία του είναι για να δείξω την αιχμή, αυτό που έλεγε ο Γκράμσι αναφερόμενος στη Σαρδηνία: Ότι στις φτωχές χώρες, στις φτωχές οικονομίες οι αντιθέσεις είναι οξύτερες. Πως πάμε για αλλαγή υποδείγματος είναι γεγονός. To θέμα είναι ότι υπάρχει η ιστορική τάρα που έχει δύο σκέλη: Την κατάρρευση του σοβιετικού μοντέλου και τον εκφυλισμό της μήτρας του μοντέλου αυτού που ήταν η σοσιαλδημοκρατία.
Επανέρχομαι στην αναντιστοιχία των υποκειμενικών με τους αντικειμενικούς όρους. Ισχυρίζεστε ότι ο κόσμος λόγω μικροαστισμού παραμένει απαθής γιατί δεν έχει καταλάβει ακόμη τι του έχει συμβεί… Είναι μόνο αυτό ή μήπως και η Αριστερά δεν έχει συνειδητοποιήσει επαρκώς την αλλαγή υποδείγματος, την κοινωνική συντριβή που συνεπάγεται ή αν την έχει συνειδητοποιήσει δεν καταφέρνει να την εκφωνήσει με πειστικό τρόπο;
Αν το εκφωνούσε θα ήταν μειοψηφική…

Μα στις πολιτικά κρίσιμες στιγμές κερδίζει αυτός που συμμερίζεται την οργή αλλά και το φρόνημα του λαού που συνθλίβεται…
Ναι, βεβαίως, εάν η απόληξη είναι η επανάσταση, εάν η απόληξη είναι οι εκλογές τα πράγματα διαφέρουν. Για να θυμίσω τον Ζαχαριάδη όταν έκανε λόγο για… μικροαστικές βιασύνες.
Άρα μου λέτε ότι συνειδητά δεν επιδιώκουμε τη δημιουργία λαϊκής δυναμικής διότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε επανάσταση. Είναι έτσι ή ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να σκέφτεται ως κόμμα του 4 κι όχι του 30%;
Αυτό συμβαίνει αλλά από την άλλη μεριά ο ΣΥΡΙΖΑ έχει συνειδητοποιήσει ότι λόγω της αποδιάρθρωσης έγινε το σχετικά πλειοψηφούν κόμμα. Αυτή η διαπίστωση θέτει άλλα καθήκοντα, κι ενισχύει οπωσδήποτε και κάποιους φόβους. Αν π.χ. μιλούσε με επαναστατικό λόγο τότε θα επανερχόταν στο 4%, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όταν είχε 4% εξέφερε επαναστατικό λόγο, όχι.
Ίσως να κάνω λάθος αλλά εάν αφουγκραζόταν σε βάθος την κοινωνική αγωνία νομίζω ότι το φαινόμενο Χρυσή Αυγή δεν θα είχε πάρει τις διαστάσεις που βλέπουμε…
Αχ, εκεί να θυμίσω το Λεωφορείον ο Πόθος. Χάνεις την τάξη σου αλλά δεν απαλλάσσεσαι απ’ αυτήν. Η Ακροδεξιά δεν είναι ούτε σημερινό ούτε ελληνικό φαινόμενο. Ο φασισμός, ο εθνικοσοσιαλισμός -με εξαίρεση το ισπανικό παράδειγμα- η Ακροδεξιά, αλλά και οι δικτατορίες έχουν βαθιές ρίζες στην Ελλάδα. Δείτε την ανταπόκριση που είχε ο Μεταξάς.
Όμως παράδοση ναζισμού δεν είχαμε…
Δεν είχαμε λόγω παλατιού. Εάν τον Μεταξά δεν τον είχε επιβάλλει το παλάτι και γινόταν δικτάτορας μέσα από άλλους δρόμους, θα εξέφραζε φασιστικό λόγο ιταλικού τύπου.
Τον κόσμο που ενίσχυσε τη Χ.Α. γιατί δεν τον επηρεάσαμε εμείς;
Σάμπως κερδίσαμε τους ταγματασφαλίτες;
Μου φαίνεται λίγο απλοϊκή η απάντησή σας. Δεν μιλώ για τον ηγετικό πυρήνα της Χ.Α. και την αδιαμφισβήτητη χιτλερική ιδεολογία του αλλά για το κομμάτι εκείνο των φτωχών, περιθωριοποιημένων νέων ανθρώπων που βρήκε απήχηση ο… δήθεν «αντισυστημικός» της λόγος.
Είναι επόμενο η Χ.Α. να έχει απήχηση στις νεότερες γενιές που δεν έχουν την αγωγή, το μορφωτικό επίπεδο και την πολιτική εμπειρία παρά μονάχα την αγανάκτηση και την απόρριψη του παρόντος συστήματος. Είναι μια αντιστροφή της έννοιας της πρωτόγονης επανάστασης, αντιστροφή όμως…
Επόμενο, δεν έπρεπε να είναι και η μεγέθυνση της απήχησης της Αριστεράς, ως προς τη δυναμική εννοώ κι όχι ως προς τα ποσοστά; Γιατί δεν είδαμε φαινόμενα ανάλογα του ΕΑΜ ή ακόμη και της ΠΑΣΟΚικής δυναμικής της δεκαετίας του ’80 στο δικό μας το χώρο;
Θα συμφωνήσω με μια παρατήρηση, ως προς το ΕΑΜ. Υπάρχει μια διαφορά. Τότε ο εχθρός ήταν ορατός και συγκεκριμένος. Τα αποτελέσματα της κατάκτησης ήταν ορατά και συγκεκριμένα. Εδώ ο εχθρός είναι αθέατος. Ως προς την αναφορά σας στο ξεκίνημα του ΠΑΣΟΚ και την τεράστια δυναμική, ας μη ξεχνάμε ότι αυτή δημιουργείται σε μια εποχή που οι άνθρωποι του ΕΑΜ δεν έχουν πεθάνει, τη δυναμική αυτοί οι άνθρωποι την εξέφρασαν, αφού συντριπτικό τμήμα των ΕΑΜιτών και της μεταπολιτευτικής ΕΔΑ εντάχθηκε στο ΠΑΣΟΚ.
Μήπως, όμως, τώρα υπάρχει κι ένας αθέατος «εσωτερικός εχθρός» που έχει να κάνει με τη μεσοαστικοποίηση της ίδιας της αριστεράς;
Οι μεσοαστοί και οι μικροαστοί πώς μπορούν να ξεπεράσουν εύκολα τη συνθήκη της τάξης τους; Επανερχόμαστε σε αυτό που σας είπα λίγο πριν, στην αναζήτηση καινούργιας ταξικότητας.
Η οποία είναι και δική μας υπόθεση: Ή θα καταφέρουμε να προσελκύσουμε τα λαϊκά φτωχοποιημένα στρώματα είτε θα το κάνουν άλλοι. Η κοινωνία θα βρει κάποια διέξοδο, δεν είναι έτσι;
Φυσικά θα βρει. Ελπίζω να μη τη βρει στην κατεύθυνση της Ακροδεξιάς και του φασισμού. Δεν αρκεί όμως να μιλάμε μόνο για τις ευθύνες της Αριστεράς. Υπάρχουν και οι ευθύνες των θυμάτων της αποδιάρθρωσης. Ε, κι αυτοί κάτι πρέπει να κάνουν.
Σε πρόσφατη συνέντευξή σας είπατε ότι δεν βλέπετε ως πιθανό παρελκόμενο της χρεοκοπίας την εδαφική απώλεια, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε πόλεμο. Πόθεν η σιγουριά;
Διότι νομίζω ότι έχουν βρει το φάρμακο…
Ποιο είναι;
Το ξεπούλημα. Αν γίνει απόσπαση μέρους της επικρατείας αυτό θα συνενώσει τους Έλληνες. Το ξέρουν πολύ καλά γι’ αυτό και ακολουθούν άλλες μεθόδους. Αν λέγαμε ότι το αντίστοιχο του ξεπουλήματος είναι η απόσπαση μέρους της επικρατείας τότε έχω την εντύπωση ότι θα κερδίζαμε. Φοβάμαι ότι αυτές τις ρηξικέλευθες διατυπώσεις τις αποφεύγουμε από καθαρό τακτικισμό. Εγώ δεν είμαι σύμφωνος, θεωρώ ότι πρέπει να πούμε καθαρά στον κόσμο ότι το ξεπούλημα είναι ένας τρόπος για να αποφευχθεί αυτό που θα τους ανατρέψει και που δεν είναι άλλο από την απόσπαση τμήματος της επικρατείας, κι αυτό ανεξάρτητα απ’ τις προθέσεις, την ιδεολογία και -θα πρόσθετα- τον κεκτημένο πατριωτισμό όσων ασκούν εξουσία. Πέρα απ’ όλα αυτά, ας υπομνήσουμε ότι: Κάθε φορά που πάει να γίνει κάτι καλό σε αυτόν τον τόπο οι δυνάμεις της αδράνειας αποδεικνύονται πολύ ισχυρές, δυστυχώς…
- See more at: http://left.gr/news/spyros-asdrahas-o-syghronos-kapitalismos-den-ehei-anagki-ti-dimokratia#sthash.DN8ETAth.8hHYHDUc.dpuf

Σπύρος Ασδραχάς: Ο σύγχρονος καπιταλισμός δεν έχει ανάγκη τη δημοκρατία

«Χάνεις την τάξη σου αλλά δεν απαλλάσσεσαι εύκολα απ” αυτήν…»


Είναι άραγε αυτός ο πραγματικός λόγος -η αναντιστοιχία δηλαδή των υποκειμενικών με τους αντικειμενικούς όρους- που δεν μας επιτρέπουν να συνειδητοποιήσουμε τι ακριβώς συμβαίνει τα τέσσερα τελευταία χρόνια; Είναι δηλαδή η κοινωνική «απάθεια» δείγμα ενός παρατεταμένου πένθους και το έλλειμμα δυναμικής απέναντι στην τρομακτική αποδιάρθρωση του τόπου και των ανθρώπων του φυσική απόρροια του ευδαιμονικού μικροαστισμού που συνόδευσε τα μεταπολιτευτικά χρόνια; Τα ερωτήματα είναι δύσκολα όσο και οι απαντήσεις. Και γίνονται ακόμη πιο κρίσιμα όταν οι προτιμήσεις και οι πολιτικές ερμηνείες του καθενός δεν συμβαδίζουν υποχρεωτικά με τις παραδοχές του άλλου. Στην προσπάθεια να ξετυλιχθεί όσο γίνεται το πολιτικο-κοινωνικό κουβάρι, ας προσμετρηθεί η συζήτηση με τον ιστορικό Σπύρο Ασδραχά, βαθύ γνώστη της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας του τόπου. Τον ευχαριστούμε θερμά (και απ’ αυτή τη θέση), για την ευγένεια και την προθυμία του να ανταποκριθεί.

Σε πολύ κόσμο υπάρχει διάχυτη η ανησυχία ότι κάτι κακό συμβαίνει. Πιο σημαντικό απ’ ό,τι εντοπίζουν και συνειδητοποιούν οι κοινωνικές κεραίες και βεβαίως απ’ ό,τι παπαγαλίζουν οι κυβερνήσεις και οι εκπρόσωποί τους. Θα ήθελα το δικό σας εισαγωγικό σχόλιο κ. Ασδραχά…
Παρά το γεγονός ότι δεν έχω -εσχάτως- την απαιτούμενη πληροφόρηση, παρά το γεγονός ότι αγνοώ τη βιβλιογραφία που αφορά αυτό το ζήτημα, ωστόσο, επιστρατεύοντας μία ιστορική, αν θέλετε, εμπειρία είμαι απολύτως σύμφωνος ότι κάτι συμβαίνει στους ανθρώπους το οποίο όμως δεν έχει συνειδητοποιηθεί επαρκώς. Μου αρέσει να αναφέρομαι στο ελληνικό παράδειγμα.
Aπό τη στιγμή που το ελληνικό παράδειγμα χρησιμοποιείται ως πειραματόζωο η εικόνα γενικεύεται, δεν είναι έτσι;
Κι εγώ το νομίζω, με τη διαφορά ότι στον υπόλοιπο κόσμο -αναφέρομαι ειδικά στην Ευρώπη- οι κοινωνικές και πολιτικές δομές ήταν ισχυρότερες απ’ ό,τι σε μας. Δηλαδή, τα αποδιαρθρωτικά φαινόμενα ενώ συμβαίνουν κι εκεί δεν έχουν την αμεσότητα και τη σκληρότητα που έχουν σε εμάς. Γι’ αυτό το ελληνικό παράδειγμα μπορεί να θεωρηθεί ως προπομπός. Τίνος; Μένω πάλι σε κάτι που το έχω πει και με έχουν κατηγορήσει: Διά του ΣΥΡΙΖΑ δημιουργήθηκε μια συλλογικότητα η οποία καθ’ υποκείμενο δεν έχει αναχθεί σε ταξικότητα, κατ’ αντικείμενον πρόκειται για μια καινούργια ταξικότητα. Δεν υπάρχει όμως η συνειδητοποίηση αυτής της μετάβασης από τον αριθμητικά κυρίαρχο μεσαίο κόσμο. Δηλαδή, οι μικροαστοί δεν κατάλαβαν ότι είναι πλέον προλετάριοι. Έχουμε ξεχάσει τις συζητήσεις που είχαν γίνει παλαιότερα για τη διάδοση της έννοιας και της κατάστασης του προλεταριάτου όταν γινόταν λόγος για τους «ασπρογιακάδες». Πού ανήκουν αυτοί; Το φαινόμενο τώρα είναι, κατά τη γνώμη μου, εντατικότερο και εμφανέστερο. Λείπει όμως -για να χρησιμοποιήσω έναν παλαιομαρξιστικό όρο- η υποκειμενική εντύπωση του αντικειμενικού κόσμου.
Με βάση την εμπειρία της παλαιότερης Ιστορίας την οποία έχετε μελετήσει σε βάθος, υπάρχει ιστορικό προηγούμενο που να παραλληλίζεται με τη σημερινή σκοτεινή εποχή;
Θα έλεγα, χωρίς να κάνω άμεση αναγωγή στο οικονομικό, ναι υπάρχει, είναι το 1789 αλλά και το 1917.
Επαναστατικά χρόνια…
Ναι, βεβαίως, είναι επαναστατικά τα χρόνια… Η διαφορά του 1789 με το 1917 συνίσταται σε πάρα πολλά επίπεδα. Το 1789 έλειπε η συγκυρία του πολέμου η οποία λειτούργησε το 1917. Ωστόσο, το 1789 έβγαλε πληθώρα ιδεών, ορισμένες από τις οποίες μπορούμε να τις ονομάσουμε προκομμουνιστικές. Ανάλογα τέτοια στην ιστορία υπάρχουν και στην Λατινική Αμερική και αλλού… Δεν είναι ιδιαιτερότητα της εποχής μας. Εκεί που θα συμφωνήσω με την παρατήρησή σας απολύτως, είναι ότι έχει αλλάξει ο χαρακτήρας του καπιταλισμού: έγινε μετάβαση από το βιομηχανικό καπιταλισμό, δηλαδή, από την παραγωγή εμπορευμάτων μέσω εμπορευμάτων, όπως έλεγε ο Σράφα, στην κυριαρχία του τραπεζικού κεφαλαίου. Η αποδιάρθρωση έρχεται από αυτήν την κυριαρχία.
Η πληθώρα ιδεών που αναφέρατε, θεωρούνται πλέον παλιά υλικά από τον μετακαπιταλισμό των καιρών μας. Αρκούν να συνθέσουμε έναν καινούργιο κόσμο;
Ακριβώς έτσι είναι, παλιά υλικά… όπως λέτε. Και είναι επόμενο για τον εξής απλούστατο λόγο. Ο βιομηχανικός καπιταλισμός για να υπάρξει έπρεπε να υπάρχει η ελευθερία. Και η ελευθερία ταυτιζόταν με τη δημοκρατία. Ο σύγχρονος καπιταλισμός δεν έχει ανάγκη της δημοκρατίας. Το ανάλογό του είναι ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος είχαν ανάγκη της δημοκρατίας. Σήμερα βρισκόμαστε σε μια μεταλλαγή αυτού του προηγούμενου. Από τι ενισχύεται; Από το γεγονός ότι χώρες στις οποίες ήταν άγνωστη η δημοκρατία, διότι είχαν περάσει από την επανάσταση που έδινε διαφορετικό νόημα στη δημοκρατία, απολήγουν να γίνονται σήμερα καπιταλιστικές δυνάμεις, με έξεργο παράδειγμα την Κίνα. Οπότε ποιοι είναι εκείνοι που θέλουν τη δημοκρατία; Όσοι, εξ αντικειμένου -επαναλαμβάνω κι ας γίνομαι κουραστικός- θέλουν να ανατρέψουν την κυριαρχία του τραπεζικού κεφαλαίου (δεν λέω τραπεζοπιστωτικού) μένω στην ορολογία του Χίλφερντινγκ και του Λένιν. Οπότε η δημοκρατία είναι το καταφύγιο των αποδιαρθρωμένων, των καθημαγμένων. Παλιό υλικό το οποίο μπορεί να αποκτήσει καινούργια σημαινόμενα όμως.
Καμιά αντίρρηση. Άλλωστε, το θέμα της δημοκρατίας ετέθη με εξαιρετική ένταση στις συγκεντρώσεις των πλατειών, όμως η δύναμη του αντιπάλου είναι τρομακτική σε κατασταλτικό και επικοινωνιακό πεδίο.
Προφανώς κι αυτό γίνεται πιο άμεσα, πιο άγρια σε δύο περιπτώσεις. Η μία είναι η κινεζική στην οποία αναφερθήκαμε και η δεύτερη είναι οι ασθενείς οικονομίες όπως είναι η ελληνική. Οπότε οι ασθενείς και υποτελείς οικονομίες δεν έχουν κανένα λόγο να σέβονται τη δημοκρατία και αυτό που εκφράζει τη δημοκρατία που το ονομάζουμε Σύνταγμα.
Μόνο που ως «ασθενείς οικονομίες» μπορούν σήμερα να χαρακτηριστούν οι περισσότερες οικονομίες της γερασμένης Ευρώπης.
Υπάρχει μια διαφοροποίηση. Υπάρχει παραγωγική βάση στην Ιταλία π.χ. που δεν έχει καμιά σχέση με τη δική μας. Υπάρχει αντίστοιχη στην Ισπανία. Δεν είναι μονάχα οι «φούσκες» των οικοδομών, είναι κι άλλα πράγματα. Στην Ελλάδα τα φαινόμενα είναι πιο υποτονικά. Γι’ αυτό και οι αντιθέσεις και οι εκρήξεις είναι πολύ εντονότερες…
Για τις κοινωνικές εκρήξεις έγινε πολύς λόγος αλλά δεν τις είδαμε ακόμη…
Απολύτως σύμφωνοι. Αυτό συνέβη λόγω του εξυποκειμενισμού των αντικειμενικών σχέσεων και όρων. Σ’ αυτό οφείλεται. Είναι διδακτικό να μελετούμε τη Νεότερη Ιστορία της Ελλάδας. 1821: Εποχή απόλυτης κυριαρχίας της Ιεράς Συμμαχίας κι όμως γίνεται μια επανάσταση. Ελληνοϊταλικός Πόλεμος αργότερα, μια έκπληξη: όταν η Ευρώπη κοιτάζει να ανασυγκροτηθεί εμείς κάνουμε εμφύλιο πόλεμο. Αν επιμένω στο ελληνικό παράδειγμα και στην ιστορία του είναι για να δείξω την αιχμή, αυτό που έλεγε ο Γκράμσι αναφερόμενος στη Σαρδηνία: Ότι στις φτωχές χώρες, στις φτωχές οικονομίες οι αντιθέσεις είναι οξύτερες. Πως πάμε για αλλαγή υποδείγματος είναι γεγονός. To θέμα είναι ότι υπάρχει η ιστορική τάρα που έχει δύο σκέλη: Την κατάρρευση του σοβιετικού μοντέλου και τον εκφυλισμό της μήτρας του μοντέλου αυτού που ήταν η σοσιαλδημοκρατία.
Επανέρχομαι στην αναντιστοιχία των υποκειμενικών με τους αντικειμενικούς όρους. Ισχυρίζεστε ότι ο κόσμος λόγω μικροαστισμού παραμένει απαθής γιατί δεν έχει καταλάβει ακόμη τι του έχει συμβεί… Είναι μόνο αυτό ή μήπως και η Αριστερά δεν έχει συνειδητοποιήσει επαρκώς την αλλαγή υποδείγματος, την κοινωνική συντριβή που συνεπάγεται ή αν την έχει συνειδητοποιήσει δεν καταφέρνει να την εκφωνήσει με πειστικό τρόπο;
Αν το εκφωνούσε θα ήταν μειοψηφική…

Μα στις πολιτικά κρίσιμες στιγμές κερδίζει αυτός που συμμερίζεται την οργή αλλά και το φρόνημα του λαού που συνθλίβεται…
Ναι, βεβαίως, εάν η απόληξη είναι η επανάσταση, εάν η απόληξη είναι οι εκλογές τα πράγματα διαφέρουν. Για να θυμίσω τον Ζαχαριάδη όταν έκανε λόγο για… μικροαστικές βιασύνες.
Άρα μου λέτε ότι συνειδητά δεν επιδιώκουμε τη δημιουργία λαϊκής δυναμικής διότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε επανάσταση. Είναι έτσι ή ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να σκέφτεται ως κόμμα του 4 κι όχι του 30%;
Αυτό συμβαίνει αλλά από την άλλη μεριά ο ΣΥΡΙΖΑ έχει συνειδητοποιήσει ότι λόγω της αποδιάρθρωσης έγινε το σχετικά πλειοψηφούν κόμμα. Αυτή η διαπίστωση θέτει άλλα καθήκοντα, κι ενισχύει οπωσδήποτε και κάποιους φόβους. Αν π.χ. μιλούσε με επαναστατικό λόγο τότε θα επανερχόταν στο 4%, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όταν είχε 4% εξέφερε επαναστατικό λόγο, όχι.
Ίσως να κάνω λάθος αλλά εάν αφουγκραζόταν σε βάθος την κοινωνική αγωνία νομίζω ότι το φαινόμενο Χρυσή Αυγή δεν θα είχε πάρει τις διαστάσεις που βλέπουμε…
Αχ, εκεί να θυμίσω το Λεωφορείον ο Πόθος. Χάνεις την τάξη σου αλλά δεν απαλλάσσεσαι απ’ αυτήν. Η Ακροδεξιά δεν είναι ούτε σημερινό ούτε ελληνικό φαινόμενο. Ο φασισμός, ο εθνικοσοσιαλισμός -με εξαίρεση το ισπανικό παράδειγμα- η Ακροδεξιά, αλλά και οι δικτατορίες έχουν βαθιές ρίζες στην Ελλάδα. Δείτε την ανταπόκριση που είχε ο Μεταξάς.
Όμως παράδοση ναζισμού δεν είχαμε…
Δεν είχαμε λόγω παλατιού. Εάν τον Μεταξά δεν τον είχε επιβάλλει το παλάτι και γινόταν δικτάτορας μέσα από άλλους δρόμους, θα εξέφραζε φασιστικό λόγο ιταλικού τύπου.
Τον κόσμο που ενίσχυσε τη Χ.Α. γιατί δεν τον επηρεάσαμε εμείς;
Σάμπως κερδίσαμε τους ταγματασφαλίτες;
Μου φαίνεται λίγο απλοϊκή η απάντησή σας. Δεν μιλώ για τον ηγετικό πυρήνα της Χ.Α. και την αδιαμφισβήτητη χιτλερική ιδεολογία του αλλά για το κομμάτι εκείνο των φτωχών, περιθωριοποιημένων νέων ανθρώπων που βρήκε απήχηση ο… δήθεν «αντισυστημικός» της λόγος.
Είναι επόμενο η Χ.Α. να έχει απήχηση στις νεότερες γενιές που δεν έχουν την αγωγή, το μορφωτικό επίπεδο και την πολιτική εμπειρία παρά μονάχα την αγανάκτηση και την απόρριψη του παρόντος συστήματος. Είναι μια αντιστροφή της έννοιας της πρωτόγονης επανάστασης, αντιστροφή όμως…
Επόμενο, δεν έπρεπε να είναι και η μεγέθυνση της απήχησης της Αριστεράς, ως προς τη δυναμική εννοώ κι όχι ως προς τα ποσοστά; Γιατί δεν είδαμε φαινόμενα ανάλογα του ΕΑΜ ή ακόμη και της ΠΑΣΟΚικής δυναμικής της δεκαετίας του ’80 στο δικό μας το χώρο;
Θα συμφωνήσω με μια παρατήρηση, ως προς το ΕΑΜ. Υπάρχει μια διαφορά. Τότε ο εχθρός ήταν ορατός και συγκεκριμένος. Τα αποτελέσματα της κατάκτησης ήταν ορατά και συγκεκριμένα. Εδώ ο εχθρός είναι αθέατος. Ως προς την αναφορά σας στο ξεκίνημα του ΠΑΣΟΚ και την τεράστια δυναμική, ας μη ξεχνάμε ότι αυτή δημιουργείται σε μια εποχή που οι άνθρωποι του ΕΑΜ δεν έχουν πεθάνει, τη δυναμική αυτοί οι άνθρωποι την εξέφρασαν, αφού συντριπτικό τμήμα των ΕΑΜιτών και της μεταπολιτευτικής ΕΔΑ εντάχθηκε στο ΠΑΣΟΚ.
Μήπως, όμως, τώρα υπάρχει κι ένας αθέατος «εσωτερικός εχθρός» που έχει να κάνει με τη μεσοαστικοποίηση της ίδιας της αριστεράς;
Οι μεσοαστοί και οι μικροαστοί πώς μπορούν να ξεπεράσουν εύκολα τη συνθήκη της τάξης τους; Επανερχόμαστε σε αυτό που σας είπα λίγο πριν, στην αναζήτηση καινούργιας ταξικότητας.
Η οποία είναι και δική μας υπόθεση: Ή θα καταφέρουμε να προσελκύσουμε τα λαϊκά φτωχοποιημένα στρώματα είτε θα το κάνουν άλλοι. Η κοινωνία θα βρει κάποια διέξοδο, δεν είναι έτσι;
Φυσικά θα βρει. Ελπίζω να μη τη βρει στην κατεύθυνση της Ακροδεξιάς και του φασισμού. Δεν αρκεί όμως να μιλάμε μόνο για τις ευθύνες της Αριστεράς. Υπάρχουν και οι ευθύνες των θυμάτων της αποδιάρθρωσης. Ε, κι αυτοί κάτι πρέπει να κάνουν.
Σε πρόσφατη συνέντευξή σας είπατε ότι δεν βλέπετε ως πιθανό παρελκόμενο της χρεοκοπίας την εδαφική απώλεια, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε πόλεμο. Πόθεν η σιγουριά;
Διότι νομίζω ότι έχουν βρει το φάρμακο…
Ποιο είναι;
Το ξεπούλημα. Αν γίνει απόσπαση μέρους της επικρατείας αυτό θα συνενώσει τους Έλληνες. Το ξέρουν πολύ καλά γι’ αυτό και ακολουθούν άλλες μεθόδους. Αν λέγαμε ότι το αντίστοιχο του ξεπουλήματος είναι η απόσπαση μέρους της επικρατείας τότε έχω την εντύπωση ότι θα κερδίζαμε. Φοβάμαι ότι αυτές τις ρηξικέλευθες διατυπώσεις τις αποφεύγουμε από καθαρό τακτικισμό. Εγώ δεν είμαι σύμφωνος, θεωρώ ότι πρέπει να πούμε καθαρά στον κόσμο ότι το ξεπούλημα είναι ένας τρόπος για να αποφευχθεί αυτό που θα τους ανατρέψει και που δεν είναι άλλο από την απόσπαση τμήματος της επικρατείας, κι αυτό ανεξάρτητα απ’ τις προθέσεις, την ιδεολογία και -θα πρόσθετα- τον κεκτημένο πατριωτισμό όσων ασκούν εξουσία. Πέρα απ’ όλα αυτά, ας υπομνήσουμε ότι: Κάθε φορά που πάει να γίνει κάτι καλό σε αυτόν τον τόπο οι δυνάμεις της αδράνειας αποδεικνύονται πολύ ισχυρές, δυστυχώς…
- See more at: http://left.gr/news/spyros-asdrahas-o-syghronos-kapitalismos-den-ehei-anagki-ti-dimokratia#sthash.DN8ETAth.8hHYHDUc.dpuf

Σπύρος Ασδραχάς: Ο σύγχρονος καπιταλισμός δεν έχει ανάγκη τη δημοκρατία

«Χάνεις την τάξη σου αλλά δεν απαλλάσσεσαι εύκολα απ” αυτήν…»


Είναι άραγε αυτός ο πραγματικός λόγος -η αναντιστοιχία δηλαδή των υποκειμενικών με τους αντικειμενικούς όρους- που δεν μας επιτρέπουν να συνειδητοποιήσουμε τι ακριβώς συμβαίνει τα τέσσερα τελευταία χρόνια; Είναι δηλαδή η κοινωνική «απάθεια» δείγμα ενός παρατεταμένου πένθους και το έλλειμμα δυναμικής απέναντι στην τρομακτική αποδιάρθρωση του τόπου και των ανθρώπων του φυσική απόρροια του ευδαιμονικού μικροαστισμού που συνόδευσε τα μεταπολιτευτικά χρόνια; Τα ερωτήματα είναι δύσκολα όσο και οι απαντήσεις. Και γίνονται ακόμη πιο κρίσιμα όταν οι προτιμήσεις και οι πολιτικές ερμηνείες του καθενός δεν συμβαδίζουν υποχρεωτικά με τις παραδοχές του άλλου. Στην προσπάθεια να ξετυλιχθεί όσο γίνεται το πολιτικο-κοινωνικό κουβάρι, ας προσμετρηθεί η συζήτηση με τον ιστορικό Σπύρο Ασδραχά, βαθύ γνώστη της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας του τόπου. Τον ευχαριστούμε θερμά (και απ’ αυτή τη θέση), για την ευγένεια και την προθυμία του να ανταποκριθεί.

Σε πολύ κόσμο υπάρχει διάχυτη η ανησυχία ότι κάτι κακό συμβαίνει. Πιο σημαντικό απ’ ό,τι εντοπίζουν και συνειδητοποιούν οι κοινωνικές κεραίες και βεβαίως απ’ ό,τι παπαγαλίζουν οι κυβερνήσεις και οι εκπρόσωποί τους. Θα ήθελα το δικό σας εισαγωγικό σχόλιο κ. Ασδραχά…
Παρά το γεγονός ότι δεν έχω -εσχάτως- την απαιτούμενη πληροφόρηση, παρά το γεγονός ότι αγνοώ τη βιβλιογραφία που αφορά αυτό το ζήτημα, ωστόσο, επιστρατεύοντας μία ιστορική, αν θέλετε, εμπειρία είμαι απολύτως σύμφωνος ότι κάτι συμβαίνει στους ανθρώπους το οποίο όμως δεν έχει συνειδητοποιηθεί επαρκώς. Μου αρέσει να αναφέρομαι στο ελληνικό παράδειγμα.
Aπό τη στιγμή που το ελληνικό παράδειγμα χρησιμοποιείται ως πειραματόζωο η εικόνα γενικεύεται, δεν είναι έτσι;
Κι εγώ το νομίζω, με τη διαφορά ότι στον υπόλοιπο κόσμο -αναφέρομαι ειδικά στην Ευρώπη- οι κοινωνικές και πολιτικές δομές ήταν ισχυρότερες απ’ ό,τι σε μας. Δηλαδή, τα αποδιαρθρωτικά φαινόμενα ενώ συμβαίνουν κι εκεί δεν έχουν την αμεσότητα και τη σκληρότητα που έχουν σε εμάς. Γι’ αυτό το ελληνικό παράδειγμα μπορεί να θεωρηθεί ως προπομπός. Τίνος; Μένω πάλι σε κάτι που το έχω πει και με έχουν κατηγορήσει: Διά του ΣΥΡΙΖΑ δημιουργήθηκε μια συλλογικότητα η οποία καθ’ υποκείμενο δεν έχει αναχθεί σε ταξικότητα, κατ’ αντικείμενον πρόκειται για μια καινούργια ταξικότητα. Δεν υπάρχει όμως η συνειδητοποίηση αυτής της μετάβασης από τον αριθμητικά κυρίαρχο μεσαίο κόσμο. Δηλαδή, οι μικροαστοί δεν κατάλαβαν ότι είναι πλέον προλετάριοι. Έχουμε ξεχάσει τις συζητήσεις που είχαν γίνει παλαιότερα για τη διάδοση της έννοιας και της κατάστασης του προλεταριάτου όταν γινόταν λόγος για τους «ασπρογιακάδες». Πού ανήκουν αυτοί; Το φαινόμενο τώρα είναι, κατά τη γνώμη μου, εντατικότερο και εμφανέστερο. Λείπει όμως -για να χρησιμοποιήσω έναν παλαιομαρξιστικό όρο- η υποκειμενική εντύπωση του αντικειμενικού κόσμου.
Με βάση την εμπειρία της παλαιότερης Ιστορίας την οποία έχετε μελετήσει σε βάθος, υπάρχει ιστορικό προηγούμενο που να παραλληλίζεται με τη σημερινή σκοτεινή εποχή;
Θα έλεγα, χωρίς να κάνω άμεση αναγωγή στο οικονομικό, ναι υπάρχει, είναι το 1789 αλλά και το 1917.
Επαναστατικά χρόνια…
Ναι, βεβαίως, είναι επαναστατικά τα χρόνια… Η διαφορά του 1789 με το 1917 συνίσταται σε πάρα πολλά επίπεδα. Το 1789 έλειπε η συγκυρία του πολέμου η οποία λειτούργησε το 1917. Ωστόσο, το 1789 έβγαλε πληθώρα ιδεών, ορισμένες από τις οποίες μπορούμε να τις ονομάσουμε προκομμουνιστικές. Ανάλογα τέτοια στην ιστορία υπάρχουν και στην Λατινική Αμερική και αλλού… Δεν είναι ιδιαιτερότητα της εποχής μας. Εκεί που θα συμφωνήσω με την παρατήρησή σας απολύτως, είναι ότι έχει αλλάξει ο χαρακτήρας του καπιταλισμού: έγινε μετάβαση από το βιομηχανικό καπιταλισμό, δηλαδή, από την παραγωγή εμπορευμάτων μέσω εμπορευμάτων, όπως έλεγε ο Σράφα, στην κυριαρχία του τραπεζικού κεφαλαίου. Η αποδιάρθρωση έρχεται από αυτήν την κυριαρχία.
Η πληθώρα ιδεών που αναφέρατε, θεωρούνται πλέον παλιά υλικά από τον μετακαπιταλισμό των καιρών μας. Αρκούν να συνθέσουμε έναν καινούργιο κόσμο;
Ακριβώς έτσι είναι, παλιά υλικά… όπως λέτε. Και είναι επόμενο για τον εξής απλούστατο λόγο. Ο βιομηχανικός καπιταλισμός για να υπάρξει έπρεπε να υπάρχει η ελευθερία. Και η ελευθερία ταυτιζόταν με τη δημοκρατία. Ο σύγχρονος καπιταλισμός δεν έχει ανάγκη της δημοκρατίας. Το ανάλογό του είναι ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος είχαν ανάγκη της δημοκρατίας. Σήμερα βρισκόμαστε σε μια μεταλλαγή αυτού του προηγούμενου. Από τι ενισχύεται; Από το γεγονός ότι χώρες στις οποίες ήταν άγνωστη η δημοκρατία, διότι είχαν περάσει από την επανάσταση που έδινε διαφορετικό νόημα στη δημοκρατία, απολήγουν να γίνονται σήμερα καπιταλιστικές δυνάμεις, με έξεργο παράδειγμα την Κίνα. Οπότε ποιοι είναι εκείνοι που θέλουν τη δημοκρατία; Όσοι, εξ αντικειμένου -επαναλαμβάνω κι ας γίνομαι κουραστικός- θέλουν να ανατρέψουν την κυριαρχία του τραπεζικού κεφαλαίου (δεν λέω τραπεζοπιστωτικού) μένω στην ορολογία του Χίλφερντινγκ και του Λένιν. Οπότε η δημοκρατία είναι το καταφύγιο των αποδιαρθρωμένων, των καθημαγμένων. Παλιό υλικό το οποίο μπορεί να αποκτήσει καινούργια σημαινόμενα όμως.
Καμιά αντίρρηση. Άλλωστε, το θέμα της δημοκρατίας ετέθη με εξαιρετική ένταση στις συγκεντρώσεις των πλατειών, όμως η δύναμη του αντιπάλου είναι τρομακτική σε κατασταλτικό και επικοινωνιακό πεδίο.
Προφανώς κι αυτό γίνεται πιο άμεσα, πιο άγρια σε δύο περιπτώσεις. Η μία είναι η κινεζική στην οποία αναφερθήκαμε και η δεύτερη είναι οι ασθενείς οικονομίες όπως είναι η ελληνική. Οπότε οι ασθενείς και υποτελείς οικονομίες δεν έχουν κανένα λόγο να σέβονται τη δημοκρατία και αυτό που εκφράζει τη δημοκρατία που το ονομάζουμε Σύνταγμα.
Μόνο που ως «ασθενείς οικονομίες» μπορούν σήμερα να χαρακτηριστούν οι περισσότερες οικονομίες της γερασμένης Ευρώπης.
Υπάρχει μια διαφοροποίηση. Υπάρχει παραγωγική βάση στην Ιταλία π.χ. που δεν έχει καμιά σχέση με τη δική μας. Υπάρχει αντίστοιχη στην Ισπανία. Δεν είναι μονάχα οι «φούσκες» των οικοδομών, είναι κι άλλα πράγματα. Στην Ελλάδα τα φαινόμενα είναι πιο υποτονικά. Γι’ αυτό και οι αντιθέσεις και οι εκρήξεις είναι πολύ εντονότερες…
Για τις κοινωνικές εκρήξεις έγινε πολύς λόγος αλλά δεν τις είδαμε ακόμη…
Απολύτως σύμφωνοι. Αυτό συνέβη λόγω του εξυποκειμενισμού των αντικειμενικών σχέσεων και όρων. Σ’ αυτό οφείλεται. Είναι διδακτικό να μελετούμε τη Νεότερη Ιστορία της Ελλάδας. 1821: Εποχή απόλυτης κυριαρχίας της Ιεράς Συμμαχίας κι όμως γίνεται μια επανάσταση. Ελληνοϊταλικός Πόλεμος αργότερα, μια έκπληξη: όταν η Ευρώπη κοιτάζει να ανασυγκροτηθεί εμείς κάνουμε εμφύλιο πόλεμο. Αν επιμένω στο ελληνικό παράδειγμα και στην ιστορία του είναι για να δείξω την αιχμή, αυτό που έλεγε ο Γκράμσι αναφερόμενος στη Σαρδηνία: Ότι στις φτωχές χώρες, στις φτωχές οικονομίες οι αντιθέσεις είναι οξύτερες. Πως πάμε για αλλαγή υποδείγματος είναι γεγονός. To θέμα είναι ότι υπάρχει η ιστορική τάρα που έχει δύο σκέλη: Την κατάρρευση του σοβιετικού μοντέλου και τον εκφυλισμό της μήτρας του μοντέλου αυτού που ήταν η σοσιαλδημοκρατία.
Επανέρχομαι στην αναντιστοιχία των υποκειμενικών με τους αντικειμενικούς όρους. Ισχυρίζεστε ότι ο κόσμος λόγω μικροαστισμού παραμένει απαθής γιατί δεν έχει καταλάβει ακόμη τι του έχει συμβεί… Είναι μόνο αυτό ή μήπως και η Αριστερά δεν έχει συνειδητοποιήσει επαρκώς την αλλαγή υποδείγματος, την κοινωνική συντριβή που συνεπάγεται ή αν την έχει συνειδητοποιήσει δεν καταφέρνει να την εκφωνήσει με πειστικό τρόπο;
Αν το εκφωνούσε θα ήταν μειοψηφική…

Μα στις πολιτικά κρίσιμες στιγμές κερδίζει αυτός που συμμερίζεται την οργή αλλά και το φρόνημα του λαού που συνθλίβεται…
Ναι, βεβαίως, εάν η απόληξη είναι η επανάσταση, εάν η απόληξη είναι οι εκλογές τα πράγματα διαφέρουν. Για να θυμίσω τον Ζαχαριάδη όταν έκανε λόγο για… μικροαστικές βιασύνες.
Άρα μου λέτε ότι συνειδητά δεν επιδιώκουμε τη δημιουργία λαϊκής δυναμικής διότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε επανάσταση. Είναι έτσι ή ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να σκέφτεται ως κόμμα του 4 κι όχι του 30%;
Αυτό συμβαίνει αλλά από την άλλη μεριά ο ΣΥΡΙΖΑ έχει συνειδητοποιήσει ότι λόγω της αποδιάρθρωσης έγινε το σχετικά πλειοψηφούν κόμμα. Αυτή η διαπίστωση θέτει άλλα καθήκοντα, κι ενισχύει οπωσδήποτε και κάποιους φόβους. Αν π.χ. μιλούσε με επαναστατικό λόγο τότε θα επανερχόταν στο 4%, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όταν είχε 4% εξέφερε επαναστατικό λόγο, όχι.
Ίσως να κάνω λάθος αλλά εάν αφουγκραζόταν σε βάθος την κοινωνική αγωνία νομίζω ότι το φαινόμενο Χρυσή Αυγή δεν θα είχε πάρει τις διαστάσεις που βλέπουμε…
Αχ, εκεί να θυμίσω το Λεωφορείον ο Πόθος. Χάνεις την τάξη σου αλλά δεν απαλλάσσεσαι απ’ αυτήν. Η Ακροδεξιά δεν είναι ούτε σημερινό ούτε ελληνικό φαινόμενο. Ο φασισμός, ο εθνικοσοσιαλισμός -με εξαίρεση το ισπανικό παράδειγμα- η Ακροδεξιά, αλλά και οι δικτατορίες έχουν βαθιές ρίζες στην Ελλάδα. Δείτε την ανταπόκριση που είχε ο Μεταξάς.
Όμως παράδοση ναζισμού δεν είχαμε…
Δεν είχαμε λόγω παλατιού. Εάν τον Μεταξά δεν τον είχε επιβάλλει το παλάτι και γινόταν δικτάτορας μέσα από άλλους δρόμους, θα εξέφραζε φασιστικό λόγο ιταλικού τύπου.
Τον κόσμο που ενίσχυσε τη Χ.Α. γιατί δεν τον επηρεάσαμε εμείς;
Σάμπως κερδίσαμε τους ταγματασφαλίτες;
Μου φαίνεται λίγο απλοϊκή η απάντησή σας. Δεν μιλώ για τον ηγετικό πυρήνα της Χ.Α. και την αδιαμφισβήτητη χιτλερική ιδεολογία του αλλά για το κομμάτι εκείνο των φτωχών, περιθωριοποιημένων νέων ανθρώπων που βρήκε απήχηση ο… δήθεν «αντισυστημικός» της λόγος.
Είναι επόμενο η Χ.Α. να έχει απήχηση στις νεότερες γενιές που δεν έχουν την αγωγή, το μορφωτικό επίπεδο και την πολιτική εμπειρία παρά μονάχα την αγανάκτηση και την απόρριψη του παρόντος συστήματος. Είναι μια αντιστροφή της έννοιας της πρωτόγονης επανάστασης, αντιστροφή όμως…
Επόμενο, δεν έπρεπε να είναι και η μεγέθυνση της απήχησης της Αριστεράς, ως προς τη δυναμική εννοώ κι όχι ως προς τα ποσοστά; Γιατί δεν είδαμε φαινόμενα ανάλογα του ΕΑΜ ή ακόμη και της ΠΑΣΟΚικής δυναμικής της δεκαετίας του ’80 στο δικό μας το χώρο;
Θα συμφωνήσω με μια παρατήρηση, ως προς το ΕΑΜ. Υπάρχει μια διαφορά. Τότε ο εχθρός ήταν ορατός και συγκεκριμένος. Τα αποτελέσματα της κατάκτησης ήταν ορατά και συγκεκριμένα. Εδώ ο εχθρός είναι αθέατος. Ως προς την αναφορά σας στο ξεκίνημα του ΠΑΣΟΚ και την τεράστια δυναμική, ας μη ξεχνάμε ότι αυτή δημιουργείται σε μια εποχή που οι άνθρωποι του ΕΑΜ δεν έχουν πεθάνει, τη δυναμική αυτοί οι άνθρωποι την εξέφρασαν, αφού συντριπτικό τμήμα των ΕΑΜιτών και της μεταπολιτευτικής ΕΔΑ εντάχθηκε στο ΠΑΣΟΚ.
Μήπως, όμως, τώρα υπάρχει κι ένας αθέατος «εσωτερικός εχθρός» που έχει να κάνει με τη μεσοαστικοποίηση της ίδιας της αριστεράς;
Οι μεσοαστοί και οι μικροαστοί πώς μπορούν να ξεπεράσουν εύκολα τη συνθήκη της τάξης τους; Επανερχόμαστε σε αυτό που σας είπα λίγο πριν, στην αναζήτηση καινούργιας ταξικότητας.
Η οποία είναι και δική μας υπόθεση: Ή θα καταφέρουμε να προσελκύσουμε τα λαϊκά φτωχοποιημένα στρώματα είτε θα το κάνουν άλλοι. Η κοινωνία θα βρει κάποια διέξοδο, δεν είναι έτσι;
Φυσικά θα βρει. Ελπίζω να μη τη βρει στην κατεύθυνση της Ακροδεξιάς και του φασισμού. Δεν αρκεί όμως να μιλάμε μόνο για τις ευθύνες της Αριστεράς. Υπάρχουν και οι ευθύνες των θυμάτων της αποδιάρθρωσης. Ε, κι αυτοί κάτι πρέπει να κάνουν.
Σε πρόσφατη συνέντευξή σας είπατε ότι δεν βλέπετε ως πιθανό παρελκόμενο της χρεοκοπίας την εδαφική απώλεια, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε πόλεμο. Πόθεν η σιγουριά;
Διότι νομίζω ότι έχουν βρει το φάρμακο…
Ποιο είναι;
Το ξεπούλημα. Αν γίνει απόσπαση μέρους της επικρατείας αυτό θα συνενώσει τους Έλληνες. Το ξέρουν πολύ καλά γι’ αυτό και ακολουθούν άλλες μεθόδους. Αν λέγαμε ότι το αντίστοιχο του ξεπουλήματος είναι η απόσπαση μέρους της επικρατείας τότε έχω την εντύπωση ότι θα κερδίζαμε. Φοβάμαι ότι αυτές τις ρηξικέλευθες διατυπώσεις τις αποφεύγουμε από καθαρό τακτικισμό. Εγώ δεν είμαι σύμφωνος, θεωρώ ότι πρέπει να πούμε καθαρά στον κόσμο ότι το ξεπούλημα είναι ένας τρόπος για να αποφευχθεί αυτό που θα τους ανατρέψει και που δεν είναι άλλο από την απόσπαση τμήματος της επικρατείας, κι αυτό ανεξάρτητα απ’ τις προθέσεις, την ιδεολογία και -θα πρόσθετα- τον κεκτημένο πατριωτισμό όσων ασκούν εξουσία. Πέρα απ’ όλα αυτά, ας υπομνήσουμε ότι: Κάθε φορά που πάει να γίνει κάτι καλό σε αυτόν τον τόπο οι δυνάμεις της αδράνειας αποδεικνύονται πολύ ισχυρές, δυστυχώς…
- See more at: http://left.gr/news/spyros-asdrahas-o-syghronos-kapitalismos-den-ehei-anagki-ti-dimokratia#sthash.DN8ETAth.8hHYHDUc.dpuf

Σπύρος Ασδραχάς: Ο σύγχρονος καπιταλισμός δεν έχει ανάγκη τη δημοκρατία

«Χάνεις την τάξη σου αλλά δεν απαλλάσσεσαι εύκολα απ” αυτήν…»


Είναι άραγε αυτός ο πραγματικός λόγος -η αναντιστοιχία δηλαδή των υποκειμενικών με τους αντικειμενικούς όρους- που δεν μας επιτρέπουν να συνειδητοποιήσουμε τι ακριβώς συμβαίνει τα τέσσερα τελευταία χρόνια; Είναι δηλαδή η κοινωνική «απάθεια» δείγμα ενός παρατεταμένου πένθους και το έλλειμμα δυναμικής απέναντι στην τρομακτική αποδιάρθρωση του τόπου και των ανθρώπων του φυσική απόρροια του ευδαιμονικού μικροαστισμού που συνόδευσε τα μεταπολιτευτικά χρόνια; Τα ερωτήματα είναι δύσκολα όσο και οι απαντήσεις. Και γίνονται ακόμη πιο κρίσιμα όταν οι προτιμήσεις και οι πολιτικές ερμηνείες του καθενός δεν συμβαδίζουν υποχρεωτικά με τις παραδοχές του άλλου. Στην προσπάθεια να ξετυλιχθεί όσο γίνεται το πολιτικο-κοινωνικό κουβάρι, ας προσμετρηθεί η συζήτηση με τον ιστορικό Σπύρο Ασδραχά, βαθύ γνώστη της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας του τόπου. Τον ευχαριστούμε θερμά (και απ’ αυτή τη θέση), για την ευγένεια και την προθυμία του να ανταποκριθεί.

Σε πολύ κόσμο υπάρχει διάχυτη η ανησυχία ότι κάτι κακό συμβαίνει. Πιο σημαντικό απ’ ό,τι εντοπίζουν και συνειδητοποιούν οι κοινωνικές κεραίες και βεβαίως απ’ ό,τι παπαγαλίζουν οι κυβερνήσεις και οι εκπρόσωποί τους. Θα ήθελα το δικό σας εισαγωγικό σχόλιο κ. Ασδραχά…
Παρά το γεγονός ότι δεν έχω -εσχάτως- την απαιτούμενη πληροφόρηση, παρά το γεγονός ότι αγνοώ τη βιβλιογραφία που αφορά αυτό το ζήτημα, ωστόσο, επιστρατεύοντας μία ιστορική, αν θέλετε, εμπειρία είμαι απολύτως σύμφωνος ότι κάτι συμβαίνει στους ανθρώπους το οποίο όμως δεν έχει συνειδητοποιηθεί επαρκώς. Μου αρέσει να αναφέρομαι στο ελληνικό παράδειγμα.
Aπό τη στιγμή που το ελληνικό παράδειγμα χρησιμοποιείται ως πειραματόζωο η εικόνα γενικεύεται, δεν είναι έτσι;
Κι εγώ το νομίζω, με τη διαφορά ότι στον υπόλοιπο κόσμο -αναφέρομαι ειδικά στην Ευρώπη- οι κοινωνικές και πολιτικές δομές ήταν ισχυρότερες απ’ ό,τι σε μας. Δηλαδή, τα αποδιαρθρωτικά φαινόμενα ενώ συμβαίνουν κι εκεί δεν έχουν την αμεσότητα και τη σκληρότητα που έχουν σε εμάς. Γι’ αυτό το ελληνικό παράδειγμα μπορεί να θεωρηθεί ως προπομπός. Τίνος; Μένω πάλι σε κάτι που το έχω πει και με έχουν κατηγορήσει: Διά του ΣΥΡΙΖΑ δημιουργήθηκε μια συλλογικότητα η οποία καθ’ υποκείμενο δεν έχει αναχθεί σε ταξικότητα, κατ’ αντικείμενον πρόκειται για μια καινούργια ταξικότητα. Δεν υπάρχει όμως η συνειδητοποίηση αυτής της μετάβασης από τον αριθμητικά κυρίαρχο μεσαίο κόσμο. Δηλαδή, οι μικροαστοί δεν κατάλαβαν ότι είναι πλέον προλετάριοι. Έχουμε ξεχάσει τις συζητήσεις που είχαν γίνει παλαιότερα για τη διάδοση της έννοιας και της κατάστασης του προλεταριάτου όταν γινόταν λόγος για τους «ασπρογιακάδες». Πού ανήκουν αυτοί; Το φαινόμενο τώρα είναι, κατά τη γνώμη μου, εντατικότερο και εμφανέστερο. Λείπει όμως -για να χρησιμοποιήσω έναν παλαιομαρξιστικό όρο- η υποκειμενική εντύπωση του αντικειμενικού κόσμου.
Με βάση την εμπειρία της παλαιότερης Ιστορίας την οποία έχετε μελετήσει σε βάθος, υπάρχει ιστορικό προηγούμενο που να παραλληλίζεται με τη σημερινή σκοτεινή εποχή;
Θα έλεγα, χωρίς να κάνω άμεση αναγωγή στο οικονομικό, ναι υπάρχει, είναι το 1789 αλλά και το 1917.
Επαναστατικά χρόνια…
Ναι, βεβαίως, είναι επαναστατικά τα χρόνια… Η διαφορά του 1789 με το 1917 συνίσταται σε πάρα πολλά επίπεδα. Το 1789 έλειπε η συγκυρία του πολέμου η οποία λειτούργησε το 1917. Ωστόσο, το 1789 έβγαλε πληθώρα ιδεών, ορισμένες από τις οποίες μπορούμε να τις ονομάσουμε προκομμουνιστικές. Ανάλογα τέτοια στην ιστορία υπάρχουν και στην Λατινική Αμερική και αλλού… Δεν είναι ιδιαιτερότητα της εποχής μας. Εκεί που θα συμφωνήσω με την παρατήρησή σας απολύτως, είναι ότι έχει αλλάξει ο χαρακτήρας του καπιταλισμού: έγινε μετάβαση από το βιομηχανικό καπιταλισμό, δηλαδή, από την παραγωγή εμπορευμάτων μέσω εμπορευμάτων, όπως έλεγε ο Σράφα, στην κυριαρχία του τραπεζικού κεφαλαίου. Η αποδιάρθρωση έρχεται από αυτήν την κυριαρχία.
Η πληθώρα ιδεών που αναφέρατε, θεωρούνται πλέον παλιά υλικά από τον μετακαπιταλισμό των καιρών μας. Αρκούν να συνθέσουμε έναν καινούργιο κόσμο;
Ακριβώς έτσι είναι, παλιά υλικά… όπως λέτε. Και είναι επόμενο για τον εξής απλούστατο λόγο. Ο βιομηχανικός καπιταλισμός για να υπάρξει έπρεπε να υπάρχει η ελευθερία. Και η ελευθερία ταυτιζόταν με τη δημοκρατία. Ο σύγχρονος καπιταλισμός δεν έχει ανάγκη της δημοκρατίας. Το ανάλογό του είναι ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος είχαν ανάγκη της δημοκρατίας. Σήμερα βρισκόμαστε σε μια μεταλλαγή αυτού του προηγούμενου. Από τι ενισχύεται; Από το γεγονός ότι χώρες στις οποίες ήταν άγνωστη η δημοκρατία, διότι είχαν περάσει από την επανάσταση που έδινε διαφορετικό νόημα στη δημοκρατία, απολήγουν να γίνονται σήμερα καπιταλιστικές δυνάμεις, με έξεργο παράδειγμα την Κίνα. Οπότε ποιοι είναι εκείνοι που θέλουν τη δημοκρατία; Όσοι, εξ αντικειμένου -επαναλαμβάνω κι ας γίνομαι κουραστικός- θέλουν να ανατρέψουν την κυριαρχία του τραπεζικού κεφαλαίου (δεν λέω τραπεζοπιστωτικού) μένω στην ορολογία του Χίλφερντινγκ και του Λένιν. Οπότε η δημοκρατία είναι το καταφύγιο των αποδιαρθρωμένων, των καθημαγμένων. Παλιό υλικό το οποίο μπορεί να αποκτήσει καινούργια σημαινόμενα όμως.
Καμιά αντίρρηση. Άλλωστε, το θέμα της δημοκρατίας ετέθη με εξαιρετική ένταση στις συγκεντρώσεις των πλατειών, όμως η δύναμη του αντιπάλου είναι τρομακτική σε κατασταλτικό και επικοινωνιακό πεδίο.
Προφανώς κι αυτό γίνεται πιο άμεσα, πιο άγρια σε δύο περιπτώσεις. Η μία είναι η κινεζική στην οποία αναφερθήκαμε και η δεύτερη είναι οι ασθενείς οικονομίες όπως είναι η ελληνική. Οπότε οι ασθενείς και υποτελείς οικονομίες δεν έχουν κανένα λόγο να σέβονται τη δημοκρατία και αυτό που εκφράζει τη δημοκρατία που το ονομάζουμε Σύνταγμα.
Μόνο που ως «ασθενείς οικονομίες» μπορούν σήμερα να χαρακτηριστούν οι περισσότερες οικονομίες της γερασμένης Ευρώπης.
Υπάρχει μια διαφοροποίηση. Υπάρχει παραγωγική βάση στην Ιταλία π.χ. που δεν έχει καμιά σχέση με τη δική μας. Υπάρχει αντίστοιχη στην Ισπανία. Δεν είναι μονάχα οι «φούσκες» των οικοδομών, είναι κι άλλα πράγματα. Στην Ελλάδα τα φαινόμενα είναι πιο υποτονικά. Γι’ αυτό και οι αντιθέσεις και οι εκρήξεις είναι πολύ εντονότερες…
Για τις κοινωνικές εκρήξεις έγινε πολύς λόγος αλλά δεν τις είδαμε ακόμη…
Απολύτως σύμφωνοι. Αυτό συνέβη λόγω του εξυποκειμενισμού των αντικειμενικών σχέσεων και όρων. Σ’ αυτό οφείλεται. Είναι διδακτικό να μελετούμε τη Νεότερη Ιστορία της Ελλάδας. 1821: Εποχή απόλυτης κυριαρχίας της Ιεράς Συμμαχίας κι όμως γίνεται μια επανάσταση. Ελληνοϊταλικός Πόλεμος αργότερα, μια έκπληξη: όταν η Ευρώπη κοιτάζει να ανασυγκροτηθεί εμείς κάνουμε εμφύλιο πόλεμο. Αν επιμένω στο ελληνικό παράδειγμα και στην ιστορία του είναι για να δείξω την αιχμή, αυτό που έλεγε ο Γκράμσι αναφερόμενος στη Σαρδηνία: Ότι στις φτωχές χώρες, στις φτωχές οικονομίες οι αντιθέσεις είναι οξύτερες. Πως πάμε για αλλαγή υποδείγματος είναι γεγονός. To θέμα είναι ότι υπάρχει η ιστορική τάρα που έχει δύο σκέλη: Την κατάρρευση του σοβιετικού μοντέλου και τον εκφυλισμό της μήτρας του μοντέλου αυτού που ήταν η σοσιαλδημοκρατία.
Επανέρχομαι στην αναντιστοιχία των υποκειμενικών με τους αντικειμενικούς όρους. Ισχυρίζεστε ότι ο κόσμος λόγω μικροαστισμού παραμένει απαθής γιατί δεν έχει καταλάβει ακόμη τι του έχει συμβεί… Είναι μόνο αυτό ή μήπως και η Αριστερά δεν έχει συνειδητοποιήσει επαρκώς την αλλαγή υποδείγματος, την κοινωνική συντριβή που συνεπάγεται ή αν την έχει συνειδητοποιήσει δεν καταφέρνει να την εκφωνήσει με πειστικό τρόπο;
Αν το εκφωνούσε θα ήταν μειοψηφική…

Μα στις πολιτικά κρίσιμες στιγμές κερδίζει αυτός που συμμερίζεται την οργή αλλά και το φρόνημα του λαού που συνθλίβεται…
Ναι, βεβαίως, εάν η απόληξη είναι η επανάσταση, εάν η απόληξη είναι οι εκλογές τα πράγματα διαφέρουν. Για να θυμίσω τον Ζαχαριάδη όταν έκανε λόγο για… μικροαστικές βιασύνες.
Άρα μου λέτε ότι συνειδητά δεν επιδιώκουμε τη δημιουργία λαϊκής δυναμικής διότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε επανάσταση. Είναι έτσι ή ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να σκέφτεται ως κόμμα του 4 κι όχι του 30%;
Αυτό συμβαίνει αλλά από την άλλη μεριά ο ΣΥΡΙΖΑ έχει συνειδητοποιήσει ότι λόγω της αποδιάρθρωσης έγινε το σχετικά πλειοψηφούν κόμμα. Αυτή η διαπίστωση θέτει άλλα καθήκοντα, κι ενισχύει οπωσδήποτε και κάποιους φόβους. Αν π.χ. μιλούσε με επαναστατικό λόγο τότε θα επανερχόταν στο 4%, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όταν είχε 4% εξέφερε επαναστατικό λόγο, όχι.
Ίσως να κάνω λάθος αλλά εάν αφουγκραζόταν σε βάθος την κοινωνική αγωνία νομίζω ότι το φαινόμενο Χρυσή Αυγή δεν θα είχε πάρει τις διαστάσεις που βλέπουμε…
Αχ, εκεί να θυμίσω το Λεωφορείον ο Πόθος. Χάνεις την τάξη σου αλλά δεν απαλλάσσεσαι απ’ αυτήν. Η Ακροδεξιά δεν είναι ούτε σημερινό ούτε ελληνικό φαινόμενο. Ο φασισμός, ο εθνικοσοσιαλισμός -με εξαίρεση το ισπανικό παράδειγμα- η Ακροδεξιά, αλλά και οι δικτατορίες έχουν βαθιές ρίζες στην Ελλάδα. Δείτε την ανταπόκριση που είχε ο Μεταξάς.
Όμως παράδοση ναζισμού δεν είχαμε…
Δεν είχαμε λόγω παλατιού. Εάν τον Μεταξά δεν τον είχε επιβάλλει το παλάτι και γινόταν δικτάτορας μέσα από άλλους δρόμους, θα εξέφραζε φασιστικό λόγο ιταλικού τύπου.
Τον κόσμο που ενίσχυσε τη Χ.Α. γιατί δεν τον επηρεάσαμε εμείς;
Σάμπως κερδίσαμε τους ταγματασφαλίτες;
Μου φαίνεται λίγο απλοϊκή η απάντησή σας. Δεν μιλώ για τον ηγετικό πυρήνα της Χ.Α. και την αδιαμφισβήτητη χιτλερική ιδεολογία του αλλά για το κομμάτι εκείνο των φτωχών, περιθωριοποιημένων νέων ανθρώπων που βρήκε απήχηση ο… δήθεν «αντισυστημικός» της λόγος.
Είναι επόμενο η Χ.Α. να έχει απήχηση στις νεότερες γενιές που δεν έχουν την αγωγή, το μορφωτικό επίπεδο και την πολιτική εμπειρία παρά μονάχα την αγανάκτηση και την απόρριψη του παρόντος συστήματος. Είναι μια αντιστροφή της έννοιας της πρωτόγονης επανάστασης, αντιστροφή όμως…
Επόμενο, δεν έπρεπε να είναι και η μεγέθυνση της απήχησης της Αριστεράς, ως προς τη δυναμική εννοώ κι όχι ως προς τα ποσοστά; Γιατί δεν είδαμε φαινόμενα ανάλογα του ΕΑΜ ή ακόμη και της ΠΑΣΟΚικής δυναμικής της δεκαετίας του ’80 στο δικό μας το χώρο;
Θα συμφωνήσω με μια παρατήρηση, ως προς το ΕΑΜ. Υπάρχει μια διαφορά. Τότε ο εχθρός ήταν ορατός και συγκεκριμένος. Τα αποτελέσματα της κατάκτησης ήταν ορατά και συγκεκριμένα. Εδώ ο εχθρός είναι αθέατος. Ως προς την αναφορά σας στο ξεκίνημα του ΠΑΣΟΚ και την τεράστια δυναμική, ας μη ξεχνάμε ότι αυτή δημιουργείται σε μια εποχή που οι άνθρωποι του ΕΑΜ δεν έχουν πεθάνει, τη δυναμική αυτοί οι άνθρωποι την εξέφρασαν, αφού συντριπτικό τμήμα των ΕΑΜιτών και της μεταπολιτευτικής ΕΔΑ εντάχθηκε στο ΠΑΣΟΚ.
Μήπως, όμως, τώρα υπάρχει κι ένας αθέατος «εσωτερικός εχθρός» που έχει να κάνει με τη μεσοαστικοποίηση της ίδιας της αριστεράς;
Οι μεσοαστοί και οι μικροαστοί πώς μπορούν να ξεπεράσουν εύκολα τη συνθήκη της τάξης τους; Επανερχόμαστε σε αυτό που σας είπα λίγο πριν, στην αναζήτηση καινούργιας ταξικότητας.
Η οποία είναι και δική μας υπόθεση: Ή θα καταφέρουμε να προσελκύσουμε τα λαϊκά φτωχοποιημένα στρώματα είτε θα το κάνουν άλλοι. Η κοινωνία θα βρει κάποια διέξοδο, δεν είναι έτσι;
Φυσικά θα βρει. Ελπίζω να μη τη βρει στην κατεύθυνση της Ακροδεξιάς και του φασισμού. Δεν αρκεί όμως να μιλάμε μόνο για τις ευθύνες της Αριστεράς. Υπάρχουν και οι ευθύνες των θυμάτων της αποδιάρθρωσης. Ε, κι αυτοί κάτι πρέπει να κάνουν.
Σε πρόσφατη συνέντευξή σας είπατε ότι δεν βλέπετε ως πιθανό παρελκόμενο της χρεοκοπίας την εδαφική απώλεια, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε πόλεμο. Πόθεν η σιγουριά;
Διότι νομίζω ότι έχουν βρει το φάρμακο…
Ποιο είναι;
Το ξεπούλημα. Αν γίνει απόσπαση μέρους της επικρατείας αυτό θα συνενώσει τους Έλληνες. Το ξέρουν πολύ καλά γι’ αυτό και ακολουθούν άλλες μεθόδους. Αν λέγαμε ότι το αντίστοιχο του ξεπουλήματος είναι η απόσπαση μέρους της επικρατείας τότε έχω την εντύπωση ότι θα κερδίζαμε. Φοβάμαι ότι αυτές τις ρηξικέλευθες διατυπώσεις τις αποφεύγουμε από καθαρό τακτικισμό. Εγώ δεν είμαι σύμφωνος, θεωρώ ότι πρέπει να πούμε καθαρά στον κόσμο ότι το ξεπούλημα είναι ένας τρόπος για να αποφευχθεί αυτό που θα τους ανατρέψει και που δεν είναι άλλο από την απόσπαση τμήματος της επικρατείας, κι αυτό ανεξάρτητα απ’ τις προθέσεις, την ιδεολογία και -θα πρόσθετα- τον κεκτημένο πατριωτισμό όσων ασκούν εξουσία. Πέρα απ’ όλα αυτά, ας υπομνήσουμε ότι: Κάθε φορά που πάει να γίνει κάτι καλό σε αυτόν τον τόπο οι δυνάμεις της αδράνειας αποδεικνύονται πολύ ισχυρές, δυστυχώς…
- See more at: http://left.gr/news/spyros-asdrahas-o-syghronos-kapitalismos-den-ehei-anagki-ti-dimokratia#sthash.DN8ETAth.8hHYHDUc.dpuf

17 Eylül 2014 Çarşamba

ο εθνικολαϊκισμός και η ιδεολογία του ακραίου Κέντρου Χρήστος Νάτσης/ΧΡΟΝΟΣ

ο εθνικολαϊκισμός και η ιδεολογία του ακραίου Κέντρου


Πώς αυτή η πολεμική αντι-έννοια απέκτησε τόση δημοφιλία ενώ προσβλέπει σε ένα πολιτικό παιχνίδι για λίγους

Χρήστος Νάτσης
Όταν το 2005 ο Πέτρος Θεοδωρίδης χρησιμοποιούσε σε ομιλία του τον όρο εθνολαϊκισμός1 γνώριζε πως αυτός «είναι αδόκιμος».2 Τον χρησιμοποιούσε ωστόσο για να περιγράψει μια κατάσταση πραγμάτων, αυτήν της ιδιότυπης σύγκλισης εθνικιστικού και λαϊκιστικού λόγου που εκφραζόταν στη συγκεκριμένη περίπτωση της πόλης της Θεσσαλονίκης ως έμπρακτη πολιτική κυριαρχία της Δεξιάς, η οποία απαιτούσε τη διάκριση από αυτό που ο συγγραφέας αισθανόταν ίσως ότι έπρεπε να προστατευτεί: έναν λαϊκισμό παραγωγό θετικών κοινωνικών σημασιών και έναν εθνικισμό συγκροτητικό κατά τη νεωτερικότητα απελευθερωτικών ταυτοτήτων. Η θεωρητική έγνοια, λοιπόν, βρισκόταν στην προάσπιση της διάκρισης των αποχρώσεων και όχι των εύκολων συμψηφισμών. Ο νεολογισμός δηλαδή κατέχει μια θέση «διαμοιραστή», ευνοώντας την υποδοχή μιας εμπειρίας που ξαφνιάζει την εννοιακή συγκρότηση· δεν προσπαθεί να περιορίσει την εμπειρία στα προαποφασισμένα σχήματα του νου.
Η εξέλιξη του όρου θα ακολουθήσει διαφορετική πορεία. Όταν πέρυσι κυκλοφόρησαν σχεδόν ταυτόχρονα από τις εκδόσεις Επίκεντρο οι συλλογές δοκιμίων Ο νέος εθνικολαϊκισμός3 και Ο αριστερός εθνικολαϊκισμός,4 των Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ και Ανδρέα Πανταζόπουλου αντίστοιχα, αποτέλεσαν τη θεωρητική επικύρωση μιας χρήσης του όρου που μπορεί να χαρακτηριστεί ως ιδεολογικά αντι-εννοιακή. Στο σύντομο δοκίμιό του ο Ταγκιέφ επικαλείται την αναγκαιότητα της επιστροφής στην κατηγορία του εθνικολαϊκισμού, που «κατασκευασμένη ως κατανοητικό υπόδειγμα ενός ορισμένου τύπου κινημάτων [...] επιβλήθηκε στις επιστημονικές εργασίες για τις μεταμορφώσεις των ακροδεξιών στην Ευρώπη στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980» (σ. 85-86), ώστε να συγκεκριμενοποιήσει τη «ρευστή έννοια» (σ. 33) του λαϊκισμού. Διακρίνει έτσι ανάμεσα σε λαϊκισμό διαμαρτυρίας –όπου η βασική διάκριση είναι μεταξύ λαού και διεφθαρμένης ελίτ– και σε ταυτοτικό λαϊκισμό – όπου ο εχθρός που προκαλεί τα δεινά προέρχεται από έξω. Παρόλο που και οι δύο λαϊκισμοί είναι επικίνδυνοι ως πρωτίστως «ανεύθυνοι» και «απολιτικοί», καθίσταται προφανές πως η κατάδειξη της μετατόπισης στους ταυτοτικούς λαϊκισμούς απονομιμοποιεί ακόμη περισσότερο τα υποκείμενά τους. Η επιφυλλιδογραφική οπτική του Ταγκιέφ, μια ήπια, σε σχέση με τα ελληνικά δεδομένα, θεωρία των δύο άκρων, που επιβουλεύονται την αστική δημοκρατία των δικαιωμάτων, απολήγει εξάλλου στον διπλό στόχο Λεπέν-Μελανσόν (κρίσιμη είναι εδώ η συγκυρία γραφής του κειμένου, λίγο πριν τις γαλλικές εκλογές του 2012, την οποία η «αξιολογικά ουδέτερη» πρόσληψη του Πανταζόπουλου στην εισαγωγή δείχνει να ξεχνά). Αυτό που αυτοκατανοείται ως ουδέτερη ανάλυση δείχνει να ξεχνά τη δική του τοποθέτηση στο πεδίο της ιδεολογικής διαπάλης, υιοθετεί την οπτική ενός φύσει στην επικράτεια του θέσει. Ο Πανταζόπουλος, από την άλλη, χρησιμοποιεί το σχήμα του Ταγκιέφ για να αναγνώσει τις πολιτικές εξελίξεις από την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 (ο ίδιος διόλου τυχαία τοποθετεί τη λέξη εντός εισαγωγικών, αποκαλύπτοντας τη θεωρητική του προκανανόηση) μέχρι το νέο κυπριακό ζήτημα – με μια σημαντική διαφοροποίηση: ενώ στον Ταγκιέφ ο λαϊκισμός είναι έννοια γένους και ο εθνικολαϊκισμός μία μορφή του, για τον Πανταζόπουλο, σε μια κίνηση απλοποίησης, «ο λαϊκισμός υπάρχει μόνο ως εθνικολαϊκισμός ή και εθνοτικολαϊκισμός». Η έγνοια εδώ είναι να τοποθετηθούν υπό την ίδια σκέπη όσοι ασκούν κριτική στο προσλαμβανόμενο ως αχρονικό μοντέλο της αστικής φιλελεύθερης δημοκρατίας.5

Το αποκείμενο του ακραίου Κέντρου
Είναι σ’ αυτό ακριβώς το σημείο που προβάλλει η ιδεολογική χρήση και κατάχρηση του όρου στο πλαίσιο της ιδεολογίας του ακραίου Κέντρου. Μιλώντας εδώ για «ακραίο Κέντρο» εννοώ το κομμάτι εκείνο του πολιτικού φάσματος που αυτοκατανοείται ως μετριοπαθές, μεταρρυθμιστικό Κέντρο, όπως έχει διαμορφωθεί ως υπεράνω του πολιτικού ανταγωνισμού. Εννοώ δηλαδή εκείνο το Κέντρο που συγκροτούμενο ως «εκσυγχρονιστικό» έχει θέσει τον εαυτό του πέραν της διαλογικής συγκρότησης του Πολιτικού ως ανταγωνιστικού, χάρη μιας μεταπολιτικής ιδεολογίας της «κοινής λογικής» και του «αυτονόητου». Διεκδικώντας τη μονοπώληση ηχηρών σημαινόντων του Διαφωτισμού (ελευθερία, ανθρώπινα δικαιώματα, δημοκρατία) αυτό το Κέντρο δρα με ριζοσπαστισμό ανατρέποντας κοινωνικές σχέσεις βασισμένες σε μια μεταπολεμική συναίνεση του κράτους δικαίου, διαμορφώνοντας μία βιοπολιτική μετα-κοινωνία. Μια ατζέντα οικονομικής απορρύθμισης που συναρμόζεται με μια ταυτόχρονη αυταρχικοποίηση του Πολιτικού.
Η χρήση του εθνικολαϊκισμού σ’ αυτό το πλαίσιο είναι αρνητική, με τη φορμαλιστική έννοια του όρου. Χρησιμοποιείται δηλαδή για να συγκροτήσει αντιθετικά τη μορφή του αποκείμενου της ιδεολογίας του ακραίου Κέντρου. Σε αντίθεση με τον «φιλελεύθερο», «μετριοπαθή», «δημοκράτη» πολίτη –αυτόν που προτείνω να ονομάσουμε «λευκό πολίτη»–6 ο φορέας του εθνικολαϊκισμού αποτελεί τον αντίποδα, έναν αντίποδα που ο καταγγελτικός του εθνικολαϊκισμού λόγος αντιμετωπίζει λίγο-πολύ ως βδέλυγμα.
Έτσι, ο Νίκος Μαραντζίδης θα αποδώσει στο εθνολαϊκιστικό υποκείμενο όλα τα δεινά της Μεταπολίτευσης, δίνοντας στον όρο αναδρομική ισχύ: 
Θεμελιώδες στον εθνολαϊκισμό υπήρξε το πρόταγμα του εξισωτισμού, στοιχείο απαραίτητο της κοινωνίας της επαγγελίας των απανταχού λαϊκιστών. Όλοι, λοιπόν, έπρεπε να είναι ίσοι· όχι όμως απέναντι στο νόμο αλλά απέναντι στις επιδιώξεις τους. Όλοι, για παράδειγμα, θα έπρεπε να χτίζουν όπου θέλουν, να παρκάρουν όπου βρουν, να μπουν στο πανεπιστήμιο και βέβαια όλοι να το τελειώσουν.
Επειδή όμως, ο εθνολαϊκισμός είχε ως πρότυπό του την κοινωνία της αφθονίας και όχι αυτήν της αυτάρκειας (έτσι όπως εμφανιζόταν για παράδειγμα στις κομμουνιστικές χώρες) ο εξισωτισμός απόκτησε χυδαία χαρακτηριστικά. Ο νεοπλουτισμός έγινε όχι απλώς τρόπος αλλά στόχος ζωής. Κατά συνέπεια, αυτό που έγινε αντιληπτό ως κοινωνικό κράτος ήταν ένας συνδυασμός κορπορατιστικού κρατισμού και ξεχειλωμένου κεϋνσιανισμού. Με απλά λόγια, κοινωνικό κράτος για τον εθνολαϊκισμό σήμαινε, «Τσοβόλα δώσ’ τα όλα», ή «όλα τα λεφτά, όλα τα κιλά».7
Μπροστά σ’ αυτό το «παρηκμασμένο» υποκείμενο το φιλελεύθερο πρόταγμα θα προβάλει ως ελευθερωτής:
«Ο φιλελευθερισμός με την έννοια της προτεραιότητας του ατόμου, της ευημερίας και της ασφάλειάς του μπορεί να αποτελέσει τη μοναδική διακομματική απάντηση στις ιδεολογίες του εθνολαϊκίστικου ολοκληρωτισμού, που τρέφονται από την απαξίωση κάθε είδους ατομικότητας και μισούν την καντιανή προτροπή sapere aude».8

Η αδιαφοροποίητη δημοσιότητα
Πώς όμως αυτή η πολεμική αντι-έννοια απέκτησε τόση δημοφιλία; Πώς κατέστη νόμιμη η χρήση και η κατάχρησή της; Σε πρόσφατο κείμενό μας,9 παραθέταμε με τον Αυγουστίνο Ζενάκο την εκτίμηση του Αριστείδη Μπαλτά, διατυπωμένη ήδη από το 1985, για το αδιαφοροποίητο της ελληνικής δημοσιότητας. Γράφει ο Μπαλτάς:
Τα πολλαπλά αλληλοδιασταυρούμενα νήματα που συνδέουν αυτούς τους θεσμούς και ιδρύματα υφαίνονται από τη δράση ενός ειδικού κοινωνικού μηχανισμού με πολύ βαθιές ιστορικές ρίζες [...] με τέτοιο τρόπο ώστε αυτή η δράση να αναιρεί στην πράξη την ονομαστική αυτοτέλεια των θεσμών και ιδρυμάτων αυτών, να εξομαλύνει τις ιδιαιτερότητες του καθενός, να εξισώνει τους ρόλους τους, να ομογενοποιεί τις λειτουργίες τους και να καθιστά τα προϊόντα αυτών των λειτουργιών ομοιόμορφα και γι’ αυτό ανταλλάξιμα: οι ανακοινώσεις σε ένα συνέδριο φιλοσοφίας μπορούν αυτούσιες και αυτονόητα να αποτελέσουν επιφυλλίδες κάποιας εφημερίδας, όπως αντίστροφα, και εξίσου αυτονόητα, οι επιφυλλίδες μπορούν να λογίζονται για επιστημονικές ανακοινώσεις και να υπολογίζονται σαν τέτοιες [...]. Οι έλληνες διανοούμενοι δεν κατανέμονται δηλαδή απλώς στους επιμέρους θεσμούς και ιδρύματα ενός δικτύου οσοδήποτε σφιχτοπλεγμένου. Ο ειδικός κοινωνικός μηχανισμός που ρυθμίζει, αδιόρατα ίσως αλλ’ αναπόδραστα τη λειτουργία των θεσμών και ιδρυμάτων αυτών δημιουργεί τελικά στην πράξη έναν μοναδικό θεσμό ο οποίος ορίζει κατά ενιαίο τρόπο μια μοναδική και ενιαία κοινότητα, την άκρως συνεκτική και ουσιαστικά αδιαφοροποίητη κοινότητα των ελλήνων διανοουμένων. 10
Σε αυτή την αδιαφοροποίητη ελληνική δημοσιότητα η οριζόντια κίνηση των ιδεών από την ακαδημία στα περιοδικά και από εκεί στον πολιτικό Τύπο δεν συναντά τις αντιστάσεις του «τελωνειακού ελέγχου». Έτσι, στην περίπτωσή μας, την ίδια στιγμή που ο εθνικολαϊσμός διεκδικούσε αξιώσεις επιστημονικότητας μέσα από τα δοκίμια και της μεταφράσεις δοκιμίων που ο Πανταζόπουλος επιμελούνταν στη Νέα Εστία (έντυπο με υψηλό στάτους στην ελληνική δημοσιότητα), οι επιφυλλίδες του στο Βήμα διέχεαν προς τα έξω τη χρήση της, κοινωνώντας τη σε ένα κοινό δημοσιολογούντων που δεν μπορούν να ελέγξουν τη διαδικασία της παραγωγής της, αλλά είναι πρόθυμοι να τη χρησιμοποιήσουν, διευκολύνοντας την παραγωγή λόγου χωρίς το άχθος της αναλυτικής τεκμηρίωσης. Κατόπιν, τα βιβλία, και οι συνεχείς πρόλογοι στα βιβλία άλλων, εν είδει πατριαρχικής ευλογίας του εισηγητή του όρου, ενέτειναν την εντύπωση πως εδώ έχουμε να κάνουμε με μια καινοφανούς αναλυτικής χρησιμότητας έννοια. Στην πραγματικότητα, βλέπουμε σε πλήρη λειτουργία μια μηχανή ανατροφοδότησης ενός εννοιακού φαύλου κύκλου: την ψευδαίσθηση ανισόπεδων κόμβων επικύρωσης σε ένα φλατ συνεχές. Η δημοσιότητα του λόγιου περιοδικού, του κοινού της εφημερίδας, το εκδοτικό συμφραζόμενο, όλα αποτελούν πρωτεϊκές μεταμορφώσεις μιας και της αυτής διαδικασίας, ενός και του αυτού τόπου.
  
Επιστημονισμός και κουλτουραλισμός
Για να λειτουργήσει ωστόσο αυτή η μηχανή χρειάζεται και ένα συμπλήρωμα. Η αρνητική επίκληση ενός υποκειμένου του εθνικολαϊκισμού υπονοεί την ύπαρξη ενός αντίποδα, με χαρακτηριστικά γνωρίσματα που προστατεύουν από αυτόν. Οι δύο σημαντικότεροι κόμβοι γύρω από τους οποίους συναρθρώνεται η αντίπαλη στην εθνικολαϊκιστική υποκειμενικότητα είναι μία ειδική μορφή επιστημονισμού και μια ειδική μορφή «κουλτουραλισμού».
Στην ιδεολογική αφήγηση του ακραίου Κέντρου, το υποκείμενο του εθνικολαϊκισμού πάσχει από μία πίστη σε ανορθολογικές θεωρίες συνωμοσίας, απέχει της κοινής λογικής, χρησιμοποιεί απλουστευτικές των πραγμάτων προσεγγίσεις της πραγματικότητας. Στον αντίποδα βρίσκεται ένα ιδεολογικοποιημένο υποκείμενο του Διαφωτισμού. Πράγματι, η επίκληση του Διαφωτισμού και της ανάγκης να περάσει ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός έναν αποτελεί ένα από τα συνηθισμένα μάντρα του κεντρώου, ήπιου, μεταρρυθμιστικού λόγου. Ενώ όμως στις ιστορικές του απαρχές η ορθολογική διαφωτιστική στάση αποτελεί τη συνισταμένη τόσο μιας ηθικής όσο και μιας γνωστικής στάσης έναντι της πραγματικότητας, που μεταφράζεται σε ενεργή στάση τόσο στο πολιτικό όσο και στο θεωρητικό επίπεδο, στην ιδεολογική επίκλησή της στην Ελλάδα της κρίσης, η πρώτη στιγμή εξαφανίζεται. Η υποτιθέμενη πολυπλοκότητα των πραγμάτων καλεί το αντι-εθνολαϊκιστικό υποκείμενο σε αποχή από την πολιτική πράξη. Είναι η πίστη στον λόγο των ειδικών αυτή που οφείλει να κατευθύνει την πολιτική επιλογή, η οποία έτσι αποκαθαίρεται από κάθε στοιχείο απρόβλεπτου, από κάθε άνοιγμα δηλαδή προς το στοιχείο του νέου και της έκπληξης, από κάθε προοπτική ελευθερίας. Αν έτσι το εθνικολαϊκιστικό υποκείμενο είναι δύσπιστο έναντι της επιστήμης, το αντι-εθνικολαϊκιστικό την ανάγει σε μια νέα πίστη.
Ενώ όμως ο επιστημονισμός διαλαλεί την πολυπλοκότητα των διαδικασιών για να αναδείξει σε φυσικές τις πολιτικές αποφάσεις που πρέπει να παρθούν –μια καθαρή περίπτωση φετιχοποίησης και μυστικοποίησης– συνοδεύεται ταυτόχρονα από μια επίκληση της προφάνειας αυτών ακριβώς των αποφάσεων. Πρόκειται για περίφημη «κοινή λογική». Το δόγμα της κοινής λογικής πρεσβεύει πως υπάρχουν ζητήματα της πολιτικής συγκρότησης που υπερβαίνουν την παραδοσιακή διάκριση Αριστεράς-Δεξιάς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ανοίγεται στη σφαίρα του πολιτικού ένα μεταπολιτικό ρήγμα, που περιλαμβάνει ζητήματα πέραν του πολιτικού ανταγωνισμού, ζητήματα που προβάλλονται από τους ιδεολόγους του ακραίου Κέντρου ως οφθαλμοφανή και αυταπόδεικτα. Μόνο η διευθέτησή τους μπορεί να αποτελέσει προϋπόθεση μιας πολιτικής με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Οι μεταρρυθμίσεις αποτελούν μία περίπτωση αυτών των ζητημάτων. Ας πάρουμε το παράδειγμα της αξιολόγησης. Πάνω στην προφάνεια του ελέγχου της αποτελεσματικότητας της απόδοσης των δημόσιων υπαλλήλων, η ιδεολογία του ακραίου Κέντρου αρθρώνει έναν λόγο που θεωρεί το ζήτημα ως επιλύσιμο με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Η προφάνεια του αιτήματος (που πέραν της εφαρμογής του παραμένει τόσο αφηρημένο που στερείται όντως οποιουδήποτε προσδιορισμού) συνδυάζεται εδώ με την πολυπλοκότητα της εφαρμογής για να το αποσυνδέσει από κάθε πολιτική διαβούλευση. Το αποτέλεσμα όμως είναι βαθύτατα πολιτικό, στον βαθμό που η ρητορική αυτή οδηγεί στην εκτέλεση μιας λεπτομερώς προσδιορισμένης νεοφιλελεύθερης ατζέντας με συγκεκριμένη αντίληψη για το κράτος και τη λειτουργία του. Ο ίδιος συνδυασμός προφάνειας και πολυπλοκότητας χρησιμοποιείται σχεδόν αναλλοίωτος σε όλα τα μείζονα ζητήματα της πολιτικής επικαιρότητας – αρκεί να δει κανείς τα νομοσχέδια των θερινών τμημάτων της Βουλής.
Η ίδια δυαδικότητα παρατηρείται και στη διάσταση του κουλτουραλισμού. Από τη μια, το φιλελεύθερο, αντι-εθνολαϊκιστικό υποκείμενο επικαλείται, καταναλώνει, ζει με σταθερή αναφορά στην τέχνη. Είτε πρόκειται για λογοτεχνία είτε για μουσική ή για κινηματογράφο, η επίκληση στην καλλιέργεια και η συνακόλουθη πρόταξη της παιδείας ως της πανάκειας που θα λύσει όλα τα προβλήματα (ένας διαφωτιστικός μύθος που επιζεί και στην Αριστερά υπό τη μορφή του κλασικού τύπου αντίληψης της ιδεολογίας ως άγνοιας, ως παραμόρφωσης μιας πραγματικότητας της οποίας αρκεί η γνώση και μόνο) αποτελεί το μοτίβο. Το ηθικό πλεονέκτημα που η επίκληση και μόνο της κουλτούρας προσδίδει σ’ αυτόν που προβαίνει στην επίκληση, μετατρέπει το αντίθετο στην κουλτούρα εθνικολαϊκιστικό υποκείμενο σε ακόμη μεγαλύτερο βδέλυγμα.
Μια πιο κοντινή ματιά, ωστόσο, στην ουσία αυτού του κουλτουραλισμού, στις ιδιαίτερες στρατηγικές εφαρμογής του, δείχνει και την περιορισμένη και εντέλει πολεμική του εμβέλεια. Η τέχνη στα συμφραζόμενα της ιδεολογίας του ακραίου Κέντρου λειτουργεί ως «αξεσουάρ»: η αυτονομία που της αποδίδεται δεν είναι αυτή του αντορνικού έργου τέχνης, αυτονομία που επιστρέφει στην κοινωνία ως κριτική, αλλά η αυτονομία της επ’ άπειρον χρήσης, σε απόσταση από τους αναστοχαστικούς όρους πρόσληψης που το ίδιο το έργο τέχνης θέτει. Πρόκειται για μια μορφή ανεστραμμένου σοσιαλιστικού ρεαλισμού: αν εκεί επρόκειτο για την προβολή και ταύτιση του έργου με μια συγκεκριμένη πολιτική πραγματικότητα, εδώ πρόκειται για την απαγκίστρωση από κάθε συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό προσδιορισμό. Αυτό επιτρέπει στο αντι-εθνικολαϊκιστικό υποκείμενο να απολαμβάνει τη μουσική, π.χ., του Τσάρλι Χέηντεν ή του Τσαρλς Μίνγκους την ίδια στιγμή που επιχειρηματολογεί υπέρ της διατήρησης στην εξουσία μιας κυβέρνησης που αποδεδειγμένα συντηρεί στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών.
Επίσης, φροντίζοντας να επανεγγράψει όλη τη μεταπολίτευση ως εθνικολαϊκιστική, η ιδεολογία του ακραίου Κέντρου μέσω του άσφαιρου κουλτουραλισμού της επιδιώκει και την εμβάθυνση της ρελάνς απέναντι στην περιώνυμη «ιδεολογική κυριαρχία της Αριστεράς». Η διεκδίκηση της τέχνης ως του χώρου του μετριασμού όχι μόνο της πολιτικής αντίθεσης, αλλά και της πολιτικής συνθήκης εν γένει, επαναφέρει το μεταπολιτικό, εκσυγχρονιστικό της αίτημα ως οιονεί εγκατάσταση σύγχρονης τέχνης. Ως μεταμοντέρνο ready made προς χρήση παραδοσιακότατων κυριαρχικών προγραμμάτων.
Ο εθνικολαϊκισμός ήρθε για να μείνει. Μαζί με τον επιστημονισμό και τον κουλτουρισμό συγκροτούν έναν αστερισμό ιδεολογημάτων που επιτελούν τη διαβολή και την υποβάθμιση του λαού, επερωτώντας εντέλει την ίδια την πολιτική συμμετοχή και αφήνοντας την πολιτική ένα παιχνίδι για λίγους.
files/chronosmag/themes/theme_one/faviconXronos.png
ΧΡΟΝΟΣ 17 (09.2014)
 ΔΕΙΤΕ  ΚΑΙ
http://luciferidis.wordpress.com/2008/09/22/%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%BF%CE%BB%CE%B1%CE%B9%CE%BA%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B8%CE%B5%CF%83%CF%83%CE%B1%CE%BB%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%B7/

15 Eylül 2014 Pazartesi

Ηλιαδέλη Αναστασία Ε. Λαϊκισμός: Η ψευδαίσθηση της δημοκρατίας/αναδημοσίευση απο το ΒΗΜΑ


Λαϊκισμός: Η ψευδαίσθηση της δημοκρατίας


8
εκτύπωση 
 
Η εμφάνιση νέων κομμάτων στην πολιτική σκηνή της χώρας εκφράζει ένα έλλειμμα δημοκρατίας μέσα σε συνθήκες κρίσης εμπιστοσύνης του πολιτικού συστήματος και των θεσμών.
Δείχνει δηλαδή ότι υπάρχει ένα «εκ των κάτω» αίτημα για μια άλλου τύπου εκπροσώπηση. Αυτήν την «κοινωνική ζήτηση» ήρθαν να καλύψουν τα τελευταία χρόνια διάφοροι κομματικοί σχηματισμοί, τόσο στα δεξιά όσο και στα αριστερά του πολιτικού φάσματος.
Υπάρχουν αναμφισβήτητα τεράστιες διαφορές ανάμεσά τους. Υπάρχει ωστόσο ένα στοιχείο που κάνει ώστε να «συγκλίνουν» μεταξύ τους η δεξιά με την αριστερή «προσφορά», παρά τις διαφορετικές αφετηρίες τους και τα διακριτά τους προτάγματα.
Το στοιχείο αυτό είναι ένα συγκεκριμένο πολεμικό πολιτικό ύφος που έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί διαφορετικά συμβολικά υλικά και να προσκολλάται σε διαφορετικές ιδεολογικές περιοχές, λαμβάνοντας κάθε φορά την απόχρωση του τόπου που τον υποδέχεται. Πρόκειται για τον λαϊκισμό.
Τα νέα λαϊκιστικά κόμματα, φορείς οποιασδήποτε πολιτικής ιδεολογίας, από την ριζοσπαστική αριστερά, μέρος της κεντροαριστεράς μέχρι και την πιο εξτρεμιστική και ρατσιστική δεξιά μεταφέρουν ένα αίτημα πολιτικής εκπροσώπησης και σηματοδοτούν μια «κρίση» του αντιπροσωπευτικού μας συστήματος.
Απέναντι σε αυτήν την κρίση, οι νέοι σχηματισμοί σπεύδουν να εκφράσουν τους φόβους και τις ανησυχίες των πολιτών, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να «εκφραστούν». Μέσα από λαϊκιστικές κινητοποιητικές πρακτικές που προσλαμβάνουν αντισυστημικά χαρακτηριστικά επιχειρείται η ανάδειξη αλλά και η οικειοποίηση των βαθύτερων λαϊκών αναγκών που έρχονται προφανώς σε αντιπαράθεση με τον «μικρόκοσμο» των πολιτικών ελίτ, σηματοδοτώντας έτσι μία ατέρμονη μάχη των «πολλών και αδύναμων» κατά των «λίγων και ισχυρών».
Σε αυτήν την κατασκευή του «εχθρού», που στη συγκεκριμένη περίπτωση προσλαμβάνει αντικομματικά χαρακτηριστικά, αφού τα παλιά κόμματα δεν μπορούν πλέον να αφουγκρασθούν τον λαό και τις βαθύτερες ανάγκες του, ενυπάρχει μια ισχυρή απόρριψη των διαμεσολαβήσεων που ίσχυαν σε περίοδο προ της κρίσης. Κατά συνέπεια, ένα νέο ηχηρό αίτημα για αμεσοδημοκρατικές μεθόδους αναδύεται.
 Στο πλαίσιο αυτό, ο «λαϊκισμός» θέλει να εκφράσει ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά αιτήματα αμεσότητας, εγγύτητας, διαφάνειας και γνησιότητας. Το ερώτημα που ανακύπτει εδώ είναι κατά πόσον η έγκληση για «αληθινή δημοκρατία», στις προδιαγραφές είτε μιας ριζοσπαστικής κινηματικής εκδοχής, είτε μιας συμμετοχικής/ηλεκτρονικής δημοκρατίας, συνιστά ή όχι μια πράξη δημαγωγίας που ταλαντεύεται ανάμεσα στον υπερδημοκρατισμό, τον ψευτοδημοκρατισμό, ή ακόμα και τον αντιδημοκρατισμό.
Η προβληματική αυτή, θεωρούμενη από μια διαφορετική αλλά παράλληλη σκοπιά, καλείται να απαντήσει στο ερώτημα του κατά πόσον μια λαϊκιστική δημοκρατία αμεσοδημοκρατικών πρακτικών συνιστά ή όχι ένα μεταβατικό στάδιο τέτοιο που θα μας εισάγει αργότερα σε μια πιο ενδυναμωμένη μορφή αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Για να το πούμε διαφορετικά, αυτό που έχει σημασία κατά τη γνώμη μας να διαπιστώσουμε είναι σε ποιο βαθμό τέτοια λαϊκιστικά εγχειρήματα μπορούν να λειτουργήσουν ως θεσμικοί μηχανισμοί ενίσχυσης της αντιπροσώπευσης και της μετατροπής της σε μια πιο συμμετοχική μορφή δημοκρατίας.
 Αυτό που αξίζει να τονιστεί είναι ότι στις περιπτώσεις που αναπτύχθηκαν λαϊκιστικά εγχειρήματα και ειδικά σε εκείνες που αυτά κυριάρχησαν στην πολιτική σκηνή, πολλές φορές αυτά αναγκάστηκαν να διαχειριστούν με συστημικό τρόπο τις κοινωνικές προϋποθέσεις και τις πολιτικές συνέπειες της ανάδειξής τους.
Αυτή είναι και η αυτοπεριοριστική, δεσμευτική φύση του λαϊκισμού εν γένει: δημιουργεί ο ίδιος τις ψευδαισθήσεις που στη συνέχεια θα περιορίσουν την δική του δράση. Λαμβάνοντας ως δεδομένο το γεγονός ότι η θεσμοποίηση της πολιτικής είναι ο βασικός αντίπαλος του λαϊκιστικού φαινομένου, όταν αυτή η θεσμοποίηση επιχειρείται και το λαϊκιστικό κόμμα ή κίνημα έρχεται αντιμέτωπο με τα πραγματικά διλήμματα, τότε χάνει την αξιοπιστία του και αυτο-ακυρώνεται. Αρκετές φορές, η λαϊκιστική «απομάγευση» προκαλεί κοινωνικό κόστος και μπορεί να θέσει σε περιπέτεια τους δημοκρατικούς θεσμούς.
* Η Αναστασία Ε. Ηλιαδέλη είναι υποψήφια Διδάκτωρ «Συγκριτικής Πολιτικής» ΑΠΘ, υπότροφος ΙΠΕΠ.

Λαϊκισμός, Πολιτική Οικολογία και τα Βαλκάνια | Γιάννης Σταυρακάκης