Ο B. Williams στο έργο του Αιδώς και ανάγκη. Ατομική βούληση, πράξη και ευθύνη στην αρχαία Ελλάδα διαφωνεί με τον Dodds και με τους υπέρμαχους της εξέλιξης και του προοδευτισμού. Δεν δέχεται ότι οι Ελληνες είχαν πρωτόγονες ιδέες για την πράξη, την ευθύνη, τα ηθικά κίνητρα και τη δικαιοσύνη και ότι οι ιδέες αυτές αργότερα αντικαταστάθηκαν από ένα πιο σύνθετο και εκλεπτυσμένο σύνολο αντιλήψεων. Η άποψη ότι η ηθική ενοχή επετεύχθη μόνο από τη νεωτερική συνείδηση είναι βαθιά παραπλανητική τόσο από ιστορική όσο και από ηθική άποψη, υποστηρίζει. Οι ιδέες στις οποίες βασιζόμαστε είναι κοινές με εκείνες των αρχαίων Ελλήνων σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι διατείνονται οι υπέρμαχοι του προοδευτισμού.
Ο Williams (1929-2003), μολονότι καθηγητής της φιλοσοφίας στα πανεπιστήμια της Οξφόρδης, του Κέμπριτζ και της Καλιφόρνιας, αναζητεί τα επιχειρήματά του στη λογοτεχνία: «Το γεγονός ότι τα λογοτεχνικά έργα δεν είναι φιλοσοφία, δεν μας λέει τίποτα απολύτως ως προς το ενδιαφέρον που θα μπορούσαν να έχουν για τη φιλοσοφία» σημειώνει, θυμίζοντάς μας τους Τ. Adorno & M. Horkheimer (Κοινωνιολογία της τέχνης), που πίστευαν πως η τέχνη αποτελεί μια μη συνειδητή ιστοριογραφία, η οποία πρέπει να αποκρυπτογραφείται. Ετσι, μέσα από τα ομηρικά κείμενα και τις τραγωδίες, ο συγγραφέας αναζητεί τις ηθικές ιδέες, τα κίνητρα που οδηγούν τους ανθρώπους να κάνουν σπουδαία πράγματα και τις παραγνωρισμένες ομοιότητες στη σκέψη, στα συναισθήματα και στις πράξεις μεταξύ του αρχαίου και του μοντέρνου κόσμου.
Οι σκεπτικιστές, γράφει ο Williams, υποστηρίζουν ότι έλειπε από τους Ελληνες η έννοια της ηθικής απόφασης και της ηθικής ευθύνης. Ομως αυτό είναι λάθος, παρότι όντως οι θεοί παρεμβαίνουν συχνά στις πράξεις των ανθρώπων. Μπορεί να μην υπάρχουν οι λέξεις «πρόθεση» ή «αποφασίζω», όμως υπάρχει η λέξη εκών που σημαίνει με πρόθεση ή «σκόπιμα», όπως υπάρχει και η ιδέα του ανθρώπου που αποφασίζει για τον εαυτό του και αισθάνεται τις ευθύνες του. Ο Οιδίποδας αναγνωρίζει την ευθύνη του και ομοίως ο Αίαντας που, επειδή προσβλήθηκε διότι ο Οδυσσέας πήρε τα όπλα του Αχιλλέα, σχεδιάζει να σκοτώσει τους αρχηγούς και η Αθηνά για να τον εμποδίσει τον τρελαίνει και σκοτώνει πρόβατα και βόδια. Οταν συνέρχεται με ένα λυρικό ξέσπασμα απελπισίας και ντροπής αποφασίζει ότι το μόνο που του μένει είναι να αυτοκτονήσει. Επίσης, όταν κάποιος μιλάει στον θυμόν του σημαίνει ότι μιλάει στον εαυτό του προκειμένου να αποφασίσει, άρα υπάρχει και η έννοια της αυτοσυγκράτησης, που φαίνεται όταν ο Οδυσσέας μπαίνει στον πειρασμό να σκοτώσει τις θεραπαινίδες των μνηστήρων και συγκρατείται.
Η ομηρική ντροπή, υποστηρίζει ο Williams, δεν σχετίζεται μόνο με τις ανταγωνιστικές επιτυχίες ή αποτυχίες του ατόμου και τον φόβο ότι κάποιος θα γίνει άμεσα αντιληπτός αν δεν προσαρμοστεί στις προκαταλήψεις της κοινότητας. Δεν είναι μόνο το βλέμμα του άλλου όταν πέφτει πάνω στον δρώντα που προξενεί ντροπή. Υπάρχει και η ντροπή απέναντι στο φανταστικό βλέμμα ενός φανταστικού ετέρου, του οποίου τις αντιδράσεις σέβεται το δρων υποκείμενο. Είναι οι εσωτερικευμένες αξίες. Ο εσωτερικευμένος κώδικας τιμής, για παράδειγμα, δεν επιτρέπει στον Αίαντα να ζήσει χωρίς αυτοσεβασμό, και αυτοκτονεί. Η κοινωνία του Ομήρου δεν είναι μόνο κοινωνία της ντροπής, όπου το συναίσθημα συνδέεται με την όραση, αλλά και της ενοχής που έχει τις ρίζες της στην «ακοή», στον ήχο της φωνής της κρίσης μέσα μας, στο ηθικό συναίσθημα. Από τα τέλη του 5ου αιώνα, οι Ελληνες έκαναν τις δικές τους διακρίσεις ανάμεσα στην ντροπή, που απλώς ακολουθούσε την κοινή γνώμη, και την ντροπή που εξέφραζε εσωτερική προσωπική πεποίθηση. Στον Ιππόλυτο του Ευριπίδη φαίνεται καθαρά η διαφορά: Η Φαίδρα καταστρέφει τον εαυτό της και τους γύρω της προκειμένου να διασφαλίσει μια αδιαμφισβήτητα καλή φήμη. Ο Ιππόλυτος, που κατηγορείται για κακά που δεν διέπραξε, απελπίζεται όταν δεν αναγνωρίζουν την αγνότητά του και αποσύρεται φανερώνοντας τις εσωτερικές πλευρές της αιδούς. Αυτή ήταν η ηθική ψυχολογία από τον καιρό των αρχαϊκών Ελλήνων και, παρά τη νεωτερική απομόνωση της ενοχής, αποτελεί ουσιώδες τμήμα και της δικής μας ψυχολογίας.
Ο Williams μελετά και το θέμα της δουλείας και τον ρόλο των γυναικών και καταδεικνύει ότι η νεωτερική απόρριψη του θεσμού της δουλείας και διαφόρων άλλων πρακτικών, που τις θεωρούμε άδικες, δεν είναι και τόσο νεωτερική. Υπήρχε και στον αρχαίο κόσμο. Οι Ελληνες δεν πίστευαν ότι κάποιος γεννιέται δούλος, αλλά ότι η δουλεία ή η ελευθερία ήταν θέμα τύχης, αφού εύκολα ένα άτομο μπορούσε να περάσει από τη μια κατάσταση στην άλλη. Ομως, το να αιχμαλωτιστεί κάποιος και να γίνει δούλος ήταν μεγάλη συμφορά για τους αρχαίους. Η δουλεία στα μάτια των περισσότερων ανθρώπων δεν ήταν δίκαιη και γνώριζαν ότι βασιζόταν στον καταναγκασμό, αλλά ήταν αναγκαία και δεδομένη και δεν μπορούσαν να φανταστούν τον κόσμο χωρίς αυτή. Και επειδή ήταν αναγκαία, δεν θεωρούσαν ότι ήταν άδικη ως θεσμός.
Ο συγγραφέας, αναφερόμενος στη θέση των γυναικών, σημειώνει πως η ζωή της γυναίκας ήταν περισσότερο ελεύθερη από ό,τι γενικά θα υποθέταμε. Παρά ταύτα, στα κείμενα υπάρχουν παράπονα για τη μεταχείρισή τους. Π.χ. η Καλυψώ παραπονιέται για τα δύο μέτρα και τα δύο σταθμά που ισχύουν για τους θεούς και τις θεές όσον αφορά τις σεξουαλικές σχέσεις με θνητούς. Ομως, ενώ η δουλεία είναι θέμα τύχης, εδώ βλέπουμε να υπεισέρχεται η κοινωνική κατασκευή του φύλου, όπως θα λέγαμε με σύγχρονους όρους, και διαπιστώνουμε ότι οι νεότερες προκαταλήψεις είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό ίδιες με τις αρχαίες.
Στην πραγματικότητα βρισκόμαστε σε μια κατάσταση που μοιάζει πολύ με εκείνη των Ελλήνων σχετικά με τη δουλεία και τη θέση των γυναικών. Το χαρακτηριστικά νεωτερικό επίτευγμα είναι ότι το πρόβλημα έχει τεθεί: Αναγνωρίζουμε την αυθαιρεσία και τη βαρβαρότητα με την οποία μεταχειρίζεται η κοινωνία ορισμένους ανθρώπους.
Αντιλαμβανόμαστε ότι η κατάσταση αυτών των ανθρώπων είναι άδικη και τα συστήματα που επιτρέπουν αυτά τα πράγματα είναι επίσης άδικα, αλλά διστάζουμε να αντιδράσουμε. Ισως επειδή βλέπουμε τη διαφθορά ή ίσως επειδή μας έχουν πείσει ότι είναι αναπόφευκτο κάποιοι να επιβάλλουν δεινά σε κάποιους άλλους.
Σε ό,τι αφορά τις γυναίκες, οι προκαταλήψεις, οι βασισμένες σε παραδοσιακές θρησκευτικές αντιλήψεις, ανθούν στον νεότερο κόσμο και η ιδέα ότι οι ρόλοι του κοινωνικού φύλου επιβάλλονται από τη φύση είναι ζωντανή με «μοντέρνες», επιστημονικές μορφές...
Ο συγγραφέας δεν αρνείται ότι ο νεότερος κόσμος είναι καθ' όλα διαφορετικός. Πιστεύει όμως, και πείθει και τον αναγνώστη, ότι εκείνο «που είναι ζωντανό από τον αρχαίο κόσμο μάς βοηθάει (συχνά με τρόπους που δεν είναι φανεροί) να παραμείνουμε ζωντανοί».
Η εξαιρετικά πρωτότυπη σύλληψη του B. Williams μας οδηγεί στην κατανόηση της εμπρόθετης δράσης, της ευθύνης, της ντροπής και της ενοχής στον κόσμο μας και κυρίως, όπως δηλώνει ο ίδιος από την αρχή, στο να κατανοήσουμε τον εαυτό μας. Η δε πολύ καλή μετάφραση καθιστά το βιβλίο ευανάγνωστο και ελκυστικό σε ειδήμονες και μη.