22 Haziran 2014 Pazar
21 Haziran 2014 Cumartesi
Στο ξέφωτο του Είναι/Martin Heidegger Επιστολή για τον ανθρωπισμό
Από τον Αποστόλη Αρτινό
Martin Heidegger
Επιστολή για τον ανθρωπισμό
μτφρ.: Γ. Ξηροπαΐδης
εκδόσεις Ροές, σ. 201,
ΑΠΌΣΠΑΣΜΑ:
Στις 15 Νοεμβρίου του 1945 ο νεαρός φιλόσοφος του Παρισιού Jean Beaufret (Ζαν Μπωφρέ) στέλνει μια επιστολή στον Heidegger (Χάιντεγκερ). Στις 23 Νοεμβρίου ο Heidegger του απαντά. Εναν χρόνο αργότερα, στις 12 Σεπτεμβρίου του 1946, ο Beaufret συναντά τον Heidegger στην περίφημη ξύλινη καλύβα του στο δάσος του Todtnauberg. Ο Heidegger του υπαγορεύει τότε ένα δισέλιδο κείμενο πάνω στο ερώτημα του Είναι. Απ' το Παρίσι ο Beaufret θα στείλει τις απορίες του και ο Heidegger θα του απαντήσει γράφοντας την «Επιστολή για τον ανθρωπισμό», ένα από τα εμβληματικότερα κείμενα της φιλοσοφίας του 20ού αιώνα.
Στην αρχική απορία του νεαρού Γάλλου «πώς να ξαναδώσουμε νόημα στη λέξη άνθρωπος;», μια απορία που έρχεται μετά το Αουσβιτς, ο Heidegger επιχειρεί εξαρχής μια αποφασιστική αποδόμηση της ίδιας της έννοιας του ανθρωπισμού. Ο ανθρωπισμός σε όλες του τις εκφάνσεις, χριστιανικές, μαρξιστικές, υπαρξιστικές, είναι προφάσεις για να μη διατυπωθεί η πραγματικότητα της σκέψης, αυτή η ριζοσπαστικότητα του Είναι. Η ανθρωπιστική σκέψη είναι για τον Heidegger έτσι μια μη σκέψη, μια προφάνεια που υποβαθμίζει τον άνθρωπο στη στενωπό του ηθικολογικού του ορίζοντα.
Ο άνθρωπος για τον Γερμανό φιλόσοφο δεν είναι ένα έλλογο ον προικισμένο με πνευματικότητα, αλλά μια ύπαρξη εκστατική στο «ξέφωτο» της γλώσσας, της γλώσσας που είναι ο «οίκος τού Είναι». Αυτό το εκστατικό ον διαφυλάσσει έτσι την υπαγόρευσή του, τη γλώσσα τού Είναι του.
Μια γλώσσα που υπαγορεύει όλο το σύμπαν του ανθρώπου, «ακόμη κι αυτές τις σιωπές του», όπως θα πει ο Sloterdijk (Σλότερντικ). Ο άνθρωπος έτσι δεν είναι το ον που συμμορφώνεται σε κάτι εξωτερικό, αλλά το ον που εξασκείται στην περισυλλογή και την ενδοσκόπηση, το ον που στήνει τ' αυτί του σε όλες τις χαραμάδες της γλώσσας
. Μόνο στην έκσταση, σ' αυτόν τον τόπο και τον τρόπο τού Είναι, διασώζεται η ουσία του ανθρώπου. Μια έκσταση ριζικά διαφορετική από την actualita της μεταφυσικής, αν και «η ουσία της θεότητας μοιάζει να μας είναι πλησιέστερη», όπως παραδέχεται. Ο κόσμος του ανθρώπου δεν είναι το «περιβάλλον» του αλλά ο τόπος της έκστασής του, αυτό το ξέφωτο που καθόρισε η γλώσσα. Ενα ξέφωτο που δεν φωτίζει τα έργα του ανθρώπου αλλά την αλήθεια του Είναι, μια αλήθεια που διεκδικεί τον άνθρωπο. Αυτή η καλλιέργεια του Είναι μέσω της γλώσσας είναι κάτι που του υπαγορεύει η ίδια η σκέψη. Η σκέψη, λέει ο Heidegger, είναι η σκέψη τού Είναι και όχι του ego cogito.
Ο άνθρωπος για τον Γερμανό φιλόσοφο δεν είναι ένα έλλογο ον προικισμένο με πνευματικότητα, αλλά μια ύπαρξη εκστατική στο «ξέφωτο» της γλώσσας, της γλώσσας που είναι ο «οίκος τού Είναι». Αυτό το εκστατικό ον διαφυλάσσει έτσι την υπαγόρευσή του, τη γλώσσα τού Είναι του.
Μια γλώσσα που υπαγορεύει όλο το σύμπαν του ανθρώπου, «ακόμη κι αυτές τις σιωπές του», όπως θα πει ο Sloterdijk (Σλότερντικ). Ο άνθρωπος έτσι δεν είναι το ον που συμμορφώνεται σε κάτι εξωτερικό, αλλά το ον που εξασκείται στην περισυλλογή και την ενδοσκόπηση, το ον που στήνει τ' αυτί του σε όλες τις χαραμάδες της γλώσσας
. Μόνο στην έκσταση, σ' αυτόν τον τόπο και τον τρόπο τού Είναι, διασώζεται η ουσία του ανθρώπου. Μια έκσταση ριζικά διαφορετική από την actualita της μεταφυσικής, αν και «η ουσία της θεότητας μοιάζει να μας είναι πλησιέστερη», όπως παραδέχεται. Ο κόσμος του ανθρώπου δεν είναι το «περιβάλλον» του αλλά ο τόπος της έκστασής του, αυτό το ξέφωτο που καθόρισε η γλώσσα. Ενα ξέφωτο που δεν φωτίζει τα έργα του ανθρώπου αλλά την αλήθεια του Είναι, μια αλήθεια που διεκδικεί τον άνθρωπο. Αυτή η καλλιέργεια του Είναι μέσω της γλώσσας είναι κάτι που του υπαγορεύει η ίδια η σκέψη. Η σκέψη, λέει ο Heidegger, είναι η σκέψη τού Είναι και όχι του ego cogito.
Μια διάφανη δραστηριότητα, αυτή η ίδια η σιωπή της σκέψης μπροστά στην εκστατικότητα της γλώσσας, στο ξέφωτο της αλήθειάς της.
Η σκέψη δεν είναι ένας «παραστασιακός στοχασμός», μια αξιολογική κρίση, αλλά μια μυστική δεξίωση του Είναι, η πιο βαθιά του ανάμνηση. Μια σκέψη αρχέγονη, που δεν ενεργεί, δεν ανταποκρίνεται, απλώς υπάρχει, εκεί, στον τόπο της καταγωγής της. Μια τοπικότητα που προεικονίζει αυτή την κοινωνία του ανθρώπου, τον τρόπο της κατοίκησής του στον κόσμο. Η διαμονή θα 'ναι πάντα για τον άνθρωπο μια διαμονή στο φως, στην καθετότητα της ουράνιας επικοινωνίας, σ' αυτό το ανοικτό θεμέλιο της αλήθειας του Είναι.
Οταν η σκέψη παρεκκλίνει από το στοιχείο της τότε παρακμάζει και αναζητά το χαμένο της κύρος στην «τέχνη, στη μόρφωση, στον ακαδημαϊσμό και στην πολιτιστική δραστηριότητα». Αυτή μάλιστα η γλωσσική έκπτωση είναι για τον Heidegger και μια υπαρκτική έκπτωση, μια έκπτωση της ίδιας της ουσίας του ανθρώπου. Μέσα σ' αυτόν τον εκπτωτικό ορίζοντα, της μεταφυσικής της υποκειμενικότητας, το ον αντικειμενοποιείται μέσα σε μια λογική «αιτίας και αιτιατού», ονοματοδοσιών και επεξηγήσεων. Αλλά ο άνθρωπος για τον Γερμανό φιλόσοφο δεν ζει μέσα στη σαφήνεια της γλώσσας αλλά μέσα στην ανωνυμία της.
Η ουσία του ανθρώπου, που στον χριστιανισμό αναζητείται στη θεία κλήση, στους Ρωμαίους στην παιδαγωγική, στον Μαρξ στο κοινωνικό πεδίο, δεν είναι για τον Heidegger παρά ανθρωπιστικές απόπειρες που ερμηνεύουν το ον και όχι το Είναι. Αυτό ήταν πάντα το πλαίσιο της μεταφυσικής. «Κάθε ανθρωπισμός παραμένει μεταφυσικός» αποφαίνεται ο Heidegger, που αποδυναμώνει και συσκοτίζει την αλήθεια του Είναι, γιατί το Είναι είναι πέραν των μεταφυσικών προσεγγίσεων, πέραν του ανθρωπισμού. Αλλά τι είναι το Είναι; Το Είναι που διεκδικεί τον άνθρωπο δεν είναι ο θεός, ούτε μια γενική αρχή του κόσμου, αλλά αυτό που αφορά βαθύτατα το ανθρώπινο ον περισσότερο απ' όλα τα όντα.
Η ουσία του ανθρώπου, που στον χριστιανισμό αναζητείται στη θεία κλήση, στους Ρωμαίους στην παιδαγωγική, στον Μαρξ στο κοινωνικό πεδίο, δεν είναι για τον Heidegger παρά ανθρωπιστικές απόπειρες που ερμηνεύουν το ον και όχι το Είναι. Αυτό ήταν πάντα το πλαίσιο της μεταφυσικής. «Κάθε ανθρωπισμός παραμένει μεταφυσικός» αποφαίνεται ο Heidegger, που αποδυναμώνει και συσκοτίζει την αλήθεια του Είναι, γιατί το Είναι είναι πέραν των μεταφυσικών προσεγγίσεων, πέραν του ανθρωπισμού. Αλλά τι είναι το Είναι; Το Είναι που διεκδικεί τον άνθρωπο δεν είναι ο θεός, ούτε μια γενική αρχή του κόσμου, αλλά αυτό που αφορά βαθύτατα το ανθρώπινο ον περισσότερο απ' όλα τα όντα.
Κάτι που δεν είναι απλώς μια εικασία αλλά ένα χειροπιαστό πεπρωμένο, μια οικειότητα που μεριμνά για τον άνθρωπο και τον υποχρεώνει στη διαφύλαξη της θέσης του.
Είναι όπως λέει ο Heidegger: «αυτό το εγγύτατο που είναι όμως και το πιο απόμακρο».
Ενα Είναι που ξεχειλίζει το ον που εμπεριέχει.''
πηγη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=02/10/2009&id=87973
20 Haziran 2014 Cuma
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗΣ¨ Από την ηθική της απαγόρευσης στην ηθική της επιβεβλημένης απόλαυσης και πίσω: Μετασχηματισμοί του κοινωνικού δεσμού και αδιέξοδα του σύγχρονου υποκειμένου../ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΥΝΑΞΙΣ (ΤΕΥΧΟΣ 116)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗΣ
Από την ηθική της απαγόρευσης στην ηθική της επιβεβλημένης απόλαυσης και πίσω: Μετασχηματισμοί του κοινωνικού δεσμού και αδιέξοδα του σύγχρονου υποκειμένου
( αποσπασμα απο το αρθρο που δημοσιευτηκε στο :
το αποσπασμα δημοσιευτηκε με την αδεια του συγγραφεα )
Πολύ συχνά ακούμε για κρίση αξιών, για την υποχώρηση του καθήκοντος και την επικράτηση του καταναλωτικού ηδονισμού, για την ηθική κατάπτωση των σύγχρονων κοινωνιών. Η πρόσφατη οικονομική κρίση έδωσε λαβή για τέτοιου είδους σχόλια στο πλαίσιο της σχεδόν ομόθυμης καταδίκης των λεγόμενων «γκόλντεν μπόυς» και της απύθμενης απληστίας τους. Ωστόσο, ο εύκολος στιγματισμός κάποιων ολίγων δεν θα πρέπει να μας αποπροσανατολίσει, ιδίως όταν η επίμαχη πρακτική τους δεν φαίνεται να παραβίασε κατ’ουσίαν την ηγεμονική ηθική προστακτική των υστεροκαπιταλιστικών κοινωνιών. Εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι, ασφαλώς, να διακρίνουμε τους όρους δυνατότητας τέτοιων φαινομένων και να αποτιμήσουμε την δυναμική τους στο μακρο-επίπεδο, και μάλιστα στο επίπεδο της ηθικής πρότασης, του πνεύματος, που δομεί και ρυθμίζει σε κάθε συγκυρία τον κοινωνικό δεσμό, απαιτώντας και την συμμόρφωση των υποκειμένων. Καθώς ο συντονισμός αυτός ανάμεσα σε κοινωνικο-πολιτισμικό πλαίσιο και υποκειμενική στάση αποτελεί προνομιακό αντικείμενο του ψυχαναλυτικού στοχασμού – στον άξονα Φρόυντ-Λακάν –, έχοντας παράλληλα απασχολήσει δια μακρών τόσο την κλασική όσο και την σύγχρονη κοινωνική θεωρία, η διαύγαση των παραπάνω ερωτημάτων θα επιχειρηθεί εδώ μέσα από την σύγκλιση της ψυχαναλυτικής με την κοινωνική θεωρία.
Κοινωνία της απαγόρευσης/Κοινωνία της επιβεβλημένης απόλαυσης
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μεταπολεμική επικράτηση της καταναλωτικής κουλτούρας σηματοδότησε μια βαθύτερη αλλαγή στην ιδιοσυστασία των κοινωνιών που κινούνται στη σφαίρα του ύστερου καπιταλιστικού μοντέλου. Η αλλαγή αυτή δεν μένει απλώς στο οικονομικό ή στο επικοινωνιακό επίπεδο – όπου και το αυξανόμενο ειδικό βάρος της «κατανάλωσης» σε σχέση με την «παραγωγή», αλλά και η πανταχού παρουσία του διαφημιστικού λόγου στην δημόσια σφαίρα – αλλά αγγίζει την ίδια την ραχοκοκαλιά του καθημερινού βίου. Όπως ορθά επισημαίνει ο λακανικός θεωρητικός Todd McGowan, η επικράτηση του καταναλωτισμού αναδεικνύει μια σημαντική αλλαγή στην ηθική ρύθμιση και, συνακόλουθα, στην κοινωνικο-πολιτική οργάνωση των κοινωνιών μας: πρόκειται για το πέρασμα από την «κοινωνία της απαγόρευσης» σε μια «κοινωνία της επιβεβλημένης απόλαυσης» (McGowan 2004: 1-2). Ενώ παλαιότερα, στις κοινωνίες της απαγόρευσης, η αναπαραγωγή του κοινωνικού δεσμού απαιτούσε την θυσία της απόλαυσης του υποκειμένου προς χάριν του κοινωνικού καθήκοντος, τώρα πια, στην καταναλωτική κοινωνία, το κύριο κοινωνικό καθήκον συνίσταται στην όλο και μεγαλύτερη απόλαυση. Πράγματι, αυτό το κάλεσμα μας απευθύνεται από παντού: από την τηλεόραση, από τις διαφημίσεις, από τον κινηματογράφο, από τις ίδιες τις παρέες μας και τους φίλους που δεν ξεχνούν να μας υπενθυμίζουν πως δεν υπάρχει μεγαλύτερο αμάρτημα από τα να μην «περνάμε καλά».
Στο σχήμα αυτό, η κοινωνία της επιβεβλημένης απόλαυσης δεν είναι ταυτόσημη με τον καπιταλισμό εν γένει, αλλά με τον ύστερο καπιταλισμό. Στις αρχικές του φάσεις, επαφιόμενος στην «ηθική της εργασίας» και στην αναστολή/αναβολή της ικανοποίησης [delayed gratification], «ο καπιταλισμός βασίστηκε και αναπαρήγαγε τη δική του μορφή απαγόρευσης» (McGowan 2004: 31). Με απλά λόγια, ο πρώιμος καπιταλισμός εμπόδισε ή ανέστειλε την απόλαυση στον ίδιο βαθμό με πολλές παραδοσιακές κοινωνίες (McGowan 2004: 31). Η κλασική αστική στάση – που χαρακτηρίζει και μεγάλο μέρος της αστικής πολιτικής οικονομίας – βασίστηκε αρχικά στην «αναστολή των απολαύσεων, στην υπομονετική αυτοσυγκράτηση με απώτερο σκοπό την πρόσκτηση μιας μελλοντικής συμπληρωματικής απόλαυσης. Συσώρευση προς χάριν της συσώρευσης, παραγωγή προς χάριν της παραγωγής» (Goux 1990: 203-4). Πρόκειται για το πρώτο πνεύμα του καπιταλισμού – με την βεμπεριανή έννοια του όρου, όπου το «πνεύμα» σημαίνει μια ιδιαίτερη μορφή υποχρεώσης και οριοθετεί ένα διακριτό ηθικό πρότυπο, έναν τύπο κατηγορικής προστακτικής (Weber 2006: 45, 267). Ειδικότερα, όπως μας λέει ο Μαξ Βέμπερ, το πνεύμα αυτό συνδέθηκε με μια αίσθηση του εργασιακού καθήκοντος βασισμένη σε μια μορφή εξορθολογισμένου ασκητισμού – εκκοσμικευμένη εκδοχή του προτεσταντικού ασκητισμού – και στην συνακόλουθη ανάδειξη της απόλαυσης σε ταμπού, την καταδίκη της επιδεικτικής κατανάλωσης και της πολυτέλειας (Weber 2006: 149).
Για να δώσουμε και ένα σχετικό παράδειγμα, ένα από τα κομβικά σημεία αυτού του ηθικού και πολιτισμικού πλαισίου υπήρξε φυσικά η ιδέα της «αποταμίευσης»: «Μέσα από την εδραίωση μιας ηθικής της αποταμίευσης μεταβιβάστηκαν, σε μεγάλο βαθμό, και οι αξίες του αυτοελέγχου, της αυτοσυγκράτησης, της μετριοπάθειας, της σκληρής δουλειάς, της κανονικότητας, της επιμονής και της σταθερότητας που προωθούσαν οι εταιρείες» (Boltanski και Chiapello 2005: 152). Σε χώρες της ημι-περιφέρειας όπως η Ελλάδα αυτή η ιδέα της αποταμίευσης συνέχισε να διατηρεί την αίγλη της ακόμα και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές της δεκαετίας του 1970: πολλοί από τους αναγνώστες θα θυμούνται ίσως τις αντίστοιχες σχολικές εκθέσεις που είμασταν αναγκασμένοι να γράφουμε στο δημοτικό, όπως και τον ετήσιο εορτασμό της ημέρας της αποταμίευσης. Όλα αυτά σταμάτησαν κάπου εκεί, σηματοδοτώντας το πέρασμα σε αυτό που ονομάσαμε «κοινωνία της επιβεβλημένης απόλαυσης», το πέρασμα – με τα λόγια του Ζαν Μποντριγιάρ – από ένα ασκητικό μοντέλο ηθικού βίου οργανωμένο γύρω από την θυσία, την απαγόρευση και την αποταμίευση, στην ηθική ηγεμονία της απόλαυσης: «το status ενός ολόκληρου πολιτισμού μεταβάλλεται μαζί με τον τρόπο που παρουσιάζονται και γίνονται αντικείμενα απόλαυσης τα καθημερινά του αντικείμενα ... Ο ασκητικός τρόπος της συσώρευσης που είχε τις ρίζες του στην θυσία ... υπήρξε το θεμέλιο ενός ολόκληρου πολιτισμού της τσιγκουνιάς που έζησε την δική του ηρωική περίοδο» (Baudrillard 1996: 172), πριν παραχωρήσει τη θέση του στον καταναλωτικό ηδονισμό της κοινωνίας της επιβεβλημένης απόλαυσης, στο δεύτερο πνεύμα του καπιταλισμού, για να δανειστούμε την ορολογία των Boltanski και Chiapello.
Είναι τόσο διάχυτα τα επακόλουθα αυτής της αλλαγής, τόσο εύκολα ψηλαφητά τα αποτυπώματά της στον κοινωνικό ιστό και την ατομική συμπεριφορά, που λίγοι θα αμφισβητούσαν την σημασία της. Ωστόσο, παραμένουν ακόμα σκοτεινές αρκετές διαστάσεις της και είναι απαραίτητο να επιχειρήσουμε τον κριτικό φωτισμό τους. Οι διαστάσεις αυτές αφορούν το οιονεί απελευθερωτικό περιεχόμενο του περάσματος από απαγόρευση σε απόλαυση, την ιστορική πλαισίωσή του, και την δυνατότητα κριτικής υπέρβασης. Ας τις εξετάσουμε συνοπτικά στη διαπλοκή τους.
Απαγόρευση/Υπαγόρευση: δύο μορφές της κυριαρχίας
Είναι βέβαιο ότι η καταναλωτική κοινωνία αυτο-κατανοείται ιδεολογικά ως μια κοινωνία «απελευθερωμένη», ως μια κοινωνία που έχει ξεφύγει από το καταπιεστικό μοτίβο της απαγόρευσης και επιτρέπει στα άτομα την απρόσκοπτη επιδίωξη της ατομικής τους απόλαυσης. Στο σημείο, όμως, αυτό οφείλουμε να αποσαφηνίσουμε ορισμένα στοιχεία που συνήθως απωθούνται. Καταρχάς, το γεγονός ότι το κυνήγι της (ιδιωτικής, καταναλωτικής) απόλαυσης τίθεται στο επίκεντρο του κοινωνικού δεσμού, δεν σημαίνει ότι εμείς, οι πολίτες των σημερινών δυτικών κοινωνιών, απολαμβάνουμε πιο πολύ από ότι άλλοτε. Λίγο πολύ όλοι γνωρίζουμε πως παίζεται το παιχνίδι της κατανάλωσης: η φαντασίωση μιας απόλυτης, τελικής απόλαυσης κινητοποιεί την επιθυμία μας για αγορές, αλλά μόλις έρχεται στην κατοχή μας το αντικείμενο-αίτιο της επιθυμίας μας, το επίκεντρο της φαντασίωσης μας – π.χ. ένα καινούργιο αυτοκίνητο – την προσδοκία και την στιγμίαια ευωχία διαδέχεται η δυσαρέσκεια. Όπως το θέτει ο Λακάν στο σεμινάριό του Encore, «Δεν είναι αυτό! Αυτή είναι η ίδια η κραυγή μέσω της οποίας η απόλαυση (jouissance) που λαμβάνουμε διαφοροποιείται από την απόλαυση που περιμέναμε» (Λακάν 1998: 111).
Με κάθε εμπειρία απογοήτευσης αυτού του είδους, μια έλλειψη επανεγγράφεται στο υποκείμενο. Όσο για την πλήρη ικανοποίηση της επιθυμίας, αυτή αναβάλλεται από λόγο σε λόγο, από διαφήμιση σε διαφήμιση, από φαντασίωση σε φαντασίωση, από προϊόν σε προϊόν. Είναι μάλιστα αυτή η συνεχής, άπληστη και ακόρεστη μετάθεση πού συνιστά την ουσία του καταναλωτισμού. Με άλλα λόγια, η απόλαυση είναι μεν επιβεβλημένη, αλλά κάθε άλλο παρά εξασφαλισμένη. Ποτέ δεν βιώνουμε την διηνεκή πληρότητα που μας λείπει, παρά μόνον στιγμίαιες εμπειρίες μερικής απόλαυσης. Παραδόξως, όμως, η αδυναμία τελικής ικανοποίησης της επιθυμίας δεν θέτει σε αμφισβήτηση την πολιτισμική ηγεμονία του καταναλωτισμού και της διαφήμισης στον ύστερο καπιταλισμό. Εξάλλου, όπως το θέτει συνήθως ο Σλάβοϊ Ζίζεκ, σκοπός της φαντασίωσης δεν είναι ποτέ να ικανοποιήσει πλήρως την επιθυμία• κάτι που είναι, έτσι κι αλλιώς, αδύνατον. Αρκεί η συγκρότηση και υποστήριξη της ως τέτοιας: μέσα από την φαντασίωση «μαθαίνουμε» πώς να επιθυμούμε. Έτσι, η αδυναμία επίτευξης κάθε τελικής ικανοποίησης δεν «σκοτώνει» την επιθυμία, αλλά, αντιθέτως, εγκαινιάζει μια «κυκλική αναζήτηση» (Andersen 1995: 90) που αναπαράγει τις ηγεμονικές φαντασιώσεις. Οι συνεχείς απογοητεύσεις και ματαιώσεις, σε συνδυασμό με τις μικρές, μερικές απολαύσεις που βιώνουμε, τελικά ενδυναμώνουν την επιθυμία αναπροσανατολίζοντας διαρκώς το αντικείμενο της.
Ο Albert Hirschman έχει πολύ δίκιο όταν συμπεραίνει πως ο κόσμος που προσπαθούμε να κατανοήσουμε, ο κόσμος στον οποίο ζούμε, «είναι ένας κόσμος στον οποίον οι άνθρωποι νομίζουν ότι θέλουν κάτι, αλλά μόλις το αποκτούν συνειδητοποιούν με δυσφορία ότι δεν το θέλουν τελικά όσο νόμιζαν ή ότι δεν το θέλουν και καθόλου, και ότι κάτι άλλο, που δεν τους ήταν καθόλου συνειδητό, είναι εκείνο που πραγματικά θέλουν» (Hirschman 2002: 21). Τόσο ο Spinoza όσο και ο Immanuel Kant είχαν επίγνωση αυτής της συστατικής διαλεκτικής. Όχι μόνο της πλαστικότητας και των αντιφάσεων του ανθρώπινου επιθυμείν (Spinoza 1993: 126), αλλά και της ίδιας της έλλειψης που είναι εγγεγραμμένη στον πυρήνα του: «Δώσε σε έναν άνθρωπο όλα όσα επιθυμεί και την ίδια στιγμή θα αισθανθεί ότι αυτό το όλα δεν είναι όλα» (Kant στο Hirschman 2002: 11). Το ίδιο και ο Πασκάλ (και, στο σημείο αυτό, αντλώ από πρόσφατο κείμενο του Γεράσιμου Βώκου): «Μόλις οι άνθρωποι που επιθυμούν και κυνηγούν ένα πράγμα το κατακτήσουν μένουν σαν αποσβολωμένοι, η ευτυχία τους διαρκεί για πολύ λίγο, και μεταβάλλεται, σχεδόν την άλλη μέρα σε ανία, η οποία βρίσκεται πολύ κοντά στην αηδία ... αυτός που είχε εναποθέσει την ευτυχία του στον πλούτο τώρα που έγινε πλούσιος δεν θα ησυχάσει ποτέ γιατί θέλει περισσότερα. Ο άλλος που ονειρεύεται αξιώματα, καταξιωμένος δεν ηρεμεί, γιατί θέλει να γίνει βασιλιάς και βλέπουμε ...» (Βώκος 2005). Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η μετωνυμική υπόσταση της επιθυμίας, το έναυσμα της καταναλωτικής λογικής, αναγνωρίζεται πλέον από στοχαστές τόσο διαφορετικούς όσο ο Guy Debord (2000) και ο Richard Sennet (2008).
Αρχίζει έτσι να διαφαίνεται σιγά σιγά και η απώτερη κυριαρχική λειτουργία της καταναλωτικής προστακτικής. Είδαμε ότι η καταναλωτική «κοινωνία της επιβεβλημένης απόλαυσης» δεν απελευθερώνει στην πράξη την επιθυμία, ούτε επιτρέπει την πλήρη ικανοποίησή της όπως μας υπόσχεται ο διαφημιστικός λόγος. Στην πραγματικότητα, η αναπαραγωγή της εδράζεται, σε μεγάλο βαθμό, στο κάλεσμα του καθήκοντος, αν και πρόκειται για ένα καθήκον πολύ διαφορετικό από εκείνο των παραδοσιακών ή πρώιμων νεωτερικών κοινωνιών: «το καθήκον μετασχηματίζεται σε ένα καθήκον να απολαμβάνουμε, που δεν είναι παρά η εντολή του υπερεγώ» (McGowan 2004: 34). Μήπως τελικά η φαινομενικά αθώα και καλοήθης πρόσκληση για κατανάλωση – όπως στο διαφημιστικό κάλεσμα «Απολαύστε Coca-Cola!» – εμπεριέχει την βιαιότητα μιας αδιαπραγμάτευτης εντολής; Ο Lacan υπήρξε ο πρώτος που ανέδειξε το παράδοξο αυτό υβρίδιο όταν συνέδεσε το κάλεσμα «Απόλαυσε!» με την ελεγκτική λειτουργία του υπερεγώ: «Το υπερεγώ είναι η προστακτική της απόλαυσης [jouissance]– Απόλαυσε!» (Lacan 1998: 3). Ήταν ο πρώτος που ανίχνευσε στο αθώο αυτό κάλεσμα την αδιάψευστη σφραγίδα της εξουσίας και της κυριαρχίας. Μιας εξουσίας και μιας κυριαρχίας που δεν δεσμεύουν μέσω της καταστολής και τις περιστολής των δυνατοτήτων μας, αλλά μέσω της φαινομενικής, απατηλής διεύρυνσης των όρων της ελευθερίας μας. Μιας εξουσίας και μιας κυριαρχίας που δεν λειτουργούν με την απαγόρευση, αλλά με την υπαγόρευση.
Υπό την έννοια αυτή, ο Λακάν και ο μετα-λακανικός στοχασμός μάς προσφέρουν μιαν αποκαλυπτική θέαση εκείνου που έχει αποκληθεί «παράδοξο της κατανάλωσης»: ενώ ο καταναλωτισμός μοιάζει αρχικά να διευρύνει τις δυνατότητές μας, τις επιλογές και τις εμπειρίες μας ως άτομα, την ίδια στιγμή μάς κατευθύνει σε προκαθορισμένα κανάλια συμπεριφοράς και, επομένως, «τελικά όσο διευρύνει, άλλο τόσο περιορίζει» (Miles 1998: 147). Ήδη από το 1968, ο Ζαν Μποντριγιάρ είχε συλλάβει αυτήν την ηθική δυναμική της «υποχρέωσης να αγοράσουμε», ενώ πρόσφατες έρευνες της κατανάλωσης αποκαλύπτουν όλο και διαυγέστερα την «αναγκαστική/βιασμένη επιλογή» που ενέχει ο καταναλωτισμός: «Σήμερα η διερεύνηση της ατομικής ταυτότητας μέσω της κατανάλωσης έχει καταστεί ένα είδος καθήκοντος» (Daunton και Hilton 2001: 31). Γι αυτό, εξάλλου, εκείνος που δεν είναι σε θέση να καταναλώσει ή, εν πάσει περιπτώσει, να καταναλώσει όπως αναμένει κανείς από ανθρώπους της κοινωνικής του τάξης και του βιωτικού του επιπέδου, αισθάνεται συνήθως ντροπή και ενοχή και κάνει ότι μπορεί για να μην βιώσει το κόστος αυτής της αδυναμίας – προτιμά, π.χ., να υπερχρεωθεί. Εδώ έγκειται, λοιπόν, ο θρίαμβος της διαφημιστικής κουλτούρας, όπως προφητικά το είχαν διαγνώσει οι Adorno και Horkheimer: «οι καταναλωτές αισθάνονται υποχρεωμένοι να αγοράσουν και να χρησιμοποιήσουν τα διαφημιζόμενα προϊόντα, ακόμα και όταν δεν ξεγελιούνται από αυτά» (Adorno και Horkheimer 1997: 167).
........................................................................................................
Etiketler:
αντικαταναλωτικά,
κριση,
Λακανικη αριστερα,
Σταυρακάκης,
ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ
Τότε που οι άνθρωποι έγραφαν με το χέρι sarantakos.wordpress.com
Τότε που οι άνθρωποι έγραφαν με το χέρι
sarantakos.wordpress.com
Τότε που οι άνθρωποι έγραφαν με το χέρι
Δημοσιεύθηκε από sarant στο 20 Ιουνίου, 2014
6 Votes
Έτσι που το γράφω, είναι σαν να αφηγούμαι πανάρχαια περιστατικά, σαν να λέμε τότε που έγραφαν σε παπύρους ή που κυνηγούσαν με το τόξο και τα βέλη, και ομολογώ ότι επίτηδες έδωσα αυτόν τον τίτλο -αλλά το βέβαιο είναι πως οι περισσότεροι που γράφουν στο πλαίσιο του επαγγέλματός τους δεν γράφουν πια με το χέρι.
Αν κρίνω από τον εαυτό μου, η τέχνη της χειρογραφής ξεμαθαίνεται εύκολα. Τα τελευταία χρόνια, αμέσως μόλις χαράξω δυο-τρεις χειρόγραφες αράδες κουράζομαι, ενώ ο γραφικός μου χαρακτήρας καταντάει ιατροπρεπώς δυσανάγνωστος. Θυμάμαι μια φορά, σχετικά πρόσφατα, σε μια βιβλιοθήκη (δεν θα προσδιορίσω περισσότερο), που δεν μου επιτρέπαν να φωτογραφίσω κάτι επιστολές, αλλά με άφηναν, αν θέλω, να τις αντιγράψω με το χέρι: έκατσα λοιπόν και τις αντέγραψα, με το χεράκι μου, έξι σελίδες σχετικά αραιές, κι ήταν η πιο μαρτυρική ώρα που έχω περάσει εδώ και καιρό -εκτός οδοντιάτρου.
Κι όμως, στα νιάτα μου, όταν δούλευα φριλάνς μεταφραστής, έγραφα σελίδες επί σελίδων με το χέρι, ολόκληρο το Γεράκι της Μάλτας χειρόγραφο το έχω μεταφράσει, και δεκάδες άλλα βιβλία, σε κόλες Α4 που τις δίπλωνα κατά τη μεγάλη τους διάσταση έτσι που μια λωρίδα περίπου το ένα τέταρτο του πλάτους της σελίδας να μένει άδεια για διορθώσεις, και κάθε δέκα κόλες τις συνέραπτα με το συρραπτικό και τις έφτιαχνα τετραδιάκι -αυτά μου τάχε μάθει ένας παλιός και τα εφάρμοζα ευλαβικά. Και το δικό μου άλλωστε πρώτο βιβλίο χειρόγραφο το έδωσα στον εκδότη -αλλά αυτό, πες, ήταν λιγοσέλιδο. Θέλω να πω, κάποτε δεν με τρόμαζε το γράψιμο με το χέρι.
Μπορεί βέβαια να είναι δικό μου κουσούρι, που ξέμαθα να γράφω με το χέρι -στα σχόλια θα μου πείτε αν αυτό συμβαίνει μόνο σε μένα. Πάντως, όλα δείχνουν πως οδεύουμε προς μια κοινωνία που θα γράφει με το χέρι όλο και λιγότερο, παρόλο που, απ’ όσο ξέρω, τα παιδιά στο σχολείο, στην Ελλάδα τουλάχιστον, εξακολουθούν να αφιερώνουν πολλές ώρες, σε πολλές τάξεις, στο γράψιμο με το χέρι.
Φαίνεται πως σε άλλες χώρες τα πράγματα έχουν αλλάξει περισσότερο, και πως ήδη από το δημοτικό σχολείο δίνεται έμφαση στην πληκτρολόγηση και όχι στη χειρογραφή. Πρόσατα δημοσιεύτηκε στη Νιου Γιορκ Τάιμς ένα άρθρο για αυτό το θέμα, που μου φάνηκε αξιόλογο. Ο τίτλος του ήταν What’s lost as handwriting fades, Τι χάνεται καθώς ξεχνιέται το γράψιμο με το χέρι, θα μπορούσαμε να πούμε. Το άρθρο δημοσιεύτηκε διασκευασμένο στο tvxs, με τον τίτλο Τι χάνεται μαζί με την γραφή, που βέβαια δεν είναι σωστός τίτλος, αφού δεν χάνεται η γραφή καθαυτή αλλά η γραφή με το χέρι. Έστω, τι χάνεται μαζί με το χειρόγραφο. Αλλά το βασικό δεν είναι ο τίτλος, είναι ότι το άρθρο του tvxs είναι συρραφή-διασκευή.
Ο φίλος xray είχε την πρωτοβουλία να μεταφράσει ολόκληρο το πρωτότυπο άρθρο της ΝΥΤ, και θα σας το παρουσιάσω στα επόμενα. Έκανα πρόχειρα μερικές αλλαγές στη μετάφρασή του, ίσως πολύ πρόχειρα. Κάθε πρόταση για βελτίωση, δεκτή. Δυο θέματα ορολογίας. Το cursive writing το αποδίδουμε “συνεχή γραφή”, είναι το χειρόγραφο του ενήλικα εγγράμματου, που κάποια γράμματα (αλλά όχι όλα) είναι ενωμένα με τα άλλα, αυτό παλιά το λέγαν και “επισεσυρμένη γραφή”, όποιος ξέρει πώς το λέμε τώρα ας μας πει. Έπειτα, το printing, δεν είναι βέβαια, σε αυτά τα συμφραζόμενα, η εκτύπωση, είναι όταν γράφεις μεμονωμένα, ασύνδετα γράμματα -όπως το παιδί που μαθαίνει τώρα να γράφει. Πολύ θα ήθελα να ξέρω αν υπάρχει ειδικός ελληνικός όρος.
Τι χάνουμε καθώς ξεχνάμε να γράφουμε με το χέρι
Έχει σημασία το γράψιμο με το χέρι;
Όχι πολλή, σύμφωνα με πολλούς εκπαιδευτικούς. Τα Common Core standards, ένας γενικός οδηγός για την εκπαίδευση στην Αμερική, (http://www.corestandards.org), ο οποίος έχει υιοθετηθεί από τις περισσότερες πολιτείες, προτείνουν να διδάσκεται το παιδί να γράφει ευανάγνωστα, αλλά μόνο στο νηπιαγωγείο και την πρώτη τάξη του δημοτικού. Μετά από αυτό το στάδιο, η έμφαση δίνεται στην ευχέρεια στην πληκτρολόγηση.
Ψυχολόγοι όμως και νευροφυσιολόγοι λένε ότι είναι πάρα πολύ νωρίς για να ανακηρύξουμε τη γραφή με το χέρι απομεινάρι του παρελθόντος. Νέα στοιχεία καταδεικνύουν ότι η σχέση της χειρόγραφης γραφής και της γενικότερης μαθησιακής εξέλιξης είναι πολύ βαθύτερη.
Τα παιδιά όχι μόνο μαθαίνουν να διαβάζουν γρηγορότερα όταν πρωτομαθαίνουν να γράφουν με το χέρι, αλλά βελτιώνουν επίσης και την ικανότητά τους να γεννούν ιδέες και να συγκρατούν πληροφορίες. Με άλλα λόγια, δεν έχει σημασία μόνο το τι γράφουμε, αλλά και το πώς.
“Όταν γράφουμε, ένα μοναδικό νευρικό κύκλωμα ενεργοποιείται αυτόματα,” λέει ο Στανισλάς Ντεέν (Stanislas Dehaene), ψυχολόγος στο Κολλέγιο της Γαλλίας στο Παρίσι, “Υπάρχει μια θεμελιώδης εσωτερική αναγνώριση της κίνησης του χεριού που γράφει μια λέξη, ένα είδος διανοητικής αναγνώρισης μέσα από μια προσομοίωση στο μυαλό μας. Και φαίνεται ότι αυτό το κύκλωμα συμβάλλει στη διαδικασία με τρόπους που δεν είχαμε συνειδητοποιήσει,” συνεχίζει. “Η μάθηση γίνεται ευκολότερη”.
Μια μελέτη του 2012 της Κάριν Τζέημς, ψυχολόγου στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνας, πρόσφερε νέα επιχειρήματα σε αυτή την προσέγγιση. Σε παιδιά που δεν είχαν μέχρι τότε μάθει να διαβάζουν και να γράφουν δόθηκαν ένα γράμμα, ή ένα σχήμα σε μια κάρτα και τους ζητήθηκε να το αναπαράξουν με έναν από τους εξής τρεις τρόπους: να το ζωγραφίσουν σε λευκό χαρτί, να το σχηματίσουν ενώνοντας αντίστοιχες τελείες, ή να το πληκτρολογήσουν απλώς σε υπολογιστή. Στη συνέχεια μπήκαν σε ένα εγκεφαλογράφο (brain scanner) και τους επιδείχθηκε για άλλη μια φορά η εικόνα.
Οι ερευνητές βρήκαν ότι η αρχική διαδικασία της αντιγραφής ήταν πολύ σημαντική. Όταν τα παιδιά σχεδίαζαν ένα γράμμα με το χέρι, έδειχναν αυξημένη δραστηριότητα σε τρεις περιοχές του εγκεφάλου που ενεργοποιούνται στους ενήλικες όταν διαβάζουν ή γράφουν: στην αριστερή ατρακτοειδή έλικα, στην κάτω μετωπιαία έλικα και στον οπίσθιο βρεγματικό φλοιό.
Αντίθετα, παιδιά που πληκτρολογούσαν ή που σχημάτιζαν το γράμμα ή το σχήμα ενώνοντας τελείες, δεν έδειχναν τέτοια δραστηριότητα.
Η Δρ. Τζέημς αποδίδει τις διαφορές στην εγγενή ατέλεια του γραψίματος με το χέρι. Όχι μόνο πρέπει να προσχεδιάσουμε και να εκτελέσουμε το έργο με ένα τρόπο που δεν απαιτείται όταν έχουμε να ακολουθήσουμε σταθερά περιγράμματα, αλλά και είναι πιθανό να παράξουμε αποτέλεσμα κάθε φορά διαφορετικό.
Αυτή η ίδια η διαφορετικότητα, μπορεί να αποτελέσει από μόνη της ένα εκπαιδευτικό εργαλείο. “Όταν ένα παιδί γράφει ένα κακογραμμένο γράμμα,” λέει η Δρ. Τζέημς, “αυτό καθαυτό το γεγονός μπορεί να το βοηθήσει να το μάθει.”
Το μυαλό μας πρέπει να καταλάβει ότι κάθε επανάληψη του “α” για παράδειγμα, αποτελεί το ίδιο γράμμα, ανεξάρτητα από το πώς είναι γραμμένο. Η δυνατότητα της αποκωδικοποίησης της κακογραφίας του κάθε “α” μπορεί να αποδειχθεί χρησιμότερη στην εδραίωση της κατανόησης αυτού που αναπαριστά, από το να βλέπει κανείς το ίδιο απαράλλαχτο γράμμα επανειλημμένα.
“Αυτή είναι μια από τις πρώτες ενδείξεις της αλλαγής του εγκεφάλου λόγω αυτής της πρακτικής,” είπε η Δρ. Τζέημς.
Σε μια άλλη μελέτη, η Δρ. Τζέημς συγκρίνει παιδιά που σχηματίζουν λέξεις, με άλλα που απλώς παρακολουθούν τη διαδικασία. Από τις παρατηρήσεις της προκύπτει ότι μόνο η πραγματική προσπάθεια εμπλέκει το μυαλό και χαρίζει τα μαθησιακά πλεονεκτήματα της χειρογραφής.
Το αποτέλεσμα όμως εκτείνεται πέρα από την απλή αναγνώριση γραμμάτων. Σε μια μελέτη που ακολούθησε σε παιδιά τρίτης έως και πέμπτης δημοτικού, η Βιρτζίνια Μπέρνιγκερ, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον, έδειξε ότι το γράψιμο μεμονωμένων γραμμάτων (printing), η συνεχής γραφή και η πληκτρολόγηση, είναι δραστηριότητες που συνδέονται με διακριτά και ξεχωριστά εγκεφαλικά μοτίβα – και καθεμιά τους έχει και διαφορετικό αποτέλεσμα. Όταν τα παιδιά έγραφαν κείμενο με το χέρι, δεν κατάφερναν απλώς να γράφουν συστηματικά περισσότερες λέξεις απ’ ό,τι τα παιδιά που πληκτρολογούσαν, αλλά εξέφραζαν και περισσότερες ιδέες.
Φαίνεται μάλιστα ότι μπορεί να υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στο γράψιμο μεμονωμένων γραμμάτων (printing) και στη συνεχή γραφή – μια σημαντική διαφορά, καθώς η διδασκαλία του συνεχούς γραψίματος σταδιακά εξαφανίζεται από τα εκπαιδευτικά προγράμματα. Στη δυσγραφία, μια κατάσταση μειωμένης ικανότητας γραφής, συνήθως μετά από τραυματισμό του εγκεφάλου, αυτή η διαφορά μπορεί εκδηλωθεί με απροσδόκητα αποτελέσματα: σε μερικούς ανθρώπους η ικανότητα για συνεχής γραφή παραμένει σχετικά ανεπηρέαστη, ενώ σε άλλους φαίνεται να μην επηρεάζεται η γραφή μεμονωμένων γραμμάτων.
Στην αλεξία, την κατάσταση μειωμένης ικανότητας διαβάσματος, μερικοί άνθρωποι που δεν μπορούν να κατανοήσουν τυπωμένο κείμενο (print), μπορούν να διαβάσουν χειρόγραφο κείμενο, ενώ συμβαίνει και το αντίθετο – πράγμα που υποδηλώνει ότι οι δύο τρόποι γραφής ενεργοποιούν διαφορετικά δίκτυα του εγκεφάλου και εμπλέκουν περισσότερους γνωστικούς πόρους απ’ ό,τι θα συνέβαινε αν η προσέγγιση ήταν ενιαία.
Η Δρ. Μπέρνιγκερ φτάνει στο σημείο να θεωρεί ότι η συνεχής γραφή μπορεί να συμβάλλει στην εκπαίδευση στον αυτοέλεγχο με ένα τρόπο που δεν είναι δυνατός για άλλους τρόπους γραφής, ενώ μερικοί ερευνητές της αποδίδουν μέχρι και συμβολή στη θεραπεία της δυσλεξίας. Μια μελέτη του 2012 δείχνει ότι το συνεχές γράψιμο μπορεί να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική για άτομα με προχωρημένη δυσγραφία – δυσκολίες κινητικού ελέγχου στη διαδικασία σχηματισμού γραμμάτων – και ότι μπορεί να βοηθήσει στο να αποφεύγεται το γράψιμο των γραμμάτων ανάποδα ή αντίστροφα.
Συνεχές ή όχι, τα οφέλη του γραψίματος με το χέρι φαίνεται ότι εκτείνονται πέρα από την παιδική ηλικία. Για τους ενηλίκους, η πληκτρολόγηση μπορεί να είναι μια γρήγορη και αποτελεσματική εναλλακτική της χειρογραφής, αλλά αυτή η ίδια η αποτελεσματικότητά της, μπορεί να μειώνει την ικανότητά μας να επεξεργαζόμαστε καινούριες πληροφορίες. Όχι μόνο μαθαίνουμε καλύτερα τα γράμματα όταν τα καταχωρούμε στη μνήμη μας μέσω της χειρογραφής, αλλά και η μνήμη και η ικανότητα μάθησης μπορεί να ωφελούνται παράλληλα.
Δύο ψυχολόγοι, η Παμ Α. Μίλερ από το Πρίνστον και ο Ντάνιελ Μ. Οπενχάιμερ από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Άντζελες ανέφεραν ότι τόσο σε συνθήκες εργαστηρίου, όσο και σε πραγματικές τάξεις σχολείων, οι μαθητές αφομοιώνουν την ύλη καλύτερα όταν κρατούν σημειώσεις με το χέρι, παρά πληκτρολογώντας σε κάποιο ψηφιακό μέσο. Αντίθετα με προηγούμενες μελέτες που απέδιδαν τη διαφορά στους περισπασμούς των υπολογιστών, η νέα έρευνα ενισχύει την άποψη ότι το γράψιμο με το χέρι δίνει στον μαθητή τη δυνατότητα να επεξεργαστεί τα περιεχόμενα της παράδοσης του καθηγητή και να τα επανατοποθετήσει – μια διαδικασία στοχασμού και χειρισμού που μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη κατανόηση και κωδικοποίηση της μνήμης.
Δεν είναι όλοι οι ερευνητές πεπεισμένοι ότι τα μακροπρόθεσμα οφέλη του γραψίματος με το χέρι είναι τόσο σημαντικά. Ένας από τους σκεπτικιστές πάντως, ο Πολ Μπλούμ, ψυχολόγος στο Γέιλ, λέει ότι η νέα έρευνα αν μη τι άλλο δίνει έναυσμα για σκέψεις.
“Όταν γράφεις με το χέρι, και μόνο το γεγονός ότι καταγράφεις κάτι, σε αναγκάζει να εστιάσεις στο τι είναι πραγματικά σημαντικό,” λέει. Και προσθέτει, ύστερα από λίγη σκέψη, “Ίσως να βοηθάει να σκέφτεσαι καλύτερα.”
Η Μαρία Κονίκοβα είναι αρθρογράφος του διαδικτυακού Νιου Γιόρκερ και συγγραφέας του “Mastermind: How to Think Like Sherlock Holmes.”
Kaydol:
Kayıtlar (Atom)