Βράδυ και την έχω αράξει στο κρεβάτι. Μακριά από την πόλη. Εδώ δεν ακούγονται ούτε αυτοκίνητα με σουπερ ηχεία, ούτε μαρσαρίσματα στα φανάρια ούτε τίποτε. Μόνο από το απαλό αεράκι που φυσάει, τα μεταλλικά διακοσμητικά που κρεμνάνε στις εισόδους τους οι γείτονες, και ο ανεμιστήρας για να υπάρχει λίγη δροσιά στο δωμάτιο.
Πριν λίγο ήμασταν στο βουνό. Σκαρφαλώναμε τα βράχια. Πιο πριν στη θάλασσα. Ούτε που περνάει από το μυαλό ότι σε μιάμιση μέρα είναι Δευτέρα. Και μετά τρίτη, Τετάρτη, πέμπτη και ξανά παρασκευή και ξανά τα ίδια. Και ο καιρός περνάει. Ψάχνοντας και κυνηγώντας κάτι που δε ξέρουμε τι.
Που καταντήσαμε να ζούμε σε μεγάλα οικοδομήματα από τσιμέντο και να περπατάμε πάνω στην άσφαλτο. Να αναπνέουμε καυσαέριο και στα αυτιά μας να αντηχεί το βουητό από τις μηχανές των αυτοκινήτων και τα κορναρίσματα. Που ζούμε μέσα στο άγχος να προλάβουμε το ωράριο. Γυρνάμε σπίτι και η διασκέδαση μας είναι η τηλεόραση, το ίντερνετ, οι 200 «φίλοι» μας από τις ιστοσελίδες, και αν τύχει και βγούμε και λίγο έξω από την πόρτα ασφαλείας που βάλαμε για να μη μας διαρρήξουνε οι κακοί κλέφτες, αφού έτσι είπε η τηλεόραση, τότε πάμε σε καφετέριες ή μπαράκια που και εκεί θα κλειστούμε κάπου και θα επιδείξουμε ότι ο υλικός κόσμος έχει να μας προσφέρει. Ακριβοπληρωμένα με τη χαρά της ζωής μας, φθαρτά υλικά. Και ντυμένα με την μιζέρια του γκρι χρώματος του μπετόν.
Ζούμε σε κουτιά, διαβάζουμε σε κουτιά, διασκεδάζουμε σε κουτιά, οδηγούμε σε κουτιά και όταν πεθάνουμε μεταφερόμαστε πάλι σε κουτιά. Μια ζωή σε συγκεκριμένες διαστάσεις.
Δεν είμαστε τα ρούχα που φοράμε. Δεν είμαστε η δουλειά που καταντήσαμε να κάνουμε. Δεν είμαστε οι σπουδές μας. Δεν είμαστε η μουσική που ακούμε. Δεν είμαστε η γκόμενα που πηδάμε. Δεν είμαστε το αμάξι που οδηγάμε και η κάρτα της τράπεζάς μας.
Ο χρόνος περνάει πολύ γρήγορα για να τον αφήνουμε και να κυνηγάμε κάτι που δεν μπορούμε να ορίσουμε.