Η κριτική στους δημοσιογράφους από τους απλούς πολίτες θα μπορούσε ενίοτε να θεωρηθεί και κακόπιστη.
Παραθέτω λοιπόν μια κριτική του Χιώτη Δημήτρη Βάρου που αφορά κάποιους από το σινάφι του.
Πέτρινα χρόνια, τέλος
«Η δημοσιογραφία μπορεί να σε κάνει πλούσιο. Αρκεί να την εγκαταλείψεις νωρίς». Αυτό έλεγαν οι παλιοί συνάδελφοι σε όποιον ξεκίναγε την δεκαετία του ’70 να υπηρετήσει την «τετάρτη εξουσία». Και ήταν σαφές τι εννοούσαν: Αυτό το λειτούργημα -που απαιτεί το ταλέντο σου, την ευσυνειδησία σου, την εντιμότητά σου, το μεράκι σου, ολόκληρο το 24ωρο σου, ακόμα και την υγεία σου- ποτέ δεν θα σου δώσει αρκετά λεφτά. Ακόμα κι αν ανέβεις στην υψηλότερη βαθμίδα του, που τότε ήταν διευθυντής εφημερίδας. Τα πλούτη μπορεί να έρθουνε μόνο αν αλλάξεις επάγγελμα. Έγκαιρα, φυσικά. Τα τριάντα χρόνια που πέρασαν από τότε ήταν αρκετά για να αντιστρέψουν την θεαματικά την κατάσταση και να προσδώσουν πρεστίζ στον κλάδο μας. Σήμερα υπερήφανα μπορούμε να λέμε πως όποιος θέλει να γίνει πλούσιος, η δημοσιογραφία πρέπει να είναι μέσα στις κορυφαίες επιλογές του. Αμέσως μετά το εμπόριο ναρκωτικών, τη μαστροπεία, την πολιτική και τα δημόσια έργα. Επιπλέον δεν απαιτεί πια ούτε ταλέντο, ούτε προσόντα, ούτε θυσίες. Αρκεί κανείς να το δει σωστά το ζήτημα. Μια αρκετά διαδομένη μέθοδος επιτυχίας για κάθε φιλόδοξο νέο είναι η εξής: Αφού πρώτα προσληφθεί σε ένα αξιοπρεπές μέσο ενημέρωσης καλύπτοντας θέματα ύψιστου ενδιαφέροντος για την κοινή γνώμη, όπως τα ζώδια, η ιδιωτική ζωή των σελέμπριτις ή τα προγνωστικά για το ποδοσφαιρικό στοίχημα που θα τον κάνουν γρήγορα «αναγνωρίσιμο», να ασχοληθεί παράλληλα -και για δική του χρήση- με την «αποκαλυπτική έρευνα». Όχι για να ξεσκεπάσει ένα σκάνδαλο τύπου Γουότεργκέητ, μια σφαγή σαν του Μάι Λάι ή μια πολιτική δολοφονία όπως του Γρηγόρη Λαμπράκη. Αυτά είναι για όσους ονειρεύονται μια βιβλιοθήκη μέσα στα βραβεία και όχι μια βιβλιοθήκη μέσα σε μια μονοκατοικία 500 τετραγωνικών στην Εκάλη που την περιβάλλουν αρκετά στρέμματα πράσινου, μια πισίνα, δύο μπάρμπεκιου, τρείς Πόρσε Καγιέν και τέσσερα κορίτσια που εργάζονται ως εξώφυλλα. Η έρευνά του πρέπει να έχει στόχο τον εντοπισμό ενός σκανδάλου, μιας κατάχρησης, μιας δωροδοκίας, μιας σεξουαλικής ιδιαιτερότητας σημαίνοντος προσώπου ή ενός ανθρώπινου λάθους κατά τη διάρκεια μιας εγχείρησης… Το «δένει» το θέμα από όλες τις πλευρές και μετά κλείνει ραντεβού με τον ένοχο. Ένας πρωτάρης θα εκπλαγεί διαπιστώνοντας το πόσο εύκολα ο άνθρωπος απέναντί του θα συμφωνήσει πως ένα τέτοιο ρεπορτάζ δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να δημοσιευθεί. Έτσι, ξεκινάει μια λαμπρή καριέρα για τον ρεπόρτερ η οποία σύντομα θα μπορέσει να τον κάνει εκδότη, ώστε να μην κουράζεται να ξετρυπώνει ο ίδιος τα «λαβράκια». Να του μείνει μόνο το καθήκον να τα διαπραγματεύεται. Κάποιοι ισχυρίζονται πως μια τέτοια δραστηριότητα είναι παράνομη. Πιθανόν να έχουν δίκιο, αν αυτό το συνδυάσει κανείς με το γεγονός ότι η πολιτεία συντηρεί κάποιους μηχανισμούς δίωξης. Οι οποίοι, ωστόσο, επειδή η έρευνα απαιτεί χρόνο και κυρίως κόπο, αρκούνται μόνο σε δειγματοληπτικούς ελέγχους. Οπότε… ψύλλος στ’ άχυρα.Τώρα βέβαια αν σπάσει ο διάολος το πόδι του και ο φίλος μας βρεθεί κάποτε μέσα σε ένα τέτοιο δείγμα, εντάξει… Θα έχει λεφτά για τον υπαλληλάκο που θα του την πέσει.
Δημήτρης Βάρος Μάρτιος 2008Δημήτρης Βάρος
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μετάβαση σε:
πλοήγηση,
αναζήτησηΟ Δημήτρης Βάρος είναι έλληνας ποιητής, δημοσιογράφος και φωτογράφος. Γεννήθηκε στη
Χίο το 1949. Σπούδασε δημοσιογραφία στο
Λονδίνο και διετέλεσε διευθυντής σύνταξης και διευθυντής στις εφημερίδες Χιακός Λαός, Ακρόπολη, Έθνος, Πρώτη, Έθνος της Κυριακής, Τύπος της Κυριακής και σε πολλά οικονομικά, πολιτικά και τεχνικά περιοδικά όπως Ελληνική Ναυτιλιακή, Χρόνος, Κεφάλαιο, Logistics & Management, Car & Truck, Ecotec, Εργοταξιακά Θέματα κ.ά.
Εξέδωσε τα βιβλία Φρύνη, Θηρασία, Ανδρομέδα, Ω ξειν, We are Greeks, Painting with a camera κ.α.