1 Aralık 2014 Pazartesi

Πώς διδάσκεται η φρίκη του ναζισμού; του Γιάννη Θ. Θανασέκου αναδημοσίευση απο τα ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Πώς διδάσκεται η φρίκη του ναζισμού;


ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΥΧΟΣ 16 ΤΟΥ «ΑΡΧΕΙΟΤΑΞΙΟΥ»
 του Γιάννη Θ. Θανασέκου

Έργο του Μίκαελ Χάφτα, από την ενότητα «Μνήμη του Ολοκαυτώματος»
Πιστό στο ετήσιο ραντεβού του, εδώ και δεκαπέντε χρόνια, κυκλοφορεί το «Αρχειοτάξιο», έκδοση των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ), σε συνεργασία με τις εκδόσεις Θεμέλιο. Το παρόν, 16ο τεύχος, είναι αφιερωμένο στην ελληνική Ακροδεξιά, ανιχνεύοντας τις ιστορικές διαδρομές της, από τον Μεσοπόλεμο μέχρι σήμερα, με αναφορές στον διεθνή περίγυρο. Θα βρούμε, έτσι, μελέτες για τους Επίστρατους στα χρόνια του Διχασμού, την οργάνωση «Χ», τους παρακρατικούς του 1960 και τους «τεταρτοαυγουστιανούς» του Κώστα Πλεύρη. Επίσης, για τις σχέσεις κράτους και παρακράτους στη μεταπολίτευση, την εκλογική εμβέλεια της Χρυσής Αυγής και συγγενών της οργανώσεων στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, τη μνήμη του ναζισμού και τη διαχείρισή της στα σύγχρονα αρχεία. Γράφουν: Στρατής Μπουρνάζος, Δέσποινα Παπαδημητρίου, Κώστας Κατσούδας, Στράτος Δορδανάς, Δημήτρης Ψαρράς, Τάσος Κωστόπουλος, Παναγιώτης Κουστένης, Βασιλική Γεωργιάδου, Αγγέλικα Ψαρρά, Γιάννης Θ. Θανασέκος. Το τεύχος συμπληρώνουν οι σταθερές στήλες Προσεγγίσεις (Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, για τις προσπάθειες σταθεροποίησης της Χούντας το 1968), Αρχειολογήματα (Σωκράτης Κουγέας, για την αλληλογραφία του ακαδημαϊκού Σωκράτη Κουγέα με τον Παναγιώτη Γαργαλίδη από το μέτωπο της Σμύρνης), Διασταυρώσεις (Σίλβιο Πονς, Κωστής Καρπόζηλος, Θανάσης Γάλλος).
Δημοσιεύουμε σήμερα ένα απόσπασμα από το κείμενο «Ιστορία, μνήμη και νεοναζισμός», του Γιάννη Θανασέκου, πρώην διευθυντή του Ιδρύματος Άουσβιτς στις Βρυξέλλες, ο οποίος θεωρείται διεθνώς ένας από τους κατεξοχήν ειδικούς στη μελέτη του ναζισμού και της ιστορικής μνήμης.
ENΘΕΜΑΤΑ
 Όταν αναφερόμαστε στο Άουσβιτς ως παράδειγμα όλων των διαστάσεων της ναζιστικής εγκληματικότητας (Saul Friedländer), γνωρίζουμε, τόσο από τα αρχεία όσο και από τις μαρτυρίες, ότι ο πυρήνας αυτής της εγκληματικότητας έγκειται στην αποανθρωποποίηση του ανθρώπου. Η έκπτωση (réduction) του ανθρώπου στην κατάσταση (statut) ενός αντικειμένου, ενός «πράγματος», ενός «μέσου»· ο άνθρωπος παύει να είναι «αυτοσκοπός», μετατρέπεται σε απλό «μέσο» προς την επίτευξη ενός σκοπού. Η πεμπτουσία της ναζιστικής εγκληματικότητας είναι ακριβώς η άρνηση του άλλου ως ανθρώπου. Περιττό να το επεκτείνω. Βρισκόμαστε εδώ στον απόλυτο αντίποδα του ουσιαστικού, του θεμελιώδους προστάγματος του Καντ σε ελεύθερη μετάφραση: ποτέ να μη θεωρείς τον άλλο, όπως και σένα τον ίδιο, ως μέσο, αλλά παντού και πάντα ως αυτοσκοπό.
Αυτή η τραγική διαπίστωση –σχετικά με το τι είναι ικανός να κάνει ο άνθρωπος σε άλλους ανθρώπους– απορρέει άμεσα από τη στροφή του βλέμματός μας προς το παρελθόν, όταν σκύβουμε πάνω στο παρελθόν· όχι μόνο όταν σκύβουμε πάνω στο Άουσβιτς αλλά και σε άλλες σκοτεινές και βάρβαρες σελίδες στο βάθος της ιστορίας. Ας στρέψουμε ωστόσο το βλέμμα μας προς το παρόν, ας σκύψουμε πάνω στο παρόν, πάνω στις σημερινές κοινωνίες μας. Νομίζω ότι χωρίς μεγάλες δυσκολίες ούτε υπερβολικούς κόπους, θα μπορέσουμε να διαπιστώσουμε και να εντοπίσουμε ένα σωρό δείγματα, κρούσματα, στίγματα αποανθρωποποίησης του ανθρώπου, την έκπτωσή του στην κατάσταση ενός αντικειμένου, ενός «πράγματος», ενός γυμνού «μέσου». Όλοι οι θεσμοί και οι τρόποι λειτουργίας τους, οι κοινωνικοί, οι πολιτικοί και οι οικονομικοί θεσμοί (ακόμα κι ο εκπαιδευτικός θεσμός) εγκλείουν, παράγουν και αναπαράγουν, σε διάφορες κλίμακες, αυτήν την απο-ανθρωποποίηση, τη réification του ανθρώπου. Θέλω να πω ότι το «Άουσβιτς», ως παροξυστικό παράδειγμα αποανθρωποποίησης του ανθρώπου, μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε, παιδαγωγικά, ως μεγεθυντικό φακό για να εξετάσουμε και να μελετήσουμε μαζί με τους νέους την παραγωγή και την αναπαραγωγή του στίγματος αυτού στο παρόν, μέσα στις δομές και τη λειτουργία των σημερινών κοινωνιών, δηλαδή εντός των ορίων της ισχύουσας κανονιστικής αξιολόγησης.
Νομίζω ότι ο δρόμος αυτός, δηλαδή η στροφή, υπό το πρίσμα αυτό, προς μια αυστηρή κριτική του παρόντος θα κινούσε πιο εύκολα και πιο αποδοτικά το ενδιαφέρον και την προσοχή των νέων, παρά ένα προκαταρκτικό μάθημα επί του παρελθόντος και των εκτρωμάτων του. Θα έλεγα μάλιστα ότι αυτού του είδους η αυστηρή κριτική του παρόντος, ως προηγούμενο, διευκολύνει κατά πολύ την επιστροφή της προσοχής στα γεγονότα του παρελθόντος και την κριτική τους αντιμετώπιση. Αντιλαμβάνομαι, βέβαια, τον κίνδυνο ενός τέτοιου παιδαγωγικού εγχειρήματος. Οδηγεί στην ενοχοποίηση της ισχύουσας κανονιστικής, εκθέτει τον «κανόνα», κάνει τη νόρμα, αυτό που τίθεται ως νορμάλ, συνυπεύθυνη, αν όχι συνένοχη, του μη κανονικού, του αποτρόπαιου. Ενέχει όντως κινδύνους μια τέτοια παιδαγωγική προοπτική, αλλά νομίζω ότι πρέπει να τη διακινδυνεύσουμε. Οι νέοι μας, οι μαθητές μας, είναι πολύ πιο διεισδυτικοί απ’ ό,τι συχνά νομίζουμε.
Μέσα στην ίδια αυτή προοπτική, θα έδινα ένα δεύτερο παράδειγμα του «πήγαιν’-έλα» μεταξύ παρελθόντος και παρόντος. Πρόκειται με ακρίβεια για τον σύγχρονο θεσμό της γραφειοκρατίας που εξέτασε και ανάλυσε με τόση διαύγεια ο Μαξ Βέμπερ — ιδιαίτερα την ενδόμυχη τάση της να μετατρέπει κάθε κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό πρόβλημα σε ένα τεχνικό και τεχνολογικό πρόβλημα προς λύση. Γνωρίζουμε ότι η γραφειοκρατία ήταν ένας από τους ουσιαστικούς φορείς και εκτελεστές των ναζιστικών εγκλημάτων, ιδιαίτερα δε των γενοκτονιών — ο νεολογισμός «έγκλημα γραφείου» τείνει να συμπυκνώσει αυτό τον αποφασιστικό ρόλο της γραφειοκρατίας στη διεκπεραίωση και εκτέλεση των ναζιστικών εγκλημάτων. Γνωρίζουμε επίσης ότι ο θεσμός αυτός προϋπήρχε, προ πολλού, του Γ΄ Ράιχ. Βέβαια, με την άφιξη των Ναζί στην εξουσία, δεν έλειψαν οι εκκαθαρίσεις εντός του θεσμού, αλλά ο μηχανισμός αυτός καθαυτόν παρέμεινε άθικτος — κληρονομιά του 19ου αιώνα.
Αν θυμάμαι καλά, ο Μπίσμαρκ έλεγε ότι αν η Τουρκία είναι ένα κράτος που διαθέτει έναν ισχυρό στρατό, η Πρωσία είναι μια ισχυρή γραφειοκρατία που έχει στη διάθεσή της ένα κράτος. Αυτά ως προς το παρελθόν και τη συμμετοχή της γραφειοκρατίας στα αποτρόπαια γεγονότα που ξέρουμε. Ας στρέψουμε πάλι όμως το βλέμμα μας προς το παρόν, ας σκύψουμε πάνω στους μηχανισμούς, τη λειτουργία, τις πρακτικές και τις συμπεριφορές της γραφειοκρατίας στην καρδιά των σημερινών κοινωνιών. Κι εδώ λοιπόν η αυστηρή κριτική του παρόντος, δηλαδή των καταστάσεων που ζούμε και που αντιμετωπίζουμε σήμερα, στα κανονιστικά πλαίσια των κοινωνιών μας, μπορεί να γίνει η αφετηρία για μια επιστροφή στο παρελθόν, για μια εξέταση του παρελθόντος. Ναι, η κριτική του παρόντος, η κριτική της νόρμας, του νορμάλ, μας οδηγεί στην εξέταση και επανεξέταση του παρελθόντος.
Θα τελείωνα μ’ ένα τρίτο παράδειγμα του πήγαιν’-έλα «παρόν-παρελθόν», «παρελθόν-παρόν». Η Χάννα Άρεντ σημειώνει κάπου ότι στην πεμπτουσία της η ναζιστική ιδεολογία, κι αυτό το ίδιο το ναζιστικό σύστημα, κάνουν τον άνθρωπο «περιττό», ή, στην καλύτερη περίπτωση, θα έλεγα, άνθρωπο «μιας χρήσεως» — βλέπε τις συνθήκες καταναγκαστικής εργασίας στα ναζιστικά στρατόπεδα. Ας ρίξουμε πάλι ωστόσο, υπ’ αυτό το συγκεκριμένο πρίσμα, μια ματιά στο παρόν, ειδικά στο πλαίσιο της κρίσης που ζούμε και που διαιωνίζεται.
H κατηγορία του «περιττού» ανθρώπου, του ανθρώπου «μιας χρήσεως», είναι όχι μόνο επίκαιρη, αλλά και συστατικό στοιχείο του παρόντος. Οι κοινωνίες μας παράγουν σήμερα σωρεία «περιττών» όχι μόνο ανθρώπων αλλά και ολόκληρων κοινωνικών στρωμάτων. Δεν αναφέρομαι μόνο στο τεράστιο και τραγικό πρόβλημα της μαζικής μετανάστευσης, αλλά και στη δομική λειτουργία της οικονομικής σφαίρας. Κι εδώ λοιπόν η αυστηρή κριτική του παρόντος μας οδηγεί πιο ζωντανά, πιο βιωματικά θα έλεγα, στο παρελθόν.
Πιστεύω εν ολίγοις ότι η νεολαία μας –γιατί περί αυτού πρόκειται– θα ήταν πολύ πιο πρόθυμη να ακούσει τον «ιστορικό λόγο» αν παίρναμε ως έναυσμα, ως αφετηρία, την κριτική του παρόντος. Από το παρόν στο παρελθόν και από το παρελθόν πάλι στο παρόν.

Hiç yorum yok:

Yorum Gönder