20 Haziran 2014 Cuma

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗΣ¨ Από την ηθική της απαγόρευσης στην ηθική της επιβεβλημένης απόλαυσης και πίσω: Μετασχηματισμοί του κοινωνικού δεσμού και αδιέξοδα του σύγχρονου υποκειμένου../ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΥΝΑΞΙΣ (ΤΕΥΧΟΣ 116)



ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗΣ

Από την ηθική της απαγόρευσης στην ηθική της επιβεβλημένης απόλαυσης και πίσω: Μετασχηματισμοί του κοινωνικού δεσμού και αδιέξοδα του σύγχρονου υποκειμένου
(  αποσπασμα  απο το αρθρο  που δημοσιευτηκε στο :

το αποσπασμα  δημοσιευτηκε με την αδεια του συγγραφεα )



Πολύ συχνά ακούμε για κρίση αξιών, για την υποχώρηση του καθήκοντος και την επικράτηση του καταναλωτικού ηδονισμού, για την ηθική κατάπτωση των σύγχρονων κοινωνιών. Η πρόσφατη οικονομική κρίση έδωσε λαβή για τέτοιου είδους σχόλια στο πλαίσιο της σχεδόν ομόθυμης καταδίκης των λεγόμενων «γκόλντεν μπόυς» και της απύθμενης απληστίας τους. Ωστόσο, ο εύκολος στιγματισμός κάποιων ολίγων δεν θα πρέπει να μας αποπροσανατολίσει, ιδίως όταν η επίμαχη πρακτική τους δεν φαίνεται να παραβίασε κατ’ουσίαν την ηγεμονική ηθική προστακτική των υστεροκαπιταλιστικών κοινωνιών. Εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι, ασφαλώς, να διακρίνουμε τους όρους δυνατότητας τέτοιων φαινομένων και να αποτιμήσουμε την δυναμική τους στο μακρο-επίπεδο, και μάλιστα στο επίπεδο της ηθικής πρότασης, του πνεύματος, που δομεί και ρυθμίζει σε κάθε συγκυρία τον κοινωνικό δεσμό, απαιτώντας και την συμμόρφωση των υποκειμένων. Καθώς ο συντονισμός αυτός ανάμεσα σε κοινωνικο-πολιτισμικό πλαίσιο και υποκειμενική στάση αποτελεί προνομιακό αντικείμενο του ψυχαναλυτικού στοχασμού – στον άξονα Φρόυντ-Λακάν –, έχοντας παράλληλα απασχολήσει δια μακρών τόσο την κλασική όσο και την σύγχρονη κοινωνική θεωρία, η διαύγαση των παραπάνω ερωτημάτων θα επιχειρηθεί εδώ μέσα από την σύγκλιση της ψυχαναλυτικής με την κοινωνική θεωρία.

Κοινωνία της απαγόρευσης/Κοινωνία της επιβεβλημένης απόλαυσης

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μεταπολεμική επικράτηση της καταναλωτικής κουλτούρας σηματοδότησε μια βαθύτερη αλλαγή στην ιδιοσυστασία των κοινωνιών που κινούνται στη σφαίρα του ύστερου καπιταλιστικού μοντέλου. Η αλλαγή αυτή δεν μένει απλώς στο οικονομικό ή στο επικοινωνιακό επίπεδο – όπου και το αυξανόμενο ειδικό βάρος της «κατανάλωσης» σε σχέση με την «παραγωγή», αλλά και η πανταχού παρουσία του διαφημιστικού λόγου στην δημόσια σφαίρα – αλλά αγγίζει την ίδια την ραχοκοκαλιά του καθημερινού βίου. Όπως ορθά επισημαίνει ο λακανικός θεωρητικός Todd McGowan, η επικράτηση του καταναλωτισμού αναδεικνύει μια σημαντική αλλαγή στην ηθική ρύθμιση και, συνακόλουθα, στην κοινωνικο-πολιτική οργάνωση των κοινωνιών μας: πρόκειται για το πέρασμα από την «κοινωνία της απαγόρευσης» σε μια «κοινωνία της επιβεβλημένης απόλαυσης» (McGowan 2004: 1-2). Ενώ παλαιότερα, στις κοινωνίες της απαγόρευσης, η αναπαραγωγή του κοινωνικού δεσμού απαιτούσε την θυσία της απόλαυσης του υποκειμένου προς χάριν του κοινωνικού καθήκοντος, τώρα πια, στην καταναλωτική κοινωνία, το κύριο κοινωνικό καθήκον συνίσταται στην όλο και μεγαλύτερη απόλαυση. Πράγματι, αυτό το κάλεσμα μας απευθύνεται από παντού: από την τηλεόραση, από τις διαφημίσεις, από τον κινηματογράφο, από τις ίδιες τις παρέες μας και τους φίλους που δεν ξεχνούν να μας υπενθυμίζουν πως δεν υπάρχει μεγαλύτερο αμάρτημα από τα να μην «περνάμε καλά».

Στο σχήμα αυτό, η κοινωνία της επιβεβλημένης απόλαυσης δεν είναι ταυτόσημη με τον καπιταλισμό εν γένει, αλλά με τον ύστερο καπιταλισμό. Στις αρχικές του φάσεις, επαφιόμενος στην «ηθική της εργασίας» και στην αναστολή/αναβολή της ικανοποίησης [delayed gratification], «ο καπιταλισμός βασίστηκε και αναπαρήγαγε τη δική του μορφή απαγόρευσης» (McGowan 2004: 31). Με απλά λόγια, ο πρώιμος καπιταλισμός εμπόδισε ή ανέστειλε την απόλαυση στον ίδιο βαθμό με πολλές παραδοσιακές κοινωνίες (McGowan 2004: 31). Η κλασική αστική στάση – που χαρακτηρίζει και μεγάλο μέρος της αστικής πολιτικής οικονομίας – βασίστηκε αρχικά στην «αναστολή των απολαύσεων, στην υπομονετική αυτοσυγκράτηση με απώτερο σκοπό την πρόσκτηση μιας μελλοντικής συμπληρωματικής απόλαυσης. Συσώρευση προς χάριν της συσώρευσης, παραγωγή προς χάριν της παραγωγής» (Goux 1990: 203-4). Πρόκειται για το πρώτο πνεύμα του καπιταλισμού – με την βεμπεριανή έννοια του όρου, όπου το «πνεύμα» σημαίνει μια ιδιαίτερη μορφή υποχρεώσης και οριοθετεί ένα διακριτό ηθικό πρότυπο, έναν τύπο κατηγορικής προστακτικής (Weber 2006: 45, 267). Ειδικότερα, όπως μας λέει ο Μαξ Βέμπερ, το πνεύμα αυτό συνδέθηκε με μια αίσθηση του εργασιακού καθήκοντος βασισμένη σε μια μορφή εξορθολογισμένου ασκητισμού – εκκοσμικευμένη εκδοχή του προτεσταντικού ασκητισμού – και στην συνακόλουθη ανάδειξη της απόλαυσης σε ταμπού, την καταδίκη της επιδεικτικής κατανάλωσης και της πολυτέλειας (Weber 2006: 149).

Για να δώσουμε και ένα σχετικό παράδειγμα, ένα από τα κομβικά σημεία αυτού του ηθικού και πολιτισμικού πλαισίου υπήρξε φυσικά η ιδέα της «αποταμίευσης»: «Μέσα από την εδραίωση μιας ηθικής της αποταμίευσης μεταβιβάστηκαν, σε μεγάλο βαθμό, και οι αξίες του αυτοελέγχου, της αυτοσυγκράτησης, της μετριοπάθειας, της σκληρής δουλειάς, της κανονικότητας, της επιμονής και της σταθερότητας που προωθούσαν οι εταιρείες» (Boltanski και Chiapello 2005: 152). Σε χώρες της ημι-περιφέρειας όπως η Ελλάδα αυτή η ιδέα της αποταμίευσης συνέχισε να διατηρεί την αίγλη της ακόμα και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές της δεκαετίας του 1970: πολλοί από τους αναγνώστες θα θυμούνται ίσως τις αντίστοιχες σχολικές εκθέσεις που είμασταν αναγκασμένοι να γράφουμε στο δημοτικό, όπως και τον ετήσιο εορτασμό της ημέρας της αποταμίευσης. Όλα αυτά σταμάτησαν κάπου εκεί, σηματοδοτώντας το πέρασμα σε αυτό που ονομάσαμε «κοινωνία της επιβεβλημένης απόλαυσης», το πέρασμα – με τα λόγια του Ζαν Μποντριγιάρ – από ένα ασκητικό μοντέλο ηθικού βίου οργανωμένο γύρω από την θυσία, την απαγόρευση και την αποταμίευση, στην ηθική ηγεμονία της απόλαυσης: «το status ενός ολόκληρου πολιτισμού μεταβάλλεται μαζί με τον τρόπο που παρουσιάζονται και γίνονται αντικείμενα απόλαυσης τα καθημερινά του αντικείμενα ... Ο ασκητικός τρόπος της συσώρευσης που είχε τις ρίζες του στην θυσία ... υπήρξε το θεμέλιο ενός ολόκληρου πολιτισμού της τσιγκουνιάς που έζησε την δική του ηρωική περίοδο» (Baudrillard 1996: 172), πριν παραχωρήσει τη θέση του στον καταναλωτικό ηδονισμό της κοινωνίας της επιβεβλημένης απόλαυσης, στο δεύτερο πνεύμα του καπιταλισμού, για να δανειστούμε την ορολογία των Boltanski και Chiapello.

Είναι τόσο διάχυτα τα επακόλουθα αυτής της αλλαγής, τόσο εύκολα ψηλαφητά τα αποτυπώματά της στον κοινωνικό ιστό και την ατομική συμπεριφορά, που λίγοι θα αμφισβητούσαν την σημασία της. Ωστόσο, παραμένουν ακόμα σκοτεινές αρκετές διαστάσεις της και είναι απαραίτητο να επιχειρήσουμε τον κριτικό φωτισμό τους. Οι διαστάσεις αυτές αφορούν το οιονεί απελευθερωτικό περιεχόμενο του περάσματος από απαγόρευση σε απόλαυση, την ιστορική πλαισίωσή του, και την δυνατότητα κριτικής υπέρβασης. Ας τις εξετάσουμε συνοπτικά στη διαπλοκή τους.

Απαγόρευση/Υπαγόρευση: δύο μορφές της κυριαρχίας

Είναι βέβαιο ότι η καταναλωτική κοινωνία αυτο-κατανοείται ιδεολογικά ως μια κοινωνία «απελευθερωμένη», ως μια κοινωνία που έχει ξεφύγει από το καταπιεστικό μοτίβο της απαγόρευσης και επιτρέπει στα άτομα την απρόσκοπτη επιδίωξη της ατομικής τους απόλαυσης. Στο σημείο, όμως, αυτό οφείλουμε να αποσαφηνίσουμε ορισμένα στοιχεία που συνήθως απωθούνται. Καταρχάς, το γεγονός ότι το κυνήγι της (ιδιωτικής, καταναλωτικής) απόλαυσης τίθεται στο επίκεντρο του κοινωνικού δεσμού, δεν σημαίνει ότι εμείς, οι πολίτες των σημερινών δυτικών κοινωνιών, απολαμβάνουμε πιο πολύ από ότι άλλοτε. Λίγο πολύ όλοι γνωρίζουμε πως παίζεται το παιχνίδι της κατανάλωσης: η φαντασίωση μιας απόλυτης, τελικής απόλαυσης κινητοποιεί την επιθυμία μας για αγορές, αλλά μόλις έρχεται στην κατοχή μας το αντικείμενο-αίτιο της επιθυμίας μας, το επίκεντρο της φαντασίωσης μας – π.χ. ένα καινούργιο αυτοκίνητο – την προσδοκία και την στιγμίαια ευωχία διαδέχεται η δυσαρέσκεια. Όπως το θέτει ο Λακάν στο σεμινάριό του Encore, «Δεν είναι αυτό! Αυτή είναι η ίδια η κραυγή μέσω της οποίας η απόλαυση (jouissance) που λαμβάνουμε διαφοροποιείται από την απόλαυση που περιμέναμε» (Λακάν 1998: 111).

Με κάθε εμπειρία απογοήτευσης αυτού του είδους, μια έλλειψη επανεγγράφεται στο υποκείμενο. Όσο για την πλήρη ικανοποίηση της επιθυμίας, αυτή αναβάλλεται από λόγο σε λόγο, από διαφήμιση σε διαφήμιση, από φαντασίωση σε φαντασίωση, από προϊόν σε προϊόν. Είναι μάλιστα αυτή η συνεχής, άπληστη και ακόρεστη μετάθεση πού συνιστά την ουσία του καταναλωτισμού. Με άλλα λόγια, η απόλαυση είναι μεν επιβεβλημένη, αλλά κάθε άλλο παρά εξασφαλισμένη. Ποτέ δεν βιώνουμε την διηνεκή πληρότητα που μας λείπει, παρά μόνον στιγμίαιες εμπειρίες μερικής απόλαυσης. Παραδόξως, όμως, η αδυναμία τελικής ικανοποίησης της επιθυμίας δεν θέτει σε αμφισβήτηση την πολιτισμική ηγεμονία του καταναλωτισμού και της διαφήμισης στον ύστερο καπιταλισμό. Εξάλλου, όπως το θέτει συνήθως ο Σλάβοϊ Ζίζεκ, σκοπός της φαντασίωσης δεν είναι ποτέ να ικανοποιήσει πλήρως την επιθυμία• κάτι που είναι, έτσι κι αλλιώς, αδύνατον. Αρκεί η συγκρότηση και υποστήριξη της ως τέτοιας: μέσα από την φαντασίωση «μαθαίνουμε» πώς να επιθυμούμε. Έτσι, η αδυναμία επίτευξης κάθε τελικής ικανοποίησης δεν «σκοτώνει» την επιθυμία, αλλά, αντιθέτως, εγκαινιάζει μια «κυκλική αναζήτηση» (Andersen 1995: 90) που αναπαράγει τις ηγεμονικές φαντασιώσεις. Οι συνεχείς απογοητεύσεις και ματαιώσεις, σε συνδυασμό με τις μικρές, μερικές απολαύσεις που βιώνουμε, τελικά ενδυναμώνουν την επιθυμία αναπροσανατολίζοντας διαρκώς το αντικείμενο της.

Ο Albert Hirschman έχει πολύ δίκιο όταν συμπεραίνει πως ο κόσμος που προσπαθούμε να κατανοήσουμε, ο κόσμος στον οποίο ζούμε, «είναι ένας κόσμος στον οποίον οι άνθρωποι νομίζουν ότι θέλουν κάτι, αλλά μόλις το αποκτούν συνειδητοποιούν με δυσφορία ότι δεν το θέλουν τελικά όσο νόμιζαν ή ότι δεν το θέλουν και καθόλου, και ότι κάτι άλλο, που δεν τους ήταν καθόλου συνειδητό, είναι εκείνο που πραγματικά θέλουν» (Hirschman 2002: 21). Τόσο ο Spinoza όσο και ο Immanuel Kant είχαν επίγνωση αυτής της συστατικής διαλεκτικής. Όχι μόνο της πλαστικότητας και των αντιφάσεων του ανθρώπινου επιθυμείν (Spinoza 1993: 126), αλλά και της ίδιας της έλλειψης που είναι εγγεγραμμένη στον πυρήνα του: «Δώσε σε έναν άνθρωπο όλα όσα επιθυμεί και την ίδια στιγμή θα αισθανθεί ότι αυτό το όλα δεν είναι όλα» (Kant στο Hirschman 2002: 11). Το ίδιο και ο Πασκάλ (και, στο σημείο αυτό, αντλώ από πρόσφατο κείμενο του Γεράσιμου Βώκου): «Μόλις οι άνθρωποι που επιθυμούν και κυνηγούν ένα πράγμα το κατακτήσουν μένουν σαν αποσβολωμένοι, η ευτυχία τους διαρκεί για πολύ λίγο, και μεταβάλλεται, σχεδόν την άλλη μέρα σε ανία, η οποία βρίσκεται πολύ κοντά στην αηδία ... αυτός που είχε εναποθέσει την ευτυχία του στον πλούτο τώρα που έγινε πλούσιος δεν θα ησυχάσει ποτέ γιατί θέλει περισσότερα. Ο άλλος που ονειρεύεται αξιώματα, καταξιωμένος δεν ηρεμεί, γιατί θέλει να γίνει βασιλιάς και βλέπουμε ...» (Βώκος 2005). Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η μετωνυμική υπόσταση της επιθυμίας, το έναυσμα της καταναλωτικής λογικής, αναγνωρίζεται πλέον από στοχαστές τόσο διαφορετικούς όσο ο Guy Debord (2000) και ο Richard Sennet (2008).

Αρχίζει έτσι να διαφαίνεται σιγά σιγά και η απώτερη κυριαρχική λειτουργία της καταναλωτικής προστακτικής. Είδαμε ότι η καταναλωτική «κοινωνία της επιβεβλημένης απόλαυσης» δεν απελευθερώνει στην πράξη την επιθυμία, ούτε επιτρέπει την πλήρη ικανοποίησή της όπως μας υπόσχεται ο διαφημιστικός λόγος. Στην πραγματικότητα, η αναπαραγωγή της εδράζεται, σε μεγάλο βαθμό, στο κάλεσμα του καθήκοντος, αν και πρόκειται για ένα καθήκον πολύ διαφορετικό από εκείνο των παραδοσιακών ή πρώιμων νεωτερικών κοινωνιών: «το καθήκον μετασχηματίζεται σε ένα καθήκον να απολαμβάνουμε, που δεν είναι παρά η εντολή του υπερεγώ» (McGowan 2004: 34). Μήπως τελικά η φαινομενικά αθώα και καλοήθης πρόσκληση για κατανάλωση – όπως στο διαφημιστικό κάλεσμα «Απολαύστε Coca-Cola!» – εμπεριέχει την βιαιότητα μιας αδιαπραγμάτευτης εντολής; Ο Lacan υπήρξε ο πρώτος που ανέδειξε το παράδοξο αυτό υβρίδιο όταν συνέδεσε το κάλεσμα «Απόλαυσε!» με την ελεγκτική λειτουργία του υπερεγώ: «Το υπερεγώ είναι η προστακτική της απόλαυσης [jouissance]– Απόλαυσε!» (Lacan 1998: 3). Ήταν ο πρώτος που ανίχνευσε στο αθώο αυτό κάλεσμα την αδιάψευστη σφραγίδα της εξουσίας και της κυριαρχίας. Μιας εξουσίας και μιας κυριαρχίας που δεν δεσμεύουν μέσω της καταστολής και τις περιστολής των δυνατοτήτων μας, αλλά μέσω της φαινομενικής, απατηλής διεύρυνσης των όρων της ελευθερίας μας. Μιας εξουσίας και μιας κυριαρχίας που δεν λειτουργούν με την απαγόρευση, αλλά με την υπαγόρευση.

Υπό την έννοια αυτή, ο Λακάν και ο μετα-λακανικός στοχασμός μάς προσφέρουν μιαν αποκαλυπτική θέαση εκείνου που έχει αποκληθεί «παράδοξο της κατανάλωσης»: ενώ ο καταναλωτισμός μοιάζει αρχικά να διευρύνει τις δυνατότητές μας, τις επιλογές και τις εμπειρίες μας ως άτομα, την ίδια στιγμή μάς κατευθύνει σε προκαθορισμένα κανάλια συμπεριφοράς και, επομένως, «τελικά όσο διευρύνει, άλλο τόσο περιορίζει» (Miles 1998: 147). Ήδη από το 1968, ο Ζαν Μποντριγιάρ είχε συλλάβει αυτήν την ηθική δυναμική της «υποχρέωσης να αγοράσουμε», ενώ πρόσφατες έρευνες της κατανάλωσης αποκαλύπτουν όλο και διαυγέστερα την «αναγκαστική/βιασμένη επιλογή» που ενέχει ο καταναλωτισμός: «Σήμερα η διερεύνηση της ατομικής ταυτότητας μέσω της κατανάλωσης έχει καταστεί ένα είδος καθήκοντος» (Daunton και Hilton 2001: 31). Γι αυτό, εξάλλου, εκείνος που δεν είναι σε θέση να καταναλώσει ή, εν πάσει περιπτώσει, να καταναλώσει όπως αναμένει κανείς από ανθρώπους της κοινωνικής του τάξης και του βιωτικού του επιπέδου, αισθάνεται συνήθως ντροπή και ενοχή και κάνει ότι μπορεί για να μην βιώσει το κόστος αυτής της αδυναμίας – προτιμά, π.χ., να υπερχρεωθεί. Εδώ έγκειται, λοιπόν, ο θρίαμβος της διαφημιστικής κουλτούρας, όπως προφητικά το είχαν διαγνώσει οι Adorno και Horkheimer: «οι καταναλωτές αισθάνονται υποχρεωμένοι να αγοράσουν και να χρησιμοποιήσουν τα διαφημιζόμενα προϊόντα, ακόμα και όταν δεν ξεγελιούνται από αυτά» (Adorno και Horkheimer 1997: 167).


........................................................................................................





Hiç yorum yok:

Yorum Gönder