21 Ocak 2015 Çarşamba

απο την ελευθερια στην αναγκαιοτητα απο την Υπάρξη στο θαύμα (παλιο μου σχολιο)

10/11/2011 στις 12:08 πμ
φαντάσου μια πέτρα που την πετάμε ψηλά. και φυσικά….. κάποτε θα πέσει
1.η
στην πρώτη περίπτωση …Η ..πέτρα αποκτά ξαφνικά συνείδηση: -Πω Πω .! Είμαι ..Ελεύθερη.. !
Εγώ Αποφασίζω.!έχω την ελεύθερη βούληση να πετάξω. Και.πέφτει.
2η. Γνωρίζω την ..αναγκαιότητα. Υποτάσσω τα πάθη μου στη λογική. Γνωρίζω τις κινητήριες δυνάμεις της..ιστορίας . Κάποιο χέρι με πέταξε.Όπου να ναι πέφτω . Είμαι ..........ελεύθερη!
—————————————–
πες μου τώρα ποια σε ποια από τιςδυο περιπτώσεις η πέτρα είναι πιο ελεύθερη


φυσικά είναι ψευδοδιλημμα 
Και είναι ψευδοδίλημμα γιατί η πορεία της ..πέτρας είναι προδιαγραμμένη.
Η πέτρα θα πέσει και- αν είναι ..εύθραυστη- θα γίνει-ούτως η άλλως -χίλια κομμάτια.
και στην πρώτη περίπτωση (-που πιστεύει ότι έχει ..Ελευθερία βούλησης- ..και στη δεύτερη -που έχει γνώση της αναγκαιότητας και Ελευθερία χαρη σε αυτή τη γνώση- ”
η πραγματική ελεύθερα για την πέτρα θα ήταν να χρησιμοποιούσε την γνώση της ..αναγκαιότητας για να ..τροποποιήσει την ..αναγκαιότητα κανοντας την ..δυνατοτητα…ενδεχομενικοτητα.: να αλλάξει πορεία , να κάνει ..γκέλ η να ..αιωρείται.
Αυτό στην περίπτωση της πέτρας θα λεγόταν : Θαύμα.
Στην περίπτωση του Ανθρώπου θα Λεγόταν : Ύπαρξη.

η έστω ένα άλλο Υπερπέραν



άφησε το εαυτό να ξεχυθεί
στην Πολυθρόνα
από την οροφή ένα Νυχτοπούλι κρέμεται
Ανάποδα
Θυμήθηκε
πως υπήρχε μια άλλη ζωή
η έστω ένα άλλο Υπερπέραν
από τούτο δω το ψεύτικο
από αυτήν την Μίζερη σας Φαντασίωση
από τον φτηνό και Κιτς Υπερρεαλισμό σας

ο καταναγκασμός της Ευτυχίας

 Η ιδέα της ευτυχίας ως ύψιστος στόχος για την κοινωνία και το άτομο εμφανίζεται περί τον 18ο αιώνα .Το να θεωρούμε ότι σε θρησκείες η ιδέα του παραδείσου , της Νιρβάνας κλπ αντιστοιχεί στην νεωτερική ιδέα της ευτυχίας είναι απλούστατα ΑΝΑΧΡΟΝΙΣΜΌΣ

Μπορούμε να διεκδικούμε ένα καλύτερο μέλλον χωρίς να πιστεύουμε ντε και καλά ότι θα επέλθει η εγκόσμια Ευτυχία( υπάρχει και ο καταναγκασμός της Ευτυχίας.....που κάνει την δυστυχία πιο ανυπόφορη) όπως και μπορούμε να πολεμούμε το -όποιο-κακό χωρίς να νοσταλγούμε έναν δήθεν Παράδεισο.. 

20 Ocak 2015 Salı

Βασίλης Καραποστόλης,Η μόνη ευχή: ν’ αγαπήσουμε τώρα το απρόβλεπτο/αναδημ. απο το ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ/Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 7-1-2012



Βασίλης Καραποστόλης,Η μόνη ευχή: ν’ αγαπήσουμε τώρα το απρόβλεπτο


Τα προμηνύματα της κρίσης υπήρχαν εδώ και πολλά χρόνια
Του Βασίλη Καραποστόλη*
Είναι κακομοιριά να τρομάζει κανείς υπερβολικά με το άγνωστο. Και όμως, αυτό συμβαίνει σήμερα. Η άφιξη του νέου χρόνου βρίσκει την ανθρωπότητα ζαρωμένη σε μια γωνιά να παρακολουθεί με δέος τα κύματα του χρόνου που έρχονται καταπάνω της. Ο κόσμος φοβάται αυτό που γεννιέται, αντί να το χαιρετίζει ανυπόμονα. Είναι γιατί μέσα στο καινούργιο κυριάρχησε το απρόβλεπτο. Τα γεγονότα ξέσπασαν ξαφνικά και απροειδοποίητα, είναι αλήθεια αυτό.
Ηρθε η κρίση, ήρθε η αναστάτωση, όλα αυτά που κάνουν τους πάντες να ομολογούν: «Δεν το περιμέναμε». Μα τι να περιμένουν; Κανείς δεν περίμενε τίποτε, πολύ καιρό πριν ενσκήψει η κρίση. Δεν υπήρχαν ούτε αναμονή ούτε προσμονή ούτε πρόβλεψη. Η ίδια η έννοια της πρόβλεψης είχε ήδη υπονομευτεί στις δυτικές κοινωνίες. Μέχρι πριν από μισό αιώνα με βάση κάποιους υπολογισμούς οι άνθρωποι ήταν σε θέση να πιθανολογήσουν το τι θα συμβεί τους επόμενους μήνες, τα επόμενα χρόνια. Οι εκτιμήσεις αυτές τους βοηθούσαν να χαράξουν την πορεία τους, όπως τους βοηθούσε επίσης και το σώμα τους, ο οργανισμός τους με τις φυσικές του ιδιότητες. Τα μάτια, τα χέρια, κάθε όργανο, είχαν τη δυνατότητα να προσαρμοστούν αυτομάτως σε πολλά απρόοπτα. Οταν έρχεται μια δυνατή ριπή ανέμου, τα βλέφαρα κατεβαίνουν και το μάτι μισοκλείνει αμέσως για να εμποδίσει να μπουν η σκόνη και τα σκουπιδάκια. Για πολύ μεγάλο διάστημα το απρόβλεπτο αντιμετωπιζόταν με τα ανακλαστικά των ανθρώπων, με τους θεσμούς τους, με τους νόμους και τα συμβόλαια. Ωσπου αυτή η περίοδος της φυσικής προσαρμοστικότητας έληξε βίαια. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Δύση δεν έκανε άλλο παρά να παράγει, χωρίς να συνειδητοποιεί, αυτό που θα την εξέπληττε κάποτε δυσάρεστα. Κατασκευάζονταν αντικείμενα και μηχανήματα προορισμένα να εντυπωσιάσουν, να συνεπάρουν, να αιχμαλωτίσουν, να ανατρέψουν συνήθειες, να καταργήσουν κεκτημένους ρυθμούς, να δείξουν με δυο λόγια στον άνθρωπο-δημιουργό τους ότι είναι αντίγραφα της πιο εκπληκτικής, της πιο αστάθμητης πλευράς του πνεύματός του. Το αυτοκίνητο έπρεπε να τρέχει γρηγορότερα, όπως και οι σκέψεις, οι εικόνες στις οθόνες να εναλλάσσονται απότομα, όπως οι εντυπώσεις, οι πόρτες ν’ ανοίγουν μόνες τους και χωρίς θόρυβο, όπως σε κάποια όνειρα. Μπροστά στα κατορθώματά του ο κατασκευαστής έμενε άναυδος. Η δική του αστάθεια, η δική του μεταβλητότητα, όλα τα καπρίτσια της διάνοιας και της φαντασίας του είχαν μεταφερθεί στα αντικείμενα που επρόκειτο να χρησιμοποιήσει. Μοιραία τα δημιουργήματά του θα τον αιφνιδίαζαν. Γιατί το πνεύμα μας μαζί με το εκπληκτικό περιέχει και το παράλογο, και θα ’πρεπε να ήμασταν έτοιμοι, αφού το αποφασίσαμε, να αποδεχθούμε ακόμη κι αυτό: να μην καταλαβαίνουμε καλά το πώς αντί του άλφα είναι ενδεχόμενο να προκύψει το βήτα.
Η κρίση είναι μια τέτοια κολοσσιαία διάψευση. Την προετοίμασε μέσα στον πολιτισμό μας η αντικατάσταση της πρόνοιας από την καινοτομία που έγινε αυτοσκοπός και που κατέληξε να προκαλεί περισσότερες νευρικές εντάσεις παρά περιέργειες. Το θελήσαμε όμως να μείνουμε εμβρόντητοι. Το ζητήσαμε να μαγευτούμε από το ανεξέλεγκτο. Λόγω της ανίας της η Δύση -αφού πλέον είχε ξεφύγει από τα βάσανα- νόμιζε ότι θα διασκέδαζε με το να παίξει ακόμη ένα παιγνίδι, με το άυλο χρήμα αυτή τη φορά. Το άυλο την ξεγέλασε. Αλλά όταν παίζει κανείς με τα άυλα, είναι σαν να παίζει με τα φαντάσματα. Και δεν δικαιούται τότε να λέει ότι τον παραπλάνησαν τα φαντάσματα, γιατί τα τελευταία είναι για να κάνουν αυτό ακριβώς.
Προς τι λοιπόν το παράπονο; Ο κόσμος μας επεθύμησε το καινούργιο υπό τον όρο ότι δεν θα περιείχε το απρόβλεπτο. Ηταν παράλογο αυτό, και κάτι χειρότερο: αφύσικο. Ετσι το πλήγμα ήρθε αναπόφευκτα. Πρέπει να το σκεφτούμε ξανά αυτό, πρέπει να χωνέψουμε την αποτυχία μας. Προβάλλει μήπως το αίτημα ενός νέου φαταλισμού; Οχι αναγκαστικά. Σε κάποιους ίσως ριζώσει, πράγματι, ένα αίσθημα ταπεινωμένης υποταγής σε όσα γίνονται ερήμην τους. Για κάποιους άλλους όμως μπορεί να έχει ακόμη ένα νόημα να επαναπροσανατολιστούν χωρίς αυταπάτες. «Το πεπρωμένο οδηγεί όποιον βούλεται, και όποιον δεν βούλεται, τον σέρνει», είχε πει ο υπομονετικός Σενέκας.
Ας αρνηθούμε λοιπόν να συρθούμε από τα πράγματα κι ας προσπαθήσουμε να πορευτούμε μέσα σ’ αυτό που μοιάζει να συντελείται τυχαία, από τους ανταγωνισμούς, την τρέλα του κέρδους, τη μανία της εξουσίας, την παγκόσμια ανικανότητα για σύναψη συμφωνιών. Η μόνη θεραπεία για το απρόβλεπτο είναι η τήρηση των υποσχέσεων. Κι αυτή η υποχρέωση καταργήθηκε διεθνώς, γελοιοποιήθηκε. Δεν μένει άλλο, επομένως, εκτός από το να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι υπάρχει το εντελώς αναπάντεχο. Το περιέχουν τα πράγματα και οι καταστάσεις, το φέρει όμως και ο ίδιος ο άνθρωπος. Κάθε φορά που γεννιέται ένα ανθρώπινο πλάσμα, έρχεται στον κόσμο και η δυνατότητα να συμβεί το οτιδήποτε. Η γέννηση είναι ένα μοναδικό συμβάν κι ανάλογα μοναδική μπορεί να είναι και η δράση καθενός. Μπορούμε να ξαναγεννήσουμε τον εαυτό μας, να ξαναγίνουμε δραστήριοι είτε από απελπισία είτε από πείσμα είτε επειδή νιώθουμε πως αυτό είναι το μόνο γόητρο για έναν θνητό. Εύχομαι να ισχύσει το τελευταίο.
* Ο κ. Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Αραγε πώς υφαινεται τ’ ανθρωπου η ευτυχία

Άραγε πώς υφαίνεται τ’ ανθρώπου η ευτυχία
μη ταχα με συναίσθημα ,μη ταχα με μαγεία;
η μήπως με ψυχρό το φως του ορθολογισμού;
Η κείνο του Λουκρήτιου και του Ηδονισμού;

Μη τάχα ειν’ οι ηδονές που φέρνουν Ευτυχία;
Η μήπως καταλήγουνε σε κόρον και ανία
Κι αν ισως , καταφύγουμε στην χριστιανών αγάπη
Κι αυτή ,δεν είναι πρόσχημα ,για άλλη μιαν απάτη ;

Η μήπως να προσφύγουμε στην Ιδεολογία
σε κάθε μια μαρξίζουσα η άλλη ουτοπία
ομού δια να παλέψουμε, να βάλουμε τελεία
στην κάθε εκμετάλλευσή και κάθε αδικία

Γι αυτά δεν μας εδιδαξε ,όμως η Ιστορία;
πώς κάθε κόσμο τέλειο και κάθε ουτοπία
πως κάθε όνειρο καλό σ’ εφιάλτη καταλήγει
κι η ουτοπία τελικά μες τα συντρίμμια λήγει;

σε τι άραγε έγκειται του κόσμου η ευτυχία;
μη να πλουταίνεις το μυαλό ,να κυνηγάς σοφία
μα κι αυτή ,εν τελικώς, σε μια αλαζονεία
σ’ ένα στραμπούληγμα του νου δεν οδηγεί;στην ακηδία



Και στην, σοφού, διαδρομή δεν χάνεις την ουσία
όλες τις γεύσεις της ζωής και την χαρά ,στην απουσία
δεν οδηγείς τον εαυτόν και στην ανηδονία…;

Από την άλλη
μες της βλακείας το πλαστό πιθάρι
όταν μένεις χωμένος ,ως ανθρώπινο γομάρι
δήθεν ευτυχής
δεν, μήπως, χάνεις
τις απολαύσεις τ΄ουρανού τη σκέψη ,την φιλοσοφία
χαμένος μες τη γκρίζα σου μονοτονία;

που τάχα βρίσκεται η ευτυχία…
η μήπως είναι στο παρών ;
καθώς μυρίζεσαι το ον ,που γύρω περιρρέει
και σαν ποτάμι ρέει,
και συ ωσάν πλεούμενο που πλέει
ν’ ακολουθείς τον ρουν του ποταμού ;

Μακάρι να τανε τόσο απλό
Φοβάμαι , έχουμε δίλημμα διπλό (ή πολλαπλό)
Γι αυτό κιεγώ
από το δίλημμα αυτό αποχωρώ ταχέως
Καλό (μου) ταξίδι
……………………………………

Κι αυτής της ευχαρίστησης ποια είναι ι η αρχή
Δεν είναι μήπως πλανερή η κάθε ηδονή;
Δεν ειν’ η ευχαρίστηση που τόσο μας πληγώνει;
Όταν για ψύλλου πήδημα το αίμα μας παγώνει
Όταν για κάθε ηδονή πληρώνουμε διπλά
Κι η κάθε ευχαρίστηση με πόνο πάλι ορμά ;

Κι αν μήπως το ιδανικό ειν’ η αταραξία
Να προσπερνάς τις ηδονές χωρίς επιθυμία
Και πάλι καιροφυλακτούν, μένουν απωθημενες
Κι ύστερα γιγαντώνονται και πιο καρδαμωμένες


Αν ,μήπως, πάλι κυνηγάς την κάθε επιθυμία
Κι αυτή, σου ορθανοιγεται χωρίς αιδώ καμία

Και φθάνεις εις την πλήρωση και νιώθεις και χορτάτος
Και γουργουρίζεις στη γωνιά σαν νασουν μαύρος γάτος

Και τότε –μες την πλησμονή –δε νιώθεις αδειοσύνη;
Μια γεύση τη κενότητας και μια αγνωμοσύνη ;

Όσο και να το σκέπτομαι δε βρίσκω καμιά λύση
Μου φαίνεται μας κυνηγά η ίδια μας η φύση

Γιαυτό και τώρα προτιμώ να φύγω σε ταξίδι
Παρά να λύσω αίνιγμα που σέρνεται σαν φίδι …

Εκ της πονεμένης ΧελιδΩνος (μ-λ)

Σχόλιο από Νοσφεράτος | Απρίλιος 10, 2008