21 Kasım 2014 Cuma

Χαρακτηριστικά του εθνορομαντικου κριτικού ρεύματος . Aπο το Νικόλας Σεβαστάκης , Κοινότοπη Χώρα , όψεις του Δημόσιου χώρου και αντινομίες άξιων στη σημερινή Ελλάδα , Σαββαλας, Αθηνα 2004

Χαρακτηριστικά του εθνορομαντικου κριτικού ρεύματος :
  1. Το ελληνικό πρόβλημα είναι θεμελιωδώς  πρόβλημα πολιτισμού δηλαδή αξακών και οντολογικών  προϋποθέσεων  της συλλογικής  ζωής και της προσωπικής άξιας . Κάθε άλλη διάσταση , πολιτική, ταξική κ.λ.π θεωρείται υποδεέστερης  σημασίας  από την παρέμβαση στο επίπεδο του πολιτισμού
  2.  Το ελληνικό  πρόβλημα αφορά  τις εθνικές  πληγές  η τραγωδίες του ελληνισμού , την περιπέτεια της αυτοσυνειδησίας των ελλήνων που υπέστη συστηματικούς βιασμούς από διάφορα μεταπρατικά συστήματα  ιδεολογικών  αναπαραστάσεων  και θεσμικών  κατασκευών . Ετσι πρέπει  να απορριφθούν  τα αναλυτικά εργαλεία  των κοινωνικών  επιστημών , τα οποία επηρεάζονται από τον ιστορικό  υλισμό  και εν γένει από τις αλλότριες» επιστημολογίες
  3. Επείγει ,ετσι και εδώ  η έκκληση σε μια νέα λαϊκότητα ,αυθεντικά αντιπολιτική ΄δίχως δηλαδή ιδεολογικές δεσμεύσεις  σε επείσακτα και αλλότρια συστήματα σκέψης ΄και ικανή να εμπνεύσει  νέες ποιότητες  αυτονομίας του ελληνισμού λαικότητ αυτή οφείλει  να αφήσει  πίσω της τα σχίσματα του  παρελθόντος (Αριστερά και Δεξιά , πρόοδος ΄συντήρηση ,σοσιαλισμός΄φιλελευθερισμός κ.λ.π  και να συγκροτηθεί ως προσδοκία νέων πολιτικών – πολιτισμικών ρευμάτων Νικόλας Σεβαστάκης , Κοινότοπη Χώρα , όψεις  του Δημόσιου  χώρου  και αντινομίες  άξιων  στη  σημερινή Ελλάδα , Σαββαλας,  Αθηνα 2004)


Φυλακές,Ασυλα ----Φουκώ ,Γκοφμαν


1. Φυλακές

Ο Μισέλ Φουκώ:



(Επιτηρηση και Τιμωρία) εξετάζει τις αλλαγές στα ποινικά συστήματα, τη «μικρο-φυσική της εξουσίας», τη μετάβαση από τη δημόσια εκτέλεση της κλασσικής εποχής στο ημερολόγιο της σύγχρονης φυλακής, από τη σωματική τιμωρία στην τιμωρία της ψυχής. Οι στρατηγικές της συμμόρφωσης στη φυλακή έγιναν το μοντέλο ολόκληρης της κοινωνικής οργάνωσης: κατηγοριοποίηση, ιεραρχία, κανόνες, πειθαρχία και κοινωνικός έλεγχος.


''ΕΠΙΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ. Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΦΥΛΑΚΗΣ



Σ' αυτό το μεγάλο έργο του, ο Μισέλ Φουκώ εξετάζει αρχικά τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε η μετάβαση από τους παλαιότερους τρόπους τιμωρίας, με θανάτωση ή σωματικές ποινές, με φυλακή. Σ' ένα άλλο επίπεδο γενικότερου πολιτικού προβληματισμού το έργο επιχειρεί ν' απαντήσει στο ερώτημα γύρω από τους λόγους για την τόσο ραγδαία εξάπλωση του θεσμού της φυλακής στη νεότερη ιστορία, έστω και αν από τα πρώτα χρόνια εφαρμογής του ο θεσμός είχε παρουσιάσει ενδογενείς αδυναμίες στην εκπλήρωση της "αναμορφωτικής" του αποστολής. Η ερμηνεία που δίνει ο Φουκώ στο φαινόμενο αυτό σχετίζεται με τις γενικότερες συνθήκες που επικράτησαν στις δυτικές κοινωνίες, ιδίως μετά τη Γαλλική Επανάσταση του 1789, και που οδήγησαν στη βαθμιαία μετάβαση από την τιμωρία στη επιτήρηση. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνταν ήδη παλαιότερα στα μοναστήρια, στο στρατό και στα εργαστήρια για την επίτευξη της πειθαρχίας, γνωρίζουν κατά την περίοδο αυτή μια ευρύτατη διάδ οση ..''



ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗΣ
ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΙΣΕΛ ΦΟΥΚΩ*
του Νέστορα Ε. Κουράκη



αποσπασμα
''Ο Μισέλ Φουκώ πέθανε πρόωρα και απροσδόκητα τον Ιούνιο του 1984, σε ηλικία μόλις 55 ετών, και ενώ βρισκόταν για μια ακόμη φορά στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος: Είχαν μόλις κυκλοφορήσει ο δεύτερος και ο τρίτος τόμος τού μνημειώδους έργου του Ιστορία της σεξουαλικότητας. Πτυχιούχος της φιλοσοφίας (1948) και της ψυχολογίας (1950) από την École Normale Supérieure, με δίπλωμα ψυχοπαθολογίας (1952) και με διδακτορική διατριβή γύρω από την «Ιστορία της τρέλας κατά την κλασική εποχή» (1961), ο Φουκώ επεξέτεινε σταδιακά τα ενδιαφέροντα του σ’ ολόκληρο το χώρο των λεγόμενων «ανθρωπιστικών επιστημών» (ιστορία, ψυχολογία, κοινωνιολογία, γλωσσολογία, παιδαγωγική, ιατρική, ψυχιατρική, εγκληματολογία, ανάλυση των λογοτεχνιών και των μυθολογιών, κ.ά.)1 και ιδίως στον τομέα της «Ιστορίας των συστημάτων της σκέψης», που αποτέλεσε από το 1970 και το αντικείμενο διδασκαλίας του στο έγκυρο Collège de France. Έργα του όπως η Γέννηση της κλινικής (1963), Οι λέξεις και τα πράγματα. Μια αρχαιολογία των επιστημών του ανθρώπου (1966), Η αρχαιολογία της γνώσης (1969), Η τάξη του λόγου (1971), η Επιτήρηση και τιμωρία. Γέννηση της φυλακής (1975), και η Ιστορία της σεξουαλικότητας (τ. 1: Η δίψα της γνώσης, 1976· τ. 2: Η χρήση των απολαύσεων, 1984· τ. 3: Η επιμέλεια του εαυτού, 1984), τα περισσότερα από τα οποία έχουν ήδη μεταφρασθεί και στη χώρα μας ''


βλ και

H γέννηση της φυλακής στον Michel Foucault


H γέννηση της φυλακής στον Michel Foucault Συγγραφέας: ανώνυμος (οpyrgos)

H έννοια της εξουσίας που εισήγαγε το έργο του Foucault έθεσε καινούργιες διαστάσεις στην προσπάθεια κατανόησης της νεωτερικότητας. Αν μέχρι τώρα η αντίληψη για τη νεωτερικότητα ήταν μονάχα εκείνη που αναδείκνυε το Λόγο ως το καθοριστικό αξιακό της κριτήριο, με το έργο του Foucault φανερώνεται ότι ο Λόγος ίσως να μην είναι τόσο ουδέτερος όσο ήθελε να παρουσιάζεται. Μέσα από μια ενδελεχή ιστορική έρευνα σε διάφορες τοπικές κοινωνίες, περίγυρους και κοινωνικές καταστάσεις πραγμάτων ο Foucault καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υπάρχει μια στενή σχέση ανάμεσα στο λόγο και την εξουσία. Η φυλακή, το ψυχιατρικό ίδρυμα, το νοσοκομείο, το πανεπιστήμιο, το σχολείο, το ψυχιατρικό γραφείο, όλα αποτελούν παραδείγματα τόπων όπου οικοδομείται μια διάσπαρτη και επιμέρους οργάνωση εξουσίας (David Harvey, 1989:379). Αυτή η εξουσία δεν υπάρχει απλά, αλλά επιδιώκει να οργανωθεί σε διοικητική εξουσία με στόχο την πειθάρχηση. Η πειθαρχική αυτή εξουσία αναλαμβάνει τη ρύθμιση, την επιτήρηση και τη διακυβέρνηση πρώτα του ανθρώπινου είδους ή ολόκληρων πληθυσμών και δευτερευόντως του ατόμου και του σώματος. Οι τόποι της είναι εκείνοι οι νέοι θεσμοί που αναπτύχθηκαν κατά τον 19ο αιώνα και οι οποίοι «αστυνομεύουν» και πειθαναγκάζουν τους σύγχρονους πληθυσμούς - στα εργαστήρια, στα στρατόπεδα, στα σχολεία, στις φυλακές, στα νοσοκομεία, στις κλινικές και ούτω καθεξής. (Hall, 2003:401). Ο στόχος της «πειθαρχικής εξουσίας» είναι να θέσει υπό αυστηρότερο έλεγχο και πειθαρχία «τη ζωή, το θάνατο, τις δραστηριότητες, την εργασία, τις λύπες και τις χαρές του ατόμου», καθώς και την ηθική και ψυχική υγεία του/της, τις σεξουαλικές πρακτικές και την οικογενειακή ζωή. Εξασκεί πάνω τους την εξουσία των διοικητικών καθεστώτων, την ειδημοσύνη του επαγγελματία και τη γνώση που «παρέχεται από τη «μαθητεία» των κοινωνικών επιστημών. Η βασική επιδίωξή της είναι η παραγωγή «ενός ανθρωπίνου όντος που θα μπορεί να αντιμετωπίζεται ως "πειθήνιο σώμα"» (Hall, 2003:424).
Aυτή η θέση του Foucault διατυπώνεται μέσα από την έρευνά του σχετικά με τη γέννηση της φυλακής. Σύμφωνα με τον Foucault η φυλακή αποτελεί προνομιακό χώρο εφαρμογής των «πειθαρχικών μεθόδων» που εξαπλώνεται κατά τον 18ο-19ο αιώνα και σε στρατόπεδα, σχολεία, εργοστάσια κτλ. Μέχρι εκείνη την περίοδο η ποινή που επιβαλλόταν στον κατάδικο ήταν κυρίως σωματικής φύσης και υλοποιούνταν με θανάτωση ή σωματικές ποινές. Από την περίοδο όμως του 18ου-19ου αιώνα αναδιαρθρώνεται ολόκληρη η ρύθμιση της ποινικής τιμωρίας στη Δύση. Πραγματοποιούνται πολυάριθμα μεταρρυθμιστικά σχέδια ενώ καταργούνται παλιά διατάγματα. Εμφανίζονται καινούργιες θεωρίες του νόμου και του εγκλήματος αλλά και ένας καινούργιος ηθικός και πολιτικός τρόπος δικαιολόγησης του ίδιου του εγκλήματος. Με τις γενικότερες συνθήκες που επικράτησαν στις δυτικές κοινωνίες, ιδίως μετά τη Γαλλική Επανάσταση του 1789, πραγματοποιήθηκε η μετάβαση από τους παλαιότερους τρόπους τιμωρίας, με σωματική τιμωρία, στο σύγχρονο τρόπο τιμωρίας, με φυλάκιση. Σύμφωνα με τον Foucault αυτή η μεταρρύθμιση δεν οφείλεται τόσο στον ανθρωπισμό των διαφωτιστών μεταρρυθμιστών της εποχής, όσο με τις πολιτισμικές και πολιτικές αλλαγές που σχετίζονταν με την αντικατάσταση της μεσαιωνικής απόλυτης μοναρχίας από το σύγχρονο φιλελεύθερο καπιταλισμό.
Η τιμωρία τείνει πλέον προς μια πιο συγκαλυμμένη πλευρά της ποινικής διαδικασίας η οποία θα επιβάλλεται στο εξής μέσα σε περιορισμένους χώρους. Η φυλακή δεν έχει επαφή με το εξωτερικό, ούτε κενό· δεν διακόπτεται, παρά μονάχα όταν το έργο της έχει ολότελα εκπληρωθεί· αδιάλειπτη πρέπει να είναι η επιβολή της πάνω στο άτομο: ακατάπαυστη πειθαρχία. (Φουκώ, 2005:309). Αυτή η εξέλιξη επιφέρει πολλές συνέπειες: εγκαταλείπει το πεδίο της σχεδόν καθημερινής αντίληψης για να εισχωρήσει στην περιοχή της αφηρημένης συνείδησης· η αποτελεσματικότητά της αναζητείται στο μοιραίο της και όχι στη θεαματική της ένταση ως αποτρεπτική πρόκληση· ο υποδειγματικός μηχανισμός της τιμωρίας αλλάζει τώρα τα γρανάζια του. Όσο κι αν σκοτώνει, κι αυτή, όσο κι αν σκληρά τιμωρεί, αυτό δεν αποτελεί πια εξύμνηση της Υπέρτατης Εξουσίας προσωποποιημένης στο βασιλιά ή το μονάρχη· είναι ένα στοιχείο της, που είναι αναγκασμένη να το ανέχεται, αλλά που δύσκολα μπορεί να το προβάλλει. Σύμφωνα με τον Foucault, όσο η Υπέρτατη Εξουσία, προσωποποιημένη στο βασιλιά ή το μονάρχη, παρέμενε το κεντρικό πρόσωπο σε ολόκληρο το νομικό οικοδόμημα της Δύσης, η τιμωρητική αντίστοιχα "γυρνούσε" γύρω απ' αυτόν. Όταν οι κοινωνικές, πολιτικές και ποινικές ανακατατάξεις του 18ου-19ου αιώνα ανέδειξαν την ελευθερία ως το υπέρτατο αγαθό που ανήκει σε όλους, αντίστοιχα και η τιμωρητική στράφηκε γύρω από αυτό. Η τιμωρία πλέον, βασίζεται πρώτ' απ' όλα στην απλή μορφή της «στέρησης της ελευθερίας» (Φουκώ, 2005:305) και αυτό επιτυγχάνεται με τον περιορισμό του κατάδικου μέσα σε ένα συγκεκριμένο χώρο. Η απώλεια της ελευθερίας έχει λοιπόν για όλους την ίδια αξία όσο έχει και η αναγνώρισή της. Ο Διαφωτισμός που ανακάλυψε τις ελευθερίες, εφεύρε και την τιμωρία μέσω της φυλακής.
Το γεγονός ότι η φυλάκιση θα μπορούσε, όπως σήμερα, να καλύψει ολόκληρο τον χώρο της τιμωρίας, είναι μια ιδέα που οι μεταρρυθμιστές του 18ου αιώνα δεν ήταν δυνατόν να συλλάβουν την εποχή εκείνη. Αυτοί που κλέβουν, φυλακίζονται· αυτοί που βιάζουν, φυλακίζονται· κι αυτοί που σκοτώνουν, επίσης. H μεταρρύθμιση προς μια πιο συγκαλυμμένη πλευρά της ποινικής δικαιοσύνης είναι σύμφωνα με τον Foucault μια στρατηγική για την αναδιάρθρωση της κολαστικής εξουσίας, σύμφωνα με μέθοδες που την καθιστούν πιο ομαλή, πιο δραστική, πιο σταθερή και πιο αποτελεσματική. Ο παλαιότερος τρόπος τιμωρίας αντικαθίσταται τώρα με μια τεράστια περιφραγμένη, περίπλοκη και ιεραρχημένη αρχιτεκτονική, που εντάσσεται στον κρατικό μηχανισμό. Σύμφωνα με τον Foucault δημιουργείται μια ολότελα διαφορετική υλικότητα, μια ολότελα διαφορετική φυσική της εξουσίας, ένας ολότελα διαφορετικός τρόπος περίζωσης του ανθρώπινου σώματος. Μεταξύ του εγκλήματος και της επιστροφής στη νομιμότητα, η φυλακή θα αποτελέσει «ένα χώρο ανάμεσα σε δύο κόσμους», έναν τόπο κατάλληλο για τις ατομικές μεταμορφώσεις που θα επαναφέρουν στο Κράτος τους υπηκόους που είχε χάσει, μια και το απομονωμένο κελί πλέον οφείλει να εξασφαλίσει τη διαδικασία της ανασύστασης του ατόμου ως υποκειμένου δικαίου, με την ενίσχυση των σημειωτικών συστημάτων και των παραστάσεων που αυτά θέτουν σε κυκλοφορία: αναμετάδοση μορφών εξαναγκασμού και πειθαναγκασμού (ωράρια, υποχρεωτικές κινήσεις, τακτικές δραστηριότητες, μοναχικός στοχασμός, εργασία μαζί με άλλους, σιωπή κ.α.). Ο Foucault υποστηρίζει πως εκείνο που επιχειρείται να ανασυγκροτηθεί με αυτή τη νέα μέθοδο είναι μια διττή σύσταση: να ανασυγκροτηθεί το νομικό υποκείμενο του κοινωνικού συμβολαίου, ή να διαπλαστεί ένα πειθήνιο υποκείμενο, υποταγμένο στη γενική και ταυτόχρονα λεπτομερέστατη μορφή της εξουσίας. Επιπλέον επιτρέπει την ακριβή ποσοτική επιβολή της ποινής, σύμφωνα με μια χρονική διάρκεια. Στερώντας τον χρόνο από τον κατάδικο, η φυλάκιση φαίνεται να εκφράζει συγκεκριμένα την ιδέα ότι η παράβαση έχει παραβλάψει, πέρα από το θύμα, την κοινωνία ολόκληρη. [...] Από εδώ προέρχεται και η τόσο κοινή, η τόσο κατάλληλη για τη λειτουργία της τιμωρίας έκφραση, ότι φυλακίζεται κανείς για να «ξεπληρώσει το χρέος του στην κοινωνία». (Φουκώ, 2005:305) Ο εγκληματίας, στιγματισμένος σαν κοινός εχθρός, και που όλοι έχουν συμφέρον να τον καταδιώξουν, τίθεται έξω από το κοινωνικό συμβόλαιο, χάνει την ιδιότητα του πολίτη, και εμφανίζεται σαν να εμπεριέχει κάτι από την αγριότητα της φύσης· εμφανίζεται ως ο κακούργος, το τέρας, ίσως ο τρελός, ο άρρωστος, και αργότερα ο «ανώμαλος». Ως τέτοιος, θα περιέλθει μια μέρα στον τομέα της επιστημονικής αντικειμενοποίησης, και θα του επιβληθεί η αντίστοιχη «θεραπεία». Η φυλακή γίνεται με αυτό τον τρόπο πρόθυμα αποδεκτή αφού, εγκλείοντας, αναμορφώνοντας, καθυποτάσσοντας, αναδημιουργεί, εντείνοντας κάπως, όλους τους μηχανισμούς που υπάρχουν ήδη στο κοινωνικό σώμα. Η φυλακή: στρατώνας κάπως αυστηρός, σχολείο χωρίς επιείκεια, ζοφερό εργαστήρι - αλλά, ουσιαστικά τίποτα το ποιοτικά διαφορετικό. (Φουκώ, 2005:305). Η φυλακή ως πειθαρχικός μηχανισμός, πρέπει να είναι εξαντλητικός ασχολούμενος με όλες τις όψεις του ατόμου, με τη σωματική εκγύμνασή του, την κλίση του για εργασία, την καθημερινή του συμπεριφορά, την ηθική στάση, τις ικανότητές του· πολύ περισσότερο από το σχολείο, το εργαστήρι ή το στρατό, που υπονοούν πάντα κάποια εξειδίκευση. Σύμφωνα με τον Foucault η φυλακή επιβάλλει μιας ανακωδίκωση της ύπαρξης. (Φουκώ, 2005:309). Αυτό το επιτυγχάνει:
1) Με την απομόνωση και τον κατακερματισμό των καταδίκων στο χώρο της φυλακής
2) Με τη συνεχή επιτήρησή του
Η απομόνωση και ο κατακερματισμός των καταδίκων στο σώμα της φυλακής υποστηρίζει ο Foucault, είναι το χαρακτηριστικό της ως μοντέλο σωφρονισμού, επειδή ο σωφρονισμός του καθενός κατάδικου δεν επιτυγχάνεται τόσο από την επιβολή ενός κοινού νόμου, αλλά από το τι υπαγορεύει στον ίδιο τον κατάδικο η συνείδησή του, όπου ολομόναχη στο κελί της βρίσκει την ευκαιρία να διαφωτίσει το άτομο· το άτομο να αντικρίσει τον εαυτό του με κατασιγασμένα τα πάθη του και μακριά από τον κόσμο που τον περιτριγυρίζει, ακούει μόνο τη φωνή της συνείδησής του.
Η φυλακή είναι σύμφωνα με τον Foucault ταυτόχρονα και ένας χώρος παρατήρησης των κατάδικων, γνώσης του κάθε κρατουμένου, γνώσης της συμπεριφοράς του, των βαθύτερων τάσεών του, της προοδευτικής του βελτίωσης· οι φυλακές πρέπει να θεωρούνται χώρος διαμόρφωσης για μια κλινική γνωριμία των καταδίκων· ο παραβάτης του νόμου μετατρέπεται έτσι σε αντικείμενο εφικτής γνώσης. Ο φυλακισμένος πρέπει να μπορεί μόνιμα να παρακολουθείται· πρέπει να καταγράφονται και να ταξινομούνται οι διαπιστώσεις που τον αφορούν. Για να περιγράψει αυτή τη μέθοδο ο Foucault χρησιμοποιεί το σχήμα του «Πανοπτικού» του Jeremy Bentham. Το «Πανοπτικόν» δίνει τη δυνατότητα της ταυτόχρονης επιτήρησης και παρατήρησης, της βεβαιότητας και της γνώσης, της ατομικοποίησης και του συνολικού αθροίσματος, της απομόνωσης και διαφάνειας. Στην περιφέρεια, ένα δακτυλιοειδές οικοδόμημα· στο κέντρο, ένας πύργος· ο πύργος αυτός έχει μεγάλα παράθυρα που βλέπουν προς το εσωτερικό του δακτυλίου· το περιφερειακό οικοδόμημα διαιρείται σε κελιά, που το καθένα τους διαπερνά ολόκληρο το πάχος του οικοδομήματος· τα κελιά έχουν δύο παράθυρα - το ένα τους βλέπει προς τα μέσα και αντιστοιχεί σ' ένα από τα παράθυρα του πύργου· το άλλο δίνει προς τα έξω, και αφήνει το φως να διαπερνά το κελί πέρα για πέρα. Φτάνει έτσι να τοποθετηθεί ένας επιτηρητής στον κεντρικό πύργο, και σε κάθε κελί να κλειστεί ένας τρελός, ένας άρρωστος, ένας κατάδικος, ένας εργάτης ή ένας μαθητής. Το πανοπτικό αυτό σύστημα δημιουργεί μονάδες χώρων που επιτρέπουν την αδιάκοπη παρακολούθηση και την άμεση αναγνώριση. Κοντολογίς, αντιστρέφεται η μέθοδος του «μπουντρουμιού»· ή μάλλον, από τις τρεις λειτουργίες του - εγκλεισμός, στέρηση του φωτός και απόκρυψη - παραμένει μονάχα η πρώτη και καταργούνται οι δύο άλλες. Το άπλετο φως και το βλέμμα του επιτηρητή συλλαμβάνουν περισσότερα απ' ό,τι το σκοτάδι που, στο κάτω-κάτω προστάτευε. Η ορατότητα είναι μια παγίδα. (Φουκώ, 2005:265). Με τους εξατομικευμένους αυτούς χώρους ο κρατούμενος βρίσκεται σε μόνιμη παρακολούθηση. Μάλιστα, προσφέρεται η ψευδαίσθηση στους επιτηρούμενους της συνεχούς παρακολούθησής τους ανεξάρτητα αν υφίσταται κάθε στιγμή ή όχι. Το σύστημα αυτό του πανοπτικού συστήματος έγινε, γύρω στα 1830-1840, το αρχιτεκτονικό πρόγραμμα των περισσότερων σχεδίων φυλακής. Η επιτυχημένη εφαρμογή του στην αρχιτεκτονική των φυλακών, το κατέστησε πρόσφορο και για άλλες μορφές δημόσιας χωροθέτησης, όπως στα εργοστάσια, τα σχολεία, τα στρατόπεδα, τα νοσοκομεία, τα ψυχιατρεία κτλ. Η τοποθέτηση λοιπόν «υπό παρατήρηση» υποστηρίζει ο Foucault είναι η φυσική προέκταση μιας δικαιοσύνης που την έχουν κατακλύσει οι πειθαρχικές μέθοδες και οι διαδικασίες της εξέτασης. Το γεγονός ότι οι φυλακή με τα κελιά της, με τις τακτές της χρονολογίες, την υποχρεωτική εργασία, τα όργανα επιτήρησης και καταγραφής, με τους δεξιοτέχνες της σε ζητήματα εφαρμογής των κανονισμών, που μεταλλάζουν και πολλαπλασιάζουν τα καθήκοντα του δικαστή, έγινε το σύγχρονο όργανο του ποινικού συστήματος, δεν πρέπει να εκπλήσσει. Τί το εκπληκτικό αν η φυλακή μοιάζει με τα εργοστάσια, με τα σχολεία, τους στρατώνες, με τα νοσοκομεία - που όλα τους μοιάζουν με φυλακές; (Φουκώ, 2005:298). Σύμφωνα με τον Foucault, αυτή η διάδοση του πανοπικού συστήματος σε ολόκληρο τον κοινωνικό κορμό συνέβαλλε στη διαμόρφωση της λεγόμενης πειθαρχικής κοινωνίας. 
Συμπεράσματα
Μέσα από την έρευνα του Foucault σχετικά με τη γέννηση της φυλακής μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η νεωτερική κοινωνία πηγαίνει με μια αυξανόμενη πειθαρχία των ατόμων. Η φυλακή είναι απλώς η ακραία και πιο συμπυκνωμένη μορφή αυτού του γενικότερου κλίματος πειθαρχίας που συντηρείται από την εξουσία. Ναι μεν είναι ένας τρόπος τιμωρίας και πιθανόν πιο ανθρώπινος από τους παλαιότερους τρόπους τιμωρίας, αλλά αφορά κυρίως την πειθαρχία των ατόμων, υπό την έννοια ότι εισερχόμαστε με τη νεωτερική κοινωνία σε μια διαδικασία κατά την οποία το σύνολο της καθημερινής ζωής υπόκεινται σε έναν εξωτερικό έλεγχο με σκοπό να πειθαρχηθεί. Αυτό που αποδεικνύεται ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι ότι, παρόλο που η πειθαρχική εξουσία αποτελεί το προϊόν για μεγάλης κλίμακας νέους ρυθμιστικούς συλλογικούς θεσμούς της νεωτερικότητας, οι τεχνικές τους αφορούν την εφαρμογή της εξουσίας που «εξατομικεύει» ακόμη περισσότερο το άτομο-υποκείμενο. Ο καθολικός αυτός χαρακτήρας της πειθαρχίας στην εικόνα του Foucault δείχνει ότι όσο πιο συλλογική και οργανωμένη είναι η φύση των θεσμών της νεωτερικότητας τόσο μεγαλύτερη είναι η απομόνωση, η επιτήρηση και η εξατομίκευση του ατόμου-υποκειμένου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙA 
Φουκό, Μ. (1991), «Πειθαρχική εξουσία και υποτέλεια», στο Η μικροφυσική της εξουσίας, Αθήνα, Ύψιλον.
Φουκώ, Μ. (2005), Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής, Aθήνα, Εκδόσεις Ράππα.
Harvey, D. (1989), «H κατάσταση της μετανεωτερικότητας», στο Η νεωτερικότητας σήμερα, Αθήνα Εκδόσεις Σαββάλα..
Ηall, S. (2003), «To ζήτημα της πολιτιστικής ταυτότητας», στο Η νεωτερικότητας σήμερα, Αθήνα, Εκδόσεις Σαββάλα.
2Ασυλα
Erving Goffman, «Άσυλα. Δοκίμια για την κοινωνική κατάσταση των ασθενών του ψυχιατρείου και άλλων τροφίμων», μετάφραση από τα αγγλικά Ξενοφών Κομνηνός, εκδόσεις Ευρύαλος, Κατσιμήδου 34, Τρίκαλα, Αθήνα 1994:Βιβλιοπαρουσιαση στο


αποσπασμα:

''Με μερικές δεκαετίες καθυστέρηση ένα από τα κλασικά έργα της αμερικάνικης κοινωνιολογίας επιτέλους παρουσιάζεται και στα ελληνικά. Το εντυπωσιακότερο όμως είναι ότι πρόκειται και για το πρώτο βιβλίο στα ελληνικά ενός -κατά τη γνώμη μου- από τους μεγαλύτερους κοινωνιολόγους της εποχής μας, του οποίου η σκέψη μόνο έμμεσα ίσως είναι γνωστή, κυρίως μέσα από την επιρροή του σε μια ανατροπή του κυρίαρχου λειτουργιστικού υποδείγματος.
Είναι αλήθεια ότι ο Γκόφμαν αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση: Δεν έχει δημιουργήσει "σχολή" ούτε έχει γράψει καμία ειδική θεωρία για την κοινωνία μας και τα "μεγάλα της προβλήματα". Κατά κάποιον τρόπο, η εικόνα του είναι κάπως όπως και τα θέματα με τα οποία ασχολήθηκε: μεγαλειώδη επειδή είναι "ασήμαντα", καθημερινά. Κάποιος ψωνίζει σε ένα μαγαζί, μια παρέα συζητάει στην ταβέρνα, ένας ληστής μπαίνει σε μια τράπεζα, κάτι παιδιά παίζουν βόλους στο δρόμο, ένας τυφλός προσπαθεί να περάσει απέναντι ή εγώ μονολογώ μόνος μου στο σπίτι.
Μια γρήγορη ματιά θα έλεγε "και τί τρέχει; τίποτα δεν συμβαίνει!". Η ματιά του Γκόφμαν, όμως, σε αυτόν τον κόσμο, τον καθημερινό μας κόσμο, με όλες τις ομολογημένες και ανομολόγητες προϋποθέσεις του, θα σταθεί διορατικά. Γιατί, πράγματι, κάτι συμβαίνει: είναι ο κοινωνικός μας κόσμος, ο αυτονόητος, ο γνωστός, ο ρουτινιάρικος ή και ριψοκίνδυνος, ο κόσμος όπου η ζωή μας, η ζωή του καθένα μας, προϋποθέτει (και αναπαράγει) τις "μεγάλες κοινωνικές δομές", το χρήμα, τις ανισότητες, τις συγκρούσεις, αποκλίσεις, συναινέσεις, κλπ.



20 Kasım 2014 Perşembe

Σκεφτόμαστε έξω απ' το κεφάλι μας danger.few!!! Το επίσημο blog των happyfew


18 Νοεμβρίου 2014

Σκεφτόμαστε έξω απ' το κεφάλι μας

«Πού βρίσκονται οι σκέψεις μας και οι νοητικές δραστηριότητες μας; Μέσα στο κεφάλι μας, και πιο συγκεκριμένα στον εγκέφαλό μας, απαντούν οι οπαδοί των γνωσιακών (cognitive) επιστημών. Πιστεύοντας ακράδαντα σε αυτή την ιδέα κι έχοντας γι’ αέρα στα πανιά τους τις μεγάλες προόδους που έχουν συντελεστεί πρόσφατα στις γνώσεις μας για τον εγκέφαλο, οι άνθρωποι αυτοί είναι πλέον βέβαιοι ότι σε κάποιο όχι και τόσο μακρυνό μέλλον θα φτάσουν να καταλάβουν πλήρως πώς παράγεται η σκέψη. Γιατί αν η σκέψη “εκκρίνεται” από τον εγκέφαλο όπως η χολή από το συκώτι, τότε αρκεί πράγματι να εξετάσουμε εξονυχιστικά αυτή την εγκεφαλική ύλη για να καταλάβουμε τη γένεση και τη λειτουργία της νοητικής δραστηριότητας. Το σκέπτεσθαι, το πιστεύειν, το δοκείν, το βούλεσθαι … όλα αυτά είναι φαινόμενα που σύντομα θα εξηγηθούν με όρους φυσικής και χημείας.
Ασφαλώς δεν είναι η πρώτη φορά που αναγγέλλεται η δυνατότητα μιας τέτοιας φυσικοποίησης του πνεύματος. Η ιδέα αυτή είναι πολύ συνηθισμένη στους κύκλους των υλιστών από πολύ παλιά. Ωστόσο, απ’ ό,τι ισχυρίζονται οι πρωταγωνιστές τους, οι προσπάθειες που έχουν γίνει σήμερα προς αυτή την κατεύθυνση πρόκειται από στιγμή σε στιγμή να ευοδωθούν.
Μόνο που … υπάρχει η περίπτωση να περιμένουμε λιγάκι ακόμα. Ή μάλλον όχι λιγάκι, αλλά πάρα πολύ. Κι αυτό, όχι επειδή υπάρχει περίπτωση οι γνωσιακοί να έρθουν αντιμέτωποι με τεχνικά προβλήματα που δεν έχουν ακόμα υποψιαστεί (πράγμα που διόλου δεν αποκλείεται), αλλά πολύ απλά επειδή το αντικείμενο της μελέτης τους, το ανθρώπινο πνεύμα, μάλλον δεν είναι εκεί που το ψάχνουν!
Πράγματι, όπως υποστηρίζει ο Βενσάν Ντεκόμπ στο βιβλίο του La Denrée Mentale (2000), όπου ασκεί δριμεία κριτική στις βασικές υποθέσεις των γνωσιακών επιστημών, ο τόπος των νοητικών φαινομένων είναι ο εξωτερικός κόσμος. Με άλλα λόγια, δεν σκεφτόμαστε μέσα τον εγκέφαλό μας αλλά μέσα στο δημόσιο χώρο. Επομένως, η απόπειρα φυσικοποίησης του πνεύματος στερείται αντικειμένου: είναι σαν να θέλει κανείς να καταλάβει τους κανόνες του ποδοσφαίρου ψάχνοντας μέσαστο κεφάλι των ποδοσφαιριστών, ενώ πολύ σοφότερο είναι ασφαλώς να τους ρωτήσει και να πάει να τους δει να παίζουν στο γήπεδο. […]
Ας παρατηρήσουμε καταρχήν, ότι η θέση που υποστηρίζει ότι τα νοητικά φαινόμενα βρίσκονται αποκλειστικά μέσα στο κεφάλι μας, έρχεται σε σύγκρουση με αυτό που λέει η γλώσσα μας. Πράγματι, αν ήταν έτσι, τότε δεν θα μπορούσαμε να πούμε “αυτό το βιβλίο περιέχει ενδιαφέρουσες ιδέες”. Στην καλύτερη περίπτωση μια τέτοια έκφραση θα ήταν σχήμα λόγου και τίποτα περισσότερο, διότι, αν θέλαμε να κυριολεκτήσουμε, θα λέγαμε ότι αυτές οι ενδιαφέρουσες ιδέες είναι μόνο “μέσα στο κεφάλι του συγγραφέα του ή του αναγνώστη του”. Ούτε θα μπορούσαμε να πούμε, κυριολεκτικά μιλώντας, ότι “αυτός ο άνθρωπος σκέφτεται”. Θα έπρεπε να λέμε “ο εγκέφαλός του σκέφτεται”.
Βέβαια, αυτές οι επισημάνσεις δεν αναιρούν τη θέση των γνωσιακών (cognitivistes). Ωστόσο, από τη στιγμή που εξακολουθούμε να λέμε ότι “αυτός ο άνθρωπος ως ακέραιο φυσικό πρόσωπο περπατάει ή τρώει”, είναι φανερό πως η θέση των γνωσιακών οδηγεί αναπόφευκτα σε ένα δυϊσμό. Συνεπάγεται δηλαδή, ότι υπάρχουν εντός μας δύο όντα: το υποκείμενο των νοητικών διεργασιών από τη μια, και το υποκείμενο των φυσικών πράξεων από την άλλη −και ασφαλώς ένα ολόκληρο παιχνίδι αιτιακών σχέσεων μεταξύ τους.
Έχοντας λοιπόν αποκολλήσει το φυσικό από το νοητικό, οι γνωσιακοί ψάχνουν να βρουν ένα τρόπο για να τα ξαναενώσουν. Κατ’ αυτούς, εξήγηση των νοητικών φαινομένων σημαίνει εξήγηση του τρόπου με τον οποίο π.χ. μια επιθυμία γεννάει μια άλλη επιθυμία, ή μια πεποίθηση∙ καθώς και του τρόπου με τον οποίο μια επιθυμία γεννάει μια δράση. Αναρωτιούνται: ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα στην επιθυμία μου να πιώ ένα ποτήρι νερό και τo ότι πηγαίνω στην κουζίνα, παίρνω ένα ποτήρι, το γεμίζω νερό και το πίνω; 

Φυσικά οι γνωσιακοί επιστήμονες προσπαθούν να δώσουν μια εξήγηση με υλικούς όρους. Μόνο που όλα αυτά τα προβλήματα αιτιότητας προκύπτουν απλώς και μόνο επειδή έχουν χωρίσει τις νοητικές δραστηριότητες από τις φυσικές πράξεις. Αν, απεναντίας, βλέπαμε ότι μια πράξη, ως προθεσιακό (intentionnel) φαινόμενο, είναι ταυτόχρονα κι ένα φαινόμενο νοητικό, τότε θα σταματούσαμε να λέμε ότι “η αιτία που πήγα στην κουζίνα, είναι η επιθυμία μου να πιω νερό”. Γιατί; Διότι η μετακίνησή μου προς την κουζίνα δεν είναι παρά μια έκφραση αυτής της επιθυμίας. Έτσι θα σταματούσαμε να βλέπουμε αυτή την κίνηση σαν ένδειξη μιας προηγηθείσας επιθυμίας και θα τη θεωρούσαμε σαν μια εκδήλωσηαυτής της επιθυμίας. [...]
Όμως για τον γνωσιακό, το ότι πηγαίνω στην κουζίνα, σημαίνει ότι είχα την επιθυμία να πάω εκεί. Εξ ορισμού, μια επιθυμία προσανατολίζεται προς ένα σκοπό: πάω στην κουζίνα επειδή σκέφτομαι ότι εκεί θα βρω ποτήρι και νερό, που άμα το πιω, θα αισθανθώ ευχαρίστηση. Μόνο που κατά τη στιγμή που μου γεννιέται η επιθυμία, αυτή η ευχαρίστηση δεν έχει ακόμα υπάρξει. Οπότε, με ποιο τρόπο κάτι που δεν υπάρχει πραγματικά, μπορεί να επηρεάσει τη συμπεριφορά μου, να με κάνει να κινηθώ; Έτσι ο γνωσιακός οδηγείται αναπόφευκτα στο συμπέρασμα, ότι αυτό που με παρακινεί δεν είναι η ίδια η ευχαρίστηση αλλά η νοητική παράστασή της, ή η ιδέατης. Αυτή, λέει, βάζει σε κίνηση τα κινητικά μου όργανα.
Μόνο που αυτός ο τρόπος ερμηνείας, σύμφωνα με τον οποίο μια νοητική παράσταση επιδρά πάνω στα πράγματα και τα βάζει σε κίνηση, δεν είναι άλλος από αυτόν που χρησιμοποιείται στη μαγεία, όπου αρκεί να επιθυμήσεις σφοδρά κάτι, αρκεί να το σκεφτείς έντονα, και αυτό θα συμβεί! Αν αρκούσε να σκεφτούμε κάτι για να συμβεί, τότε θα είχαμε ανακαλύψει μια εκπληκτική δύναμη εντός μας −και πάνω σε αυτήν ακριβώς την αιτιακού τύπου δύναμη των νοητικών παραστάσεων κάνουν παιχνίδι οι μάγοι και κάποιοι οπαδοί της παραψυχολογίας. Είναι λοιπόν το λιγότερο εντυπωσιακό που οι γνωσιακοί επιστήμονες, χωρίς να το συνειδητοποιούν, ανατρέχουν σε ένα τέτοιου τύπου μαγικό ερμηνευτικό σχήμα, το οποίο, ως αναζητητές επιστημονικών εξηγήσεων, είναι οι πρώτοι που απορρίπτουν ασυζητητί! Βέβαια, θα πει κανείς ότι στο δικό τους ερμηνευτικό σχήμα όλα συμβαίνουν εντός του εγκεφάλου. Αλλά τι σημαίνει αυτό; Ότι μια μαγική δράση είναι λιγότερο μαγική επειδή συμβαίνει μόνο μέσα στο κεφάλι μας;
Εξίσου εντυπωσιακό είναι το γεγονός, ότι η δυσκολία των γνωσιακών να επανενώσουν τη σφαίρα των νοητικών δραστηριοτήτων με τη σφαίρα των φυσικών πράξεων, μοιάζει πάρα πολύ με την αντίστοιχη σπαζοκεφαλιά που αντιμετώπισαν οι σπιριτουαλιστές −τους οποίους οι γνωσιακοί δεν σταματάνε να χλευάζουν παρ’ όλα αυτά. Πράγματι, οι σπιριτουαλιστές υποστήριζαν πως οι νοητικές δραστηριότητές μας πρέπει να αποδίδονται σε κάποιο άυλο μέρος του ανθρώπινου προσώπου, την ψυχή∙ κι έτσι υποστήριζαν ότι υπάρχει πραγματικός, ουσιακός, υποστασιακόςδυϊσμός μεταξύ ψυχής και σώματος. Εξαιτίας αυτού του δυϊσμού, τούς ήταν αληθινά πολύ δύσκολο να εξηγήσουν τη δράση της ψυχής πάνω στο σώμα και αντίστροφα. Οι γνωσιακοί, βέβαια, είναι υλιστές και αρνούνται αυτό το δυϊσμό. Κι όμως, απορρίπτουν το δυϊσμό των σπιριτουαλιστών για να υιοθετήσουν την ίδια στιγμή έναν άλλο δυϊσμό, το δυϊσμό ανάμεσα στο νοητικό υποκείμενο και το φυσικό υποκείμενο! Επομένως, η διαφορά μεταξύ σπιριτουαλιστών και γνωσιακών αφορά τη φύση του ανθρώπινου πνεύματος και όχι τον τόπο του. Οι πρώτοι δηλώνουν ότι αυτό που σκέφτεται είναι ένα άυλο μέρος του προσώπου (η ψυχή του), ενώ οι δεύτεροι ότι είναι ένα μέρος υλικό (ο εγκέφαλος). Αλλά και οι δυο αποδέχονται την αποκόλληση του νοητικού (άυλο για τους πρώτους, υλικό για τους δεύτερους) από τον εξωτερικό κόσμο∙ και φυσικά, αμφότεροι σκοντάφτουν πάνω στο δυσεπίλυτο πρόβλημα της διασύνδεσης αυτών των δυο ξέχωρων μερών.
Για να μας δείξουν ότι, παρ’ όλα αυτά, αυτοί είναι στο σωστό δρόμο, οι γνωσιακοί παίζουν το χαρτί της αναλογίας με τον υπολογιστή. Ισχυρίζονται δηλαδή, πως το γεγονός ότι μια μηχανή, φτιαγμένη από ηλεκτρονικά στοιχεία, καταφέρνει να χειρίζεται σύμβολα ώστε να εκτελεί μια σειρά από “νοήμονες” διεργασίες, αποδεικνύει πως είναι δυνατόν να παραχθεί σκέψη μέσα σε ένα εγκέφαλο αποκλειστικά και μόνο από υλικά στοιχεία. Ο εγκέφαλός μας, λένε, δεν είναι παρά κάτι σαν ηλεκτρονικός υπολογιστής και το ανθρώπινο πνεύμα είναι κάτι σαν το ηλεκτρονικό πρόγραμμα. Βέβαια οι υπολογιστές δεν είναι βιολογικά συστήματα όπως οι ανθρώπινοι εγκέφαλοι, όμως αυτό δεν καταρρίπτει την αναλογία μιας και είναι δεδομένο ότι η εκτέλεση ενός προγράμματος δεν εξαρτάται θεμελιωδώς από τα υλικά, από τα οποία είναι φτιαγμένη μια μηχανή: εκείνο που μετράει για τον γνωσιακό είναι μόνον ο τρόπος αλύσσωσης των συμβόλων με βάση τις οδηγίες ενός προγράμματος. […]
Μπορούμε όμως να στηριχτούμε σε αυτή την αναλογία για να υποστηρίξουμε ότι ο ηλεκτρονικός υπολογιστής σκέφτεται; Κι από ποιο επίπεδο πολυπλοκότητάς της κι έπειτα μπορούμε να θεωρήσουμε ότι μια μηχανή διαθέτει πράγματι νοητική δραστηριότητα; Για να απαντήσουν σε αυτά τα ερωτήματα, οι γνωσιακοί αναφέρονται συχνά σε μια δοκιμασία που πρότεινε ο Άλαν Τιούρινγκ του 1950. Είναι η εξής: Βάζουμε σε ένα δωμάτιο έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή και σε ένα άλλο δωμάτιο έναν άνθρωπο Α εφοδιασμένο με ένα τερματικό. Στη συνέχεια βάζουμε σε ένα τρίτο δωμάτιο έναν άλλο άνθρωπο Β ο οποίος, χωρίς να γνωρίζει με ποιους είναι συνδεδεμένος, κάνει μια σειρά ερωτήσεων μέσω τερματικού στον υπολογιστή και στον άνθρωπο Α. Εάν ο άνθρωπος Β, από τις απαντήσεις που θα λάβει από τις δυο πλευρές, δεν καταλάβει ότι ο υπολογιστής είναι υπολογιστής και τον περάσει για άνθρωπο, τότε αυτό σημαίνει πως ο υπολογιστής σκέφτεται όπως ένας άνθρωπος. Αν λοιπόν το τεστ του Τούρινγκ ήταν σωστό, τότε οι επιστήμονες της πληροφορικής δεν θα είχαν παρά να φτιάξουν έναν υπολογιστή που θα το πέρναγε με επιτυχία −και τότε θα μπορούσαμε να πούμε, ότι έχουμε πια καταλάβει το μηχανισμό της ανθρώπινης σκέψης, μιας και φτιάξαμε μια μηχανή ικανή να σκέφτεται σαν τον άνθρωπο.
Μόνο που αυτή η ερμηνεία είναι έωλη. Το τεστ του Τιούρινγκ στηρίζεται στην προσομοίωση: ο υπολογιστής πρέπει να καταφέρει να κάνει σαν να σκέφτεται όπως ο άνθρωπος. Αλλά όπως είναι γνωστό σε κάθε παιχνίδι μίμησης, το γεγονός ότι ο μίμος καταφέρνει να πείσει πως είναι κάποιος άλλος, δεν αποδεικνύει καθόλου ότι είναι αυτός ο άλλος. [Παράδειγμα, εδώ.] Επομένως, το τεστ αυτό δεν αποδεικνύει ότι ο υπολογιστής σκέφτεται ανθρώπινα. Αποδεικνύει μόνο ότι ο άνθρωπος μπορεί, ενδεχομένως, να ξεγελαστεί από μια μηχανή.
Άλλωστε, σε ένα τέτοιο τεστ ο υπολογιστής απαντάει απλώς σε ερωτήσεις. Δεν παίρνει ποτέ την πρωτοβουλία στη συζήτηση −επομένως δεν έχουμε ούτε καν προσομοίωση ανθρώπινης συζήτησης. Για να γίνει κάτι τέτοιο, θα έπρεπε ο υπολογιστής να έχει προσωπικά ενδιαφέροντα, γούστα, επιθυμίες και να μπορεί να είναι εύστοχος … χαρακτηριστικά που δεν είναι δυνατόν να αποκτήσει κανείς, όταν δεν μετέχει σε ένα κοινό λόγο, σε μια μορφή ζωής (Βιτγκενστάιν). […]
Μήπως όμως θα ήταν πιο πετυχημένη μια σύγκριση μεταξύ υπολογιστή και ανθρώπινου σκέπτεσθαι με βάση την ικανότητα και των δυο να κάνουν υπολογισμούς; Είναι κι αυτό ένα χαρτί των γνωσιακών, με το οποίο επιχειρούν να υποβάλουν την ιδέα ότι η σκέψη μας είναι κατά βάση κάτι το μηχανικό. Μόνο που κάτι τέτοιο είναι ακόμα πιο αβάσιμο! Διότι ο υπολογιστής, για να εκτελέσει ένα πολλαπλασιασμό αρκεί να ακολουθήσει μηχανικά τις οδηγίες ενός προγράμματος στηριγμένου στην προπαίδεια που χρησιμοποιούμε κι εμείς, ενώ ο άνθρωπος δεν ακολουθεί μηχανικά τους κανόνες της προπαίδειας. Γι’ αυτό και πρέπει να προσέχει διαρκώς αν τους εφαρμόζει σωστά. Αυτό που δείχνει ότι ένας άνθρωπος έχει κατά νου ένα κανόνα δεν είναι το ίδιο, ούτε ισοδυναμεί, με την παρουσία μιας οδηγίας στη μνήμη ενός υπολογιστή.
[Η οδηγία δεν είναι κανόνας. Μπορεί κανείς να ακολουθεί μια οδηγία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ακολουθεί ένα κανόνα. Αλλά τι σημαίνει “ακολουθώ ένα κανόνα”; Ας σκεφτούμε τη διαφορά ανάμεσα στο “απάντησε ακολουθώντας ένα κανόνα” και το “απάντησε από εξαρτημένο αντανακλαστικό”. Η πρώτη περίπτωση, τελείως αντίθετα απ’ ό,τι η δεύτερη, προϋποθέτει ότι ο άνθρωπος που απάντησε έχει κατανοήσει κάτι∙ τον κανόνα. Μια τέτοια απάντηση δεν είναι σαν μια ανακλαστική αντίδραση, διότι απάντηση στηριγμένη σε κατανόηση σημαίνει επίσης κρίση, εκτίμηση, διατύπωση σκεπτικού και αιτιολόγηση της απάντησης, καθώς επίσης δυνατότητα κριτικής αποτίμησης και διόρθωσής της. Πράγμα που αποκλείει την ιδέα, και την περιγραφή, ενός υφιστάμενου μηχανισμού, ακόμη κι αν, για να το σώσουμε, πιάσουμε να αυτοσχεδιάζουμε μιλώντας περί “πάάάρα μα πάάάρα πολύ πολύπλοκου μηχανισμού” −μια ιδέα μεταφορική μάλλον του αισθήματος ασφάλειας και βεβαιότητας, που νιώθουμε όταν εφαρμόζουμε σωστά ένα κανόνα. Από την άλλη, εξίσου, “απαντώ ακολουθώντας ένα κανόνα” δεν σημαίνει απαντώ ακολουθώντας μια διαίσθηση, ή μια έμπνευση, ούτε κι ότι την απάντηση μού “την ενέπνευσε” ο κανόνας −μια ιδέα μεταφορική μάλλον του αισθήματος, ότι εφαρμογή κανόνα χωρίς την κατανόησή του δεν υφίσταται. Διότι κανόνας σημαίνει “κάνω το ίδιο πράγμα”, κάτι που προϋποθέτει τη γνώση μιας κανονικότητας, άρα άσχετο από τη διαίσθηση και την έμπνευση, παρ’ όλο που τέτοιας λογής αισθήματα μπορεί να επεισέρχονται κατά την εφαρμογή ενός κανόνα. Τι σημαίνει λοιπόν “ακολουθώ ένα κανόνα”; Θα κλείσω προς το παρόν την παρένθεση με μια υπόδειξη του Βιτγκενστάιν: “Αν θέλεις να καταλάβεις τι πάει να πει ακολουθώ ένα κανόνα, θα πρέπει να είσαι ήδη σε θέση να ακολουθήσεις ένα κανόνα”. −σημ. του H.S.]
Επομένως, παρά τη φαινομενική ομοιότητα, είναι πολύ δύσκολο να συμπεράνουμε βάσιμα ότι ο άνθρωπος υπολογίζει με τον ίδιο τρόπο που το κάνει ο ηλεκτρονικός υπολογιστής. Τελικά, η σύγκριση μεταξύ ανθρώπινου πνεύματος και υπολογιστή έχει νόημα μόνον εφόσον θεωρήσει κανείς, ότι το πνεύμα χειρίζεται νοητικές παραστάσεις και όχι φυσικά πράγματα που υπάρχουν έξω από το κεφάλι μας. Όμως αυτή η θέση, σύμφωνα με την οποία το πνεύμα δεν έχει να κάνει παρά με νοητικές εικόνες του εξωτερικού κόσμου, δεν είναι και τόσο αυτονόητη. Όταν λ.χ. κοιτάζετε την εικόνα ενός αντικειμένου, μπορείτε να τη συγκρίνετε με το αντικείμενο και να πείτε αν όντως είναι δική του εικόνα, αν το παριστάνει καλά, κ.ο.κ. Αν όμως το πνεύμα μας δεν διαθέτει παρά μόνο νοητικές παραστάσεις για τον εξωτερικό κόσμο, τότε θα ήταν αδύνατο να συγκρίνουμε αυτές τις “εσωτερικές” εικόνες με αυτό που παριστάνουν.
Επιπλέον, λέγοντας ότι το πνεύμα δεν σχετίζεται ποτέ άμεσα με την εξωτερική πραγματικότητα, λέγοντας ότι σχετίζεται μόνο μέσω της νοητικής της παράστασης, οδηγούμαστε στην υιοθέτηση μιας σολιψιστικής αντίληψης του σκέπτεσθαι, με την έννοια ότι τα νοητικά φαινόμενα ενός ανθρώπου θα μπορούσαν να ήταν τα ίδια ακόμα κι αν αυτός ήταν ο μοναδικός άνθρωπος πάνω στη γη. [Ή πάλι, ότι είναι ίδια η πνευματική κατάσταση ενός ανθρώπου που βλέπει να του επιτίθεται μια τίγρη κι ενός ανθρώπου που φαντάζεται ότι του επιτίθεται μια τίγρη∙ δηλαδή ότι η κατάσταση του πνεύματος είναι ίδια σε μια περίπτωση διαύγειας και σε μια περίπτωση παραληρήματος!!! −σημ. του H.S.  
Πιθανή πηγή σύγχυσης μπορεί να είναι και η ίδια η έννοια του συμβόλου. Όταν ο γνωσιακός επιστήμονας λέει πως ο υπολογιστής χειρίζεται σύμβολα, έχει δίκιο. Όταν λέει ότι η αιτιακή επίδρασή τους έχει να κάνει αποκλειστικά με τις φυσικές ιδιότητές τους και όχι με τη σημασία τους, έχει πάλι δίκιο. Απλώς η μηχανή έχει φτιαχτεί έτσι, ώστε οι τελούμενες μεταβολές να συμφωνούν με αυτό που θα έδινε μια νοήμων πράξη, η οποία θα λάβαινε υπόψη της αυτές τις σημασίες. Γι’ αυτό το λόγο ο γνωσιακός θεωρεί ότι έχει δίκιο και όταν συμπεραίνει, πως ο ηλεκτρονικός υπολογιστής όντως σκέφτεται∙ ή, πράγμα που είναι το ίδιο, ότι η νοητική δραστηριότητα δεν είναι παρά μια φυσική διεργασία που συντελείται μέσα στον εγκέφαλο.  

Όμωςεδώ ο γνωσιακός ξεχνάει, πως όταν η μηχανή χειρίζεται σύμβολα, είναι η δική μας ερμηνεία που τα έχει θέσει, δηλαδή θεσμίσει, ως σύμβολα. Η μηχανή δεν διαθέτει την ικανότητα θέσμισης, χάρη στην οποία μπορεί κανείς να πραγματευτεί διάφορα πράγματα, όπως λ.χ. τα σύμβολα, προκειμένου να επικοινωνήσει μια σκέψη πάνω σε ένα άλλο πράγμα. Για να είχε αυτή την ικανότητα, θα έπρεπε να μετέχει στη θέσμιση μέσω της οποίας αυτά τα σύμβολα τίθενται ως σύμβολα. Θα έπρεπε να έχει μια “μορφή ζωής” (κατά Βιτγκενστάιν), η οποία πραγματώνεται σε ένα κόσμο εξωτερικό από αυτή την ίδια [να μετέχει δηλαδή ενός Λόγου Κοινού (κατά Hράκλειτο), σημ. του H.S.]
Το σύμβολο είναι σύμβολο επειδή παραπέμπει σε κάτι άλλο από τον εαυτό του, επειδή υπάρχει έξω από τον εαυτό του δυνάμει ενός θεσμού. Γι’ αυτό λοιπόν πρέπει να συμπεράνουμε, ότι δεν υπάρχει σκέψη παρά έξω από αυτό που καθιστά απλώς δυνατό το να υπάρχει −είτε αυτό είναι ένας εγκέφαλος, είτε μια μηχανή. Σε τελική ανάλυση, το λάθος των γνωσιακών επιστημόνων είναι ότι νομίζουν πως μελετούν το σκέπτεσθαι ενώ στην πραγματικότητα προσπαθούν απλώς να διερευνήσουν τους όρους που του επιτρέπουν να υπάρχει. [Δηλαδή: το ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να σκεφτεί αν δεν έχει εγκέφαλο, δεν σημαίνει πως μπορούμε να κατανοήσουμε το σκέπτεσθαι αναλύοντας τον εγκέφαλο∙ όπως ακριβώς και το γεγονός ότι χρειαζόμαστε πόδια για να παίξουμε μπάλα, δεν σημαίνει πως μπορούμε να κατανοήσουμε το ποδόσφαιρο μελετώντας τη φυσιολογία και την κινησιολογία των ποδιών. −σημ. του H.S.]»
Φεβρουάριος 2000

Σχόλιο H.S. Παρ’ όλο που φαίνεται κάπως άσχετη, συνιστούμε να διαβαστεί αυτή η ανάρτηση σε στενή συνάρτηση με τις πρόσφατες αναρτήσεις μας περί αξίας, χρήματος και μαγείας, και με δυο παλιότερες, αυτήν και τούτη εδώ. Για το τέλος,  δυο …
... ΑΣΚΗΣΕΙΣ

Γιατί μπορούμε να πούμε «ξέρω ότι αυτός πονάει» αλλά δεν μπορούμε να πούμε (=είναι ανόητο) «ξέρω ότι εγώ πονάω»;

Ένας άνθρωπος μόνος του μπορεί να κάνει εμπόριο; Δύο άνθρωποι; Μπορούν;

19 Kasım 2014 Çarşamba

Μου φαίνεται ότι ακόμα βλέπω

Μου φαίνεται ότι  ακόμα  βλέπω
τους πελαργούς να πετάνε πελώριοι

σαν Σφίγγες πάνω απ'τα κεφάλια μας

και να κουρνιάζουν στα Τηλεγραφόξυλα
και να ναι Σούρουπο του Φθινοπώρου



Νομίζω πως ακόμα τρέχω

ανάμεσα σε αγελάδες και σε κάρα
ακολουθώντας το κάλεσμα του χρόνου

όνειρο μεσ'απο την Ομίχλη η παιδική μου ηλικία

καθώς γλιστρούσε το ποδήλατο μου
ανάποδα στα χρόνια του Εξήντα

να είναι ασημένιο απόγευμα
κι εγώ να παίζω μόνος στην Πλατεία

και σιγά σιγά να αναδύονται τα φαντάσματα
  και να μου ψιθυρίζουν  Φωνές
και στον ουρανό να πλέουν - σμήνη -οι Καργιες .....

Νομιζα πως ησουν η Αριαδνη μου .....

μου ειπες πως θα  ξετυλιγες  τον Μιτο
 νά βρω την εξοδο απ' τον Λαβυρινθο εντος μου
ομως να που με περιεπλεξες σε τουτον τον ιστο /
και τωρα περιμένω να φαγωθω ...
Νομιζα πως ησουν η Αριαδνη μου

 Ομως , ησουνα η Αραχνη μου