9 Kasım 2014 Pazar

Γέροντας και Γέρος:μία παρατηρηση για την απαξίωση των γηρατειών στην εποχή μας

Στην παραδοσιακή κοινωνία η παράδοση ενείχε και την σημασία του οντολογικου κελύφους προστασίας : Ο Γέροντας ήξερε και φύλασσε την παράδοση γι αυτό ήταν σεβαστός - Τώρα είναι απλώς Γέρος , άχρηστος κατάλληλος γα το Γηροκομείο και την Απόσυρση .. Γιατί; ΜΑ ΓΙΑΤΊ στην παραδοσιακή κοινωνία η παράδοση δεν ήταν απλώς ..εποικοδόμημα αλλά μέρος της ''καθαγιασμένης '' πρακτικής '' καθημερινότητας .. του αγρότη η του κτηνοτρόφου : Η γνώση της παράδοσης δεν ήταν μια ..επουράνια γνώση αλλά μια πρακτική -απαραίτητη- γνώση .. Τώρα η παράδοση εχει γίνει ακριβώς ''παραδοση '' κάτι που μπορεί να διαφυλάξουμε ως έργο τέχνης στο σαλόνι μας αλλά δεν έχει τίποτε να κάνει με την εξαιρετικά περίπλοκη και τεχνολογικά δομημένη καθημερινότητα μας Γιαυτο και ο Γέρος σήμερα δεν είναι πια Γέροντας αλλά σκέτα - αποσαγηνευμένα, αδιάφορα, περιφρονημένοs, Γέρος .. Δεν είναι πια πηγή γνώσης , δεν είναι αξία..................

Λακανικη αριστερα

Λακανικη αριστερα

8 Kasım 2014 Cumartesi

Ζίγκμουντ Μπάουμαν: Η εποχή μας είναι ξανά μια εποχή φόβων πηγη ablogert.blogspot. eagainst.com

Ζίγκμουντ Μπάουμαν: Η εποχή μας είναι ξανά μια εποχή φόβων 

 


Παράξενη αλλά τόσο κοινή και οικεία σε όλους μας είναι η ανακούφιση που νιώθουμε, και η αιφνίδια συρροή ενέργειας και θάρρους, όταν μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα ανησυχίας, αγωνίας, σκοτεινών προαισθημάτων, ημερών γεμάτων φόβο και άγρυπνων νυχτών, αντιμετωπίζουμε τελικά τον πραγματικό κίνδυνο: μια απειλή την οποία μπορούμε να δούμε και να αγγίξουμε. Ή ίσως αυτή η εμπειρία να μην είναι τόσο παράξενη όσο φαίνεται αν, επιτέλους, μαθαίνουμε τι κρυβόταν πίσω από αυτό το ασαφές αλλά πείσμον αίσθημα κάποιου πράγματος φρικτού και προορισμένου να συμβεί, που συνέχιζε να δηλητηριάζει τις μέρες κατά τις οποίες θα έπρεπε να χαιρόμαστε, για κάποιο λόγο όμως δεν μπορούσαμε – και που έκανε τις νύχτες μας άγρυπνες … Τώρα που γνωρίζουμε από που έρχεται το πλήγμα, γνωρίζουμε επίσης, αν μη τι άλλο, τι μπορούμε να κάνουμε για να το αποκρούσουμε – ή τουλάχιστον έχουμε μάθει πόσο περιορισμένη είναι η ικανότητά μας να βγούμε αλώβητοι και τι είδους απώλεια, ή βλάβη, ή πόνο, πρέπει να περιμένουμε.
Όλοι έχουμε ακούσει ιστορίες για δειλούς που έγιναν ατρόμητοι μαχητές όταν αντιμετώπισαν κάποιον «πραγματικό κίνδυνο», όταν η καταστροφή που περίμεναν κάθε μέρα, αλλά μάταια είχαν προσπαθήσει να φανταστούν, επιτέλους ήρθε. Ο φόβος φτάνει στο αποκορύφωμά του όταν είναι διάχυτος, διάσπαρτος, ασαφής, όταν δεν συνδέεται με κάτι, όταν παραμένει αποσπασμένος από την πραγματικότητα και αιωρείται ελεύθερα, χωρίς σαφή αναφορά ή αιτία — όταν μας στοιχειώνει χωρίς ορατό ειρμό ή λόγο, όταν η απειλή που θα έπρεπε να φοβόμαστε μπορεί να αναφανεί φευγαλέα παντού, δεν μπορούμε όμως να την αντικρίσουμε πουθενά. «Φόβος» είναι το όνομα που δίνουμε στην αβεβαιότητά μας: στην άγνοιά μας για την απειλή και για ό,τι πρέπει να κάνουμε – ό,τι μπορούμε και ό,τι δεν μπορούμε να κάνουμε – προκειμένου να τη σταματήσουμε καθ’ οδόν – ή να της αντισταθούμε, αν η αναχαίτισή της ξεπερνά τις δυνάμεις μας.
Η εμπειρία της ζωής στην Ευρώπη του 16ου αιώνα – στο χρόνο και στον τόπο όπου η μοντέρνα εποχή μας ήταν έτοιμη να γεννηθεί – συνοψίστηκε κοφτά, και θαυμάσια, από τον Lucien Febvre σε τέσσερις μόνο λέξεις: «Peur toujours, peur partout» («φόβος πάντα, φόβος παντού»). Ο Febvre συνέδεσε την πανταχού παρουσία του φόβου με το σκοτάδι, που άρχιζε έξω από την πόρτα της καλύβας και σκέπαζε τον κόσμο έξω από το φράκτη του αγροκτήματος. Στο σκοτάδι μπορούν να συμβούν τα πάντα, ουδείς όμως γνωρίζει τι ακριβώς θα συμβεί τελικά: το σκοτάδι δεν είναι η αιτία του φόβου, είναι όμως το φυσικό περιβάλλον της αβεβαιότητας – κι επομένως του φόβου.
Η νεωτερικότητα επρόκειτο να είναι το μεγάλο άλμα προς τα εμπρός: μακριά από το φόβο και προς έναν κόσμο απαλλαγμένο από την τυφλή και αδιαπέραστη μοίρα – αυτό το θερμοκήπιο φόβων. Όπως συλλογιζόταν ο Βίκτωρ Ουγκό, νοσταλγικά και με λυρική διάθεση εν προκειμένω: ωθημένη από την επιστήμη («ο θρόνος της πολιτικής θα μεταμορφωθεί σε θρόνο της επιστήμης»), θα έρθει μια εποχή που θα δώσει τέλος στις εκπλήξεις, τις συμφορές, τις καταστροφές – αλλά και τέλος στις διενέξεις, τις αυταπάτες, τους παρασιτισμούς… Με άλλα λόγια, μια εποχή που θα δώσει τέλος σέ όλα αυτά τα υλικά από τα οποία φτιάχνονται οι φόβοι.
Ό,τι έμελλε όμως να είναι μια οδός διαφυγής, αποδείχθηκε τουναντίον μια μακρά παράκαμψη. Πέντε αιώνες μετά, σε μας που βρισκόμαστε στο άλλο άκρο του πελώριου νεκροταφείου ρημαγμένων ελπίδων, η ετυμηγορία του Febvre ηχεί – ξανά – εντυπωσιακά ταιριαστή και επίκαιρη. Η εποχή μας είναι, ξανά, μια εποχή φόβων.
_________________________________________________________
Πηγή: Ζίγκμουντ Μπάουμαν, Ρευστός Φόβος, Εισαγωγή: Σχετικά με την καταγωγή, τη δυναμική και τις χρήσεις του φόβου, Μετ. Γιώργος Καράμπελας, Εκδόσεις Πολύτροπον 2077

στα παλια καφενεια που εχουν απομεινει ( ελπίζω να μη με μαλώσει ο κύριος Ράμφος που δεν αξιοποιησα τον χρόνο μου σωστά)





αφήνουμε κομμάτια της καρδιάς
στ'αδεια πιατάκια του καφέ
τα σωθικά
 τα μάτια
 και Υστερα
 την τελευταία φορεσιά
αφηνουμε ,το σωμα μας,
μενουμε μόνοι ,
τυφλοι,γυμνοι, με την ψυχή μας
στα καφενεια
τα παλιά
που εχουν απομείνει

ο ΜΑΙΤΡ ΚΑΙ Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ · Τα αγαπημένα βιβλία των λογοκριτών του Κωνσταντίνου Τζήκα αναδημοσιευση απο το athens voice.gr


για να το δειτε ολο το αρθρο κλικ εδω 
ο ΜΑΙΤΡ ΚΑΙ Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ·

απσοπασματα 

 βιβλίο μεν, βαρέως λογοκριμένο δε.
image
Ταλαντούχος και ταλαιπωρημένος: Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ (1891-1940)
«Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα» διαδραματίζεται στη Μόσχα του 1929. Ο Διάβολος, με το όνομα «Βόλαντ» και τους γοητευτικούς τρόπους ενός αριστοκρατικού ξένου, καταφθάνει στη Μόσχα μαζί την παράξενη συνοδεία του από πλάσματα: τον λακέ με το μονόκλ Κοροβιέφ, τον υπερμεγέθη και νοήμονα μαύρο γάτο Μπεεμόθ, τον αγριωπό κοντοπίθαρο με υπερφυσικούς κυνόδοντες Αζαζέλο, τον φρικιαστικό Αμπαντόνα, τη βαμπίρ Χέλα. Όλοι μαζί, τρομοκρατούν ή εξαφανίζουν αξιωματούχους του καθεστώτος, σοκάρουν ή σκανδαλίζουν το κοινό με ακραίες ταχυδακτυλουργικές παραστάσεις και γενικά σπέρνουν το χάος – αλλά κάτω από όλα αυτά υποβόσκει το μαύρο χιούμορ του Μπουλγκάκοφ. Στην ιστορία τους εμπλέκεται και μία νεαρή γυναίκα, η Μαργαρίτα, που προσπαθεί να εντοπίσει τον εξαφανισμένο εραστή της (ο «Μαιτρ» του τίτλου) και κλείνει μια συμφωνία με τον Βόλαντ, ενώ υπάρχει και μία παράλληλη αφήγηση που εξελίσσεται στα χρόνια του Ποντίου Πιλάτου με περισσότερο φιλοσοφικές και θρησκευτικές προεκτάσεις που ανάγει το βιβλίο σε πολυεπίπεδο magnum opus.
nimage
Άνω, η πρώτη δημοσίευση σε συνέχειες του "Μαιτρ" στο περιοδικό "Μασκβά" (Μόσχα), 1966. Κάτω, η πρώτη έκδοση του βιβλίου στα ρωσικά από τις εκδόσεις YMCA (1967). Αμφότερα λογοκριμένα
image
O Διάβολος (Βόλαντ) και δύο από τα τσιράκια του, ο μέθυσος γάτος Μπεεμόθ και ο λακές Κοροβιέφ. Κανένα άλλο βιβλίο ίσως του 20ου αιώνα δεν έχει εμπνεύσει τόσα πολλά εικαστικά έργα, από σκίτσα μέχρι πίνακες και κόμικς, όσο ο "Μαιτρ"
image
Ο μαύρος γάτος Μπεεμόθ, με ένα όπλο ανά χείρας, είναι ίσως η πιο φιγούρα που έχει ταυτιστεί περισσότερο από κάθε άλλη με το βιβλίο. Έμπνευση του Μπουλγκάκοφ φαίνεται πως ήταν ο Παπουτσωμένος Γάτος. Η συντριπτική πλειοψηφία των εκδόσεων που κυκλοφορούν έχουν τον Μπεεμόθ στο εξώφυλλο. Η άνω έκδοση είναι η πρώτη μετάφραση του "Μαιτρ" στα αγγλικά από την Grove Press (1967). Η εικονογράφηση του Μέρσερ Μάγιερ έχει έκτοτε αναπαραχθεί σε πολλά άλλα εξώφυλλα
Ο Μπουλγκάκοφ ήταν ήδη 27 χρόνια πεθαμένος όταν ο «Μαιτρ» πρωτοεκδόθηκε σε μορφή βιβλίου. Ίσως να μην πίστευε πραγματικά πως το αριστούργημά του θα έβγαινε ποτέ. Ένα βιβλίο που αποτελεί μία δριμεία, απροκάλυπτη σάτιρα στο σοβιετικό – σταλινικό – καθεστώς, στη γραφειοκρατία του, στη διαφθορά και ευνοιοκρατία του, δεν είχε πολλές ελπίδες να δει ζωή στην πατρίδα του, την ΕΣΣΔ.
Άλλωστε, ο Μπουλγκάκοφ δεν ευτύχησε να δει πολλά έργα του να επιβιώνουν ανέπαφα από τη λογοκρισία. Ενσάρκωση του παραδόξου ο ίδιος – ένας συγγραφέας που απολάμβανε καλές σχέσεις με τον Στάλιν, αλλά υπήρξε σθεναρός πολέμιος των αξιωματούχων του κόμματος και του σοβιετικού Τύπου και συνεπώς και αποδέκτης της δικής τους εχθρότητας – ο Μπουλγκάκοφ, μέχρι το τέλος της ζωής του, είδε να απαγορεύονται τα περισσότερα θεατρικά του έργα και ο ίδιος να διασύρεται συστηματικά από τον Τύπο.
image
Τρεις από τους βασικούς χαρακτήρες του βιβλίου, η Μαργαρίτα, ο Κοροβιέφ και ο γάτος Μπεεμόθ. Από πανέμορφο εξώφυλλο ρωσικής έκδοσης του 2007, σε σχέδιο Πάβελ Ορνινιάνσκι
Όταν το 1919, ο Μπουλγκάκοφ άρχισε, στα 28 του, να γράφει λογοτεχνία, είχε ήδη μία καριέρα πίσω του ως στρατιωτικός γιατρός – και μία μελλοντική ως γραμματέας μίας κυβερνητικής υπηρεσίας. Πολύ γρήγορα, όμως, απέκτησε μία φήμη «αντικαθεστωτικού», με το έργο του «Τα Μοιραία Αυγά», μία νουβέλα επιστημονικής φαντασίας που αποτελεί συγχρόνως μία σάτιρα του σοβιετικού καθεστώτος. Ξαφνικά η κυβέρνηση άρχισε να παρακολουθεί τις κινήσεις του με μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς ο συγγραφέας μπήκε σε μια μαύρη λίστα για ένα βιβλίο που θεωρήθηκε «επικίνδυνο» και «αντισοβιετικό». Ποτέ ξανά δεν θα εκχωρούταν άδεια στον Μπουλγκάκοφ να βγει από τη χώρα.
imageimage
Τρεις από τις δαιμονικές οντότητες που πλήττουν την άθεη Μόσχα: ο νοήμων γάτος Μπεεμόθ, ο κόλακας Κοροβιέφ και η βρυκόλακας Χέλα
Το 1926, με όλους τους εκδοτικούς οίκους να απορρίπτουν το χειρόγραφο του μυθιστορήματός του «Η Καρδιά Ενός Σκύλου», ο Μπουλγκάκοφ επιχείρησε να το ανεβάσει στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας. Όμως, προτού ανέβει, τα αντίτυπα του χειρόγραφου κατασχέθηκαν μετά από επιδρομή της αστυνομίας. Χρειάστηκε η μεσολάβηση του Μαξίμ Γκόρκι, καλού φίλου του Μπουλγκάκοφ, για να επιστραφούν στον συγγραφέα. Αργότερα, το εν λόγω βιβλίο κυκλοφόρησε στην ΕΣΣΔ μόνο μέσα από το δίκτυο παράνομων εκδόσεων, τα περίφημα samizdat, και δεν εκδόθηκε "κανονικά" παρά μονάχα το 1987.
image
Μπεεμόθ και Αζαζέλο, σε στυλ που παραπέμπει σε σοβιετικές αφίσες. Έργο του Κρίστοφερ Κον Ασκιού