8 Kasım 2014 Cumartesi

το ...''Μηδέν ''-τάχα μου- χρεος της Χούντας'' και....άλλαι ιστορίαι

στο 8. 14 λεει ο ...''φιλοσοφος'' το απολυτως ψευδες  '' Η χουντα αφησε ΜΗΔΕΝ  δημοσιο χρεος''....



https://www.youtube.com/watch?v=NOdsf8stEK0






http://www.topontiki.gr/.../63414/Ta-foumara-ton-xountaion



Κρατάει τέσσερις δεκαετίες το σλόγκαν των φιλοχουντικών, φιλοβασιλικών και χρυσαυγιτών ότι η δικτατορία των...
topontiki.gr

Σύµφωνα µε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, λοιπόν, το 1974 το δηµόσιο χρέος είχε ανέβει στο 20,8% επί του ΑΕΠ, στα 114 δισ. δρχ. εκείνη τη χρονιά, µε τον εσωτερικό κι εξωτερικό δανεισµό να γιγαντώνονται. Το χρέος ξεκίνησε από 37,8 δισ. δρχ. το 1967, ενώ το 1973 ήταν ήδη στα 87 δισ., µε το έλλειµµα στο εµπορικό ισοζύγιο να είναι 4,5 φορές ψηλότερο και τις καταθέσεις, παρά τις διαρκείς τονωτικές ενέσεις των Ελλήνων µεταναστών, να µειώνονται δραµατικά µετά το 1970. Ο πληθωρισµός κάλπαζε, το πραγµατικό εισόδηµα µειωνόταν, οι φόροι έκαναν επέλαση, το ίδιο και η ακρίβεια.
.......................................
Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ,
τεύχος 1792 στις 24 Δεκεμβρίου 2013
Το Ποντίκι
Τα φούμαρα των χουνταίων...

Κρατάει τέσσερις δεκαετίες το σλόγκαν των φιλοχουντικών, φιλοβασιλικών και χρυσαυγιτών ότι η δικτατορία των Συνταγµαταρχών παρέδωσε µια «παρθένα» οικονοµία, δίχως κανένα χρέος.
Το ίδιο πολυφορεµένο παραµύθι ακούστηκε και στο τελευταίο βίντεο, µε πρωταγωνιστή τον προφυλακισµένο Νίκο Μιχαλολιάκο, όταν σε µια ταβέρνα παραληρούσε ως συνήθως: «Επί 21ης Απριλίου τούς άφησε µε µηδέν χρέος και κατάντησαν τα πράγµατα… εκεί τα κατάντησαν. Τα λένε οι ίδιοι…, τα οµολογούν, η γενιά του Πολυτεχνείου».
Φυσικά, ο οποιοσδήποτε άνθρωπος µε στοιχειώδη λογική και την ελάχιστη κατάρτιση θα µπορούσε να υποθέσει, δίχως να γνωρίζει καν τίποτα παραπάνω, ότι θα ήταν αδύνατο ένα χρέος που τρέχει κι αυξάνεται από καταβολής ελληνικού κράτους να εξαφανιστεί ή έστω να φρεναριστεί και να µειωθεί για µια εφταετία, ειδικά από µια χούντα ασυδοσίας και ασχετοσύνης. Η αλήθεια, λοιπόν, είναι ότι η χούντα τα έκανε µαντάρα και στα οικονοµικά. Με το δηµόσιο ταµείο να πηγαίνει κατά διαόλου. Χειρότερα από πριν και µετά. Και ο µεγαλύτερος µύθος απ’ όλους ήταν αυτός της ανάπτυξης. Ουδεµία χειροπιαστή ανάπτυξη υπήρξε επί εφταετίας. Το αντίθετο…
Εκτός κι αν µπορεί να θεωρηθεί επίτευγµα το (απογοητευτικό) +0,9%, τη στιγµή που όλη η Αθήνα χτιζόταν, οι Έλληνες µετανάστες και οι ναυτικοί τόνωναν τις καταθέσεις µε δεκάδες χιλιάδες εµβάσµατα από το εξωτερικό, ενώ η Ελλάδα από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 προσπαθούσε να σηκώσει για πρώτη φορά κεφάλι, ύστερα από την Κατοχή, τον Εµφύλιο και την κατάµαυρη δεκαετία του ’50. Μόνο οι υπερεργολάβοι και οι ρουφιάνοι πλούτισαν, λοιπόν, στην οδυνηρή εφταετία σκανδάλων…

Χουντικοί µύθοι
Το «Π» ρίχνει κλοτσιά µια για πάντα σ’ αυτές τις µυθοπλασίες περί «καλής» οικονοµίας επί χούντας. Και, µάλιστα, µε ντοκουµέντα. Με δηµοσιεύµατα ακριβώς απ’ αυτήν την εποχή. Επί δικτατορίας! Τότε, δηλαδή, που η λογοκρισία έδινε κι έπαιρνε. Και τα παρουσιάζουµε αυτά τα δηµοσιεύµατα της επταετίας, ακριβώς επειδή σίγουρα υπάρχουν ακόµα άπιστοι Θωµάδες.
Σύµφωνα µε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, λοιπόν, το 1974 το δηµόσιο χρέος είχε ανέβει στο 20,8% επί του ΑΕΠ, στα 114 δισ. δρχ. εκείνη τη χρονιά, µε τον εσωτερικό κι εξωτερικό δανεισµό να γιγαντώνονται. Το χρέος ξεκίνησε από 37,8 δισ. δρχ. το 1967, ενώ το 1973 ήταν ήδη στα 87 δισ., µε το έλλειµµα στο εµπορικό ισοζύγιο να είναι 4,5 φορές ψηλότερο και τις καταθέσεις, παρά τις διαρκείς τονωτικές ενέσεις των Ελλήνων µεταναστών, να µειώνονται δραµατικά µετά το 1970. Ο πληθωρισµός κάλπαζε, το πραγµατικό εισόδηµα µειωνόταν, οι φόροι έκαναν επέλαση, το ίδιο και η ακρίβεια.



Τζάµπα… εργολάβοι
Ακόµα και µια ελαφριά µείωση του εξωτερικού δανεισµού ήταν τεχνητή, αφού οι εργοληπτικές εταιρείες έπαιρναν τα δάνεια από το εξωτερικό µε εγγύηση ελληνικού ∆ηµοσίου και στη συνέχεια γίνονταν ανάδοχες των δηµόσιων έργων, µε παραχώρηση των δανείων στο ελληνικό κράτος. ∆εκάδες τέτοια δάνεια - συµβάσεις έγιναν και µ’ αυτήν την πατέντα - µετατροπή και το χρέος φαινόταν ως «εσωτερικό». Καραµπινάτη δηµιουργική λογιστική, δηλαδή, του «µυστράκια» Παττακού και τον οµοϊδεατών του.
Από το 1971, λοιπόν, η κατάσταση στην οικονοµία δεν µπορούσε να κρυφτεί άλλο. ∆εν θα ήταν, µάλιστα, υπερβολή να πούµε ότι τότε άρχιζε να χτίζεται πια για τα καλά η λερναία ύδρα του χρέους.
Στις 6.4.1971 οι εφηµερίδες δηµοσιεύουν: «Αύξηση κατά 23,5% σηµείωσε το δηµόσιο χρέος εντός του πρώτου 5µήνου του 1970, έναντι του 1969, κι έφθασε τα 58,3 δισεκατοµµύρια δρχ. τον Μάιο του περασµένου έτους, έναντι 47,2 που ήταν τον Μάιο του 1969, σύµφωνα µε στοιχεία της ΕΣΥΕ».
Στις 22.9.1971 υπάρχει στα «Νέα» οικονοµική ανάλυση του Κωνσταντίνου Κόλµερ, όπου διαβάζουµε ότι «ναι µεν σηµειώθηκε το 1970 µια επιβράδυνση στην αύξηση του ρυθµού αυξήσεως του χρέους στο 12% έναντι 25% του 1969 (σ.σ.: πάλι επί χούντας είχε εκτιναχθεί, δηλαδή), όµως σηµειώθηκε µια ουσιώδης αύξηση του κρατικού δανεισµού µε έντοκα γραµµάτια και διπλασιασµός του δανεισµού σε συνάλλαγµα». Παρατίθενται, µάλιστα, και αποκαλυπτικά στοιχεία για το δηµόσιο χρέος από το 1958, µε πηγή πάντα τη στατιστική υπηρεσία:

∆ΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ ΣΕ ∆ΙΣ. ∆ΡΧ.
1958........................................................3,5
1959........................................................8,0
1960........................................................9,7
1961......................................................11,6
1962......................................................13,1
1963......................................................17,6
1964......................................................21,4
1965......................................................25,4
1966......................................................32,0
1967......................................................37,8
1968......................................................45,3
1969......................................................56,7
1970......................................................63,7

Από το 1966, δηλαδή, που το χρέος ήταν 32 δισ., διπλασιάστηκε µέχρι το 1970 στα 63,7 δισ.
Σύµφωνα, εξάλλου, µε στοιχεία του ∆εκεµβρίου του 1971, υπήρξε «αύξηση των εισαγωγών µ’ έναν ρυθµό 15% περίπου, µε ταυτόχρονη µείωση των εξαγωγών κατά 5%, διαφορά που διεύρυνε το έλλειµµα του εµπορικού ισοζυγίου». Πάτωναν οι εξαγωγές, θέριευαν οι εισαγωγές…
Το 1972 ο Τύπος βοούσε πια για την τραγική κατάσταση της οικονοµίας. Στις 13.9.1972 τα «Νέα» έγραφαν στον τίτλο του ρεπορτάζ τους: «Κατά 7,7 δισ. αυξήθηκε το 1971 το δηµόσιο χρέος». Και συνέχιζαν:
«Αυξήθηκε κατά 7,7 δισεκατοµµύρια δραχµές το δηµόσιο χρέος της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του 1971. Σύµφωνα µε τα στατιστικά στοιχεία του τελευταίου τεύχους του ∆ελτίου Στατιστικής ∆ηµοσίων Οικονοµικών, κατά το τέλος του 1971 το συνολικό δηµόσιο χρέος ανήλθε σε 71,4 δισ. δραχµές». Από 63,7 που ήταν το 1970!
Με τη σηµείωση ότι µειώθηκε κατά 600 εκατ. δρχ. το χρέος σε ξένο νόµισµα και αυξήθηκε κατά 1,8 δισ. το χρέος σε εγχώριο νόµισµα. Με την πατέντα, που λέγαµε.
Στον «Οικονοµικό Ταχυδρόµο», στις 15.2.1973, τα σηµάδια κατρακύλας της οικονοµίας συνεχίζονται: «Μεταξύ Μαΐου 1971 και 1972 το δηµόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 7.118 εκατ. δρχ. ή σε ποσοστό 10% κι έφθασε στο ύψος των 73.806 εκατ. δρχ.».



«Θυσίες και κόστος»
Το πιο ενδιαφέρον άρθρο όλης εκείνης της εποχής το ξετρυπώσαµε στο «Βήµα». Στις 20.10.1973 υπήρχε πρωτοσέλιδη ανάλυση µε τίτλο «Ο απολογισµός µιας εξαετίας, θυσίες και κόστος». Τα στοιχεία δείχνουν ότι αυτά τα περί «µηδενικών χρεών» δεν µπορούν να λέγονται ούτε γι’ αστείο. Πιο τρανταχτή διαπίστωση; Ότι στην εξαετία της δικτατορίας το εξωτερικό χρέος έγινε 1,5 φορά µεγαλύτερο απ’ όσο είχε φθάσει σε διάστηµα 145 χρόνων. Από καταβολής ελληνικού κράτους! Ιδού τα σηµαντικότερα αποσπάσµατα:
♦  «∆ιαπιστώθηκε στο προηγούµενο σηµείωµα ότι από τα προβαλλόµενα σαν επιτεύγµατα της οικονοµικής της εξαετίας, η µεν οικονοµική σταθερότητα όχι µόνο δεν εξασφαλίστηκε, αλλά αντίθετα διαταράχθηκε κατά τρόπο επικίνδυνο, η αύξηση του συναλλαγµατικού αποθέµατος είναι εικονική και οφείλεται στο δανεισµό από το εξωτερικό, ο δε ρυθµός αναδιάρθρωσης της οικονοµίας υπήρξε κατώτερος των δαπανών και δυσαναλόγως µικρότερος σε σχέση µε το παρελθόν».
♦ «Η µόνη διαφορά έναντι του παρελθόντος είναι η αποκληθείσα µε µετριοφροσύνη «ταχύρρυθµη ανάπτυξη», δηλαδή η επίτευξη πρόσθετου ρυθµού ανάπτυξης έναντι του παρελθόντος κατά 0,9% τον χρόνο, σύµφωνα µε τα επίσηµα στοιχεία. Ποιες όµως υπήρξαν οι θυσίες για να καταλήξουµε σ’ αυτό το ασήµαντο ποσοτικά και ανεπαρκές ποιοτικά ποσοστό ετήσιας αύξησης του εισοδήµατος;».
♦ «Μια από τις σπουδαιότερες θυσίες της εξαετούς περιόδου που προορίζεται να επηρεάσει δυσµενώς τις εξελίξεις της οικονοµίας στο µέλλον είναι η αύξηση του εξωτερικού χρέους της οικονοµίας. Το συνολικό εξωτερικό χρέος της Ελλάδας όπως είχε διαµορφωθεί µε τις ρυθµίσεις των προπολεµικών χρεών ανερχόταν από το 1821 µέχρι και το 1966 σε 1.110 εκατ. δολάρια περίπου».
♦ «Μέσα σε έξι χρόνια το χρέος αυτό ξεπέρασε τα 2.700 εκατ. δολάρια, χωρίς να υπολογίζονται οι καταθέσεις σε συνάλλαγµα από το εξωτερικό. Ήρκεσαν, δηλαδή, έξι χρόνια για να γίνει το εξωτερικό χρέος της χώρας 1,5 φορά µεγαλύτερο απ’ όσο είχε φθάσει σε διάστηµα 145 χρόνων. Και αυτό για έναν πρόσθετο ρυθµό ετήσιας αύξησης 0,9%».
♦ «Ακόµα και το δηµόσιο εξωτερικό χρέος που από την εθνική ανεξαρτησία ως το 1966 δεν ξεπερνούσε τα 300 εκατοµµύρια δολάρια έφθασε κατά την τελευταία εξαετία τα 700 εκατ. δολάρια, το δε εσωτερικό δηµόσιο χρέος από 32 δισ. δρχ. φθάνει τώρα περίπου τα 80 δισ. Ας σηµειωθεί ότι τώρα µέρος των δανείων του κεντρικού προϋπολογισµού πραγµατοποιείται µέσω Τραπέζης Ελλάδος και δεν εµφανίζεται στους λογαριασµούς του δηµόσιου χρέους»!



Οι πλούσιοι, πλουσιότεροι
Και συνέχιζε η εφηµερίδα στον απολογισµό που έκανε τον Οκτώβριο του 1973 µε το εµπορικό ισοζύγιο: «Η δεύτερη µεγάλη θυσία της ελληνικής οικονοµίας κατά την περίοδο αυτήν υπήρξε η θεαµατική διόγκωση του εµπορικού ισοζυγίου. Το έλλειµµα του εµπορικού ισοζυγίου από 745 εκατ. δολάρια προβλέπεται ότι θα φτάσει τελικά το τέλος του 1973 τα 2.600 εκατ. δολάρια, δηλαδή περίπου θα τετραπλασιασθεί. Εκείνο πάντως που είναι άκρως ανησυχητικό είναι η αλµατική αύξηση των εισαγωγών που από 1.150 δισ. το 1966 προβλέπεται να φθάσει τα 3.500 τουλάχιστον το 1973. Η αύξηση αυτή των εισαγωγών αντανακλά αφενός µεν τον χαµηλό βαθµό ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονοµίας, αφετέρου δε την ανεπάρκεια της εγχώριας παραγωγής».
Στη συνέχεια διαβάζουµε ότι οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι: «Ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας της οικονοµίας περιορίστηκε. Τα συµπτώµατα κερδοσκοπίας εντάθηκαν. Έχει ήδη σηµειωθεί ένταση στην ανισοκατανοµή µε την αύξηση της µερίδας των κερδών έναντι της µερίδας των µισθών στο εθνικό εισόδηµα. Πρέπει να προστεθεί ότι η τελευταία πληθωριστική διαδικασία δεν έθιξε τα υπέρογκα κέρδη της περιόδου αυτής».
Μόλις λίγες εβδοµάδες µετά την πτώση της χούντας, ο οικονοµολόγος Αδαµάντιος Πεπελάσης δηµοσιεύει άρθρο του (2.8.1974), στο οποίο κάνει λόγο για ξεπούληµα της Ελλάδας στα ξένα κεφάλαια από τους Συνταγµατάρχες:
«Η ανάπτυξη της επταετίας είχε αντιλαϊκό χαρακτήρα. Η µεγάλη µάζα δηλαδή επωµίσθηκε το βάρος της ανάπτυξης, καρπώθηκε τα λιγότερα ωφελήµατα κι έφερε το κόστος των διάφορων αντιφατικών και συγκυριακών µέτρων για την προσπάθεια επαναφοράς της οικονοµίας σε σχετική σταθερότητα και ισορροπία. Ιδιαίτερα τα µέτρα των τελευταίων 12 µηνών ήταν εξοντωτικά για τα µικρά εισοδήµατα.
Η άνοδος των τιµών κατά 40%-45% το 1973 (και κατά 9% για το πρώτο εξάµηνο του 1974) υπερκάλυψε την αύξηση των αστικών εισοδηµάτων ενώ το αγροτι κό εισόδηµα άρχισε να συρρικνώνεται σηµαντικά. Οι ξένες παραγωγικές επενδύσεις µειώνονται εντυπωσιακά. Ενώ στην περίοδο 1965-66 εισάγονται 200 εκατ. δολάρια για παραγωγικές επενδύσεις, σ’ όλη την επταετία 1967-1973 εισάγεται πραγµατικά το µισό περίπου της προηγούµενης επταετίας. Τα άλλα ξένα κεφάλαια που εισέρρευσαν ήταν ΑΝΤΑΛΛΑΓΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΞΕΠΟΥΛΗΜΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ - αγορά γης, οικοπέδων και παρόµοια».
Τελικά, αυτά τα περί «οικονοµικού θαύµατος της χούντας» δεν είναι απλά παραµύθια της Χαλιµάς, αλλά όσοι τα λένε προσπαθούν να βγάλουν λάδι, γκεµπελικά και προκλητικά, µια καταστροφική οικονοµική περίοδο που βάλτωσε τη χώρα σε όλα τα επίπεδα… Και το ότι κάποιοι θέλουνε να ξεχνάνε τόσο εύκολα, είτε επειδή είναι ωφεληµένοι από σκοτεινές περιόδους σαν την εφταετία είτε επειδή έστω είναι ανιστόρητοι, δεν πάει να πει ότι όλοι έχουµε πάθει µαζικό Αλτσχάιµερ και οµαδική τύφλωση…
 Συνεχιζεται..(  σε οτι αφορά  τα  υπολοιπα της  ομιλιας του κυριου Ραμφου..)

6 Kasım 2014 Perşembe

Τι πληροφορηθήκαμε χτες από νεοσύστατη πολιτική δύναμη; Το εξής απίστευτα αναληθές: ότι τις εκλογές για ΠΥΣΔΕ, ΑΠΥΣΔΕ, ΚΥΣΔΕ τις διοργανώνουν οι ..........συνδικαλιστές των εκπαιδευτικών...

Τι πληροφορηθήκαμε χτες από νεοσύστατη πολιτική δύναμη; Το εξής απίστευτα αναληθές: ότι τις εκλογές για ΠΥΣΔΕ, ΑΠΥΣΔΕ, ΚΥΣΔΕ τις διοργανώνουν οι ..........συνδικαλιστές των εκπαιδευτικών... και  όταν αποκαλύφθηκε ότι λέγαν απροκάλυπτα ΨΕΥΔΉ  εις  βάρος χιλιάδων εκπαιδευτικών δεν είχαν καν την αξιοπρέπεια να ζητήσουν   μια συγνώμη...  Αυτοί   που θεωρούν τον εαυτό τους ...''ελπιδα του τοπου''

5 Kasım 2014 Çarşamba

Το sinthome (σύνθωμα) Στο ντιβάνι με το Λακάν


Σάββατο, 24 Νοεμβρίου 2012

Το sinthome (σύνθωμα)


                                                       
                                      O βορρόμειος κόμβος. Με Σ σημειώνεται το σύνθωμα (sinthome)


Το τέλος της ανάλυσης ορίστηκε με αρκετούς και διαφορετικούς τρόπους μέσα από τη λακανική διδασκαλία (Μιλλέρ,2007:219). Αρχικά ως τέλος της ανάλυσης ορίστηκε η υπέρβαση του συμπτώματος μέσω της ερμηνείας του. Αργότερα ως τέλος της ανάλυσης τέθηκε η έκπτωση της φαντασιακής ταύτισης και της συμβολικής (φαλλικής) ταύτισης. Στην συνέχεια το τέλος της ανάλυσης ορίστηκε με βάση την υπέρβαση της φαντασίωσης. Στην τελευταία επεξεργασία της λακανικής διδασκαλίας, το τέλος της ανάλυσης ορίζεται με βάση το σύμπτωμα που εμμένει. Στη συνέχεια θα εξηγήσουμε γιατί ο Λακάν πέρασε από τον ορισμό του τέλους της ανάλυσης με την διέλευση της φαντασίωσης , στον ορισμό της ως ταύτισης με το σύμπτωμα ή σύνθωμα (sinthome).
Η διέλευση της φαντασίωσης ισοδυναμεί με την αποεπένδυση της φαντασίωσης από την jouissance. Ωστόσο τίθεται το ερώτημα τι γίνεται αυτή η jouissance εφόσον σύμφωνα με τον Φρόυντ η libido είναι μια σταθερή ποσότητα και  δεν είναι δυνατή η έκπτωσή της. Έτσι το ερώτημα που τίθεται είναι που επαναεπενδύεται η jouissance μετά τη διέλευση της φαντασίωσης και το πέρας της ανάλυσης (Μιλλέρ,2007:219). Επίσης ένα άλλο σημαντικό ερώτημα που ανακύπτει είναι τι γίνεται με το υποκείμενο που ενώ έχει διέλθει της φαντασίωσής του, το βασικό του σύμπτωμα εμμένει. Για να απαντηθούν αυτά τα ερώτηματα ο Lacan δημιουργεί τη διαδικασία του περάσματος (passé) δηλαδή την μαρτυρία του υποκειμένου σχετικά με το πώς βιώνει την ενόρμηση μετά την διέλευση της φαντασίωσης και πως διαχειρίζεται το βασικό του σύμπτωμα, που εμμένει .  Ο Λακάν  στις τελευταίες σελίδες του Σεμιναρίου XI υποστηρίζει ότι πέραν της φαντασίωσης δεν υπάρχει παρά η ορμή του θανάτου γύρω από ένα sinthome.
Έτσι η διέλευση της φαντασίωσης είναι συνεπώς αυστηρά σύστοιχη προς την ταύτιση με ένα sinthome (Ζίζεκ,2006:209). Το υποκείμενο ταυτίζεται με μη αναστρέψιμο τρόπο με το sinthome, «παραδίδεται» σε αυτό, επανακαταλαμβάνει την θέση που «ήταν» (Zizek,1998:166). Έτσι πρέπει να ερμηνευτεί η φροϋδική προτροπή Wo es war, soll ich werden δηλαδή εσύ το υποκείμενο οφείλεις να ταυτιστείς με τη θέση όπου ήταν το σύμπτωμά σου (Ζίζεκ,2006:136). Το sinthome δίνει στο υποκείμενο την ελάχιστη συνεκτικότητα. Το υποκείμενο ταυτιζόμενο με το sinthome είναι κάτι παρά τίποτα, γεγονός που θα τον οδηγούσε στην τρέλα και την κατάρρευση (Zizek,1998:40) .Το νέο υποκείμενο που παράγεται μέσα από την ταύτιση με το sinthome δεν είναι ένας αυθεντικός εαυτός, ένα αυθεντικό υποκείμενο που αναδύεται μέσα από την διέλευση της φαντασίωσης. Το υποκείμενο ποτέ δεν υπήρξε αυθεντικό για να αποκαλυφθεί  ως τέτοιο.
 Ταύτιση με το σύμπτωμα όπως εξηγεί ο Ζίζεκ στο νέο του βιβλίο Less than nothing (2012) σημαίνει ότι «το υποκείμενο συνειδητοποιεί το σύνθωμά του, μαθαίνει πώς να το χρησιμοποιεί και να το αντιμετωπίζει αντί να το αφήνει να τον καθορίζει πίσω από την πλάτη του» (Zizek,693:2012). Μέσα από την ταύτιση με το σύμπτωμα μπορεί κανείς να φτάσει στο σημείο «να θέλει αυτό που επιθυμεί και να επιθυμεί αυτό που θέλει». «Στο τέλος της ανάλυσης o αναλυόμενος ταυτίζεται με το ανίατο: όχι μόνο βρίσκει κανείς τον εαυτό του σε αυτό αλλά μαθαίνει πώς να το χρησιμοποεί. Το υποκείμενο δεν ανάγεται σε μια ιδιωτική/αυτιστική απόλαυση αλλά συνεχίζει να μιλά, όμως η ομιλία του λειτουργεί ως ένα παιχνίδι με προσποιητά,ως ένα κενό μπλα- μπλα- μπλα που γεννά απόλαυση. Αυτό θα μπορούσε να αποτελεί την λακανική εκδοχή του eppur si muove (κι όμως κινείται). Ακόμη και όταν έχουμε διακρίνει μέσα από τα συμβολικά και φανταστικά προσποιητά, το παιχνίδι συνεχίζεται κάτω από την αμφίεση της κυκλοφορίας της jouis-sens και   το υποκείμενο δεν διαλύεται στην ψυχωτική άβυσσο» (Zizek,693:2012).
Το sinthome είναι ένας νεολογισμός του Lacan που συνειρμικά συνδέεται με το σύμπτωμα, τον συνθετικό- τεχνητό άνθρωπο, τον άγιο, τον άγιο Θωμά. Το sinthome μπορεί να διαβαστεί και ως synth- home με την έννοια μιας τεχνητής κατασκευής του εαυτού. Το σύνθωμα είναι μια σύνθεση γλώσσας και απόλαυσης, είναι μονάδα συμβόλου εμποτισμένου με απόλαυση όπως για παράδειγμα ένα τικ που επαναλαμβάνουμε καταναγκαστικά. Ο Λακάν το αποκαλεί jouis-sens δηλαδή απόλαυση σε νόημα (Ζίζεκ,2006:135).  Με την έννοια του sinthome άρεται η αντίθεση μεταξύ σημαίνοντος και απόλαυσης από τον Λακάν, πρόκειται για την παραδοχή της συνύπαρξής τους, της αλληλεπιχώρησής τους. Το σύμπτωμα σχετίζεται με ένα κρυπτογραφημένο μήνυμα διαλύεται μέσω της ερμηνείας, ενώ το sinthome είναι μια κηλίδα που σχετίζεται με την μη ύπαρξη του υποκειμένου (Zizek,1998:40) και δεν διαλύεται από την ερμηνεία. Το σύμπτωμα σε αντίθεση με τη φαντασίωση δεν υπερβαίνεται. Με το σύμπτωμα πρέπει να ταιριάξουμε, να τα βρούμε μαζί του (Μιλλέρ,2007:219).
Το sinthome λειτουργεί ως Όνομα του Πατέρα, ως ο τέταρτος κρίκος στον βορρόμειο κόμβο, ο οποίος συνδέει το Φανταστικό, Συμβολικό και Πραγματικό. Τη λειτουργία του sinthome, ο Λακάν τη διαπραγματεύεται στο Σεμινάριο ΧΧΙΙΙ. Σε αυτό  υποστηρίζει ότι το λογοτεχνικό έργο του Τζέιμς Τζόυς (James Joyce) αποτελεί το  σύνθωμά του, το οποίο επιτελεί την πατρική λειτουργία υποκαθιστώντας  το ελλείπον Όνομα του πατέρα. Έτσι ο Τζόυς καταφέρνει να αποφύγει την ψύχωση εφόσον το σύνθωμα συγκρατεί τους υπόλοιπους κρίκους του βορρόμειου κόμβου. Το Όνομα του πατέρα σε  αυτό το σημείο της λακανικής διδασκαλίας χάνει την προτεραιότητά του, υποπίπτει σε σύμπτωμα. Το σύνθωμα του Τζόυς, ονομάστηκε από το Λακάν ως νέο εγώ χωρίς όμως να ταυτίζεται με το φαντασιακό εγώ. H διάλυση του συνθώματος θα σήμαινε ότι το υποκείμενο θα οδηγούνταν στην ψυχωτική άβυσσο μέσα από την πλήρη  διάλυση του βορρόμειου κόμβου.

το στάδιο του καθρέφτη και η αλτουσεριανή επιστημολογία του Kraftwerk ανα δημοσιευση απο το Στο ντιβάνι με το Λακάν

Το στάδιο του καθρέφτη και η αλτουσεριανή επιστημολογία


του  Kraftwerk 

Ο Althusser ο οποίος είχε παρακολουθήσει κάποια σεμινάρια του Lacan  επιχειρεί να καταστρώσει μια επιστημολογία που να περιλαμβάνει ως επιστήμες, τόσο τον ιστορικό υλισμό όσο και την λακανική ψυχανάλυση.  Το κείμενο του Altusser, Freud and Lacan (1964) είχε ως στόχο να επιστρατεύσει τον Lacan  ως προνομιακό σύμμαχο στο εγχείρημα  που υπηρετούσε ο ίδιος (Μπαλτάς, 2004) , να καταστρώσει μια επιστημολογία  που θα νομιμοποιούσε διαφορετικά είδη ορθολογικότητας πέρα από αυτό των φυσικών επιστημών.  Όπως θα δείξουμε στην συνέχεια, ο Altusser μέσα από την ανάπτυξη της επιστημολογίας του επιδιώκει να μετασχηματίσει την δομή του υποκειμένου της γνώσης όπως σκιαγραφήθηκε  μέσα από το στάδιο του καθρέφτη σε δομή της γνώσης του υποκειμένου αναδεικνύοντας τα στοιχεία της ψυχανάλυσης που την καθιστούν μια θεωρία γνώσης (Τζαβάρας, 1998).
 Φανταστικό αποτελεί μια δομή που στοχεύει στο να προσφέρει μια ικανοποιητική εξήγηση στο πως συγκροτείται το «Εγώ», η ταυτότητα του υποκειμένου (Dor, 1998).  Ο Φρόιντ υποστήριξε ότι το Εγώ συγκροτείται με βάση έναν πρωτογενή ναρκισσισμό, δηλαδή υποστήριξε ότι η αγάπη για τον εαυτό μας, οδηγεί στην ανάδυση του Εγώ. Ο Lacan (1977) επεξεργάστηκε περαιτέρω το ερώτημα της συγκρότησης του Εγώ και τις απαντήσεις που έδωσε, τις θεωρητικοποίησε  στο λεγόμενο  στάδιο του καθρέφτη. Σύμφωνα  με τον Lacan (Dor, 1998) αρχικά το βρέφος δεν έχει συγκροτημένη ταυτότητα του εαυτού του και του σώματός του που κατακλύζεται από λιβιδικές ενορμήσεις. Η ταυτότητα του βρέφους συγκροτείται από ανομοιογενή στοιχεία χωρίς συνοχή που δίνουν την αίσθηση κομματιάσματος και που επιστρέφουν σε μεγαλύτερη ηλικία ως φαντασιώσεις διαμελισμού. Ο Lacan υποστήριξε ότι η ταυτότητα αποκτάται μέσω της ασυνείδητης μίμησης των γονιών, των συγγενών, των δασκάλων και άλλων οι οποίοι παίζουν τον ρόλο του «καθρέφτη» στον οποίο γίνεται η αναγνώριση του εαυτού μας και η συγκρότηση της εικόνας του σώματός μας ως αδιάσπαστη ολότητα (Μιλέρ, 2003). Η συγκρότηση μιας συνεκτικής ταυτότητας είναι αποτέλεσμα φαντασιακών ταυτίσεων,  αναγνωρίσεων που συνιστούν παραγνωρίσεις και οδηγούν στην αλλοτρίωση του υποκειμένου (Ζίζεκ, 2006).
Η ταυτότητα για τον Lacan (1977) είναι το αποτέλεσμα αναγνώρισης του εαυτού μας στα πρόσωπα των άλλων , οι οποίοι εκλαμβάνονται ως ίδιοι με τον εαυτό μας, δηλαδή η διαδικασία συγκρότησης της ταυτότητας οδηγεί στην παραγνώριση (Dylan, 2005). Οι εικόνες και έννοιες (σημαινόμενα)  που το άτομα ασυνείδητα  αναγνωρίζει ως δικές του και αναπαράγει μέσω της μίμησης, θεωρεί ότι εξ αρχής ανήκουν σε αυτόν και συνιστούν την φυσική του, εγγενή ταυτότητα. Η συγκρότηση του Εγώ προϋποθέτει την ύπαρξη ενός «εσύ» που εκλαμβάνεται με βάση την ομοιότητα (και συμβολίζεται από τον Lacan ως άλλος) δημιουργώντας μιας φαντασιακή σχέση που χαρακτηρίζεται από την δυαδικότητα.  Το Φαντασιακό αποτελεί δομή άχρονη, αιώνια και ασυνείδητη που ο Lacan κάτω από την επιρροή της σωσσυριανής γλωσσολογίας (Saussure, 1979) θα ταυτίσει με την αλυσίδα των σημαινόμενων.
Ο  Althusser επεξεργάζεται μια θεωρία της ιδεολογίας βασισμένη στο Φαντασιακό και στην επιστημολογία του θα διακρίνει την σχέση της ιδεολογίας με τις επιστήμες. Ο Althusser υποστηρίζει ότι η Ιδεολογία αποτελεί δομή που αποτελείται από έννοιες, εικόνες, σύμβολα με συγκεκριμένη λειτουργία (1967).  Η λειτουργία αυτή είναι η έγκληση του υποκειμένου ως τέτοιου, δηλαδή η συγκρότηση της ταυτότητάς του μέσω της Ιδεολογίας η οποία έχει φαντασιακό χαρακτήρα. Η έγκληση του υποκειμένου επιτυγχάνεται μέσω της αναγνώρισης του ατόμου ως υποκειμένου η οποία ωστόσο βασίζεται στην παραγνώριση (σελ 29). Ο Althusser (1971) διαχωρίζει τις ιδεολογίες ως ιστορικά φαινόμενα, από την Ιδεολογία ως υπεριστορική δομή που βασίζεται σε ασυνείδητους μηχανισμούς και συγκροτεί το άτομο ως υποκείμενο και δομεί την κοινωνική πραγματικότητα.
Στο έργο του Philosophy and the Spontaneous Philosophy of the Scientists (1965)  ο Althusser  υποστηρίζει. ότι οι επιστήμονες διακατέχονται από την αυθόρμητη φιλοσοφία την οποία καλεί επιστημονική ιδεολογία και η οποία λειτουργεί ως  πρώτη ύλη (Γενικότητα Ι ) με βάση την οποία θα συγκροτηθεί μια επιστημονική πρακτική . Ονομάζεται αυθόρμητη επειδή η κυριαρχία της, την κάνει αμέσως ολοφάνερη (Althusser,1967) δηλαδή δεν παρέχει δυνατότητες αμφισβήτησης και κριτικής επερώτησης της ισχύος της . Η ιδεολογία των επιστημόνων είναι  αδιαχώριστη από την επιστημονική πρακτική (Althusser ,1965)  και βασίζεται σε μια αναγνώριση. Οι επιστημονικές ιδεολογίες συγκροτούνται μέσα από μια δομή αναγνώρισης, μια κλειστή δομή που περιγράφεται από τον Lacan στο στάδιο του καθρέφτη (Althusser,1965,1971) που Althusser ονομάζει  Ιδεολογία. Οι επιστημονικές ιδεολογίες συνιστούν προτάσεις μη επερωτήσιμες  που επιβάλλονται από εξω-θεωρητικές πρακτικές και ανάγκες (πολιτικές, ηθικές, θρησκευτικές). Με βάση αυτές τις μη επερωτούμενες προτάσεις οι επιστήμονες κατασκευάζουν προβλήματα στα οποία αναγνωρίζουν ως λύση αυτές οδηγώντας στην παραγνώριση (Althusser, 1965). Έτσι η ιδεολογική τοποθέτηση ενός προβλήματος προκρίνει την λύση  που στηρίζεται σε μια ιδεολογική γνώση (μη κριτικά επερωτούμενη)  και την επιβεβαιώνει ( αναγνωρίζει) ως όντως λύση του. Ωστόσο η Ιδεολογία δεν θα πρέπει να θεωρηθεί το αρνητικό της επιστήμης αλλά η κύρια θετική ύπαρξη μιας επιστήμης ως ακριβώς επιστήμης (Μπαλτάς, 2001) αφού είναι συγκροτητική αυτής. Έτσι κατανοούμε πως η λακανική έννοια του Φαντασιακού χρησιμοποιήθηκε στην αλτουσεριανή επιστημολογία ως δομή μέσα από την οποία συγκροτείται η επιστήμη μέσα από διαδικασίες αναγνώρισης και παραγνώρισης.  
Τα ιδεολογικά στοιχεία της επιστήμης την ακολουθούν βουβά μες την ιστορία (Μπαλτάς, 2001) και είναι αξεδιάλυτα από την επιστημονική γνώση κατά αντιστοιχία με το Φαντασιακό και το Συμβολικό που συναρθρώνονται μέσα στο λόγο του υποκειμένου. Κάθε επιστημονικό εννοιολογικό σύστημα είναι έτσι αναπόφευκτα ιδεολογικά διαποτισμένο δηλαδή εγγενώς, επιστημονικά «ακάθαρτο», εγγενώς κοινωνικά προσδιορισμένο (Μπαλτάς,1998). Ρόλος της επιστήμης είναι η διαρκής επερώτηση των άρρητων, ιδεολογικών παραδοχών της, η αναγνώρισή τους και ο αποχωρισμός τους κατά αντιστοιχία με την συμβολοποίηση όπου αναγνωρίζονται οι φαντασιακές ταυτίσεις και στη συνέχεια το υποκείμενο τις αποχωρίζεται. Τέλος σύμφωνα με τον Althusser (Φουρτούνης, 2005) η επιστήμη αυτονομιμοποιείται σε αναλογία με την Συμβολική τάξη που είναι ο λόγος του  Άλλου στο βαθμό που εκείνος μιλάει, δηλαδή είναι αποτέλεσμα κοινωνικής και πολιτισμικής νομιμοποίησης.