21 Ekim 2014 Salı

Page, Gill Οι Έλληνες πριν τους Οθωμανούς - Ο εθνισμός στο ύστερο Βυζάντιο, Εκδοσεις Θύραθεν

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΡΙΝ ΤΟΥΣ ΟΘΩΜΑΝΟΥΣ // Ο ΕΘΝΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΥΣΤΕΡΟ ΒΥΖΑ''Το 1204 η Βυζαντινή αυτοκρατορία κατακτήθηκε από δυτικά στρατεύματα της Τέταρτης Σταυροφορίας, ένα συνασπισμό δυνάμεων που συγκροτήθηκε με πρόσχημα την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων. Το γεγονός υπήρξε κοσμοϊστορικό για τους υπηκόους της Αυτοκρατορίας και άλλαξε δραματικά την εικόνα που είχαν για το κράτος και για τους εαυτούς τους.
Από πολλούς σύγχρονους ιστορικούς υποστηρίζεται ότι στα χρόνια της φραγκοκρατίας δόθηκε το έναυσμα για τη διαμόρφωση ενός ελληνικού πρωτοεθνικισμού που έμελλε, αιώνες μετά, να οδηγήσει στη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους.
Με εργαλείο την θεωρία του εθνισμού, μια σχετικά πρόσφατη θεωρία για τον προνεωτερικό κόσμο, το βιβλίο της Gill Page έρχεται να καταρρίψει τις εθνικιστικές ερμηνείες του παρελθόντος και να αποσαφηνίσει ότι ο εθνισμός και οι εθνοτικές ταυτότητες δεν είναι οι προνεωτερικές μορφές του σύγχρονου εθνικισμού, παρ' όλες τις τυχόν ομοιότητες.
Μια συστηματική ανάλυση των ελληνικών έργων της περιόδου, που προέρχονται και από τα δύο άκρα του κοινωνικού φάσματος, αποκαλύπτει τις νοοτροπίες και ιδεολογίες, και αναδεικνύει άγνωστες πτυχές του ύστερου Μεσαίωνα, εστιάζοντας ιδιαίτερα στις εθνοτικές ταυτότητες των Ελλήνων της εποχής εκείνης και στις σχέσεις τους με τους δυτικούς κατακτητές...'''

αποσπασμα :
 Η πολιτικη ρωμαϊκη ταυτοτητα τον 14ο αιωνα



Παλιά, στις μέρες των Κομνηνών, όπως έδειξε ο Χωνιάτης, η πολιτική ρωμαϊκή ταυτότητα εν πολλοίς συνέπιπτε με την εθνοτική. Ρωμαίοι ήταν όσοι ζούσαν εντός των ορίων της αυτοκρατορίας –πραγματικών ή ιδεατών– και αποδέχονταν την ιδέα της εξουσίας του βασιλέως που έ­δρευε στην Κωνσταντινούπολη. Επιπλέον, η καταγωγή μετρούσε πά­ρα πολύ, καθώς η ταυτότητα περνούσε από γενιά σε γενιά: οι Ρω­μαίοι ανήκαν σε οικογένειες των οποίων οι πρόγονοι ήταν πολιτικώς Ρω­μαίοι, και προσδοκούσαν ότι οι απόγονοί τους στο μέλλον θα ήταν ε­πίσης κατά την ίδια έννοια Ρω­μαίοι. Έτσι, η πολιτική ταυτότητα ήταν επίσης και εθνοτική ταυτότη­τα. Υπήρχαν συγκεκριμένα εθνοτικά γνω­­­ρίσματα τούτης της κληρονομικής ταυτότητας τα οποία αναδείχθηκαν, πιο έντονα από ποτέ, στην α­φή­γη­ση του Χω­νι­ά­τη, της περιόδου αμέσως μετά την άλωση της Κων­­­στα­­ντινούπολης το 1204 – αφήγηση που πρόβαλλε τουλάχιστον τη δυ­­νατότητα μιας ε­θνο­τικής ρωμαϊκής ταυτότητας ανεξάρτητης α­πό την όποια αφοσίωση στην ιδέα της αυ­το­κρατορίας.

Τον 13ο αιώνα υπήρχαν σημάδια ότι η πολιτική ρωμαϊκή ταυτότητα διαχωριζόταν όλο και περισσότερο. Ο Ακροπολίτης ήθελε να την πε­ρι­­ο­­ρίσει μόνο σε όσους παρέμεναν πιστοί στην αυ­τοκρατορία (ή του­λά­χιστον στο κράτος της Νί­και­ας). Όμως το πε­ρι­ε­χόμενο της αφήγη­σής του συχνά τον υ­πο­χρέ­­ω­νε να α­να­γνωρίζει την ύπαρξη Ρωμαίων εκτός της όποιας ρωμαϊκής επικράτειας. Η πολιτική ταυτότητα σ’ αυ­τές τις περιπτώσεις δεν απουσιάζει εντελώς: οι Ρω­μαίοι που ζούσαν υπό την εξουσία των Λατίνων στην Πε­λοπόννη­σο μπο­ρούσαν να αποκαλούνται Ρωμαίοι, διότι ιστορικά υπήρξαν υ­πή­κοοι της αυτοκρατορίας (ιδού η διαγενεακή παράμετρος της πολιτι­κής ταυ­τό­τητας). Είναι όμως ελάσσονος σημασίας ε­δώ, α­ναμ­φίβολα έ­χει υποβαθμιστεί σε δευτερεύον στοιχείο της εθνοτικής ταυτότητας.

Ο Παχυμέρης ήταν πιο πρόθυμος από τον Ακροπολίτη να απο­δε­χτεί την ύπαρξη Ρωμαίων εκτός των συνόρων της αυτοκρατορίας, δηλαδή μια εθνοτική ταυτότητα με ελάχιστο πολιτικό πε­ριεχόμενο, αν και ο τρόπος που ονοματίζει κάποιες ομάδες φανερώνει ότι παραμένει γι’ αυ­­τόν θεμελιακού χαρακτήρα η πίστη στην ιδέα της αυ­­τοκρατορίας. Η πολιτική ρω­μαϊ­κό­τη­τα είναι άκρως σημαντική για τον Παχυμέρη· εί­ναι προφανές ότι πι­στεύει πως η εθνοτική ταυτότητα (η οποία εκ­δη­λώ­νεται μέσω διαφό­ρων δεικτών) θα πρέπει να συμπίπτει με την πολιτική νομιμοφροσύνη στο ρωμαϊκό κράτος. Για τον Παχυμέρη προέχει η ταυ­τό­τη­τα που αποκτά κάποιος εκ γενετής: αν έχεις γεννηθεί Ρω­­μαίος θα παραμείνεις τέτοιος, άσχετα τι άλλο θα προκύψει. Ορισμέ­νοι άν­θρω­­ποι, όπως οι Πελοποννήσιοι του Ακροπολίτη και οι φιλο-κα­­τα­λα­νοί του Πα­χυ­μέ­ρη, προσδιορίζονται ως Ρωμαίοι ακόμη κι όταν η μό­νη τους σχέση με την πολιτική ρωμαϊκότητα είναι ιστορική – μια πτυ­χή της ταυτότητας που απόκτησαν από γεννησιμιού τους.

Για τους Ακροπολίτη και Παχυμέρη λοιπόν, η πολιτική ταυ­τό­­τητα πα­ρέμενε πολύ ισχυρή (έστω κι αν, υπό την πίεση των γεγονότων και καταστάσεων, και οι δύο υποχρεώθηκαν ν’ αναγνωρίσουν την ύπαρξη Ρω­μαίων που δεν είχαν καμία πίστη στην αυτοκρατορία), και πάντα εμ­φιλοχωρούσε στις πε­ριγρα­φές των εθνοτικά Ρωμαίων. Σε αρκετές πε­­ρι­πτώ­σεις είχαν την α­ξίωση να καθορίζεται η πολιτική ταυτότη­τα από την ε­­θνο­τική, θε­­ω­ρώντας την πίστη στην ιδέα της αυτοκρατορίας ως ένα φυσικό συ­στα­­τι­κό της ρωμαϊκότητας. Όμως τα πράγματα δεν ήταν πάντα έ­τσι, και οι πραγματικότητες τις οποίες περιέγραφαν δεν συμ­­βι­βά­ζο­νταν με το μο­ντέ­λο ρωμαϊκότητας που προέκριναν.

Στους ιστορικούς του 14ου αιώνα, Γρηγορά και στον Καντακουζηνό, η πολιτική ταυτότητα και η εθνοτική διαχωρίζονται ακόμη περισσότερο: είναι φανερό πως η πολιτική ταυτότητα είναι σε μεγάλο βαθμό ξέ­χω­ρη από την εθνοτική· είναι μια συλλογική έκφραση του κράτους και πολύ λιγότερο ένας από τους πολλούς εθνοτικούς δείκτες που συνιστούν τη ρωμαϊκότητα του κάθε ατόμου.

Διόλου παράξενο το ότι η πολιτική ρωμαϊκή ταυτότητα –η κυ­ρίαρχη ιδεολογία της αυτοκρατορίας και θεμελιακή έκφανση της ρω­­μαϊκό­τη­τας στους ιστορικούς του 13ου αιώνα– συνέχιζε να κυρι­αρ­χεί και τον 14ο αιώνα, παρά τις πασίδηλες μεταπτώ­σεις και τα οδυνηρά σκα­μπα­νε­­βάσματα. Από αυτό το πλαίσιο ήταν αδύνατο να ξεφύγουν οι μορ­­φωμένοι Βυζα­ντι­νορω­μαίοι που προβλη­μα­τί­ζο­νταν για τους εαυτούς τους και την αυτοκρατορία. Έτσι, για τον Γρηγορά και τον Κα­ντα­κου­ζη­νό η έννοια της ρωμαϊκής ταυτότητας είναι κατά κύριο λόγο πο­λι­τι­κή και συλλογική. Όπως οι προκάτοχοί τους, οι δύο συγγραφείς χρησιμοποιούν κατ’ επανάληψη τον τύπο της γενικής [βλ. σελ. 68] σχεδόν πά­ντα με σαφώς πολιτικό περιεχόμενο (βλ. Παράρτημα Ι, σελ. 349-50, 351-2). Και στους δύο συγγραφείς, η χρήση του τύπου της γενικής υ­­πο­γραμμίζει τη θεμελιακή έννοια των Ῥωμαίων ως μίας συλλο­γι­κό­τη­­τας που α­πο­τελεί το κράτος και υπερβαίνει την υλική του υπόσταση για να συμ­βο­­λί­σει την ιδέα της αυτοκρατορίας. Τούτη η έν­νοια, όπως έ­­­χουμε δει, οικεία στους συγγραφείς του 13ου αιώνα που πραγματευτήκαμε, είχε προϊστορία πολ­λών αιώ­νων.

......................................................................................

.....................................................................................................................................................

Από τη χρήση του τύπου της γενικής (τῶν Ῥωμαίων), λοιπόν, είναι σαφές ότι οι Γρηγοράς και Καντακουζηνός δίνουν έμφαση στο πολιτικό περιεχόμενο της ρωμαϊκής ταυτότητας – και πολύ περισσότερο ο Κα­­ντακουζηνός. Η χρήση του απλού τύπου επιβεβαιώνει τα παραπάνω. Στον Γρηγορά, στις περισσότερες περιπτώσεις ο απλός τύπος έχει σαφές πολιτικό περιεχόμενο, τα συμφραζόμενα είναι αμιγώς πολιτικά, και γι’ άλλη μια φορά αφορούν στην αυτοκρατορία και τους αντιπάλους ή συμμάχους της, τον έλεγ­χο που ασκεί, την αφοσίωση σ’ αυτήν, στις τύχες της, ευνοϊκές ή κακές. Ο Καντακουζηνός χρησιμοποιεί τον απλό τύπο πολύ πιο συ­χνά, και τις πε­ρισσότερες φορές τα συμφραζόμενα είναι πολιτικά, του­τέ­στιν, οι Ῥω­­­μαῖοι του είναι μία συλλογικότητα, ένα πολιτικό σώμα που κά­νει πό­λεμο, συνθήκες ειρήνης ή συμμαχίες, του οφείλουν νομιμο­φρο­σύνη διάφορες περιοχές ή πόλεις, τα πάει καλά ή άσχη­μα και ο­φεί­λει πίστη και αφοσίωση στον αυτοκράτορα.

Εν ολίγοις, για τον Κα­ντα­κουζηνό, όπως και για τον Γρηγορά, πρωταρχική έκ­φαν­ση της ρω­μαϊκής ταυτότητας είναι το γεγονός''

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΑΝΤΖΟΥΦΑ:ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑ - οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στη λειτουργία των θεσμών του ελληνικού κράτους και ειδικότερα του Συντάγματος.εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ . απόσπασμα

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ  ΜΑΝΤΖΟΥΦΑ:ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
- οι επιπτώσεις  της οικονομικής κρίσης στη λειτουργία των  θεσμών του
ελληνικού κράτους  και ειδικότερα του Συντάγματος.
εκδόσεις  ΣΑΚΚΟΥΛΑ .
απόσπασμα :
''Ένα Σύνταγμα δεν μπορεί ούτε να προκαλέσει, ούτε να αντιμετωπίσει μια οικονομική κρίση. Κάθε εθνική παράδοση, κάθε έννομη τάξη και κάθε πολιτικό σύστημα εναποθέτει στο Σύνταγμα διαφορετικές προσδοκίες, ενώ άλλες μπορεί να είναι και οι ελπίδες που οι πολίτες επενδύουν σε αυτό. Ειδικά σε περιόδους οικονομικής κρίσης, έρχονται στην επιφάνεια συνταγματικές δυσλειτουργίες, που επιδρούν στην έκβαση των εξελίξεων, παροξύνοντας εγγενή προβλήματα που προϋπήρχαν (π.χ. συνταγματικά εμπόδια ως προς την αναζήτηση της ποινικής ευθύνης των μελών της Κυβέρνησης, προβληματική λειτουργία της δικαιοσύνης).

Είναι σαφές ότι η απώλεια της νομισματικής και δημοσιονομικής αυτονομίας της χώρας είναι αποτέλεσμα της ένταξης στην ΟΝΕ, η οποία πραγματοποιήθηκε επί τη βάσει των συνταγματικών ρυθμίσεων (άρθρα 28 παρ. 2 και 3 Σ) και δεν προέκυψε με την επιβολή των μνημονίων, των δανειακών συμβάσεων και των εφαρμοστικών νόμων. Η δημοσιονομική εκτροπή της χώρας και η ένταξή της σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο οικονομικών καταναγκασμών, το οποίο δημιούργησαν ad hoc οι διεθνείς δανειστές της, προέκυψε από την αδήριτη ανάγκη να αποτραπεί τόσο η πτώχευσή της, όσο και η κατάρρευση της ευρωζώνης. Αυτές οι εξελίξεις δύσκολα θα μπορούσαν να προβλεφθούν ή/και να αφομοιωθούν από ένα Σύνταγμα, που έρχεται αντιμέτωπο, αφενός, με τους ανεπαρκείς θεσμούς της ΕΕ και την πολιτική αβελτηρία των ηγετών της και, αφετέρου, με τις εξαρτήσεις που δημιουργεί η παγκοσμιοποιημένη κυριαρχία των αγορών.
Το εθνικό και το διεθνές επίπεδο αλληλεπιδρούν και αλληλοεξαρτώνται διαρκώς, ανοίγοντας συνεχώς ρωγμές σε ένα Σύνταγμα, που οικοδομήθηκε πάνω στο ιστορικό έδαφος των εθνών κρατών (συνταγματισμός) και που αντιλαμβανόταν τη διεθνή παρουσία ως απλή συμμετοχή της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς, και όχι ως ένα πεδίο, όπου διακυβεύεται αδιαλείπτως η εθνική της κυριαρχία και όπου τα περιθώρια να ορίζεις την εθνική σου μοίρα στενεύουν, ιδίως όταν είσαι αναξιόχρεος οφειλέτης.
Από την άλλη, οι πολίτες αναμένουν από το Σύνταγμα να επιτελέσει τον συμβολικό και εγγυητικό του ρόλο, να διασφαλίσει τα δικαιώματά τους μέσω των δικαιοδοτικών μηχανισμών και, έτσι, να αισθανθούν ασφαλείς. Στη βάση αυτή, το Σύνταγμα μοιάζει με το έσχατο καταφύγιο και η αποτυχία του στον συγκεκριμένο ρόλο προκαλεί καθολική απώλεια πίστης στους συνταγματικούς θεσμούς, ιδίως στη συνείδηση εκείνων, στους οποίους οι περιορισμοί στα κοινωνικά τους δικαιώματα επιφέρουν σημαντική υποβάθμιση του επιπέδου ζωής τους. Τότε, η κοινωνική ανυπακοή, οι ακραίες εκδηλώσεις βίας, οι αντικοινοβουλευτικές πολιτικές επιλογές πιστοποιούν ότι η κατάσταση έχει εκτραπεί σε εξωσυνταγματικές πρακτικές και το Σύνταγμα χάνει τη νομιμοποιητική του βάση.
Από την πλευρά τους, οι πολιτικές δυνάμεις προσδοκούν από το Σύνταγμα να τις διευκολύνει στην πολιτική τους δράση και να είναι αποτελεσματικό. Εδώ οι προσδοκίες συνδέονται με τις επιτρεπτές μορφές δράσης και τις δυνατότητες του Συντάγματος να αναθεωρείται εύκολα, να προσαρμόζει το κανονιστικό του περιεχόμενο στις εξελίξεις, ανατρέποντας τις μέχρι πρότινος ερμηνευτικές σταθερές της νομολογίας. Το πολιτικό σύστημα προσβλέπει στο Σύνταγμα, για να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση, αναζητώντας ένα σύμμαχο, ο οποίος κατά περίπτωση μπορεί να χρησιμοποιηθεί, για να στείλει το μήνυμα στη διεθνή κοινότητα ότι υπάρχουν όρια, που, αν κανείς τα υπερβεί, διαρρηγνύεται η κοινωνική συνοχή και ανατρέπεται η συνταγματική τάξη. Όλα αυτά τα ενδεχόμενα δοκιμάστηκαν και δοκιμάζονται τα χρόνια της οικονομικής κρίσης πάνω σε ένα εκκρεμές, που κινούνταν ανάμεσα σε διαπιστώσεις, όπως το: «Σύνταγμα δεν είναι τίποτα» μέχρι το «Σύνταγμα είναι τα πάντα», δηλαδή ανάμεσα σε έναν εργαλειακό λόγο μνημονιακής προέλευσης, που αντιμετωπίζει τις συνταγματικές ενστάσεις για παραβίαση δικαιωμάτων ως δευτερεύοντα ζητήματα, που υποχωρούν ενώπιον των οικονομικών καταναγκασμών, και μιας ανοικονόμητης αντιμνημονιακής ρητορικής, που απαξιώνει κάθε μέτρο ως εκ προοιμίου λανθασμένο και αντισυνταγματικό, καθιστώντας ανέφικτη οποιαδήποτε προοπτική εύρεσης κοινού τόπου και συνεννόησης.
Με βάση όσα αναπτύξαμε ανωτέρω, μπορούμε να επιχειρήσουμε μια συνθετική απάντηση στο ερώτημα που διατρέχει τη μονογραφία, το αν, δηλαδή, τα μνημόνια και ο επικείμενος δημοσιονομικός κανόνας με τη συνταγματική κατοχύρωση, σε συνδυασμό με τις αποφάσεις των δικαστηρίων, τα οποία έκριναν τα εφαρμοστικά μέτρα, συνιστούν μια τομή στο πολίτευμα. Παρατηρήσαμε ότι τα μνημόνια και ο δημοσιονομικός κανόνας δεν αποτελούν ελληνική ιδιαιτερότητα. Τα προβλήματα στην αρχιτεκτονική των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 έχουν τη δική τους συμβολή στην ένταση της κρίσης, που τάραξε το σύνολο των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου και την Ιρλανδία. Είναι προφανές ότι τόσο η ΕΕ όσο και η Ευρωζώνη δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένες να αντιμετωπίσουν την κρίση, καθώς δεν έχει υπάρξει ιστορικό προηγούμενο επιτυχημένης νομισματικής ένωσης χωρίς προηγούμενη πολιτική ένωση ή, τουλάχιστον, χωρίς πρόβλεψη θεσμικών μηχανισμών πρόληψης ή αντιμετώπισης κρίσεων σαν αυτή που διέρχεται η χώρα.''

20 Ekim 2014 Pazartesi

Από το Νεωτερικό άτομο στη Μετανεωτερική εκρηκτική εξατομίκευση[1] του Πέτρου Θεοδωρίδη



Από το Νεωτερικό άτομο στη Μετανεωτερική εκρηκτική εξατομίκευση[1]
του Πέτρου Θεοδωρίδη

Στη ταινία Memento[2]o ήρωας φαίνεται να πάσχει από μια σπάνια ψυχική ασθένεια: την απώλεια πρόσφατης μνήμης. Καθημερινά ξεχνά τα πρόσωπα και τα πράγματα πού του συμβαίνουν και τα ξαναθυμάται με "βοηθητικές μνήμες" -με υπομνήματα, ξέθωρες φωτογραφίες και τατουάζ στο σώμα του ως ντοκουμέντα της προσωπικής του ζωής. Έτσι ο διάσπαρτος χρόνος της πραγματικής ζωής του ανασυγκροτείται διαρκώς. Η ταινία μπορεί να ιδωθεί και ως δοκίμιο πάνω στη σύγχρονη εκρηκτικά εξατομικευμένη ταυτότητα
Στη μεσαιωνική σκέψη "άτομο “σήμαινε " αδιαίρετος’’ και χρησιμοποιείτο κυρίως μέσα στα συμφραζόμενα της θεολογικής αντιπαράθεσης για τη φύση της Αγίας Τριάδας. «Η ταυτότητα του μεσαιωνικού ανθρώπου δεν ήταν ατομική, καθοριζόταν κυρίως από τη θέση του μέσα στην κοινωνική οργάνωση. Η κοινωνική και η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη νεωτερικότητα οδήγησε σε επανακαθορισμό του ατόμου: η φράση "αυτό που είμαι" επεκτάθηκε και έγινε "αυτό που θέλω να γίνω"»[3].
Ωστόσο το άτομο στο κοσμοθεωρητικό πλαίσιο του 19ου και 20ου αιώνα προσπαθούσε να εναρμονίσει τις αντιφάσεις των επιμέρους στοιχείων της ταυτότητάς του, συνθετικά και ιεραρχικά με μια σειρά που θύμιζε το αστικό μυθιστόρημα: αρχή, μέση και τέλος.
Η έννοια της σύγχρονης μετανεωτερικής εξατομίκευσης είναι διαφορετική. Ο εξατομικευμένος μετανεωτερικός άνθρωπος -σε αντίθεση με το νεωτερικό άτομο- καλείται να διαλέξει μέσα από ένα καλειδοσκόπιο άπειρων επιλογών.
Αυτή η καθημερινή ανασφάλεια καταργεί τον «κανονικό τρόπο ζωής που γίνεται πια δυνητικός, ευέλικτος, κατασκευάσιμος. Έτσι το γεγονός ότι έχουμε νικήσει τη μοίρα, καταντά απρόσμενο μειονέκτημα της σύγχρονης ζωής. Από μας περιμένουν να αποφασίζουμε για πολλά, σχεδόν για όλα. Οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν σε τέτοιες αποφάσεις είναι διαρκείς και πάντα παραμονεύει η αποτυχία»[4].
Αυτή η διαρκής αναζήτηση της ατομικής εμπειρίας δεν αποτελεί ελεύθερη επιλογή. Αντίθετα, οι άνθρωποι είναι "καταδικασμένοι στην εξατομίκευση"[5], σε μια αναζήτηση "χειροτεχνημένης" βιογραφίας, στην αναζήτηση της ταυτότητας τους και στην ανάγκη να μετατρέψει κανείς τις ξένες-οικείες θρυμματισμένες επιλογές σε μια "ενότητα" για τον εαυτό του και τους άλλους επιλογές[6]. «Χειροτεχνημένη βιογραφία» ανάμεσα στα άλλα σημαίνει και καθημερινή, προσωπική επιλογή και ανασκευή του χρόνου μας, όχι μόνο του παροντικού ή μελλοντικού, αλλά και του προσωπικού μας παρελθόντος. Ο καθένας καλείται να επιλέξει την προσωπική ιστορία του με τον αποκλεισμό εικόνων που ενοχλούν και απωθούνται, να κατασκευάσει ένα "παρελθόν" αναπλασμένο έτσι ώστε να ταιριάζει στο παρόν ως "ενθυμούμενο παρόν"[7]. Το άτομο γίνεται πια σκηνοθέτης της βιογραφίας του, της ταυτότητάς του, της κοινωνικής του δικτύωσης, των δεσμών, των πεποιθήσεων του.
Εξατομίκευση σήμερα σημαίνει και αποσύνθεση των βιομηχανικών κοινωνικών αυτονόητων καθώς και την ανάγκη να βρει κανείς και να επινοήσει για τον εαυτό του και με άλλους νέα αυτονόητα[8]. Σημαίνει και πως η διάκριση του "φίλου από τον εχθρό" μετατρέπεται σε καθημερινό επίπονο εγχείρημα. Και για το λόγο αυτό αναγορεύεται η "προδοσία" ως καθημερινό καθήκον και απόλαυση μαζί, η προδοσία ως «πανταχού παρούσα, προσιτή, επιτρεπτή παράβαση»[9]. Προδοσία που δεν καλύπτεται πια κάτω από το πέπλο της υποκρισίας της πρώτης νεωτερικότητας του καπιταλισμού και του μοντέρνου ατόμου. Η υποκρισία αντιστοιχούσε στην νεωτερική συνθετική εικόνα του κόσμου (Π. Κονδύλης), η σύνταξη των επιχειρημάτων ήταν ιεραρχική, η επίκληση των καλών προφάσεων συγκάλυπτε την κόλαση των προθέσεων.
Στη μετανεωτερική πολυπρισματική εποχή όμως αντιστοιχεί ο ειρωνεία «ως υποκρισία με "υπερβολική μετριοφροσύνη", κατά τον Πλάτωνα, ως "λεπτός χαμηλότονος τρόπος για να κοροϊδεύει κανείς τους ανθρώπους" σύμφωνα με τον Αριστοτέλη[10] και ο κυνισμός ως "αυτοεξυμνούμενη πανουργία"[11]. Τα επιχειρήματα παρατάσσονται αποϊεραρχημένα, σκωπτικά, ασυντόνιστα σε ένα είδος λόγου που περισσότερο αποκαλύπτει παρά συγκαλύπτει[12].
H σύγχρονη ταυτότητα μοιάζει όλο και περισσότερο με τον χαμαιλέοντα,[13] αφορά στον πρωτεϊκό άνθρωπο της νέας εποχής ο οποίος όλο και περισσότερο ζει σε προσομοιωμένα περιβάλλοντα και αναπτύσσει πολλαπλούς χαρακτήρες-ρόλους, που πορεύεται χωρίς Εγώ και εαυτό, αλλά με θρύμματα μιας βραχύβιας συνείδησης που χρησιμοποιούνται γα την εκάστοτε επικοινωνία του με τους εικονικούς του κόσμους[14].


Ο Πέτρος Θεοδωρίδης είναι συγγραφέας-δοκιμιογράφος.
Κατεβάστε ελεύθερα την τελευταία του συλλογή «Ακόμα και η Αριάδνη ήταν ψέμα» ή διαβάστε την online




[1] βλ και Πέτρος Θεοδωρίδης, Οι μεταμορφώσεις της Ταυτότητας, έθνος νεωτερικότητα και εθνικιστικός λόγος, εκδ. Αντιγόνη 2004, επίμετρο.
[2] σκηνοθέτης ο Κρίστοφερ Νόλαν, 2000
[3] Raymond Williams: Κουλτούρα και Ιστορία ,Μετάφραση Βενετία Αποστολίδου, εκδ. Γνώση, σ. 180,182.
[4] Beck U., Η Επινόηση του Πολιτικού, μτφ Καβουλάκος Κ., Νέα Σύνορα, Αθήνα 1996, σ. 194.
[5] Beck U., ό.π., σ. 192
[6] Beck U., ό.π, σ. 192.
[7] αναφορά στο Peter A. Levine, Ann Frederick, "Το Ξύπνημα Της Τίγρης", θεραπεύοντας τις τραυματικές εμπειρίες, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999, σ. 259.
[8] Beck U., ό.π., σ. 191.
[9] Να υπονομεύεις αγαπημένους. Να υπονομεύεις ανταγωνιστές. Να υπονομεύεις φίλους. Όλοι αυτοί οι ανταγωνισμοί και μετά ο χείμαρρος της προδοσίας. Κάθε ψυχή και το δικό της εργοστάσιο προδοσίας. Για όποιο λόγο θες: επιβίωση, συγκίνηση, πρόοδο, ιδεαλισμό (Ροθ Φ., Παντρεύτηκα Έναν Κομμουνιστή, μτφ Τ. Παπαϊωάνου, εκδ Πόλις, Αθήνα (1998) 2000 σ. 345-346).
[10] αναφορά στο D.C Muecke, Ειρωνεία, μτφ. Κώστας Πύρζας, εκδ Ερμής, Αθήνα 1974, σ. 27.
[11] Jankelevitch V, Η Ειρωνεία, μτφ Μ. Καραχάλιος, Πλέθρον, Αθήνα 1997, σ. 102.
[12] Beck U., ό.π., σ. 191.
[13] «ζώο που αλλάζει χρώμα ανάλογα με τον τρόπο που βρίσκεται και μπορεί να γίνει από μαύρο ως απαλό πράσινο, ενώ το μόνο χρώμα πού δεν μπορεί να πάρει είναι το λευκό, το χρώμα της αθωότητας" (Ουμπέρτο Έκο, Μπαουντολίνο, μτφ. Εφη Καλλιφατίδου, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2001, σ. 417-418.
[14] Jeremy Rifkin, H νέα εποχή της πρόσβασης, μτφ. Αριάδνη Αλαβάνου, Νέα Σύνορα, Αθήνα 2001, σ. 365 κ.ε.

μια ταινια για το τι έγινε στη Γιουγκοσλαβια Το βάρος των αλυσίδων


19 Ekim 2014 Pazar

Γιάννης Δ. Ευρυγένης Αντίπαλον δέος Εξωθεν φόβος και συλλογική δράση Μετάφραση Αθανάσιος Κατσικερός, αναδηδημοσιευση απο το βημα


Ο φόβος μάς ενώνει

Κοινωνικές συγκρούσεις και αρνητικοί συνασπισμοί. Ο Γιάννης Ευρυγένης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Tufts της Βοστώνης, αναλύει πώς ο φόβος για τον εχθρό συγκροτεί ομάδες και ενισχύει τη συνοχή τους
Ο φόβος μάς ενώνει
Ο Ράσελ Κρόου σε σκηνή από την ταινία «Μονομάχος»

10

εκτύπωση 
 
Γιάννης Δ. Ευρυγένης
Αντίπαλον δέος
Εξωθεν φόβος και συλλογική δράση
Μετάφραση Αθανάσιος Κατσικερός,
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης,
Ηράκλειο 2014, σελ. 448, τιμή 16 ευρώ

Αυτό το βιβλίο αφηγείται την ιστορία του πολιτικού στοχασμού από την κλασική αρχαιότητα ως τον 20ό αιώνα μέσα από το πρίσμα του «φόβου του εχθρού». Πρόκειται για ένα έργο το οποίο κινείται στον κλάδο της ιστορίας της πολιτικής σκέψης αλλά με πραγματική δεξιοτεχνία ο συγγραφέας διευρύνει τη συγκεκριμένη ειδικότητα ως τα απώτατα όριά της, κατορθώνοντας έτσι να αναδείξει την κεντρική της θέση στον αυτοπροσδιορισμό ολόκληρου του πεδίου της πολιτικής επιστήμης. Το οπωσδήποτε εντυπωσιακό αυτό επίτευγμα συντελείται χάρη στη διεπιστημονική στρατηγική του συγγραφέα ο οποίος αποδύεται σε ένα εγχείρημα συνδυασμού της κοινωνικής θεωρίας με την ιστορία των πολιτικών ιδεών - εγχείρημα που αποδεικνύεται ιδιαίτερα παραγωγικό.

Από την κοινωνική θεωρία δανείζεται τη θεωρία των ομάδων, τη θεωρία της συλλογικής δράσης αλλά ιδίως τη θεωρία της κοινωνικής σύγκρουσης που του επιτρέπει να εντοπίσει τον κρίσιμο ρόλο του φόβου του αντιπάλου ή του εχθρού στη συγκρότηση των ομάδων και στην ενίσχυση της συνοχής τους. Αν και αυτά τα στοιχεία συνιστούν συμβατικές περίπου παραδοχές στον χώρο της κοινωνιολογίας, η ανάγνωση των πηγών του πολιτικού στοχασμού μέσα από το πρίσμα του metus hostilis, του φόβου του εχθρού, κατά τη διατύπωση του ρωμαίου ιστορικού Σαλουστίου, αποδίδει μια πρωτότυπη και συναρπαστική διαδρομή στην ιστορία των πολιτικών ιδεών. Στην πραγματικότητα δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι ο συγγραφέας ξαναγράφει ολόκληρη την ιστορία της πολιτικής σκέψης από τη σκοπιά του metus hostilis και των καθοριστικών επιπτώσεών του. Γιατί όχι, θα μπορούσε να σχολιάσει κάποιος παρατηρητής: η ιστορία της πολιτικής σκέψης έχει πολλές φορές γραφτεί από τη σκοπιά μιας ιδέας, που ο εκάστοτε συγγραφέας θεωρεί ότι την υπερκαθορίζει, ελευθερία, ισότητα, κοινότητα, δημοκρατία, επανάσταση είναι μόνον μερικά παραδείγματα. Κανένας μελετητής ως τώρα πάντως δεν αφηγήθηκε αυτή την ιστορία από τη σκοπιά του metus hostilis. Αυτό κάνει ακριβώς ο Γιάννης Ευρυγένης και αυτό συνιστά τη συμβολή του και την πρωτοτυπία του έργου.

Διατρέχοντας την ιστορία των πολιτικών ιδεών ο συγγραφέας αναδεικνύει αγνοημένες πτυχές του στοχασμού όλων σχεδόν των συγγραφέων του κλασικού κανόνα, υποδεικνύοντας πόσα μπορούν ακόμη να λεχθούν για αυτά τα τόσο γόνιμα πνεύματα και τα κείμενά τους, για τα οποία συχνά σχηματίζει κανείς την εντύπωση ότι έχουν λεχθεί όλα όσα θα μπορούσαν να λεχθούν. Δεν είναι έτσι, μας καθιστά σαφές ο Ευρυγένης δοκιμάζοντας νέες και ενδιαφέρουσες αναγνώσεις του Θουκυδίδη, του Αριστοτέλη και των αρχαίων ρωμαίων ιστορικών, ιδίως του Σαλουστίου. Διά των αναλύσεων αυτών αναδεικνύεται η «πολιτική οικονομία του φόβου», του φόβου των εξωτερικών εχθρών ως σωτηρία για την πολιτεία. Ετσι καθίσταται δυνατόν να παρουσιαστεί και μια διαφορετική εκδοχή της ρωμαϊκής αντίληψης απέναντι στον κατ' εξοχήν εχθρό, την Καρχηδόνα, «η οποία πρέπει να καταστραφεί» (Carthago delenda est), όπως επαναλάμβανε ακούραστα ο Κάτων ο Πρεσβύτερος. Η διαφορετική αντίληψη, την οποία αναδεικνύει ο Ευρυγένης διά του πρίσματος του metus hostilis, είναι η χρησιμότητα του φόβου της Καρχηδόνας για τη διατήρηση της εσωτερικής ενότητας και της πατριωτικής εγρήγορσης της Ρώμης, πράγμα που εκφράζεται με την προτροπή ορισμένων, όπως ο ύπατος Νασικάς, ότι «η Καρχηδόνα πρέπει να σωθεί», σύμφωνα με τον Διόδωρο Σικελιώτη.

Χωρίς να ξεχνά τη συμβολή του ιερού Αυγουστίνου στη συζήτηση, ο συγγραφέας φαίνεται πραγματικά γοητευμένος από τους συγγραφείς που κυριαρχούν κατά τη νεωτερικότητα, τον Μακιαβέλι και τον Χομπς. Για τον Μακιαβέλι ο «αρνητικός συνασπισμός» συντελεί στην αντιμετώπιση τόσο των εσωτερικών διενέξεων όσο και των εξωτερικών κινδύνων, η συνάρθρωση του χειρισμού των οποίων συνιστά αποτελεσματική στρατηγική για την επιβίωση της πολιτείας. Για τον Χομπς ο φόβος αποτελεί θεμελιώδες κίνητρο της ανθρώπινης συμπεριφοράς, τόσο ως προς τη δημιουργία της πολιτείας όσο και της ζωής εντός αυτής. Αλλά και η συμπεριφορά των κρατών στο αναρχικό διεθνές περιβάλλον, που επίσης καθορίζεται από ίδιο κίνητρο, συμβάλλει εν τέλει στη διασφάλιση της ελευθερίας τους.

Ο συγγραφέας στρέφει την προσοχή του και στους επικριτές των Μακιαβέλι και Χομπς, που καταλαμβάνουν σημαντικό μέρος της νεότερης πολιτικής φιλολογίας, και αποκαλύπτει συστηματικά τις αδυναμίες της επιχειρηματολογίας τους. Ιδιαίτερα αξιόλογη είναι, κατά τη γνώμη μου, η συζήτηση της «μυωπικής» επίκρισης του Μακιαβέλι από τον Μποντέν, που αναδεικνύει τα πολλαπλά προβλήματα της θεωρίας της κυριαρχίας.

Αν και ήρωες της αφήγησης παραμένουν πραγματικά οι Μακιαβέλι και Χομπς, και άλλοι κορυφαίοι πολιτικοί στοχαστές της νεωτερικότητας, ο Λοκ, ο Ρουσσώ, ο Καντ και ο Χέγκελ, εμφανίζονται επίσης σε κάπως δευτερεύοντες ρόλους. Εκείνο όμως που ενισχύει πραγματικά την πρωτοτυπία του έργου είναι η στροφή του φακού στο καταληκτήριο κεφάλαιο στους θεωρητικούς της ισχύος και τους ανατόμους της εχθρότητας μεταξύ των κρατών κατά τον εικοστό αιώνα. Το τμήμα αυτό, με την παρουσίαση της πολιτικής σκέψης των Καρλ Σμιτ και των επιγόνων του στην Αμερική, όπως ο Χανς Μορκεντάου και η σχολή του ρεαλισμού, συνιστά πραγματική συμβολή στη θεωρία των διεθνών σχέσεων. Ισως ο ζήλος του συγγραφέα για την αποκατάσταση του Καρλ Σμιτ να είναι κάπως υπερβάλλων, αλλά και αυτό το μέρος του έργου, όπως ολόκληρο το βιβλίο του, συνιστά μια εντυπωσιακή συμβολή στην πολιτική επιστήμη.