17 Haziran 2014 Salı

Κονδύλης, Παναγιώτης Συγκρούσεις ερήμην του πολιτισμού...αναδημοσίευΣη απο το ΒΗΜΑ 26/01/1997

Συγκρούσεις ερήμην του πολιτισμού...

Η «σύγκρουση των πολιτισμών» και οι απόψεις του Σάμιουελ Χάντινγκτον
Συγκρούσεις ερήμην του πολιτισμού...



εκτύπωση 
 
Οταν ο Samuel Huntington, υιοθετώντας μιαν έκφραση του Bernard Lewis, ανακήρυξε τη «σύγκρουση των πολιτισμών» ως το αποφασιστικό φαινόμενο της αρχόμενης κοσμοϊστορικής εποχής, ένα ρίγος διαπέρασε ευρείς κύκλους στη Δύση. Οχι μόνον επειδή ένας ακόμη μελετητής, κοντά σε πολλούς άλλους, αμφέβαλλε ότι θα επέλθει το τέλος της Ιστορίας χάρη στον οικουμενισμό του οικονομιστικού φιλελευθερισμού και των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», αλλά μάλλον λόγω της υποψίας ότι μια σύγκρουση ανάμεσα σε πολιτισμούς αναγκαστικά θα είναι σκληρότερη από άλλες συγκρούσεις, δηλαδή ένα είδος πολέμου ανάμεσα σε ράτσες, και επομένως πιο επικίνδυνη για την ανθρωπότητα από κάθε απλώς οικονομικό ή πολιτικό ανταγωνισμό. Ετσι, στον προφήτη των νέων δεινών αντιτάχθηκαν άλλοτε απλώς ανθρωπιστικές κενολογίες και άλλοτε η πεποίθηση ότι οι πολιτισμικές αντιθέσεις θα εξασθενίσουν λόγω των πνευματικών επιδράσεων της ενιαίας παγκόσμιας οικονομίας. Αλλά με αυτόν τον τρόπο η θέση του Huntington απλώς εξορκίζεται με ευχολόγια. Η ευθεία αντίκρουσή της δεν είναι δυνατή παρά μόνο αν δεχθεί κανείς ότι στο μέλλον θα γίνουν πράγματι συγκρούσεις και συνάμα αν μπορεί να αποδείξει ότι ακριβώς εξαιτίας του χαρακτήρα αυτών των συγκρούσεων δεν είναι δυνατόν να δεσπόζει ο πολιτισμικός παράγοντας ­ ότι δηλαδή ακριβώς ο χαρακτήρας των συγκρούσεων καθορίζει το ειδικό βάρος του πολιτισμικού παράγοντα και της πολιτισμικής συνείδησης των υποκειμένων, όχι αντίστροφα.
Οποιος θεωρεί τις πολιτισμικές διαφορές ως τις βαθύτερες αιτίες συγκρούσεων οφείλει να καταδείξει ποια χαρακτηριστικά στοιχεία του εκάστοτε πολιτισμού ωθούν σε σύγκρουση και γιατί αυτά δρουν ειδικά σήμερα με τέτοιαν ένταση. Αν αυτό δεν καταδειχθεί, τότε η αιτία της σύγκρουσης δεν είναι αναγκαστικά πολιτισμική, ακόμα και αν οι συγκρουόμενοι εκπροσωπούν διαφορετικούς πολιτισμούς. Ωστόσο ο Huntington δεν μεθόδευσε την ανάλυσή του με τόση επιστημονική αυστηρότητα. Μιλά σαν οι πολιτισμοί να ήσαν κατά βάση πάγιες ουσίες, οι οποίες γεννούν συγκρούσεις επειδή δεν επιδέχονται αλλοίωση. Ασφαλώς, και μόνη η ύπαρξη ενός ξένου πολιτισμού μπορεί να γίνεται αισθητή ως πρόκληση, αφού καθ' εαυτήν διαψεύδει την πεποίθηση ότι οι δικές μας αξίες είναι αυτονόητες και γενικά δεσμευτικές. Τούτο όμως δεν αποτελεί αναγκαία ή επαρκή αιτία σύγκρουσης. Γιατί αφενός γνωρίζουμε ακραίες συγκρούσεις που αναφέρονται σε κοινό πολιτισμικό έδαφος (π.χ. εμφυλίους πολέμους), αφετέρου η δυσφορία που δοκιμάζει κάποιος όταν οι ξένες αξίες σχετικοποιούν τις δικές του μεταβάλλεται σε αίσθηση υπαρξιακής απειλής και σε έχθρα μόνον όταν μια πολιτισμική κοινότητα αντιλαμβάνεται τούτη τη σχετικοποίηση ως συμβολική πράξη, την οποία αργά ή γρήγορα θα ακολουθήσουν χειροπιαστές ενέργειες ενάντια σε χειροπιαστά αγαθά. Καμία κοινότητα δεν ζει από αξίες και μόνο, γι' αυτό και καμία δεν θα 'θελε να πεθάνει σε έναν πόλεμο προς χάρη αξιών δίχως συγκεκριμένη υπαρξιακή αναφορά.
Αν οι πολιτισμοί ήταν αναλλοίωτες ουσίες και οι συγκρούσεις το αναπόδραστο αποτέλεσμά τους, τότε οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στους πολιτισμούς θα παρέμεναν αμετακίνητες, ήτοι οι φιλίες και οι έχθρες θα ζούσαν αιώνια· επίσης θα έπρεπε η αυτοσυνειδησία τους να επιβιώνει κάθε εσωτερικής και εξωτερικής αλλαγής. Αλλά η ιστορική εμπειρία μάς διδάσκει κάτι πολύ διαφορετικό. Η τοποθέτηση ενός πολιτισμού απέναντι στους άλλους και στον εαυτό του μπορεί να αλλάξει αργότερα ή ταχύτερα. Τούτη η διπλή αλλαγή επιτελείται λόγω ανατροπών στη διάταξη των ιστορικών υποκειμένων. Η λογική όμως της διάταξης αυτής είναι από την ουσία της πολιτική, επομένως η πολιτική λογική καθορίζει τελικά τις ιστορικά βαρύνουσες ερμηνείες των πολιτισμών. Οι πολιτισμικές διαφορές δεν είναι καν δυνατόν να καταλήξουν σε συγκρούσεις αν τα πολιτισμικά υποκείμενα δεν έχουν συγκροτηθεί ως πολιτικές ομάδες, οι οποίες από την πλευρά τους ερμηνεύουν την έννοια του πολιτισμού σύμφωνα με τους σκοπούς τους. Οι πολιτικοί σκοποί ­ προπαντός όσοι συνάπτονται με αγώνες αυτοσυντήρησης ­ επικρατούν κανονικά απέναντι στη φωνή του πολιτισμού (και της φυλής). Μια συγκροτημένη ομάδα μπορεί να επισείει τη σημαία του πολιτισμού της όποτε αυτό της φαίνεται πολιτικά σκόπιμο, οι καθαυτό πολιτισμικές μέριμνες όμως διόλου δεν καθορίζουν τις συγκεκριμένες πράξεις της, και μάλιστα παραμερίζονται μόλις βρεθούν σε αντίθεση με ζωτικούς σκοπούς. Θα ήταν ανόητο να υποθέσουμε ότι οι Ιάπωνες (ή έστω και οι Κινέζοι της Ταϊβάν) θα ρυθμίσουν στο μέλλον τις σχέσεις τους με τις Ηνωμένες Πολιτείες, από τη μια, και την Κίνα, από την άλλη, με κριτήριο την πολιτισμική συγγένεια. Επίσης θα πλανιόταν οικτρά όποιος θα έθετε υπό αφόρητη πολιτική και στρατιωτική πίεση τη Ρωσία πιστεύοντας ότι ανήκει έτσι κι αλλιώς στον χριστιανικό πολιτισμικό κύκλο και επομένως δεν θα μπορούσε να συμμαχήσει ποτέ με την Κίνα εναντίον της «Δύσης». Οι Ηνωμένες Πολιτείες προτιμούν τους Τούρκους από τους Ρώσους ως τοποτηρητές στον Καύκασο. Και πολλοί Αραβες συνεργάζονται με «απίστους» εναντίον των «φονταμενταλιστών» ομοθρήσκων και ομοεθνών τους.
Ο Huntington έθεσε στο επίκεντρο την έννοια του πολιτισμού για να υπογραμμίσει το γεγονός ότι τα όρια του εθνικού κράτους έχουν πλέον διαρραγεί. Η ταύτιση όμως της πλανητικής - υπερεθνικής διάστασης με την πολιτισμική διόλου δεν συνιστά λογική αναγκαιότητα. Ο «πολιτισμός» δεν αποτελεί λογικά ή ιστορικά την αμέσως υπερκείμενη έννοια του «έθνους», γι' αυτό και μετά την (υποθετική) υπέρβαση του «έθνους» ο «πολιτισμός» δεν είναι οπωσδήποτε το επόμενο κριτήριο πολιτικής συνομάδωσης. Αλλά η θεωρία της σύγκρουσης των πολιτισμών δεν σφάλλει μόνο επειδή υποτιμά τον εθνικό παράγοντα. Ακόμα περισσότερο σφάλλει επειδή υπερτιμά τον πολιτισμικό παράγοντα στην πολιτική ­ και αυτό σε μιαν ιστορική στιγμή όπου οι τρόποι ζωής σε παγκόσμια κλίμακα έχουν τόσο συμπλησιάσει και οι πολιτισμικές διαφορές τόσο μικρύνει όσο ποτέ άλλοτε, έστω κι αν παραμένουν σημαντικές. Πώς μπορεί να εξηγηθεί το παράδοξο ότι ορισμένα πολιτικά υποκείμενα ειδικά τώρα τονίζουν τις πολιτισμικές διαφορές, παραπλανώντας έτσι ορισμένους πολιτικούς παρατηρητές; Γιατί μπορεί το ειδικό βάρος της πραγματικής ή επινοημένης πολιτισμικής ιδιομορφίας να μεγαλώνει υποκειμενικά, ενώ μειώνεται αντικειμενικά; Ο τονισμός αυτής της ιδιομορφίας εξυπηρετεί την περιχαράκωση, στον σημερινό όμως κόσμο περιχαράκωση δεν μπορεί να σημαίνει στεγανή απομόνωση, που θα ισοδυναμούσε με ιστορική αυτοκτονία, παρά διαμόρφωση μιας όσο γίνεται ευνοϊκότερης αφετηρίας μπροστά σε έναν αγώνα κατανομής πλανητικών διαστάσεων. Οτι αυτό είναι το κρίσιμο σημείο κι όχι ο «πολιτισμός» καθ' αυτόν προκύπτει από ένα απλό και θεμελιώδες γεγονός. Κανένα πολιτικό κίνημα, από όσα υπερασπίζουν δικές τους πολιτισμικές αξίες ενάντια στις «δυτικές», δεν παρέλειψε ίσαμε σήμερα να υιοθετήσει κατά το δυνατόν ταχύτερα και ευρύτερα «δυτικές» τεχνολογίες και οργανωτικές μορφές στον στρατιωτικό και πολιτικό τομέα προκειμένου να επαυξήσει την ισχύ του ­ ανεξάρτητα από τις όποιες συνέπειες για την εγχώρια παράδοση. Οι πολιτισμικές διαφορές επιστρατεύονται όταν ο εξωτερικός εχθρός ανήκει σε άλλον πολιτισμό ή όταν φαίνεται σκόπιμο να στηλιτευθεί ο εσωτερικός εχθρός ως πιόνι ενός τέτοιου εξωτερικού εχθρού. Κοινωνιολογικές έρευνες έδειξαν ότι η «φονταμενταλιστική» πρωτοπορία στις μουσουλμανικές χώρες στρατολογείται κατά μέγιστο μέρος από τη διανόηση (και τη διανόηση των τεχνικών)· προσθέτουμε εδώ ότι για να κινητοποιήσει τις μάζες χρησιμοποιεί τα συνθήματα της πολιτισμικής πάλης παρόμοια όπως άλλοτε η λενινιστική πρωτοπορία χρησιμοποιούσε τα συνθήματα της ταξικής πάλης. Ασιατικές ελίτ, οι οποίες ήδη κατέχουν την εξουσία και κηρύσσουν τις «ασιατικές αξίες» (π.χ. Σιγκαπούρη), το κάνουν αυτό έχοντας ως έρεισμα μια θέση ισχύος την οποία εξασφάλισαν μέσω της ουσιαστικά επαναστατικής μετατροπής των αντίστοιχων κοινωνιών. Αν δεν είχαν επιτύχει στο πεδίο αυτό, τότε η επίκληση των δικών τους πολιτισμικών αξιών μάλλον θα έμοιαζε αξιοθρήνητη υπεραναπλήρωση, όπως συχνότατα είναι για τους αποτυχημένους ­ ο έλληνας αναγνώστης δεν χρειάζεται να ψάξει μακριά για να βρει παραδείγματα. Αν προϋποτεθεί η επιτυχία, τότε η επίκληση του ντόπιου πολιτισμού ισοδυναμεί με την αξίωση να αναγνωρισθεί κάποιος ως αυτόνομο υποκείμενο και όχι πλέον ως (αποικιακό) αντικείμενο.
Ο αγώνας κατανομής μέσα σε ορισμένες καταστάσεις μεταμφιέζεται αναγκαστικά σε σύγκρουση πολιτισμών από τότε που εξέλειψαν δύο άλλα καίρια επίμαχα σημεία. Αφού, όπως είπαμε, ακόμα και ο φανατικότερος παραδοσιολάτρης δεν μπορεί να παρακάμψει την αναγκαιότητα σύγχρονου τεχνικού εξοπλισμού, το ενάλλαγμα «ή παράδοση ή σύγχρονη τεχνική και οικονομία» ξεπεράστηκε. Επίσης όμως ξεπεράστηκε, τουλάχιστον μετά την κατάρρευση του ανατολικού στρατοπέδου, το ερώτημα αν οι αναπτυσσόμενες χώρες οφείλουν να ταχθούν υπέρ του «δυτικού» ή του «σοβιετικού» κοινωνικού μοντέλου. Γενικά, η εξαφάνιση του μαρξιστικού - λενινιστικού λεξιλογίου από τη ρητορική της παγκόσμιας πολιτικής συνεπέφερε μια μετατόπιση του κέντρου βάρους της πολιτικής επιχειρηματολογίας. Οι αντιθέσεις δεν αρθρώνονται πια στη γλώσσα αναλύσεων περί τάξεων και ιμπεριαλισμού, αλλά όλο και περισσότερο στη γλώσσα πολιτισμικών αξιών (π.χ. «ανθρώπινα δικαιώματα»), από την οποία βέβαια δεν λείπουν άμεσες ή έμμεσες αναφορές στο παρελθόν και στο παρόν της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού. Ενώ η τεχνική, όντας κοσμοθεωρητικά άχρωμη, παγκοσμιοποιείται και με τους εξαναγκασμούς της ενοποιεί τη μορφή της οικονομικής οργάνωσης, η έννοια του πολιτισμού γίνεται μέσο περιχαράκωσης στον αγώνα κατανομής, ο οποίος οξύνεται ακριβώς λόγω της παραπάνω παγκοσμιοποίησης και ενοποίησης. Και μόλις οι αγώνες οξύνονται, κάθε υφιστάμενη διαφορά εξογκώνεται και πολιτικοποιείται, αρκεί να έχει αξία συμβόλου και μέσου κινητοποίησης μαζών. Ακόμα κι όταν οι συγκρουόμενοι ανήκουν σε διαφορετικούς πολιτισμούς και επικαλούνται την πολιτισμική τους ταυτότητα, αυτό δεν αποδεικνύει την πολιτισμική αιτία της σύγκρουσης. Αν δούμε έτσι τα πράγματα, τότε βέβαια δεν αποκλείεται αυτό που σήμερα ονομάζεται «αντίθεση Βορρά - Νότου» αύριο να προβάλει ως αντίθεση μεταξύ «δυτικού - χριστιανικού» και «μουσουλμανικού» ή «κομφουκιανού» πολιτισμού. Αλλά ακόμα και στην περίπτωση αυτή θα υπήρχαν σημαντικές εθνικές εξαιρέσεις.
Ωστε η θεωρία περί συγκρούσεως των πολιτισμών περιέχει το πολύ - πολύ μια διαστρεβλωμένη και κακοδιατυπωμένη αλήθεια. Εν τούτοις θα μπορούσε ­ και νομίζω ότι αυτή είναι η πρόθεση του Huntington ­ να χρησιμεύσει ως ιδεολογικός πόλος έλξεως της «Δύσης» (υπό αμερικανική ηγεσία), αν τυχόν αυτή, για οικονομικούς και στρατιωτικούς λόγους, ερχόταν σε σφοδρή σύγκρουση με μη δυτικές Δυνάμεις. Τότε το πνευματικό κλίμα στη Δύση θα άλλαζε ακαριαία και ενάντια στην αλλαγή αυτή μάταια θα αμύνονταν (αν καθόλου αμύνονταν) όσοι σήμερα κυνηγούν τη δημοσιότητα κηρύσσοντας τη «συνεννόηση μεταξύ των πολιτισμών» ή πραγματώνοντάς την σε εξωτικά «πολυ-πολιτισμικά» συνέδρια με πληρωμένη τη συμμετοχή. Μια λεκτική συνεννόηση στο στρογγυλό τραπέζι πριν από τη λύση υλικών επίμαχων ζητημάτων δεν στοιχίζει τίποτε και γι' αυτό δεν επιφέρει και τίποτε. Τη λύση των επίμαχων ζητημάτων δεν την καθιστά δυνατή η «αμοιβαία κατανόηση» καθ' αυτήν, παρά αντίθετα: η (διαφαινόμενη, έστω) λύση γεννά την προθυμία για κατανόηση του άλλου. Ο τρόπος με τον οποίο ένας πολιτισμός ­ μέσω των σημαινόντων εκπροσώπων του ­ κατανοεί έναν άλλον αποτελεί συνάρτηση των πραγματικών σχέσεων ανάμεσα στους πολιτισμούς και αντίστοιχα μεταβάλλεται. Το ίδιο ισχύει και για την ίδια τη διακήρυξη ότι ο ένας θέλει να κατανοήσει τον άλλον ως «ίσος προς ίσον». Αν οι ίδιες εκείνες Δυτικές Δυνάμεις, οι οποίες το 1919 απέρριψαν το αίτημα της Ιαπωνίας και αρνήθηκαν να κατοχυρώσουν την ισότητα των φυλών στη Συνθήκη των Βερσαλλιών, εν έτει 1997 πασχίζουν επισήμως για την κατανόηση των ξένων πολιτισμών, αυτό δεν αποτελεί οπωσδήποτε πρόοδο της κατανόησης. Αποτελεί όμως ένδειξη μιας δραματικής μεταβολής στον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων.

16 Haziran 2014 Pazartesi

Ιμμάνιουελ Βαλλερστάιν: “Το κέντρο δεν αντέχει” ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ Μετά την κρίση

Ιμμάνιουελ Βαλλερστάιν: “Το κέντρο δεν αντέχει”

Οι καλύτεροι χωρίς πεποίθηση, ενώ οι χειρότεροι
Είναι γεμάτοι από την ένταση του πάθους

Από τον προσωπικό ιστότοπο του © Immanuel Wallerstein - The Center Isn’t Holding Very Well 
Σχόλιο Νο. 377, 15. 5. 2014 

Μακραίνει ο κατάλογος των χωρών με εμφύλια σύγκρουση που διαρκεί και επιδεινώνεταi. Πριν από λίγο καιρό, τα διεθνή μέσα ενημέρωσης επικεντρώνονταν στη Συρία. Τώρα στην Ουκρανία. Θα είναι αύριο η Ταϊλάνδη; Ποιος ξέρει; Η ποικιλία των ερμηνειών της αναστάτωσης και το πάθος τους είναι πολύ εντυπωσιακά.
Στο σύγχρονο παγκόσμιο σύστημά μας, υποτίθεται πως οι κατεστημένες ελίτ που κατέχουν τα ηνία της εξουσίας διαβουλεύονται μεταξύ τους και στη συνέχεια καταλήγουν σε  συμβιβασμούς”, την εφαρμογή των οποίων μπορούν να εγγυηθούν οι ίδιες. Κανονικά αυτές οι ελίτ κατατάσσουν τους εαυτούς τους σε δύο βασικά στρατόπεδα: κεντρο-δεξιά και κεντρο-αριστερά. Υπάρχουν πραγματικές διαφορές μεταξύ τους, αλλά ως αποτέλεσμα αυτών των συμβιβασμών, η όλη μεταβολή των πραγμάτων στο πέρασμα του χρόνου ήταν ελάχιστη.
Α' Παγκ. Πόλεμος: Στρατιώτες επιστρέφουν απο το μέτωπο

Αυτό λειτουργεί ως μια κατακόρυφη πολιτική δομή, με φορά από πάνω προς τα κάτω, στο εσωτερικό κάθε χώρας και γεωπολιτικά μεταξύ των χωρών. Το αποτέλεσμά της ήταν μια ισορροπία που μετατοπίζεται αργά προς τα πάνω. Οι περισσότεροι αναλυτές της σημερινής αναστάτωσης έχουν την τάση να υποθέτουν πως οι κατεστημένες ελίτ εξακολουθούν να κινούν τα νήματα. Κάθε πλευρά ισχυρίζεται ότι οι δρώντες παράγοντες χαμηλού επιπέδου στην αντίπαλη πλευρά χειραγωγούνται από τις ελίτ του υψηλού επιπέδου. Όλοι φαίνονται να υποθέτουν, πως αν η δική τους πλευρά πιέσει αρκετά δυνατά τις ελίτ της άλλης πλευράς, αυτές οι αντίπαλες ελίτ θα αποδεχθούν ένανσυμβιβασμό” που θα είναι πιο κοντά σ' αυτό που θέλουν οι πρώτοι.  
Στη σημερινή μας κατάσταση, αυτό μου φαίνεται μια φανταστική παρερμηνεία της πραγματικότητας, η οποία συνίσταται σε ένα χάος που εξαπλώνεται, αποτέλεσμα της διαρθρωτικής κρίσης του σύγχρονου παγκόσμου συστήματός μας. Δεν νομίζω ότι οι ελίτ χειρίζονται πια με επιτυχία τους συμμάχους τους του χαμηλού επιπέδου. Νομίζω ότι αυτοί οι σύμμαχοι χαμηλού επιπέδου αψηφούν τις ελίτ, κάνουν τα δικά τους και επιχειρούν αυτοί να χειραγωγήσουν τις ελίτ. Αυτό είναι πράγματι κάτι νέο. Είναι μάλλον μια πολιτική με φορά από κάτω προς τα πάνω και όχι από πάνω προς τα κάτω.  
Μερικές φορές, όταν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μιλούν για εξτρεμιστές” που γίνονται σημαντικοί παράγοντες, υπαινίσσσονται μια τέτοια πολιτική με φορά από κάτω προς τα πάνω. Αλλά στην περίπτωση αυτή, η έκφρασηεξτρεμιστές” είναι πάρα πολύ άστοχη. Όταν βρισκόμαστε μέσα σε πολιτική  με φορά από κάτω προς τα πάνω, εκεί δρούν παράγοντες κάθε χρώματος και κάθε παραλλαγής - από την άκρα δεξιά μέχρι την άκρα αριστερά, αλλά συμπεριλαμβάνονται και παράγοντες του κέντρου. Κάποιοι μπορεί να θρηνούν για αυτό, όπως ο ποιητής Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς (William Butler Yeats), σ' έναν από τους στίχους του που συχνά αναφέρονται, στο ποίημα Η Δευτέρα Παρουσία (The Second Coming): 
 
Οι καλύτεροι χωρίς πεποίθηση, ενώ οι χειρότεροι
Είναι γεμάτοι από την ένταση του πάθους
The best lack all conviction, while the worst
Are full of passionate intensity 
 Γιώργος Σεφέρης, Αντιγραφές, 1965, Ίκαρος 
 
Σημειώστε όμως, ότι ο Γέητς στην κατηγορία των καλύτερωντοποθετεί τις παλιές ελίτ. Είναι όντως αυτοί οι καλύτεροι; Αυτό που είναι πράγματι αλήθεια, για να αναφέρω έναν λιγότερο δημοφιλή στίχο από το ίδιο ποίημα του Γέητς, είναι ότι 
 
το γεράκι δεν μπορεί ν' ακούσει πια το γερακάρη
“the falcon cannot hear the falconer”
Πώς λοιπόν να πλοηγήσουμε το σκάφος της πολιτικής, μέσα σε τέτοιες ταραγμένες θάλασσες; Η ανάλυση είναι πολύ περίπλοκη, συγκεχυμένη. Νομίζω, όμως, ότι το πρώτο βήμα είναι να σταματήσουμε να αποδίδουμε οτιδήποτε συμβαίνει στον κόσμο στις κακές μηχανορραφίες κάποιων ελίτ του κατεστημένου. Δεν έχουν πια τον έλεγχο. Βέβαια μπορούν ακόμη να προκαλούν μεγάλες καταστροφές με τις απερίσκεπτες ενέργειές τους. Σε καμία περίπτωση δεν είναι υποδείγματα αρετής. Αλλά όσοι θέλουμε να ψάξουμε, πως από αυτή την χαοτική κατάσταση μπορεί να βγει ένας καλύτερος κόσμος, πρέπει να στηριζόμαστε στον εαυτό μας, στους δικούς μας πολύμορφους τρόπους οργάνωσης του αγώνα. Πρέπει, με λίγα λόγια, να ασχολούμαστε λιγότερο με καταγγελίες και πιο πολύ με εποικοδομητική δράση στον τόπο μας. 
Πίνακας του William Blake: Ναβουχοδονόσωρ
Οι πιο σοφοί στίχοι του Γέητς στο ποίημα αυτό είναι οι δύο τελευταίοι:
Και ποιο ανήμερο θεριό, μια που ήρθε τέλος η ώρα του,
Μουντά βαδίζει για να γεννηθεί προς τη Βηθλεέμ
;
  
“And what rough beast, its hour come round at last,
Slouches towards Bethlehem to be born?”
Καθώς το υπάρχον ιστορικό μας σύστημα σιγά-σιγά πεθαίνει, αναπτύσσεται μια άγρια ​​πάλη με αντικείμενο τι είδους νέο ιστορικό σύστημα θα το διαδεχθεί. Ίσως σύντομα δεν θα ζούμε πλέον μέσα σ' ένα κεφαλαιοκρατικό σύστημα, αλλά ίσως βρεθούμε να ζούμε μέσα σε ακόμη χειρότερο σύστημα: ένα θεριό ανήμερο προσπαθεί να γεννηθεί; Για την ακρίβεια, αυτό είναι μόνο η μία από τις πιθανές συλλογικές επιλογές. Η εναλλακτική επιλογή είναι ένα σχετικά δημοκρατικό, σχετικά ισότιμο σύστημα, που επίσης προσπαθεί να γεννηθεί. Ποιο από τα δύο θα δούμε να γεννιέται στο τέλος του αγώνα, είναι στο χέρι μας, από μας εξαρτάται, με φορά από κάτω προς τα πάνω.
 
Ο Immanuel Wallersteinενδιαφέρθηκε για τις παγκόσμιες υποθέσεις ήδη ως έφηβος στη Νέα Υόρκη. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια όπου στη συνέχεια δίδαξε. Από το 1971 δίδαξε κοινωνιολογία στα Πανεπιστήμια McGill και Binghamton (SUNY), μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 1999. Επικεφαλής στο Fernand Braudel Center for the Study of Economies, Historical Systems and Civilizations μέχρι το 2005. Διετέλεσε Directeur d' études associé στην École des Hautes Études en Sciences Sociales στο Παρίσι, πρόεδρος της International Sociological Association, και προήδρευσε της Gulbenkian Commission on the Restructuring of the Social Sciences, για μια νέα κατεύθυνση της κοινωνικής επιστημονικής έρευνας τα επόμενα 50 χρόνια. Senior Research Scholar του τμήματος Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Yale. Το 2003 έλαβε το βραβείο Career of Distinguished Scholarship Award από την American Sociological Association.
Συνεχίζοντας, μεταξύ των άλλων, την ιστορική και κοινωνιολογική παράδοση που ξεκίνησε από το έργο του Fernand Braudel, στρέφει πάντα τη μεθοδολογική του προσέγγιση στη μακρά διάρκεια του χρόνου και στην ευρύτητα του γεωγραφικού και γεωοικονομικού συνόλου.
 
Ο προσωπικός του ιστότοπος 

Βιβλία του Immanuel Wallerstein στα Ελληνικά και βιογραφία
Στον ιστότοπο Μετά την κρίση:  
Ιμμάνιουελ Βαλλερστάιν - Πανικός για παγκόσμιο αποπληθωρισμό 
W.B. Yeats, «Η Δευτέρα Παρουσία» (Γιώργος Σεφέρης)  (Αντιγραφές, 1965, εκδ. Ίκαρος)
William Butler Yeats - The Second Coming  (και εδώ - Wikipedia)
 
Άγγελοι της Ιστορίας:  Βάλτερ Μπένγιαμιν, Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς, Τ. Σ. Έλιοτ, Φράντς Κάφκα, Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Έζρα Πάουντ, Πάουλ Τσέλαν, Μαξ Βέμπερ












Erratic
Δευτέρα Παρουσία - Ρωσική εικόνα (1700)