29 Mayıs 2014 Perşembe

Άλις Τέρνερ, "Ιστορία της Κόλασης" (The History of Hell, 1993)εκδόσεις Φιλίστωρ, Βασίλη Αδραχτά. βιβλιοπαρουσιαση Φ. Καραμεσίνης Άρδην τ. 16 αναδημοσίευση

Ιστορία της Κόλασης

Συγγραφέας: 
Φ. Καραμεσίνης

Ένα από τα πιο έντονα και διαχρονικά στοιχεία όλων των πολιτισμών είναι δίχως αμφιβολία η στάση του ανθρώπου ενώπιον του θανάτου. Από τη στιγμή που συνειδητοποιούμε τον περιορισμένο χαρακτήρα του βίου μας, η σκέψη και η υπόμνηση του αναπόδραστου τέλους μας συντροφεύει όσο ζούμε.
Σ' όλη την ανθρώπινη ιστορία τόσο οι θρησκείες, όσο και διάφορα φιλοσοφικά συστήματα ή καλλιτεχνικά ρεύματα προσπάθησαν να δουν το φαινόμενο του θανάτου από διάφορες πλευρές και ιδιαίτερα στάθηκαν στον μετά θάνατον προορισμό του ανθρώπου ή της ψυχής, κάτι που στηρίχθηκε κυρίως στο γεγονός ότι για τους περισσότερους ανθρώπους -σ' όποιο πολιτισμό ή εποχή κι αν ανήκαν- η σκέψη του θανάτου, δεν καταργούσε την ελπίδα ή την πίστη σε μια μεταθανάτια μορφή ύπαρξης, με κάποιο τρόπο, σε κάποιο "τόπο", όπου ίσως ο καθένας θα κρινόταν για τις επιλογές του βίου του.
Η χριστιανική θρησκεία εδραίωσε αυτή την πίστη στη μεταθανάτια ζωή και ουσιαστικά προσδιόρισε τους δύο προορισμούς της ανθρώπινης ψυχής, δημιουργώντας μια "μεταφυσική γεωγραφία" που είχε σημαδέψει επί αιώνες τη ζωή των χριστιανών, σ' όλες τις εκφράσεις της -καθημερινότητα, ηθική, τέχνη, ποίηση, φιλοσοφία: Παράδεισος και Κόλαση. Κι αν ο Παράδεισος είναι ένα μέρος ιδανικό και ειδυλλιακό για να ταξιδέψει κανείς, δε θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε το ίδιο για την Κόλαση.
Κι όμως η κατάδυση στις υποχθόνιες περιοχές της Κόλασης -ή του Άδη, της Χώρας των Νεκρών ανάλογα με την εποχή και τον πολιτισμό -είναι κάτι που δεσπόζει τόσο στα θρησκευτικά κείμενα, όσο και στην τέχνη όλων των εποχών, από το "Έπος του Γιλγαμές" μέχρι τον "Ορφέα" του Ζαν Κοκτώ και τις σύγχρονες ταινίες τρόμου, όπως το "Inferno" του Ντάριο Αρτζέντο.
Μια τέτοια περιήγηση στην εφιαλτική τοπογραφία της Κόλασης επιχειρεί η Άλις Τέρνερ, στο βιβλίο της με τίτλο "Ιστορία της Κόλασης" (The History of Hell, 1993) που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Φιλίστωρ, σε πολύ καλή μετάφραση του Βασίλη Αδραχτά.
Όπως εξηγεί η συγγραφέας στην εισαγωγή του βιβλίου, "η έρευνα αυτή είναι περισσότερο γεωγραφική παρά θεολογική η ψυχολογική". Αυτό που την ενδιαφέρει να δει είναι περισσότερο την έννοια της Κόλασης, τις μεταμορφώσεις και τις αλλαγές του τοπίου της διαμέσου των αιώνων. Έτσι, θα καταφύγει στους μύθους των αρχαίων λαών, που είναι γεμάτοι από ταξίδια στον Κάτω Κόσμο, στα θρησκευτικά κείμενα ιδιαίτερα του χριστιανισμού, στα μεγάλα λογοτεχνικά έργα αλλά και στα λιγότερο γνωστά, ανώνυμα κείμενα που συχνά παρουσιάζουν τις λαϊκές αντιλήψεις για την Κόλαση.
Ήδη, από τα πρώτα γνωστά κείμενα του ανθρώπινου πολιτισμού, παρουσιάζεται ο Κάτω Κόσμος ως ένα καταχθόνιο βασίλειο με φρικτή και απογοητευτική όψη, ένα εφιαλτικό τοπίο όπου όλοι "ζουν" ένα ζοφερό, άχαρο και απόλυτα εξομοιωμένο βίο.
Στο "Έπος του Γιλγαμές" που γράφτηκε δύο χιλιάδες χρόνια πριν τη γέννηση του Χριστού, συναντάμε αυτή ακριβώς την εικόνα του Κάτω Κόσμου και τους ήρωες σε μια προσπάθεια να ξεφύγουν από το φόβο του θανάτου. Συναντάμε επίσης στοιχεία που επανέρχονται με διάφορες μορφές στην Ιστορία της Κόλασης, όπως τα "νερά του θανάτου", η προσπάθεια να νικηθεί ο θάνατος, η αναζήτηση της αθανασίας.
Παρόμοια, πλούσια μυθολογικά μοτίβα βρίσκουμε στην αιγυπτιακή "Βίβλο των Νεκρών" και στην "Αβέστα", το ιερό βιβλίο του Ζωροαστρισμού, που άσκησε ιδιαίτερη επίδραση στον Χριστιανισμό και στις αντιλήψεις σχετικά με την Κόλαση, καθώς κυριαρχεί η σύγκρουση του Καλού με το Κακό και η καταμέτρηση των καλών και κακών πράξεων, η στιγμή που η Ψυχή δικάζεται και αναλόγως ακολουθεί το δρόμο για τον Οίκο του Άσματος, της Κόλασης ή της Λήθης.
Η Λήθη, η λησμονιά ως "τόπος" που ξεχνιούνται όλα τα ανθρώπινα πάθη και αδυναμίες, βρίσκεται μπροστά μας, ένας από τους παραποτάμους της Στυγός, απ' όπου οι νεκροί οδηγούνται στον Κάτω Κόσμο. Συμπληρώνει μαζί με τους άλλους παραποτάμους τη γεωγραφία του Άδη στην κλασική ελληνική αντίληψη που μεταφέρει ο Αχέροντας, το φλεγόμενο τοπίο του Φλεγέθοντα, οι οδυρμοί που ταιριάζουν στον Κωκυτό και το νεκρό τοπίο του ποταμού Άορνι (=χωρίς πουλιά), δικαιολογούν απόλυτα τη διάθεση του Αχιλλέα στο επεισόδιο από την περίφημη "Νέκυια" της Οδύσσειας, όπου ο νεκρός ήρωας δηλώνει στον Οδυσσέα πως θα προτιμούσε να είναι δούλος σ' ένα γεωργό -αλλά ζωντανός- παρά βασιλιάς στους "ανήμπορους νεκρούς".
Η συγγραφέας μας δίνει επίσης και τις άλλες όψεις του καταχθόνιου βασιλείου στην αρχαία Ελλάδα, τόσο αυτές που συνδέονται με την «Θεογονία» του Ησίοδου, όσο και τις τελετουργικές καθόδους στον Άδη, όπως αποκαλύπτονται μέσα από την αρχαία λατρεία: Δήμητρα και Περσεφόνη, η κάθοδος που συνδέεται με το μύθο της γονιμότητας, Ορφέας και Ευρυδίκη, η ορφική λατρεία που επηρέασε βαθύτατα την ελληνική και τη χριστιανική θρησκεία.
Κι ακόμη, η κωμική πλευρά του Κάτω Κόσμου, όπως την περιέγραψε αριστουργηματικά ο Αριστοφάνης, στους «Βατράχους» το 405 π.Χ. (το ταξίδι στον Άδη σε αναζήτηση των τραγικών ποιητών) αλλά και πολύ αργότερα ο Λουκιανός στους περίφημους «Νεκρικούς Διαλόγους» (2ος αι. μ.Χ.).
Στις κλασικές αντιλήψεις θα στηριχθούν τόσο ο Πλάτωνας, που οι απόψεις του για την κρίση των ψυχών θα επηρεάσουν ιδιαίτερα κάποιους Πατέρες της χριστιανικής εκκλησίας, όσο και ο Βιργίλιος, που στο δεύτερο μισό του 1ου αι. π.Χ. θα απεικονίσει μια καταπληκτική και μακάβρια Κόλαση στην «Αινειάδα» του, που όπως τονίζει η Άλις Τέρνερ άσκησε τεράστια επίδραση «όχι μόνο στους μεταγενέστερους ποιητές και παραμυθάδες, όπως ο Δάντης, ο οποίος θα τον επικαλεστεί ως οδηγό και μέντορα, αλλά και σε ανθρώπους που σφυρηλάτησαν τους πρώτους άξονες της χριστιανικής κοσμολογίας: τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα, τoν Ωριγένη, τον Τερτυλλιανό και ιδιαίτερα τον Άγιο Αυγουστίνο, ο οποίος και παρέπεμπε σ’ αυτόν συχνά» και φθάνοντας μέχρι την εποχή μας παραδέχεται ότι ακόμη και «το Χόλλυγουντ οφείλει πολλά στον Βιργίλιο».
Προσπερνώντας σύντομα τις ιουδαϊκές, τις γνωστικές και τις μανιχαϊκές αντιλήψεις για την Κόλαση, όπου εντοπίζει κανείς τις ελληνικές απόψεις να επιβιώνουν (π.χ. στην πίστη των Εσσαίων για την ψυχή και την ενάρετη ζωή, όπως τη σκιαγραφεί ο Ιουδαίος ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος) καθώς και το κλασικό δυϊστικό σχήμα της σύγκρουσης του Καλού με το Κακό (ο Θεός του Φωτός εναντίον του Βασιλιά του Σκότους, στον Μανιχαϊσμό), η συγγραφέας θα διεισδύσει στην Κόλαση του Χριστιανισμού, με τις ποικίλες μεταμορφώσεις της και τις αναπαραστάσεις της στη λογοτεχνία και την τέχνη πολλών αιώνων.
Αξίζει να σταθεί κανείς στην περίοδο του Μεσαίωνα και να δει τον τρόπο με τον οποίο «στήνεται» το σκηνικό της Κόλασης και συνάμα διαμορφώνεται από την επίσημη θεολογία του Σχολαστικισμού και πολύ περισσότερο από τη λεγόμενη «λαϊκή θεολογία». Αυτή συνίστατο σε μια προσπάθεια προσέγγισης του απλού λαού της Δύσης από την εκκλησία και επισήμανσης των συνεπειών της αμαρτίας, που γίνεται εκείνη την περίοδο με αρκετά έργα λαϊκού θεάτρου. Επίσης, ιδιαίτερα ανθεί μια παράδοση «οραματικής» γραμματείας, κειμένων που εξιστορούν «δοκιμασίες» ή οράματα επισκέψεων στην Κόλαση και μας μεταφέρουν με λεπτομέρειες τα εφιαλτικά υποχθόνια τοπία: παγωμένες κοιλάδες, πυρακτωμένες σκάλες, δάση με αγκάθια, καζάνια με πίσσα, φλογισμένες λίμνες, διάσημοι κολασμένοι σε αιώνια βασανιστήρια και ακόμη περιγραφές του Άρχοντα του Σκότους, του Εωσφόρου του εκπεσόντος Αγγέλου που κάποτε ήταν το πιο όμορφο πλάσμα που δημιούργησε ο Θεός.
Όπως αναφέρει η συγγραφέας είναι φανερό «ότι η εξάπλωση και η δημοτικότητα της οραματικής γραμματείας από τον τέταρτο μέχρι τον δέκατο τέταρτο αιώνα οφειλόταν στην ίδια δίψα που ζητά στις μέρες μας ταινίες τρόμου»
Κατά τον ύστερο, φεουδαρχικό μεσαίωνα, έχουμε παραστάσεις και λαϊκά δρώμενα με θέμα τους την Κόλαση ή την Έσχατη Κρίση καθώς και τα «θρησκευτικά δράματα», εξιστορήσεις της ανθρώπινης ιστορίας από τη Δημιουργία μέχρι την Έσχατη Κρίση. Είναι η εποχή που εμφανίζεται στην ευρωπαϊκή τέχνη -πλάι στη φιγούρα του Σατανά-Εωσφόρου- η μορφή του Θανάτου ως ένας έμψυχος σκελετός με σαρδόνιο μορφασμό, που συχνά χορεύει το μακάβριο χορό του, καγχάζοντας.
Την ίδια περίπου εποχή έχουμε και τις περίφημες απεικονίσεις της Κόλασης και της Έσχατης Κρίσης, από τους μεγάλους ευρωπαίους ζωγράφους. Ο Ιερώνυμος Μπος με την «Κόλαση» και τον «Κήπο των επίγειων απολαύσεων», ο Πέτερ Μπρέγκελ με την «Έσχατη Κρίση» και την «Πτώση των εξεγερθέντων αγγέλων» και βέβαια ο Μιχαήλ Άγγελος με την «Έσχατη Κρίση», με την οποία διακόσμησε την Καπέλα Σιξτίνα του Βατικανού, είναι τρεις από τις σημαντικότερες μορφές καλλιτεχνών που έδωσαν ανεπανάληπτες εικόνες στις οποίες κυριαρχούν εφιαλτικά οράματα, τερατόμορφες υπάρξεις, πλήθη αμαρτωλών και βέβαια πολλά μοτίβα ήδη γνωστά από την κληρονομημένη παράδοση λογοτεχνικής και εικαστικής αναπαράστασης της Κόλασης, στα οποία όμως οι μεγάλοι αυτοί ζωγράφοι έχουν προσθέσει τα δικά τους στοιχεία και τις καινοτομίες που τα έκαναν αθάνατα.
Αυτός όμως που συνδύασε τα παραδοσιακά στοιχεία με μία νέα αντίληψη για την Κόλαση, είναι πολύ πρωτύτερα ο Δάντης. Η Άλις Τέρνερ αφιερώνει ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στον ποιητή της «Θείας Κωμωδίας», επιμένοντας ιδιαίτερα στο γεγονός ότι συνταίριασε ριζοσπαστικά τον Άδη – που είχαν περιγράψει οι κλασικοί και ιδίως ο «δάσκαλός» του Βιργίλιος – με τη χριστιανική Κόλαση που περιέγραψαν τα κείμενα της οραματικής λογοτεχνίας και ακόμη ότι εικονογράφησε και χαρτογράφησε την Κόλασή του με μια εκπληκτική ακρίβεια, που τον καθιέρωσε ως τον μέγιστο αρχιτέκτονα του Κάτω Κόσμου. Όπως επισημαίνει η συγγραφέας «…με τον Δάντη η ιστορία της Κόλασης πέρασε σε μία άλλη φάση. Ξεκαθάρισε εντελώς την οραματική γραμματεία και την ίδια την έννοια της Κόλασης…και κάλεσε τους αναγνώστες να συντροφεύσουν τον ίδιο το Δάντη και τον Βιργίλιο σε μια ιστορία που κοιτάζει προς τα πίσω με μάτι επαινετικό αλλά και ταυτόχρονα κριτικό».
Η ιστορία της Κόλασης βέβαια δεν τελειώνει με τον Δάντη ή τους ζωγράφους του Μεσαίωνα. Η συγγραφέας παρουσιάζει με λεπτομέρειες όλες τις επόμενες φάσεις: την Κόλαση της Μεταρρύθμισης και των προτεσταντών, όπου κυριαρχεί η ιστορία του «Δόκτωρ Φάουστους», έργο του μεγάλου βλάσφημου συγγραφέα Κρίστοφερ Μάρλοου. Την Κόλαση του Μπαρόκ, όπου ο συνθέτης Κλαούντιο Μοντεβέρντι αντλεί από τον αρχετυπικό μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης και συνθέτει την πρώτη μεγάλη όπερα, «Ο Ορφέας στον Άδη». Την Κόλαση του ποιητή Τζον Μίλτον, όπως απεικονίζεται στο έργο του «Ο απολεσθείς Παράδεισος», τα οράματα του Σβέντεμποργκ και των ρομαντικών ποιητών (Μπλέηκ, Σέλλεϋ, Βύρων), την Κόλαση του Αρθούρου Ρεμπώ που ουσιαστικά είναι μια κόλαση προσωπική, ένα ταξίδι στην παραίσθηση που προκαλούν τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, ένα καταραμένο όραμα που φέρνει στο νου μας τα τοπία και την ατμόσφαιρα του Ιερώνυμου Μπος.
Συγχρόνως θα δούμε την αμφισβήτηση της Κόλασης την οποία προετοίμασε η Αναγέννηση με τις νέες επιστημονικές αντιλήψεις και την καινούρια ιδέα ενός μηχανικού σύμπαντος, αμφισβήτηση που εδραίωσε και ενίσχυσε ο Διαφωτισμός με την έντονη επίθεσή του στη Θρησκεία γενικά και ειδικότερα την προσπάθεια να αποκαλυφθεί η Κόλαση και οι φόβοι που γεννούσε ως ένας καταναγκαστικός μηχανισμός (Βολταίρος, Ντιντερό).
Φθάνοντας μέχρι την εποχή μας, η Άλις Τέρνερ θα περάσει ακόμη από τη Βικτοριανή Αγγλία, εκεί όπου κυριάρχησε η γοτθική ατμόσφαιρα που τόνωσε τη λαϊκή φαντασία και γέννησε νέους δαίμονες, οι οποίοι όμως έχουν ως πεδίο δράσης, όχι το υποχθόνιο βασίλειο, αλλά τον ανθρώπινο κόσμο, σε μια λογοτεχνική παράδοση που αντλεί τα θέματά της από τους λαϊκούς θρύλους («Δράκουλας» του Μπραμ Στόουκερ) ή την παλαιά φαντασίωση κυριάρχησης πάνω στη φύση με τη βοήθεια της επιστήμης («Φρανκενστάιν» της Μαίρη Σέλλεϋ) σε συνδυασμό με την αρρωστημένη έλξη που ασκούσε στη βικτοριανή κοινωνία η λατρεία του νεκρού σώματος, ο πνευματισμός, ο θεοσοφισμός και οι διηγήσεις ιστοριών με φαντάσματα και βρικόλακες. Είναι η εποχή που η εικόνα της χριστιανικής Κόλασης αρχίζει και εξαφανίζεται στη λαϊκή κουλτούρα μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα, για να επανέλθει με διαφορετικό τρόπο στο προσκήνιο κατά τη διάρκεια του αιώνα μας, περισσότερο μέσα από τα έργα συγγραφέων και καλλιτεχνών που την χρησιμοποίησαν με πολλούς τρόπους και μεγάλη δόση φαντασίας. Χαρακτηριστικά θα μπορούσε κανείς να βρει την Κόλαση να απεικονίζεται στη ζωγραφική, στον κινηματογράφο, στο θέατρο, στη λογοτεχνία, να παίρνει στοιχεία από την παράδοση και τη θρησκεία και να τα συνταιριάζει με τις όψεις της πραγματικότητας αυτού του αιώνα: οικολογική καταστροφή, πόλεμος, αλλοτρίωση, αδυναμία επικοινωνίας των ανθρώπων – η Κόλαση είναι οι άλλοι, γράφει ο Σαρτρ στο έργο του «Κεκλεισμένων των θυρών», το Τσερνομπίλ, η Χιροσίμα ή το Άουσβιτς – δηλαδή η ιστορία του αιώνα μας, ίσως είναι μορφές της Κόλασης που πραγματοποιείται στον ιστορικό χρόνο και όχι πια στον φαντασιακό χρόνο της λογοτεχνίας, της θρησκείας, των μύθων και των οραμάτων. Και είναι μορφές εφιαλτικές, που αναδίνουν οσμές και σκορπούν τον τρόμο περισσότερο ίσως από τους πίνακες του Μπος και τους στίχους της «Αποκάλυψης» και της «Θείας Κωμωδίας».

το φεγγαρι ειναι κοκκινο

ALAIN BASHUNG - LA NUIT JE MENS


υγρή Θεσσαλονίκη

κι ήταν η νύχτα τόσο αβασταχτα ομορφη και σαν να πετούσαν σμάρι πυγολαμπίδες πάνω από το κρεβάτι-βράδυ του  Μαίου από κείνα τα παραμυθένια σαν ένας πύργος από σοκολάτα-παγωτό να ξεφυτρώνει από το πουθενά και μια ανάμνηση φευγαλέα από κείνες πού αφήνουν μια μυρωδιά ανυπόφορης νοσταλγίας-και φυσικά η πόλη πού ποτέ δεν κοιμάται και σαν γυναίκα ανοίγει, τα καλοκαιρινα βράδια , υγρή Θεσσαλονίκη,

Η ΕΠΙΠΕΔΟΧΩΡΑ ΤΟΥ ΘΕΡΜΑΙΚΟΥ


Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΝΟΣΦΕΡΑΤΟΥ: Η Θεσσαλονίκη σήμερα

του Πετρου Θεοδωριδη( ΕΝΕΚΕΝ τ. 14)


αποσπασμα
Η Θεσσαλονίκη σήμερα θυμίζει τη Πενθεσίλεια εκείνη τη πόλη που περιγράφει ο Καλβίνο όπου «αν ρωτήσεις τους ανθρώπους που συναντάς ;«Για την Πενθεσίλεια;» κάνουν ένα νεύμα που δεν ξέρεις αν σημαίνει«Εδώ » ή αν ημαίνει «Παραπέρα», ή «κάπου εδώ γύρω » ή ακόμα «Από την Αντίθετη πλευρά»
«Η πόλη;» επιμένεις να ρωτάς
«Εδώ ερχόμαστε κάθε πρωί για να δουλέψουμε» σου απαντάνε μερικοί, ενώ κάποιοι άλλοι «Εδώ επιστρέφουμε για να κοιμηθούμε»
« Πρέπει να είναι» λένε από κει και μερικοί σηκώνουν το χέρι λοξά προς την κατεύθυνση κάποιων θαμπών πολύεδρων , στον ορίζοντα , ενώ άλλοι δείχνουν πίσω από την πλάτη σου το φάντασμα άλλωνο οξυκόρυφων σκεπών .
«Επομένως την πέρασα χωρίς να το καταλάβω »
«Όχι , προσπάθησε να προχωρήσεις κι άλλο »
Ετσι συνεχίζεις , περνώντας από το ένα προάστιο στο άλλο και έρχεται η ώρα να φυγεις από την Πενθεσιλεια»
Στην Θεσσαλονίκη , δεν θυμάσαι πια ποιος είναι ο Δημόσιος χώρος:οι πεζόδρομοι έχουν μεταβληθεί σε χώρο διέλευσης κάθε φύσεως τροχοφόρων, τα πάρκα και η παράλια σε πάρκινγκ αλλά και σε χώρους προς ενοικίαση σε κάθε λογής καφετερίες.
Ο Δημόσιος Χώρος γίνεται Ιδιωτικός και ο Ιδιωτικός, Δημόσιος: Ενώ τα δάση, πάρκα και πλατείες ιδιωτικοποιούνται ο ιδιωτικός τομέας σε προσκαλεί στο δικό του δημόσιο χώρο:στα πολυσινεμά, στα εμπορικά κέντρα:Αρκεί να καταναλώνεις
Η Θεσσαλονίκη θυμίζει σήμερα την Επιπεδοχώρας ,την ιδιομορφη χωρα που φαντάστηκε ο Εντουιν Αμποτ όπου «:όλα τα πράγματα της Επιπεδοχώρας ,έμψυχα και άψυχα ανεξάρτητα από το σχήμα τους .παρουσιάζουν στο βλέμμα μας την ίδια σχεδόν εμφάνιση, δηλαδή μιας ευθείας γραμμής»
Μιλώντας για την Αγλαύρα μία άλλη από τις παράξενες αλλά ανησυχητικά οικείες πόλεις που αναφέρονται στο (οι Αόρατες πόλεις) ,ο Μάρκο πόλο του Ιταλο Καλβίνο λέει ότι δεν θα μπορούσε να πει γι αυτήν τίποτε περισσότερο «πέρα από όσα οι ίδιοι οι κάτοικοι της επαναλάμβαναν από πάντα » ακόμα κι αν οι αφηγήσεις τους συγκρούονταν με τα όσα ο ίδιος νόμιζε ότι έβλεπε.
«Θέλεις να πεις τι είναι, αλλά όσα έχουν ειπωθεί για την Αγλαυρα φυλακίζουν τα λόγια και σε υποχρεώνουν να επαναλάβεις όχι να πεις».
Κι ετσι, κλεισμένοι με ασφάλεια πίσω από τείχη χτισμένα από αέναα επαναλαμβανόμενες αφήγηση, όπως οι προμαχώνες κάποιων πόλεων είναι χτισμένοι από πέτρα, οι κάτοικοι της Αγλαυρας «ζουν σε μια Αγλαυρα που μεγαλώνει με το όνομα Αγλάυρα και αγνοούν την Αγλαυρα που μεγαλώνει πάνω στη γη »
Και πώς θα μπορούσαν άραγε να κάνουν διαφορετικά, από τη στιγμή που «η πόλη για την οποία μιλούν διαθέτει πολλά από αυτά που απαιτούνται για την ύπαρξη της , ενώ η υπάρχουσα πόλη είναι λιγότερο υπαρκτή»
Η Θεσσαλονίκη ,σήμερα, νανουρίζεται -σαν την Αγλαυρα -από ίδια της τα λόγια
«Φαντάσου μια αρχαία πόλη που οι κάτοικοι της είχαν χτίσει γύρω της ένα ψηλό τείχος, για να την προστατεύει απ τους ατίθασους χείμαρρους ενός γειτονικού ποταμού. Έπειτα από αιώνες παρόλο που ο ποταμός έχει από καιρό ξεραθεί , η πόλη ακόμα επενδύει σημαντικά χρηματικά ποσά στη συντήρηση του τείχους»

Η Θεσσαλονίκη δεν παράγει πλέον πλούτο. Η πόλη ζει σχεδόν αποκλειστικά από υπηρεσίες .


«Το στένεμα των τοίχων κάνει την ατμόσφαιρα αποπνικτική κι όσο πασχίζουν οι άνθρωποι να αναπνεύσουν σ αυτες τις συνθήκες τόσο αποπνικτικότερος γίνεται ο αέρας»


Η πόλη ζει ανάμεσα στ τραπεζάκια των μπαρ και των καφετεριών και των γραφείων του Ο.Α.Ε.Δ με μια επιφανειακή δραστηριότητα που της προσφέρουν οι δεκάδες χιλιάδες φοιτητές, ο τοπικός Τύπος πνέει τα λοίσθια χωρίς προοπτική ανάκαμψης. Η παραγωγή ιδεών, βασική δραστηριότητα της πόλης από το 1900 έως τη δεκαετία του ‘8Ο , έχει δει τη θέση της σ’ αναπαραγωγή μύθων σχετικά με την πανθομολογούμενη αδυναμία της Θεσσαλονίκης να κρατήσει τα παιδια της….


Η Θεσσαλονίκη
Σήμερα…«Δυο ήδη φορτηγών φεύγουν καθημερινά από τα εργοστάσια-το ένα προς τις αποθήκες και τα πολυκαταστήματα και το άλλο προς τις χωματερές. ….Το δεύτερο το σκεφτόμαστε μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που η χιονοστιβάδα των σκουπιδιών κατρακυλά από τα βουνά και παρασύρει τους φράκτες που προστατεύουν τις αυλές μας….Απομακρύνουμε τα σκουπίδια με τον πιο ριζοσπαστικό και αποτελεσματικό τρόπο:τα καθιστούμε αόρατα με το να μην τα κοιτάζουμε και αδιανόητα με το να μην τα σκεφτόμαστε. Μας προξενούν ανησυχία μόνο όταν οι καθημερινές αυτοματικές μας άμυνες παραβιάζονται και οι προφυλάξεις μας αποτυγχάνουν –όταν η αναπαυτική υπνωτική απομόνωση της ζωνης του βιοκοσμου μας , την οποία υποτίθεται ότι προστατεύουν , βρίσκεται σε κίνδυνο»


(απο το Zygmunt Bauman , Σπαταλημένες Ζωές,Οι απόβλητοι της νεωτερικότητας )




Η Θεσσαλονίκη μοιάζει σήμερα με τη Λεονία μιας αλληςαπό τις Αόρατες Πόλεις του Καλβίνο
Οι κάτοικοι της Λεονίας, θα έλεγαν αν τους ρωτούσε κανείς , ότι το πάθος τους είναι «η απόλαυση νέων και διαφορετικών πραγμάτων»
Πράγματι , κάθε πρωί «φορούν ολοκαίνουργια ρούχα, παίρνουν κλειστές κονσέρβες από το τελευταίο μοντέλο ψυγείου τους και ακούν τα πιο πρόσφατα διαφημιστικά τραγουδάκια από το σύγχρονης τεχνολογίας ραδιόφωνο τους».
Αλλά και κάθε πρωί «τα απομεινάρια της χθεσινής Λεονίας περιμένουν το Σκουπιδιάρικο» ….. καθώς οι Λεονιανοι διαπρέπουν στο κυνήγι της καινοτομίας , «ένα φρούριο από άφθαρτα υπολείμματα » περιβάλλει την πόλη, κυκλώνοντας την από όλες τις πλευρές, σαν μια οροσειρά.Βλέπουν αυτά τα όρη οι Λεονιανοι; θα αναρωτηθείτε.Ίσως κάποτε να τα έβλεπαν, ιδιαίτερα αν κάποιο τυχαίο ρεύμα ανέμου έφερνε στα πεντακάθαρα σπίτια τους την δυσοσμία των σωρών των σκουπιδιών… Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα τους ήταν πια δύσκολο να αποστέρξουν τα μάτια. θα υποχρεώνονταν να κοιτάξουν τα βουνά ανήσυχοι, τρέμοντας από το φόβο-και θα έφριτταν με όσα έβλεπαν. Θα απεχθάνονταν την ασχήμια τους, θα τα σιχαίνονταν επειδή αμαύρωναν το τοπίο- επειδή ήταν βρωμερά, σκοτεινά σκανδαλώδη και προσβλητικά, επειδή έκρυβαν κινδύνους γνωστούς και κινδύνους που δεν είχαν συναντήσει ποτέ , κινδύνους ορατούς και κινδύνους που ούτε καν μπορούσαν να φανταστούν »


Η Θεσσαλονίκη του σήμερα μοιάζει και με την Βαλδραδα την δίδυμη πόλη-Νάρκισσο που περιγράφει ο Μαρκο Πόλο στις Αόρατες Πόλεις του Ιταλο Καλβίνο «Οι Αρχαίοι έχτισαν την Βαλδραδα στις ακτές μιας λίμνης .



'' ,…ετσι φτάνοντας ο επισκέπτης βλέπει δυο πόλεις : μια όρθια πάνω από τη λίμνη και μια αναποδογυρισμένη που καθρεφτίζεται σε αυτή. Δεν υπάρχει ή δεν συμβαίνει τίποτε στη μια Βαλδραδα που να μην επαναλαμβάνεται στην άλλη Βαλδραβα αφού η πόλη χτίσθηκε ετσι ώστε το κάθε της σημείο να αντανακλάται στον καθρέφτη της … ο καθρέπτης άλλοτε μεγαλώνει την αξία των πραγμάτων και άλλοτε την αρνείται. Όσα πράγματα μοιάζουν να αξίζουν πάνω από τον καθρέφτη δεν έχουν πάντα την ίδια αξία στο καθρέφτισμα τους (…) Οι δυο Βαλδραδες ζουν η μια για την άλλη. κοιτάζοντας η μια την άλλη συνεχώς στα μάτια αλλά χωρίς να αγαπιούνται »



Σαν άλλη Βαλδραδα σήμερα η Θεσσαλονίκη πνίγεται μες το καθρέφτη της , που βλέπει διαρκώς το χάσμα με την Αθήνα να μεγαλώνει που οδηγείται σε μνησίκακα συναισθήματα......