5 Haziran 2010 Cumartesi

Περιμένοντας τους Βαρβάρους


-Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.

-Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μιά τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ' οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.

-Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;

-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.

-Γιατί οι δυό μας ύπατοι κ' οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ' ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλισμένα;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπόνουν τους βαρβάρους.

-Γιατί κ' οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαριούντ' ευφράδειες και δημηγορίες.

-Γιατί ν' αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ' η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που έγιναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ' οι πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;

Γιατί ενύχτωσε κ' οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ' τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

2 Haziran 2010 Çarşamba

Ψαχνω

Γενικά μου την δίνουν αυτοί που μιλάν για τον εαυτό τους με τόση έπαρση, λες και είναι κάποιος τρίτος και τον θαυμάζουν. Επίσης μου την δίνει να λένε πράγματα ΕΓΩ και ΕΓΩ και ΕΓΩ, και να θεωρούν τον εαυτό τους κάτι που δεν είναι. Μου σπάει τα νεύρα απλά.
Ζω στην ανασφάλεια. Δεν ξέρω καν τι είμαι. Πάνω που λέω είμαι αυτό, κάτι έρχεται να το ανατρέψει. Στο τέλος να δεις πάλι πως είσαι ένας μαλάκας που κοιτάει το καθρέφτη. Τι είσαι; Ο σούπερ έξυπνος που νομίζει πως είναι πάνω απο άλλους σε εξυπνάδα; Είδα πως σε έπαιξε η άλλη πριν απο λίγο καιρό. Είσαι η σούπερ όμορφη που μπορείς να έχεις όποιον θές; Σα σκατά είσαι. Το ξέρεις;
Περπατάμε πάνω σε ρευστή άμμο. Κάπου γίνεται πιο σκληρή και νομίζουμε πως το έχουμε. Και ένα βήμα παραπέρα βουλιάζουμε. Όλα είναι ρευστά. Η εικόνα που νομίζουμε οτι έχουμε και που νομίζουμε οτι είμαστε είναι τόσο ρευστή. Τόσο εύθραυστη. Που δεν είναι καν αλήθεια. Μεταβάλλεται τόσο γρήγορα στο χρόνο. Ακόμα ψάχνω να δω τι είμαι. Τι θέλω να κάνω στη ζωή μου. Στη τελική που βαδίζω. Και εκεί που νομίζω πως έχω τις απαντήσεις στην επόμενη αλλαγή του δευτερολέπτου χάνονται όλες οι απαντήσεις και τα στάνταρ.
Τελικά τίποτε δεν είναι όπως θα έπρεπε. Και η αλήθεια είναι πως αν ήταν όπως θα έπρεπε τότε δε θα αποτελούσε έκπληξη να μας ευχαριστήσει ή να μας θλίψει. Να καταλάβουμε πως ζούμε σε τελική ανάλυση.
Πιθανολογώ πως πρέπει να αφήσουμε το τι θα θέλαμε να είμαστε και να αποδεχτούμε αυτό που τελικά πραγματικά είμαστε. Απλοί άνθρωποι.

29 Mayıs 2010 Cumartesi

ΓΙΑ ΝΑ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΟΙ ΚΑΙ ΝΑ ΜΑΘΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΝΕΟΤΕΡΟΙ


30 Mαΐου 1941 ο Μανωλης Γλεζος και ο Αποστολος Σαντας φοιτητές της Ανώτατης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (Α.Σ.Ο.Ε.Ε.) και της Νομικής Αθηνών,...κατεβάζουν τη γερμανική σημαία από τον ιστό στον ιερό βράχο της Ακρόπολης, ως ένδειξη αντίστασης στη γερμανική κατοχή.

Νέοι φόροι... αλά Γαλλικά

Το τραγικό είναι ότι μας το έστειλε ένας φίλος, νομίζοντας πως είναι αστείο... Είναι;

( www.LesContribuables.org )

25 Mayıs 2010 Salı

...

Κάθομαι μπροστά από την οθόνη. Δεν πάει πολύ ώρα που έχω ξυπνήσει. Και γράφω. Και σκέφτομαι.

Από τα ηχεία παίζει general elektriks. Χαρούμενοι δε λέω.

Προσπαθώ να ζυγίσω. Ξέρω προς τα που θα γύρει η ζυγαριά.

Άλλη μία φορά που άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο. Και έκανε αυτό που ήθελε.

Άλλη μία φορά που εμπιστεύτηκα τους ανθρώπους.

Το τσιγάρο σιγοκαίει. Έτσι καίει και ο ζεστός καφές που ετοίμασα.

Αν και έξω έχει ήλιο. Τόσες μέρες είχε ψύχρα και συννεφιά και βροχή και αέρα.

Σήμερα έχει ωραίο καιρό.

Το μόνο λάθος που έκανα ήταν να εμπιστευτώ ανθρώπους. Να αφεθώ.

Να πιστέψω πως είναι άνθρωποι.

Να πιστέψω πως είναι διαμάντια αντί για πέτρες.

Αυτό είναι το λάθος μου. Το μόνο που καταλογίζω.

Τι περιμένει κανείς; Ότι δίνει και θα πάρει έστω κάτι τόσο δα μικρό, σαν αυτό που δίνει; Τίποτε δε θα πάρει. Θα του γυρίσει πίσω, εναντίον του.

Ο εαυτός μου για τον εαυτό μου.

Βακτήρια χωρίς τροφή. Τρώει το ένα το άλλο.

Μέχρι στο τέλος να εξαφανιστούμε όλοι μαζί.

Ο φίλος μου ο Μ έχει ζωγραφίσει στο σώμα του τη λέξη μην εμπιστεύεσαι κανέναν.

Ωραία έμπνευση για να το θυμάσαι. Το βλέπεις κάθε μέρα.

Περνάει μέσα σου. Υποσυνείδητα. Με το που βλέπεις κάποιον από μέσα σου ξέρεις ότι δεν πρέπει να τον εμπιστευτείς.

Τι κάθομαι και γράφω πάλι.

Ξεσπάω νομίζω.

Καλύτερα είναι να τα ρίχνεις σαν ποτάμι. Σαν τα απορρίμματα που αφήνεις στην τουαλέτα.

Μετά πατάς το καζανάκι να φύγουν. Και η μυρωδιά φεύγει από το δωμάτιο.

Απλά δεν νομίζω ότι μπορώ να ξαναδώσω. Τουλάχιστον σύντομα.

Νομίζω πως πλέον είμαι πολύ άδειος και πικραμένος.

Και φάνηκαν πολύ λίγοι.

Λίγοι να αντέξουν ότι τους έδινες.

Σαν να βρίσκεσαι μπροστά σε έναν κουφό και να παίζεις την ωραιότερη μουσική του κόσμου. Αυτός απλά δεν μπορεί να την ακούσει. Είναι λίγος γι’ αυτό που κάνεις.

Λίγος.