17 Ocak 2015 Cumartesi

Περι Ουτοπίας και Νοσταλγίας


Άποψη μου είναι οτι η ουτοπική μάτια γεφυρώνει ,εξαφανίζει τή διαφορά. Και εννοώ εδώ ως διαφορά, όχι τόσο την εν γένει αλλότητα, όχι την εχθρότητα απέναντι στόν Αλλο-ατομικό ήεθνικό, αλλά εκείνες τις διαφορές πού ενυπάρχουν σε κάθε συλλόγικό ή αν θέλετε εθνικό εμείς. Διαφορές χρωματος ,καταγωγής, ταξικές και αλλές ‘διαφορές πού σημαδευουν την συλλογική πραγματικότητα με την ατέλεια, κηλίδες , τά χασματα και τις συγκρούσεις. Διαφορές πού παραπέμπουν σέ αντιστοιχες ελλείψεις ‘ και πού υπονοούν εν τέλει την απολυτη ελλειψη,τη γευση του φθαρτού των πραγματων, τον φοβο του θανατου.
· Αυτά τα χασματα,αυτή την ελλειψη η ουτοπική σκέψη προσπαθεί να καλύψει Σαν σκηνικό θεατρου η ουτοπία ντύνει την πραγματικότητα, της δίδει νόημα σκοπό,τελος Η την απλοποιει ,την φτωχαίνει , την διαστρεφει. Η ουτοπία γίνεται ονειρική σαν έργο τεχνης και ταυτόχρονα συνειδητή απιαστη και φευγαλέα αλλά και οικεία καθώς αποτελέι εκδήλωση του ναρκισσισμού μας. . Η ακομα σκηνοθετείται ως η ουτοπία του παρόντος: Εξωραισμένος πίνακας του εθνικού εαυτού μας, , πού συγκαλύπτει τα κενα, πού δειχνει την αιώνια ομορφιά και κρύβει την αρωστια, τον φοβο του θανατου, την ελλειψη.·
· Η ίδια η έννοια της ουτοπίας μετασχηματίζεται ιστορικάΣτήν αρχαιότητα και στην αναγέννηση χαρακτηρίζεται από την απουσία ιστορικότητας :Ηταν τοποθετημένη στόν χώρο. σε κάποια ουράνια πολιτεία ή σε φανταστικά νησιά· Η ιστορικότητα αντίθετα χαρακτηρίζει την νεωτερική εκδοχή της ουτοπίας.· Στόν 18 και 19ο αιωνα η Ιστορία εμφανίζεται ως νάχει ενα τέλος ,εντελέχεια. Η ουτοπία ενσωματτώνεται σε αυτήν την διαλεκτική της ιστορίας ως δυνατότητα,ως προεκταση του παρόντος . Στο κοινωνικό-ιστορικό παρόν ανευρίσκεται η ουτοπική δυνατότητα’ η αρνηση του παροντος δεν ειναι πληρης αρνηση: ειναι απάρνηση των ασχημων πλευρών και εντοπισμός των δυνατοτητων στον παρόν για την πραγματοπoίηση της .
· Πλαι στίς θετικές νεωτερικές ουτοπίες αυτου του ειδους (π.χ τίς σοσιαλιστικές ουτοπίες του 19ου αιώνα ) θα ανευρουμε επίσης και τίς , επίσης νεωτερικες, αρνητικές, νοσταλγικές ρομαντικές ουτοπίες. Εκείνο πού χαρακτηρίζει εντονα τίς τελευταίες εναι η Νοσταλγία, τό αισθημα της ελλειψης εστίας και της μοναξιάς. Νοσταλγία πού κινει την απατηλή φυγή πρός την Ουτοπία, τό παραμυθι , τό φανταστικό, τό αλλοκοτο και τό μυστηριώδες, λαχταρα για την παιδική ηλικία και τη φύση, τα ονειρα και τήν παραφροσύνη.

η απατηλή Υπόσχεση της αγάπης

η απατηλή  Υπόσχεση της αγάπης
Π. Θεοδωριδη : ''Η Αισθητική ουτοπία του Εθνους ,

Ερνέστο Λακλάου:Γιατί τα κενά σημαίνοντα έχουν σημασία για την πολιτική; /αναδημοσιευση απο το :Στο ντιβάνι με το Λακάν

Γιατί τα κενά σημαίνοντα έχουν σημασία για την πολιτική;




Ερνέστο Λακλάου
Πηγή : Emancipation(s). London: Verso Books (1995), pp. 36-46.
Η κοινωνική παραγωγή «κενών σημαινόντων».

Ένα κενό σημαίνον είναι ένα σημαίνον χωρίς σημαινόμενο. Αυτός ο ορισμός ωστόσο αποτελεί και την άρθρωση ενός προβλήματος.  Πώς είναι δυνατό ένα σημαίνον να μην είναι συνδεδεμένο με ένα σημαινόμενο και να παραμένει  παρόλα αυτά εσωτερικό μέρος ενός συστήματος σήμανσης;  Ένα κενό σημαίνον θα ήταν μια σειρά από ήχους και  αν ο τελευταίος  διαχωριζόταν από κάθε λειτουργία σήμανσης, ο ίδιος ο όρος σημαίνον θα γινόταν υπερβολικός. Η μόνη πιθανότητα μιας ροής ήχων που έχουν διαχωριστεί από τη λειτουργία σήμανσης και παραμένουν σημαίνοντα, είναι μέσω της υπονόμευσης του σημείου, που η πιθανότητα ενός κενού σημαίνοντος ενέχει, δημιουργώντας κάτι που είναι εσωτερικό στη σήμανση. Ποια είναι αυτή η πιθανότητα;
Μερικές ψευδείς απαντήσεις θα μπορούσαν να απορριφθούν πολύ εύκολα. Κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι ένα σημαίνον μπορεί να διαχωριστεί από διάφορα σημαινόμενα σε διαφορετικά πλαίσια. Είναι ξεκάθαρο ότι σε αυτή την περίπτωση το σημαίνον δεν θα ήταν κενό αλλά αμφίσημο: η λειτουργία σε κάθε πλαίσιο θα ήταν πλήρως καθορισμένη. Μια δεύτερη περίπτωση είναι το σημαίνον να μην είναι αμφίσημο αλλά ασαφές:  ο υπερκαθορισμός ή ο υποκαθορισμός των σημαινομένων δεν επιτρέπουν τον πλήρη καθορισμός τους. Αυτή η ροή του σημαίνοντος και πάλι δεν το καθιστά κενό. Παρά το ότι η ροή μας πηγαίνει ένα βήμα μπροστά για να απαντήσουμε στο πρόβλημα οι όροι του  δεν προσεγγίζονται ακόμη. Δεν αντιμετωπίζουμε μια υπερβολή ή ένα έλλειμμα της σήμανσης αλλά την θεωρητική πιθανότητα ενός πράγματος που δείχνει μέσα στη διαδικασία της σήμανσης το όριο του μέσα στο λόγο.
Ένα κενό σημαίνον μπορεί να αναδυθεί μόνον όταν υπάρχει κάποια δομική αδυνατότητα στη σήμανση και μόνο αν αυτή η αδυνατότητα μπορεί να σημάνει τον εαυτό της ως ρήξη (ανατροπή, παραμόρφωση, κτλ) της δομής του σημείου.
Ξέρουμε από τον Σωσσύρ ότι η γλώσσα είναι ένα σύστημα διαφορών και ότι οι γλωσσικές ταυτότητες είναι όλες σχεσιακές και έτσι σε κάθε πράξη σήμανσης εμπλέκεται η ολότητα της γλώσσας. Απαιτείται η ολότητα της γλώσσας, εάν οι διαφορές δεν αποτελούν σύστημα τότε καμιά σήμανση δεν είναι δυνατή. Το πρόβλημα είναι ο καθορισμός των ορίων αυτού του συστήματος. Όταν σκεφτόμαστε τα όρια κάποιου πράγματος, είναι ταυτόσημο με το να σκεφτόμαστε τι είναι πέρα από αυτά τα όρια. Όταν μιλούμε για τα όρια ενός συστήματος σήμανσης είναι ξεκάθαρο ότι αυτά τα όρια δεν μπορούν να σημάνουν τον εαυτό τους αλλά πρέπει να παρουσιαστούν ως ρήξη  ή ως κατάρρευση της διαδικασίας σήμανσης. Έτσι φτάνουμε στο παράδοξο αυτό που συγκροτεί τη δυνατότητα ύπαρξης ενός συστήματος σήμανσης είναι αυτό που συγκροτεί και την αδυνατότητά του – ένα μπλοκάρισμα της συνεχούς διαδικασίας σήμανσης.
Μια πρώτη και κεφαλαιώδης συνέπεια αυτού του γεγονότος είναι  ότι τα αληθινά όρια δεν μπορούν ποτέ να είναι ουδέτερα όρια, πάντα προϋποθέτουν έναν αποκλεισμό.  Ένα ουδέτερο όριο θα ήταν ουσιωδώς συνεχές με αυτό που είναι στις δυο πλευρές του και οι δύο πλευρές είναι απλά διαφορετικές η μία από την άλλη. Μια σημαίνουσα ολότητα είναι ένα σύνολο διαφορών και αυτό σημαίνει ότι και τα δύο είναι μέρος του ίδιου συστήματος και ότι τα όρια μεταξύ των δύο δεν μπορεί να είναι όριο του συστήματος. Στην περίπτωση του αποκλεισμού έχουμε αντιθέτως αυθεντικά όρια επειδή η αναγνώριση του είναι πέρα από αυτά τα όρια θα ενέπλεκε την αδυνατότητα του τι είναι αυτή η πλευρά του ορίου. Τα αληθινά όρια είναι πάντα ανταγωνιστικά. Η λογική των ορίων αποκλεισμού έχουν συνέπειες και για τις δυο πλευρές των ορίων κάτι που θα μας οδηγήσει ευθέως στην έννοια των κενών σημαινόντων.
 1. Μια πρώτη συνέπεια του ορίου αποκλεισμού είναι ότι εισάγει μια ουσιώδης ισοδυναμία μέσα στο σύστημα των διαφορών που συγκροτούνται από αυτά τα όρια. Από την μια κάθε στοιχείο του συστήματος έχει  ταυτότητα μόνο εφόσον είναι διαφορετικό από τα άλλα: διαφορά= ταυτότητα. Από την άλλη όλες οι διαφορές είναι ισοδύναμες μεταξύ τους εφόσον όλες ανήκουν στην ίδια πλευρά του ορίου αποκλεισμού. Αλλά σε αυτή την περίπτωση η ταυτότητα κάθε στοιχείου είναι εκ συγκροτήσεως διχασμένη: από τη μια κάθε διαφορά εκφράζει τον εαυτό της ως διαφορά. Από την άλλη κάθε μια ακυρώνει τον εαυτό της  με την εισαγωγή της σε μια σχέση ισοδυναμιών με όλες τις άλλες διαφορές του συστήματος. Εφόσον υπάρχει σύστημα μόνο όταν υπάρχει ριζικός αποκλεισμός, αυτός ο διχασμός ή η ισοδυναμία είναι συγκροτητικά όλων των συστημικών ταυτοτήτων. Αν η συστημικότητα ενός συστήματος είναι το άμεσο αποτέλεσμα του ορίου αποκλεισμού είναι επειδή αυτός ο αποκλεισμός  θεμελιώνει το σύστημα ως τέτοιο.  Αυτή η παρατήρηση είναι σημαντική γιατί από αυτή εξάγεται το συμπέρασμα ότι το σύστημα δεν έχει κάποιο θετικό θεμέλιο και δεν μπορεί να θεμελιωθεί σε κάποιο θετικό σημαινόμενο. Ας υποθέσουμε ότι ένα σύστημα ήταν το αποτέλεσμα όλων των στοιχείων του που μοιράζονταν ένα θετικό χαρακτηριστικό. Σε αυτή την περίπτωση αυτό το θετικό χαρακτηριστικό θα είναι διαφορετικό από άλλα θετικά χαρακτηριστικά. Αλλά ένα σύστημα  που συγκροτήθηκε μέσω του ριζικού αποκλεισμού διακόπτει τη λογική της διαφοράς: αυτό που αποκλείεται από το σύστημα χωρίς να είναι κάτι θετικό είναι απλά η αρχή της θετικότητας- καθαρό είναι- αυτό είναι το σημαίνον της καθαρής ακύρωσης κάθε διαφοράς.

Ποιος είναι ο τόπος της μεταβίβασης; Ντόρα Περτέση . ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ::Κέντρο Ψυχαναλυτικών Ερευνών της Αθήνας:: Ινστιτούτο του Φροϋδικού Πεδίου-Λακανικός Προσανατολισμός

 
::Κέντρο Ψυχαναλυτικών Ερευνών της Αθήνας:: Ινστιτούτο του Φροϋδικού Πεδίου-Λακανικός Προσανατολισμός

Ντόρα Περτέση 
( κείμενο βασισμένο στο σεμινάριο της κας Περτέση σχετικά με τη μεταβίβαση το 2010-11) 
Πως ορίζεται η μεταβίβαση; Το 1908, ο Φρόυντ, στο άρθρο του Πέντε μαθήματα πάνω στην ψυχανάλυση, ορίζει τη μεταβίβαση μέσω της αγάπης και της επανάληψης. Το υποκείμενο επαναλαμβάνει αυτό που έχει αποτύχει, αυτό που είναι σκοτεινό, για παράδειγμα, η σχέση με τον πατέρα στην περίπτωση του Ανθρώπου με τα ποντίκια, η σχέση με το γυναικείο, στην περίπτωση της Ντόρας.
Έτσι, ο Φρόυντ σε μια μεταβιβαστική στιγμή καταλήγει να ερμηνεύσει ότι δεν έχει καμία κλίση προς τον βασανισμό και την ωμότητα, συμπεριφορές που του απέδιδε Ο άνθρωπος με τα ποντίκια. Επειδή δηλαδή δεν συμβολοποιεί την ωμότητα του πατέρα του γι’ αυτόν τον λόγο την μεταθέτει στον Φρόυντ και υπάρχει η επονομαζόμενη αρνητική μεταβίβαση, ή διαφορετικά, η μεταβίβαση ως αντίσταση στην ανάδυση της αλήθειας.
Σε ό,τι δε αφορά την περίπτωση της Ντόρας, ο Φρόυντ, επειδή ερμήνευε από τη θέση του πατέρα, δεν μπόρεσε να αντιληφθεί ότι για την Ντόρα το παιχνίδι και η σύγκρουση παιζότανε αλλού. Έτσι, της ερμηνεύει τον υποτιθέμενο έρωτά της προς τον Κο Κ. αλλά η Ντόρα λέει ότι δεν πρόκειται περί αυτού και, κάποιες συνεδρίες αργότερα, του εύχεται Καλά Χριστούγεννα και διακόπτει την θεραπεία. 
Ο Λακάν, το 1951 στο γραπτό του Παρέμβαση για τη μεταβίβαση θέτει σε αμφισβήτηση την τότε επικρατούσα άποψη περί μεταβίβασης, δηλαδή τον ορισμό της από τους μεταφρουδικούς ως το σύνολο των αρνητικών ή θετικών συναισθημάτων προς τον αναλυτή. Θεωρεί ότι η αρνητική μεταβίβαση στην περίπτωση της Ντόρας συνδέεται με τις προκαταλήψεις του Φρόυντ πάνω στη σχέση άνδρα/γυναίκας, τουτέστιν ότι η γυναίκα είναι για τον άνδρα, και ο άνδρας για τη γυναίκα. Πιο ειδικά ο Φρόυντ δεν διέκρινε επαρκώς τον διαχωρισμό, τον οποίο θα κάνει αργότερα, ανάμεσα στο αντικείμενο ταύτισης της υστερικής και το ερωτικό αντικείμενο. Προσπαθούσε εις μάτην να πείσει την Ντόρα ότι είναι ερωτευμένη με τον Κ., γεγονός που το πλήρωσε με την διακοπή της θεραπείας. Οι ανδρικές ταυτίσεις της Ντόρας που σχετίζονται με τον αδελφό της του διαφεύγουν. Αν η Ντόρα ταυτίζεται με τον Κ. αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και ερωτευμένη μαζί του. Διότι αυτό που είναι σημαντικό γι’ αυτήν, αυτό που γι’ αυτήν συνιστά ένα μυστήριο, είναι να διασαφηνίσει την έννοια του γυναικείου, της θηλυκότητας, του τι είναι γυναίκα. Γι’ αυτό ενδιαφέρεται για το ζευγάρι των Κ. μήπως και μέσω αυτού λάβει μια απάντηση στο ερώτημά της. Το σφάλμα του Φρόυντ ήταν η προκατάληψή του και το δεδομένο ότι η γυναίκα προορίζεται για τον άνδρα.
Ο Λακάν επιτονίζει το γεγονός ότι η απρόσφορη ερμηνεία του Φρόυντ στην Ντόρα αυξάνει τις αντιστάσεις της, οι οποίες δεν οφείλονται σε κάποιο καπρίτσιο, αλλά στο γεγονός ότι ερμήνευε λανθασμένα. Τονίζει λοιπόν τη συμμετοχή του αναλυτή στο φαινόμενο της αρνητικής μεταβίβασης και δείχνει ότι με βάση αυτή ο Φρόυντ απομακρύνεται από το να δείξει κάτι της τάξεως της επιθυμία της στην Ντόρα.
Από την άλλη πλευρά θα διακρίνει τις διαφορετικές μεταβιβαστικές στιγμές στην ανάλυση της Ντόρας με βάση την έννοια της διαλεκτικής ανατροπής που έχει ως συνέπεια την ανάπτυξη της αλήθειας του υποκειμένου.  Για παράδειγμα   η πρώτη ανάπτυξη της αλήθειας, δηλαδή όσα η Ντόρα του εξιστορεί λαμβάνοντας τη θέση του θύματος, έχει ως αποτέλεσμα, μια πρώτη διαλεκτική ανατροπή : ο Φρόυντ αρνείται την παρουσίαση που του κάνει, ότι δηλαδή είναι αθώα και θύμα. Της λέει ότι για όλα όσα παραπονιέται έχει μέρος ευθύνης. Ακολουθεί μια δεύτερη ανάπτυξη της αλήθειας και μια δεύτερη διαλεκτική ανατροπή και έπεται η τρίτη ανάπτυξη της αλήθειας η οποία αποτυγχάνει να έχει ως συνέπεια μια τρίτη διαλεκτική ανατροπή. Γιατί; Διότι ο Φρόυντ αποτυγχάνει να αντιληφθεί τη συμβολική διάσταση κάποιων εξιστορήσεων της Ντόρας και ερμηνεύει λανθασμένα. Και τότε ο Λακάν σημειώνει ότι υπάρχει αντιμεταβίβαση την οποία ορίζει ως εξής: το σύνολο των προκαταλήψεων του ψυχαναλυτή. Δηλαδή ποιος είναι ο ορισμός της αντιμεταβίβασης με όρους καθαρής διαλεκτικής; Είναι το γεγονός ότι ο αναλυτής αδυνατεί να διακινήσει αυτή την διαλεκτική διαδικασία.
Εξάλλου, στο 11ο Σεμινάριο Οι τέσσερις θεμελικές έννοιες της ψυχανάλυσης ο Λακάν διέκρινε τη δομή της μεταβίβασης, διαχωρίζοντας την α) συμβολική διάσταση την οποία όρισε μέσα από το καθ’ υπόθεση της γνώσης υποκείμενο και β) τη φαντασιακή διάσταση. Έχοντας υπ’ όψην το σχήμα L του Λακάν (Ecrits σελ. 548) αντιλαμβανόμαστε ότι η συμβολική διάσταση της μεταβίβασης τοποθετείται στον συμβολικό άξονα, τουτέστιν, Sujet - Autre (Υποκείμενο- Άλλος) ενώ η φαντασιακή διάσταση στον φαντασιακό άξονα α α’ (εγώ-ιδανικό εγώ). Στο παράδειγμα της Ντόρας, οι αναπτύξεις της αλήθειας και οι διαλεκτικές ανατροπές τοποθετούνται στον συμβολικό άξονα και σχετίζονται με την ερμηνεία του Φρόυντ, ενώ η λανθασμένη ερμηνεία του έχει ως αποτέλεσμα να μετανικηθεί η διαδιακασία από τον συμβολικό άξονα προς τον φαντασιακό άξονα, με συνέπεια την πρόωρη διακοπή της ανάλυσης.

Γυρίζω τις πλάτες μου στο μέλλον


ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΜΑΡΞΙΣΤΙΚΕΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ του Πέτρου Θεοδωρίδη .. Αποσπασμα απο άρθρο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ ....



 Πέτρου Θεοδωρίδη:ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΕΣ  ΚΑΙ ΜΕΤΑΜΑΡΞΙΣΤΙΚΕΣ  ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥ  ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ: βιβλιογραφικό δοκίμιο

 ΕΝΕΚΕΝ 34ο



Πολλαπλές σχολές και τάσεις στο μαρξιστικό κίνημα ανάπτυξαν μια πλούσια συζήτηση για το έθνος και τον εθνικισμό. Πάντως ένας κοινός παρονομαστής των προσεγγίσεων αυτών φαίνεται να είναι η απόπειρα υλιστικής ερμηνείας του εθνικισμού και του έθνους μέσα από την αντιπαράθεση των κοινωνικών τάξεων .Ο εθνικισμός θεωρείται ένα σύγχρονο φαινόμενο ,έκφραση της αστικής κατά κύριο λόγο ιδεολογίας, πού εξυπηρέτησε τα ταξικά συμφέροντα της ανερχόμενης αστικής τάξης στην αντίθεση της προς την παραδοσιακή αριστοκρατία. Σε αυτή την οπτική η άνοδος του εθνο-κράτους θεωρείται στενά συνδεδεμένη με τις οικονομικές αναγκαιότητες του πρώιμου καπιταλισμό.

Ήδη στο Μανιφέστο και σε άλλα κείμενα του ο Μαρξ αντιλαμβάνεται την ιστορικότητα του εθνικιστικού φαινομένου και ανατρέχει στις ιστορικές συνθήκες προκειμένου να το κατανοήσει αλλά και να διατυπώσει μια θεωρία υπέρβασης του. Σε ένα άρθρο του 1845 ο Μαρξ γράφει:«Η εθνικότητα του εργάτη δεν είναι γαλλική, ούτε αγγλική, ούτε γερμανική, είναι η ελεύθερη σκλαβιά, το ξεπούλημα του εαυτού του. Η κυβέρνηση του δεν είναι ούτε γαλλικη,ουτε αγγλικη,ουτε γερμανικη,ειναι το κεφαλαιο.Ο πάτριος αέρας του δεν είναι ούτε γαλλικός, ούτε γερμανικός ούτε αγγλικός, είναι ο αέρας του εργοστάσιου. Η γη που του ανήκει δεν είναι ούτε γαλλική, ούτε αγγλική ούτε γερμανική, είναι λίγα πόδια κάτω από το χώμα» .(Μichael  Lowy:  85)

Η μαρξιστική προσέγγιση επικεντρώνεται στην εσωτερική ταξική σύγκρουση σε κάθε συγκεκριμένη κοινωνία . Έτσι ορίζεται ο εθνικισμός είτε ως έργο και έκφραση μιας μόνο τάξης ή και μιας ταξικής συμμαχίας μέσα στον οποίο είτε η κάθε τάξη διατηρεί τα δικά της συμφέροντα, είτε ως έργο μια ιδιαίτερης τάξη (συνήθως τη αστικής) προωθεί  τα δικά της  μόνο συμφέροντα και οδηγεί τις άλλες τάξεις να τον ακολουθήσουν ( J. Breuillly :21)

Ένα σημαντικό μέρος της Μαρξιστικής συζήτησης περιστράφηκε γύρω  από το μέλλον των εθνών και εθνοτήτων στον καπιταλισμό και στην μελλοντική σοσιαλιστική κοινωνία. Οι πρώτες μαρξιστικές προσεγγίσεις γίνονται από τους  ίδιους τους Μαρξ- Έγκελς, περισσότερο όμως σε μια μάλλον αποσπασματική μορφή παρά ως μια ολοκληρωμένη θεωρία για το εθνος και τον εθνικισμό.Στο Κομμουνιστικό μανιφέστο(1848) διατυπώνουν την θέση ότι '«Οι εθνικοί χωρισμοί και οι  εθνικές αντιθέσεις ανάμεσα στους λαούς εξαφανίζονται όλο και περισσότερο με την ανάπτυξη της αστικής τάξης , με την ελευθέρια του εμπορίου, με  την  παγκόσμια αγορά, με την ομοιομορφία της βιομηχανικής παραγωγής και των  συνθηκών ζωής πού αντιστοιχούν  σε αυτήν Η κυριαρχία του προλεταριάτου θα  τους εξαφανίσει ακόμα πιο γρήγορα»' (Mαρξ  Εγκελς : 41) θέση πού-όπως παρατηρεί ο  Μισέλ Λεβί προέρχεται από μια εκπληκτική  αισιοδοξία.(Μichael  Lowy:  20)

Κεντρική θέση των Μαρξ –Εγκελς ήταν η διάκριση σε '' προοδευτικά'' και'' αντιδραστικά' έθνη , ''ιστορικά και μη ιστορικά»( 'Μichael  Lowy : 43) Στον Έγκελς ο όρος «μη ιστορικά έθνη» προσδιόριζε εκείνα πού δεν διέθεταν τις «ιστορικές, γεωγραφικές, πολιτικές και βιομηχανικές προϋποθέσεις ανεξαρτησίας και ζωτικότητας». Αυτή η διάκριση βέβαια όπως δείχνει ο E Hobsbawm συνδεόταν με μια γενικότεροι πεποίθηση πού επικρατούσε στην Ευρώπη μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, ότι ορισμένες μικρές εθνότητες δεν είχαν μέλλον σαν ανεξάρτητες  κρατικές  οντότητες  (  Hobsbawm Eric:37,38) Οι προσεγγίσεις αυτές συνδέονται και με μια γενικότερη αίσθηση ''οικονομίας '' του χώρου που ενυπήρχε μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα στην  Ευρώπη. Κυριαρχούσε η ρασιοναλιστική ιδέα της αρμονίας, της  προόδου, της σύνθεσης των εθνών σε μια νέα παγκόσμια ορθολογική κοινότητα.  Ως κριτήρια πού επέτρεπαν σε ένα λαό να θεωρηθεί έθνος θεωρούνταν  ή σύνδεση με ένα ήδη υπάρχον κράτος, ή η ύπαρξη μιας πολιτικής ελίτ με μακρόχρονη γραπτή λογοτεχνική -διοικητική παράδοση, ή με μια αποδεδειγμένη ικανότητα για κατάκτηση. (E. Hobsbawm:37) . Τα ''μη ιστορικά έθνη'' θεωρούντο πολύ μικρά για να προσαρμοσθούν  στις οικονομικές και κοινωνικές δυνάμεις της ιστορία.

Η θέση για τα ιστορικά και μη ιστορικά έθνη –γράφει ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος ΄-ανταποκρίνεται επιπλέον και σε ένα  σχήμα που εξηγείται από την αντίληψη που είχαν οι Μαρξ και Έγκελς  για την ιστορία ως νομοτέλεια. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή  η ιστορία διευκολύνει την πρόοδο, απομακρύνοντας  αμείλικτα τα εμπόδια που συναντά  απ τα κατώτερα στα ανώτερα  πεδία ανάπτυξης  των παραγωγικών δυνάμεων. Ιστορικά  έθνη , θεωρούνταν  εκείνα τα οποία συνδύαζαν μεγάλο πληθυσμό , ικανό για τον καταμερισμό της εργασίας οποίος  ήταν απαραίτητος  για την ανάπτυξη του καπιταλιστικού  συστήματος , με μεγάλη και συνεκτική εδαφική έκταση για την ανάπτυξη βιώσιμου κράτους  (Αντώνης Λιάκος  :16)

Ο Α.Λιάκος επικαλείται και τον Τσέχο ιστορικό του εθνικισμού Μιροσλάβ Χροχ ο οποίος έχει υποδείξει τρεις βασικούς λόγους  της αδυναμίας των δυο φίλων του Μαρξ και του Έγκελς να δουν τη εξέλιξη των εθνών και να  σταθμίσουν το βάρος  τους στην   ιστορική  πορεία  της Ευρώπης .Ο πρώτος λόγος ήταν ότι στο ζήτημα αυτό σκέπτονταν με ιστορικές αναλογίες. Θεωρούσαν δηλαδή  ότι η μοίρα τω λαών όπως  oι Προβηγκιανοί , οι Ουαλλοί και οι Βρετόννοι, οι οποίοι εξαφανίστηκαν μέσα στα μεγάλα δυναστικά κράτη ,προοιώνιζε και τη μοίρα και των μικρών  λαών της Κέντρο ανατολικής και νοτιανατολικής Ευρώπης. Ο δεύτερος ήταν ότι θεωρούσαν  πως , αν το  έθνος ήταν υπόθεση της αστικής τάξης άρα οι κοινωνίες  χωρίς αστική τάξη δεν είχαν καμία πιθανότητα να δημιουργήσουν έθνη. Και ο τρίτος  ότι πίστευαν  πως ο καπιταλισμός θα κατέστρεφε τους μικροαστούς και θα τους προλεταριοποιούσε ( Αντώνης Λιάκος: 22)



Ένας δεύτερος κοινός παρονομαστής των μαρξιστικών προσεγγίσεων είναι ο υπαινιγμός ότι η εθνική διαπάλη αποτελεί μορφή της ταξικής διαμάχης, και ότι  οι εθνικές ή εθνοτικές αντιπαραθέσεις υποκρύπτουν ταξικές αντιπαραθέσεις, με τον τρόπο πού έδειξε ο Οtto Bauer στην ανάλυση των εθνοτικών διαφοροποιήσεων στην Αυτοκρατορία των  Αψβούργων  (Charles  Herod: 52-53.)

 Ο Βαuer υποστήριξε  ότι το εθνικό μίσος δεν ήταν παρά μετασχηματισμένο ταξικό-μίσος: ερευνώντας την αναπτυσσόμενη αντιπαλότητα μεταξύ των εθνικών  ομάδων στην Αυτοκρατορία των  Αψβούργων, εστίασε την προσοχή του στα  οικονομικά συμφέροντα  πού υπέβοσκαν  πίσω από τις εθνικές αντιθέσεις ,όπως τα ανεδείκνυε ο ανταγωνισμός μεταξύ Γερμανών και μη Γερμανών εργατών στην αυτοκρατορία. Οι Γερμανοί εργάτες ήσαν ευνοημένοι σε σχέση με τους άλλους εργάτες, τοποθετημένοι σε εξειδικευμένες  και εποπτικές θέσεις έτσι ώστε η συλλογικότητα των Γερμανών ως εθνική ομάδα να επιδεικνύει υψηλότερα πολιτιστικά επιτεύγματα .Τα μη Γερμανικά  εργατικά κινήματα συμπέραναν ότι τα πολιτισμικά επιτεύγματα είναι παράλληλα με τα οικονομικά αποτελέσματα, ανέπτυξαν συνεπώς προγράμματα προσανατολισμένα στην ανάπτυξη των δικών τους  εθνικών πολιτισμών. Αποτέλεσμα: η εθνοτική  αντιπαλότητα, πού ξεκίνησε από την πλευρά των  Γερμανών για να αφυπνίσει το μίσος των μη  Γερμανικών μειονοτήτων

Στην τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα και στις πρώτες του 2οου αιώνα διεξάγεται στην  Β Σοσιαλιστική Διεθνή μια μεγάλη θεωρητική συζήτηση για το έθνος , συζήτηση  στην οποία συμμετέχουν Οι Κ. Κάουτσκι, Οττο  Μπαουερ, Ροζα Λουξεμπουργκ κ.α. Προέκταση της συζήτησης αυτής είναι  και οι θέσεις για το εθνικό ζήτημα πού διατυπώνονται από  τον  Λένιν ( Το δικαίωμα των εθνών για αυτοδιάθεση  1910  ) και του Ι. Στάλιν (Ο Μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα 1913)) Αυτή η συζήτηση αξίζει την προσοχή μας, σε ότι αφορά κυρίως στις απόψεις των δυο αντίθετων ''πόλων''  του ''ορθόδοξου ''Κ.Καουτσκι και του αυστρομαρξιστή Οττο  Μπάουερ : O K.Kαουτσκι καθορίζει τα έθνη με βάση το  κριτήριο της γλώσσας  πού  συμπληρώνεται  από το τόπο εγκατάστασης Το έθνος συνδέεται με το αστικό κράτος το οποίο τείνει να συγκροτηθεί ως εθνικό, επιβάλλοντας στο  εσωτερικό  του μια ενιαία γλώσσα για να επιτύχει την δημιουργία ενιαίας αγοράς   ( Δημήτρη Γιαννούλη , -Χριστίνα Γιαννούλη , :30.κ.ε) H συζήτηση ξεκίνησε  με ένα άρθρο του  Καουτσκι   ( Charles  Herod: 42)πού αφορούσε στα εθνοτικά προβλήματα της αυτοκρατορίας των  Αψβούργων, όπου επισημαίνονταν  ότι ο Τσεχικός λαός δεν είχε ελπίδα προόδου και υψηλότερων οικονομικών επιτευγμάτων χωρίς την αφομοίωση της γερμανικής γλώσσας και ίσως και την εξαφάνιση της Τσεχικής γλώσσας. Το 1898  πρότεινε μια ομοσπονδιακή λύση πού θα έλυνε το πρόβλημα των μικρών εθνικών ομάδων στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων, μια ομοσπονδία βασισμένη στη γλώσσα.

 O Otto Bauer συμφώνησε με την ομοσπονδιακή λύση αλλά διαφωνησε με την βασική θέση του Κάουτσκι σε ότι  αφορά τη μοίρα των μικρών εθνικών ομάδων. Υποστήριξε ότι με την ανάπτυξη του καπιταλισμού τα μικρά έθνη δεν τείνουν να εξαφανισθούν αλλά αντίθετα να αφυπνισθούν και νέα σχηματίσουν βιώσιμα έθνη κράτη και ανέπτυξε τρεις νέες έννοιες για το έθνος: το έθνος ως μια κοινότητα προορισμού, την αφύπνιση των εθνών χωρίς ιστορία, και  την  θεώρηση του εθνικού μίσους  ως αντανάκλαση του ταξικού μίσος ( Charles  Herod: 43-46  ) 

 Το βιβλίο του Otto Bauer « το εθνικό ζήτημα και η Σοσιαλδημοκρατία ( 1907))αποτέλεσε την πρώτη συστηματική θεωρητική  διαπραγμάτευση του εθνικού ζητήματος εντός  της μαρξιστικής  παράδοση  . Ο σύντομος  ορισμός  του έθνους  του έδωσε ήταν « το έθνος  είναι το συνοδό των  ανθρώπων οι οποίοι  συνδέονται με μια κοινή μοίρα σε μια κοινότητα χαρακτήρα «Για μένα   η ιστορία δεν αντανακλά την πάλη ανάμεσα στα έθνη , αλλά το ίδιο το έθνος εμφανίζεται ως αντανάκλαση της ιστορικής πάλης.  Γιατί το έθνος εκδηλώνεται στον εθνικό χαρακτήρα , στην εθνικότητα του ατόμου. Και η εθνικότητα του ατόμου είναι μόνο μια πλευρά του προσδιορισμού του από την ιστορία  της κοινωνίας , από την ανάπτυξη των συνθηκών και της τεχνικής τα εργασίας» (Αντωνης Λιακος :29-30) 

Ο   Otto Bauerτο δεν όριζε το έθνος  με εξωτερικά εμπειρικά στοιχεία  ( λ.χ γλώσσα , όπως ο Κ Καουτσκι ) αλλά με στοιχεία εσωτερικευμένα στα άτομα που αποτελούν ένα έθνος .Τα στοιχεία αυτά  αποτελούν την «κοινότητα  χαρακτήρα». Τα μέλη , δηλαδή ,ενός έθνους ξεχωρίζουν από τα μέλη άλλων εθνών  γιατί  διαθέτουν  ένα διαφορετικό χαρακτήρα . Πως αποκτάται αυτός ο χαρακτήρας; Μέσα  από τις  κοινές εμπειρίες τις οποίες έχουν βιώσει  οι οποίες  ξεπερνάν τον ορίζοντα της κάθε γενιάς. .Αυτή  είναι  «η κοινότητα της κοινής  ιστορικής μοίρας» που στα αγγλικά έχει αποδοθεί ως community of destiny. Οι ιστορικές  συλλογικές εμπειρίες αποτυπώνονται στην κουλτούρα των ανθρώπων και στους τρόπους  με τους οποίους  προσλαμβάνουν την πραγματικότητα  και τις νέες εξελίξεις  έτσι ώστε άνθρωποι από διαφορετικά έθνη να διαθέτουν διαφορετικούς  προληπτικούς τρόπους  και επομένως  να αντιδρούν σε κοινά ερεθίσματα με διαφορετικό τρόπο( Αντωνης Λιακος:29-30)

Το έθνος, για τον Otto Bauer, είναι ένα σύνολο ανθρώπων  πού συνδέονται μεταξύ τους στη βάση της ταυτότητα των  χαρακτήρων τους. Αυτή η κοινότητα είναι το  αποτέλεσμα συγκεκριμένων συνθηκών της κοινωνικής ζωής, μια ιδιαίτερη  ιστορική κατηγορία πολιτιστικής τάξης πού στηρίζεται στην ύπαρξη ενός διαμορφωμένου εθνικού χαρακτήρα''  πού δημιουργείται μέσα από την ιστορική επανάληψη της σχέσης της ομάδας με τις συνθήκες ύπαρξης της '' Το έθνος είναι το σύνολο των ανθρώπων  πού συνδέονται μεταξύ τους  μέσω  ενός κοινού προορισμού σε μια κοινότητα χαρακτήρα»(Tom   Bottomore :107)

Η  αφύπνιση-κατά  Bauer- των εθνών «χωρίς ιστορία» αφορούσε  σε εκείνα ακριβώς τα έθνη πού ο Εγκελς θεωρούσε ανίκανα να αποκτήσουν ιστορική ζωή (Charles  Herod: 48)O Bauer αντίθετα  ισχυριζόταν ότι « Ο καπιταλισμός και ο  ακόλουθος του, το σύγχρονο κράτος ενεργοποίησαν παντού μια διεύρυνση της πολιτιστικής κοινότητας προσκαλώντας τις μάζες να συμμετάσχουν στην  αναγέννηση  μιας εθνικής κουλτούρας ».Ετσι  ο Bauer ταυτιζει  σχεδον την τάση εθνικοποίησης του κόσμου  με την  αφύπνιση των εθνών πού θα ζητήσουν την ανεξαρτησία τους. Το βασικό συμπέρασμα  του ήταν  ότι ο καπιταλισμός όχι μόνο δεν οδήγησε στην δημιουργία ενός μη-εθνικού ταξικά συνειδητού προλεταριάτου αλλά αντίθετα σε ένα εθνικά -ταξικά-συνειδητόπρολεταριάτο πού αξιολογούσε  πάνω από όλα την εθνική αποκλειστικότητα  (Charles  Herod: 52,53)

 Καθήκον της Σοσιαλδημοκρατίας –κατά Bauer -ήταν να επανασυνδέσει το προλεταριάτο με την εθνική κουλτούρα, καθώς, η πρόοδος στο δρόμο του σοσιαλισμού, συμβαδίζει με την ανάπτυξη της πολιτιστικής διαφοροποίησης ανάμεσα στα έθνη και «αναγκαστικά »οδηγεί στην πραγματοποίηση της αρχής της εθνότητας. Η σοσιαλιστική κοινωνία  βαθμιαία  θα  κατασκεύαζε πάνω από την εθνική κοινότητα ένα ομοσπονδιακό  κράτος στο οποίο οι κοινότητες των ιδιαίτερων εθνών θα ενσωματώνονται ξανά. Έτσι  η αρχή της εθνότητας  μεταλλάσσεται  σε εκείνη της εθνικής αυτονομίας, από έναν κανόνα για τον σχηματισμό των εθνών σε ένα  κανόνα για το κρατικό σύνταγμα. Η σοσιαλιστική αρχή της εθνότητας θα συμβάδιζε με την ανάπτυξη της  πολιτιστικής διαφοροποίησης την υψηλότερη ενότητα της αρχής της εθνότητας και της εθνικής αυτονομίας( Οtto Bauer ,στο Tom   Bottomore: 115,116)'' Εν τέλει ο Οtto Bauer διέβλεπε την δυνατότητα μιας εξελικτικής σοσιαλιστικής εξέλιξης πού θα οδηγούσε στην ολοκλήρωση κάθε έθνους με την σταδιακή πρόσβαση στον ιδιαίτερο εθνικό πολιτισμό του

 Ο Κ. Κάουτσκι ασκώντας κριτική στον ορισμό  του  Βauer για το έθνος (Charles  Herod :54 )  υποστήριξε ότι ο ορισμός του έθνους ως «κοινότητα προορισμού « είναι  πολύ  ασαφής –καθώς  «κάθε κοινωνική ομάδα αποτελεί μια'' κοινότητα προορισμού''»- και ότι ο Bauer δεν κατενόησε την λειτουργία της γλώσσας ως την πρωταρχική σταθερά  στην ιστορική ανάπτυξη του έθνους .

Διαφώνησε  με την θέση του Bauer για την ανάπτυξη της αρχής   της   εθνότητας      στον σοσιαλισμό ,υποστηρίζοντας ότι η εξάπλωση του διεθνούς εμπορίου θα  οδηγούσε αναπόφευκτα στην ανάπτυξη μιας παγκόσμιας  γλώσσας  ,ιδιαίτερα μεταξύ των εμπορικών κοινοτήτων, πού θα οδηγούσε στο σμίξιμο των εθνών σε μια διεθνή πολιτιστική κοινότητα . Σύμφωνα με τον Κάουτσκι ''Ποτέ  μια καθαρά εθνική κουλτούρα  δεν ήταν τόσο λίγο πιθανή όσο σήμερα'' (Charles  Herod:59 )To προλεταριάτο είναι σε κυρίαρχο βαθμό διεθνές  στον  προσανατολισμό του. Όταν η Σοσιαλδημοκρατία θα κυριαρχούσε μεταξύ των εθνών της Ευρώπης, η εκπαίδευση πού θα παρεχόταν στις λαϊκές μάζες θα τους προσέφερε  την πιθανότητα να κατέχουν περισσότερες γλώσσες και έτσι να συμμετέχουν στην Διεθνή κουλτούρα και όχι μόνο σε μια ειδική εθνική κουλτούρα μια ιδιαίτερης κοινότητας και γλώσσας.





γ) Στη συζήτηση για την τύχη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας διασταυρώθηκαν τα πυρά ανάμεσα στον Λένιν και στην Ρόζα Λούξεμπουργκ. Η κριτική της Ρόζας Λούξεμπουργκ στο πρόγραμμα της ρωσικής  σοσιαλδημοκρατίας (μενσεβίκοι και μπολσεβίκοι μαζί) ότι τα έθνη που αποτελούσαν τον Ρωσική Αυτοκρατορία  θα είχαν  το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης έως και του αποχωρισμού από το κράτος, κινήθηκε σε τρία επίπεδα .Το πρώτο αφορούσε την κριτική της αρχής ότι κάθε έθνος έχει το δικαίωμα να καθορίζει το ίδιο την τύχη του . Υποστήριζε  ότι παρόμοιες αρχές ,όπως το δικαίωμα στην εργασία  αποτελούσαν φράσεις χωρίς περιεχόμενο .

Το δεύτερο αφορούσε  τον ουτοπικά χαρακτήρα της εθνικής αυτοδιάθεσης και μάλιστα μικρών λαών , εφόσον η ιστορική  τάση ήταν η δημιουργία μεγάλων κρατικών  οντοτήτων .Ακόμη και η ύπαρξη μικρών  κρατών όπως ήταν η Ελλάδα και τα υπόλοιπα  βαλκανικά κράτη , θεωρούνταν αποτέλεσμα προσωρινής διεθνούς συγκυρίας .

Το τρίτο αφορούσε στην κριτική της έννοιας του έθνους ως οντότητας Θεωρούσε τις ταξικές διάφορες  ισχυρότερες  από την εθνική  ενότητα και τα εθνικά κινήματα ως αστικά κινήματα.

. Τέλος θεωρούσε , αναφερόμενη στην Πολωνία  , ότι η οικονομία  της ήταν  τόσο στενά δεμένη με την Ρωσική , εφόσον η Ρωσία α αποτελούσε  την αγορά  της πολωνικής  βιομηχανίας , ώστε κάθε σκέψη πολωνικής ανεξαρτησίας να αποδείχνεται ανεδαφική. (Αντώνης  Λιακος:  26 ,27)

Ο Λένιν  στην κριτική του στην Λούξεμπουργκ υποστήριξε ότι η φάση της τελικής νίκης του καπιταλισμού επί του φεουδαλισμού συνδέεται με τα εθνικά κινήματα .Η υλική βάση αυτών των κινημάτων συνίστατο στο γεγονός ότι για να αποκτήσει η αστική τάξη πλήρη έλεγχο επί της αγοράς έπρεπε να εξασφαλίσει την πολιτική ένωση εδαφών στα οποία ο πληθυσμός θα  επικοινωνούσε, δηλαδή θα ήταν  ομόγλωσσος. Επομένως η τάση κάθε  εθνικού κινήματος ήταν ο σχηματισμός εθνικού κράτους το οποίο ανταποκρινόταν στις ανάγκες  της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Άρα η δημιουργία εθνικών κρατών στην Δυτική Ευρώπη αποτελούσε πρότυπο για όλο τον κόσμο. Το εθνικό κράτος  ήταν για τον Λένιν ο τύπος του κράτους που ανταποκρινόταν στην εποχή του καπιταλισμού γιατί εξασφάλιζε την ανάπτυξη του. Ο Λένιν σκεπτόταν την επανάσταση κατά στάδια. Πρώτα η ολοκλήρωση του καπιταλισμού  και μετά ο σοσιαλισμός ,ο οποίος θα στηριζόταν στην κοινωνική δυναμική που θα είχε  απελευθερώσει ο καπιταλισμός. Η διαδικασία αυτή δεν θεωρούσε ότι θα συνέβαινε  διαφορετικά  στην Ασία και  στα Βαλκάνια  από ο,τι στην Δυτική Ευρώπη  (Αντωνης Λιακος:27,28)

 Ενδιαφέρον έχει και ο ορισμός του Στάλιν για το έθνος : «το έθνος είναι μια ιστορικά διαμορφωμένη σταθερή κοινότητα γλώσσας , εδάφους οικονομικής  ζωής  ψυχοσύνθεσης  που η τελευταία εκδηλώνεται στην κοινότητα κουλτούρας» (Αντωνης Λιακος :37) Η σημασία  αυτού του ορισμού του Στάλιν ήταν η αναζήτηση και η διατύπωση αντικειμενικών κριτηρίων  για να οριστεί  μια συλλογικότητα  ως έθνος η όχι. Με βάση τα κριτήρια αυτά  λ.χ  ονομάζει τους Εβραίους « χάρτινο έθνος » γιατί δεν περνούν το κριτήριο της γλώσσας  και του κοινού εδάφους. Ο Στάλιν επέμενε ότι το έδαφος ήταν αποφασιστικό κριτήριο  για ένα έθνος , και σε αυτό το σημείο εξέφραζε την αντίθεση  του στη θεωρία της εξω-εδαφικής οργάνωσης των αυστρομαρξιστών.  Η διασπορά ( αναφερόταν  στην αρμένικη και την εβραίικη)  δεν συγκροτούσε έθνος.

Το έργο του Στάλιν –σύμφωνα με τον Α.Λιάκο -θα πρέπει να το διαβάσουμε στα συμφραζόμενα της εποχής του .Το ερώτημα που απασχολούσε τους Μπολσεβίκους  και στο οποίο επιχειρεί  να απαντήσει είναι ποιες από τις  εθνικού τύπου συλλογικότητες  της αχανούς Ρωσικής  Αυτοκρατορίας ( πάνω από  100) έπρεπε να αποκτήσουν  το στάτους του έθνους μ ώστε να  υποστηριχτεί το δικαίωμα  του αποχωρισμού από το κράτος , και ποιες όχι,. (Αντωνης Λιακος: 38)

Μια ενδιαφέρουσα παραλλαγή  των μαρξιστικών θεωριών για το έθνος ήταν αυτή που αναπτύχτηκε   στα αντιαποικιακά κινήματα Μετά την Ρωσική επανάσταση και έως την  επανάσταση των ισλαμιστών  στο Ιρανή , για  60 περίπου χρόνια , εκτός από  λίγες  αποκλίσεις  η πολιτική  γλώσσα μέσω της οποίας αρθρώθηκαν τα εθνικά και κοινωνικά   αιτήματα  των αποικιοκρατούμενων εθνών ήταν ο μαρξισμός . Αυτή η γλώσσα εξασφάλιζε  την επικοινωνία αλλά και την μετάφραση  το τοπικού στο εθνικό  και του εθνικού στο καθολικό ,  Αυτή η μετάφραση  την οποία εξασφάλισε ο μαρξισμός είχε μεγάλη σημασία ., Στο βαθμό που ο μαρξισμός  ως γλώσσα εξέφραζε  αιτήματα  στον ίδιο βαθμό σύσταινε , δημιουργούσε , κατασκεύαζε  τα υποκείμενα  που άρθρωναν αιτήματα  (Αντωνης Λιακος: 42)

Η συνεισφορά του Γκράμσι :Ο  Γκράμσι δεν έγραψε  συστηματικά μια θεωρία  του εθνικισμού όπως ο Μπάουερ . Η συνεισφορά του   είναι έμμεση και προκύπτει αφενός από τη ανάλυση της ιδεολογίας και την επεξεργασία  της έννοιας της ηγεμονίας » αφετέρου από την ερμηνεία του Risorgimento  ως « λειψής επανάστασης » ως «revoluzione mancata ». Η θεωρία του  για την ιδεολογία βρισκόταν σε αντίθεση τόσο με  τη  αντιπαράθεση  ιδεολογία θεωρίας (Μαρξ) οσο και με τις σύγχρονες  του θεωρίες  της « ιδεολογίας ως ψευδούς συνείδησης » (  Λουκατς ) και της  ιδεολογίας ως εποικοδομήματος ( Στάλιν )( Αντωνης Λιάκος :51)

Ο Γκράμσι ανέπτυξε μια θεωρία της ιδεολογίας ως συστήματος ιδεών  το οποίο διαστρωματώνεται  σε μια κλίμακα από το φολκλόρ, έως την φιλοσοφία και την υψηλή λογοτεχνία . Η  ιδεολογία γίνεται ηγεμονική όταν μπορεί να μεταφράσει τις επιθυμίες των μαζών σε ιδέες , άξιες  και συγκεκριμένες κατευθύνσεις  δράσης. Ο όρος «εθνική ιδεολογία» αποκτά  στον Γκράμσι  μια ποιοτική σημασία , γιατί δείχνει την ικανότητα να μεταφραστεί το λαϊκό ,το πληβειακό, το επιμέρους κι ανεπεξέργαστο σε όρους λογοτεχνίας. Για τον λόγοι αυτόν προβάλλει το έργο ων ελλήνων  τραγικών ποιητών και του Σαίξπηρ  ως πρότυπα αυτής της συνάρθρωσης  , της επεξεργασίας   και της μετατροπής  της λαϊκής κουλτούρας  σε εθνική. Επομένως  ο όρος εθνικός αποκτά την έννοια του ηγεμονικού.  Αυτό είναι το νόημα της φράσης  του ότι το προλεταριάτο πρέπει να γίνει  μια εθνική τάξη . Αυτό που προκύπτει από το έργο του Γκραμσι  είναι ότι το έθνος δεν είναι μια  κοινότητα που  σχηματίζεται  αυθόρμητα  πάνω στη βάση της σύμπτωσης  ορισμένων χαρακτηριστικών, αλλά μια  κοινότητα  η οποία δομείται συνειδητά πάνω στην ικανότητα ορισμένων  τάξεων να υποδυθούν ηγεμονικούς ρόλους,επομένως να  μετασχηματίσουν σε εθνικά τα διάσπαρτα  λαϊκά στοιχεία  αλλά όχι μόνο : ο Γκραμσι γράφει και για τον   εθνικό μετασχηματισμό  και των στοιχείων της κοσμοπολίτικης κουλτούρας , όπως είναι η καθολική αλλά και οι κληρονομιές  της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας  και του αναγεννησιακού ουμανισμού.  (Αντωνης Λιακος: 52) Το έθνος  δημιουργείται χτίζεται, κατασκευάζεται από κοινωνικές τάξεις οι οποίες επιδιώκουν την κοινωνική και επομένως   και την πολιτισμική  ηγεμονία . Βέβαια, γράφοντας γι αυτή την διαδικασία ο Γκράμσι, εννοεί την αναγκαιότητα  μιας ριζοσπαστικής – γιακωβινικης   φάσης στη δημιουργία   του έθνους , δηλαδή μιας  πολιτικής κινητοποίησης η οποία θα ολοκληρώσει τον αστικό μετασχηματισμό των θεσμών  και των νοοτροπιών   με αποτέλεσμα  να ομοιογεειοποιησε το έθνος .. Δεν αποκλείει  όμως ότι το έθνος μπορεί να προέλθει και ως αποτέλεσμα  μεγάλων εξωτερικών μεταβολών  όπως στην συγκεκριμένοι περίπτωση της Ιταλίας ήταν οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι. Την  διαδικασία  αυτή την περιέγραψε ως «παθητική επανάσταση ». (Αντωνης Λιακος: 53 )