29 Kasım 2014 Cumartesi

Η Οικονομική Θεολογία στον Giorgio Agamben (the Kingdom and the Glory)απο το Die Bestimmung des Menschen και leftliberalsynthesis.blogspot.gr

Η Οικονομική Θεολογία στον Giorgio Agamben (the Kingdom and the Glory)

Η εξουσία και η δόξα: O Giorgio Agamben για την οικονομική Θεολογία
Ομιλία του Αγκάμπεν στο Τορίνο στις 11 Ιανουαρίου του 2007, συνεχίζοντας τις μελέτες του Μισέλ Φουκώ για την γενεαλογία της κυβέρνησης.
Η έρευνα αυτή αφορά τους λόγους και τις τροπικότητες μέσω των οποίων η εξουσία έχει λάβει στις δυτικές κοινωνίες την μορφή μιας οικονομίας. Δηλαδή, μιας κυβέρνησης του ανθρώπου και των πραγμάτων. Πρέπει λοιπόν να μιλάμε για εξουσία γενικά, περίπου ως μια παράξενη μορφή εξουσίας, την σύγχρονη μορφή της εξουσίας, δηλαδή, την κυβέρνηση. Φυσικά και θα πρέπει επομένως να συνεχίσω τις έρευνες του Μισέλ Φουκώ για την γενεαλογία της διακυβέρνησης.
Όπως ίσως γνωρίζετε, ξεκινώντας από τα μέσα της δεκαετίας του 70, ο Φουκώ άρχισε να εργάζεται σε αυτό που ονόμασε "le gouvernement des hommes" (ΣτΜ: η κυβέρνηση των ανθρώπων). Όμως, -. γι’ αυτό δεν θα συνεχίσω απλά, αλλά θα πάω παρακάτω την έρευνά του - θα προσπαθήσω να εντοπίσω αυτές τις έρευνες, για να τις τοποθετήσω σε ένα διαφορετικό πλαίσιο. Ο Φουκώ έγραψε κάποτε ότι οι ιστορικές έρευνες του ήταν μόνο η σκιά της θεωρητικής του αμφισβήτησης του παρόντος. Και συμμερίζομαι απόλυτα αυτή την άποψη, και επίσης για μένα - οι ιστορικές έρευνες που έχω να κάνω - είναι απλώς το σκιώδες εκμαγείο της αμφισβήτησης του παρόντος. Και - στην περίπτωσή μου - αυτή η σκιά γίνεται μεγαλύτερη. Και φτάνει πίσω στην απαρχή της χριστιανικής θεολογίας..
Θα προσπαθήσω να δείξω ότι δύο παραδείγματα προέρχονται από την χριστιανική θεολογία, από την πρώιμη χριστιανική θεολογία: η Πολιτική Θεολογία, η οποία  στηρίζεται στον ένα θεό, στην υπέρβαση της κυρίαρχης εξουσίας και - αυτό είναι το νέο στοιχείο - η οικονομική θεολογία που στηρίζεται στις έννοια μιας οικονομίας (ΣτΜ: ελληνικά στο πρωτότυπο, εδώ η οικονομία με την έννοια της θείας πρόνοιας), μια οικονομίας που συνελήφθη ως μια ενυπάρχουσα τάξη, οικιακή και όχι δεόντως πολιτική, τόσο ανθρώπινης όσο και θείας ζωής. Το πρώτο παράδειγμα είναι δικαστικό, ή νομικο-πολιτικό, και θα οδηγήσει στη σύγχρονη θεωρία της κυριαρχίας, το δεύτερο είναι διαχειριστικό και θα οδηγήσει στην σύγχρονη βιοπολιτική μέχρι την σημερινή κυριαρχία της οικονομίας και της διαχείρισης σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής.
Το σημείο εκκίνησης των ερευνών μου ήταν η καταπληκτική ανακάλυψη του ουσιαστικού ρόλου που διαδραματίζει ο ελληνικός όρος οικονομία (ΣτΜ: ελληνικά στο πρωτότυπο), στο πλαίσιο της στρατηγικής των θεολόγων, οι οποίοι στο δεύτερο αιώνα της χριστιανικής εποχής επεξεργάστηκαν το δόγμα της Αγίας Τριάδας.
Γνωρίζετε ότι η ελληνική όρος οικονομία (ΣτΜ: ελληνικά στο πρωτότυπο) σημαίνει τη διοίκηση του οίκου, του σπιτιού, και έτσι ο Αριστοτέλης μπορεί να γράψει ότι η οικονομία διαφέρει από την πολιτική με τον ίδιο τρόπο όπως και ο οίκος, το σπίτι, διαφέρει από την πόλιν (ΣτΜ: ελληνικά στο πρωτότυπο), την πόλη. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στην αριστοτελική παράδοση, υπάρχει έντονη αντίθεση μεταξύ οικονομίας και πολιτικής. Από την ελληνική οπτική γωνία, η πολιτική δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια οικονομία.
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η οικονομία είναι ένα μη-γνωσιολογικό παράδειγμα, κάτι που δεν είναι μια επιστήμη (ΣτΜ: ελληνικά στο πρωτότυπο), αλλά μια πράξη (ΣτΜ: ελληνικά στο πρωτότυπο), η οποία συνεπάγεται αποφάσεις και μέτρα που μπορούν να κατανοηθούν μόνο σε σχέση με μια δεδομένη κατάσταση και ένα συγκεκριμένο πρόβλημα. Έτσι, η καλύτερη μετάφραση του ελληνικού όρου είναι επομένως «μάνατζμεντ», «διαχείριση» και - μιας και το έφερε η κουβέντα - αυτό είναι μια μετάφραση που μπορείτε να βρείτε στο έγκυρο Ελληνικό-Αγγλικό λεξικό που δημοσιεύεται από τον Χένρυ Λίντελ ο οποίος ήταν ο πατέρας της Αλίκης, - ένα κοριτσάκι τόσο τρυφερά αγαπημένο και απαθανατισμένο από τον Λούις Κάρολ. Ναι. Το εγκυρότερο λεξικό προέρχεται από τον Πατέρα της Αλίκης.
Τώρα, γιατί οι χριστιανοί θεολόγοι χρειάζονταν αυτόν τον όρο, Οικονομία; Είναι αρκετά απλό. Απλά όταν το τριαδικό δόγμα αρχίζει να αναπτύσσεται, οι θεολόγοι έπρεπε να αντιμετωπίσουν μια σθεναρή αντίσταση στους κόλπους της εκκλησίας από μια ομάδα λογικών ανθρώπων, που ονομάστηκε οι "μοναρχικοί", δηλαδή τους οπαδούς της κυριαρχίας του ενός, οι οποίοι σκέφτηκαν - και είχαν μάλλον δίκιο – ότι η εισαγωγή του θεού των τριών προσώπων,  σήμαινε απλώς την επιστροφή στον πολυθεϊσμό.
Η Οικονομία, είναι η έννοια με την οποία οι θεολόγοι προσπάθησαν να συμφιλιώσουν το Θεό, την ενότητα με την Τριάδα. Το επιχείρημά τους ήταν περίπου – απλουστευμένα - το εξής: ο Θεός, όσον αφορά την ουσία του ή την ύπαρξη του, είναι σίγουρα ένα. Αλλά, όσον αφορά την οικονομία του, - δηλαδή τον τρόπο που διαχειρίζεται το θεϊκό σπίτι και ζωή - είναι τρεις.
Ακριβώς όπως ο κύριος του σπιτιού - αυτό ήταν το επιχείρημα - μπορεί να μοιραστεί την διοίκηση με το γιο ή με άλλα πρόσωπα, χωρίς να χάνει την ενότητα της εξουσίας του, με τον ίδιο τρόπο, ο Θεός μπορεί να εμπιστευτεί τη διαχείριση του κόσμου και τη σωτηρία του ανθρώπου στο γιο του, τον Χριστό. Ο Απόστολος Παύλος στις επιστολές του, είχε μιλήσει, αναφερόμενος στην εξαγορά, για μια οικονομία του μυστηρίου της σωτηρίας. Τώρα, Θεολόγοι, όπως ο Ειρηναίος, ο Ιππόλυτος και ο Τερτυλλιανός αντιστρέφουν αυτή την έκφραση - αυτή είναι μια πολύ σημαντική στρατηγική αντιστροφή- και μιλούν αναφερόμενοι στην τριάδα, για ένα μυστήριο της οικονομίας. Έτσι δεν είναι η ύπαρξη του θεού που είναι μυστηριώδης, είναι η οικονομία του, η δράση του, η δραστηριότητά του που είναι μυστηριώδεις. Και διακρίνονται με αυτή την έννοια δύο Λόγοι (ΣτΜ: ελληνικά στο πρωτότυπο), δύο ομιλίες: Ο οντολογικός λόγος, που αναφέρεται στην ύπαρξη του Θεού, και τον λόγο της οικονομίας που αναφέρεται στη δράση του Θεού, με τον τρόπο που διαχειρίζεται την κυβέρνηση του κόσμου και το μυστήριο της σωτηρίας.
Βλέπετε, η Τριάδα είχε εισαχθεί όχι από την αρχή, όχι ως μεταφυσικό δόγμα, όπως έγινε αργότερα, μετά το μεγάλο εκκλησιαστικό συμβούλιο, αλλά ως οικονομία, ως ένα διαχειριστικό εργαλείο. Η υπόθεση που προσπαθώ να προτείνω είναι ότι αυτό το μυστήριο της οικονομίας λειτούργησε ως το κρυφό οντολογικό μοντέλο της σύγχρονης διακυβέρνησης. Γι 'αυτό και θα χρησιμοποιήσω την Θεολογία, προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα την κυβέρνηση. Δεν προτείνω την επιστροφή στη θεολογία, απλά θα χρησιμοποιήσω τη θεολογία για να κατανοήσουμε καλύτερα τη διακυβέρνηση.
Δεν θα σας κουράσω εδώ με τη λεπτομερή ανακατασκευή αυτού του δόγματος που έπρεπε να κάνω, το οποίο κράτησε τους Πατέρες της Εκκλησίας απασχολημένους για αιώνες, - εγώ απλώς θα προσπαθήσω να συνοψίσω μερικά σημεία, τα κύρια αποτελέσματα της έρευνας μου.
Έτσι, πρώτα απ' όλα: ποιο είδος δραστηριότητας, ποιο είδος πράξης είναι η Οικονομία; Ποια είναι η εσωτερική δομή μιας πράξης διακυβέρνησης; Της θείας διαχείρισης; Και γιατί κάτι, όπως μια κυβέρνηση του ανθρώπου είναι δυνατή; Ας το αναλύσουμε αυτό προτείνοντας πέντε σημεία τα οποία συνοψίζουν κατά κάποιο τρόπο τα αποτελέσματα από την έρευνα μου.
Το πρώτο σημείο θα μπορούσε να ονομαστεί το παράδοξο της θείας αν-αρχίας. Όπως είδαμε, το δόγμα της θείας οικονομίας παράχθηκε για να εξασφαλίσει τον Μονοθεϊσμό, αλλά κατέληξε να εισάγει στο θεό μια διάσπαση, έναν διαχωρισμό μεταξύ ύπαρξης και δράσης, οντολογίας και οικονομίας. Εννοώ ότι η δράση του Θεού, η οικονομία του Θεού, σύμφωνα με τους πατέρες, δεν έχει έρεισμα στην ύπαρξή του, είναι αυτή η αίσθηση, όπως έλεγαν στην κυριολεξία, έναν αν-αρχικό μυστήριο, - arche στα ελληνικά σημαίνει: Αρχή, θεμέλιο. Η Οικονομία του Θεού δεν έχει καμία βάση, δεν έχει καμία αρχή, είναι εντελώς ανεξάρτητη από την ύπαρξη του Θεού.
Έτσι, γίνεται απόλυτα σαφής, σε αυτή την προοπτική η προσπάθεια να καταλάβουμε την σημασία της μεγάλης διαμάχης του Αρειανισμού, που τόσο βαθιά διαίρεσε την εκκλησία μεταξύ του τέταρτου και του έκτου αιώνα. Γιατί ήταν η διαμάχη τόσο ανελέητη και μακράς διαρκείας; Νομίζω ότι μετέβαλε και το βέβηλο Παράδειγμα, που ο αυτοκράτορας πήρε θέση.
Τι διακυβευόταν σε αυτή τη διαμάχη - δεν θα υπεισέλθω σε θεολογικές λεπτομέρειες - το πιο σημαντικό σημείο της διαμάχης, ήταν ο αναρχικός χαρακτήρας - δηλαδή χωρίς arche, χωρίς θεμέλιο, χωρίς αρχή - του υιού, του Χριστού. Ο Άρειος, (αργότερα θεωρήθηκε αιρετικός), υποστήριξε ότι ο Χριστός, ο υιός, που ήταν ο Λόγος, η λέξη και η δράση του θεού, στηρίχτηκε στον πατέρα, δεν ήταν άναρχος όπως ο πατέρας, αλλά είχε την αρχή και το θεμέλιο στον πατέρα. Η επικρατούσα θεωρία, η οποία έγινε στη συνέχεια η ορθοδοξία, δήλωσε κατηγορηματικά ότι ο υιός, ο Χριστός, είναι Άναρχος, χωρίς αρχή ή θεμέλιο, ακριβώς όπως και ο πατέρας. Έτσι ο Χριστός είναι εντελώς ανεξάρτητος, είναι μια θεϊκή μορφή, χωρίς αρχή ή θεμέλιο στον πατέρα.
Η θέση της αναρχίας του Χριστού είναι ίσως η πιο δυσοίωνη Κληρονομιά που η  χριστιανική θεολογία κληροδοτεί στην νεωτερικότητα. Γιατί; Διότι αυτό σημαίνει ότι η γλώσσα και η δράση – όπως η θεία γλώσσα και η θεία ενέργεια - δεν θεμελιώνονται στο είναι, είναι υπό αυτή την έννοια άναρχες. Αυτό σημαίνει ότι η κλασική ελληνική οντολογία με την ιδέα της για μια ουσιαστική σχέση μεταξύ της ύπαρξης και του λόγου, της ύπαρξης και της γλώσσας, αλλά και μεταξύ της ύπαρξης και της πράξης, της δράσης, καταστρέφεται για πάντα. Κάθε προσπάθεια από εκείνη τη στιγμή, να θεμελιωθεί η γλώσσα στην ύπαρξη είναι καταδικασμένη να αποτύχει.
Ξέρετε, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, για παράδειγμα, ο θεός μετακίνησε τον κόσμο, τους ουρανούς, αλλά δεν τα μετακίνησε γιατί το ήθελε: Η Ύπαρξη του συνέπεσε με τη δράση. Έτσι, οι Χριστιανοί Πατέρες αντέστρεψαν πλήρως αυτή την άποψη. Οι ενέργειες του Θεού δεν έχουν τίποτα να κάνουν με το είναι του Θεού. Αυτή την κληρονομιά πρέπει να αντιμετωπίσουμε, γιατί αν η ενέργεια δεν έχει κανένα έρεισμα στην ύπαρξη, - η πολιτική, η ηθική γίνονται εξαιρετικά προβληματικές. Επιπλέον, ακριβώς επειδή η ύπαρξη και η δράση είναι και οι δύο αναρχικές υπό αυτή την έννοια, ακριβώς για αυτόν τον λόγο, κάτι όπως μια κυβέρνηση - η λέξη κυβέρνηση προέρχεται από την ελληνική kybernetes, που σημαίνει ο πιλότος ενός πλοίου, να κατευθύνεις το πλοίο - μια κυβέρνηση καθίσταται δυνατή ακόμη και αναγκαία. Είναι το αβάσιμο και αναρχικό μοντέλο της ανθρώπινης δράσης που καθιστά δυνατό να κυβερνηθεί  η δράση αυτή. Αν ύπαρξη και δράση ήταν η ίδια δεν θα μπορούσαμε να κυβερνήσουμε τη δράση.
Άλλα αυτό σημαίνει ως συνέπεια, η Οικονομία, δηλαδή η διακυβέρνηση είναι ουσιαστικά αναρχική, ότι υπάρχει μια μυστική αλληλεγγύη μεταξύ κυβέρνησης και αναρχίας. Υπάρχει μια κυβέρνηση μόνο και μόνο επειδή τα στοιχεία που συνθέτουν αυτή την κυβέρνηση είναι αναρχικά, αθεμελίωτα. Όταν ένας από τους κύριους χαρακτήρες στην ταινία του Παζολίνι «Salò», λέει η μόνη πραγματική αναρχία είναι η αναρχία της εξουσίας και ο Βάλτερ Μπένγιαμιν γράφει ότι δεν υπάρχει τίποτα τόσο αναρχικό, όπως η αστική τάξη, οι δηλώσεις τους θα πρέπει να ληφθούν πολύ σοβαρά.
Έτσι, υπάρχει μια Αλληλεγγύη μεταξύ διακυβέρνησης και αναρχίας. Αυτό ήταν το πρώτο σημείο. Προσπαθώ να αναλύσω τη δομή μιας πράξης της διακυβέρνησης. Αυτό ήταν το πρώτο σημείο.
Το δεύτερο σημείο, θα το αποκαλώ το Βασίλειο και η κυβέρνηση, δηλαδή η διπλή δομή της κυβέρνησης. Έτσι ένα από τα σημεία που επρόκειτο να έχει αντίκτυπο στη δυτική κουλτούρα είναι η στρατηγική συνεργασία αυτού του δόγματος της θείας οικονομίας με τις θεωρίες της πρόνοιας, δηλαδή της θείας κυβέρνησης του κόσμου. Πρόνοια σημαίνει απλά την θεία κυβέρνηση.
Η συνάντηση αυτών των δύο παραδειγμάτων, που έχουν διαφορετικές αφετηρίες, η πρόνοια προέρχεται από την ελληνική στωική φιλοσοφία, κλπ. επιτυγχάνεται πραγματικά με τον Κλήμεντα Αλεξανδρείας, στο τέλος του δεύτερου αιώνα. Και μέχρι το τέλος του 17ου αιώνα, σχεδόν χωρίς διακοπή, έχει προκαλέσει ένα απίστευτο ποσό φιλοσοφικής και θεολογικής λογοτεχνίας Ίσως η πρόνοια να είναι το θέμα για το οποίο οι φιλόσοφοι και θεολόγοι έχουν γράψει τα πιο πολλά. Πρόνοια σημαίνει - όπως ίσως ήδη γνωρίζετε - ότι ο Θεός είναι συνεχώς απασχολημένος να κυβερνά τον κόσμο. Και αν σταματούσε για μια στιγμή, τότε ο κόσμος θα κατάρρεε.
Αυτή είναι η θεολογική βάση της πρόνοιας. Αλλά πώς η πρόνοια, πώς αυτή η θεία κυβέρνηση του κόσμου, λειτουργεί; Έτσι, από την αρχή - αυτό ήταν ένα πολύ, πολύ σημαντικό σημείο - βλέπουμε ότι η πρόνοια έχει συλληφθεί ως μία διπλή ή διπολική μηχανή. Αυτό είναι κάτι το σταθερό. Από την αρχή της Θεωρίας έχουμε μια διπλή δομή. Ο Θεός δεν κυβερνά τον κόσμο άμεσα σε όλες τις λεπτομέρειες μέχρι το τελευταίο μικρό ζώο ή έντομο ή σπουργίτι, όπως λέει το ευαγγέλιο, αλλά ο Θεός κυβερνά τον κόσμο μέσα από συμπαντικές αρχές. Οι θεολόγοι διακρίνουν συνεπώς μεταξύ της γενικής πρόνοιας που καθορίζει τους συμπαντικούς νόμους, τους καθολικούς και υπερβατικούς νόμους. Και το πρώτο αυτό αίτιο το αποκαλούν οrdinatio, καθεστηκυία τάξη, και στη συνέχεια υπάρχει μια ειδική πρόνοια που έχει ανατεθεί στους αγγέλους ή τους μηχανισμούς των εμμενών και δευτερευουσών αιτιών και αποκαλείται εκτέλεση, executio, έτσι ώστε η μηχανή της θείας κυβέρνησης να αποτελείται από τον γενικό νόμο και την εκτέλεση.
Δεν έχει σημασία πως οι θεολόγοι έχουν συλλάβει τη σχέση μεταξύ των δύο πόλων, σε κάθε περίπτωση, η διπολική δομή πρέπει να είναι παρούσα. Αν είναι εντελώς διχασμένοι, καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να υπάρξει. Θα υπάρχει από την μία πλευρά, μία πανίσχυρη κυριαρχία που είναι ουσιαστικά ανίσχυρη, και από την άλλη, η χαοτική ακαταστασία των συγκεκριμένων πράξεων των παρεμβάσεων της διακυβέρνησης. Μια κυβέρνηση είναι δυνατή μόνο εάν οι δύο πλευρές συντονίζονται σε μια διπολική μηχανή. Έτσι, θα ορίσω κυβέρνηση, όταν θα έχετε τον συντονισμό των δύο αυτών στοιχείων. Γενικό νόμο και εκτέλεση, γενική πρόνοια και ειδική πρόνοια.
Στην παράδοση της πολιτικής φιλοσοφίας θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτή η διπλή δομή εκφράζεται με την παλιά φόρμουλα: Ο βασιλιάς βασιλεύει, αλλά δεν κυβερνά. Αυτή είναι μια παλιά ρήση, η οποία ήδη αναφέρεται στον 16ο αιώνα. Στη διαφοροποίηση της σύγχρονης δημοκρατίας θα πρέπει να σκεφτόμαστε την διαίρεση της νομοθετικής ή κυριαρχικής εξουσίας η οποία ενεργεί πάντα με καθολικούς νόμους και αρχές και της εκτελεστικής εξουσίας η οποία φέρνει εις πέρας με λεπτομέρειες τη γενική αρχή. Νομίζω ότι είναι πολύ εκπληκτικό το γεγονός ότι η πρώτη φορά που συναντούμε αυτό το λεξιλόγιο ordinatio και executio, τάξη και εκτέλεση, είναι στη θεολογία και όχι στην πολιτική θεωρία. Είμαστε εδώ πολλούς, πολλούς αιώνες πριν η πολιτική θεωρία μπορέσει να το αρθρώσει. Θα δείτε ότι ένα από τα ευρήματα των ερευνών μου είναι το λεξιλόγιο της δημόσιας διοίκησης συνδέεται στενά με το θεολογικό ή θρησκευτικό. Σε αυτή την περίπτωση εδώ, είναι πολύ σαφές: ordinatio και executio.
Έτσι θα έλεγα ότι η ιστορία της δυτικής πολιτικής είναι ακριβώς η ιστορία των διαφόρων μεταβαλλόμενων συναρθρώσεων, επίσης συγκρούσεων, φυσικά, των δύο αυτών πόλων εξουσίας. Βασιλεία και Κυβέρνηση. Κυριαρχία και Οικονομία. Ο Πατέρας και ο Υιός. Νόμος και Τάξη. Δίκαιο και Αστυνομία, θα μπορούσε κανείς να πει.
Αλλά αυτός ο διπολικός χαρακτήρας πρέπει να είναι εκεί και παραμένει εκεί μέχρι το τέλος. Σήμερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πράξη της κυβέρνησης ή της εκτέλεσης έχει την πρωτοκαθεδρία, είναι σαφές αυτό, η κρίση της κοινοβουλευτικής και της νομοθετικής εξουσίας είναι εμφανής παντού. Είναι σαν νεκρή, η νομοθετική εξουσία δεν υπάρχει πια στην Ευρώπη ή τις Ηνωμένες Πολιτείες, υπάρχει μια απόλυτη υπεροχή της κυβέρνησης. Αλλά ακόμη κι έτσι - ακόμα και στην περίπτωση αυτή - και οι δύο πόλοι είναι εκεί: Έτσι, ο ένας πόλος μπορεί να υπερισχύει επί του άλλου, όπως τώρα είναι η κατάσταση για την κυβέρνηση και την εκτελεστική εξουσία, αλλά παρόλα αυτά πρέπει να είναι εκεί, αλλιώς δεν υπάρχει κυβέρνηση, υπάρχει μια άλλη μορφή εξουσίας.
Έτσι, το τρίτο σημείο, το αποκαλώ το παράδειγμα της παράπλευρης απώλειας. Στην ιστορία του δόγματος της πρόνοιας, η πιο σημαντική απορία ίσως είναι το πρόβλημα του κακού στο οποίο εμπλέκονται οι θεολόγοι για αιώνες. Αν ο Θεός κυβερνά τον κόσμο και αν η οικονομία του Θεού είναι αναγκαία η πιο τέλεια, πώς μπορούμε να εξηγήσουμε το κακό σε όλες τις πτυχές του; Φυσικές καταστροφές,, ηθικά εγκλήματα κλπ. Έτσι, αυτό το πρόβλημα διατήρησε απασχολημένους φιλόσοφους και θεολόγους για αιώνες. Και η προσπάθεια να βρούμε μια λύση σε αυτή την Απορία (ΣτΜ: ελληνικά στο πρωτότυπο) οδήγησε στην εφεύρεση ενός μοντέλου που είναι ίσως η πιο σημαντική θεολογική κληρονομιά στην σύγχρονη θεωρία της διακυβέρνησης. Το επιχείρημα ήταν το εξής: Ο Θεός στην πρόνοιά Του θεσπίζει γενικούς νόμους οι οποίοι είναι πάντα καλοί. Το κακό προέρχεται από αυτούς τους νόμους ως ένα παράπλευρο αποτέλεσμα. Τα κριτήρια είναι πραγματικά απολύτως φιλολογικά: η πρόνοια, ως παράπλευρο αποτέλεσμα, ως παρενέργεια της θείας κυβέρνησης του κόσμου. Έτσι, το κακό είναι απλά μια παρενέργεια της χρηστής διακυβέρνησης. Έτσι, από τους γενικούς νόμους της κίνησης των σωμάτων και της αύξησης της θερμοκρασίας της γης, βρέχει, το οποίο είναι πολύ καλό, αλλά ως ένα παράπλευρο αποτέλεσμα μπορεί να πέσει βροχή εκεί όπου δεν θα έπρεπε να πέσει. Έτσι, αυτό θα ήταν απλά ένα παράπλευρο αποτέλεσμα ενός καλού πράγματος.
Ο Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς, ο οποίος ήταν ένας σχολιαστής του Αριστοτέλη γύρω στον δεύτερο αιώνα μετά Χριστόν, ανέπτυξε αυτή τη θεωρία, το οποίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για το σκοπό μας: ο Θεός (ΣτΜ: ελληνικά στο πρωτότυπο)   δεν μπορεί ο ίδιος να ασχολείται με λεπτομέρειες, συνεπώς, κάθε πράξη της θείας παγκόσμιας κυβέρνησης κατευθύνεται σε ένα πρωταρχικό και γενικό τέλος, αλλά όπως η κεφαλή του σπιτιού διαιρεί το φαγητό για την οικογένειά του, τρέφει ως παρενέργεια, επίσης, τα μικρά ζώα, τα σκουλήκια και τα πουλιά που ζουν στο σπίτι, με τον ίδιο τρόπο, κάθε γενική πράξη της θείας πρόνοιας, θα οδηγήσει σε παράπλευρα αποτελέσματα, που μπορεί να είναι θετικά. Στη συνέχεια, έχετε το παράδειγμα του Φιλελευθερισμού. Ο Αλέξανδρος υποστηρίζει - αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό σημείο - ότι τα παράπλευρα αποτελέσματα δεν είναι τυχαία, αλλά καθορίζουν την ίδια τη δομή της πράξης της διακυβέρνησης. Ούτε γενικό ούτε συγκεκριμένο, ούτε εκ προθέσεως ούτε περιστασιακό, ούτε προβλεπόμενο ούτε απρόβλεπτο, ούτε βασιλεία ούτε κυβέρνηση, το παράπλευρο αποτέλεσμα είναι ο τρόπος με τον οποίο η θεία κυβέρνηση τίθεται σε ισχύ, ο τρόπος που η πρόνοια αυτοκατανοείται. Και μόνο ως εκ τούτου μπορεί η κυβερνητική μηχανή, η οποία κινείται μόνο στον ορίζοντα δύο ξεχωριστών επιπέδων, γενικά και ειδικά, μόνο ως παρενέργεια, η μηχανή μπορεί να γίνει λειτουργική.
Όταν σήμερα, στρατιωτικές στρατηγικές ονομάζουν «παράπλευρες απώλειες» ή στα γαλλικά «μουτζούρες» τις προϋπολογισμένες επιπτώσεις των στρατιωτικών επεμβάσεων που μπορούν να οδηγήσουν στην καταστροφή πόλεων, και στις ανθρώπινες απώλειες, αναπτύσσουν ανεπίγνωστα αυτό το πολύ παλιό θεολογικό παράδειγμα. Αλλά - αν η υπόθεσή μας είναι σωστή - και στην περίπτωση αυτή, το παράπλευρο αποτέλεσμα δεν είναι κάτι δευτερεύον ή κάτι περιστασιακό, αλλά καθορίζει την ίδια την ουσία της πράξης της διακυβέρνησης. Δεν υπάρχουν απώλειες στην πράξη της διακυβέρνησης. Επειδή η πράξη έχει ως στόχο παράπλευρες συνέπειες. Κατά κάποιο τρόπο ο Αμερικανικός στρατός λέει: Σκοτώσαμε χίλιους ανθρώπους. Αυτό ήταν απλά ένα παράπλευρο αποτέλεσμα μιας πραγματικά καλής πράξης. Πρέπει να το αντιστρέψουμε: Είναι αληθινό, αλλά το παράπλευρο αποτέλεσμα είναι ο τρόπος με τον οποίο η πράξη της κυβέρνησης υλοποιείται.
Το τέταρτο σημείο είναι το σημείο το οποίο ήδη έχει τονίσει ο Μισέλ Φουκώ. Ο χαρακτήρας που καθορίζει την κυβέρνηση του κόσμου είναι ότι η πρόνοια δεν μπορεί να είναι απλά μια πράξη επιβολής και βίας, η οποία καταργεί και υποτάσσει την ελεύθερη βούληση των κυβερνωμένων. Ο κύριος χαρακτήρας της θείας κυβέρνησης είναι ότι λειτουργεί μέσα από την ίδια τη φύση του πλάσματος, έτσι ώστε – όπως το θέτει ένας Γάλλος θεολόγος του 17ου αιώνα, ο Μποσσέ, - ο θεός να δημιουργεί τον κόσμο σαν ο θεός να απουσιάζει από αυτόν. Αυτό είναι απίστευτα έξυπνο. Ο θεός κυβερνά τα πλάσματα σαν να κυβερνούν τους εαυτούς τους ελεύθερα τα ίδια. Μια παραλλαγή είναι - γιατί αυτό είναι απλώς μια ακραία διατύπωση της πολύ παλιάς θεολογικής θεωρίας – ότι ο θεός μας επιτρέπει να υπάρχουμε σαν να μπορούσαμε να υπάρχουμε από μόνοι μας . Ο θεός επιτρέπει να είναι ένας άνθρωπος ότι είναι ένας άνθρωπος, ένα σώμα ότι είναι ένα σώμα, η σκέψη ότι είναι η σκέψη, αναγκαίο οτι είναι αναγκαίο ελεύθερο ό, τι είναι ελεύθερο. Έτσι, αυτή είναι μια εξαιρετικά εξελιγμένη σκέψη, αυτή η διακριτική εξουσία της οικονομίας σύμφωνα με την οποία ο θεός για να κυβερνήσει απόλυτα θα πρέπει να ενεργεί σαν τα πλάσματα να κυβερνούν τους εαυτούς τους, επηρέασε έντονα συγγραφείς, όπως ο Ρουσσώ. Ο Ρουσσώ ήταν βαθιά επηρεασμένος από ένα Γάλλο θεωρητικό της πρόνοιας, τον Μαλεμπράνς, ο οποίος είναι εκείνος που επινόησε τη θεωρία της volonte general, της γενικής βούλησης. Και με αυτόν τον τρόπο, ιδίως μέσω του Ρουσσώ, αυτή η ιδέα έγινε το θεολογικό παράδειγμα της σύγχρονης δημοκρατικής θεωρίας σύμφωνα με την οποία οι κυβερνώμενοι αυτοκυβερνούνται.
Φθάνουμε στο πέμπτο και τελευταίο σημείο. Αυτό έχει να κάνει με τον αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα της κυβερνητικής εξουσίας. Η κυβερνητική εξουσία είναι ουσιαστικά μια αντιπροσωπευτική εξουσία. Με ποια έννοια; Στο εσχατολογικό μεσσιανικό βασίλειο για το οποίο ο Παύλος μιλάει στην πρώτη προς Κορινθίους Επιστολή, ο Χριστός λαμβάνει την εξουσία του από τον πατέρα και ως εκ τούτου, αφού υποτάξει κάθε γήινη εξουσία, θα επιστρέψει το βασίλειο σε αυτόν,. Ο Παύλος το λέει ακριβώς έτσι: Ο υιός θα βασιλέψει μέχρι τη στιγμή που καταστρέψει όλη την επίγεια εξουσία, τότε θα δώσει πίσω την εξουσία στον πατέρα. Η μεσσιανική εξουσία του Χριστού φαίνεται έτσι να είναι μια αντιπροσωπευτική δύναμη, εκτελεσμένη στο όνομα του πατέρα.
Αλλά είδαμε ότι στην τριαδική οικονομία κάθε θεϊκό πρόσωπο και ειδικά ο υιός είναι αναρχικό, δεν έχει κανένα θεμέλιο στον πατέρα. Η ενδο-τριαδική σχέση ανάμεσα στον πατέρα και τον υιό μπορεί να θεωρηθεί υπό αυτή την έννοια ως το θεολογικό παράδειγμα του εγγενούς χαρακτήρα αντιπροσώπευσης της κυβερνητικής εξουσίας. Η Τριαδική Οικονομία είναι η έκφραση μιας αναρχικής εξουσίας που κινείται προς και μέσω των θείων προσώπων, σύμφωνα με ένα κατ’ ουσίαν αντιπροσωπευτικό παράδειγμα. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να ανατεθεί σε ένα άτομο το αρχικό θεμέλιο της εξουσίας. Η εξουσία έχει μια τριαδική μορφή, κυκλοφορεί αντιπροσωπευτικά σε αυτή τη μορφή.
Και γι’ αυτό η ανώτατη κυρίαρχη εξουσία στην ιστορία της δυτικής πολιτικής παρουσιάζεται ως αντιπροσωπευτική. Γνωρίζετε ίσως την ιστορία της δυτικής πολιτικής, ειδικά την στιγμή της διαμάχης μεταξύ του Πάπα και του αυτοκράτορα. Και οι δύο εξουσίες, τόσο ο αυτοκράτορας όσο και ο Πάπας, διεκδίκησαν για τον εαυτό τους τον τίτλο του αντιπροσώπου του Χριστού (vicarious Christi), αντιπροσώπου του Θεού (vicarious dei), εκπρόσωπος του Χριστού, εκπρόσωπος του θεού: Έτσι, ο αυτοκράτορας λέει: Εγώ είμαι ο αντιπρόσωπος του θεού. Και ο Πάπας λέει: Όχι, εγώ είμαι ο αντιπρόσωπος του θεού.
Αλλά βαθύτερα έτσι εξηγείται γιατί στο δυτικό δημόσιο δίκαιο, η πηγή της εξουσίας στο έσχατο καταφύγιο της είναι αδύνατο να περιγραφεί, και κινείται πάντα σε κύκλους μεταξύ, για παράδειγμα - ένα πολύ σημαντικό σημείο - της συστατικής και της συσταθείσας εξουσίας. Κυριαρχία και εκτέλεση, νομοθεσία και αστυνομία. Τελικά, είναι αδύνατο να περιγραφεί και να αποδοθεί η πραγματική ευθύνη σε κάποιον. Επειδή η εξουσία έχει μια βαθιά αντιπροσωπευτική δομή. Έτσι, ποτέ δεν θα δούμε ποιος στο τέλος έχει την εξουσία. Κινείται πάντα διαλεκτικά μεταξύ των δύο πόλων. Σε αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό να κατανοήσουμε αυτόν τον πολύ σημαντικό χαρακτήρα του σώματος της πολιτικής θεωρίας, την διαφορά μεταξύ συστατικής και συσταθείσας εξουσίας. Επίσης, κινούνται σε κύκλους. Προφανώς η συστατική εξουσία ιδρύθηκε από μια συντακτική εξουσία, αλλά όταν προσπαθείτε να το πιάσετε, θα δείτε ότι υπάρχει μια συνεχής διαλεκτική κίνηση μεταξύ των δύο εξουσιών. Επειδή η κυβερνητική εξουσία είναι ουσιαστικά αντιπροσωπευτική.
Αυτοί είναι οι πέντε χαρακτήρες με τους οποίους προσπαθώ να καθορίσω μια πράξη διακυβέρνησης: Θα το έχετε καταλάβει, ότι είχα εντοπίσει την μελέτη μου για την γενεαλογία της διακυβέρνησης σε ένα θεολογικό πλαίσιο, διότι εκεί, το περίεργο δίπολο της κυβερνητικής εξουσίας θεμελιώνεται τέλεια. Ένα από τα κύρια αποτελέσματα της έρευνας μου είναι ότι η ιστορία της δυτικής πολιτικής είναι η ιστορία της διέλευσης και της αλληλοσύνδεσης των δύο διαιρεμένων αλλά αχώριστων παραδειγμάτων. Βασιλεία και κυβέρνηση, Βασίλειο και διακυβέρνηση, ο πατέρας και ο υιός, Κυριαρχία και οικονομία, νόμος και τάξη, δίκαιο και νομιμότητα.
Και τώρα μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα γιατί το θεμελιώδες πρόβλημα του δυτικού δημοσίου δικαίου έχει τη μορφή του πώς να θεμελιώσει την κυβέρνηση στην κυριαρχία, πώς να θεμελιώσει την τάξη στον νόμο, την οικονομική πρακτική στα νομικά μοτίβα. Νομιμότητα στο δίκαιο. Πολύ μεγάλο πρόβλημα στην πολιτική θεωρία.
Η σύγχρονη δημοκρατία μπορεί να ιδωθεί από αυτήν την άποψη ως μια απεγνωσμένη προσπάθεια να συνδεθούν σε μια σταθερή δομή οι δύο αναρχικοί πόλοι της μηχανής. Αλλά για αυτό ακριβώς η δημοκρατία είναι τόσο εύθραυστη. Πάντα σε κατάσταση εγρήγορσης μεταξύ μιας έλλειψης και μιας υπερβολής της κυβέρνησης, πάντα ψάχνοντας για ένα Άγιο Πνεύμα ή μια χαρισματική αρχή που θα μπορούσε να συγκρατήσει τις αναρχικές δυνάμεις που έχει κληρονομήσει από τη χριστιανική θεολογία. Με λίγες εξαιρέσεις, οι μοντέρνοι πολιτικοί επιστήμονες και πολιτικοί φιλόσοφοι αδυνατούν να αντιμετωπίσουν τους δύο πόλους της κυβερνητικής μηχανής. Αρχίζοντας με τον Ρουσσώ η σύγχρονη θεωρία άρχισε να εξετάζει την κυριαρχία ως την κεντρική πολιτική κατηγορία και να αντιμετωπίζει την κυβέρνηση απλά ως εκτελεστική εξουσία. Ως αποτέλεσμα, η πολιτική φιλοσοφία, και αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την δημοκρατική παράδοση, αδυνατεί να κατανοήσει την πραγματική φύση της κυβέρνησης και εστιάζει αντ' αυτού σε παγκόσμια προβλήματα όπως ο Νόμος, το Κράτος, η Κυριαρχία. Αυτό που μου έχει δείξει η έρευνα μου είναι ότι αντίθετα το πραγματικό πρόβλημα - ο μυστικός πυρήνας της πολιτικής - δεν είναι ούτε η κυριαρχία ούτε ο νόμος, είναι η κυβέρνηση. Δεν είναι ο βασιλιάς, αλλά μάλλον ο υπουργός, δεν είναι ο θεός, αλλά μάλλον οι άγγελοι, δεν είναι το δίκαιο, αλλά η αστυνομία και η κατάσταση εξαίρεσης. Ή, ακριβέστερα: Είναι η κυβερνητική μηχανή που λειτουργεί μέσα από το περίπλοκο σύστημα των σχέσεων που συνδέει αυτούς τους δύο πόλους μαζί.

Το μυστήριο της οικονομίας :η Οικονομική Θεολογία στον G.Agamben

Τι ειδους ακριβώς είναι επιστημη είναι η οικονομία;Η συζήτηση δεν είναι καινούργια ,και δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ .Το επιδικο της συζήτησης είναι το ίδιο με καθε κοινωνική επιστήμη .Ο παρατηρητής είναι μέρος του αντικειμένου του.Άρα όσο και αν υιοθετηθούν διαδικασίες και πρότυπα ορθολογισμου , θα υπάρχει πάντα ένα μικρο η μεγάλο ποσοστό αβεβαιότητας και σχετικισμου.Χοντρικά οι " δεξιοί " αποδίδουν τις αβεβαιότητες στην ίδια την φύση των σύγχρονων κοινωνιών ενω οι " αριστεροί " στην ιδεολογική φύση των μοντέλων της οικονομίας .Δεν είναι τυχαίο πως εντος αριστεράς αναδύονται οι πιο ριζικές απόψεις κριτικής της πολιτικής οικονομίας που φτάνουν την ολική άρνηση ακόμη και της μαρξιστικης οπτικής  (Badiou).Η συζήτηση μάλλον θα διαρκέσει όσο αυτη για την φύση του φωτοστεφανου.

Ωστόσο υπάρχει και μια ενδιαφέρουσα οπτική , η οποία δεν εξετάζει την οικονομία με βάση ένα κριτήριο επιστημολογικης η ιδεολογικής κατασκευής .Η οπτική αυτή εκκινεί απο το δεδομένο ότι  οικονομία είτε ως κοινωνική επιστήμη ,με αξιώσεις ορθολογισμου, είτε ως υποκειμενική ιδεολογική άσκηση και πρακτική  έχει μια άρθρωση με την εξουσία. Το ερώτημα λοιπον που τίθεται είναι πως, η με οποιοδήποτε τροπο οριζομενη οικονομία, σχετίζεται με την εξουσία και την διακυβέρνηση στις σύγχρονες κοινωνίες.Το ζήτημα δεν τίθεται στο να αποκαλύψουμε  την " διαπλοκή" η την ταξική φύση των καπιταλιστικών σχέσεων οι οποίες εμφανίζονται ως φυσικές ,αλλά στο πως  η οικονομία παραμένει μονίμως ως ένας πόλος σε σχέση και απόσταση απο τη διακυβέρνηση .Η οικονομία σε καμία περίπτωση δεν είναι απλά  " κατω" απο την διακυβέρνηση . Αντανακλά  και σχηματοποιει ταξικές σχέσεις αλλα μονίμως είναι σε μια ένταση με την εξουσία .

Τον προβληματισμό αυτο αναπτύσσει ο G.Agamben στο τριτο μέρος του Homo   Sacer        " Il Regno e la Gloria" .Στο έργο αυτο ο GA προχωρά και εξελίσσει  την θεματολογία της Πολιτικής Θεολογίας προς μια θεματολογία Οικονομικής Θεολογίας .Αν η Πολιτικη Θεολογια στηρίζεται στην θέση οτι οι σύγχρονες πολιτικές έννοιες προέρχονται απο της Θεολογία, η Οικονομική Θεολογία στηριζεται στην θεση ότι η σχέση εξουσίας οικονομίας έχει τη μορφή της τριαδικης υπόστασης του Θεού . Εκκεντρικό θεωρημα ίσως , αλλα για αυτο ο GA αφιερώνει διακόσιες πυκνες σελίδες .

Χοντρικά η εξέταση του GA είναι η ακόλουθη:

Όταν η χριστιανική Θεολογία αναπτύσσει την έννοια της τριαδικης υπόστασης, για να μην περιπέσει ουσιαστικά σε ένα τριθεισμό ,εισάγει εντος θεολογίας μια έννοια εκτός αυτής : την έννοια της αριστοτελικης οικονομίας .Με την εισαγωγή της έννοιας της οικονομίας οι τρεις υποστασεις του θείου συγκροτούνται σε μια δυναμική σχέση .Παράγωγες της τριαδικης υπόστασης είναι οι εννοιες της θειας πρόνοιας και η ανάγκη εισαγωγής της κατηγορίας, του συνόλου  των αγγέλων .

Σύμφωνα με τον GA  η αριστοτελικη οικονομία δεν είναι επιστήμη , αλλα πράξις. Δεν ορίζει ένα δομημένο τομέα έρευνας και ανάλυσης αλλα είναι διεκπεραίωση , διαδικασία ,πράξη.Η οικονομία είναι διαχείριση του οίκου σε  αντιδιαστολή με την πολιτικη που είναι διαχείριση των της πόλης.Αυτη λοιπόν έννοια της οικονομίας εισάγεται στην Θεολογία για να σχηματοποιηθει το δυναμικό πλάσμα του τριαδικου θεού.

Το ενδιαφέρον που αποκαλύπτει ο GΑ ,μεσω μιας ενδελεχούς ιστορικής έρευνας ,είναι ότι αυτή η θεολογική οικονομία " επανεξαγεται " απο την Θεολογία προς την οικονομία των φυσιοκρατών δεκαπέντε αιώνες μετά. Το ιστορικό σχημα είναι περίπου το εξής:

Η Χριστιανικη Θεολογία έχει ανάγκη την έννοια της οικονομίας για να μην παλινδρομησει σε πολυθεϊσμό , την εισάγει στην τριαδικη υπόσταση, και αυτήν την θεολογική  " οικονομία " διαχειρίζονται οι φυσιοκράτες για να  να εξελιξουμε ως τις μέρες μας ως επιστήμη.Για να κατανοήσουμε  λοιπον τις συγχρονες σχέσεις οικονομίας εξουσίας δεν έχουμε παρά να δούμε τις σχέσεις Θεού Υιού στο τριαδικό πλέγμα .

Η σημερινή οικονομία δεν είναι ουτε αυστηρή επιστήμη ούτε  στεγνή πράξη , είναι μυστηριώδης όσο αναλογικά είναι μυστηριώδες το τριαδικό θεολογικο σχήμα το οποίο διαχωρίζει τον Θεό απο τις Πράξεις του.Ο GA προχωρεί ένα βήμα παραπάνω και διακρίνει στις μεγάλες διαμάχες του κατά του Μονοθεισμου μια κρίσιμη  στροφή που επικυρωνει τον θεμελιακό δυϊσμό  ,Θεού και Θείας Οικονομίας η οποία συγκροτεί και το μυστήριο της οικονομίας .Η άναρχη ισότιμη σχέση Θεού Υιου συγκροτεί  ένα πεδίο πράξεων που δεν έχουν γραμμικη σχέση εκπορευσης απο το ένα του Θεού, αλλα αναδύονται εκ θεού ως μια ειδική θεία   τυχαιοτητα . Αυτη την μυστηριώδη  τυχαιοτητα αποκρυσταλλώνει η οικονομία .

Αν στο κλασικό σχήμα της πολιτικής θεολογίας του C Smitt η πολιτική εξουσία προέρχεται , καθρεφτίζεται, αναδύεται ως η μεταφορά του Θεού ,το κράτος έκτακτης ανάγκης ως το θαύμα κλπ κλπ στον G.Agamben η οικονομία αναβιώνει το δυναμικό σχήμα της τριαδικοτητας.Απο εκεί και πέρα αναπτύσσεται μια θεματολογία με εξαιρετική ευρηματικότητα και πρωτοτυπία .πχ όλη η σχετική Θεολογία των Αγγέλων ορίζεται απο τον GA ως η μήτρα μιας σχετικής σύγχρονης εξέτασης της γραφειοκρατία.Καλός ο Weber αλλά για να δούμε και τον Ακινάτη.....Στο ίδιο το βιβλίο του GA διαμορφώνεται με μια άλλη γιγάντια μεταφορά η οποία εξετάζει τις σχέσεις οικονομίας και οψης- θεάματος της εξουσίας , σε αντιστοιχία με τις σχέσεις τριαδικοτητας και δοξολογιας.Αυτο όμως είναι ένα άλλο εκκεντρικό θέμα ,άξιο ενός αλλού μικρού σχολιασμού.


Παρέκβαση : Ο Agamben και η αριστερά

Ο G.Agamben είναι προφανώς ένας απο τους πιο σημαντικούς σύγχρονους πολιτικούς φιλόσοφους με οξύ κριτικό προσανατολισμός.Ωστόσο όντας μαθητής του Heidegger δεν ανήκει τυπικά στο Χεγκελιανο Μαρξιστικο ρεύμα της Αριστεράς.Με μια έννοια η κριτική του είναι εξαιρετικά απαισιόδοξη, σχεδόν αποπνικτική . Το φράγμα αυτο , αυτήν την ορατή απόσταση , αποτυπώνει καθαρά ο διάλογος Negri Agamben όπως διεξάγεται τα τελευταία χρονιά .Είναι προφανώς αδύνατο αυτη η διαμάχη να αποτυπωθεί σε μια γραμμή ωστόσο χοντρικά μπορούμε να πούμε πως αν η " γυμνή ζωή " αποτελεί ένα όριο για τον GA με βάση την έννοια κλειδι του Homo Sacer ,στον ΑΝ η γυμνή ζωή δεν είναι όριο αλλα παραγωγή.Περισσότερα  εδώ .Η σημείωση είναι απαραίτητη για να κατανοηθεί η πολιτικη Θεολογία του GA , και εισαγωγή του όρου της Οικονομικής Θεολογίας . Όπως και σε όλο το έργο του , η κριτική του είναι οξεία , διαβρωτική αλλά οι διέξοδοι που αναδύονται είτε είναι ελάχιστα ορατοί είτε σχεδόν εσχατολογικοί ( πχ Η κοινότητα που έρχεται )

Συνδέσεις:

Πυκνή παρουσιάση του ιδιου του Agamben για το "Il Regno e la Gloria " εδώ



άλλα links

-το βιβλίο http://m.friendfeed-media.com/bebbd1d14fc4f5ef4bccc801eeeda3c878aa13ae

-σύνοψη της δομής http://itself.wordpress.com/2013/05/10/the-structure-of-the-kingdom-and-the-glory/
Δημοσιεύτηκε από τον χρήστη

για το Ατομο


Στην μεσαιωνική σκέψη ‘’ άτομο σήμαινε ‘’αδιαίρετος και χρησιμοποιείτο κυρίως μέσα στα συμφραζόμενα της θεολογικής αντιπαράθεσης για τη φύση της Αγίας Τριάδας


’Η ταυτότητα του μεσαιωνικού ανθρώπου δεν ήταν ατομική, καθοριζόταν κυρίως τη θέση του μέσα στην κοινωνική οργάνωση
Όπως γραφει ο Raymond Williams* :«Η κρίσιμη στιγμή στη σύγχρονη ιστορία του ορου ειναι μια αλλαγή στην έμφαση που μας εδωσε την δυνατότητα να σκεφτούμε το *άτομο» με τρόπο απόλυτο, προσέχοντας τη δομή του όρου χωρίς άμεσες αναφορές στην κοινότητα στην οποία ανήκει.
Αυτή η αλλαγή ,όσο μπορούμε να την ανιχνεύσουμε στην ατελώς καταγραμμένη ιστορία της λέξης ,φαίνεται να συνέβη στην Αγγλία στο τέλος του 16ου αρχές17ου αιώνα. Από τότε, αργά και με πολλές παλινδρομήσεις, μάθαμε να σκεφτόμαστε το άτομο ως αυτόνομη οντότητα.
Προηγουμένως , το να περιγράψεις ένα άτομο σήμαινε να δώσεις ένα παράδειγμα της ομάδας της οποίας ήταν μέλος επομένως να περιγράψεις την ομάδα και τις σχέσεις στο εσωτερικό της»Η έννοια του ατόμου συνδέθηκε και με τον «ατομισμό της προτεσταντικής σκέψης που αλλάζει την έννοια της μοίρας και του (μεταθανάτιου προορισμού). Με αυτό δεν εννοούμε ότι η ίδια η αντίληψη της ατομικής μοίρας είναι πιο έντονη απ ότι στα προηγούμενα συστήματα αλλά ότι οι σχέσεις μέσα από τις οποίες ορίζεται η μοίρα ορίζονταν διαφορετικά. Η νέα σημαία του *ατόμου» καταγράφεται ακριβώς στην αλλαγή της αντίληψης ων σχέσεων, η οποία πρόχειρα διατυπωμένη θα ήταν: από τη σχέση άνθρωπος – εκκλησία-θεός στη σχάση άνθρωπος΄- θεός.}
Δηλαδή , καθώς η διαμεσολάβηση του στρώματος των Ιερέων παυει να υπάρχει το ατομο απομένει μόνο στη σχεση του με τον θεό.
*Raymond Williams : Κουλτούρα και Ιστορία Μετάφραση Βενετία Αποστολίδου, εκ Γνώση

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝA ΘΕΜΑΤΑ:Για το βιβλίο: Ν. Δεμερτζής / Ε. Πασχαλούδη / Γ. Αντωνίου (επιμ.), Εμφύλιος. Πολιτισμικό τραύμα Θάνος Λίποβατς

ΣΥΓΧΡΟΝA

ΘΕΜΑΤΑ

Τριμηνιαία Έκδοση Επιστημονικού Προβληματισμού και Παιδείας

Για το βιβλίο: Ν. Δεμερτζής / Ε. Πασχαλούδη / Γ. Αντωνίου (επιμ.), Εμφύλιος. Πολιτισμικό τραύμα

Δημοσιεύτηκε | Δεκεμβρίου 25, 2013 | Χωρίς Σχόλια
Θάνος Λίποβατς
τχ. 122-123, σ. 163-168 (pdf)
Η έννοια του πολιτισμικού τραύματος είναι πρόσφατη. Ο Ν. Δεμερτζής («Το πολιτισμικό τραύμα στις συλλογικές ταυτότητες: περιπέτειες της μνήμης και διαδρομές της συγκίνησης», σ. 19) αναφέρει πως η ανάπτυξη αυτής της έννοιας εντάσσεται (από τη δεκαετία του 1990) στην πρόσφατη ανακάλυψη της σημασίας των συγκινήσεων, των συναισθημάτων και των παθών από την κοινωνιολογία. Αυτό δεν εκπλήσσει, αν σκεφθεί κανείς ότι παραδοσιακά η θετικιστική κοινωνική επιστήμη χαρακτηρίζεται από έναν λογοκεντρισμό. ΄Ολα εκείνα τα φαινόμενα που δεν απορροφούνται από έναν εργαλειακό, ωφελιμιστικό, λειτουργικό, συμπεριφοριστικό και φορμαλιστικό-εμπειριστικό Λόγο θεωρούνται «παράλογα».
Αυτό που εκπλήσσει, όμως, είναι ότι ο J. Alexander στον οποίον αναφέρεται ο Δεμερτζής, τονίζει ιδιαίτερα ότι πρέπει ν’ αναγνωριστεί η αυτονομία της κουλτούρας και της θρησκείας ως θεμελιακός παράγοντας για την εξήγηση των κοινωνικών φαινομένων (σ. 25). Δηλ. οι κοινωνικο/οικονομικές δομές δεν έχουν προτεραιότητα έναντι των πολιτισμικών (αξιακών) δομών. Εκπλήσσει, γιατί εδώ και πάνω από 100 χρόνια ο Μ. Weber είχε επισημάνει το ίδιο πράγμα, ιδιαίτερα στην κοινωνιολογία της θρησκείας.
Ο Alexander αναφέρει (σ. 26), ότι το πολιτισμικό τραύμα παραπέμπει πριν απ’ όλα στη μνήμη. Σε άτομα, ομάδες και λαούς, που έχουν υποφέρει από ένα φρικτό γεγονός, το τελευταίο αφήνει μέσα τους ίχνη (σημεία), αναμνήσεις/ενθυμήσεις, οι οποίες αλλάζουν τη μελλοντική τους ταυτότητα. Ο Δεμερτζής μιλά παραπέρα για μία διαγενεακή οπτική: μία ομάδα η οποία νοιώθει θύμα, «επιλέγει» ασυνείδητα να προσθέσει στην ταυτότητά της, τη νοητική αναπαράσταση ενός γεγονότος, το οποίο οι προηγούμενες γενεές έχουν βιώσει ως απώλεια.
Ο Δεμερτζής αναφέρει (σ. 24) επίσης τον ψυχαναλυτή J. Hassoun, ο οποίος αναλύει διεξοδικά τη δομή και τη διαδικασία κατασκευής της μνήμης: «Η μνήμη ξεχνά για να θυμάται και θυμάται για να ξεχνά». Είναι μία αέναη σύνθετη διαδικασία απώθησης, απόρριψης και λησμοσύνης, και συγχρόνως παρακράτησης και επεξεργασίας στοιχείων του παρελθόντος, στο πλαίσιο της ζωντανής κουλτούρας του παρόντος. Πρόκειται για μία συμβολική κατασκευή της μνήμης: όσο θέλουμε να ξεχνάμε τις δεινοπάθειες, τόσο οι ασυνείδητα απωθημένες μνήμες επανέρχονται στη συνείδηση, με την παραλλαγμένη μορφή των μύθων και των ιδεολογημάτων. Η κοινωνιολογία του πολιτισμού τονίζει τη διαδικασία της συμβολικής και κοινωνικής κατασκευής του πολιτισμικού τραύματος, ως μιας δομής με τρεις διαστάσεις: μνήμη, ταυτότητα, συναίσθημα.
Ο Δεμερτζής περιγράφει το πέρασμα από τις συμβολικές στις κοινωνικές κατασκευές (σ. 27): ένα γεγονός, όσο ολέθριο και να είναι, θα παραγάγει πολιτισμικό τραύμα, όταν συνδεθεί με τους ερμηνευτικούς ορίζοντες της κοινωνικής δράσης. Πρόκειται για τη συνειδητοποίηση μιας κοινής δοκιμασίας δεινών, για έναν συλλογικό ορισμό, που αναφέρεται σ’ ένα «ολικό κοινωνικό γεγονός» και όχι στην απλή συνάθροιση ατομικών οδυνηρών εμπειριών. Αυτό γίνεται όταν αυτές μεταφέρονται στη δημόσια σφαίρα (ως μύθοι και ως ιδεολογήματα), αλλά μπορούν στη συνέχεια να εξηγηθούν, να αναλυθούν, να αναπαρασταθούν και να διαμεσολαβηθούν από τον δημόσιο Λόγο.
Ο Δεμερτζής υπογραμμίζει δε, ότι δεν υπάρχουν εδώ μονοδρομικές αιτιότητες: π.χ. ένας εμφύλιος πόλεμος ή μία σφαγή δεν συνιστούν από μόνα τους ένα πολιτισμικό τραύμα. Στον δημόσιο Λόγο «διαγκωνίζονται» ποικίλα ενδιαφέροντα και συμφέροντα. Αλλά, όπως ισχύει και στην ψυχαναλυτική εμπειρία, η τραυματική ιδιότητα ενός γεγονότος επιβάλλεται ως τέτοια μόνον εκ των υστέρων. Οι συμβολικές και φαντασιακές κατασκευές γεφυρώνουν το χάσμα μεταξύ ενός άπιαστου πραγματικού γεγονότος του παρελθόντος και των φαντασιώσεων εκείνων, που το «δείχνουν» στον βαθμό που το «κρύβουν».
Ο Δεμερτζής περιγράφει παραπέρα, πως η πολιτισμική κατασκευή ξεκινά με καταγωγικές επιλεγμένες αφηγήσεις π.χ. περί (ανα-)γέννησης του έθνους, κ.τ.λ., που εμφανίζουν ως αίτιο μία πρωταρχική πληγή, ένα πλήγμα, μέσα στο πλαίσιο της μυθικής, ιδεολογικής εξιστόρησης ενός τρομακτικού γεγονότος, και καταλήγουν στο αίτημα για συναισθηματική (και ορμική), θεσμική και συμβολική αποζημίωση/αποκατάσταση (compensation) των παθόντων. Στρατηγικό ρόλο παίζουν εδώ οι διάφορες αντικρουόμενες ομάδες διανοούμενων, οι οποίοι γίνονται οι δημιουργοί και οι φορείς των κατασκευών αυτών.
Στη συνέχεια, ο Δεμερτζής αναλύει τις ομοιότητες και τις διαφορές (σ. 29 κ.εξ.) ανάμεσα στο κλινικό και στο πολιτισμικό τραύμα. Μεταξύ άλλων τονίζουμε τα εξής κοινά σημεία: 1. Η ασυνείδητη συμβολική και κοινωνική κατασκευή (σ. 31) μετατρέπει το πραγματικό γεγονός σε «τραύμα». Οι εμπειρίες στην οικογένεια και στην κοινωνία μπορούν να επιδράσουν μερικώς, θετικά ή αρνητικά στην ανάπτυξη της ικανότητας συμβολικής επεξεργασίας και πραγματικής ανάλωσης του τραύματος. 2. Αμφότεροι οι τύποι του τραύματος συνοδεύονται από αρνητικά και αμφίρροπα συναισθήματα, μεταξύ των οποίων θεμελιακό ρόλο παίζει το άγχος. 3. Λειτουργούν (σ. 30) οι ίδιοι αμυντικοί μηχανισμοί άρνησης, απώθησης, απάρνησης και απόρριψης, καθώς και αντίδρασης, μετάθεσης ευθύνης, εκλογίκευσης και αμφιθυμίας. Εδώ ανήκουν η δαιμονοποίηση του ΄Αλλου, η κατασκευή αποδιοπομπαίων τράγων, εξιλαστήριων θυμάτων, θεωριών της συνωμοσίας, κ.τ.λ.
Οι διαφορές εντοπίζονται μεταξύ άλλων στα εξής (σ. 32): 1. Το πολιτισμικό τραύμα δεν χρειάζεται να βιωθεί άμεσα και από όλους, λειτουργεί διαγενεακά (Το διαγενεακό στοιχείο ισχύει και στο ατομικό τραύμα). 2. Οι μηχανισμοί (σ. 33) θέσπισης και υπόθαλψης είναι ρηματικής (ιδεολογικής), και εξουσιαστικής φύσης, και αποτέλεσμα κινητοποίησης από αντίπαλες ομάδες. 3. Σε αντίθεση με το κλινικό τραύμα, το πολιτισμικό τραύμα «υπήρξε» «πραγματικά», «αντικειμενικά».
Ο Δεμερτζής (σ. 34-35) τελικά υπογραμμίζει ότι η κοινωνιολογία οφείλει να υιοθετήσει την ψυχαναλυτική πρόσβαση στο ιστορικό υλικό για να κατανοήσει ουσιαστικά το πολιτισμικό τραύμα. ΄Ηδη αυτό αποτελεί μία πρόκληση απέναντι στην παραδοσιακή απόρριψη της ψυχανάλυσης από την ποζιτιβιστική επιστήμη, η οποία δεν μιλά για το υποκείμενο. ΄Ηδη η ίδια η βιβλιογραφία της κοινωνιολογίας των συναισθημάτων, διαιωνίζει εκτός εξαιρέσεων αυτή τη στάση. Αυτό, γιατί αναπαράγει τη ρομαντική απολυτοποίηση των συναισθημάτων και την αποκοπή τους από τη συμβολική και την ηθική διάσταση, καθώς και από τη θέληση, προωθώντας τον ατομικισμό και τον υποκειμενισμό. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι αγνοεί τελείως τη θεμελιακή σημασία του υπαρξιακού άγχους, καθώς και το έργο του Kierkegaard, του Freud και του Lacan σχετικά με τα συναισθήματα και τα πάθη.
Ο Δεμερτζής ολοκληρώνει το εισαγωγικό του κείμενο με τον προβληματισμό της συγχώρησης, δηλ. της δυνατότητας και της αναγκαιότητάς της. Αναφέρεται στη σύγχρονη συζήτηση στα πλαίσια της φιλοσοφίας και της θεολογίας. Τονίζει δε ότι η συγχώρηση είναι μέρος της «θεραπευτικής διαδικασίας» (σ. 36), η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη της ελεύθερης θέλησης (που αμφισβητούν όλες οι θετικιστικές επιστήμες). Η συγχώρηση είναι η μόνη δυνατότητα των υποκειμένων ν’ απελευθερωθούν από την επαναληπτική εκδίκηση. Όμως, η διαδικασία της συγχώρησης συνεπάγεται δύσκολα και λεπτά διλήμματα (σ. 38) (Arendt, Derrida, Ricoeur): δεν μπορεί να είναι «εύκολη» και «ανώδυνη», αλλά «δύσκολη» και όχι σε βάρος της αξιοπρέπειας και της δικαιοσύνης (σ. 37, 41-42).
ΙΙ
Οι μέχρι τούδε παρατηρήσεις παραπέμπουν στον ασυνείδητο χαρακτήρα της «κατασκευής». Ωστόσο, η ψυχανάλυση μιλά για «συμβολική», ενώ η κοινωνιολογία για «κοινωνική» κατασκευή. Η συμβολική κατασκευή λαμβάνει χώρα σύμφωνα με τους ασυνείδητα εγγεγραμμένους στον ψυχισμό κανόνες της γλώσσας και του λόγου, καθώς και σύμφωνα με το μνημονικό υλικό σημαινόντων, ακουσμάτων, εικονικών ιχνών και πράξεων, που παραπέμπουν σε δοκιμασίες οδύνης και ηδονής, καθώς και σε επιθυμίες, φαντασιώσεις, πάθη, άγχη, αποφάσεις και πράξεις. Η τριαδική δομή του πολιτισμικού τραύματος ισχύει, υπό την προϋπόθεση να αναφερθούν ρητώς όλα τα αναφερθέντα δομικά στοιχεία που τη συνοδεύουν.
Η συμβολική κατασκευή ενυπάρχει σε κάθε κοινωνική κατασκευή, αλλά δεν ταυτίζεται μαζί της. Αυτό, γιατί η πρώτη παραπέμπει στη θεμελιακή δομή του ψυχισμού: στο πραγματικό, το συμβολικό και το φαντασιακό (Λακάν), που αποτελεί την προϋπόθεση ύπαρξης και για κάθε κοινωνική κατασκευή. Η αυτονομία του ψυχισμού πρέπει εξαρχής να εξασφαλισθεί, για να μην αναχθεί κοινωνιολογίστικα ο ψυχισμός σ’ ένα «εποικοδόμημα» της «κοινωνίας» και της «κουλτούρας».
Ο ατομικός ψυχισμός «προϋπάρχει» δομικά και ασυνείδητα των κοινωνικών και πολιτισμικών δομών, ενώ η «κοινωνία» και ο «πολιτισμός» προϋπάρχουν ιστορικά του κάθε ατόμου. Ο ψυχισμός δεν «εξηγείται» από τις κοινωνικές και πολιτισμικές δομές μέσα στις οποίες ζουν. Υφίσταται μεταβολές, όχι μόνο παθητικά, αλλά απαντώντας δημιουργικά και ενεργά στους ΄Αλλους/ στον Άλλο, που απαιτούν ή δεν απαιτούν «κάτι».
Η ανάλυση των κοινωνικών και ιστορικών φαινομένων ξεκινά από την εξωτερική παρατήρησή τους και παραμένει αναγκαστικά εξωτερική για τον ψυχισμό των ατόμων. Ωστόσο, στη συνέχεια, η παραμέληση της υποκειμενικής και συμβολικής διάστασης οδηγεί στην απώθηση και παραγνώριση ενός «υπόλοιπου», που συσσωρευμένο ως «δυσφορία», αγανάκτηση, διαμαρτυρία, φθόνος, οδηγεί στην κρίση και στο διχασμό του κοινωνικού συνόλου. Η ανάλυση των ψυχικών φαινομένων αρχίζει αντίστροφα με τη διερεύνηση των εσωτερικών ψυχικών δομών, της ασυνείδητης μνήμης, των ασυνείδητων φαντασιώσεων και επιθυμιών, που είναι αυτόνομες σε σχέση με τις κοινωνικές, με τις οποίες συνυπάρχουν. Το βλέμμα και η ακοή του ερευνητή ξεκινούν από «μέσα»: ακούει τους λόγους και διαβάζει τα συμπτώματα και τις φαντασιώσεις των υποκειμένων, που συνοδεύουν τα συναισθήματα, τα πάθη, τις αποφάσεις, και τις πράξεις τους.
Κάθε κοινωνία ορίζεται από τις συλλογικές διαστάσεις της εργασίας και της εξουσίας, του λόγου και του νόμου. Τα υποκείμενα, ωστόσο, λησμονούν και απωθούν, μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, ένα βασικό κομμάτι του ψυχισμού τους, που το ξαναβρίσκουν μεταμορφωμένο μέσα στις συμβολικές κατασκευές της θρησκείας και της κουλτούρας. Αλλά αν τα υποκείμενα παραμείνουν εγκλωβισμένα είτε στον απόλυτο υποκειμενισμό τους (εσωτερίκευση), είτε στην απόλυτη αλλοτρίωση (εξωτερίκευση), τότε χάνουν κάθε αίσθηση και μέτρο της πραγματικότητας, την οποία διακρίνει, ως μία κατασκευή πραγματική, συμβολική και φαντασιακή, η διάσταση της έλλειψης και της περατότητας.
Ο Λόγος (discours) ως λέγειν και ως διάλογος/αντίλογος είναι εκείνη η συμβολικά οργανωμένη δομική Διαφορά, που μέσα στον χρόνο αποτελεί τη Διαμεσολάβηση, τον συμβολικό Τρίτο ανάμεσα στα υποκείμενα, ή ανάμεσα σε αυτά και στην ομάδα, ή ανάμεσα σε ομάδες. ΄Ετσι, κάθε ανάλυση συμπτωμάτων και φαντασιώσεων που συνοδεύουν βιώματα και μνήμες όπως και συναισθήματα και πάθη, ξεκινούν με μία ποιοτική, δομική και ιστορική ανάλυση Λόγου.
Η ψυχανάλυση ανακάλυψε αρχικά την αλλοτρίωση των υποκειμένων στο πλαίσιο της ύστερης νεωτερικότητας και της νεωτερικής επιστήμης, μέσα από τις νευρώσεις, τις διαστροφές και τις ψυχώσεις. Ξεκίνησε με τον εντοπισμό του δομικού διχασμού του ομιλούντος και επιθυμούντος υποκειμένου, καθώς και με τη θεμελιακή διαφορά ανάμεσα στο ασυνείδητο και στο συνειδητό κομμάτι του ψυχισμού.
Το ασυνείδητο είναι καθολικής και ατομικής φύσης συγχρόνως: δεν υπάρχει ένα «συλλογικό ασυνείδητο» (μίας φυλής, ενός έθνους, μιας τάξης, κτλ.). Υπάρχουν όμως συλλογικές ταυτίσεις και φαντασιώσεις, οι οποίες διαπλέκονται με τα υλικά των υπαρχουσών πολιτισμικών και πολιτικών παραδόσεων. (Δεν υπάρχει επίσης κανένα «υποσυνείδητο», που είναι μία απόλυτη παρανόηση του φροϋδικού ασυνείδητου).
Ο Λακάν αμφισβητεί τόσο το ιδεαλιστικό, εγωκεντρικό, αυτο-κυρίαρχο εγώ, όσο και τη διαγραφή του από βιολογικούς ντετερμινισμούς και μεταμοντέρνες αποδομήσεις. Ο Φρόυντ από την άλλη, παρέμεινε μέσα στα πλαίσια μιας ουμανιστικής, καντιανής ηθικής του ηθικού Νόμου, την οποία αποδέχεται. Η κλινική εμπειρία και η κριτική διάσταση της ψυχανάλυσης αμφισβητούν όλες τις μορφές του εργαλειακού Λόγου, της ιδεολογικής ωραιοποίησης και υποκριτικής συγκάλυψης της απώθησης, καθώς και της εκλογίκευσης του κακού και της έλλειψης μέσω ενός θρησκευτικού και πολιτικού, ιδεολογικού (δεξιού ή αριστερού) Λόγου (discours).
Η ηθική της ψυχανάλυσης είναι η ηθική του λόγου και της αλήθειας: η αλήθεια είναι πάντα συγκλονιστική, γιατί κατονομάζει και παραπέμπει σε φαντασιώσεις και σε τραυματικές, ατομικές και συλλογικές εμπειρίες καταστροφής και αυτοκαταστροφής, σε εμπειρίες του κακού, του πόνου και της αλλοτρίωσης. Αντιστέκεται δε στην απόρριψη του ηθικού και του ορθού Λόγου στα πλαίσια της κρίσης της μετανεωτερικής, νεοφιλελεύθερης, ατομικιστικής και αμοραλιστικής κοινωνίας.
Η τελευταία ομνύει στο όνομα μίας ατομικιστικής, εγω-κεντρικής αυτονομίας, χωρίς ηθική δέσμευση απέναντι στον Άλλο. Αυτό δεν αποκλείει την παράλληλη ύπαρξη μίας ανήμπορης ιδεαλιστικής ηθικολογίας, καθώς και μίας μηδενιστικής και αριστερίστικης ερμηνείας της ψυχανάλυσης, η οποία οδηγεί σ’έναν αμοραλιστικό, επικίνδυνο ντεσιζιονισμό.
Ο Φρόυντ διαπιστώνει την ύπαρξη μιας δυσφορίας, και επιθετικότητας ενάντια στον πολιτισμό: μία «πλήρης», άμεση, ολική και ατελείωτη απόλαυση δεν είναι δυνατή. Αυτή η ανικανοποιησία μπορεί να γίνει πηγή καταστροφικότητας και αδικίας, μπορεί όμως να γίνει πηγή δημιουργικότητας. Τα συναισθήματα άγχους και ενοχής και η μετάθεση τους επάνω στον Άλλο, παίζουν βασικό ρόλο στις ιδεολογίες και στις θρησκείες, στον βαθμό που οι τελευταίες εκπίπτουν και λειτουργούν ως ιδεολογίες και μυθολογίες.
Η ηθική της ψυχανάλυσης αφήνει τον δρόμο ελεύθερο σε μετουσιωτικές μορφές της επιθυμίας, που αναγνωρίζουν τον ηθικό Νόμο, δίχως να τον καθιστούν ένα υπερ-εγώ, υποτασσόμενες σ’ αυτό. Οδηγεί δε τόσο σε μία ηθική της υπευθυνότητας, όσο και σε μία ηθική της πεποίθησης.
Αυτό μεταφράζεται πολιτικά σε μία ηθική της αλήθειας του Πολιτικού (Χ. ΄Αρεντ), τόσο ως μία κριτική, τόσο σε κάθε άμεση αμφισβήτηση της λειτουργίας του δημοκρατικού, φιλελεύθερου, κοινωνικού κράτους δικαίου, από τις ομάδες της άκρας δεξιάς και της άκρας αριστεράς, από τις θρησκευτικές φονταμενταλιστικές σέκτες, καθώς και από τις ομάδες του οργανωμένου εγκλήματος, όσο και ως μία αποδόμηση των συγκεκριμένων αρνητικών συμπτωμάτων της υπαρκτής κοινωνίας. Η ψυχανάλυση, ωστόσο, δεν παίρνει θέση υπέρ μιας συγκεκριμένης θρησκευτικής ή πολιτικής ομάδας (Σ. Φρόυντ, Ψυχολογία των μαζών και ανάλυση του εγώ, Αθήνα 1994· Θ. Λίποβατς, Η ψυχοπαθολογία του Πολιτικού, Αθήνα 2003· του ιδίου, Φαντασιακή και αληθής Ελευθερία, Αθήνα 2008).
ΙΙΙ
Το βίωμα και η δράση των υποκειμένων μορφοποιήθηκαν μέσα στα πλαίσια του ακραίου ιστορικού τραύματος του Εμφυλίου, ατομικά και συλλογικά. Ο Ν. Σιδέρης («Νηπενθή σημαίνοντα», σ. 91-92) τονίζει ότι η απαραίτητη συμβολική και συναισθηματική επένδυση και οι ψυχικές διαδικασίες που συνεπάγονται βρίσκουν στις φαντασιώσεις ένα προνομιακό πεδίο (σ. 94). Μπορούμε να εντοπίσουμε στο επίπεδο της θεμελιακής φαντασίωσης, σ’ ένα θεμελιακό στρώμα του ψυχισμού, την κεντρική φαντασίωση της αδελφοκτονίας, η οποία εμφανίζεται ήδη από το 1942-1943. Εδώ κυριαρχεί η έμμονη ιδέα, ότι οι «άλλοι» είναι ανάξια παιδιά των ίδιων γονέων. Δημιουργείται έτσι ένα δυϊστικό, μανιχαϊκό μοντέλο, δηλ. δύο διαφορετικά διανοητικά συστήματα αμοιβαίου αποκλεισμού και απαξίωσης, δίχως διαμεσολαβήσεις και κοινά σημεία.
Αυτή η παράνοια (σ. 96) εκφράζεται ως άρνηση δικαιώματος ύπαρξης στον αντίπαλο, ο οποίος γίνεται απόλυτος εχθρός. Βασίζεται επάνω στην απειλή υπαρξιακού αφανισμού και γεννά φόβο και τρόμο. Ο Σιδέρης εντοπίζει τη φαντασίωση στο επίπεδο του λόγου, όπου ο ακραίος αποκλεισμός του άλλου, εκφράζεται ως ο φόνος της κυριολεξίας (σ. 97-98) ως η (ψυχωτική) απόρριψη της μεταφορικότητας, και ως η ολική απώλεια αίσθησης της πραγματικότητας. (Η κανονική χρήση του λόγου προϋποθέτει την συνύπαρξη του μεταφορικού με τον κυριολεκτικό, αναλυτικό λόγο).
Ο Σιδέρης (σ. 99) κάνει μία μεθοδική ανάλυση του παρανοϊκού Λόγου, ο οποίος γίνεται ο φορέας των συναισθημάτων φόβου και τρόμου. Τονίζει ότι η ψυχική εσωτερίκευση της απόλυτης εχθρότητας βασίστηκε στην άρνηση της γνώσης και στον αποκλεισμό των συμβολικών αναφορών: στη βίαιη άρνηση της λέξης «΄Ελληνας» και της λέξης «Εμφύλιος». Τα άτομα εγκλωβίζονται μέσα σ’ ένα υπαρξιακά ανυπέρβλητο, (αυτο-)καταστροφικό δίλημμα: είτε είναι «΄Ελληνες» είτε είναι «αντίπαλοι (εχθροί)», δεν μπορούν ν’ αποδεχθούν ότι μπορεί να είναι και τα δύο.
Εδώ εμφανίζεται το άγχος εκμηδένισης, το βίωμα διωκτικής αίσθησης, και της ολικής απώλειας νοήματος της πραγματικότητας και του ατομικού ψυχισμού. Για τον Σιδέρη αυτό αποτέλεσε το ενδοψυχικό υπόβαθρο της μετεμφυλιακής πολιτικής κουλτούρας και ψυχολογίας (σ. 100), όπως εκφράστηκε μέσα από τη αποσιώπηση αυτών των στοιχείων. Η εσωτερίκευση (σ. 103) αυτής της κατάστασης, που έχει ως επίπτωση τη καλλιέργεια παραφροσύνης, μέσω της συγκινησιακής ψυχικής οικονομίας, εκδηλώνεται ως η άρνηση του δικαιώματος ύπαρξης του ηττημένου από το νικητή, καθώς και από την απάρνηση του φόβου από τον ηττημένο. Αυτό το παράδοξο επιβάλλει την ανάγκη υπέρβασης του αδιέξοδου, είτε μέσω της καταστροφής, είτε μέσω μία συμβολικά αρθρωμένης, προσωπικής ή/και πολιτισμικής καινοτομίας.
Το 1950 δεν σήμανε (σ. 104-105) τη λήξη του πολέμου: ο ιστορικός χρόνος αδρανοποιήθηκε, οι πληγές δεν βρήκαν αντιστοιχία στον λόγο. Οι ηττημένοι αρνούνται ν’ αναγνωρίσουν τον φόβο, οι νικητές ντρέπονται να γιορτάσουν τη νίκη (τη λήξη του πολέμου). Η διεργασία πένθους δεν μπορούσε ν’ αρχίσει: θα σήμαινε την αναγνώριση και από τις δύο πλευρές της φύσης του πλήγματος, την απόσπαση του πράγματος από την αναπαράστασή του. Μόνον τότε η μνήμη θα έπαυε πλέον να είναι τραύμα, και θα γινόταν μία ανάμνηση τραύματος. Αυτό θα σήμαινε επίσης (σ. 106) ότι δεν θα κυριαρχούσαν πλέον οι μυθοπλασίες, αλλά ότι οι τραυματικές εμπειρίες θα μετασχηματίζονταν σε στοιχείο επαναπροσανατολισμού των ταυτοτήτων και των φαντασιώσεων, των αφηγήσεων και των προσδοκιών, που δεν θα ήταν πλέον δέσμιες της μνησικακίας (σ. 107).
Η συγγνώμη και η συγχώρηση κατακτήθηκαν μόνο μετά το 1974/1989. Ο Εμφύλιος μεταπλάστηκε σε μία επιλεκτική κατασκευή, σε μία ανάμνηση και σε ένα πολιτισμικό τραύμα (όμως όχι ακόμα σε μία ανακλαστική κατασκευή). Οδηγήθηκε έτσι στον επαναπροσδιορισμό της ταυτότητας των αντιπάλων, σε μία κοινή κουλτούρα αναφοράς και ιστορικής αφήγησης (σ. 108-109). Ο Σιδέρης τονίζει, όμως, την πανουργία του λόγου και της ιστορίας (σ. 110-111), όπου η υπέρβαση του παράδοξου, καταστροφικού διλήμματος οδήγησε τελικά σε μία κρίση της κοινωνίας, για την οποίαν όλες οι πλευρές είναι συνένοχες. Πρόκειται για τη γενίκευση της άνομης ιδιοποίησης του δημόσιου πράγματος, του κοινού αγαθού, μέσω των πελατειακών σχέσεων στη συντεχνιακή και κομματική δημόσια διοίκηση. Αυτό, γιατί έλειψε η διανοητική και ηθική μεταρρύθμιση.
ΙV
Αναφορικά με την ανάλυση του τραύματος του εμφυλίου πολέμου, ο Δεμερτζής («Ο Εμφύλιος Πόλεμος: από τη συλλογική οδύνη στο πολιτισμικό τραύμα», σ. 43) δείχνει πολύ πειστικά το πώς έγινε το πέρασμα από τη συλλογική οδύνη στο συλλογικό τραύμα, όπου εδώ έπαιξαν σημαντικό ρόλο το ιστορικό πλαίσιο καθώς και οι πολιτικές και πολιτισμικές συνέπειες.
Η Αντίσταση δεν λειτούργησε ενωτικά (σ. 50-51) και ήδη από το 1943 ξεκίνησε η πρώτη φάση του Εμφυλίου. Οι άνθρωποι εξοικειώθηκαν με τη βία του ολοκληρωτικού πολέμου, ενώ οι τοπικές ιδιομορφίες πολιτικοποιήθηκαν και οδήγησαν στην ολέθρια πόλωση. Η φοβερή συνέπεια ήταν η εξαφάνιση των δημοκρατικών σοσιαλιστών και των φιλελεύθερων, προς όφελος των αντιδημοκρατικών άκρων της εθνικιστικής και φασίζουσας δεξιάς και της σταλινικής αριστεράς.
Οι ηττημένοι μέσα από τη μακρόχρονη αδυναμία δημόσιας έκφρασης και της αγανάκτησής τους για τον πολιτικό αποκλεισμό τους, ανέπτυξαν συναισθήματα μνησικακίας, η οποία μετά τη μεταπολίτευση οδήγησε σε συμβολική εκδίκηση, καθώς και στη δημιουργία κομματικών πελατειών. Αυτή η τροπή των πραγμάτων εμπόδισε και εμποδίζει μία συνεπή συμβολική επεξεργασία του παρελθόντος, καθώς και μία δίκαιη, δημοκρατική, ευρωπαϊκή μεταρρύθμιση των δομών του κράτους και της κοινωνίας. Η ανικανότητα και η ολιγωρία δημιούργησαν εδώ την κρίση.
Ο Δεμερτζής εντοπίζει τις συνέπειες του εμφυλίου πολέμου στο ότι ο τελευταίος συνεχίστηκε ως ένας ηθικός και συναισθηματικός πόλεμος, ως η προσκόλληση σε έναν οιωνεί θρησκευτικό, εγκοσμιοποιημένο, πολιτικό, ιδεολογικό φανατισμό και σε μία γενικευμένη, κυνική κακοπιστία και καχυποψία (σ. 58-61). Ο πολιτισμικός (εθνοτικός, φυλετικός) εθνικισμός και η παραδοσιοκρατία επικράτησαν σε μία κοινωνία, η οποία ήταν ακόμα σε ισχυρό βαθμό μία κλειστή, προνεωτερική, κοινότητα, παρά μία ανοιχτή κοινωνία (σ. 63).
Η κυριαρχία των οικογενειών και των σογιών εμπόδισε στο να αποκτήσει ο πόλεμος έναν πολιτικό και ταξικό χαρακτήρα, ενώ εκκλησία και κράτος ταυτίζονταν πλήρως και εμπόδισαν κάθε άνοιγμα σε μία νεωτερική, δημοκρατική κοινωνία πολιτών. Αρχικά, όμως, η λέξη «εμφύλιος» αποτέλεσε ένα ταμπού (σ. 64-65). Ο πόλεμος των ερμηνειών συνόδευσε από την αρχή τις φάσεις ονοματοδοσίας και νοηματοδότησης, που οδήγησαν από τη συλλογική οδύνη στο πολιτισμικό τραύμα (σ. 66-67).
Ο Δεμερτζής τονίζει εδώ ότι πρώτη η μεταπολίτευση έθεσε αναδρομικά σε λειτουργία (σ. 68) τη διαδικασία του τραύματος. Η επανερμηνεία της επίσημης συλλογικής μνήμης (των νικητών) οδήγησε δε σε μία αριστερή, ιδεολογική ηγεμονία. Ο Δεμερτζής αναλύει αυτή τη διαδικασία σύμφωνα με τον Alexander σε δύο φάσεις (σ. 69). Η διαφοροποίηση παραπέμπει στην ανάλυση των φαντασιώσεων και τη συμβολική κατασκευή του ασυνείδητου νοήματος, τις οποίες ανέπτυξε ο Φρόυντ για την κατανόηση του κλινικού τραύματος.
1. Η πρώτη φάση της επιλεκτικής κατασκευής (1974-1990) επικεντρώνεται στη λέξη-κλειδί «συμφιλίωση» και καλύπτει την ανάγκη ενός ιδρυτικού μύθου της Δημοκρατίας, ο οποίος βασίζεται στη συναίνεση. Η αντίσταση ανακηρύχθηκε έτσι σε «εθνική αντίσταση» και μυθοποιήθηκε. (σ. 70) Το υποκείμενο «λαός» αντιστάθηκε ηρωικά ενάντια στους «ξένους», πέραν των ταξικών διαφορών, απολιτικά και δίχως ηγέτες και κόμματα (σ. 73).
Ο Δεμερτζής συγκρίνοντας τη δομή των ατομικών με τα συλλογικά τραύματα, τονίζει ότι η πολιτική της λήθης του Εμφυλίου βασίστηκε επάνω σε δύο ασυνείδητους ψυχικούς μηχανισμούς: τη μετάθεση και την προβολή, αναφορικά με την απόδοση ευθυνών και την εκλογίκευση του τραύματος (σ. 74-75). Κατασκευάστηκε έτσι μία εξιδανικευμένη εικόνα της αριστεράς ως ενός αθώου θύματος, μέσω της απάρνησης των ακραίων βιαιοτήτων της ιδίας εις βάρος του εχθρού.
Η συμφιλίωση είχε εδώ ως συνέπεια την απώθηση και την απόρριψη ενός πολιτικού, ιστορικού συμβιβασμού μέσω της χρήσης του ορθού, κριτικού Λόγου (σ. 76). Η υπεράσπιση της Αντίστασης αποσκοπούσε δε στον αποστιγματισμό των κομμουνιστών (της λενινιστικής, σταλινικής αριστεράς), και λειτούργησε ως ένα συμβολικό μέσο μετατροπής του τραύματος ταπείνωσης σε υπερηφάνεια μέσω εκκοσμικευμένων θρησκευτικών (γνωστικών) μεταφορών (σ. 77-78).
2. Η φάση της ανακλαστικής/αναστοχαστικής κατασκευής (1990-2010), ως αποδόμησης της μυθολογικής/ιδεολογικής πρώτης φάσης, έλαβε χώρα μέσα σ’ ένα κλίμα «δανεικής», υλιστικής ευημερίας, μίας μη παραγωγικής οικονομίας, μίας μη ορθολογικής δημόσιας διοίκησης, της απογοήτευσης για τα κοινά, της έξαρσης του αντικοινωνικού ατομικισμού, της αποπολιτικοποίησης, της κυριαρχίας του μετανεωτερικού μηδενισμού και του αμοραλισμού (σ. 79-80).
Παρ’ όλα αυτά μπόρεσε να εμφανιστεί για πρώτη φορά μία κριτική αντιμετώπιση του ιστορικού παρελθόντος. Η κοινωνική ανακλαστικότητα (reflection) (σ. 81) προσέκρουε συνεχώς στις αντιστάσεις αναδυόμενων, ειδικών, συντεχνιακών, αντιδραστικών και λαϊκίστικων συμφερόντων, που αναπαρήγαγαν κατεστημένα συμφέροντα. Όμως υπήρξε και μία «έκρηξη της μνήμης», μία ανάδυση της «δημόσιας» ιστορίας ενάντια στη μεταμοντέρνα συλλογική αμνησία.
Η αμφισβήτηση (σ. 83) της ιδεολογίας της συμφιλίωσης οδήγησε συγχρόνως και σ’ έναν οιωνεί «επαναστατικό» αριστερισμό, στην εκλογίκευση της αριστερίστικης και αναρχικής τρομοκρατίας, στη νέα «αντισιωνιστική» εβραιοφοβία, στον εθνολαϊκίστικο αντιευρωπαϊσμό, στη διγλωσσία. Πρόκειται για μία παλινδρόμηση ως μία ατυχή και ατελέσφορη αντίδραση στο έλλειμμα νοήματος της υπαρκτής δημοκρατίας (σ. 84 κ.εξ.). Συνέπεια αυτών υπήρξε η απάρνηση της πραγματικότητας, η έλλειψη αξιοπιστίας, συνεργασιμότητας και αξιοκρατίας, οι οποίες οδήγησαν στην κρίση και στη μετάθεση των ευθυνών στον ΄Αλλον.
O Δεμερτζής τονίζει (σ. 90) ότι ένα άνοιγμα προς το μέλλον θα υπάρξει μόνον ως μία καθολική αναγνώριση της αλήθειας, μέσα από μία εργασία ενθύμησης και «δύσκολης» συγχώρησης, η οποία θα οδηγήσει στην ρήξη με τους μύθους και τα ιδεολογήματα, καθώς και στην αποδοχή μίας ηθικής της υπευθυνότητας στην καθημερινότητα και στην πολιτική. Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει ανοιχτό, αν η αλήθεια που προωθούν η κοινωνική επιστήμη, η ψυχανάλυση και η κριτική φιλοσοφία, μπορεί να επιδράσει θετικά στην πολιτική.
V
Ο Π. Παναγιωτόπουλος («Πολιτικές χρήσεις της ιστορίας 2010-2012: ριζοσπαστική Αριστερά και αλυσιτελής νοηματοδότηση του τραύματος», σ. 251-252) τονίζει πως η κρίση από το 2010 μέχρι σήμερα σημαίνει την αμφισβήτηση της μέχρι τούδε συναίνεσης, και η υπαρξιακή οδύνη εκφράζεται συλλογικά ως αντίσταση στις ορθολογικές μεταρρυθμίσεις. Αυτό συνοδεύεται από τη διασάλευση του συμβολικού και συναισθηματικού προσανατολισμού των κοινωνικών θεσμών εμπρός σ’ ένα ανήμπορο πελατειακό κράτος (σ. 253-254).
Σημαίνει, επίσης, μία απομάγευση των προτύπων (μέσω της κρίσης των προσδοκιών αυξανόμενης καταναλωτικής απόλαυσης, πελατειακής προστασίας, και ατιμώρητης ανομίας), την κατάρρευση του εθνικού αφηγήματος (σ. 255), τη συλλογική και ατομική ταυτοτική απώλεια συμβολικής αναφοράς, καθώς και την αποσταθεροποίηση των νοημάτων. Η κρίση απαιτεί μία νοηματοδότηση του τραύματος.
Ο Παναγιωτόπουλος περιγράφει (σ. 256) τρία ιδεολογικά υποκατάστατα των ταυτοτήτων που χάνονται. Αυτά είναι: 1) Η φαντασιακή ενίσχυση και φετιχοποίηση της εθνικής ταυτότητας και η παράλληλη αμφισβήτηση της ευρωπαϊκής ταυτότητας. Αυτό γίνεται μέσω της καταγγελίας της «οικονομικής εξάρτησης» και της συνωμοσιολογικής ερμηνείας της κρίσης.
2) Η αύξηση και η διασπορά (σ. 257) της βίας (ακροδεξιά και ακροαριστερή/αναρχική, κοινωνική ανομία), όπως και η ανοχή και η εκλογίκευσή της ήδη από το 2008, που συνοδεύονται από την καταστροφική απόλυτη έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς και στον Νόμο, και παράλληλα από την αναξιοπιστία και την αυθαιρεσία σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας. Ορθά ο Παναγιωτόπουλος υπογραμμίζει ότι η βία εδώ δεν έχει πλέον έναν αντι-δραστικό, απαντητικό χαρακτήρα, αλλά μετασχηματίζεται, ως το Κακό, σε ταυτότητα.
3) Η προσφυγή στην πολιτική ιστορία (σ. 259) μέσω μίας λαϊκίστικης ιδεολογικής επανερμηνείας επιπόλαιων πολιτικών αναλογιών. Εδώ επικράτησε μία αριστερή ηγεμονία (σταλινικού/τριτοκοσμικού τύπου) (σ. 260), η οποία εκμεταλλεύθηκε με επιτυχία την ανικανότητα των ήδη φθαρμένων κυβερνώντων κομμάτων να ασχοληθούν με την κατανόηση και τη δημόσια επεξήγηση της κρίσης.
Ο Παναγιωτόπουλος πολύ ορθά αναφέρει (σ. 261-263) εδώ τρία χαρακτηριστικά αυτής της χρήσης και κατάχρησης της ιστορίας που είναι: α) η αριστερή ηγεμόνευση μέσω μίας διγλωσσίας, η οποία προσπαθεί ν’ απαντήσει συγχρόνως στα δομικά διλήμματα της λενινιστικής αριστεράς: εκφράζεται υπέρ της (αριστερής, «καλής») βίας και ενάντια στη δημοκρατία, ενώ συγχρόνως «διαμαρτύρεται», ότι «δεν το εννοεί έτσι», β) η ανάγκη μίας νέας ιστορικής αφήγησης, γ) η εργαλειακή, μεροληπτική, μερική ερμηνεία. Εδώ πρόκειται για τον μύθο περί του «αντιστασιακού χαρακτήρα του ελληνικού λαού» (από το 1940 και έπειτα), ενάντια στις αιώνιες επιβουλές των ξένων και την επιβολή ξένων μοντέλων.
Περιέργως (σ. 264) αυτή η αφήγηση δεν ανατρέχει ούτε σε οικονομικές κρίσεις, ούτε σε κοινωνικές δυνάμεις: ιδιαίτερα το ΚΚΕ επικυρώνει εδώ επανειλημμένα τις πιο (αυτο-)καταστροφικές επιλογές του παρελθόντος. Σε αντίθεση με αυτό (σ. 265), η πλειοψηφική αριστερά καλλιεργεί την αίσθηση αντίστασης, μέσω της μυθοποίησης της εθνικής/λαϊκής ενότητας, μακριά από την ανάμνηση του εμφυλίου πολέμου. Πρόκειται για μία φρασεολογία (σ. 266), η οποία όμως δίνει την εντύπωση μίας μνησίκακης, τριτοκοσμικής και αντιευρωπαϊκής επιθυμίας εκδίκησης για την ήττα του 1949. Η κυρίαρχη διγλωσσία όμως αποφεύγει την αριστερίστικη /αναρχική διολίσθηση σε μία γλώσσα εμφυλίου πολέμου, και εκμεταλλεύεται ανενόχλητα τον αντιγερμανισμό, τον αντιευρωπαϊσμό και τον αντιφιλελευθερισμό.
Ο Παναγιωτόπουλος (σ. 268) εντοπίζει τρία ρητορικά σχήματα που συμπυκνώνουν την ιδεολογική χρήση της ιστορίας από την πλειοψηφική αριστερά, με στόχο τη διεργασία του τραύματος της κρίσης:
Α) Η μεταφορική αναλογία της γερμανικής κατοχής αποτελεί την πιο διαδεδομένη «αντιμνημονιακή» χρήση της ιστορίας, από τη λαϊκίστικη, ριζοσπαστική αριστερά, καθώς και από την άκρα νεο-ναζιστική δεξιά. Ο μύθος εδώ είναι ότι «η κρίση επιβλήθηκε λόγω του μνημονίου» (στην πραγματικότητα η κρίση οδήγησε στο μνημόνιο).
Εδώ υποφώσκει ένας νέος εθνικός διχασμός, ο οποίος μιλά για «συνεργάτες» και «δωσίλογους» μνημονιακούς. Επικρατεί επίσης (σ. 269-270) και ο άλλος εθνο-ρομαντικός μύθος της «αντιστασιακής φύσης του λαού», καθώς και της φαντασιακής επαναφοράς της «γερμανικής κατοχής». Ο Παναγιωτόπουλος τονίζει πολύ ορθά (σ. 271-272) ότι αυτή η ιστορική αναλογία δεν παρήγαγε εικόνες ενότητας, αλλά μόνον ένα ανερμάτιστο, χαοτικό, ετερογενές «πλήθος» αγανακτισμένων, καθώς και ένα διχαστικό σχήμα για το μέλλον, μέσα από τη μνησικακία.
Β) Το ρητορικό σχήμα της χούντας και οι («χαμένες») προσδοκίες της μεταπολίτευσης (σ. 273) λειτουργούν κυρίως ως κινηματικό, αντιευρωπαϊκό σύνθημα ενάντια στο μνημόνιο. Το τελευταίο δαιμονοποιείται, στον βαθμό που δεν αφορά τους εγγενείς όρους των κοινωνικών μηχανισμών και συμβιβασμών, και εμφανίζεται απλοϊκά ως μία «έξωθεν» πράξη πολιτικής επιβολής. Ο «λαός» (σ. 276) είναι συγχρόνως «θύμα» και «αγωνιστής». Με αυτή η μυθική ταυτότητα του «λαού», επέκεινα ταξικών και άλλων διαφορών, η πλειοψηφική αριστερά ανανέωσε παλαιά ρομαντικά, εθνοτικά ιδεολογήματα. ΄Ετσι συναρθρώθηκαν (σ. 277) ετερόκλητες δυνάμεις από οργανωμένα συμφέροντα, που ήταν και είναι σε θέσεις νομής προσόδων από το κράτος.
Γ) Το σχήμα του ελεγχόμενου ριζοσπαστισμού (μνήμες του 1981) (σ. 278-280). Από το δίλημμα που προαναφέρθηκε προέρχεται η διγλωσσία της πλειοψηφικής αριστεράς, που «ενσωματώνει» επαναστατικά κηρύγματα περί επαναστατικής βίας. Εδώ έγινε η προσπάθεια να μεταβληθεί η ρήξη σε νοηματοδοτημένο τραύμα. Ως πρότυπο επιλέχθηκε η διγλωσσία του Α. Παπανδρέου, που συνεπάγετο την εξαφάνιση του πολίτη πίσω από την «επαναστατική πρωτοκαθεδρία του λαού». Στην πράξη (σ. 284) συγκάλυψε μία διαρκή αναπροσαρμογή της ριζοσπαστικής ατζέντας στην καθημερινότητα και συνέβαλε στην κοινωνική άνοδο. Η κοινωνική ενσωμάτωση έγινε, όμως, μέσω μίας κρατικής επέκτασης, που βασιζόταν στον συνεχή δανεισμό, στο πλαίσιο μίας μη παραγωγικής οικονομίας. Φυσικά και αυτή η αναλογία (όπως όλες οι ιδεολογικές αναλογίες) είναι ψευδής.
Η κρίση επανάφερε παλαιούς εθνοτισμούς, τοπικισμούς, ρατσισμούς και προκαταλήψεις. ΄Ολα αυτά τα ρητορικά σχήματα διαιωνίζουν το τραύμα μέσα από την άρνηση της συμβολικής διεργασίας, που θα αποδέχονταν την κριτική ανάλυση και την αποδοχή της αλήθειας.
Η ανωτέρω επιλεκτική παρουσίαση κειμένων, δεν σημαίνει καθόλου, ότι τα υπόλοιπα κείμενα συγκεκριμένης ιστορικής φύσης, δεν διακρίνονται εξ ίσου από εξαιρετική ποιότητα οξυδερκών αναλύσεων. Το σύνολο των κειμένων του βιβλίου χαρακτηρίζεται από μία σπάνια ποιότητα, και ελπίζω να τύχει μίας πλατιάς αποδοχής εκ μέρους του αναγνωστικού κοινού.

28 Kasım 2014 Cuma

Μήπως νίκησε ο Χίτλερ ;Ζακ Ελλύλ, άρθρο στην εφημερίδα Réforme, 23 Ιουνίου 1945 αναδημοσίευση απο το danger.few!!!

Μήπως νίκησε ο Χίτλερ;


«Σε μια στιγμή που  η Γερμανία και ο Ναζισμός συντρίβονταν, σε μια στιγμή που επιτέλους εδραιωνόταν η νίκη των Συμμανικών στρατευμάτων και μόλις ένα μήνα πριν την οριστική κατάρρευσή του, ο Χίτλερ δήλωνε βέβαιος ότι θα νικήσει. Φυσικά, οι πάντες γέλασαν και τον θεώρησαν τρελό, γιατί ήταν πια ολοφάνερο πως τίποτα δεν μπορούσε να σώσει τη Γερμανία. Μήπως όμως θα έπρεπε επιτέλους, ακόμα και τώρα, να τον πάρουμε στα σοβαρά;

[…] Όταν το 1938 ο Χίτλερ εκτόξευε απειλές, εμείς λέγαμε “απλώς εκβιάζει”. Όταν τον Ιανουάριο του 1940 δήλωνε πως τον Ιούλιο θα παρήλαυνε στο Παρίσι, εμείς είπαμε ότι “του αρέσουν τα μεγάλα λόγια”. Μήπως τον είχαμε πάρει στα σοβαρά, όταν το 1938 έλεγε ότι θα εισβάλει στη Ρουμανία και την Ουκρανία; Κι όμως, αν είχαμε πάρει στα σοβαρά το Mein Kampf, αν το είχαμε δει σαν ένα σχέδιο δράσης και όχι σαν ένα σκέτο εκλογικό πρόγραμμα που ποτέ δεν θα εφαρμοζόταν (αφού έτσι σκεφτόμαστε για τα προγράμματα των πολιτικών μας), τότε θα είχαμε ίσως πάρει τις αναγκαίες προφυλάξεις. Γιατί ο Χίτλερ έκανε πράξη όλα όσα είχε αναγγείλει στο Mein Kampf: τους στόχους, τις μεθόδους και τα αποτελέσματα. Ακόμα κι αν δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει το σχέδιό του, ήταν πλήρως αποφασισμένος να το κάνει. […] Μπορούμε λοιπόν να πάρουμε αψήφιστα τη δήλωσή του ότι θα νικήσει, τη στιγμή που γνώριζε πολύ καλά ότι οι στρατιές του είχαν ηττηθεί; […]

Αν προσέξουμε τις διακηρύξεις του, θα δούμε ότι δεν τον απασχολούσε να νικήσει η σύγχρονη Γερμανία, ούτε τον ένοιαζε μια στρατιωτική νίκη και μόνο. Αυτό που ήθελε, ήταν να νικήσει ο Ναζισμός και η “αιώνια Γερμανία”. Με άλλα λόγια, αυτό που τον ενδιέφερε ήταν ουσιαστικά μια πολιτικήνίκη. Και σε αυτό το πεδίο δεν είναι η πρώτη φορά που ο ηττημένος μπορεί στο τέλος να νικήσει πολιτικά τον νικητή του. […]

Τι βλέπουμε λοιπόν σήμερα; Πρώτα-πρώτα, ο Χίτλερ κήρυξε τον ολικό πόλεμο∙ κάτι πολύ χειρότερο, την ολική σφαγή. Γνωρίζουμε λοιπόν τους κανόνες ενός τέτοιου πολέμου: πρέπει οι πάντες να εμπλακούν σε αυτόν, πράγμα που σημαίνει εξόντωση ακόμα και των αμάχων και απεριόριστη χρήση όλων των δυνάμεων και των αποθεμάτων των εθνών με σκοπό τον πόλεμο. Είναι ξεκάθαρο πως έτσι πρέπει να κάνει όποιος θέλει να επικρατήσει. Είναι όμως σίγουρο ότι μπορούμε να νικήσουμε το κακό με το κακό; Σε κάθε περίπτωση, γεγονός είναι ότι, οδηγώντας μας να τον μιμηθούμε και να εμπλακούμε σε σφαγές αμάχων, ο Χίτλερ πέτυχε να μας παρασύρει στην οδό του κακού. Και δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα ξεμπλεξουμε τόσο εύκολα. Το βλέπουμε από τον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζουμε τις μειοψηφίες κατά τη σημερινή προσπάθεια ανασυγκρότησης του κόσμου. […]

Έπειτα, η πανεθνική επιστράτευση είχε παράπλευρες συνέπειες. Όχι μόνον επειδή αυτές οι επιστρατευμένες δυνάμεις ανέλαβαν καθήκοντα πέρα από αυτά που έπρεπε να κάνουν, αλλά πάνω απ’ όλα επειδή το Κράτος στέφθηκε την απόλυτη εξουσία. Μα φυσικά, θα πει κανείς, δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς! Ωστόσο είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ακόμα και εδώ, παρασυρθήκαμε στα βήματα του Χίτλερ. Το Κράτος, για να φέρει σε πέρας την πανεθνική επιστράτευση, πήρε και βαστάει ακόμα στα χέρια του όλη την οικονομική και ζωτική δύναμη, και ανέδειξε σε πρώτο πλάνο τους ειδήμονες της Τεχνικής. Οδηγηθήκαμε έτσι σε κατάπνιξη της ελευθερίας, κατάπνιξη της ισότητας, απόλυτο έλεγχο στη διακίνηση των αγαθών, περίφραξη της πολιτιστικής δραστηριότητας, εξάλειψη  πραγμάτων ή ακόμα και προσώπων που κρίθηκε ότι δεν υπηρετούν την εθνική άμυνα. Το Κράτος πήρε τα πάντα στα χέρια του και τα χρησιμοποιεί μέσω των τεχνικών. Αυτό δεν είναι δικτατορία; […]

Όμως όλα αυτά, θα πει κανείς, είναι προσωρινά∙ ήταν αναγκαία σε συνθήκες πολέμου αλλά μαζί με την ειρήνη θα επιστρέψουμε και στην ελευθερία. Είναι όμως σίγουρο αυτό; Ας μην ξεχνάμε ότι μετά το 1918  έλεγαν ότι θα παύσουν τα μέτρα που είχαν ληφθεί λόγω του πολέμου … κι όμως εκείνα τα μέτρα δεν έπαυσαν ποτέ.  Απεναντίας, παγιώθηκαν δυο πράγματα. Πρώτον, από τα οικονομικά πλάνα που είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε (το πλάνο Μπέβεριτζ, το πλάνο περί Πλήρους Απασχόλησης και το αμερικάνικο χρηματοοικονομικό πλάνο), βλέπουμε ξεκάθαρα πως παγιώνεται η επιρροή του Κράτους στην οικονομική ζωή και ότι οδηγούμαστε προς μια παγκόσμια οικονομική δικτατορία. Έπειτα, ο ιστορικός νόμος, η ιστορική πείρα, δείχνει πως το Κράτος δεν παραδίδει τις εξουσίες που παίρνει στα χέρια του. […]

Αυτή είναι η δεύτερη νίκη του Χίτλερ. Μιλάμε πολύ για δημοκρατία και ελευθερία αλλά κανείς δεν θέλει πια να τις ζήσει. Έχουμε υιοθετήσει τη συνήθεια να περιμένουμε τα πάντα από το Κράτος και μόλις τα πράγματα πάνε στραβά, να θεωρούμε πως φταίει το Κράτος. Όμως αυτό σημαίνει πως απαιτούμε από το Κράτος να πάρει ολοκληρωτικά στα χέρια του τη ζωή του έθνους. Ποιος νοιάζεται για την αληθινή ελευθερία; […]

Τα πάντα τείνουν να τίθενται με όρους γραφειοκρατικής ευταξίας και αποτελεσματικότητας, και η αδιαφορία του πολύ κόσμου για τις πολιτικές συζητήσεις και διαμάχες αποτελεί ένα πολύ σοβαρό σημάδι αυτής της νοοτροπίας, που χωρίς καμιά αμφιβολία είναι “φασίζουσα”. […]

Φυσικά μπορούμε να προσπαθήσουμε να αντιδράσουμε. Αλλά στο όνομα τίνος πράγματος; Η ελευθερία έκανε ολόκληρη τη Γαλλία να πάλλεται όσο το θέμα ήταν ν’ απελευθερωθούμε από τους “γερμαναράδες”. Τώρα, η ελευθερία χάνει όλο της το νόημα. Ν’ απελευθερωθούμε από τι; Από το Κράτος; Κανέναν δεν ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Όσο για τη χαμένη ζωτικότητα και ενεργητικότητα του κόσμου, ε, μπορούμε πάντα να επικαλεστούμε τις “πνευματικές αξίες” στο όνομα των οποίων οι άνθρωποι θα ξαναστρωθούν στη δουλειά. Όπως έκανε ο Χίτλερ, έτσι δεν είναι; Γιατί ο Χίτλερ έβαλε το πνευματικό να υπηρετήσειτο υλικό∙ αυτός έκανε το πνευματικό ένα απλό μέσον στην υπηρεσία υλικών σκοπών: μια καλοφτιαγμένη θεωρία για τον Άνθρωπο και για τον Κόσμο, μια θρησκεία για την εξυπηρέτηση πολεμικών και οικονομικών δυνάμεων. Σιγά-σιγά, γλυστράμε κι εμείς σε αυτή την οδό. Ζητάμε κι εμείς Μυστικισμό, όποιον να ’ναι, αρκεί να ξεσηκώνει τις καρδιές των Γάλλων∙ ζητάμε κι εμείς Ηγέτες να θυσιαστούν μέσα στο γενικό λαϊκό παραλήρημα. Τη δικτατορία ενός τέτοιου Μυστικισμού την αποδεχόμαστε σιωπηρά και της ζητάμε πάνω απ’ όλα να είναι ολοκληρωτική, δηλαδή να μας συνεπάρει ολόκληρους και να μας βάλει σώματι, πνεύματι και καρδία να τεθούμε απολύτωςστην υπηρεσία του Έθνους. […]

Η νίκη του Χίτλερ δεν είναι επιφανειακή αλλά σε βάθος. […] Υπάρχει μια ολόκληρη παράδοση που την προετοίμασε. Ας θυμηθούμε τον Μακιαβέλι, τον Ρισελιέ και τον Μπίσμαρκ. […] Ο Χίτλερ οδήγησε στο έπακρον κάτι που ήταν κιόλας υπαρκτό∙ μετέδωσε ευρύτερα αυτή την αρρώστεια και την έκανε να θεριέψει. […]

Μπροστά σε αυτή την παλίρροια, που καταστρέφει κάθε πνευματική αξία και δένει τον άνθρωπο με χρυσές αλυσίδες, το μόνο που μπορεί να γίνει είναι να διαπλαστούν άνθρωποι που δεν θα δεχτούν να απορροφηθούν από αυτό τον πολιτισμό και δεν θα υποκύψουν σε αυτή τη δουλεία. Αλλά πώς; […]»

Ζακ Ελλύλ, άρθρο στην εφημερίδα Réforme, 23 Ιουνίου 1945

26 Kasım 2014 Çarşamba

O Ατομικισμός ειναι κομφορμισμός


Στην ταινία των Monty Python Ένας προφήτης μα τι προφήτης (1979 σκηνοθεσία Terry Jones):
o Μπραιαν μιλά σε ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων που τον έχουν επιλέξει για προφήτη τους. Ο Μπραιαν, που δεν θέλει τη δουλειά, τους φωνάζει :«Είστε όλοι άτομα »
Το πλήθος άπαντα με μια φωνή:« Ναι ,είμαστε όλοι άτομα » Η μοναδικά εξαίρεση είναι ένας άνδρας που λέει :«εγώ δεν είμαι»
Σήμερα ο καθένας πρέπει να είναι «κάτι ιδιαίτερο»,χωρίς όμως καθόλου να ξεχωρίζει με οποιονδήποτε τρόπο.
Σήμερα η παρέκκλιση είναι βαρετή.
Όταν ο ατομισμός είναι κομφορμιστικός και ο κομφορμισμός με τη σειρά του γίνεται ατομικιστικός