8 Eylül 2014 Pazartesi

Edouard Will, «Σκέψεις και υποθέσεις σχετικά με τις καταβολές του νομίσματος», Révue numismatique, τχ 17 (1955). danger.few!!! Το επίσημο blog των happyfew

«Τι εννοούμε όταν λέμε, ότι το χρήμα είναι θεσμός; Εννοούμε ότι το χρήμα δεν είναι ένα εμπόρευμα, ούτε ένα εργαλείο για τη διευκόλυνση των ανταλλαγών, όπως υποστηρίζουν πάμπολλες ανταγωνιστικές θεωρίες, αλλά είναι ο δεσμός που συνδέει μεταξύ τους τους παραγωγούς και που, έτσι, καθιστά δυνατή την πραγμάτωση των ανταλλαγών. Με άλλα λόγια, κάτω από αυτή την οπτική, το χρήμα είναι η πρωταρχική σχέση, εκείνη πάνω στην οποία θεμελιώνεται η εμπορευματική τάξη πραγμάτων. Χωρίς το χρήμα, χωρίς το νόμισμα, δεν μπορεί να υπάρξει εμπορευματική οικονομία.
Εδώ βρίσκεται η πρωτοτυπία της θεσμιακής [institutionaliste] θέσης μας. Στις οικονομικές θεωρίες το χρήμα θεωρείται συνήθως δευτερεύον σε σχέση με τον ορισμό της έννοιας της Αξίας. Αυτή η έννοια αποτελεί κατά παράδοση το κατεξοχήν αντικείμενο των οικονομικών αναλύσεων και από αυτήν αντλούν την απάντησή τους σε όλα τα θεμελιώδη ζητήματα της οικονομίας: γιατί τα εμπορεύματα είναι σύμμετρα και σύμφωνα με ποια σχέση αναλογίας ανταλλάσσονται. Αυτή την αντίληψη την ονομάζω εργαλειακή [instrumentaliste] προσέγγιση του χρήματος, διότι θεωρεί το χρήμα σαν ένα εργαλείο, το εργαλείο που διευκολύνει τις ανταλλαγές.
Η προσέγγιση του Μαρξ αποτελεί ένα ενδιαφέρον όσο και χαρακτηριστικό παράδειγμα της εργαλειακής θεώρησης του χρήματος. Ας το δούμε. Στο πρώτο λ.χ. κεφάλαιο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίον ο Αριστοτέλης, εξετάζοντας το ζήτημα της ισότητας “5 κλίνες = 1 οικία”, γράφει ότι “ούτε ανταλλαγή θα υπήρχε αν δεν υπήρχε ισότητα∙ ούτε ισότητα θα υπήρχε αν δεν υπήρχε συμμετρία” [Ηθικά Νικομάχεια, βιβλίο Ε΄, 1133b, HS], δηλαδή αναγωγή σε ένα κοινό μέτρο. Σχολιάζοντας εδώ ο Μαρξ, υπογραμμίζει την “μεγαλοφυΐα” του Αριστοτέλη, στο βαθμό που κατάλαβε πως η χρηματική ανταλλαγή στηρίζεται σε μια σχέση ισότητας. Ωστόσο κατά τον Μαρξ, σ΄αυτό ακριβώς το σημείο ο Αριστοτέλης σκόνταψε αφού δεν κατόρθωσε να καταδείξει πού θεμελιώνεται η εμπορευματική ισότητα-συμμετροποίηση, μιας και ήταν της γνώμης ότι “είναι αδύνατον πράγματα τόσο ανόμοια να γίνουν σύμμετρα”, με αποτέλεσμα να  καταλήξει ο συμπέρασμα ότι “κάνουμε αυτή τη συμμετροποίηση απλώς και μόνο για λόγους πρακτικής χρείας” [στο ίδιο, HS].
Για τον Αριστοτέλη λοιπόν, η εμπορευματική ισότητα-συμμετροποίηση είναι καθαρά θέμα σύμβασης. Όμως για τον Μαρξ δεν είναι έτσι τα πράγματα. Κατ’ αυτόν υπάρχει πραγματικά κάτι το κοινό μεταξύ των εμπορευμάτων, μια ουσία στην οποία θεμελιώνεται η συμμετροποίησή τους και η οποία προηγείται του χρήματος: η ανθρώπινη εργασία. Έτσι συμπεραίνει, ότι η ανταλλαγή των εμπορευμάτων συντελείται με μέτρο τον “κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας” που απαιτείται για την παραγωγή τους.  Σύμφωνα με τον Μαρξ, ο λόγος που ο Αριστοτέλης δεν κατόρθωσε να ξεδιαλύνει το μυστήριο της ιστότητας των εμπορευμάτων έχει να κάνει με το ότι ζούσε σε μια εποχή, όπου οι δουλοκτητικές σχέσεις έκρυβαν την ουσία που εξισώνει τις ανθρώπινες εργασιακές δυνάμεις. Κοντολογής, στη μαρξιστική θεωρία το χρήμα είναι δευτερεύον, μια σε δεύτερο χρόνο έκφραση των σχέσεων Αξίας.
Η δική μας αντίληψη αντιτίθεται τόσο στη μαρξιστική όσο και στη νεοκλασσική υπόθεση της Αξίας, και συμφωνεί με τον Αριστοτέλη. Θεωρούμε δηλαδή ότι δεν υπάρχει απολύτως καμία αντικειμενική ουσία πίσω από την ανταλλαγή των εμπορευμάτων και ότι η ανταλλαγή αυτή θεμελιώνεται απλώς και μόνο στην σύμβαση του χρήματος. Με άλλα λόγια, η σχέση με το χρήμα είναι εκείνη που ομοιογενοποιεί, εξισώνει, ή καθιστά “σύμμετρα”, τα εμπορεύματα. Αυτή η εξίσωση ή συμμετροποίηση  δεν προϋπάρχει της θέσμισης του χρήματος και δεν υπάρχει χωρίς τη σύμβαση του χρήματος.
Υποστηρίζουμε λοιπόν μια θεωρία πολύ διαφορετική από εκείνη που προτείνουν οι ποικίλες θεωρίες της Αξίας, όπως κι αν την ορίζουν. Δεν βλέπουμε στο χρήμα μια ουδέτερη μορφή, η οποία απλώς επιτρέπει ή διευκολύνει την έμμεση έκφραση μιας Αξίας που υποτίθεται ότι προϋπάρχει της χρηματικής σύμβασης. Απεναντίας, θεωρούμε ότι το χρήμα και η αξία αποτελούν μια και την αυτήν πραγματικότητα∙ είναι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αξία υπάρχει μόνο και μόνο επειδή υπάρχει το χρήμα. Αξία χωρίς χρήμα δεν υπάρχει.
Επομένως, σύμφωνα με τη δική μας αντίληψη, όταν λέμε ότι το τάδε εμπόρευμα έχει τη δείνα “αξία”, εννοούμε απλώς ότι το εμπόρευμα αυτό επιτρέπει την απόκτηση χρήματος κατά την ανταλλαγή του. Δεν πρέπει λοιπόν να βλέπουμε τη χρηματική τιμή όπως τη βλέπουν οι διάφορες θεωρίας της Αξίας, δηλαδή σαν ένα συμβατικό μανδύα που θα πρέπει να τον σηκώσουμε για να δούμε καθαρά ένα μέγεθος, το οποίο υποτίθεται ότι κρύβεται από πίσω του και είναι η αντικειμενική αξία των εμπορευμάτων. Απεναντίας, θεωρούμε πως η τιμή είναι μια θεμελιακή πραγματικότητα της εμπορευματικής ανταλλαγής, με την έννοια ότι το κάθε εμπόρευμα αξίζει ακριβώς όσο και η τιμή του, δηλαδή όση είναι η ποσότητα χρήματος την οποία αποφέρει κατά την εμπορευματική ανταλλαγή.
Με άλλα λόγια, για τη θεσμιακή προσέγγιση το θεωρητικά ουσιώδες γεγονός, αυτό που πρέπει πρωτίστως να κατανοήσουμε, είναι η εξάρτηση όλων των εμπορευματοκατόχων κι εμπορευματοπαραγωγών από το χρήμα. Πρέπει δηλαδή να καταλάβουμε τι είναι αυτή η ομόφωνη και ακόρεστη επιθυμία για χρήμα, που διακατέχει όλα τα μέλη των εμπορευματικών κοινωνιών. Γι’ αυτό το λόγο η θεσμιακή προσέγγιση, αντίθετα από τις άλλες οικονομικές θεωρίες, επιδιώκει να συλλάβει την πραγματικότητα του χρήματος, όχι στις διάφορες επιμέρους λειτουργίες του (νομισματική μονάδα, μέσον κυκλοφορίας, μέσον αποταμίευσης), αλλά στην ικανότητά του να συγκεντρώνει πάνω του την γενικευμένη συμφωνία της κοινωνικής ομάδας και να την εκφράζει μ’ έναν αντικειμενοποιημένο τρόπο −απ’ όπου και ορισμοί μας όπως “το χρήμα, έκφραση της κοινωνίας ως ολότητα” (Aglietta et al. 1998, 10) ή “το χρήμα, συντελετής ολοποίησης” (Orléan, 2002).
Η θεσμιακή θεωρία μας μπορεί να είναι εντελώς μειοψηφική μεταξύ των οικονομολόγων, ωστόσο έχει σημαντικούς υποστηρικτές στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών. Για παράδειγμα τον Μως, τον Σιμιάν, ή τον Ζίμμελ. Ας δούμε λ.χ. τι λέει σχετικά ο Μαρσέλ Μως στη σύντομη μελέτη του με τίτλο “Οι καταβολές της έννοιας του χρήματος” (1914). […] Βασική ιδέα του είναι, ότι η ικανότητα προσπορισμού αγαθών προέρχεται από την σαγηνευτική δύναμη του τάλισμαν [μαγικό φυλαχτό, HS]. Οι άνθρωποι ποθούν μαζικά το τάλισμαν επειδή πιστεύουν στις μαγικές του ιδιότητες σε τέτοιο βαθμό, που είναι πρόθυμοι να εγκαταλείψουν όσα έχουν για να το αποκτήσουν. Να η προέλευση των μαγικών ιδιοτήτων του χρήματος! Η αγοραστική δύναμη του κατάγεται από τη σαγήνη που ασκεί το τάλισμαν. Ο Μως γράφει:
[…] Κατά τη γνώμη μου, η αγοραστική δύναμη του πρωτόγονου χρήματος έγκειται πάνω απ’ όλα στη δύναμη σαγήνης που μεταβιβάζει σε όποιον το κατέχει και την οποία χρησιμοποιεί για να επιβάλλεται στους άλλους. 
Με δυο λόγια, ο Μως μάς λέει πως για να καταλάβουμε την αγοραστική δύναμη του χρήματος, πρέπει να καταλάβουμε τη συλλογική λατρεία που περιβάλλει ορισμένα αντικείμενα. Εδώ ακριβώς συναντάει την δική μας προβληματική. Να σημειώσω, πως ο μοντέλο του τάλισμαν συμφωνεί με τα συμπεράσματα πολυάριθμων αθρωπολόγων, που έχουν υπογραμμίσει το γεγονός ότι το πρωτόγονο χρήμα είναι κατ’ ουσίαν ένα μέσον πληρωμής με το οποίον μπορούσε να “εξοφλήσει” κανείς μη-οικονομικές υποχρεώσεις, όπως για παράδειγμα τη προίκα της νύφης, ή το weregild [η αξία κάθε προσώπου ή πράγματος σύμφωνα με τους Σάλιους Κώδικες, HS]. […]
Εδώ βλέπουμε ξεκάθαρα την καρδιά του προβλήματος χρήμα: η ενσάρκωση αυτού που “αξίζει”, θεμελιώνεται στη λατρεία της κοινωνικής ομάδας για ένα συγκεκριμένο αντικείμενο ή σημείο.Τέτοιου είδους είναι το μυστήριο της αγοραστικής δύναμης. Εκείνο που αλλάζει με το σύγχρονο χρήμα, είναι η φύση της λατρείας:δεν πρόκεται πλέον για κλασσική μαγικοθρησκευτική λατρεία. Γι’ αυτό και μιλάμε τώρα για “συλλογική εμπιστοσύνη” [και “εμπορική πίστη”, HS].[…]»
André Orléan, Εισήγηση στο σεμινάριο
«De l’ auto-organisation au temps du projet»,
11-18 Ιουλίου 2007
μέρος 1
Σημ. του HS Για οικονομία χώρου χώρισα σε δυο μέρη την εισήγηση του Ορλεάν. Το δεύτερο θα δημοσιευτεί πολύ σύντομα. Για τη μετάφραση του όρου institutionnaliste προτίμησα το "θεσμιακή" αντί του "ινστουτισιοναλιστική", αφού άλλωστε έχουμε και το "εργαλειακή" αντί του "ινστρουμενταλιστική" για το instrumentaliste. Καλύτερες εκδοχές, ευχαρίστως δεκτές.

Π.Κονδύλης, Θεωρία του Πολέμου-περί Λένιν (+μικρή εισαγωγή) | Ταξικές Μηχανές bestimmung.blogspot.com

Π.Κονδύλης, Θεωρία του Πολέμου-περί Λένιν (+μικρή εισαγωγή) | Ταξικές Μηχανές
bestimmung.blogspot.com
 
  Εισαγωγικά:

Ο Κονδύλης στην μελέτη του για τον Κλαούζεβιτς, τη σχέση Μάρξ-Ένγκελς, Λένιν και της σύγχρονης μορφής πολέμου, ξεκινά από μια εκτενή ανάλυση της θεωρίας του πολέμου του Κλαούζεβιτς. Πρωτού περάσουμε σε αναφορές του Κονδύλη για τον Λένιν, εισαγωγικά θα αναφερθώ σε δύο σημεία του βιβλίου που θεωρώ πιο σημαντικά:

1] Ο Κονδύλης δίνει τη δική του ερμηνεία πάνω στο περίφημο αξίωμα του Πρώσου στρατηγικού ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα. Για τον Κονδύλη, η λεγόμενη ''αντιστροφή του αξιώματος'' του Κλαούζεβιτς (->η πολιτική είναι η συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα) παραγνωρίζει
πώς ορίζει ο Κλαούζεβιτς την πολιτική και τον πόλεμο. Η πολιτική έχει στον Κλαούζεβιτς όχι την καθομιλουμένη σήμερα έννοια των ''πολιτικών'', της ''κυβέρνησης'' κλπ, αλλά την αριστοτελική έννοια της ''πολιτικής επικοινωνίας'', του κοινωνικού δεσμού (φυσικά όπως διαμορφώνεται στη βάση της πόλης), ενώ ο πόλεμος έχει την έννοια της ειδικά οργανωμένης ένοπλης βίας. Ενώ ο Κονδύλης σημειώνει πως ο Κλαούζεβιτς δεν θα είχε αντίρρηση να εντάξουμε πολιτική και πόλεμο σε μια υπερκείμενη έννοια σύγκρουσης, τονίζει πως ο πόλεμος με τον τρόπο που τον ορίζει ο Κλαούζεβιτς δεν μπορεί να προηγείται της πολιτικής σχέσης, όταν έχει περάσει κανείς, σύμφωνα με τον Πρώσο, από τη ''βαρβαρότητα'' στον ''πολιτισμό''. Στις ''πολιτισμένες'' κοινωνίες, ο πόλεμος αποτελεί συνέχιση, διά της ένοπλης βίας, της πολιτικής και των αξιώσεων ισχύος που συγκρούονται μέσα στην πολιτική κοινωνία, και κάθε πολιτική κοινωνία θα διαλυόταν αν η ''βάση'' ήταν ο ''πόλεμος'' (με την έννοια της ένοπλης βίας) και η ''συνέχιση με άλλα μέσα'' του πολέμου η πολιτική. Θα συμπληρώναμε πως, όταν ο Φουκώ ερμηνεύει τον Χόμπς κατά την ''αντιστροφή'' της σχέσης πολιτικής-πολέμου (βλ. σύνοψη στις διαλέξεις ''Για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας'' εδώ), με τον ''πόλεμο όλων εναντίον όλων να είναι η βάση'', αυτός ο πόλεμος ήδη στον Χόμπς, όπως άλλωστε τον παραθέτει και ο Φουκώ, δεν σημαίνει απαραίτητα τη φυσική βία των ανταγωνιζόμενων αλλά και την απειλή πολέμου και τον υπολογισμό του ενδεχομένου του πολέμου. Όμως έτσι έχει κανείς ξεφύγει από την αυστηρή εννοιολόγηση του πολέμου, πράγμα που δημιουργεί σύγχυση ανάμεσα στην έννοια της ''σύγκρουσης'' και του ''πολέμου''. Έτσι είναι δυνατή και η περίφημη ''αντιστροφή'', αν κανείς, επιπλέον, ορίσει την έννοια της πολιτικής στενότερα από τον Κλαούζεβιτς-όμως τότε δεν πρόκειται για αντίστροφη, αφού μεταβάλλεται το νόημα των όρων.

2] Ο Κονδύλης σημειώνει τις αλλαγές στις σύγχρονες μορφές πολέμου, που κωδικοποιήθηκαν ως ''νέα στρατιωτική επανάσταση'' στον τομέα των τεχνικών μέσων, και ειδικά της ηλεκτρονικής, των πληροφοριών, των όπλων μαζικής καταστροφής πλανητικής εμβέλειας και μεγάλης από απόσταση ακρίβειας στόχευσης. Αφού αναφέρει πως, ιστορικά, η αντικατάσταση των μεγάλων στρατών από μικρές και αποκεντρωμένες ευκίνητες ομάδες, η υποβάθμιση του ρόλου του πεζικού κ.α είχαν τεθεί ως πιθανό ενδεχομένο αλλαγής της φύσης του πολέμου ήδη από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, σημειώνει πως δεν πρέπει να βιαστεί κανείς, αφενός να θεωρήσει τις ''παλαιές μορφές'' πολέμου απλώς παρωχημένες ενόψει της στρατιωτικής ουτοπίας ενός απολύτως τεχνολογικού πολέμου, αφετέρου να τοποθετήσει τον Κλαούζεβιτς στο μουσείο των αρχαιοτήτων, επειδή η θεωρία του του πολέμου δεν έχει εφαρμοσιμότητα σήμερα. Μια κοινή, ομογενοποιημένη στρατιωτική αντίληψη και απόφανση περί του ποιά είναι η ''ορθή'' στρατηγική ή ποιά είναι η ''ορθή'' θεωρία του πολέμου, του Κλαούζεβιτς ή κάποια άλλη, προυποθέτει ένα ομογενοποιημένο πεδίο πολεμικών συγκρούσεων, ένα κοινό επιχειρησιακό χώρο με σταθερά μορφολογικά χαρακτηριστικά. Ο Κονδύλης παρατηρεί πως ο Κλαούζεβιτς διαχωρίζει τελικά τη θεωρία του πολέμου από την εκάστοτε συγκεκριμένη στρατηγική, και από την ειδική ιστορική μορφή εμφάνισης των ναπολεόντειων πολέμων, ώστε να αναπτύξει το εννοιολογικό πλαίσιο μιας γενικής θεωρίας του πολέμου το οποίο ισχύει και σήμερα, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη, μέσα από τις έννοιες της ''τριβής'', της ''σύμπτωσης'' και του ''χαμαιλαιόντειου'' χαρακτήρα του πολέμου, την ποικιλομορφία των πολεμικών επιχειρήσεων στα διάφορα πεδία των μαχών. Έτσι, για τον Κονδύλη, ''μόνο μια επιφανειακή ανάγνωση'' του Κλαούζεβιτς μπορεί να συρρικνώσει την εφαρμοσιμότητα των γενικών αρχών του πολέμου που περιγράφει στους ναπολεόντειους πολέμους. Παρ'όλα αυτά, ο Κονδύλης αναγνωρίζει τη σημασία των τεχνολογικών εξελίξεων στις σύγχρονες μορφές πολέμου, και επισημαίνει πως το μέλλον θα δείξει αν οι αλλαγές θα είναι ποσοτικές ή ποιοτικές σε σχέση με τη στρατιωτική μεθοδολογία στο πρώτο και το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα. Επιμένει πάντως ότι οι σύγχρονοι πόλεμοι θα συνδυάζουν, στα διάφορα επιχειρησιακά πεδία (που μεταβάλλουν χωρικά και χρονικά την έννοια του πεδίου της μάχης λόγω της φύσης της τεχνολογικής υποδομής του πολέμου), τόσο ''παλαιές'' όσο και ''νέες'' μεθόδους. Μια απόλυτη ''αυτοματοποίηση του πολέμου'' είναι αδύνατη, αφού πάντα θα απαιτούνται άνθρωποι να σταθμίζουν και να αξιολογούν τον όγκο των πληροφοριών, και να παίρνουν κρίσιμες αποφάσεις, οι οποίες, βάση της σχέσης πολιτική->πόλεμος του Κλαούζεβιτς, είναι αποφάσεις πάντα στο πλαίσιο κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών σχέσεων, και όχι καθαρά και με τεχνικό τρόπο ''πολεμικές''.

Ωστόσο, υπάρχουν όντως και βασικές έννοιες του Κλαούζεβιτς της ''γενικής θεωρίας του πολέμου'' που γίνονται τουλάχιστον ασαφείς στο σημερινό τοπίο. Ο Κονδύλης μας δίνει ένα παράδειγμα, της μετατροπής του ''πεδίου μάχης'' (χωροχρονικά καθορισμένο) στο ''επιχειρησιακό πεδίο'' (η σχέση του χώρου και του χρόνου με τον πόλεμο εξαρτάται από τα τεχνικά μέσα, χωρίς να ανάγεται σε αυτά). Μία από τις έννοιες του Κλαούζεβιτς που γίνονται προβληματικές σήμερα, και στην οποία δεν αναφέρεται ο Κονδύλης, είναι η έννοια του ''κέντρου βάρους'', του κέντρου εκείνου το οποίο συμπυκνώνει τη συνοχή και την ισορροπία του εχθρού και αν χτυπηθεί, με ένα καίριο, αποφασιστικό πλήγμα, το αποτέλεσμα είναι η αποδιοργάνωση των στρατευμάτων. Ο Κονδύλης αναφέρεται έμμεσα στο ζήτημα, εντοπίζοντας δύο ειδών νεότερα ''κέντρα'', πληροφοριακά και ενεργειακά, που είναι και ενδεχόμενοι στόχοι σύγχρονων, περισσότερο ''ορθολογικών'' τρομοκρατικών ενεργειών. Παρ'όλα αυτά, αν παρακολουθήσει κανείς σήμερα κείμενα μεταξύ αναλυτών για το αν η έννοια του ''κέντρου βάρους'' παραμένει χρήσιμη ή όχι, θα διαπιστώσει το πρόβλημα εφαρμοσιμότητας της έννοιας σε πολεμικές δυνάμεις που δεν διατάσσονται πάντα με ''συμπαγή'' τρόπο, σαν να ήταν ένα αυστηρά οριοθετημένο και εντοπισμένο στο χώρο σώμα.



σελ 310-315

[...]

  Η αποκορύφωση του οργανωτικού παράγοντα σε μιαν εξέγερση είναι η δημιουργία ενός επαναστατικού στρατού-"και μάλιστα τόσο περισσότερο, όσο καλύτερα έχει κινητοποιηθεί ο αντεπαναστατικός στρατός'' [154]. Ο επαναστατικός στρατός είναι ''αναγκαίος επειδή τα μεγάλα ιστορικά ζητήματα μπορούν να λυθούν μόνο με τη βία, όμως η οργάνωση της βίας είναι στρατιωτική οργάνωση''. Υπό τις συνθήκες του εμφυλίου πολέμου τίθενται λοιπόν επί τάπητος όλα τα θέματα της στρατιωτικής τεχνικής και οργάνωσης [155]. Ωστόσο ο τρόπος, με τον οποίο φαντάζετι ο Λένιν τη δομή του επαναστατικού στρατού, παραμένει συνδεδεμένος με τις συγκεκριμένες μορφές πάλης μέσα στις πόλεις, γι'αυτό και ό,τι ονομάζει ''ανταρτοπόλεμο'' είναι κάτι ολότελα διαφορετικό από ό,τι στο μεταξύ συνηθίσαμε να αποκαλούμε έτσι στο φως των εμπειριών του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου. Έτσι, το να θεωρεί κανείς τον Λένιν και τον Μάο Τσε Τούνγκ ως διαδοχικές βαθμίδες της ίδιας εξέλιξης ως προς τις μεθόδους του επαναστατικού αγώνα, όπως γίνεται συχνά, είναι εξ ίσου παραπλανητικό όσο και η άποψη ότι υφίσταται παρόμοια συνέχεια ανάμεσα στους Μάρξ-Ένγκελς και στον σύγχρονο ανταρτοπόλεμο [156]. Κατά τον Λένιν ο επαναστατικός στρατός προβάλλει στο προσκήνιο για να βάλει στη θέση του παλαιού αγώνα των οδοφραγμάτων, ο οποίος ξεπεράστηκε λόγω της εξέλιξης της στρατιωτικής τεχνικής, μια καινούργια μορφή επαναστατικής τακτικής, ήτοι τις επιχειρήσεις με ''ευκίνητα και πολύ μικρά αποσπάσματα: ομάδες δέκα, τριών ή ακόμα και δύο ανδρών'' [157]. Αντίστοιχα περιορισμένοι παραμένουν οι σκοποί αυτών των επιχειρήσεων, εδώ δηλαδή πρόκειται κυρίως για την εξόντωση προσώπων ή για τον βίαιο πορισμό χρημάτων. Σε καμιά περίπτωση δεν διοχετεύεται ολόκληρη η δυναμική του επαναστατικού μαζικού αγώνα σε τούτον τον ανταρτοπόλεμο των πόλων, ο οποίος αντίθετα κορυφώνεται είτε πριν είτε μετά από τις μεγάλες εξάρσεις του εμφυλίου πολέμου-όπως λέει ο Λένιν: ''πρόκειται για αναπόφευκτη μορφή πάλης σε εποχή όπου το μαζικό κίνημα ήδη προχωρά προς την εξέγερση και παρεμβάλλονται λίγο-πολύ μεγάλες παύσεις ανάμεσα στις ''μεγάλες μάχες'' του εμφυλίου πολέμου'' [158]. Οι ενέργειες των ανταρτών, οι οποίες, όπως είναι αυτονόητο, γίνονται υπό τον έλεγχο του κόμματος [159], συνιστούν λοιπόν τη δυναμικότερη από τις διάφορες μερικότερες επόψεις του επαναστατικού εργατικού κινήματος και μονάχα σε συνάρτηση με τούτο μπορούν να γεννηθούν και να υπάρξουν. Έχουμε εδώ ουσιαστικά την απόπειρα μιας σύνθεσης ανάμεσα στη ρωσική παράδοση της τρομοκρατίας, την οποία ποτέ δεν απέρριψε απόλυτα ο Λένιν [160], και στον χαρακτήρα ενός μαζικού κινήματος αναπτυσσόμενου προ παντός στις πόλεις. Ακριβώς λόγω αυτής της συγγένειας του ανταρτοπόλεμου, όπως προτείνεται εδώ, με την παραδοσιακή μορφή τρομοκρατία, ο Λένιν αισθάνεται υποχρεωμένος να υπερασπιστεί τη νέα μορφή πάλης ενάντια στην υποψία του μπλανκισμού: η τρομοκρατία, λέει, ήταν ένα κίνημα διανοούμενων που δρούσε αποκομμένο από τις μάζες, ενώ απεναντίας οι ενέργειες των ανταρτών αποτελούν ''αναγκαίο συστατικό μέρος'' της εξέγερσης και εκπαιδεύουν τους στρατιωτικούς ηγέτες των μαζών'' [161].
  Το πόσο ξένη ήταν στον Λένιν η μεταγενέστερη ιδέα του ανταρτοπόλεμου το δείχνουν οι στρατιωτικοπολιτικές αποφάσεις του κατά την εποχή του εμφυλίου πολέμου, προ παντός η απεμπόληση του αρχικού του σχεδίου για μια προλεταριακή πολιτοφυλακή και η συνηγορία υπέρ της συγκρότησης ενός πειθαρχημένου τακτικού στρατού, τον οποίο θεωρούσε υπέρτερο έναντι των ανταρτικών σωμάτων όχι μόνο για στρατιωτικούς, αλλά και για κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους. Παρά τη μερική, αλλά σημαντική μεταβολή των προτιμήσεών του στα θέματα στρατιωτικής πολιτικής μετά το 1917, δεν μειώθηκε ποτέ η ένταση του ενδιαφέροντός του για τα ζητήματα της οργάνωσης του στρατού σε συνάφεια με εκείνα της επαναστατικής στρατητικής. Όπως γνωρίζουμε, πίστευ ότι η ιστορία λύνει όλα τα μεγάλα ζητήματα με τη βία, όμως ''βία στον 20ο αιώνα-όπως και γενικά στην εποχή του πολιτισμού-δεν είναι ούτε η γροθιά ούτε το ρόπαλο, παρά ο στρατός'' [162]. Ήδη στα πρώτα χρόνια της πολιτικής του ζωής χαιρέτιζε, όπως το συνήθιζαν οι μαρξιστές, τη γενική και υποχρεωτική στρατιωτική θητεία ως ''αναμφίβολα δημοκρατική μεταρρύθμιση'' η οποία ξεκόβει από την αρχή του διαχωρισμού των τάξεων και εγκαινιάζει την ισοτιμία των πολιτών [163]. Την ίδια άποψη υποστήριζε ακόμα κι όταν μαινόταν ο Παγκόσμιος Πόλεμος και οι ένοπλες λαικές μάζες δεν πολεμούσαν ενωμένες ενάντια στους καταπιεστές τους, όπως περίμενε ο Λένιν, αλλά σφάζονταν μεταξύ τους. Στην ''ιμπεριαλιστική'' προσπάθεια ''στρατιωτικοποίησης'' ολόκληρου του λαού, μαζί με τη νεολαία και τις γυναίκες, αντέτεινε: ''Τόσο το καλύτερο. Προχωρείστε όσο γίνεται πιο γρήγορα-όσο πιο γρήγορα, τόσο πλησιέστερα βρίσκεται η ένοπλη εξέγερση εναντίον του καπιταλισμού'' [164]. Ο αφοπλισμός φαινόταν έτσι αίτημα ασυμβίβαστο με την πολιτική και με την αξιοπρέπεια του επαναστατικού προλεταριάτου: ''μια καταπιεζόμενη τάξη που δεν επιδιώκει να μάθει την τέχνη των όπλων, να ασκηθεί στα όπλα και να κατέχει όπλα, μια τέτοια καταπιεζόμενη τάξη αξίζει να την καταπιέζουν, να την κακοποιούν και να την μεταχειρίζονται σαν σκλάβα'' [165].
  Από τη γενική στρατιωτική θητεία και επί πλέον από τη στρατιωτικοποίηση του πληθυσμού, έστω κι αν αυτή αρχικά εξυπηρετούσε ''ιμπεριαλιστικούς'' σκοπούς, ο Λένιν προσδοκούσε δύο πράγματα. Πρώτον, ότι η συνύφανση στρατού και λαού θα άνοιγε τον πρώτο στα επαναστατικά ρεύματα, πράγμα ουσιώδες σε μια κρίσιμη κατάσταση, όπου αποφασιστική θα γινόταν η στάση του στρατού. Κατά τη διάρκεια της πρώτης ρωσικής επανάστασης υποστήριζε την άποψη ότι η προσχώρηση ενός μέρους του στρατού στους εξεγερμένους έδινε τη δυνατότητα μετατροπής του σε πυρήνα ενός επαναστατικού στρατού, οπότε οι μάζες θα αποκτούσαν τη στρατιωτική ηγεσία που είναι ''εξ ίσου ανακαία στον εμφύλιο πόλεμο όσο και σε οποιονδήποτε άλλο πόλεμο'' [166]. Κατά την πεποίθησή του, δεν μπορούσε να ''γίνεται λόγος για αγώνα όσο και η επανάσταση δεν έχει γίνει μαζικό κίνημα και δεν έχει αγκαλιάσει και τον στρατό...Στην πράξη, η ταλάντευση του στρατού, την οποία συνεπιφέρει κάθε πραγματικό λαικό κίνημα, οδηγεί, ενώ παράλληλα οξύνεται η επαναστατική πάλη, με την κυριολεξία του όρου σε αγώνα κατάκτησης του στρατού'' [167]. Γι'αυτό στα χρόνια του Παγκοσμίου Πολέμου ζητούσε ''άπλωμα και δυνάμωμα της σοσιαλδημοκρατικής δουλειάς στο στρατό'' [168], ενώ δύο χρόνια μετά την εξέγερση των μπολσεβίκων απέδιδε την επιτυχία της πρώτα-πρώτα στις συμπάθειες και στη νομιμοφροσύνη που είχαν κερδίσει οι μπολσεβίκοι στον στρατό, όπου το 1917 είχαν πάρει περισσότερες από τις μισές ψήφους και μάλιστα τη μεγάλη πλειοψηφία στα σπουδαιότερα μέτωπα. Έτσι με τον στρατό κατείχαν ''μια πολιτική ομάδα κρούσεως, που τους εξασφάλιζε την αποφασιστική υπεροχή στον αποφασιστικό τόπο και την αποφασιστική στιγμή'' [169].
  Δεύτερον, από τη συνύφανση λαού και στρατού, υπό καπιταλιστική κυριαρχία ακόμα, ο Λένιν προσδοκούσε τη δημιουργία μιας ουσιώδους προυπόθεσης για τη μελλοντική κατάργηση του μόνιμου στρατού και την αντικατάστασή του με μιαν πολιτοφυλακή. Τούτο ήταν ένα παλαιό του αίτημα, το οποίο το στήριζε στο επίσης παλαιό σοσιαλιστικό επιχείρημα ότι οι μόνιμοι στρατοί είναι αποκομμένα από τον λαό εργαλεία της αντίδρασης, εκπαιδευμένα για να πυροβολούν το λαό [170]. Ο Λένιν δεν είπε ότι μια τέτοια πολιτοφυλακή θα μπορούσε να συγκροτηθεί μόνον μετά την εγκαθίδρυση ενός σοσιαλιστικού καθεστώτος, όμως ούτε και πίστευε ότι τέτοια πειράματα ήταν δυνατό να διενεργηθούν σοβαρά υπό καπιταλιστικό καθεστώς. Όπως φαίνεται, περίμενε ότι η πολιτοφυλακή θα δημιουργηθεί μέσα από τους κόλπους της ένοπλης εξέγερσης κατά την επαναστατική μεταβατική περίοδο-ως όπλο της επανάστασης και συνάμα ως πυρήνας των νέων, ακριβώς τώρα διαμορφούμενων κοινωνικών σχέσεων. Βέβαια, δεν τον ικανοποιούσε η ήδη υφιστάμενη σε διάφορες χώρες οργάνωση της πολιτοφυλακής, αφού κατά τη γνώμη του υπηρετούσε, ακόμα και η ελβετική, τα συμφέροντα της αστικής τάξης, το ίδιο όπως και ο τακτικός στρατός. Έπρεπε λοιπόν να οργανωθεί μια γνήσια προλεταριακή πολιτοφυλακή [171]. Στους μήνες πριν και λίγο μετά από την εξέγερση των μπολσεβίκων το σχέδιο μιας τέτοιας πολιτοφυλακής βρισκόταν στο επίκεντρο των στοχασμών του πάνω στο στρατιωτικό ζήτημα. Μια πολιτοφυλακή που θα ''αγκάλιαζε πραγματικά ολόκληρον το λαό, θα καθοδηγούνταν από το προλεταριάτο'' και θα αποτελούνταν ''κατά 95% από εργάτες και αγρότες'', θα ανελάμβανε όχι μόνον καθήκοντα στρατού, αλλά και αστυνομίας, δηλαδή θα διασφάλιζε την πειθαρχία και την τάξη, θα μοίραζε τρόφιμα και θα επέβαλε τη γενική υποχρέωση προς εργασία. Υπό έννοια ακόμα γενικότερη, η πολιτοφυλακή θα έπαιρνε στα χέρια της ''τη διαπαιδαγώγηση των μαζών ώστε να συμμετέχουν σε όλες τις κρατικές υποθέσεις'' [172].
  Κάτω από την πίεση των σκληρών αναγκών της οργάνωσης της μπολσεβικικής εξουσίας και της επικράτησης στον εμφύλιο πόλεμο, ο Λένιν αναγκάσθηκε να παραμερίσει σιωπηρά την παλιά του πεποίθηση ότι η στρατιωτική επιστήμη απεδείκνυε την ικανότητα μιας πολιτοφυλακής να στέκεται στο ύψος των περιστάσεων τόσο στον αμυντικό όσο και στον επιθετικό πόλεμο [173]. Η έμπρακτη απεμπόληση του σχεδίου της πολιτοφυλακής-θεωρητικά, βέβαια, το σχέδιο δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ, απλώς αναβλήθηκε η εφαρμογή του-συμβάδισε με μια σφοδρότατη πολεμική εναντίον της λογικά συναφούς ιδέας ενός αντάρτικου στρατού και ενός ανταρτοπόλεμου ως μόνης οργάνωσης και μόνης στρατηγικής ανταποκρινόμενης στον χαρακτήρα ενός επαναστατικού καθεστώτος. Ο Λένιν εξέφραζε τώρα την λύπη του για ''τις συμφορές, τη διάλυση, τις ήττες, τις καταστροφές, τις απώλειες ανθρώπινου και στρατιωτικού υλικού'' που είχε προκαλέσει το ''επικατάρατης μνήμης αντάρτικο'' [174] και αντέτεινε την εξής άρνηση στην έκκληση των Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών και των Αναρχικών για αυθόρμητο παλλαικό πόλεμο: ''Μια σύντομη στρατιωτική προετοιμασία για ένα σοβαρό πόλεμο δεν χρειάζεται ορμητικότητα, εκκλήσεις, μαχητικά συνθήματα, αλλά μακροπρόθεσμη, εντατική, πολύ επίμονη και πειθαρχημένη εργασία σε μαζική κλίμακα'' [175]. Τελικά αποσύνδεσε εντελώς την έννοια του επαναστατικού πολέμου από τον ανταρτοπόλεμο και κατέληξε στην άποψη ότι και ο επαναστατικός πόλεμος πρέπει να διεξάγεται με σύγχρονα μέσα, δηλαδή μέσω ενός συγκεντρωτικού τακτικού στρατού, ο οποίος χρησιμοποιεί τη σύγχρονη τεχνική μιας ανεπτυγμένης οικονομίας [176]. Άλλωστε, μόνον ένας τέτοιος στρατός, κι όχι αντάρτικα σώματα, θα ήταν σε θέση να παράσχει ουσιαστική στήριξη ''στο πολιορκημένο φρούριο'' της Σοβιετικής Ένωσης [177] ενάντια σε εξωτερικούς εχθρούς. Γιατί μετά τον εσωτερικό εχθρό θα έπρεπε να νικηθεί και ο ''πολύ τρομερότερος'' εξωτερικός εχθρός, δηλαδή ο ''παγκόσμιος ιμπεριαλισμός'': ''για το σκοπό αυτό χρειαζόμαστε προ παντός τον Κόκκινο Στρατό'' [178].

154. ''Das letze Wort der ''iskristischen'' Taktik'' (17.[4.]10.1905)=Über Krieg, I, 217.
155. ''Revolutionare Armee und revolutionare Regierung'' (10.7.[27.6.]1905)=Über Krieg, I, 160,161.
156. Βλ. παραπ. κεφ. IV, υποκεφάλαιο 6.
157. ''Die Lehren des Moskauer Aufstandes'' (29.8.1906)=Über Krieg, I,291. Σχετικά με τη συζήτηση για τα οδοφράγματα και την αξία τους για τον επαναστατικό αγώνα στο άμεσο περιβάλλον του Λένιν γύρω στο 1905, βλ. την εμπεριστατωμένη μελέτη του Fischer, ''Lenin und die Technik''.
158. ''Der Partisanenkrieg'' (30.9.1906)=Über Krieg, I,299. 
159. O.π, και πρβλ. σ.260 στον ίδιο τόμο. 
160. ''Ποτέ δεν απορρίψαμε την τρομοκρατία για λόγους αρχής ούτε μπορούσαμε να την απορρίψουμε. Είναι πράξη αγώνα, η οποία μπορεί να ενδείκνυται, και μάλιστα να είναι αναγκαία σε ορισμένη στιγμή, σε ορισμένη κατάσταση των μαχητών και υπό ορισμένους όρους'', ''Womit beginnen?'' (Μάιος 1901)=Über Krieg, I,244. ''Der Partisanenkrieg'' (30.9.1906)=Über Krieg, I,298. 
161. ''Die gegenwantige Lage Russlands'' (7.2.1906)=Über Krieg, I,244.''Der Partisanenkrieg'' (30.9.1906)=über Krieg, I,298
162.  ''Über die Losung der Entwaffung'' (Οκτ.1916)=Über Krieg, Ι, 611. 
163. ''Zwangsrekrutierung von 183 Studenten'' (Ιαν. 1901)=Über Krieg, I, 26. 
164. ''Über das Mititarprogramm...'' (1916)=Über Krieg, I, 603.
165. Ό.π., 602
166. ''Revolutionare Armee und revolutionare Regierung'' (10.7.[27.6.]1905)=Über Krieg, I, 158 κέ. 
167. ''Die Lehren des Moskauer Aufstandes'' (29.8.1906)=Über Krieg, I,289. 
168. ''Die Aufgaben der linken Zimmerwalder...'' (1916)=Über Krieg, I, 623, πρβλ. 640. 
169. ''Die Wahlen...'' (Δεκ. 1919)=Über Krieg, ΙΙ (2), 648. 
170. ''An die Dorfarmut...'' (1903)=Über Krieg, I, 47. "Heer und Revolution'' (15.[28.]11.1905)=Über Krieg, I, 237. 

Δημοσιεύτηκε από τον χρήστη

Μετανεωτερική πολυπολιτισμικότητα: Ο «καλός» ξένος αναδημοσιευση-tvx

Μετανεωτερική πολυπολιτισμικότητα: Ο «καλός» ξένος


08:50 | 08 Σεπ. 2014
Τελευταία ανανέωση 09:11 | 08 Σεπ. 2014
Πέτρος Θεοδωρίδης
Για την «πολυπολιτισμικότητα», τον Ξένο και την εποχή μας (μέρος Γ΄). Διαβάστε το Α΄ μέρος και το Β΄ μέρος.
Η σύγχρονη μετανεωτερικότητα συνδέεται και με μια σειρά από κοσμοϊστορικές αλλαγές συνέβησαν στη δεκαετία του 1990 και που σφραγίσθηκε από αυτό που κάποιοι αποκάλεσαν «παγκόσμια κοσμική θρησκεία» με ιερό κείμενο την Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Τα ανθρώπινα δικαιώματα έγιναν το κύριο άρθρο πίστης μιας κοσμικής κουλτούρας, η lingua   franca της παγκόσμιας ηθικής σκέψης  1.
Αρχικά, η δεκαετία του 1990, φαινόταν να είναι η δεκαετία της πολυπολιτισμικής αρμονικής συμφωνίας εθνών κάτω από την μπαγκέτα ενός μεγάλου μαέστρου-του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου-που, ως ''γενικό ισοδύναμο" εξισώνει τις διαφορές μέσα και από την αποδοχή της κυριαρχίας του. Η παγκοσμιοποιημένη εκδοχή της πολυπολιτισμικότητας αναδείκνυε ως κυριότερη ηθική αρετή την ανεκτικότητα η οποία εύκολα γλίστρησε στην αδιαφορία. Όλοι είναι ίσοι! Καμία ηθική στάση δεν είναι καλύτερη από την άλλη!Και έτσι, υπηρετώντας τάχα την ανοχή μπαίνουμε σε απαγορεύσεις που επιβάλλονταν στο όνομα της συμπόνιας, σε μια κατάσταση παράφορης μισαλλοδοξίας.
Το μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ «Το Ανθρώπινο στίγμα»2μας δίνει ένα παράδειγμα: ο κοσμήτορας Σιλκ χάνει τη θέση του και η ζωή του καταστρέφεται όταν χαρακτηρίζει δυο διαρκώς απόντες φοιτητές με μια λέξη που ενείχε και μια δευτερεύουσα σημασία ως προσβλητικός όρος που χρησιμοποιείται ενίοτε γα τους μαύρους. Οι φοιτητές που χαρακτηρίσθηκαν έτσι και ήταν πράγματι ασυνεπείς και άφαντοι έτυχε να είναι και έγχρωμοι.
Αν κάτι χαρακτήριζε την ιδεολογία και ηθική του Δικαίου, κατά τη δεκαετία του 1990, ήταν η αντίφαση ανάμεσα στη θεωρία της κυριαρχίας του κράτους και στην ιδέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως φυσικών και αναπαλλοτρίωτων που αναβίωσαν την ιδεολογία του φυσικού δικαίου του 18ουαιώνα. Αυτό συνδυαζόταν με μια ιδεολογική θεώρηση της Δημοκρατίας ως απόλαυσης δικαιωμάτων3. Αυτή η καταναλωτική δημοκρατία συνοδεύτηκε και από έναν πολλαπλασιασμό δικαιούχων υποκείμενων και από μια διάσπαση της ιδιότητας του πολίτη.Ως πολίτης πια, έπαυε να θεωρείται μόνο ο άνδρας, αρχηγός οικογενείας-συμμέτοχος μιας εθνικής, ανεξάρτητης, συλλογικότητας. Τα δικαιώματα πολλαπλασιάζονταν επ’ άπειρον ως δικαιώματα του (των) ανθρώπου(ων) στον πληθυντικό. Όμως μια τέτοια επ’ άπειρον επέκταση, τόσο του αριθμού των δικαιωμάτων όσο και των υποκειμένων αυτών των δικαιωμάτων δε θα μπορούσε να αντέξει σε καιρό κρίσης.
Όπως έγραφε (σχεδόν προφητικά) ήδη από το 1991 ο Π. Κονδύλης «τα ανθρώπινα δικαιώματα θα μπορούσαν να γίνουν υπόθεση εκρηκτική, αν π.χ. κάτω από δύσκολες οικολογικές συνθήκες εμπεριείχαν και το δικαίωμα για αέρα και νερό»4.Καθώς η σύγχρονη ρευστή νεωτερικότητα εγκαλεί, με ένα πλήθος λόγων δυνητικά άπειρων, το έθνος-κράτος παύει να γίνεται η πηγή και το όριο των δικαιωμάτων: τα δικαιώματα τα απολαμβάνουν θεωρητικά όλοι/ες, είτε εντός είτε εκτός, είτε πάρα το έθνος-κράτος Έτσι, ενώ την ιδεολογική εκλογίκευση της πηγής των δικαιωμάτων, κατά το Μεσαίωνα και κατά το 18οαιώνα αναλάμβανε το θεωρητικό οικοδόμημα του Φυσικού Δίκαιου, στη νέα αντίληψη των ανθρώπινων δικαιωμάτων η επέκταση επ’ άπειρον σε πλάτος (όλη η ανθρωπότητα), ή σε βάθος (πολυπολιτισμικότητα) δημιουργούσε ένα νέο πρόβλημα: ποιος θα ήταν ο κοινός παρονομαστής που θα διένεμε στην πολλαπλότητα υποκειμένων τα «ανθρώπινα δικαιώματα»4; Η απάντηση δόθηκε από την ιδιότητά τους ως καταναλωτές.
Σύμφωνα με το Φράνσις Φουκουγιάμα «αυτό που αφήνει να εννοηθεί το αίτημα για ισότητα στην αναγνώριση είναι ότι αν αφαιρέσουμε από ένα πρόσωπο όλα τα ενδεχομενικά και τυχαία χαρακτηριστικά του, παραμένει κάποια ουσιώδης ανθρώπινη ιδιότητα από κάτω που αξίζει κάποιον ελάχιστο σεβασμό -ας την αποκαλέσουμε Παράγοντα Χ[….]Στο πολιτικό πεδίο έχουμε την υποχρέωση να σεβόμαστε όλους τους ανθρώπους εξίσου, επειδή έχουν στην κατοχή τους τον Παράγοντα Χ»6.
Ποιος είναι αυτό ο απροσδιόριστος παράγοντας Χ.;Ο Zizek μας δίνει την απάντηση με ένα απροσδόκητο παράδειγμα: το σοκολατένιο αυγό Κίντερ-έκπληξη.Όταν ξετυλίγεις το σοκολατένιο κέλυφος, βρίσκεις στο εσωτερικό του ένα μικρό πλαστικό παιχνίδι. Το παιδί συχνά το ξετυλίγει νευρικά και απλώς σπάει τη σοκολάτα, χωρίς να μπαίνει στον κόπο να τη φάει, ενδιαφερόμενος μόνο για το παιχνίδι στο εσωτερικό του. Έτσι «το αυγό της Κίντερ μας παρέχει τη φόρμουλα για κάθε προϊόν που υπόσχεται "περισσότερα". Γιατί το εμπόρευμα είναι ένα συγκεκριμένο αντικείμενο που ικανοποιείμια συγκεκριμένη ανάγκη, αλλά ταυτόχρονα υπόσχεται και "κάτι περισσότερο" μια απύθμενη απόλαυση που ο αληθινός της τόπος είναι η φαντασίωση»7.
Τι άλλο μπορεί να είναι αυτός ο απροσδιόριστος Παράγοντας Χ του Φουκουγιάμα, αυτό το γενικό ισοδύναμο που εξισώνει τις διαφορές, παρά η κρυμμένη, μυστική ουσία του εμπορεύματος, δηλαδή αυτή που παράγει πλεόνασμα, υπεραξία;
Η ανοχή, στη δεκαετία του 1990, επιδεικνυόταν σε ό,τι εθεωρείτο "πολιτισμικό", δηλαδή γραφικό και ακίνδυνο.Το ιδεολογικό οικοδόμημα της πολυπολιτισμικότητας θα μπορούσε να σταθεί μόνο με την αφαίρεση της υπαρκτής, ριζικής Διαφοράς (δηλαδή της Αντίθεσης). Όπως λέει ο S.Zizek, «στη σημερινή αγορά(…) βρίσκουμε ένα σωρό προϊόντα από τα οποία έχουν αφαιρεθεί οι βλαβερές τους συνέπειες:καφέ χωρίς καφεΐνη, μπίρα χωρίς αλκοόλ[….], εικονικό σεξ ως σεξ χωρίς σεξ, για πόλεμο χωρίς απώλειες (από την πλευρά μας φυσικά) […]μέχρι και για τον σημερινό ανεκτικό φιλελεύθερο πολυπολιτισμό ως μια εμπειρία του Άλλου στερημένου από την Ετερότητά του(του εξιδανικευμένου Άλλου) που χορεύει συναρπαστικούς χορούς 8.
Όμως οι "άλλοι" πολιτισμοί δεν αποτελούν απλά φολκλόρ, αποτελούν συχνά συμπυκνωμένες πολιτικές πρακτικές, παράγονται από και παράγουν πολιτική.Και όπως παρατηρεί ο Alain Badiou, «οι δηλωμένοι απόστολοι της ηθικής και του "δικαιώματος στη διαφορά" είναι εμφανώς τρομαγμένοι από τις κάπως εντονότερες διαφορές[...]Για να πούμε την αλήθεια αυτός ο περιβόητος ''άλλος'' δεν είναι εμφανίσιμος παρά μόνο εάν είναι ένας "καλός άλλος", που σημαίνει τι, αν όχι ότι είναι ο ίδιος με εμάς»9.
Μετά το 2001,το ιδεολογικό τσιμέντο της πολυπολιτισμικότητας έχασε τη συγκολλητική του ισχύ(με τον ίδιο εκκωφαντικό κρότο που κατέρρευσαν οι Δίδυμοι Πύργοι).Οι ταυτότητες ξεκόλλησαν και η αίσθηση της οικειότητας αντικαταστάθηκε από ένα σχεδόνκαθολικό αίσθημα ξενότητας. Οι άνθρωποι έχουν αρχίσει να βιώνουν αυτόπου μπορεί να θεωρήσουμε ως μια ζωή χωρίς ξεκάθαρα σύνορα. Η διαφορά είναι, κατά κάποιο τρόπο διάσπαρτη, ώστε την αντιμετωπίζουμε παντού, καθημερινά.Στη σημερινή εποχή όλοι είμαστε εν δυνάμει «ξένοι στη κοινωνία των ξένων», ως υπεράριθμοι, πλεονάζον πληθυσμός, όλοι είμαστε νομάδες.
Σήμερα όλοι είμαστε νομάδες. Αυτό που βιώνουμε στην Ευρώπη -γράφει ο φιλόσοφος Waldenfels- είναι μια περίεργη αύξηση και μείωση της ξενότητας, μια αύξηση καθώς το Ξένο μας πλησιάζει όλο κα περισσότερο, μια μείωση, καθώς το Ξένο κινδυνεύει να μειωθεί σε κάτι καθημερινό και να αμβλυνθεί στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης μέχρι το σημείο που δεν θα διακρίνεται. Αλλά μαζί με το Ξένο θα καταργούσαμε και το ίδιο»10. Στηνεποχή μας, στην καθημερινή ζωή είμαστε συνεχώς εκτεθειμένοι στο σοκ της διαφοράς:η διάκριση του οικείου από το ξένο, το διαφορετικό ή το αλλότριο έχει γίνει περισσότερο εύθραυστη παρά ποτέ. Έτσι σήμερα δε θα ήταν ο συγκεκομμένος «άλλος»,ο «εχθρός», αλλά εν δυνάμει κάθε άλλος, αντικείμενο βίαιων ενεργειών στην βαθμό που είναι ασθενέστερος από τον επιτιθέμενο και θεωρείται κατώτερος και ανυπεράσπιστος.
Στην εποχή μας, η κοινωνική κατασκευή της εικόνας του εχθρού αποτελεί ξανά τη συγκολλητική ουσία των ταυτοτήτων και το αλλότριο ανακατασκευάζεται διαρκώς ως ένας τρόπος επανοριοθέτησης του οικείου.
Κατά την δεκαετία του ‘90ο δυτικός κόσμος θεώρησε ότι η διαφορά μπορούσενα εξημερωθεί. Έτσι δοκίμασε να τηναιχμαλωτίσει στο "ζαχαρωμένο κλουβί" της κατανάλωσης, να τηνοικειοποιηθεί ως κατοικίδιοστην αυλή του. Όμως καθώς η παγκοσμιοποίησηαγκάλιασε και ενσωμάτωσε σχεδόνόλο τον πλανήτη, καθώς δεν απέμεινε πια πολιτισμός που να μην έχει ενσωματωθεί ή έστω αλλοιωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμόαπό την επίδραση της Δύτης,δεν απέμεινε πλέον (προνεωτερικός) Ξένος, Άλλος, ριζική ετερότητα. Ή μάλλον γίναμε όλοι "ξένοι" στο εσωτερικό του κήτους του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, της ύστερης (μετά)νεωτερικότητας.
Στην ταινία «Οι άλλοι» (The Others) η ηρωίδα (Νικόλ Κίντμαν), μια μητέρα που ζει με τα δυο μικρά παιδιά της σε ένα στοιχειωμένο σπίτι στο Jersey Island ανακαλύπτει στο τέλος ότι όλοι οι οικείοι, κι αυτή η ίδια, είναι οι πραγματικοί ξένοι, φαντάσματα: ένα δυο χρόνια πριν στραγγάλισε πρώτα τα παιδιά της και μετά αυτοπυροβολήθηκε. Οι «εισβολείς»που διαταράσσουν που και που την ησυχία της είναι οι πραγματικοί άνθρωποι, πιθανοί αγοραστές που ενδιαφέρονται για το σπίτι τους11.
Σήμερα καθώς η ανοχή γίνεται σχεδόν αβάσταχτη στις συνθήκες της ύστερης νεωτερικότητας, της παγκοσμιοποίησης και τωνμεγάλων κρατικών μορφωμάτων καθώς οι κοινότητες πολλαπλασιάζονται διαρκώς, καθώς εγείρουν διαφορετικές και συχνά αντιφατικές απαιτήσειςπίστης,το άτομο βρίσκεται διαρκώς σε μια κατάσταση αμφιθυμίας. Έτσι συχνά βρίσκει καταφύγιο στην "κατασκευασμένη, ενεργητική, συνειδητή εγκατάλειψη της αμφιβολίας"12. Εγκαταλείπει την ανοχή, που σε συνθήκες διαρκούς αβεβαιότητας μοιάζει να μετατρέπεται σε κινούμενη άμμο, και βυθίζεται στη θαλπωρήείτετου εθνικισμού είτε του θρησκευτικού φανατισμού για να ανακουφισθεί κατά κάποιο τρόπο ή ένταση των διλημμάτων που αντιμετωπίζει. Η σύγχρονη αναβίωση εθνικισμών και φονταμενταλισμώνμοιάζει νασφραγίζεται από αυτή την εγκατάλειψη13.
Καιη διαφορά -η ριζική διαφορά, η εχθρότητα, το μίσος- επανέρχεται πια, αλλά από μέσα. Όπως καιστην ταινία Alien, ο Ξένος, είναι ένα "Πράγμα"μέσα μας, ένα κομμάτι μας αλλά και ριζικά ξένος, η απωθημένη ετερότητα, ο Άλλος που βγαίνει από μέσα μας.

Ο Πέτρος Θεοδωρίδης είναι συγγραφέας-δοκιμιογράφος. Κατεβάστε ελεύθερα την τελευταία του συλλογή«Ακόμα και η Αριάδνη ήταν ψέμα» ή διαβάστε την online


βιβλιογραφικές αναφορές:
1Αναφ. στο ΜάικλΙγκνάτιεφ, Τα ανθρώπινα δικαιώματα ως πολιτική και ως ειδωλολατρία, μτφ. Ελένη Αστερίου, εκδ. Καστανιώτη, (2001) 2004, σ. 100.
2PhilipRoth, Το ανθρώπινο στίγμα, εκδ. Πόλις, επιμ. Η. Μαγκλίνης–ΚΜποτόπουλος, (2000) 2003.
3 Για το γρήγορο πέρασμα από την καταναλωτική δημοκρατία των Δικαιωμάτων στην σύγχρονη κατάσταση έκτακτης ανάγκης και στο Ποινικό δίκαιο του εχθρού, βλ. Παντελή Θεοδωρίδη.
4 Παναγιώτης Κονδύλης, Η Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού, Από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή κι από τον φιλελευθερισμό στη μαζική Δημοκρατία, Θεμέλιο, 1991, σ. 333, 334.
5 Για την προβληματική αυτή του περάσματος από την καταναλωτική ιδεολογία των ‘’ανθρωπίνων δικαιωμάτωνστην σημερινή κατάσταση έκτακτης ανάγκης και στοΠοινικό Δίκαιο του Εχθρού, βλ. Παντελή Θεοδωρίδη, Δίκαιο και Ιδεολογία. Ανθρώπινα Δικαιώματα, Κατάσταση Εξαίρεσης και Ποινικό Δίκαιο του Εχθρού (2014).
6 Francis Fukuyama, Our Posthuman Future, Profile Books, London 2002, pp. 149-150. Αναφορά στο SlavojZizek, η μαριονέτα και ο νάνος, ο διαστροφικός πυρήνας του Χριστιανισμού, μτφ. Κωνσταντίνος Περέζους, εκδ. Scripta, Αθήνα 2005, ό.π, σ. 224.
7 Zizek, η μαριονέτα και ο νάνος, ό.π, σ. 218-219.
8 S.zizek, H Μαριονέτα…, ό.π, σ. 145.
9 Α Βadiou, Ηθική, Δοκίμιο για τη συνείδηση του Κακού, μτφ. Β. Σκολίδης-Κ. Μπόμπας , Scripta, Αθήνα1998, σ. 33.
10 BernhardWaldenfels, Ξενότητα, φιλοξενία και, εχθρότητα, μτφΑνθή Βηδενμάιερ, περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ τεύχ. 14 , σ.114.
11 TheOthers, AlejandroAmenabar, 2oo1.Αναφορά στο Zizek, η μαριονέτα, ό.π, σ. 149-150.
12 BeckU., Η επινόηση του πολιτικού, μτφ Κ. Καβουλάκος, Αθήνα, Νέα Συνορα1996, σ. 142.
13 βλ και Πέτρου Θεοδωρίδη, Οι μεταμορφώσεις της ταυτότητας, έθνος, νεωτερικότητα και εθνικιστικός λόγος, Αντιγόνη, 2004, σ. 134.

7 Eylül 2014 Pazar

Silentcrossing: ένα ποίημα αναδημοσίευση απο τον ΜΗΝΥΜΑΛ

Silentcrossing: ένα ποίημα



Στην Ελλάδα οι μετανάστες φοβούνται περισσότερο απ’ τους ποιητές
Φοβούνται, ας πούμε, τα κύματα
Ασήμαντα πράγματα
Κι όμως αυτοί φοβούνται
Φοβούνται και τα χαντάκια
Τις βραδυνές ώρες που οι ποιητές παίρνουν το δείπνο τους
Αυτοί φοβούνται
Και την ώρα του φρούτου αυτοί φοβούνται
Μην συναντήσουν
Ακόμα, φοβούνται τα ύψη
Καθώς και τις σφαίρες της Frontex
Τον ήχο της μοτοσυκλέτας
Και το βιτριόλι
Φοβούνται επίσης στο λεωφορείο 
Φοβούνται στο μετρό
Φοβούνται στο ταξί
Φοβούνται στη δουλειά 
Φοβούνται στην πόλη
Φοβούνται στην επαρχία
 Φοβούνται και τα αφεντικά
Κυρίως τα αφεντικά!
Φοβούνται τους λοστούς
Φοβούνται τα μαχαίρια
Και την ώρα  που οι ποιητές κοιμούνται
Αυτοί φοβούνται
Μην πεθάνουν
Στις ράγες του τραίνου
Κυνηγημένοι
Κωνσταντίνα Κούνεβα
Μοχάμεντ Καμράν Ατίφ
Έντισον Γιαχάι
Σαχτζάτ Λουκμάν
Αριβάν Οσμάν Αμπντουλάχ
Γκραμός Παλούσι
Χουσεΐν Ζαχιντούλ
Chiekh Ndiaye
Abdukarim Yahya Idris
Ίλμι Λατές
Τόνυ Ονούοχα
Μη φοβάστε πια
Για ‘σας
Δεν θα γράψουν
Ποτέ
Οι ποιητές







Για την «πολυπολιτισμικότητα», τον Ξένο και την εποχή μας (μέρος Β') tvxs.gr