29 Mayıs 2014 Perşembe

Μωρίς Μπλανσό, η Στιγμή του Θανάτου Μου/ αναδημοσιευση κριτικής απο το ιστολογιο critique.gr

 

Τον Ιούνιο του 1944, ο Γάλλος συγγραφέας και δοκιμιογράφος Μωρίς Μπλανσό, ήρθε αντιμέτωπος με το εκτελεστικό απόσπασμα. Η στιγμή του θανάτου του, όμως, ματαιώθηκε. Έζησε (ή ίσως, επέζησε;) και προϊόν αυτής της εμπειρίας του είναι το σύντομο αφήγημα Η Στιγμή του Θανάτου Μου (L' instant de ma mort - στα ελληνικά σε μετάφραση Βαγγέλη Μπιτσώρη, εκδόσεις Άγρα, σειρά Ο Άτακτος Λαγός).
Η πιο κοντινή επαφή που μπορούμε να έχουμε με τον θάνατο, όσο είμαστε εν ζωή, είναι βέβαια ο θάνατος του άλλου. Άρα, πως μπορεί να γράψει κανείς για τον θάνατό του; Η εμπειρία του Μπλανσό, έχοντας υπάρξει μια ματαίωση του συμβάντος, αλλά όχι βέβαια ακύρωσή του, το διατηρεί σε μια διαρκή εκκρεμότητα: «δεν πέθανα τότε, αλλά θα πεθάνω σίγουρα αργότερα».
Το κείμενο εγείρει το ζήτημα του μάρτυρα-επιζώντα: εκείνου που είναι testis και superstes, που είναι μάρτυρας της επιβίωσής του. Για το θέμα αυτό είχε μιλήσει ο Ζακ Ντεριντά, στο κείμενο της ομιλίας του με θέμα «Μαρτυρία και Μετάφραση: Επιβιώνοντας Ποιητικά» (εκδόσεις Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, μετάφραση Βαγγέλη Μπιτσώρη, 1995) με αφορμή το έργο του ποιητή Πάουλ Τσέλαν «Του Κανενός το Ρόδο». Ο Τσέλαν, μην αντέχοντας ότι επιβίωσε του Ολοκαυτώματος, αυτοκτόνησε αρκετά χρόνια μετά (1970), αφήνοντάς πίσω του ένα πολύ σημαντικό έργο.
Στο δοκίμιό του, «Demeure: Μυθοπλασία και μαρτυρία» (συνοδεύει την αγγλική έκδοση του κειμένου του Μπλανσό, The instant of my death), ο Ντεριντά προσφέρει μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάγνωση του κειμένου, μιλώντας για την «αυτοθανατογραφία». Η γαλλική λέξη demeure, από το ρήμα demeurer που σημαίνει ταυτόχρονα ζω αλλά και παραμένω, προσφέρει την ιδανική περιγραφή αυτής της οριακής εμπειρίας. Εντούτοις, διαβάζουμε: «Θυμάμαι έναν νέο άνδρα – άνδρα ακόμη νέο- που τον εμπόδισε να πεθάνει ο ίδιος ο θάνατος—και ίσως το λάθος της αδικίας». Ποιος είναι αυτός που θυμάται, αυτό το «εγώ θυμάμαι»; Ο διπλός ρόλος του επιζώντα-μάρτυρα αποκτά εδώ όχι δύο ξέχωρες φωνές αλλά μία - κάτω από την αιγίδα της μυθοπλασίας.
Όταν η προσωπική μαρτυρία μετατρέπεται σε μυθοπλασία, ζημιώνεται κάποια από τις δύο; Όχι, μας απαντά ο Ντεριντά. Ουσιαστικά, αυτή που μαρτυρά είναι η αφήγηση για εκείνο που συνέβη μόνο μια φορά και είναι αναντικατάστατο. Ο Μπλανσό ίσως εδώ να μπορεί να κατηγορηθεί για «κατάχρηση της μυθοπλασίας», κατάχρηση του είδους όπου ο συγγραφέας είναι υπεύθυνος για αυτό που συμβαίνει στον αφηγητή ή στους χαρακτήρες της αφήγησης, χωρίς να λογοδοτεί για την αλήθεια των όσων λέει. Εδώ, όμως, πρόκειται για μαρτυρία και ως γνωστόν, όταν κάποιος είναι μάρτυρας σε ένα δικαστήριο, απαγορεύεται διά νόμου να πει ψέματα.
Αυτοί οι περιορισμοί δεν υπάρχουν στη μυθοπλασία. Εξάλλου, ο Μπλανσό δεν λέει ψέματα. Μιλά για ένα πραγματικό γεγονός, η εγκυρότητα του οποίου μπορεί να διασταυρωθεί ιστορικά. Απλώς επιλέγει να μιλήσει από τον ρόλο του αφηγητή ή και τον ρόλο του συγγραφέα. Ο Τσελάν είχε πει ότι «κανείς δεν μαρτυρεί για τον μάρτυρα», αλλά με αυτή του την κίνηση, ο Μπλανσό καθιστά τον αναγνώστη δικό του μάρτυρα, έναν τόπο όπου η αφήγησή του θα φιλοξενηθεί.
Πρόκειται για μια μεταστροφή - όχι διαστρέβλωση. Για ένα τέχνασμα που κάνει το κείμενο να μην είναι «ούτε καθαρή μυθοπλασία αλλά ούτε και καθαρή αυτοβιογραφική μαρτυρία», όπως υποστηρίζει ο μεταφραστής του κειμένου στα ελληνικά, Βαγγέλης Μπιτσώρης, στο επίμετρό του. Αν και ο τίτλος προετοιμάζει για την περιγραφή της -ουσιαστικά αδύνατης να υπάρξει- στιγμής του θανάτου του αφηγητή, ο αναγνώστης τελικά έρχεται αντιμέτωπος με την εμπειρία του θανάτου ενός άλλου, κάποιου που είναι στην ενθύμηση του αφηγητή, έως την τελευταία γραμμή: "Είμαι ζωντανός. Όχι, είσαι νεκρός", λέει ο Μπλανσό στον εαυτό του, ο αφηγητής στον ήρωά του, ο συγγραφέας στον αφηγητή του.
Πρόκειται για τη "μη βιωμένη εμπειρία" (unexperienced experience) στην οποία αναφέρεται ο Ντεριντά στο δοκίμιό του - ο ήρωας του Μπλανσό (ο ίδιος) διαπιστώνει ότι είναι ήδη νεκρός τη στιγμή που περιμένει να ακούσει το πυρ - η εκτέλεση που επίκειται, σαν δαμόκλειος σπάθη, και έρχεται, τον έχει ήδη αποκόψει από την πραγματική ζωή, ως εμπειρία και μόνο: "Εφεξής ήταν δεμένος με τον θάνατο, μέσω μιας υφέρπουσας φιλίας". Αυτή ακριβώς τη σχέση θέλει να αποτυπώσει με το αφήγημά του - ή μάλλον, ακριβώς την αδυναμία αυτής της σχέσης.
Ο Simon Critchley, καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Έσσεξ και μελετητής του έργου του Μπλανσό, στο βιβλίο του Very little… almost nothing: Death, Philosophy, Literature (Ελάχιστο…σχεδόν τίποτα: Θάνατος, Φιλοσοφία, Λογοτεχνία) προσφέρει μια ιδιαίτερα οξυδερκή ανάγνωση αυτής της πλευράς του Μπλανσό και συγκεκριμένα, πραγματεύεται το κατά πόσο τελικά μπορεί να υπάρξει αυτοθανατογραφία. Ο Critchley υποστηρίζει ότι ο θάνατος αντιστέκεται στην αναπαράσταση και μιλά για το ρητορικό σχήμα της προσωποποιίας (όπως έχει εισαχθεί από τον Πολ ντε Μαν στο γνωστό κείμενό του Autobiography as De-facement από το The Rhetoric of Romanticism, 1984) το οποίο ως γλωσσικός τρόπος, δεν είναι "το πράγμα το ίδιο, αλλά η αναπαράστασή του" και άρα, επιτρέπει να φτάσει στα αυτιά μας μια φωνή "που έρχεται από τον τάφο".  Αυτό, σύμφωνα με τον Critchley, εξηγεί γιατί η αυτοθανατογραφία συνιστά σκάνδαλο και γιατί μια τέτοια διάθεση μπορεί να βρει έκφραση μόνο μέσα στη λογοτεχνία (που μπορεί να πει τα πάντα) και όχι στη φιλοσοφία, η οποία, όπως λέει, μπορεί να βοηθήσει στην αποδοχή του θανάτου.
Ίσως, λοιπόν, θα έπρεπε να δεχτούμε την άποψη του ντε Μαν που λέει ότι στον βαθμό που κάθε κείμενο είναι αυτοβιογραφικό, ως προς τον τρόπο με τον οποίο το κατανοούμε, και να δούμε το αφήγημα του Μπλανσό ως μια άσκηση μυθοπλασίας βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα.
Και να ακούσουμε τη φωνή του Ντεριντά, που έρχεται πλέον από τον τάφο, καθώς ασκούμαστε ο καθένας στη δική του μυθοπλασία: «Όχι, ποτέ δεν έμαθα-να-ζω. Καθόλου, εν τοιαύτη περιπτώσει! Μαθαίνεις να ζεις, αυτό θα έπρεπε να σημαίνει ότι μαθαίνεις να πεθάνεις, να λαμβάνεις υπ’ όψιν, για να την αποδεχθείς, την απόλυτη θνητότητα (χωρίς σωτηρία, ούτε ανάσταση, ούτε λύτρωση – ούτε για τον εαυτό σου ούτε για τον άλλον)».

Αρχοντή Κόρκα

arhondikorka@critique.gr
-------------------------------------------------------------------------

βλ και

  1. Αυτοθανατογραφία: με αφορμή τη Στιγμή του Θανάτου Μου

    www.critique.gr/index.php?&page...id... - Προσωρινά αποθηκευμένη
    Τον Ιούνιο του 1944, ο Γάλλος συγγραφέας και δοκιμιογράφος Μωρίς Μπλανσό, ήρθε αντιμέτωπος με το εκτελεστικό απόσπασμα. Η στιγμή του θανάτου του, ...
  2. ΜΩΡΙΣ ΜΠΛΑΝΣΟ Σιωπηλός και "άφαντος" έως τον θάνατο

    www.greek-language.gr/.../content.html?... - Προσωρινά αποθηκευμένη
    Ένας μεγάλος της γαλλικής λογοτεχνίας και κριτικής, ο Μωρίς Μπλανσό, ... Άγρα κυκλοφορούν στα ελληνικά τα βιβλία του "Η στιγμή του θανάτου μου" (2000, μτφ. ...
  3. Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΟΥ - ΜΟΡΙΣ ΜΠΛΑΝΣΟ, MAURICE ...

    www.promith.gr/.../product_info.php?... - Προσωρινά αποθηκευμένη
    12 Μάιος 2011 – ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ : Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΟΥ - ΜΟΡΙΣ ΜΠΛΑΝΣΟ, MAURICE BLANCHOT - Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΟΥ - ΜΟΡΙΣ ...
  4. Ενας άτακτος και βιβλιόφιλος λαγός | Νέες εκδόσεις | Agelioforos.gr

    www.agelioforos.gr/default.asp?pid... - Προσωρινά αποθηκευμένη
    28 Μάιος 2011 – Ο αναγνώστης μπορεί, λοιπόν, να διαβάσει τα «Η στιγμή του θανάτου μου» του Μορίς Μπλανσό (μετάφραση - επίμετρο: Βαγγέλης Μπιτσώρης), ...
  5. ΜΠΛΑΝΣΟ ΜΩΡΙΣ: Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΟΥ - IANOS Αλυσίδα Πολιτισμού

    www.ianos.gr/index.asp?park=bk... - Προσωρινά αποθηκευμένη
    IANOS Αλυσίδα Πολιτισμού. Ο ΙΑΝΟS είναι από τις πιο πρωτοποριακές και επιτυχημένες επιχειρήσεις στον χώρο του βιβλίου και του πολιτισμού γενικότερα.
  6. ΜΠΛΑΝΣΟ ΜΩΡΙΣ - Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΟΥ - 0 - plus4u

    www.plus4u.gr/showitem.php?ID...t... - Προσωρινά αποθηκευμένη
    ... και δη η πνευματική διαθήκη του συγγραφέα Μπλανσό εν είδει αυτοβιογραφίας. ... ΜΠΛΑΝΣΟ ΜΩΡΙΣ Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΟΥ, Διαγραφή από τη λίστα Last View ...

Αυγερινοί η Εωσφόροι







Αυγερινοί η Εωσφόροι
——————-

Γιατί τι άλλο είναι το ταξίδι παρά η εξερεύνηση του αλλού-κυρίως του αλλού μέσα σου πού ξεδιπλώνεται αργά τρομακτικά ,σαν τον ίδιο τον θάνατο σου

Σ’ αυτά τα ταξίδια , σε ατελείωτες εκτάσεις σκότους. εκεί στον ουρανό, ανυπαρκτοι και όμως ζωντανοί -σαν ταξιδιάρικα πουλιά, σαν αλμπατρός τη νύχτα μετέωροι στον ουρανό ,. Ταξίδι.
Ύστερα προσγειωνότανε αργά… . Όσλο και Αρκτική νύχτα. Βαρκελώνη ένα υγρό καλοκαιρινό βράδυ. Παρίσι. Στην σκοτεινή αγαπημένη Φλωρεντία. Στην Αθήνα.

. Σκυφτές σκιές , διψασμένοι….εκείνη η φτερούγα ,πού αναρωτιέσαι αν πράγματι είδες. Το μετείκασμα , η αστραπή στα μάτια. το ακαθόριστο συναίσθημα . Ο ξαφνικός απροσδιόριστος τρόμος .Το απρόσμενο κοίταγμα μέσα σου .

η πληγή πού άνοιγε ξαφνικά-λεπτή δαγκωματιά στον τρυφερό λαιμό σας. το σχίσιμο στη σάρκα. Το κάψιμο , η φαγούρα το γαργάλημα στη γλώσσα. ο πόνος πού έρχεται. Σα μαχαιριά!

Το ξαφνικό δειλινό. Η ωραιότητα πού φεύγει. Το Απροσδόκητο άγγιγμα της αιωνιότητας. Ο Ακαθόριστος σύντροφος της θλίψης. Ο ανυπόμονος καταρράκτης της μνήμης Το άλλο πρόσωπο της αγάπης .

αυτός πού άγγιξε την ομορφιά σου. Αυτό που Άνθισε Σα λουλούδι ξάφνου στο έκπληκτο σου-πρόσωπο. Αυτός πού χόρεψε μαζί-σ’ εκείνη τη γωνία τη βροχερή νύχτα . Σα μια ριπή λυσσασμένου αέρα . ο καημός πού φώλιασε στη καρδιά σου . Πού έπεσε στα πόδια σου. Πού μάτωσε τα χείλη.Πού έκλεψε τις αναμνήσεις σου.Πού σε σταύρωσε-για πάντα.

αυτός πού σκαρφάλωσε στο πλάι σου Πού βγήκε κάτω από το κρεβάτι σου τη νύχτα Αυτός από τον οποίο πάσκιζες να ξεφύγεις τόσα χρόνια. Πού όταν τον βλέπεις-αίφνης –στον καθρέπτη ,το πρόσωπο σου χλομιάζει. Πού σου κλεψε όλα σου τα όνειρα …

Α ναι , ταξιδεύαμε χιλιάδες χιλιόμετρα ,κάθε νύχτα και το πρωί ξαναγυρνούσαμε στο φάρο. ,τα πρωινά να γυρνάμε από τα αδηφάγα γλέντια, κατάμονοι, άγγελοι του σκοταδιού, να φέρνουμε μαζί μας το φως του πρωινού, αυγερινοί ή Εωσφοροι,σε μιαν ατέλειωτη, απέθαντη ζωή εκείνα τα χρόνια…

Σχόλιο από Νοσφεράτος | Μάιος 18, 2008

Άλις Τέρνερ, "Ιστορία της Κόλασης" (The History of Hell, 1993)εκδόσεις Φιλίστωρ, Βασίλη Αδραχτά. βιβλιοπαρουσιαση Φ. Καραμεσίνης Άρδην τ. 16 αναδημοσίευση

Ιστορία της Κόλασης

Συγγραφέας: 
Φ. Καραμεσίνης

Ένα από τα πιο έντονα και διαχρονικά στοιχεία όλων των πολιτισμών είναι δίχως αμφιβολία η στάση του ανθρώπου ενώπιον του θανάτου. Από τη στιγμή που συνειδητοποιούμε τον περιορισμένο χαρακτήρα του βίου μας, η σκέψη και η υπόμνηση του αναπόδραστου τέλους μας συντροφεύει όσο ζούμε.
Σ' όλη την ανθρώπινη ιστορία τόσο οι θρησκείες, όσο και διάφορα φιλοσοφικά συστήματα ή καλλιτεχνικά ρεύματα προσπάθησαν να δουν το φαινόμενο του θανάτου από διάφορες πλευρές και ιδιαίτερα στάθηκαν στον μετά θάνατον προορισμό του ανθρώπου ή της ψυχής, κάτι που στηρίχθηκε κυρίως στο γεγονός ότι για τους περισσότερους ανθρώπους -σ' όποιο πολιτισμό ή εποχή κι αν ανήκαν- η σκέψη του θανάτου, δεν καταργούσε την ελπίδα ή την πίστη σε μια μεταθανάτια μορφή ύπαρξης, με κάποιο τρόπο, σε κάποιο "τόπο", όπου ίσως ο καθένας θα κρινόταν για τις επιλογές του βίου του.
Η χριστιανική θρησκεία εδραίωσε αυτή την πίστη στη μεταθανάτια ζωή και ουσιαστικά προσδιόρισε τους δύο προορισμούς της ανθρώπινης ψυχής, δημιουργώντας μια "μεταφυσική γεωγραφία" που είχε σημαδέψει επί αιώνες τη ζωή των χριστιανών, σ' όλες τις εκφράσεις της -καθημερινότητα, ηθική, τέχνη, ποίηση, φιλοσοφία: Παράδεισος και Κόλαση. Κι αν ο Παράδεισος είναι ένα μέρος ιδανικό και ειδυλλιακό για να ταξιδέψει κανείς, δε θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε το ίδιο για την Κόλαση.
Κι όμως η κατάδυση στις υποχθόνιες περιοχές της Κόλασης -ή του Άδη, της Χώρας των Νεκρών ανάλογα με την εποχή και τον πολιτισμό -είναι κάτι που δεσπόζει τόσο στα θρησκευτικά κείμενα, όσο και στην τέχνη όλων των εποχών, από το "Έπος του Γιλγαμές" μέχρι τον "Ορφέα" του Ζαν Κοκτώ και τις σύγχρονες ταινίες τρόμου, όπως το "Inferno" του Ντάριο Αρτζέντο.
Μια τέτοια περιήγηση στην εφιαλτική τοπογραφία της Κόλασης επιχειρεί η Άλις Τέρνερ, στο βιβλίο της με τίτλο "Ιστορία της Κόλασης" (The History of Hell, 1993) που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Φιλίστωρ, σε πολύ καλή μετάφραση του Βασίλη Αδραχτά.
Όπως εξηγεί η συγγραφέας στην εισαγωγή του βιβλίου, "η έρευνα αυτή είναι περισσότερο γεωγραφική παρά θεολογική η ψυχολογική". Αυτό που την ενδιαφέρει να δει είναι περισσότερο την έννοια της Κόλασης, τις μεταμορφώσεις και τις αλλαγές του τοπίου της διαμέσου των αιώνων. Έτσι, θα καταφύγει στους μύθους των αρχαίων λαών, που είναι γεμάτοι από ταξίδια στον Κάτω Κόσμο, στα θρησκευτικά κείμενα ιδιαίτερα του χριστιανισμού, στα μεγάλα λογοτεχνικά έργα αλλά και στα λιγότερο γνωστά, ανώνυμα κείμενα που συχνά παρουσιάζουν τις λαϊκές αντιλήψεις για την Κόλαση.
Ήδη, από τα πρώτα γνωστά κείμενα του ανθρώπινου πολιτισμού, παρουσιάζεται ο Κάτω Κόσμος ως ένα καταχθόνιο βασίλειο με φρικτή και απογοητευτική όψη, ένα εφιαλτικό τοπίο όπου όλοι "ζουν" ένα ζοφερό, άχαρο και απόλυτα εξομοιωμένο βίο.
Στο "Έπος του Γιλγαμές" που γράφτηκε δύο χιλιάδες χρόνια πριν τη γέννηση του Χριστού, συναντάμε αυτή ακριβώς την εικόνα του Κάτω Κόσμου και τους ήρωες σε μια προσπάθεια να ξεφύγουν από το φόβο του θανάτου. Συναντάμε επίσης στοιχεία που επανέρχονται με διάφορες μορφές στην Ιστορία της Κόλασης, όπως τα "νερά του θανάτου", η προσπάθεια να νικηθεί ο θάνατος, η αναζήτηση της αθανασίας.
Παρόμοια, πλούσια μυθολογικά μοτίβα βρίσκουμε στην αιγυπτιακή "Βίβλο των Νεκρών" και στην "Αβέστα", το ιερό βιβλίο του Ζωροαστρισμού, που άσκησε ιδιαίτερη επίδραση στον Χριστιανισμό και στις αντιλήψεις σχετικά με την Κόλαση, καθώς κυριαρχεί η σύγκρουση του Καλού με το Κακό και η καταμέτρηση των καλών και κακών πράξεων, η στιγμή που η Ψυχή δικάζεται και αναλόγως ακολουθεί το δρόμο για τον Οίκο του Άσματος, της Κόλασης ή της Λήθης.
Η Λήθη, η λησμονιά ως "τόπος" που ξεχνιούνται όλα τα ανθρώπινα πάθη και αδυναμίες, βρίσκεται μπροστά μας, ένας από τους παραποτάμους της Στυγός, απ' όπου οι νεκροί οδηγούνται στον Κάτω Κόσμο. Συμπληρώνει μαζί με τους άλλους παραποτάμους τη γεωγραφία του Άδη στην κλασική ελληνική αντίληψη που μεταφέρει ο Αχέροντας, το φλεγόμενο τοπίο του Φλεγέθοντα, οι οδυρμοί που ταιριάζουν στον Κωκυτό και το νεκρό τοπίο του ποταμού Άορνι (=χωρίς πουλιά), δικαιολογούν απόλυτα τη διάθεση του Αχιλλέα στο επεισόδιο από την περίφημη "Νέκυια" της Οδύσσειας, όπου ο νεκρός ήρωας δηλώνει στον Οδυσσέα πως θα προτιμούσε να είναι δούλος σ' ένα γεωργό -αλλά ζωντανός- παρά βασιλιάς στους "ανήμπορους νεκρούς".
Η συγγραφέας μας δίνει επίσης και τις άλλες όψεις του καταχθόνιου βασιλείου στην αρχαία Ελλάδα, τόσο αυτές που συνδέονται με την «Θεογονία» του Ησίοδου, όσο και τις τελετουργικές καθόδους στον Άδη, όπως αποκαλύπτονται μέσα από την αρχαία λατρεία: Δήμητρα και Περσεφόνη, η κάθοδος που συνδέεται με το μύθο της γονιμότητας, Ορφέας και Ευρυδίκη, η ορφική λατρεία που επηρέασε βαθύτατα την ελληνική και τη χριστιανική θρησκεία.
Κι ακόμη, η κωμική πλευρά του Κάτω Κόσμου, όπως την περιέγραψε αριστουργηματικά ο Αριστοφάνης, στους «Βατράχους» το 405 π.Χ. (το ταξίδι στον Άδη σε αναζήτηση των τραγικών ποιητών) αλλά και πολύ αργότερα ο Λουκιανός στους περίφημους «Νεκρικούς Διαλόγους» (2ος αι. μ.Χ.).
Στις κλασικές αντιλήψεις θα στηριχθούν τόσο ο Πλάτωνας, που οι απόψεις του για την κρίση των ψυχών θα επηρεάσουν ιδιαίτερα κάποιους Πατέρες της χριστιανικής εκκλησίας, όσο και ο Βιργίλιος, που στο δεύτερο μισό του 1ου αι. π.Χ. θα απεικονίσει μια καταπληκτική και μακάβρια Κόλαση στην «Αινειάδα» του, που όπως τονίζει η Άλις Τέρνερ άσκησε τεράστια επίδραση «όχι μόνο στους μεταγενέστερους ποιητές και παραμυθάδες, όπως ο Δάντης, ο οποίος θα τον επικαλεστεί ως οδηγό και μέντορα, αλλά και σε ανθρώπους που σφυρηλάτησαν τους πρώτους άξονες της χριστιανικής κοσμολογίας: τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα, τoν Ωριγένη, τον Τερτυλλιανό και ιδιαίτερα τον Άγιο Αυγουστίνο, ο οποίος και παρέπεμπε σ’ αυτόν συχνά» και φθάνοντας μέχρι την εποχή μας παραδέχεται ότι ακόμη και «το Χόλλυγουντ οφείλει πολλά στον Βιργίλιο».
Προσπερνώντας σύντομα τις ιουδαϊκές, τις γνωστικές και τις μανιχαϊκές αντιλήψεις για την Κόλαση, όπου εντοπίζει κανείς τις ελληνικές απόψεις να επιβιώνουν (π.χ. στην πίστη των Εσσαίων για την ψυχή και την ενάρετη ζωή, όπως τη σκιαγραφεί ο Ιουδαίος ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος) καθώς και το κλασικό δυϊστικό σχήμα της σύγκρουσης του Καλού με το Κακό (ο Θεός του Φωτός εναντίον του Βασιλιά του Σκότους, στον Μανιχαϊσμό), η συγγραφέας θα διεισδύσει στην Κόλαση του Χριστιανισμού, με τις ποικίλες μεταμορφώσεις της και τις αναπαραστάσεις της στη λογοτεχνία και την τέχνη πολλών αιώνων.
Αξίζει να σταθεί κανείς στην περίοδο του Μεσαίωνα και να δει τον τρόπο με τον οποίο «στήνεται» το σκηνικό της Κόλασης και συνάμα διαμορφώνεται από την επίσημη θεολογία του Σχολαστικισμού και πολύ περισσότερο από τη λεγόμενη «λαϊκή θεολογία». Αυτή συνίστατο σε μια προσπάθεια προσέγγισης του απλού λαού της Δύσης από την εκκλησία και επισήμανσης των συνεπειών της αμαρτίας, που γίνεται εκείνη την περίοδο με αρκετά έργα λαϊκού θεάτρου. Επίσης, ιδιαίτερα ανθεί μια παράδοση «οραματικής» γραμματείας, κειμένων που εξιστορούν «δοκιμασίες» ή οράματα επισκέψεων στην Κόλαση και μας μεταφέρουν με λεπτομέρειες τα εφιαλτικά υποχθόνια τοπία: παγωμένες κοιλάδες, πυρακτωμένες σκάλες, δάση με αγκάθια, καζάνια με πίσσα, φλογισμένες λίμνες, διάσημοι κολασμένοι σε αιώνια βασανιστήρια και ακόμη περιγραφές του Άρχοντα του Σκότους, του Εωσφόρου του εκπεσόντος Αγγέλου που κάποτε ήταν το πιο όμορφο πλάσμα που δημιούργησε ο Θεός.
Όπως αναφέρει η συγγραφέας είναι φανερό «ότι η εξάπλωση και η δημοτικότητα της οραματικής γραμματείας από τον τέταρτο μέχρι τον δέκατο τέταρτο αιώνα οφειλόταν στην ίδια δίψα που ζητά στις μέρες μας ταινίες τρόμου»
Κατά τον ύστερο, φεουδαρχικό μεσαίωνα, έχουμε παραστάσεις και λαϊκά δρώμενα με θέμα τους την Κόλαση ή την Έσχατη Κρίση καθώς και τα «θρησκευτικά δράματα», εξιστορήσεις της ανθρώπινης ιστορίας από τη Δημιουργία μέχρι την Έσχατη Κρίση. Είναι η εποχή που εμφανίζεται στην ευρωπαϊκή τέχνη -πλάι στη φιγούρα του Σατανά-Εωσφόρου- η μορφή του Θανάτου ως ένας έμψυχος σκελετός με σαρδόνιο μορφασμό, που συχνά χορεύει το μακάβριο χορό του, καγχάζοντας.
Την ίδια περίπου εποχή έχουμε και τις περίφημες απεικονίσεις της Κόλασης και της Έσχατης Κρίσης, από τους μεγάλους ευρωπαίους ζωγράφους. Ο Ιερώνυμος Μπος με την «Κόλαση» και τον «Κήπο των επίγειων απολαύσεων», ο Πέτερ Μπρέγκελ με την «Έσχατη Κρίση» και την «Πτώση των εξεγερθέντων αγγέλων» και βέβαια ο Μιχαήλ Άγγελος με την «Έσχατη Κρίση», με την οποία διακόσμησε την Καπέλα Σιξτίνα του Βατικανού, είναι τρεις από τις σημαντικότερες μορφές καλλιτεχνών που έδωσαν ανεπανάληπτες εικόνες στις οποίες κυριαρχούν εφιαλτικά οράματα, τερατόμορφες υπάρξεις, πλήθη αμαρτωλών και βέβαια πολλά μοτίβα ήδη γνωστά από την κληρονομημένη παράδοση λογοτεχνικής και εικαστικής αναπαράστασης της Κόλασης, στα οποία όμως οι μεγάλοι αυτοί ζωγράφοι έχουν προσθέσει τα δικά τους στοιχεία και τις καινοτομίες που τα έκαναν αθάνατα.
Αυτός όμως που συνδύασε τα παραδοσιακά στοιχεία με μία νέα αντίληψη για την Κόλαση, είναι πολύ πρωτύτερα ο Δάντης. Η Άλις Τέρνερ αφιερώνει ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στον ποιητή της «Θείας Κωμωδίας», επιμένοντας ιδιαίτερα στο γεγονός ότι συνταίριασε ριζοσπαστικά τον Άδη – που είχαν περιγράψει οι κλασικοί και ιδίως ο «δάσκαλός» του Βιργίλιος – με τη χριστιανική Κόλαση που περιέγραψαν τα κείμενα της οραματικής λογοτεχνίας και ακόμη ότι εικονογράφησε και χαρτογράφησε την Κόλασή του με μια εκπληκτική ακρίβεια, που τον καθιέρωσε ως τον μέγιστο αρχιτέκτονα του Κάτω Κόσμου. Όπως επισημαίνει η συγγραφέας «…με τον Δάντη η ιστορία της Κόλασης πέρασε σε μία άλλη φάση. Ξεκαθάρισε εντελώς την οραματική γραμματεία και την ίδια την έννοια της Κόλασης…και κάλεσε τους αναγνώστες να συντροφεύσουν τον ίδιο το Δάντη και τον Βιργίλιο σε μια ιστορία που κοιτάζει προς τα πίσω με μάτι επαινετικό αλλά και ταυτόχρονα κριτικό».
Η ιστορία της Κόλασης βέβαια δεν τελειώνει με τον Δάντη ή τους ζωγράφους του Μεσαίωνα. Η συγγραφέας παρουσιάζει με λεπτομέρειες όλες τις επόμενες φάσεις: την Κόλαση της Μεταρρύθμισης και των προτεσταντών, όπου κυριαρχεί η ιστορία του «Δόκτωρ Φάουστους», έργο του μεγάλου βλάσφημου συγγραφέα Κρίστοφερ Μάρλοου. Την Κόλαση του Μπαρόκ, όπου ο συνθέτης Κλαούντιο Μοντεβέρντι αντλεί από τον αρχετυπικό μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης και συνθέτει την πρώτη μεγάλη όπερα, «Ο Ορφέας στον Άδη». Την Κόλαση του ποιητή Τζον Μίλτον, όπως απεικονίζεται στο έργο του «Ο απολεσθείς Παράδεισος», τα οράματα του Σβέντεμποργκ και των ρομαντικών ποιητών (Μπλέηκ, Σέλλεϋ, Βύρων), την Κόλαση του Αρθούρου Ρεμπώ που ουσιαστικά είναι μια κόλαση προσωπική, ένα ταξίδι στην παραίσθηση που προκαλούν τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, ένα καταραμένο όραμα που φέρνει στο νου μας τα τοπία και την ατμόσφαιρα του Ιερώνυμου Μπος.
Συγχρόνως θα δούμε την αμφισβήτηση της Κόλασης την οποία προετοίμασε η Αναγέννηση με τις νέες επιστημονικές αντιλήψεις και την καινούρια ιδέα ενός μηχανικού σύμπαντος, αμφισβήτηση που εδραίωσε και ενίσχυσε ο Διαφωτισμός με την έντονη επίθεσή του στη Θρησκεία γενικά και ειδικότερα την προσπάθεια να αποκαλυφθεί η Κόλαση και οι φόβοι που γεννούσε ως ένας καταναγκαστικός μηχανισμός (Βολταίρος, Ντιντερό).
Φθάνοντας μέχρι την εποχή μας, η Άλις Τέρνερ θα περάσει ακόμη από τη Βικτοριανή Αγγλία, εκεί όπου κυριάρχησε η γοτθική ατμόσφαιρα που τόνωσε τη λαϊκή φαντασία και γέννησε νέους δαίμονες, οι οποίοι όμως έχουν ως πεδίο δράσης, όχι το υποχθόνιο βασίλειο, αλλά τον ανθρώπινο κόσμο, σε μια λογοτεχνική παράδοση που αντλεί τα θέματά της από τους λαϊκούς θρύλους («Δράκουλας» του Μπραμ Στόουκερ) ή την παλαιά φαντασίωση κυριάρχησης πάνω στη φύση με τη βοήθεια της επιστήμης («Φρανκενστάιν» της Μαίρη Σέλλεϋ) σε συνδυασμό με την αρρωστημένη έλξη που ασκούσε στη βικτοριανή κοινωνία η λατρεία του νεκρού σώματος, ο πνευματισμός, ο θεοσοφισμός και οι διηγήσεις ιστοριών με φαντάσματα και βρικόλακες. Είναι η εποχή που η εικόνα της χριστιανικής Κόλασης αρχίζει και εξαφανίζεται στη λαϊκή κουλτούρα μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα, για να επανέλθει με διαφορετικό τρόπο στο προσκήνιο κατά τη διάρκεια του αιώνα μας, περισσότερο μέσα από τα έργα συγγραφέων και καλλιτεχνών που την χρησιμοποίησαν με πολλούς τρόπους και μεγάλη δόση φαντασίας. Χαρακτηριστικά θα μπορούσε κανείς να βρει την Κόλαση να απεικονίζεται στη ζωγραφική, στον κινηματογράφο, στο θέατρο, στη λογοτεχνία, να παίρνει στοιχεία από την παράδοση και τη θρησκεία και να τα συνταιριάζει με τις όψεις της πραγματικότητας αυτού του αιώνα: οικολογική καταστροφή, πόλεμος, αλλοτρίωση, αδυναμία επικοινωνίας των ανθρώπων – η Κόλαση είναι οι άλλοι, γράφει ο Σαρτρ στο έργο του «Κεκλεισμένων των θυρών», το Τσερνομπίλ, η Χιροσίμα ή το Άουσβιτς – δηλαδή η ιστορία του αιώνα μας, ίσως είναι μορφές της Κόλασης που πραγματοποιείται στον ιστορικό χρόνο και όχι πια στον φαντασιακό χρόνο της λογοτεχνίας, της θρησκείας, των μύθων και των οραμάτων. Και είναι μορφές εφιαλτικές, που αναδίνουν οσμές και σκορπούν τον τρόμο περισσότερο ίσως από τους πίνακες του Μπος και τους στίχους της «Αποκάλυψης» και της «Θείας Κωμωδίας».

το φεγγαρι ειναι κοκκινο

ALAIN BASHUNG - LA NUIT JE MENS