22 Eylül 2014 Pazartesi

Για την «πολυπολιτισμικότητα», τον Ξένο και την εποχή μας του Πέτρου Θεοδωρίδη (ολο το αρθρο που δημοσιευτηκε σε τρια μερη στο TVXS)

Για την «πολυπολιτισμικότητα», τον Ξένο και την εποχή μας ... - Tvxs

 Για την «πολυπολιτισμικότητα», τον Ξένο και την εποχή μας ... - Tvxs
 Μετανεωτερική πολυπολιτισμικότητα: Ο «καλός» ξένος | TVXS - TV ...


Για την «πολυπολιτισμικότητα», τον Ξένο και την εποχή μας 
του Πέτρου Θεοδωρίδη
Η "πολυπολιτισμικότητα" ως επιστημονική έννοια διακρίνεται σαφώς από την "πολυπολιτισμικότητα" ως ιδεολογία. Την πρώτη την καθιέρωσε ο μεγάλος κοινωνικός ανθρωπολόγος C. Levi Strauss σε μια μελέτη που πρώτο κυκλοφόρησε το 1952 από την Unesco (σε μια σειρά μελέτες αφιερωμένες στο πρόβλημα του ρατσισμού). Η δεύτερη καθιερώθηκε τη δεκαετία του 1990 ως το κομβικό σημείο αιχμής του -τότε κυρίαρχου ιδεολογικού σχήματος- η οποία παράλληλα εμφανιζόταν ως το τέλος των ιδεολογιών κατά το περίφημο άρθρο του Φουκουγιάμα.
Η υπεράσπιση της πολυπολιτισμικότητας από τον C. Levi Strauss αποτελούσε και συστηματική κριτική στις θεωρίες του Γκομπινώ που θεωρείται και πατέρας της ρατσιστικής ιδεολογίας. Το 1853 ο Κόμης ντε Γκομπινώ[1]είχε δημοσιεύσει το "Δοκίμιο για την ανισότητα των ανθρώπινων φυλών". Για τον Γκομπινώ ο θεμελιώδης παράγων προόδου η παρακμής μιας κοινωνίας είναι ο φυλετικός. Η πτώση των πολιτισμών οφείλεται στην παρακμή της φυλής και αυτή με τη σειρά της στην επιμειξία με τις άλλες φυλές. Αντίθετα από την φυλετική θεωρία του Γκομπινώ, σύμφωνα με τον C. Levi Strauss. η ανθρωπότητα εξελίσσεται με αφάνταστα μεγάλη ποικιλία κοινωνικών και πολιτιστικών μορφών. Είναι δυνατόν δυο πολιτισμοί που αναπτύχθηκαν από ανθρώπους της αυτής φυλής να διαφέρουν τόσο μεταξύ τους όσο διαφέρουν και δυο άλλοι που ανήκουν σε διαφορετικές φυλές. Η διαφορά των πολιτισμών είναι, αποτέλεσμα των αμοιβαίων, άμεσων ή έμμεσων σχέσεων των κοινωνιών. Κατά τον Λέβι Στρως «όταν κλείνουμε έξω από την ανθρωπότητα αυτούς που μας φαίνονται οι πιο "βάρβαροι", πιο "άγριοι" μέσα σε αυτήν το μόνο που κατορθώνουμε είναι να μιμούμαστε ένα χαρακτηριστικό τρόπο συμπεριφοράς αυτών των άγριων: βάρβαρος πρώτα απ όλα είναι αυτός που πιστεύει στην βαρβαρότητα».
Ο Levi Strauss αποποιείται «την εξίσωση ιστορίας και ανθρωπότητας»[2]«η πρόοδος -κατ’ αυτόν- δεν είναι ούτε απαραίτητη ούτε συνεχής, προχωρεί με μικρά πηδήματα ή άλματα ή όπως λένε οι βιολόγοι με μεταλλάξεις». Αυτά τα πηδήματα και τα άλματα δεν σημαίνουν ότι προχωρούμε πάντα προς την ιδία κατεύθυνση. «Υπάρχουν άλλες κατευθύνσεις σαν τα άλογα του σκακιού που έχουν πολλούς δυνατούς δρόμος αλλά ποτέ δεν προχωρούν προς την ίδια κατεύθυνση». Ο χαρακτηρισμός ως στάσιμου ενός πολιτισμού είναι συνήθως απόρροια της οπτικής του εθνοκεντρισμού: «έτσι θα θεωρούσαμε ως προοδευτική κάθε κοινωνία που εξελίσσεται προς μια κατεύθυνση ανάλογη με τη δική μας, ενώ άλλες κοινωνίες θα μας φαίνονταν στάσιμες γιατί η κατεύθυνση της εξέλιξης τους, δεν έχει νόημα για μας». Ο Levi Strauss θεώρησε, εντέλει, ότι «κανένα μέρος της ανθρωπότητας δε διαθέτει κανόνες που ισχύουν για το σύνολό της και ότι μια ανθρωπότητα που ζει με έναν και μοναδικό τρόπο ζωής είναι αδιανόητη γιατί θα ήταν μια απολιθωμένη ανθρωπότητα»[3].
Αντίθετα από την πολυπολιτισμική θεωρία του Levi Strauss, η "πολυπολιτισμικότητα" υπήρξε ένα ιδεολόγημα της δεκαετίας του ’90. Δεν αφορούσε πολιτισμούς αλλά φολκλόρ, δεν αφορούσε κοινωνίες ή φυλές αλλά άτομα. Κατά την δεκαετία του 1990 είχαμε και την κορύφωση αυτού που ο Ζυλ Λιποβέτσκι αλλά και άλλοι ονόμασαν «δεύτερη ατομιστική επανάσταση» όπου «ο πειθαρχικός και μαχητικός, ηρωικός και ηθικολογικός ατομικισμός είχε αντικατασταθεί από έναν ατομικισμό ala carte, ηδονιστικό και ψυχολογικό[…] Πανωλεθρία των μεγάλων προσταγμάτων της κοινωνίας, διάβρωση των κοινωνικών ταυτοτήτων και των καταναγκαστικών νορμών, λατρεία της ελεύθερης διάθεσης του εαυτού, στην οικογένεια, την θρησκεία, την σεξουαλικότητα, τον αθλητισμό, η δεύτερη ατομικιστική επανάσταση ήταν αυτή που συγκεκριμενοποίησε, στην καθημερινή ζωή το φιλελεύθερο ιδεώδες της αυτοκυβέρνησης του εαυτού»[4]. Έτσι η "πολυπολιτισμικότητα" της δεκαετίας του 1990 πήρε τη μορφή, κυρίως, μιας ατομικιστικής–φιλελεύθερης "πολυπολιτισμικότητας" και η αποτυχία της -αν υπάρχει σήμερα αποτυχία- είναι και αποτυχία του (νεο)φιλελευθερισμού και των ατομικιστικών του ιδεολογημάτων και όχι της θεωρίας της πολυπολιτισμικότητας, όπως την εννόησε και θεμελίωσε ο Levi Strauss.
Στο άρθρο που ακλουθεί, θα προσπαθήσω να δείξω την πορεία της σχέσης με τον Άλλο, το Ξένο που δεν υπήρξε διαχρονικά ενιαία, αλλά μετασχηματίζεται καθώς διαπέρνα τρεις τύπους κοινωνιών: την Παραδοσιακή, τη Νεωτερική και την Υστερονεωτερικη κοινωνία[5], αυτή δηλαδή που βιώνουμε σήμερα.

Ο Ξένος στην Παραδοσιακή κοινωνία: Η «σωστή» απόσταση
Ο κανόνας στις παραδοσιακές κοινωνίες ήταν η εμφανής, ιεραρχημένη, συστηματική, και νομικά επιβεβλημένη κοινωνική ανισότητα. Επιπλέον στην παραδοσιακή κοινωνία (στο μεγαλύτερο κομμάτι της ιστορίας της και κυρίως στην Μεσαιωνική Ευρωπαϊκή της ιστορία), οι θρησκευτικές διαφοροποιήσεις επικάλυπταν όλες τις άλλες. Για τον προνεωτερικό άνθρωπο, η αλήθεια και η πραγματικότητα, αποτελούσαν το προϊόν της πρόθεσης του Θεού. Η δοθείσα, προφανής, αναλλοίωτη φύση της θέσης του ανθρώπου, στην αλυσίδα της ύπαρξης[6], υπέβαλλε και την κατανόηση του κόσμου ως εκπλήρωση μιας θεϊκής πρόθεσης[7].
Στην παραδοσιακή νοοτροπία, η ανισότητα υποτίθεται ότι εξέφραζε "φυσικές" διαφορές: η παραδοσιακή ταυτότητα, βρισκόταν σε ασφαλή απόσταση από τον «άλλο», η ιεραρχημένη, συστηματική, νομικά επιβεβλημένη ανισότητα, έκανε τον άλλο να εμφανίζεται ως εντελώς διαφορετικός και γι αυτό ανεκτός[8]. Η ίδια η λειτουργικότητα για παράδειγμα του δικαιώματος στη φιλοξενία, στηριζόταν σε αυτή την θεμελιακή ανισότητα. Αν ο ξένος, είναι από τη φύση του διαφορετικός από μας, δεν διεκδικεί την ισότητα και δεν αποτελεί απειλή: μπορεί να φιλοξενηθεί. Έτσι στην περίφημη του παρέκβαση για τον Ξένο ο Ζίμμελ θεωρούσε ότι η κύρια ιδιότητα του ξένου -στις προνωτερικές κοινωνίες- σημαίνει ότι «ο μακρινός βρίσκεται κοντά». «Ο ξένος παρουσιάζεται μέσα σε ολόκληρη τη (προνεωτερική) ιστορία της οικονομίας -συνεχίζει ο Ζίμμελ- ως έμπορος που πρέπει απαραίτητα να είναι "ξένος" μιας και κανένας άλλος δεν έχει την ευκαιρία να ζήσει από αυτή την δραστηριότητα […] Ο ξένος από τη φύση του δεν κατέχει έδαφος ούτε με την κυριολεκτική σημασία αλλά ούτε και με τη μεταφορική ενός περιεχομένου ζωής, το οποίο είναι εδραιωμένο, αν όχι στο χώρο πάντως σε μια ιδεατή θέση του κοινωνικού περίγυρου. Ακόμη κι αν, στις πιο οικείες διαπροσωπικές σχέσεις ο ξένος μπορεί να ξεδιπλώσει τη γοητεία και τη σημασία του όσο θεωρείτο ξένος παραμένει στη συνείδηση του αλλού ως "ακτήμονας". Η εξάρτησή του από το διαμεσολαβητικό εμπόριο, αλλά συχνά και από τη μετουσιωμένη μορφή του, τις καθαρά χρηματοοικονομικές συναλλαγές, προσδίδει στον ξένο το ιδιαίτερο γνώρισμα της κινητικότητας. Καθώς αυτή εκδηλώνεται μέσα σε μια οροθετημένη ομάδα, εμπεριέχει τη σύνθεση της εγγύτητας και της απόστασης, η οποία και διαμορφώνει την τυπική θέση του ξένου μέσα στην ομάδα»[9].

2. Νεωτερική κοινωνία και ξένος: η εξόντωση
Στη νεωτερική εποχή δεν παύουν να υπάρχουν κοινωνικές ανισότητες, αντίθετα αυτές γενικεύονται και βαθαίνουν. Όμως οι ανισότητες αυτές προβάλλουν σε ένα εξισωτικό ιδεολογικό τοπίο καθώς συνυπάρχουν με μια γενικευμένη προσδοκία ισότητας. «Η νεωτερική επανάσταση της ισότητας έθεσε τέλος στο σύστημα της περιχαράκωσης των ανθρώπων στις διάφορές τους και εγκαινίασε την αμοιβαία δεκτικότητα, της μιας ταυτότητας στην άλλη»[10]. Στη νεωτερικότητα, ο άλλος έγινε (σταδιακά), αντιληπτός ως κάτι όμοιο, ως υποκείμενο ίσο με κάθε άλλο υποκείμενο και προικισμένο με τα ίδια δικαιώματα με αυτό. Η θεμελιώδης αρχή, ήταν η ισότητα των συνθηκών: το υποκείμενο είναι αυτό που είναι και έχει τα δικαιώματα που του αναγνωρίζονται, όχι λόγω της συμμετοχής του σε μια ομάδα, αλλά λόγω της καθεαυτής ατομικότητάς του. Μόνιμο χαρακτηριστικό σχέδιο της νεωτερικότητας ήταν (και σε μεγάλο βαθμό είναι ακόμα) η εγκαθίδρυση μιας συνέχειας στο κοινωνικό πεδίο, στην οποία, κανένα άτομο δεν αποκλειόταν λόγω της φύσης του ή της συμμετοχής του σε μια ομάδα. Αντίθετα, το αμετάβλητο των παραδοσιακών κοινωνιών, συνίστατο στο γεγονός ότι η θέση του καθενός, προσδιοριζόταν αμετάκλητα από τη συμμετοχή του σε κάποια ομάδα[11].
Σαν συνέπεια, η κεντρική ιδέα του μηχανισμού, στον οποίο στηρίχθηκε ο νεωτερικός ανθρωπισμός για την αντιμετώπιση του άλλου, δεν ήταν η ανεκτική αποδοχή της φυσικής του διαφορετικότητας, αλλά αντίθετα η οριοθέτηση, η περιχαράκωση, ο περιορισμός ή η εξολόθρευση της ετερότητας. «Ο τυπικός σύγχρονος ξένος» -γράφει ο Ζygmunt Bauman- υπήρξε το απόρριμμα του ταξινομητικού ζήλου του (νεωτερικού) κράτους. «Οι νεωτερικοί ξένοι δεν ταίριαζαν στο όραμα της τάξης […]. Η οικοδόμηση μιας τέτοιας τάξης σήμαινε συντριπτικό πόλεμο κατά των ξένων και του ξένου στοιχείο»[12]. «Σε αυτόν τον πόλεμο -συνεχίζει ο Bauman- εφαρμόσθηκαν, κατά περιόδους δυο εναλλακτικές αλλά και συμπληρωματικές μεταξύ τους στρατηγικές: η μια ήταν ανθρωποφαγική: […]στρατηγική της αφομοίωσης, που είχε στόχο να εξομοιώσει το διαφορετικό[…]. Η άλλη στρατηγική ήταν ανθρωποεμετική: το σχέδιό της ήταν να "ξεράσει" τους ξένους, να τους εκτοπίσει πέρα από τα όρια του τακτοποιημένου κόσμου[…], να περιορίσει τους ξένους μέσα στα ορατά τείχη των γκέτο ή να τους απαγορεύσει τη συμβίωση, την επιγαμία και τις εμπορικές συναλλαγές[...]. Κι αν, κανένα από τα δυο μέτρα δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί, τότε ακολουθούσε η φυσική εξόντωση των ξένων»[13].
Η εξόντωση των ιθαγενών
Τη νεωτερική στάση εξόντωσης του Ξένου μπορούμε να τη διακρίνουμε σε τρεις χαρακτηριστικές περιπτώσεις: στη συστηματική εξόντωση των Ινδιάνων της Αμερικής, στη δημιουργία της φυλετικής θεωρίας και του ρατσισμού ως αποτέλεσμα της μαύρης δουλείας και στη μετατροπή του θρησκευτικού αντισημιτισμού στο νεωτερικό βιολογικό αντισημιτισμό που κατέληξε στο Ολοκαύτωμα.
Η εξόντωση του ξένου, ξεκινά μαζί με τα πρώτα βήματα της Νεωτερικότητας, την συμβολική αρχή της, την κατάληψη της Αμερικής από τους Ισπανούς και συνοδεύεται από την συστηματική, επίμονη σφαγή. Σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς, γύρω στα 30 έως 50 εκατομμύρια ιθαγενείς «προνεωτερικών» χωρών (δηλαδή περίπου το 80% του πληθυσμού τους), εξολοθρεύτηκαν, στο διάστημα μεταξύ των πρώτων αφίξεων και εποικισμών από Ευρωπαίους στρατιώτες και εμπόρους και των αρχών του 20ου αιώνα. Ο Κάρολος Δαρβίνος συνόψισε ως εξής το έπος της καθοδηγούμενης από την Ευρώπη διαδικασίας "εκπολιτισμού των αγρίων": «Όπου πατάει πόδι Ευρωπαίος, ο θάνατος καταδιώκει τον ιθαγενή»[14]. Η εξόντωση ξεκινά με τα πρώτα βήματα της Νεωτερικότητας, τη συμβολική αρχή της, την κατάληψη της Αμερικής από τους Ισπανούς. Και φυσικά συνοδεύεται από τη συστηματική, επίμονη σφαγή, όπως φαίνεται στην έκθεση (γράφτηκε γύρω στα 1546) του Βαρθολομαίου ντε λας Κάζας που απευθύνεται στον «Δον Φίλιππο τον πρίγκιπα της Ισπανίας». «Κανείς δε θα μπορούσε να διηγηθεί τις σκληρότητες που έγιναν» γράφει ο Βαρθολομαίο ντε λας Κάζας «Σ’ αυτά τα σαράντα χρόνια περισσότερα από δώδεκα εκατομμύρια ψυχές, άνδρες γυναίκες και παιδιά, πέθαναν άδικα από την τυραννία και τη μοχθηρία των χριστιανών[...]. Οι άθλιοι Ισπανοί αναζητούσαν τους Ινδιάνους, άντρες ή γυναίκες, και τους απειλούσαν με τα άγρια σκυλιά τους. Μια άρρωστη Ινδιάνα, βλέποντας ότι δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από τα σκυλιά και ότι θα κατακομματιαζόταν, όπως οι άλλοι, πήρε ένα σκοινί, έδεσε στο πόδι της, το μωρό της που ήταν ενός χρόνου και κρεμάστηκε σε ένα δοκό. Δεν τα κατάφερε πολύ γρήγορα και ήρθαν τα σκυλιά και κατασπάραξαν το μωρό της»[15]. Πολύ αργότερα ένας "λαμπρός" Πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Θεόδωρος Ρούζβελτ, παρουσίασε την εξολόθρευση των Ινδιάνων της Αμερικής, ως «ανιδιοτελή πράξη» στην υπηρεσία του πολιτισμού, γιατί «οι πρωτοπόροι και οι έποικοι κατά βάθος είχαν το δίκιο με το μέρος τους: η μεγάλη αυτή ήπειρος δεν θα μπορούσε να παραμείνει ένα απλό καταφύγιο θηραμάτων για βρώμικους άγριους»[16].
Ο ρατσισμός και η μαύρη δουλεία
Η «βιολογικά» θεμελιωμένη κατώτερη θέση του μαύρου στην ιεραρχία των φυλών υπήρξε και αυτή προϊόν της νεωτερικότητας. Πού οφειλόταν αυτός ο βίαιος υποβιβασμός της θέσης των Νέγρων; Ο (μαρξιστής κοινωνιολόγος) Άλεξ Καλλίνικος[17]δε δέχεται ότι η χρησιμοποίηση των Αφρικανών σκλάβων στηρίχθηκε στον ήδη προϋπάρχοντα ρατσισμό. Αντίθετα, όπως γράφει «ο ρατσισμός υπήρξε συνέπεια της δουλείας» και αναπτύχθηκε στο έδαφος που δημιούργησε η συστηματική δουλεία στο Νέο Κόσμο. Η ιδέα ότι οι Αφρικανοί ήταν βιολογικά κατώτεροι από τους λευκούς, δικαιολογούσε τη στέρηση από τα δικαιώματα και την μετατροπή τους σε δούλους[18].
Γιατί ήταν αναγκαίος ο ρατσισμός για να δικαιολογηθεί η δουλεία; Η φύση της εκμετάλλευσης, στις προνεωτερικές κοινωνίες -γράφει ο Καλλίνικος- είχε την αντανάκλασή της στην ιεραρχική οργάνωση και τη διαίρεση του πληθυσμού σε νομικά άνισες ομάδες. Σε τόσο ιεραρχημένες κοινωνίες, η δουλεία ήταν απλώς πλευρά των άνισων κοινωνικών καταστάσεων. «Δεν ισχύει το ίδιο στην καπιταλιστική κοινωνία[…] Οι εργάτες είναι απόλυτα ελεύθεροι να μην πουλήσουν την εργατική τους δύναμη»[19].Έτσι, «η στήριξη του καπιταλισμού στην εργασία των δούλων εμφανιζόταν σαν μια ανωμαλία που απαιτούσε ιδεολογική στήριξη[...] Ήταν σε αυτό το πλαίσιο, που άρχιζε να κερδίζει έδαφος η ιδέα ότι, οι μαύροι ήταν κατώτεροι άνθρωποι, και γι’ αυτό δεν άξιζαν τα αντίστοιχα δικαιώματα, που ολοένα και περισσότερο αναγνωρίζονταν στα ανθρώπινα όντα»[20].
Βέβαια, η ιδεολογική εκλογίκευση-φυσικοποίηση της κατωτερότητας των μαύρων, βρίσκει την επεξεργασία της σε μεγάλο βαθμό και μέσα από τις ψευδοβιολογικές θεωρίες, που κατακλύζουν την Ευρώπη και Αμερική σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του 19ου αιώνα και ένα μεγάλο μέρος του 20ου. Σύμφωνα με αυτόν υπάρχει μια υποτιθέμενη ιεραρχία φυλών, ράτσες που "συμπτωματικά" αντιστοιχούσαν στον τότε παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας.
Ο νεωτερικός αντισημιτισμός
Στην αντικατάσταση των θρησκευτικών επικαλύψεων των ταυτοτήτων και της ετερότητας από τις νεωτερικές, μπορούμε να αποδώσουμε και τον νεωτερικό αντισημιτισμό που δεν ταυτίζεται με τον παραδοσιακό χριστιανικό αντισημιτισμό. Οι Εβραίοι διώκονται βέβαια στην μεσαιωνική Ευρώπη όχι όμως για κάποιες εγγενείς φυλετικές τους ιδιότητες αλλά ως προαιώνιοι εχθροί των Χριστιανών. Είναι βέβαια, πολύ διαδεδομένη η άποψη ότι «ο αντισημιτισμός είναι μια προαιώνια προκατάληψη» και συνεπώς «οι διωγμοί δεν χρειάζονται ιδιαίτερη εξήγηση τη στιγμή που είναι η φυσική συνέπεια ενός προαιώνιου προβλήματος»[21].
Όμως οι εντάσεις που καθόριζαν τη θέση των Εβραίων στη φεουδαρχική Ευρώπη, ήταν στην πραγματικότητα πολύ στενά συνδεδεμένες με την συγκεκριμένη τους οικονομική δραστηριότητα. «Αν και στη μεσαιωνική Ευρώπη οι Εβραίοι ήταν σε ιδιαίτερη ευάλωτη θέση εξαιτίας της θέσης τους ως θρησκευτική μειονότητα, αυτό δεν τους απέκλειε ολοκληρωτικά από την ενσωμάτωση στις κυρίαρχες κοινωνικές συνθήκες. Σε μια κοινωνία χωρισμένη σε φεουδαρχικές τάξεις, οι Εβραίοι ήταν απλά μια απ’ όλες»[22].
Ο σύγχρονος αντισημιτισμός αναπτύχθηκε, κυρίως, κατά τον 19ο αιώνα, στο φόντο της κατάρρευσης της ιεραρχικής δομής των φεουδαρχικών τάξεων, και η αντιμετώπιση των Εβραίων δεν ήταν πλέον η δίωξη μιας θρησκευτικής μειονότητας, αλλά η συστηματική καταπίεση μιας, υποτίθεται επικίνδυνης βιολογικά φυλής. Η εμφάνιση του φυλετικού αντισημιτισμού έκανε δυνατή την φρικτή ιδέα της Ναζιστικής «τελικής λύσης». Τη διαφορά του φυλετικού από τον θρησκευτικό αντισημιτισμό την αποδίδει με μεγάλη σαφήνεια η Hannah Arrendt. «Οι Εβραίοι μπορούσαν να γλιτώσουν από τις διακρίσεις με το θρησκευτικό κριτήριο του Ιουδαϊσμού, αν άλλαζαν πίστη. Από την εξόντωση, με το φυλετικό κριτήριο του εβραϊσμού, δεν υπήρχε καμία διαφυγή»[23].

Για την «πολυπολιτισμικότητα», τον Ξένο και την εποχή μας
Μετανεωτερική πολυπολιτισμικότητα: ο «καλός» ξένος
Η σύγχρονη μετανεωτερικότητα συνδέεται και με μια σειρά από κοσμοϊστορικές αλλαγές συνέβησαν στη δεκαετία του 1990 και που σφραγίσθηκε από αυτό που κάποιοι αποκάλεσαν «παγκόσμια κοσμική θρησκεία» με ιερό κείμενο την Οικουμενική Σιακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Τα ανθρώπινα δικαιώματα έγιναν το κύριο άρθρο πίστης μιας κοσμικής κουλτούρας, η lingua franca της παγκόσμιας ηθικής σκέψης[24].
Αρχικά, η δεκαετία του 1990, φαινόταν να είναι η δεκαετία της πολυπολιτισμικής αρμονικής συμφωνίας εθνών κάτω από την μπαγκέτα ενός μεγάλου μαέστρου -του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου- που, ως ''γενικό ισοδύναμο" εξισώνει τις διαφορές μέσα και από την αποδοχή της κυριαρχίας του. Η παγκοσμιοποιημένη εκδοχή της πολυπολιτισμικότητας αναδείκνυε ως κυριότερη ηθική αρετή την ανεκτικότητα η οποία εύκολα γλίστρησε στην αδιαφορία. Όλοι είναι ίσοι! Καμία ηθική στάση δεν είναι καλύτερη από την άλλη! Και έτσι, υπηρετώντας τάχα την ανοχή μπαίνουμε σε απαγορεύσεις που επιβάλλονταν στο όνομα της συμπόνιας, σε μια κατάσταση παράφορης μισαλλοδοξίας. Το μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ «Το Ανθρώπινο στίγμα»[25]μας δίνει ένα παράδειγμα: ο κοσμήτορας Σίλκ χάνει τη θέση του και η ζωή του καταστρέφεται όταν χαρακτηρίζει δυο διαρκώς απόντες φοιτητές με μια λέξη που ενείχε και μια δευτερεύουσα σημασία ως προσβλητικός όρος που χρησιμοποιείται ενίοτε γα τους μαύρους. Οι φοιτητές που χαρακτηρίσθηκαν έτσι και ήταν πράγματι ασυνεπείς και άφαντοι έτυχε να είναι και έγχρωμοι.
Αν κάτι χαρακτήριζε την ιδεολογία και ηθική του Δικαίου, κατά τη δεκαετία του 1990, ήταν η αντίφαση ανάμεσα στη θεωρία της κυριαρχίας του κράτους και στην ιδέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως φυσικών και αναπαλλοτρίωτων που αναβίωσαν την ιδεολογία του φυσικού δικαίου του 18ου αιώνα. Αυτό συνδυαζόταν με μια ιδεολογική θεώρηση της Δημοκρατίας ως απόλαυσης δικαιωμάτων[26]. Αυτή η καταναλωτική δημοκρατία συνοδεύτηκε και από έναν πολλαπλασιασμό δικαιούχων υποκείμενων και από μια διάσπαση της ιδιότητας του πολίτη. Ως πολίτης πια, έπαυε να θεωρείται μόνο ο άνδρας, αρχηγός οικογενείας-συμμέτοχος μιας εθνικής, ανεξάρτητης, συλλογικότητας. Τα δικαιώματα πολλαπλασιάζονταν επ’ άπειρον ως δικαιώματα του (των) ανθρώπου(ων) στον πληθυντικό. Όμως μια τέτοια επ’ άπειρον επέκταση, τόσο του αριθμού των δικαιωμάτων όσο και των υποκειμένων αυτών των δικαιωμάτων δε θα μπορούσε να αντέξει σε καιρό κρίσης. Όπως έγραφε (σχεδόν προφητικά) ήδη από το 1991 ο Π. Κονδύλης «τα ανθρώπινα δικαιώματα θα μπορούσαν να γίνουν υπόθεση εκρηκτική, αν π.χ. κάτω από δύσκολες οικολογικές συνθήκες εμπεριείχαν και το δικαίωμα για αέρα και νερό»[27].Καθώς η σύγχρονη ρευστή νεωτερικότητα εγκαλεί, με ένα πλήθος λόγων, δυνητικά άπειρων, το έθνος-κράτος παύει να γίνεται η πηγή και το όριο των δικαιωμάτων: τα δικαιώματα τα απολαμβάνουν θεωρητικά όλοι/ες, είτε εντός είτε εκτός, είτε πάρα το έθνος-κράτος Έτσι, ενώ την ιδεολογική εκλογίκευση της πηγής των δικαιωμάτων, κατά τον Μεσαίωνα και κατά τον 18ο αιώνα ανελάμβανε το θεωρητικό οικοδόμημα του Φυσικού Δίκαιου, στη νέα αντίληψη των ανθρώπινων δικαιωμάτων η επέκταση επ’ άπειρον σε πλάτος (όλη η ανθρωπότητα), ή σε βάθος (πολυπολιτισμικότητα) δημιουργούσε ένα νέο πρόβλημα: ποιος θα ήταν ο κοινός παρονομαστής που θα διένεμε στην πολλαπλότητα υποκειμένων τα «ανθρώπινα δικαιώματα»[28]; Η απάντηση δόθηκε από την ιδιότητά τους ως καταναλωτές.
 Σύμφωνα με τον Φράνσις Φουκουγιάμα «αυτό που αφήνει να εννοηθεί το αίτημα για ισότητα στην αναγνώριση είναι ότι αν αφαιρέσουμε από ένα πρόσωπο όλα τα ενδεχομενικά και τυχαία χαρακτηριστικά του, παραμένει κάποια ουσιώδης ανθρώπινη ιδιότητα από κάτω που αξίζει κάποιον ελάχιστο σεβασμό –ας την αποκαλέσουμε Παράγοντα Χ[….] Στο πολιτικό πεδίο έχουμε την υποχρέωση να σεβόμαστε όλους τους ανθρώπους εξίσου, επειδή έχουν στην κατοχή τους τον Παράγοντα Χ»[29].
Ποιος είναι αυτό ο απροσδιόριστος παράγοντας Χ.; Ο Zizek μας δίνει την απάντηση με ένα απροσδόκητο παράδειγμα: το σοκολατένιο αυγό Κίντερ-έκπληξη. Όταν ξετυλίγεις το σοκολατένιο κέλυφος, βρίσκεις στο εσωτερικό του ένα μικρό πλαστικό παιχνίδι. Το παιδί συχνά το ξετυλίγει νευρικά και απλώς σπάει τη σοκολάτα, χωρίς να μπαίνει στον κόπο να τη φάει, ενδιαφερόμενος μόνο για το παιχνίδι στο εσωτερικό του. Έτσι «το αυγό της Κίντερ μας παρέχει τη φόρμουλα για κάθε προϊόν που υπόσχεται "περισσότερα". Γιατί το εμπόρευμα είναι ένα συγκεκριμένο αντικείμενο που ικανοποιεί μια συγκεκριμένη ανάγκη, αλλά ταυτόχρονα υπόσχεται και "κάτι περισσότερο" μια απύθμενη απόλαυση που ο αληθινός της τόπος είναι η φαντασίωση»[30].
Τι άλλο μπορεί να είναι αυτός ο απροσδιόριστος Παράγοντας Χ του Φουκουγιάμα, αυτό το γενικό ισοδύναμο που εξισώνει τις διαφορές, παρά η κρυμμένη, μυστική ουσία του εμπορεύματος, δηλαδή αυτή που παράγει πλεόνασμα, υπεραξία;
Η ανοχή, στη δεκαετία του 1990, επιδεικνυόταν σε ό,τι εθεωρείτο "πολιτισμικό", δηλαδή γραφικό και ακίνδυνο. Το ιδεολογικό οικοδόμημα της πολυπολιτισμικότητας θα μπορούσε να σταθεί μόνο με την αφαίρεση της υπαρκτής, ριζικής Διαφοράς (δηλαδή της Αντίθεσης). Όπως λέει ο S Zizek, «στη σημερινή αγορά(…) βρίσκουμε ένα σωρό προϊόντα από τα οποία έχουν αφαιρεθεί οι βλαβερές τους συνέπειες: καφέ χωρίς καφεΐνη, μπίρα χωρίς αλκοόλ[….], εικονικό σεξ ως σεξ χωρίς σεξ, για πόλεμο χωρίς απώλειες (από την πλευρά μας φυσικά)[…] μέχρι και για τον σημερινό ανεκτικό φιλελεύθερο πολυπολιτισμό ως μια εμπειρία του Άλλου στερημένου από την Ετερότητά του (του εξιδανικευμένου Άλλου) που χορεύει συναρπαστικούς χορούς[31].
Όμως οι "άλλοι" πολιτισμοί δεν αποτελούν απλά φολκλόρ, αποτελούν συχνά συμπυκνωμένες πολιτικές πρακτικές, παράγονται από και παράγουν πολιτική. Και όπως παρατηρεί ο Alain Badiou, «οι δηλωμένοι απόστολοι της ηθικής και του "δικαιώματος στη διαφορά" είναι εμφανώς τρομαγμένοι από τις κάπως εντονότερες διαφορές[..] Για να πούμε την αλήθεια αυτός ο περιβόητος ''άλλος'' δεν είναι εμφανίσιμος παρά μόνο εάν είναι ένας "καλός άλλος", που σημαίνει τι, αν όχι ότι είναι ο ίδιος με εμάς»[32].
Μετά το 2001, το ιδεολογικό τσιμέντο της πολυπολιτισμικότητας έχασε τη συγκολλητική του ισχύ (με τον ίδιο εκκωφαντικό κρότο που κατέρρευσαν οι Δίδυμοι Πύργοι). Οι ταυτότητες ξεκόλλησαν και η αίσθηση της οικειότητας αντικαταστάθηκε από ένα σχεδόν καθολικό αίσθημα ξενότητας. Οι άνθρωποι έχουν αρχίσει να βιώνουν αυτό που μπορεί να θεωρήσουμε ως μια ζωή χωρίς ξεκάθαρα σύνορα. Η διαφορά είναι, κατά κάποιο τρόπο διάσπαρτη, ώστε την αντιμετωπίζουμε παντού, καθημερινά. Στη σημερινή εποχή όλοι είμαστε εν δυνάμει «ξένοι στη κοινωνία των ξένων», ως υπεράριθμοι, πλεονάζον πληθυσμός, όλοι είμαστε νομάδες.
Σήμερα όλοι είμαστε νομάδες. Αυτό που βιώνουμε στην Ευρώπη -γράφει ο φιλόσοφος Waldenfels- είναι μια περίεργη αύξηση και μείωση της ξενότητας, μια αύξηση καθώς το Ξένο μας πλησιάζει όλο κα περισσότερο, μια μείωση, καθώς το Ξένο κινδυνεύει να μειωθεί σε κάτι καθημερινό και να αμβλυνθεί στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης μέχρι το σημείο που δεν θα διακρίνεται. Αλλά μαζί με το Ξένο θα καταργούσαμε και το ίδιο»[33]. Στην εποχή μας, στην καθημερινή ζωή είμαστε συνεχώς εκτεθειμένοι στο σοκ της διαφοράς: η διάκριση του οικείου από το ξένο, το διαφορετικό ή το αλλότριο έχει γίνει περισσότερο εύθραυστη παρά ποτέ. Έτσι σήμερα δε θα ήταν ο συγκεκριμμένος «άλλος», ο «εχθρός», αλλά εν δυνάμει κάθε άλλος, αντικείμενο βίαιων ενεργειών στην βαθμό που είναι ασθενέστερος από τον επιτιθέμενο και θεωρείται κατώτερος και ανυπεράσπιστος
Στην εποχή μας, η κοινωνική κατασκευή της εικόνας του εχθρού αποτελεί ξανά τη συγκολλητική ουσία των ταυτοτήτων και το αλλότριο ανακατασκευάζεται διαρκώς ως ένας τρόπος επανοριοθέτησης του οικείου.
 Κατά την δεκαετία του ’90 ο δυτικός κόσμος θεώρησε ότι η διαφορά μπορούσε να εξημερωθεί. Έτσι δοκίμασε να την αιχμαλωτίσει στο "ζαχαρωμένο κλουβί" της κατανάλωσης, να την οικειοποιηθεί ως κατοικίδιο στην αυλή του. Όμως καθώς η παγκοσμιοποίηση αγκάλιασε και ενσωμάτωσε σχεδόν όλο τον πλανήτη, καθώς δεν απέμεινε πια πολιτισμός που να μην έχει ενσωματωθεί ή έστω αλλοιωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από την επίδραση της Δύτης, δεν απέμεινε πλέον (προνεωτερικός) Ξένος, Άλλος, ριζική ετερότητα. Ή μάλλον γίναμε όλοι "ξένοι" στο εσωτερικό του κήτους του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, της ύστερης (μετά)νεωτερικότητας.
Στην ταινία «Οι άλλοι» (The Others) η ηρωίδα (Νικόλ Κίντμαν), μια μητέρα που ζει με τα δυο μικρά παιδιά της σε ένα στοιχειωμένο σπίτι στο Jersey Island ανακαλύπτει στο τέλος ότι όλοι οι οικείοι, κι αυτή η ίδια, είναι οι πραγματικοί ξένοι, φαντάσματα: ένα δυο χρόνια πριν στραγγάλισε πρώτα τα παιδιά της και μετά αυτοπυροβολήθηκε. Οι «εισβολείς» που διαταράσσουν που και που την ησυχία της είναι οι πραγματικοί άνθρωποι, πιθανοί αγοραστές που ενδιαφέρονται για το σπίτι τους[34].
Σήμερα καθώς η ανοχή γίνεται σχεδόν αβάσταχτη στις συνθήκες της ύστερης νεωτερικότητας, της παγκοσμιοποίησης και των μεγάλων κρατικών μορφωμάτων καθώς οι κοινότητες πολλαπλασιάζονται διαρκώς, καθώς εγείρουν διαφορετικές και συχνά αντιφατικές απαιτήσεις πίστης, το άτομο βρίσκεται διαρκώς σε μια κατάσταση αμφιθυμίας. Έτσι συχνά βρίσκει καταφύγιο στην "κατασκευασμένη, ενεργητική, συνειδητή εγκατάλειψη της αμφιβολίας"[35]. Εγκαταλείπει την ανοχή, που σε συνθήκες διαρκούς αβεβαιότητας μοιάζει να μετατρέπεται σε κινούμενη άμμο, και βυθίζεται στη θαλπωρή είτε του εθνικισμού είτε του θρησκευτικού φανατισμού για να ανακουφισθεί κατά κάποιο τρόπο ή ένταση των διλημμάτων που αντιμετωπίζει. Η σύγχρονη αναβίωση εθνικισμών και φονταμενταλισμών μοιάζει να σφραγίζεται από αυτή την εγκατάλειψη[36].
Και η διαφορά -η ριζική διαφορά, η εχθρότητα, το μίσος- επανέρχεται πια, αλλά από μέσα. Όπως και στην ταινία Alien, ο Ξένος, είναι ένα "Πράγμα" μέσα μας, ένα κομμάτι μας αλλά και ριζικά ξένος, η απωθημένη ετερότητα, ο Άλλος που βγαίνει από μέσα μας


[1] Για τη φυλετική σκέψη του Gobineau, βλ. κυρίως D. Biddiss, Father of Racist Ideology, The social and Political Thought of Count Gobineau, Weybright and Talley, New York 1970, επίσης George L. Mosse, Toward The Final Solution, A History of European Racism, Wisconsin Press, New York 1978 σ. 50-62. Ακόμα Γεωργίου Κυβελου Φυλετικές Θεωρίες, Ελεύθερη σκέψη, Αθήνα 1986, σελ. 9-13.
[2] Βλ. και το κλασσικό πια βιβλίο Claude Levi Strauss, Άγρια Σκέψη, μτφ. Εύα Καλπυρτζή, πρόλ.- επιμ. Άλκη Κυριακίδου Νεστορος, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα (1962) 1977, σ. 362-363.
[3] Τα αποσπάσματα από το C Levi Strauss, Φυλές και ιστορία, μτφ. Γ. Λόγγος Γ’ έκδοση, Μπάιρον xx (σελ: 13, 17, 21, 34-35, 71).
[4] Βλ Ζυλ Λιπβετσκί, Επίμετρο 1993, στο Ζυλ Λιποβετσκί, Η εποχή του κενού, Δοκίμια για τον σύγχρονο ατομικισμό (1983) μτφ. Βασίλης Τομανάς, x.x σ. 185 κε.
[5] Βλ και Πέτρου Θεοδωρίδη , Ταυτότητες και Ξένοι , στο  Πέτρου Θεοδωρίδη, Η  απατηλή υπόσχεση της αγάπης , εκδ ΕΝΕΚΕΝ .Θεσσαλονίκη ,2012. σ 133-155
[6] Για την αντίληψη της αλυσίδας της ύπαρξης που ήταν κυρίαρχη στη μεσαιωνική δύση βλ το περίφημο Α. Lovejoy The Great chain of being, Cambridge, Harvard University Press(1936)1964.
[7] Ζygmunt Bauman, Η Μετανεωτερικότητα και τα δεινά της, μτφ. Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης. Εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα (1997) 2002,σ. 230.
[8] Sylvie Mesure/Alain Renaut, Alter Ego Τα παράδοξα της Δημοκρατικής ταυτότητας, μτφ. Φροσύνη Στεφοπούλου, εκδ. Πόλις 2005, σ. 86.
[9] Georg Simmel, Περιπλάνηση στη Νεωτερικότητα, επιμ. Σπ. Γαγγας- Κ. Θ. Καλφόπουλος, μτφ Γιώργος Σαγκριώτης - Όλγα Σταθάτου, εκδ. Αλεξάνδρεια 2004, σ. 170-171.
[10] Sylvie Mesure / Alain Renaut ό.π, σ. 87,88.
[11] Sylvie Mesure / Alain Renaut, ό.π. σ. 88.
[12] Ζygmunt Bauman Μετανεωτερικότητα ο.π,σ. 46.
[13]Ζygmunt Bauman, Η Μετανεωτερικότητα, ό.π, σ. 48 .
[14] Zygmunt Bauman, Σπαταλημένες ζωές, Οι απόβλητοι της Νεωτερικότητας, μτφ. Μάρκος Καρασαρίνης, εκδ. Κατάρτι, 2005, σ. 66.
[15] Βαρθολομαίος Ντε Λας Κάζας, Σύντομη ανασκόπηση της καταστροφής των Ινδιών, μτφ. Πηνελόπη Μαξίμου, εκδ. Αίολος, 1982, σ. 70-71.
[16] Zygmunt Bauman, Σπαταλημένες ζωές, ό.π, σ. 67.
[17] Άλεξ Καλλίνικος, Ρατσισμός, Τι είναι και πως παλεύετε, εκδ. Εργατική Δημοκρατία, Αθήνα 1993, σ. 26 κ.ε.
[18] Άλεξ Καλλίνικος, Ρατσισμός, ό.π, σ. 27.
[19] Άλεξ Καλλίνικος, Ρατσισμός, ό.π, σ. 29.
[20] Άλεξ Καλλίνικος, Ρατσισμός, ό.π, σ. 30.
[21] Hannah Arrendt The Origins of Totalitarianism, Harvest/ HBJ Book, San Diego, New York, London (1951) 1986, p. 7
[22] Ζ.Bauman, Modernity and the Holocaust, Cambridge University Press, 1991, p. 35.
[23] Hannah Arrendt The Origins ο.π, p. 87.
[24] Αναφ. στο Μάικλ Ιγκνάτιεφ, Τα ανθρώπινα δικαιώματα ως πολιτική και ως ειδωλολατρία, μτφ Ελένη Αστερίου, εκδ. Καστανιώτη, (2001) 2004, σ. 100.
[25] Philip Roth, Το ανθρώπινο στίγμα, εκδ. Πόλις, επιμ. Η. Μαγκλίνης–Κ Μποτοπουλος, (2000) 2003.
[26] Για το γρήγορο πέρασμα από την καταναλωτική δημοκρατία των Δικαιωμάτων στην σύγχρονη κατάσταση έκτακτης ανάγκης και στο Ποινικό δίκαιο του εχθρού, βλ Παντελή Θεοδωρίδη.
[27] Παναγιώτης Κονδύλης, Η Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού, Από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή κι από τον φιλελευθερισμό στη μαζική Δημοκρατία, Θεμέλιο, 1991, σ. 333, 334.
[28]   Για την προβληματική αυτή του περάσματος από την καταναλωτική   ιδεολογία των ‘’ανθρωπίνων δικαιωμάτων  στην σημερινή κατάσταση έκτακτης ανάγκης και στο  Ποινικό Δίκαιο του Εχθρού , βλ Παντελή Θεοδωρίδη    Δίκαιο και Ιδεολογία. Ανθρώπινα Δικαιώματα, Κατάσταση Εξαίρεσης και Ποινικό Δίκαιο του Εχθρού (2014).
[29] Francis Fukuyama, Our Posthuman Future, Profile Books, London 2002, pp. 149-150. Αναφορά στο Slavoj Zizek, η μαριονέτα και ο νάνος, ο διαστροφικός πυρήνας του Χριστιανισμού, μτφ. Κωνσταντίνος Περέζους, εκδ. Scripta, Αθήνα 2005, ό.π, σ. 224.
[30] Zizek, η μαριονέτα και ο νάνος, ό.π, σ. 218-219.
[31] S zizek, H Μαριονέτα…, ό.π, σ. 145.
[32] Α Βadiou, Ηθική, Δοκίμιο για τη συνείδηση του Κακού, μτφ. Β. Σκολίδης-Κ. Μπόμπας , Scripta, Αθήνα1998, σ. 33.
[33] Bernhard Waldenfels, Ξενότητα, φιλοξενία και, εχθρότητα, μτφ  Ανθή Βηδενμάιερ, περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ τευχ 14 , σ.114
                      
[34] The Others, Alejandro Amenabar, 2oo1. Αναφορά στο Zizek, η μαριονέτα, ό.π, σ. 149-150.
[35] Beck U., Η επινόηση του πολιτικού, μτφ Κ. Καβουλάκος, Αθήνα, Νέα Συνορα1996, σ. 142.
[36] βλ και Πέτρου Θεοδωρίδη, Οι μεταμορφώσεις της ταυτότητας, έθνος, νεωτερικότητα και εθνικιστικός λόγος, Αντιγόνη, 2004, σ. 134.

21 Eylül 2014 Pazar

Αντώνης Λιάκος Δικαίωμα στη Μνήμη ή στη Λήθη; Μια αμφιλεγόμενη ευρωπαϊκή οδηγία tvxs



Φωτογραφία συγγραφέα
Αντώνης Λιάκος

Προωθείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σχέδιο Οδηγίας για τη ρύθμιση της νομοθεσίας προσωπικών δεδομένων, στο οποίο εμφανίζεται για πρώτη φορά επίσημα ο όρος Δικαίωμα στη Λήθη. Το σχέδιο προκάλεσε αντιδράσεις. Η Εταιρεία Γάλλων Αρχειονόμων συγκέντρωσε 51.000 υπογραφές για την ανάκληση του σχεδίου. Μαζί τους συντάσσονται Έλληνες αρχειακοί και ιστορικοί. Θα συζητήσουν για το ζήτημα αυτό στις 22 Σεπτεμβρίου στο Γαλλικό Ινστιτούτο, σε εκδήλωση με τίτλο «Δικαίωμα στη Μνήμη vs Δικαίωμα στη Λήθη».
Τα προβλήματα μνήμης, ιστορίας και λήθης, καταλαμβάνουν εδώ και περίπου τρεις δεκαετίες ολοένα και κεντρικότερη θέση στη δημόσια συζήτηση. Εκεί που κάποτε οι ιστορικές διαφωνίες συζητούνταν στο περιθώριο της δημόσιας ζωής, τώρα έχουν μετατραπεί σε πολέμους ιστορίας ή μνήμης, στο επίκεντρο της επικαιρότητας. Το διαπιστώσαμε και με το άρθρο 2 του αντιρατσιστικού, το οποίο ποινικοποιεί αρνήσεις γενοκτονιών που έχουν αναγνωριστεί από το κοινοβούλιο, διεθνούς οργανισμούς και δικαστήρια. Αν κάποτε υποτίθεται πώς οι ιστορικοί ήταν οι «φρουροί» της μνήμης, έρχεται τώρα η νομοθεσία, το κράτος και οι διεθνείς οργανισμοί να ορίσουν πώς και τι πρέπει να θυμόμαστε. Βέβαια να μην αυταπατόμαστε πως το παλαιό καθεστώς μνήμης ήταν αυθεντικότερο από το νέο. Και στις δυο περιπτώσεις η αναδρομικότητα καθορίζει και το περιεχόμενο και τη μορφή της μνήμης. Αλλά η μεταβίβαση αυτή δείχνει ότι τώρα το διακύβευμα αυτό είναι κατά πολύ μεγαλύτερο και αποφασιστικότερο σε σχέση με το παρελθόν. Η μνήμη αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους πολιτισμικούς πόρους. Ποιος και πως θα την διαχειριστεί είναι αποφασιστικό για τη συγκρότηση της ταυτότητας, του πολιτισμικού προφίλ μιας κοινωνίας, του υλικού και συμβολικού κεφαλαίου της. Παρόμοια μεγέθη υπερβαίνουν κατά πολύ την εμβέλεια και τις δυνατότητες των ιστορικών.
Η μνήμη έχει εγκατασταθεί στις σύγχρονες κοινωνίες ως απόλυτα θετική αξία, απρόσβλητη στο βάθρο της. Αυτό δεν είναι μόνο αποτέλεσμα αυτού που ονομάζεται «έκρηξη μνήμης», του γεγονότος δηλαδή ότι η ταχύτητα αλλαγής των κοινωνιών μας δημιουργεί νοσταλγία για το παρελθόν, ούτε του εκδημοκρατισμού της μνήμης, που έδωσε προτεραιότητα στα βιώματα των απλών ανθρώπων έναντι των πρωταγωνιστών, κάτι που είδαμε και στις εκδηλώσεις για τα 100χρονα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Πρόκειται για μια ευρύτερη μεταβολή νοοτροπιών. Αν κάποτε το μέλλον ήταν πηγή ελπίδας, τώρα είναι πηγή φόβων. Και όταν οι άνθρωποι στρέφουν τα νώτα τους στο μέλλον, αντικρίζουν το παρελθόν. Αλλά αυτό το παρελθόν δεν αποτελείται από γραμμική εξέλιξη, αλλά από δραματικά γεγονότα, εκτός κανονικοτήτων, τα οποία δεν έχουν ακόμη βρει τρόπο να ενταχτούν στη συνείδησή μας, και δεν μπορούν να ενταχτούν με «επιστημονικό και νηφάλιο δημόσιο διάλογο», όπως υποστήριξε πρόσφατα διακήρυξη 139 ιστορικών για το αντιρατσιστικό. Η μνήμη υποκινεί συναισθηματικές δυνάμεις πένθους και εκδίκησης, που δεν μπορούν εύκολα να τιθασευτούν από την εκλογίκευση που της επιβάλλουν οι ιστορικοί.
Αν όλοι υποκλίνονται στη μνήμη, εκείνη που φαίνεται να έχει χάσει τα δικαιώματά της είναι η λήθη. Με περισσή ευκολία την αναθεματίζουν και τη λιθοβολούν. Κι όμως, χωρίς τη λήθη δεν θα μπορούσαμε να ζούμε ειρηνικά μεταξύ μας. Ένας κόσμος με απόλυτη μνήμη, θα ήταν εφιαλτικός και αφόρητος. Όπως επίσης ένας κόσμος πλήρης λήθης δεν θα ήταν κόσμος ανθρώπινος. Οι ανθρώπινες κοινωνίες, όπως και ο ανθρώπινος ψυχισμός άλλωστε, βασίζονται σε μια καλοδουλεμένη, μέσα από το χρόνο, ισορροπία ανάμεσα στη μνήμη και στη λήθη. Ο Χ.Λ.Μπόρχες έγραψε το 1942 ένα διήγημα με τίτλο Funes el Memorioso (Φούνες ο Μνήμων). Ο Ειρηναίος Φούνες, πέφτοντας από το άλογο έμεινε παράλυτος, αλλά αντί αμνησίας απέκτησε υπερμνησία. Θυμόταν όχι μόνο το δάσος, αλλά όλα τα δένδρα, και όλα τα φύλα των δένδρων και κάθε φορά που τα είχε δει, ή τα είχε φανταστεί. «Οι αναμνήσεις δεν ήταν απλές. Κάθε εικόνα συνοδευόταν από αντιδράσεις μυϊκές, θερμικές κλπ». Μια τέτοια ζωή όμως ήταν αφόρητη, είχε καταδικαστεί σε διαρκή αϋπνία («γιατί να κοιμάσαι σημαίνει να αφαιρείσαι από τον κόσμο»). Ο Ειρηναίος πέθανε από συμφόρηση πνευμόνων, μεταφορική απόδοση της συμφόρησης από τον κατακλυσμό ενός μεγάλου όγκου από άχρηστα μνημονικά σκουπίδια. Και ο Μπόρχες καταλήγει λακωνικά: «Υποπτεύομαι εντούτοις, ότι δεν ήταν πολύ ικανός για σκέψη. Το να σκέπτεσαι σημαίνει να ξεχνάς μια διαφορά, να γενικεύεις, να αφαιρείς. Στον υπερφορτωμένο κόσμο του Φούνες δεν υπήρχε τίποτε παρά λεπτομέρειες, σχεδόν τυχαίες λεπτομέρειες».
Η αυτόματη καταγραφή από τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα κάθε λεπτομέρειας της ζωής μας, κάθε στιγμή, παντού, κινδυνεύει να μας θέσει, αν δεν μας έχει ήδη θέσει στην κατάσταση του Ειρηναίου Φούνες. Μια παρόμοια κατάσταση υπερ-ροής πληροφοριών δεν διευκολύνει τον αναστοχασμό του παρελθόντος, κάτι που υποτίθεται οφείλουν οι ιστορικοί. Στο κάτω-κάτω της γραφής, αν μια κοινωνία τα θυμάται όλα σε βάσεις δεδομένων, μεταδεδομένων, μετα-μεταδεδομένων κ.ο.κ., δεν έχει ανάγκη τους ιστορικούς. Ο Μπόρχες, στο διήγημα αυτό απηχεί την Ιστορία και Ζωή του Φ. Νίτσε, όπου «Η λήθη αποτελεί συστατικό στοιχείο κάθε πράξης». Για τη ζωή χρειάζεται όχι μόνο το φως αλλά και το σκοτάδι. Ένας άνθρωπος χωρίς λήθη θα ήταν σαν να είναι καταδικασμένος σε διαρκή αϋπνία. Στη σημερινή περίπτωση το δικαίωμα στη λήθη σημαίνει επίσης το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα (privacy). Επομένως δεν τίθεται το δίλλημα μνήμη ή λήθη, δημόσια διαφάνεια ή ιδιωτικότητα, αλλά η προσεκτική εξισορρόπησή τους. Απόλυτη κυριαρχία του δικαιώματος στη λήθη θα φτώχαινε την ιστορία. Απόλυτη κυριαρχία του δικαιώματος στη μνήμη θα καταργούσε την ιδιωτικότητα και θα ήταν σαν να θυσιάζει την κοινωνία στο Αρχείο, το ζωντανό στο νεκρό.
Το ζήτημα με την συγκεκριμένη Οδηγία, εντούτοις δεν είναι απλό επειδή η ΕΕ, που έχει παρομοιαστεί με «μειλίχιο τέρας» (H.M.Enzensberger), υφαίνει έναν νομοθετικό ιστό όπου εκείνο που φαίνεται καλό, αυτονόητο, λογικό, κανονικοποιεί, ταξινομεί, γραφειοκρατικοποιεί και τελικά καταβροχθίζει τις ελευθερίες. Είναι ένα πράγμα το δικαίωμα στη μνήμη, εντελώς διαφορετικό η καθιέρωσή του με νόμο. Όπως αντίστοιχα είναι διαφορετική η κοινωνική λειτουργία της λήθης από την νομοθετημένη επιβολή της. Επικίνδυνα παιχνίδια.
Αντώνης Λιάκος
Κατηγορία άρθρου:

19 Eylül 2014 Cuma


Σπύρος Ασδραχάς: Ο σύγχρονος καπιταλισμός δεν έχει ανάγκη τη δημοκρατία

«Χάνεις την τάξη σου αλλά δεν απαλλάσσεσαι εύκολα απ” αυτήν…»


Είναι άραγε αυτός ο πραγματικός λόγος -η αναντιστοιχία δηλαδή των υποκειμενικών με τους αντικειμενικούς όρους- που δεν μας επιτρέπουν να συνειδητοποιήσουμε τι ακριβώς συμβαίνει τα τέσσερα τελευταία χρόνια; Είναι δηλαδή η κοινωνική «απάθεια» δείγμα ενός παρατεταμένου πένθους και το έλλειμμα δυναμικής απέναντι στην τρομακτική αποδιάρθρωση του τόπου και των ανθρώπων του φυσική απόρροια του ευδαιμονικού μικροαστισμού που συνόδευσε τα μεταπολιτευτικά χρόνια; Τα ερωτήματα είναι δύσκολα όσο και οι απαντήσεις. Και γίνονται ακόμη πιο κρίσιμα όταν οι προτιμήσεις και οι πολιτικές ερμηνείες του καθενός δεν συμβαδίζουν υποχρεωτικά με τις παραδοχές του άλλου. Στην προσπάθεια να ξετυλιχθεί όσο γίνεται το πολιτικο-κοινωνικό κουβάρι, ας προσμετρηθεί η συζήτηση με τον ιστορικό Σπύρο Ασδραχά, βαθύ γνώστη της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας του τόπου. Τον ευχαριστούμε θερμά (και απ’ αυτή τη θέση), για την ευγένεια και την προθυμία του να ανταποκριθεί.

Σε πολύ κόσμο υπάρχει διάχυτη η ανησυχία ότι κάτι κακό συμβαίνει. Πιο σημαντικό απ’ ό,τι εντοπίζουν και συνειδητοποιούν οι κοινωνικές κεραίες και βεβαίως απ’ ό,τι παπαγαλίζουν οι κυβερνήσεις και οι εκπρόσωποί τους. Θα ήθελα το δικό σας εισαγωγικό σχόλιο κ. Ασδραχά…
Παρά το γεγονός ότι δεν έχω -εσχάτως- την απαιτούμενη πληροφόρηση, παρά το γεγονός ότι αγνοώ τη βιβλιογραφία που αφορά αυτό το ζήτημα, ωστόσο, επιστρατεύοντας μία ιστορική, αν θέλετε, εμπειρία είμαι απολύτως σύμφωνος ότι κάτι συμβαίνει στους ανθρώπους το οποίο όμως δεν έχει συνειδητοποιηθεί επαρκώς. Μου αρέσει να αναφέρομαι στο ελληνικό παράδειγμα.
Aπό τη στιγμή που το ελληνικό παράδειγμα χρησιμοποιείται ως πειραματόζωο η εικόνα γενικεύεται, δεν είναι έτσι;
Κι εγώ το νομίζω, με τη διαφορά ότι στον υπόλοιπο κόσμο -αναφέρομαι ειδικά στην Ευρώπη- οι κοινωνικές και πολιτικές δομές ήταν ισχυρότερες απ’ ό,τι σε μας. Δηλαδή, τα αποδιαρθρωτικά φαινόμενα ενώ συμβαίνουν κι εκεί δεν έχουν την αμεσότητα και τη σκληρότητα που έχουν σε εμάς. Γι’ αυτό το ελληνικό παράδειγμα μπορεί να θεωρηθεί ως προπομπός. Τίνος; Μένω πάλι σε κάτι που το έχω πει και με έχουν κατηγορήσει: Διά του ΣΥΡΙΖΑ δημιουργήθηκε μια συλλογικότητα η οποία καθ’ υποκείμενο δεν έχει αναχθεί σε ταξικότητα, κατ’ αντικείμενον πρόκειται για μια καινούργια ταξικότητα. Δεν υπάρχει όμως η συνειδητοποίηση αυτής της μετάβασης από τον αριθμητικά κυρίαρχο μεσαίο κόσμο. Δηλαδή, οι μικροαστοί δεν κατάλαβαν ότι είναι πλέον προλετάριοι. Έχουμε ξεχάσει τις συζητήσεις που είχαν γίνει παλαιότερα για τη διάδοση της έννοιας και της κατάστασης του προλεταριάτου όταν γινόταν λόγος για τους «ασπρογιακάδες». Πού ανήκουν αυτοί; Το φαινόμενο τώρα είναι, κατά τη γνώμη μου, εντατικότερο και εμφανέστερο. Λείπει όμως -για να χρησιμοποιήσω έναν παλαιομαρξιστικό όρο- η υποκειμενική εντύπωση του αντικειμενικού κόσμου.
Με βάση την εμπειρία της παλαιότερης Ιστορίας την οποία έχετε μελετήσει σε βάθος, υπάρχει ιστορικό προηγούμενο που να παραλληλίζεται με τη σημερινή σκοτεινή εποχή;
Θα έλεγα, χωρίς να κάνω άμεση αναγωγή στο οικονομικό, ναι υπάρχει, είναι το 1789 αλλά και το 1917.
Επαναστατικά χρόνια…
Ναι, βεβαίως, είναι επαναστατικά τα χρόνια… Η διαφορά του 1789 με το 1917 συνίσταται σε πάρα πολλά επίπεδα. Το 1789 έλειπε η συγκυρία του πολέμου η οποία λειτούργησε το 1917. Ωστόσο, το 1789 έβγαλε πληθώρα ιδεών, ορισμένες από τις οποίες μπορούμε να τις ονομάσουμε προκομμουνιστικές. Ανάλογα τέτοια στην ιστορία υπάρχουν και στην Λατινική Αμερική και αλλού… Δεν είναι ιδιαιτερότητα της εποχής μας. Εκεί που θα συμφωνήσω με την παρατήρησή σας απολύτως, είναι ότι έχει αλλάξει ο χαρακτήρας του καπιταλισμού: έγινε μετάβαση από το βιομηχανικό καπιταλισμό, δηλαδή, από την παραγωγή εμπορευμάτων μέσω εμπορευμάτων, όπως έλεγε ο Σράφα, στην κυριαρχία του τραπεζικού κεφαλαίου. Η αποδιάρθρωση έρχεται από αυτήν την κυριαρχία.
Η πληθώρα ιδεών που αναφέρατε, θεωρούνται πλέον παλιά υλικά από τον μετακαπιταλισμό των καιρών μας. Αρκούν να συνθέσουμε έναν καινούργιο κόσμο;
Ακριβώς έτσι είναι, παλιά υλικά… όπως λέτε. Και είναι επόμενο για τον εξής απλούστατο λόγο. Ο βιομηχανικός καπιταλισμός για να υπάρξει έπρεπε να υπάρχει η ελευθερία. Και η ελευθερία ταυτιζόταν με τη δημοκρατία. Ο σύγχρονος καπιταλισμός δεν έχει ανάγκη της δημοκρατίας. Το ανάλογό του είναι ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος είχαν ανάγκη της δημοκρατίας. Σήμερα βρισκόμαστε σε μια μεταλλαγή αυτού του προηγούμενου. Από τι ενισχύεται; Από το γεγονός ότι χώρες στις οποίες ήταν άγνωστη η δημοκρατία, διότι είχαν περάσει από την επανάσταση που έδινε διαφορετικό νόημα στη δημοκρατία, απολήγουν να γίνονται σήμερα καπιταλιστικές δυνάμεις, με έξεργο παράδειγμα την Κίνα. Οπότε ποιοι είναι εκείνοι που θέλουν τη δημοκρατία; Όσοι, εξ αντικειμένου -επαναλαμβάνω κι ας γίνομαι κουραστικός- θέλουν να ανατρέψουν την κυριαρχία του τραπεζικού κεφαλαίου (δεν λέω τραπεζοπιστωτικού) μένω στην ορολογία του Χίλφερντινγκ και του Λένιν. Οπότε η δημοκρατία είναι το καταφύγιο των αποδιαρθρωμένων, των καθημαγμένων. Παλιό υλικό το οποίο μπορεί να αποκτήσει καινούργια σημαινόμενα όμως.
Καμιά αντίρρηση. Άλλωστε, το θέμα της δημοκρατίας ετέθη με εξαιρετική ένταση στις συγκεντρώσεις των πλατειών, όμως η δύναμη του αντιπάλου είναι τρομακτική σε κατασταλτικό και επικοινωνιακό πεδίο.
Προφανώς κι αυτό γίνεται πιο άμεσα, πιο άγρια σε δύο περιπτώσεις. Η μία είναι η κινεζική στην οποία αναφερθήκαμε και η δεύτερη είναι οι ασθενείς οικονομίες όπως είναι η ελληνική. Οπότε οι ασθενείς και υποτελείς οικονομίες δεν έχουν κανένα λόγο να σέβονται τη δημοκρατία και αυτό που εκφράζει τη δημοκρατία που το ονομάζουμε Σύνταγμα.
Μόνο που ως «ασθενείς οικονομίες» μπορούν σήμερα να χαρακτηριστούν οι περισσότερες οικονομίες της γερασμένης Ευρώπης.
Υπάρχει μια διαφοροποίηση. Υπάρχει παραγωγική βάση στην Ιταλία π.χ. που δεν έχει καμιά σχέση με τη δική μας. Υπάρχει αντίστοιχη στην Ισπανία. Δεν είναι μονάχα οι «φούσκες» των οικοδομών, είναι κι άλλα πράγματα. Στην Ελλάδα τα φαινόμενα είναι πιο υποτονικά. Γι’ αυτό και οι αντιθέσεις και οι εκρήξεις είναι πολύ εντονότερες…
Για τις κοινωνικές εκρήξεις έγινε πολύς λόγος αλλά δεν τις είδαμε ακόμη…
Απολύτως σύμφωνοι. Αυτό συνέβη λόγω του εξυποκειμενισμού των αντικειμενικών σχέσεων και όρων. Σ’ αυτό οφείλεται. Είναι διδακτικό να μελετούμε τη Νεότερη Ιστορία της Ελλάδας. 1821: Εποχή απόλυτης κυριαρχίας της Ιεράς Συμμαχίας κι όμως γίνεται μια επανάσταση. Ελληνοϊταλικός Πόλεμος αργότερα, μια έκπληξη: όταν η Ευρώπη κοιτάζει να ανασυγκροτηθεί εμείς κάνουμε εμφύλιο πόλεμο. Αν επιμένω στο ελληνικό παράδειγμα και στην ιστορία του είναι για να δείξω την αιχμή, αυτό που έλεγε ο Γκράμσι αναφερόμενος στη Σαρδηνία: Ότι στις φτωχές χώρες, στις φτωχές οικονομίες οι αντιθέσεις είναι οξύτερες. Πως πάμε για αλλαγή υποδείγματος είναι γεγονός. To θέμα είναι ότι υπάρχει η ιστορική τάρα που έχει δύο σκέλη: Την κατάρρευση του σοβιετικού μοντέλου και τον εκφυλισμό της μήτρας του μοντέλου αυτού που ήταν η σοσιαλδημοκρατία.
Επανέρχομαι στην αναντιστοιχία των υποκειμενικών με τους αντικειμενικούς όρους. Ισχυρίζεστε ότι ο κόσμος λόγω μικροαστισμού παραμένει απαθής γιατί δεν έχει καταλάβει ακόμη τι του έχει συμβεί… Είναι μόνο αυτό ή μήπως και η Αριστερά δεν έχει συνειδητοποιήσει επαρκώς την αλλαγή υποδείγματος, την κοινωνική συντριβή που συνεπάγεται ή αν την έχει συνειδητοποιήσει δεν καταφέρνει να την εκφωνήσει με πειστικό τρόπο;
Αν το εκφωνούσε θα ήταν μειοψηφική…

Μα στις πολιτικά κρίσιμες στιγμές κερδίζει αυτός που συμμερίζεται την οργή αλλά και το φρόνημα του λαού που συνθλίβεται…
Ναι, βεβαίως, εάν η απόληξη είναι η επανάσταση, εάν η απόληξη είναι οι εκλογές τα πράγματα διαφέρουν. Για να θυμίσω τον Ζαχαριάδη όταν έκανε λόγο για… μικροαστικές βιασύνες.
Άρα μου λέτε ότι συνειδητά δεν επιδιώκουμε τη δημιουργία λαϊκής δυναμικής διότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε επανάσταση. Είναι έτσι ή ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να σκέφτεται ως κόμμα του 4 κι όχι του 30%;
Αυτό συμβαίνει αλλά από την άλλη μεριά ο ΣΥΡΙΖΑ έχει συνειδητοποιήσει ότι λόγω της αποδιάρθρωσης έγινε το σχετικά πλειοψηφούν κόμμα. Αυτή η διαπίστωση θέτει άλλα καθήκοντα, κι ενισχύει οπωσδήποτε και κάποιους φόβους. Αν π.χ. μιλούσε με επαναστατικό λόγο τότε θα επανερχόταν στο 4%, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όταν είχε 4% εξέφερε επαναστατικό λόγο, όχι.
Ίσως να κάνω λάθος αλλά εάν αφουγκραζόταν σε βάθος την κοινωνική αγωνία νομίζω ότι το φαινόμενο Χρυσή Αυγή δεν θα είχε πάρει τις διαστάσεις που βλέπουμε…
Αχ, εκεί να θυμίσω το Λεωφορείον ο Πόθος. Χάνεις την τάξη σου αλλά δεν απαλλάσσεσαι απ’ αυτήν. Η Ακροδεξιά δεν είναι ούτε σημερινό ούτε ελληνικό φαινόμενο. Ο φασισμός, ο εθνικοσοσιαλισμός -με εξαίρεση το ισπανικό παράδειγμα- η Ακροδεξιά, αλλά και οι δικτατορίες έχουν βαθιές ρίζες στην Ελλάδα. Δείτε την ανταπόκριση που είχε ο Μεταξάς.
Όμως παράδοση ναζισμού δεν είχαμε…
Δεν είχαμε λόγω παλατιού. Εάν τον Μεταξά δεν τον είχε επιβάλλει το παλάτι και γινόταν δικτάτορας μέσα από άλλους δρόμους, θα εξέφραζε φασιστικό λόγο ιταλικού τύπου.
Τον κόσμο που ενίσχυσε τη Χ.Α. γιατί δεν τον επηρεάσαμε εμείς;
Σάμπως κερδίσαμε τους ταγματασφαλίτες;
Μου φαίνεται λίγο απλοϊκή η απάντησή σας. Δεν μιλώ για τον ηγετικό πυρήνα της Χ.Α. και την αδιαμφισβήτητη χιτλερική ιδεολογία του αλλά για το κομμάτι εκείνο των φτωχών, περιθωριοποιημένων νέων ανθρώπων που βρήκε απήχηση ο… δήθεν «αντισυστημικός» της λόγος.
Είναι επόμενο η Χ.Α. να έχει απήχηση στις νεότερες γενιές που δεν έχουν την αγωγή, το μορφωτικό επίπεδο και την πολιτική εμπειρία παρά μονάχα την αγανάκτηση και την απόρριψη του παρόντος συστήματος. Είναι μια αντιστροφή της έννοιας της πρωτόγονης επανάστασης, αντιστροφή όμως…
Επόμενο, δεν έπρεπε να είναι και η μεγέθυνση της απήχησης της Αριστεράς, ως προς τη δυναμική εννοώ κι όχι ως προς τα ποσοστά; Γιατί δεν είδαμε φαινόμενα ανάλογα του ΕΑΜ ή ακόμη και της ΠΑΣΟΚικής δυναμικής της δεκαετίας του ’80 στο δικό μας το χώρο;
Θα συμφωνήσω με μια παρατήρηση, ως προς το ΕΑΜ. Υπάρχει μια διαφορά. Τότε ο εχθρός ήταν ορατός και συγκεκριμένος. Τα αποτελέσματα της κατάκτησης ήταν ορατά και συγκεκριμένα. Εδώ ο εχθρός είναι αθέατος. Ως προς την αναφορά σας στο ξεκίνημα του ΠΑΣΟΚ και την τεράστια δυναμική, ας μη ξεχνάμε ότι αυτή δημιουργείται σε μια εποχή που οι άνθρωποι του ΕΑΜ δεν έχουν πεθάνει, τη δυναμική αυτοί οι άνθρωποι την εξέφρασαν, αφού συντριπτικό τμήμα των ΕΑΜιτών και της μεταπολιτευτικής ΕΔΑ εντάχθηκε στο ΠΑΣΟΚ.
Μήπως, όμως, τώρα υπάρχει κι ένας αθέατος «εσωτερικός εχθρός» που έχει να κάνει με τη μεσοαστικοποίηση της ίδιας της αριστεράς;
Οι μεσοαστοί και οι μικροαστοί πώς μπορούν να ξεπεράσουν εύκολα τη συνθήκη της τάξης τους; Επανερχόμαστε σε αυτό που σας είπα λίγο πριν, στην αναζήτηση καινούργιας ταξικότητας.
Η οποία είναι και δική μας υπόθεση: Ή θα καταφέρουμε να προσελκύσουμε τα λαϊκά φτωχοποιημένα στρώματα είτε θα το κάνουν άλλοι. Η κοινωνία θα βρει κάποια διέξοδο, δεν είναι έτσι;
Φυσικά θα βρει. Ελπίζω να μη τη βρει στην κατεύθυνση της Ακροδεξιάς και του φασισμού. Δεν αρκεί όμως να μιλάμε μόνο για τις ευθύνες της Αριστεράς. Υπάρχουν και οι ευθύνες των θυμάτων της αποδιάρθρωσης. Ε, κι αυτοί κάτι πρέπει να κάνουν.
Σε πρόσφατη συνέντευξή σας είπατε ότι δεν βλέπετε ως πιθανό παρελκόμενο της χρεοκοπίας την εδαφική απώλεια, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε πόλεμο. Πόθεν η σιγουριά;
Διότι νομίζω ότι έχουν βρει το φάρμακο…
Ποιο είναι;
Το ξεπούλημα. Αν γίνει απόσπαση μέρους της επικρατείας αυτό θα συνενώσει τους Έλληνες. Το ξέρουν πολύ καλά γι’ αυτό και ακολουθούν άλλες μεθόδους. Αν λέγαμε ότι το αντίστοιχο του ξεπουλήματος είναι η απόσπαση μέρους της επικρατείας τότε έχω την εντύπωση ότι θα κερδίζαμε. Φοβάμαι ότι αυτές τις ρηξικέλευθες διατυπώσεις τις αποφεύγουμε από καθαρό τακτικισμό. Εγώ δεν είμαι σύμφωνος, θεωρώ ότι πρέπει να πούμε καθαρά στον κόσμο ότι το ξεπούλημα είναι ένας τρόπος για να αποφευχθεί αυτό που θα τους ανατρέψει και που δεν είναι άλλο από την απόσπαση τμήματος της επικρατείας, κι αυτό ανεξάρτητα απ’ τις προθέσεις, την ιδεολογία και -θα πρόσθετα- τον κεκτημένο πατριωτισμό όσων ασκούν εξουσία. Πέρα απ’ όλα αυτά, ας υπομνήσουμε ότι: Κάθε φορά που πάει να γίνει κάτι καλό σε αυτόν τον τόπο οι δυνάμεις της αδράνειας αποδεικνύονται πολύ ισχυρές, δυστυχώς…
- See more at: http://left.gr/news/spyros-asdrahas-o-syghronos-kapitalismos-den-ehei-anagki-ti-dimokratia#sthash.DN8ETAth.8hHYHDUc.dpuf

Σπύρος Ασδραχάς: Ο σύγχρονος καπιταλισμός δεν έχει ανάγκη τη δημοκρατία

«Χάνεις την τάξη σου αλλά δεν απαλλάσσεσαι εύκολα απ” αυτήν…»


Είναι άραγε αυτός ο πραγματικός λόγος -η αναντιστοιχία δηλαδή των υποκειμενικών με τους αντικειμενικούς όρους- που δεν μας επιτρέπουν να συνειδητοποιήσουμε τι ακριβώς συμβαίνει τα τέσσερα τελευταία χρόνια; Είναι δηλαδή η κοινωνική «απάθεια» δείγμα ενός παρατεταμένου πένθους και το έλλειμμα δυναμικής απέναντι στην τρομακτική αποδιάρθρωση του τόπου και των ανθρώπων του φυσική απόρροια του ευδαιμονικού μικροαστισμού που συνόδευσε τα μεταπολιτευτικά χρόνια; Τα ερωτήματα είναι δύσκολα όσο και οι απαντήσεις. Και γίνονται ακόμη πιο κρίσιμα όταν οι προτιμήσεις και οι πολιτικές ερμηνείες του καθενός δεν συμβαδίζουν υποχρεωτικά με τις παραδοχές του άλλου. Στην προσπάθεια να ξετυλιχθεί όσο γίνεται το πολιτικο-κοινωνικό κουβάρι, ας προσμετρηθεί η συζήτηση με τον ιστορικό Σπύρο Ασδραχά, βαθύ γνώστη της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας του τόπου. Τον ευχαριστούμε θερμά (και απ’ αυτή τη θέση), για την ευγένεια και την προθυμία του να ανταποκριθεί.

Σε πολύ κόσμο υπάρχει διάχυτη η ανησυχία ότι κάτι κακό συμβαίνει. Πιο σημαντικό απ’ ό,τι εντοπίζουν και συνειδητοποιούν οι κοινωνικές κεραίες και βεβαίως απ’ ό,τι παπαγαλίζουν οι κυβερνήσεις και οι εκπρόσωποί τους. Θα ήθελα το δικό σας εισαγωγικό σχόλιο κ. Ασδραχά…
Παρά το γεγονός ότι δεν έχω -εσχάτως- την απαιτούμενη πληροφόρηση, παρά το γεγονός ότι αγνοώ τη βιβλιογραφία που αφορά αυτό το ζήτημα, ωστόσο, επιστρατεύοντας μία ιστορική, αν θέλετε, εμπειρία είμαι απολύτως σύμφωνος ότι κάτι συμβαίνει στους ανθρώπους το οποίο όμως δεν έχει συνειδητοποιηθεί επαρκώς. Μου αρέσει να αναφέρομαι στο ελληνικό παράδειγμα.
Aπό τη στιγμή που το ελληνικό παράδειγμα χρησιμοποιείται ως πειραματόζωο η εικόνα γενικεύεται, δεν είναι έτσι;
Κι εγώ το νομίζω, με τη διαφορά ότι στον υπόλοιπο κόσμο -αναφέρομαι ειδικά στην Ευρώπη- οι κοινωνικές και πολιτικές δομές ήταν ισχυρότερες απ’ ό,τι σε μας. Δηλαδή, τα αποδιαρθρωτικά φαινόμενα ενώ συμβαίνουν κι εκεί δεν έχουν την αμεσότητα και τη σκληρότητα που έχουν σε εμάς. Γι’ αυτό το ελληνικό παράδειγμα μπορεί να θεωρηθεί ως προπομπός. Τίνος; Μένω πάλι σε κάτι που το έχω πει και με έχουν κατηγορήσει: Διά του ΣΥΡΙΖΑ δημιουργήθηκε μια συλλογικότητα η οποία καθ’ υποκείμενο δεν έχει αναχθεί σε ταξικότητα, κατ’ αντικείμενον πρόκειται για μια καινούργια ταξικότητα. Δεν υπάρχει όμως η συνειδητοποίηση αυτής της μετάβασης από τον αριθμητικά κυρίαρχο μεσαίο κόσμο. Δηλαδή, οι μικροαστοί δεν κατάλαβαν ότι είναι πλέον προλετάριοι. Έχουμε ξεχάσει τις συζητήσεις που είχαν γίνει παλαιότερα για τη διάδοση της έννοιας και της κατάστασης του προλεταριάτου όταν γινόταν λόγος για τους «ασπρογιακάδες». Πού ανήκουν αυτοί; Το φαινόμενο τώρα είναι, κατά τη γνώμη μου, εντατικότερο και εμφανέστερο. Λείπει όμως -για να χρησιμοποιήσω έναν παλαιομαρξιστικό όρο- η υποκειμενική εντύπωση του αντικειμενικού κόσμου.
Με βάση την εμπειρία της παλαιότερης Ιστορίας την οποία έχετε μελετήσει σε βάθος, υπάρχει ιστορικό προηγούμενο που να παραλληλίζεται με τη σημερινή σκοτεινή εποχή;
Θα έλεγα, χωρίς να κάνω άμεση αναγωγή στο οικονομικό, ναι υπάρχει, είναι το 1789 αλλά και το 1917.
Επαναστατικά χρόνια…
Ναι, βεβαίως, είναι επαναστατικά τα χρόνια… Η διαφορά του 1789 με το 1917 συνίσταται σε πάρα πολλά επίπεδα. Το 1789 έλειπε η συγκυρία του πολέμου η οποία λειτούργησε το 1917. Ωστόσο, το 1789 έβγαλε πληθώρα ιδεών, ορισμένες από τις οποίες μπορούμε να τις ονομάσουμε προκομμουνιστικές. Ανάλογα τέτοια στην ιστορία υπάρχουν και στην Λατινική Αμερική και αλλού… Δεν είναι ιδιαιτερότητα της εποχής μας. Εκεί που θα συμφωνήσω με την παρατήρησή σας απολύτως, είναι ότι έχει αλλάξει ο χαρακτήρας του καπιταλισμού: έγινε μετάβαση από το βιομηχανικό καπιταλισμό, δηλαδή, από την παραγωγή εμπορευμάτων μέσω εμπορευμάτων, όπως έλεγε ο Σράφα, στην κυριαρχία του τραπεζικού κεφαλαίου. Η αποδιάρθρωση έρχεται από αυτήν την κυριαρχία.
Η πληθώρα ιδεών που αναφέρατε, θεωρούνται πλέον παλιά υλικά από τον μετακαπιταλισμό των καιρών μας. Αρκούν να συνθέσουμε έναν καινούργιο κόσμο;
Ακριβώς έτσι είναι, παλιά υλικά… όπως λέτε. Και είναι επόμενο για τον εξής απλούστατο λόγο. Ο βιομηχανικός καπιταλισμός για να υπάρξει έπρεπε να υπάρχει η ελευθερία. Και η ελευθερία ταυτιζόταν με τη δημοκρατία. Ο σύγχρονος καπιταλισμός δεν έχει ανάγκη της δημοκρατίας. Το ανάλογό του είναι ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος είχαν ανάγκη της δημοκρατίας. Σήμερα βρισκόμαστε σε μια μεταλλαγή αυτού του προηγούμενου. Από τι ενισχύεται; Από το γεγονός ότι χώρες στις οποίες ήταν άγνωστη η δημοκρατία, διότι είχαν περάσει από την επανάσταση που έδινε διαφορετικό νόημα στη δημοκρατία, απολήγουν να γίνονται σήμερα καπιταλιστικές δυνάμεις, με έξεργο παράδειγμα την Κίνα. Οπότε ποιοι είναι εκείνοι που θέλουν τη δημοκρατία; Όσοι, εξ αντικειμένου -επαναλαμβάνω κι ας γίνομαι κουραστικός- θέλουν να ανατρέψουν την κυριαρχία του τραπεζικού κεφαλαίου (δεν λέω τραπεζοπιστωτικού) μένω στην ορολογία του Χίλφερντινγκ και του Λένιν. Οπότε η δημοκρατία είναι το καταφύγιο των αποδιαρθρωμένων, των καθημαγμένων. Παλιό υλικό το οποίο μπορεί να αποκτήσει καινούργια σημαινόμενα όμως.
Καμιά αντίρρηση. Άλλωστε, το θέμα της δημοκρατίας ετέθη με εξαιρετική ένταση στις συγκεντρώσεις των πλατειών, όμως η δύναμη του αντιπάλου είναι τρομακτική σε κατασταλτικό και επικοινωνιακό πεδίο.
Προφανώς κι αυτό γίνεται πιο άμεσα, πιο άγρια σε δύο περιπτώσεις. Η μία είναι η κινεζική στην οποία αναφερθήκαμε και η δεύτερη είναι οι ασθενείς οικονομίες όπως είναι η ελληνική. Οπότε οι ασθενείς και υποτελείς οικονομίες δεν έχουν κανένα λόγο να σέβονται τη δημοκρατία και αυτό που εκφράζει τη δημοκρατία που το ονομάζουμε Σύνταγμα.
Μόνο που ως «ασθενείς οικονομίες» μπορούν σήμερα να χαρακτηριστούν οι περισσότερες οικονομίες της γερασμένης Ευρώπης.
Υπάρχει μια διαφοροποίηση. Υπάρχει παραγωγική βάση στην Ιταλία π.χ. που δεν έχει καμιά σχέση με τη δική μας. Υπάρχει αντίστοιχη στην Ισπανία. Δεν είναι μονάχα οι «φούσκες» των οικοδομών, είναι κι άλλα πράγματα. Στην Ελλάδα τα φαινόμενα είναι πιο υποτονικά. Γι’ αυτό και οι αντιθέσεις και οι εκρήξεις είναι πολύ εντονότερες…
Για τις κοινωνικές εκρήξεις έγινε πολύς λόγος αλλά δεν τις είδαμε ακόμη…
Απολύτως σύμφωνοι. Αυτό συνέβη λόγω του εξυποκειμενισμού των αντικειμενικών σχέσεων και όρων. Σ’ αυτό οφείλεται. Είναι διδακτικό να μελετούμε τη Νεότερη Ιστορία της Ελλάδας. 1821: Εποχή απόλυτης κυριαρχίας της Ιεράς Συμμαχίας κι όμως γίνεται μια επανάσταση. Ελληνοϊταλικός Πόλεμος αργότερα, μια έκπληξη: όταν η Ευρώπη κοιτάζει να ανασυγκροτηθεί εμείς κάνουμε εμφύλιο πόλεμο. Αν επιμένω στο ελληνικό παράδειγμα και στην ιστορία του είναι για να δείξω την αιχμή, αυτό που έλεγε ο Γκράμσι αναφερόμενος στη Σαρδηνία: Ότι στις φτωχές χώρες, στις φτωχές οικονομίες οι αντιθέσεις είναι οξύτερες. Πως πάμε για αλλαγή υποδείγματος είναι γεγονός. To θέμα είναι ότι υπάρχει η ιστορική τάρα που έχει δύο σκέλη: Την κατάρρευση του σοβιετικού μοντέλου και τον εκφυλισμό της μήτρας του μοντέλου αυτού που ήταν η σοσιαλδημοκρατία.
Επανέρχομαι στην αναντιστοιχία των υποκειμενικών με τους αντικειμενικούς όρους. Ισχυρίζεστε ότι ο κόσμος λόγω μικροαστισμού παραμένει απαθής γιατί δεν έχει καταλάβει ακόμη τι του έχει συμβεί… Είναι μόνο αυτό ή μήπως και η Αριστερά δεν έχει συνειδητοποιήσει επαρκώς την αλλαγή υποδείγματος, την κοινωνική συντριβή που συνεπάγεται ή αν την έχει συνειδητοποιήσει δεν καταφέρνει να την εκφωνήσει με πειστικό τρόπο;
Αν το εκφωνούσε θα ήταν μειοψηφική…

Μα στις πολιτικά κρίσιμες στιγμές κερδίζει αυτός που συμμερίζεται την οργή αλλά και το φρόνημα του λαού που συνθλίβεται…
Ναι, βεβαίως, εάν η απόληξη είναι η επανάσταση, εάν η απόληξη είναι οι εκλογές τα πράγματα διαφέρουν. Για να θυμίσω τον Ζαχαριάδη όταν έκανε λόγο για… μικροαστικές βιασύνες.
Άρα μου λέτε ότι συνειδητά δεν επιδιώκουμε τη δημιουργία λαϊκής δυναμικής διότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε επανάσταση. Είναι έτσι ή ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να σκέφτεται ως κόμμα του 4 κι όχι του 30%;
Αυτό συμβαίνει αλλά από την άλλη μεριά ο ΣΥΡΙΖΑ έχει συνειδητοποιήσει ότι λόγω της αποδιάρθρωσης έγινε το σχετικά πλειοψηφούν κόμμα. Αυτή η διαπίστωση θέτει άλλα καθήκοντα, κι ενισχύει οπωσδήποτε και κάποιους φόβους. Αν π.χ. μιλούσε με επαναστατικό λόγο τότε θα επανερχόταν στο 4%, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όταν είχε 4% εξέφερε επαναστατικό λόγο, όχι.
Ίσως να κάνω λάθος αλλά εάν αφουγκραζόταν σε βάθος την κοινωνική αγωνία νομίζω ότι το φαινόμενο Χρυσή Αυγή δεν θα είχε πάρει τις διαστάσεις που βλέπουμε…
Αχ, εκεί να θυμίσω το Λεωφορείον ο Πόθος. Χάνεις την τάξη σου αλλά δεν απαλλάσσεσαι απ’ αυτήν. Η Ακροδεξιά δεν είναι ούτε σημερινό ούτε ελληνικό φαινόμενο. Ο φασισμός, ο εθνικοσοσιαλισμός -με εξαίρεση το ισπανικό παράδειγμα- η Ακροδεξιά, αλλά και οι δικτατορίες έχουν βαθιές ρίζες στην Ελλάδα. Δείτε την ανταπόκριση που είχε ο Μεταξάς.
Όμως παράδοση ναζισμού δεν είχαμε…
Δεν είχαμε λόγω παλατιού. Εάν τον Μεταξά δεν τον είχε επιβάλλει το παλάτι και γινόταν δικτάτορας μέσα από άλλους δρόμους, θα εξέφραζε φασιστικό λόγο ιταλικού τύπου.
Τον κόσμο που ενίσχυσε τη Χ.Α. γιατί δεν τον επηρεάσαμε εμείς;
Σάμπως κερδίσαμε τους ταγματασφαλίτες;
Μου φαίνεται λίγο απλοϊκή η απάντησή σας. Δεν μιλώ για τον ηγετικό πυρήνα της Χ.Α. και την αδιαμφισβήτητη χιτλερική ιδεολογία του αλλά για το κομμάτι εκείνο των φτωχών, περιθωριοποιημένων νέων ανθρώπων που βρήκε απήχηση ο… δήθεν «αντισυστημικός» της λόγος.
Είναι επόμενο η Χ.Α. να έχει απήχηση στις νεότερες γενιές που δεν έχουν την αγωγή, το μορφωτικό επίπεδο και την πολιτική εμπειρία παρά μονάχα την αγανάκτηση και την απόρριψη του παρόντος συστήματος. Είναι μια αντιστροφή της έννοιας της πρωτόγονης επανάστασης, αντιστροφή όμως…
Επόμενο, δεν έπρεπε να είναι και η μεγέθυνση της απήχησης της Αριστεράς, ως προς τη δυναμική εννοώ κι όχι ως προς τα ποσοστά; Γιατί δεν είδαμε φαινόμενα ανάλογα του ΕΑΜ ή ακόμη και της ΠΑΣΟΚικής δυναμικής της δεκαετίας του ’80 στο δικό μας το χώρο;
Θα συμφωνήσω με μια παρατήρηση, ως προς το ΕΑΜ. Υπάρχει μια διαφορά. Τότε ο εχθρός ήταν ορατός και συγκεκριμένος. Τα αποτελέσματα της κατάκτησης ήταν ορατά και συγκεκριμένα. Εδώ ο εχθρός είναι αθέατος. Ως προς την αναφορά σας στο ξεκίνημα του ΠΑΣΟΚ και την τεράστια δυναμική, ας μη ξεχνάμε ότι αυτή δημιουργείται σε μια εποχή που οι άνθρωποι του ΕΑΜ δεν έχουν πεθάνει, τη δυναμική αυτοί οι άνθρωποι την εξέφρασαν, αφού συντριπτικό τμήμα των ΕΑΜιτών και της μεταπολιτευτικής ΕΔΑ εντάχθηκε στο ΠΑΣΟΚ.
Μήπως, όμως, τώρα υπάρχει κι ένας αθέατος «εσωτερικός εχθρός» που έχει να κάνει με τη μεσοαστικοποίηση της ίδιας της αριστεράς;
Οι μεσοαστοί και οι μικροαστοί πώς μπορούν να ξεπεράσουν εύκολα τη συνθήκη της τάξης τους; Επανερχόμαστε σε αυτό που σας είπα λίγο πριν, στην αναζήτηση καινούργιας ταξικότητας.
Η οποία είναι και δική μας υπόθεση: Ή θα καταφέρουμε να προσελκύσουμε τα λαϊκά φτωχοποιημένα στρώματα είτε θα το κάνουν άλλοι. Η κοινωνία θα βρει κάποια διέξοδο, δεν είναι έτσι;
Φυσικά θα βρει. Ελπίζω να μη τη βρει στην κατεύθυνση της Ακροδεξιάς και του φασισμού. Δεν αρκεί όμως να μιλάμε μόνο για τις ευθύνες της Αριστεράς. Υπάρχουν και οι ευθύνες των θυμάτων της αποδιάρθρωσης. Ε, κι αυτοί κάτι πρέπει να κάνουν.
Σε πρόσφατη συνέντευξή σας είπατε ότι δεν βλέπετε ως πιθανό παρελκόμενο της χρεοκοπίας την εδαφική απώλεια, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε πόλεμο. Πόθεν η σιγουριά;
Διότι νομίζω ότι έχουν βρει το φάρμακο…
Ποιο είναι;
Το ξεπούλημα. Αν γίνει απόσπαση μέρους της επικρατείας αυτό θα συνενώσει τους Έλληνες. Το ξέρουν πολύ καλά γι’ αυτό και ακολουθούν άλλες μεθόδους. Αν λέγαμε ότι το αντίστοιχο του ξεπουλήματος είναι η απόσπαση μέρους της επικρατείας τότε έχω την εντύπωση ότι θα κερδίζαμε. Φοβάμαι ότι αυτές τις ρηξικέλευθες διατυπώσεις τις αποφεύγουμε από καθαρό τακτικισμό. Εγώ δεν είμαι σύμφωνος, θεωρώ ότι πρέπει να πούμε καθαρά στον κόσμο ότι το ξεπούλημα είναι ένας τρόπος για να αποφευχθεί αυτό που θα τους ανατρέψει και που δεν είναι άλλο από την απόσπαση τμήματος της επικρατείας, κι αυτό ανεξάρτητα απ’ τις προθέσεις, την ιδεολογία και -θα πρόσθετα- τον κεκτημένο πατριωτισμό όσων ασκούν εξουσία. Πέρα απ’ όλα αυτά, ας υπομνήσουμε ότι: Κάθε φορά που πάει να γίνει κάτι καλό σε αυτόν τον τόπο οι δυνάμεις της αδράνειας αποδεικνύονται πολύ ισχυρές, δυστυχώς…
- See more at: http://left.gr/news/spyros-asdrahas-o-syghronos-kapitalismos-den-ehei-anagki-ti-dimokratia#sthash.DN8ETAth.8hHYHDUc.dpuf

Σπύρος Ασδραχάς: Ο σύγχρονος καπιταλισμός δεν έχει ανάγκη τη δημοκρατία

«Χάνεις την τάξη σου αλλά δεν απαλλάσσεσαι εύκολα απ” αυτήν…»


Είναι άραγε αυτός ο πραγματικός λόγος -η αναντιστοιχία δηλαδή των υποκειμενικών με τους αντικειμενικούς όρους- που δεν μας επιτρέπουν να συνειδητοποιήσουμε τι ακριβώς συμβαίνει τα τέσσερα τελευταία χρόνια; Είναι δηλαδή η κοινωνική «απάθεια» δείγμα ενός παρατεταμένου πένθους και το έλλειμμα δυναμικής απέναντι στην τρομακτική αποδιάρθρωση του τόπου και των ανθρώπων του φυσική απόρροια του ευδαιμονικού μικροαστισμού που συνόδευσε τα μεταπολιτευτικά χρόνια; Τα ερωτήματα είναι δύσκολα όσο και οι απαντήσεις. Και γίνονται ακόμη πιο κρίσιμα όταν οι προτιμήσεις και οι πολιτικές ερμηνείες του καθενός δεν συμβαδίζουν υποχρεωτικά με τις παραδοχές του άλλου. Στην προσπάθεια να ξετυλιχθεί όσο γίνεται το πολιτικο-κοινωνικό κουβάρι, ας προσμετρηθεί η συζήτηση με τον ιστορικό Σπύρο Ασδραχά, βαθύ γνώστη της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας του τόπου. Τον ευχαριστούμε θερμά (και απ’ αυτή τη θέση), για την ευγένεια και την προθυμία του να ανταποκριθεί.

Σε πολύ κόσμο υπάρχει διάχυτη η ανησυχία ότι κάτι κακό συμβαίνει. Πιο σημαντικό απ’ ό,τι εντοπίζουν και συνειδητοποιούν οι κοινωνικές κεραίες και βεβαίως απ’ ό,τι παπαγαλίζουν οι κυβερνήσεις και οι εκπρόσωποί τους. Θα ήθελα το δικό σας εισαγωγικό σχόλιο κ. Ασδραχά…
Παρά το γεγονός ότι δεν έχω -εσχάτως- την απαιτούμενη πληροφόρηση, παρά το γεγονός ότι αγνοώ τη βιβλιογραφία που αφορά αυτό το ζήτημα, ωστόσο, επιστρατεύοντας μία ιστορική, αν θέλετε, εμπειρία είμαι απολύτως σύμφωνος ότι κάτι συμβαίνει στους ανθρώπους το οποίο όμως δεν έχει συνειδητοποιηθεί επαρκώς. Μου αρέσει να αναφέρομαι στο ελληνικό παράδειγμα.
Aπό τη στιγμή που το ελληνικό παράδειγμα χρησιμοποιείται ως πειραματόζωο η εικόνα γενικεύεται, δεν είναι έτσι;
Κι εγώ το νομίζω, με τη διαφορά ότι στον υπόλοιπο κόσμο -αναφέρομαι ειδικά στην Ευρώπη- οι κοινωνικές και πολιτικές δομές ήταν ισχυρότερες απ’ ό,τι σε μας. Δηλαδή, τα αποδιαρθρωτικά φαινόμενα ενώ συμβαίνουν κι εκεί δεν έχουν την αμεσότητα και τη σκληρότητα που έχουν σε εμάς. Γι’ αυτό το ελληνικό παράδειγμα μπορεί να θεωρηθεί ως προπομπός. Τίνος; Μένω πάλι σε κάτι που το έχω πει και με έχουν κατηγορήσει: Διά του ΣΥΡΙΖΑ δημιουργήθηκε μια συλλογικότητα η οποία καθ’ υποκείμενο δεν έχει αναχθεί σε ταξικότητα, κατ’ αντικείμενον πρόκειται για μια καινούργια ταξικότητα. Δεν υπάρχει όμως η συνειδητοποίηση αυτής της μετάβασης από τον αριθμητικά κυρίαρχο μεσαίο κόσμο. Δηλαδή, οι μικροαστοί δεν κατάλαβαν ότι είναι πλέον προλετάριοι. Έχουμε ξεχάσει τις συζητήσεις που είχαν γίνει παλαιότερα για τη διάδοση της έννοιας και της κατάστασης του προλεταριάτου όταν γινόταν λόγος για τους «ασπρογιακάδες». Πού ανήκουν αυτοί; Το φαινόμενο τώρα είναι, κατά τη γνώμη μου, εντατικότερο και εμφανέστερο. Λείπει όμως -για να χρησιμοποιήσω έναν παλαιομαρξιστικό όρο- η υποκειμενική εντύπωση του αντικειμενικού κόσμου.
Με βάση την εμπειρία της παλαιότερης Ιστορίας την οποία έχετε μελετήσει σε βάθος, υπάρχει ιστορικό προηγούμενο που να παραλληλίζεται με τη σημερινή σκοτεινή εποχή;
Θα έλεγα, χωρίς να κάνω άμεση αναγωγή στο οικονομικό, ναι υπάρχει, είναι το 1789 αλλά και το 1917.
Επαναστατικά χρόνια…
Ναι, βεβαίως, είναι επαναστατικά τα χρόνια… Η διαφορά του 1789 με το 1917 συνίσταται σε πάρα πολλά επίπεδα. Το 1789 έλειπε η συγκυρία του πολέμου η οποία λειτούργησε το 1917. Ωστόσο, το 1789 έβγαλε πληθώρα ιδεών, ορισμένες από τις οποίες μπορούμε να τις ονομάσουμε προκομμουνιστικές. Ανάλογα τέτοια στην ιστορία υπάρχουν και στην Λατινική Αμερική και αλλού… Δεν είναι ιδιαιτερότητα της εποχής μας. Εκεί που θα συμφωνήσω με την παρατήρησή σας απολύτως, είναι ότι έχει αλλάξει ο χαρακτήρας του καπιταλισμού: έγινε μετάβαση από το βιομηχανικό καπιταλισμό, δηλαδή, από την παραγωγή εμπορευμάτων μέσω εμπορευμάτων, όπως έλεγε ο Σράφα, στην κυριαρχία του τραπεζικού κεφαλαίου. Η αποδιάρθρωση έρχεται από αυτήν την κυριαρχία.
Η πληθώρα ιδεών που αναφέρατε, θεωρούνται πλέον παλιά υλικά από τον μετακαπιταλισμό των καιρών μας. Αρκούν να συνθέσουμε έναν καινούργιο κόσμο;
Ακριβώς έτσι είναι, παλιά υλικά… όπως λέτε. Και είναι επόμενο για τον εξής απλούστατο λόγο. Ο βιομηχανικός καπιταλισμός για να υπάρξει έπρεπε να υπάρχει η ελευθερία. Και η ελευθερία ταυτιζόταν με τη δημοκρατία. Ο σύγχρονος καπιταλισμός δεν έχει ανάγκη της δημοκρατίας. Το ανάλογό του είναι ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος είχαν ανάγκη της δημοκρατίας. Σήμερα βρισκόμαστε σε μια μεταλλαγή αυτού του προηγούμενου. Από τι ενισχύεται; Από το γεγονός ότι χώρες στις οποίες ήταν άγνωστη η δημοκρατία, διότι είχαν περάσει από την επανάσταση που έδινε διαφορετικό νόημα στη δημοκρατία, απολήγουν να γίνονται σήμερα καπιταλιστικές δυνάμεις, με έξεργο παράδειγμα την Κίνα. Οπότε ποιοι είναι εκείνοι που θέλουν τη δημοκρατία; Όσοι, εξ αντικειμένου -επαναλαμβάνω κι ας γίνομαι κουραστικός- θέλουν να ανατρέψουν την κυριαρχία του τραπεζικού κεφαλαίου (δεν λέω τραπεζοπιστωτικού) μένω στην ορολογία του Χίλφερντινγκ και του Λένιν. Οπότε η δημοκρατία είναι το καταφύγιο των αποδιαρθρωμένων, των καθημαγμένων. Παλιό υλικό το οποίο μπορεί να αποκτήσει καινούργια σημαινόμενα όμως.
Καμιά αντίρρηση. Άλλωστε, το θέμα της δημοκρατίας ετέθη με εξαιρετική ένταση στις συγκεντρώσεις των πλατειών, όμως η δύναμη του αντιπάλου είναι τρομακτική σε κατασταλτικό και επικοινωνιακό πεδίο.
Προφανώς κι αυτό γίνεται πιο άμεσα, πιο άγρια σε δύο περιπτώσεις. Η μία είναι η κινεζική στην οποία αναφερθήκαμε και η δεύτερη είναι οι ασθενείς οικονομίες όπως είναι η ελληνική. Οπότε οι ασθενείς και υποτελείς οικονομίες δεν έχουν κανένα λόγο να σέβονται τη δημοκρατία και αυτό που εκφράζει τη δημοκρατία που το ονομάζουμε Σύνταγμα.
Μόνο που ως «ασθενείς οικονομίες» μπορούν σήμερα να χαρακτηριστούν οι περισσότερες οικονομίες της γερασμένης Ευρώπης.
Υπάρχει μια διαφοροποίηση. Υπάρχει παραγωγική βάση στην Ιταλία π.χ. που δεν έχει καμιά σχέση με τη δική μας. Υπάρχει αντίστοιχη στην Ισπανία. Δεν είναι μονάχα οι «φούσκες» των οικοδομών, είναι κι άλλα πράγματα. Στην Ελλάδα τα φαινόμενα είναι πιο υποτονικά. Γι’ αυτό και οι αντιθέσεις και οι εκρήξεις είναι πολύ εντονότερες…
Για τις κοινωνικές εκρήξεις έγινε πολύς λόγος αλλά δεν τις είδαμε ακόμη…
Απολύτως σύμφωνοι. Αυτό συνέβη λόγω του εξυποκειμενισμού των αντικειμενικών σχέσεων και όρων. Σ’ αυτό οφείλεται. Είναι διδακτικό να μελετούμε τη Νεότερη Ιστορία της Ελλάδας. 1821: Εποχή απόλυτης κυριαρχίας της Ιεράς Συμμαχίας κι όμως γίνεται μια επανάσταση. Ελληνοϊταλικός Πόλεμος αργότερα, μια έκπληξη: όταν η Ευρώπη κοιτάζει να ανασυγκροτηθεί εμείς κάνουμε εμφύλιο πόλεμο. Αν επιμένω στο ελληνικό παράδειγμα και στην ιστορία του είναι για να δείξω την αιχμή, αυτό που έλεγε ο Γκράμσι αναφερόμενος στη Σαρδηνία: Ότι στις φτωχές χώρες, στις φτωχές οικονομίες οι αντιθέσεις είναι οξύτερες. Πως πάμε για αλλαγή υποδείγματος είναι γεγονός. To θέμα είναι ότι υπάρχει η ιστορική τάρα που έχει δύο σκέλη: Την κατάρρευση του σοβιετικού μοντέλου και τον εκφυλισμό της μήτρας του μοντέλου αυτού που ήταν η σοσιαλδημοκρατία.
Επανέρχομαι στην αναντιστοιχία των υποκειμενικών με τους αντικειμενικούς όρους. Ισχυρίζεστε ότι ο κόσμος λόγω μικροαστισμού παραμένει απαθής γιατί δεν έχει καταλάβει ακόμη τι του έχει συμβεί… Είναι μόνο αυτό ή μήπως και η Αριστερά δεν έχει συνειδητοποιήσει επαρκώς την αλλαγή υποδείγματος, την κοινωνική συντριβή που συνεπάγεται ή αν την έχει συνειδητοποιήσει δεν καταφέρνει να την εκφωνήσει με πειστικό τρόπο;
Αν το εκφωνούσε θα ήταν μειοψηφική…

Μα στις πολιτικά κρίσιμες στιγμές κερδίζει αυτός που συμμερίζεται την οργή αλλά και το φρόνημα του λαού που συνθλίβεται…
Ναι, βεβαίως, εάν η απόληξη είναι η επανάσταση, εάν η απόληξη είναι οι εκλογές τα πράγματα διαφέρουν. Για να θυμίσω τον Ζαχαριάδη όταν έκανε λόγο για… μικροαστικές βιασύνες.
Άρα μου λέτε ότι συνειδητά δεν επιδιώκουμε τη δημιουργία λαϊκής δυναμικής διότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε επανάσταση. Είναι έτσι ή ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να σκέφτεται ως κόμμα του 4 κι όχι του 30%;
Αυτό συμβαίνει αλλά από την άλλη μεριά ο ΣΥΡΙΖΑ έχει συνειδητοποιήσει ότι λόγω της αποδιάρθρωσης έγινε το σχετικά πλειοψηφούν κόμμα. Αυτή η διαπίστωση θέτει άλλα καθήκοντα, κι ενισχύει οπωσδήποτε και κάποιους φόβους. Αν π.χ. μιλούσε με επαναστατικό λόγο τότε θα επανερχόταν στο 4%, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όταν είχε 4% εξέφερε επαναστατικό λόγο, όχι.
Ίσως να κάνω λάθος αλλά εάν αφουγκραζόταν σε βάθος την κοινωνική αγωνία νομίζω ότι το φαινόμενο Χρυσή Αυγή δεν θα είχε πάρει τις διαστάσεις που βλέπουμε…
Αχ, εκεί να θυμίσω το Λεωφορείον ο Πόθος. Χάνεις την τάξη σου αλλά δεν απαλλάσσεσαι απ’ αυτήν. Η Ακροδεξιά δεν είναι ούτε σημερινό ούτε ελληνικό φαινόμενο. Ο φασισμός, ο εθνικοσοσιαλισμός -με εξαίρεση το ισπανικό παράδειγμα- η Ακροδεξιά, αλλά και οι δικτατορίες έχουν βαθιές ρίζες στην Ελλάδα. Δείτε την ανταπόκριση που είχε ο Μεταξάς.
Όμως παράδοση ναζισμού δεν είχαμε…
Δεν είχαμε λόγω παλατιού. Εάν τον Μεταξά δεν τον είχε επιβάλλει το παλάτι και γινόταν δικτάτορας μέσα από άλλους δρόμους, θα εξέφραζε φασιστικό λόγο ιταλικού τύπου.
Τον κόσμο που ενίσχυσε τη Χ.Α. γιατί δεν τον επηρεάσαμε εμείς;
Σάμπως κερδίσαμε τους ταγματασφαλίτες;
Μου φαίνεται λίγο απλοϊκή η απάντησή σας. Δεν μιλώ για τον ηγετικό πυρήνα της Χ.Α. και την αδιαμφισβήτητη χιτλερική ιδεολογία του αλλά για το κομμάτι εκείνο των φτωχών, περιθωριοποιημένων νέων ανθρώπων που βρήκε απήχηση ο… δήθεν «αντισυστημικός» της λόγος.
Είναι επόμενο η Χ.Α. να έχει απήχηση στις νεότερες γενιές που δεν έχουν την αγωγή, το μορφωτικό επίπεδο και την πολιτική εμπειρία παρά μονάχα την αγανάκτηση και την απόρριψη του παρόντος συστήματος. Είναι μια αντιστροφή της έννοιας της πρωτόγονης επανάστασης, αντιστροφή όμως…
Επόμενο, δεν έπρεπε να είναι και η μεγέθυνση της απήχησης της Αριστεράς, ως προς τη δυναμική εννοώ κι όχι ως προς τα ποσοστά; Γιατί δεν είδαμε φαινόμενα ανάλογα του ΕΑΜ ή ακόμη και της ΠΑΣΟΚικής δυναμικής της δεκαετίας του ’80 στο δικό μας το χώρο;
Θα συμφωνήσω με μια παρατήρηση, ως προς το ΕΑΜ. Υπάρχει μια διαφορά. Τότε ο εχθρός ήταν ορατός και συγκεκριμένος. Τα αποτελέσματα της κατάκτησης ήταν ορατά και συγκεκριμένα. Εδώ ο εχθρός είναι αθέατος. Ως προς την αναφορά σας στο ξεκίνημα του ΠΑΣΟΚ και την τεράστια δυναμική, ας μη ξεχνάμε ότι αυτή δημιουργείται σε μια εποχή που οι άνθρωποι του ΕΑΜ δεν έχουν πεθάνει, τη δυναμική αυτοί οι άνθρωποι την εξέφρασαν, αφού συντριπτικό τμήμα των ΕΑΜιτών και της μεταπολιτευτικής ΕΔΑ εντάχθηκε στο ΠΑΣΟΚ.
Μήπως, όμως, τώρα υπάρχει κι ένας αθέατος «εσωτερικός εχθρός» που έχει να κάνει με τη μεσοαστικοποίηση της ίδιας της αριστεράς;
Οι μεσοαστοί και οι μικροαστοί πώς μπορούν να ξεπεράσουν εύκολα τη συνθήκη της τάξης τους; Επανερχόμαστε σε αυτό που σας είπα λίγο πριν, στην αναζήτηση καινούργιας ταξικότητας.
Η οποία είναι και δική μας υπόθεση: Ή θα καταφέρουμε να προσελκύσουμε τα λαϊκά φτωχοποιημένα στρώματα είτε θα το κάνουν άλλοι. Η κοινωνία θα βρει κάποια διέξοδο, δεν είναι έτσι;
Φυσικά θα βρει. Ελπίζω να μη τη βρει στην κατεύθυνση της Ακροδεξιάς και του φασισμού. Δεν αρκεί όμως να μιλάμε μόνο για τις ευθύνες της Αριστεράς. Υπάρχουν και οι ευθύνες των θυμάτων της αποδιάρθρωσης. Ε, κι αυτοί κάτι πρέπει να κάνουν.
Σε πρόσφατη συνέντευξή σας είπατε ότι δεν βλέπετε ως πιθανό παρελκόμενο της χρεοκοπίας την εδαφική απώλεια, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε πόλεμο. Πόθεν η σιγουριά;
Διότι νομίζω ότι έχουν βρει το φάρμακο…
Ποιο είναι;
Το ξεπούλημα. Αν γίνει απόσπαση μέρους της επικρατείας αυτό θα συνενώσει τους Έλληνες. Το ξέρουν πολύ καλά γι’ αυτό και ακολουθούν άλλες μεθόδους. Αν λέγαμε ότι το αντίστοιχο του ξεπουλήματος είναι η απόσπαση μέρους της επικρατείας τότε έχω την εντύπωση ότι θα κερδίζαμε. Φοβάμαι ότι αυτές τις ρηξικέλευθες διατυπώσεις τις αποφεύγουμε από καθαρό τακτικισμό. Εγώ δεν είμαι σύμφωνος, θεωρώ ότι πρέπει να πούμε καθαρά στον κόσμο ότι το ξεπούλημα είναι ένας τρόπος για να αποφευχθεί αυτό που θα τους ανατρέψει και που δεν είναι άλλο από την απόσπαση τμήματος της επικρατείας, κι αυτό ανεξάρτητα απ’ τις προθέσεις, την ιδεολογία και -θα πρόσθετα- τον κεκτημένο πατριωτισμό όσων ασκούν εξουσία. Πέρα απ’ όλα αυτά, ας υπομνήσουμε ότι: Κάθε φορά που πάει να γίνει κάτι καλό σε αυτόν τον τόπο οι δυνάμεις της αδράνειας αποδεικνύονται πολύ ισχυρές, δυστυχώς…
- See more at: http://left.gr/news/spyros-asdrahas-o-syghronos-kapitalismos-den-ehei-anagki-ti-dimokratia#sthash.DN8ETAth.8hHYHDUc.dpuf

Σπύρος Ασδραχάς: Ο σύγχρονος καπιταλισμός δεν έχει ανάγκη τη δημοκρατία

«Χάνεις την τάξη σου αλλά δεν απαλλάσσεσαι εύκολα απ” αυτήν…»


Είναι άραγε αυτός ο πραγματικός λόγος -η αναντιστοιχία δηλαδή των υποκειμενικών με τους αντικειμενικούς όρους- που δεν μας επιτρέπουν να συνειδητοποιήσουμε τι ακριβώς συμβαίνει τα τέσσερα τελευταία χρόνια; Είναι δηλαδή η κοινωνική «απάθεια» δείγμα ενός παρατεταμένου πένθους και το έλλειμμα δυναμικής απέναντι στην τρομακτική αποδιάρθρωση του τόπου και των ανθρώπων του φυσική απόρροια του ευδαιμονικού μικροαστισμού που συνόδευσε τα μεταπολιτευτικά χρόνια; Τα ερωτήματα είναι δύσκολα όσο και οι απαντήσεις. Και γίνονται ακόμη πιο κρίσιμα όταν οι προτιμήσεις και οι πολιτικές ερμηνείες του καθενός δεν συμβαδίζουν υποχρεωτικά με τις παραδοχές του άλλου. Στην προσπάθεια να ξετυλιχθεί όσο γίνεται το πολιτικο-κοινωνικό κουβάρι, ας προσμετρηθεί η συζήτηση με τον ιστορικό Σπύρο Ασδραχά, βαθύ γνώστη της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας του τόπου. Τον ευχαριστούμε θερμά (και απ’ αυτή τη θέση), για την ευγένεια και την προθυμία του να ανταποκριθεί.

Σε πολύ κόσμο υπάρχει διάχυτη η ανησυχία ότι κάτι κακό συμβαίνει. Πιο σημαντικό απ’ ό,τι εντοπίζουν και συνειδητοποιούν οι κοινωνικές κεραίες και βεβαίως απ’ ό,τι παπαγαλίζουν οι κυβερνήσεις και οι εκπρόσωποί τους. Θα ήθελα το δικό σας εισαγωγικό σχόλιο κ. Ασδραχά…
Παρά το γεγονός ότι δεν έχω -εσχάτως- την απαιτούμενη πληροφόρηση, παρά το γεγονός ότι αγνοώ τη βιβλιογραφία που αφορά αυτό το ζήτημα, ωστόσο, επιστρατεύοντας μία ιστορική, αν θέλετε, εμπειρία είμαι απολύτως σύμφωνος ότι κάτι συμβαίνει στους ανθρώπους το οποίο όμως δεν έχει συνειδητοποιηθεί επαρκώς. Μου αρέσει να αναφέρομαι στο ελληνικό παράδειγμα.
Aπό τη στιγμή που το ελληνικό παράδειγμα χρησιμοποιείται ως πειραματόζωο η εικόνα γενικεύεται, δεν είναι έτσι;
Κι εγώ το νομίζω, με τη διαφορά ότι στον υπόλοιπο κόσμο -αναφέρομαι ειδικά στην Ευρώπη- οι κοινωνικές και πολιτικές δομές ήταν ισχυρότερες απ’ ό,τι σε μας. Δηλαδή, τα αποδιαρθρωτικά φαινόμενα ενώ συμβαίνουν κι εκεί δεν έχουν την αμεσότητα και τη σκληρότητα που έχουν σε εμάς. Γι’ αυτό το ελληνικό παράδειγμα μπορεί να θεωρηθεί ως προπομπός. Τίνος; Μένω πάλι σε κάτι που το έχω πει και με έχουν κατηγορήσει: Διά του ΣΥΡΙΖΑ δημιουργήθηκε μια συλλογικότητα η οποία καθ’ υποκείμενο δεν έχει αναχθεί σε ταξικότητα, κατ’ αντικείμενον πρόκειται για μια καινούργια ταξικότητα. Δεν υπάρχει όμως η συνειδητοποίηση αυτής της μετάβασης από τον αριθμητικά κυρίαρχο μεσαίο κόσμο. Δηλαδή, οι μικροαστοί δεν κατάλαβαν ότι είναι πλέον προλετάριοι. Έχουμε ξεχάσει τις συζητήσεις που είχαν γίνει παλαιότερα για τη διάδοση της έννοιας και της κατάστασης του προλεταριάτου όταν γινόταν λόγος για τους «ασπρογιακάδες». Πού ανήκουν αυτοί; Το φαινόμενο τώρα είναι, κατά τη γνώμη μου, εντατικότερο και εμφανέστερο. Λείπει όμως -για να χρησιμοποιήσω έναν παλαιομαρξιστικό όρο- η υποκειμενική εντύπωση του αντικειμενικού κόσμου.
Με βάση την εμπειρία της παλαιότερης Ιστορίας την οποία έχετε μελετήσει σε βάθος, υπάρχει ιστορικό προηγούμενο που να παραλληλίζεται με τη σημερινή σκοτεινή εποχή;
Θα έλεγα, χωρίς να κάνω άμεση αναγωγή στο οικονομικό, ναι υπάρχει, είναι το 1789 αλλά και το 1917.
Επαναστατικά χρόνια…
Ναι, βεβαίως, είναι επαναστατικά τα χρόνια… Η διαφορά του 1789 με το 1917 συνίσταται σε πάρα πολλά επίπεδα. Το 1789 έλειπε η συγκυρία του πολέμου η οποία λειτούργησε το 1917. Ωστόσο, το 1789 έβγαλε πληθώρα ιδεών, ορισμένες από τις οποίες μπορούμε να τις ονομάσουμε προκομμουνιστικές. Ανάλογα τέτοια στην ιστορία υπάρχουν και στην Λατινική Αμερική και αλλού… Δεν είναι ιδιαιτερότητα της εποχής μας. Εκεί που θα συμφωνήσω με την παρατήρησή σας απολύτως, είναι ότι έχει αλλάξει ο χαρακτήρας του καπιταλισμού: έγινε μετάβαση από το βιομηχανικό καπιταλισμό, δηλαδή, από την παραγωγή εμπορευμάτων μέσω εμπορευμάτων, όπως έλεγε ο Σράφα, στην κυριαρχία του τραπεζικού κεφαλαίου. Η αποδιάρθρωση έρχεται από αυτήν την κυριαρχία.
Η πληθώρα ιδεών που αναφέρατε, θεωρούνται πλέον παλιά υλικά από τον μετακαπιταλισμό των καιρών μας. Αρκούν να συνθέσουμε έναν καινούργιο κόσμο;
Ακριβώς έτσι είναι, παλιά υλικά… όπως λέτε. Και είναι επόμενο για τον εξής απλούστατο λόγο. Ο βιομηχανικός καπιταλισμός για να υπάρξει έπρεπε να υπάρχει η ελευθερία. Και η ελευθερία ταυτιζόταν με τη δημοκρατία. Ο σύγχρονος καπιταλισμός δεν έχει ανάγκη της δημοκρατίας. Το ανάλογό του είναι ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος είχαν ανάγκη της δημοκρατίας. Σήμερα βρισκόμαστε σε μια μεταλλαγή αυτού του προηγούμενου. Από τι ενισχύεται; Από το γεγονός ότι χώρες στις οποίες ήταν άγνωστη η δημοκρατία, διότι είχαν περάσει από την επανάσταση που έδινε διαφορετικό νόημα στη δημοκρατία, απολήγουν να γίνονται σήμερα καπιταλιστικές δυνάμεις, με έξεργο παράδειγμα την Κίνα. Οπότε ποιοι είναι εκείνοι που θέλουν τη δημοκρατία; Όσοι, εξ αντικειμένου -επαναλαμβάνω κι ας γίνομαι κουραστικός- θέλουν να ανατρέψουν την κυριαρχία του τραπεζικού κεφαλαίου (δεν λέω τραπεζοπιστωτικού) μένω στην ορολογία του Χίλφερντινγκ και του Λένιν. Οπότε η δημοκρατία είναι το καταφύγιο των αποδιαρθρωμένων, των καθημαγμένων. Παλιό υλικό το οποίο μπορεί να αποκτήσει καινούργια σημαινόμενα όμως.
Καμιά αντίρρηση. Άλλωστε, το θέμα της δημοκρατίας ετέθη με εξαιρετική ένταση στις συγκεντρώσεις των πλατειών, όμως η δύναμη του αντιπάλου είναι τρομακτική σε κατασταλτικό και επικοινωνιακό πεδίο.
Προφανώς κι αυτό γίνεται πιο άμεσα, πιο άγρια σε δύο περιπτώσεις. Η μία είναι η κινεζική στην οποία αναφερθήκαμε και η δεύτερη είναι οι ασθενείς οικονομίες όπως είναι η ελληνική. Οπότε οι ασθενείς και υποτελείς οικονομίες δεν έχουν κανένα λόγο να σέβονται τη δημοκρατία και αυτό που εκφράζει τη δημοκρατία που το ονομάζουμε Σύνταγμα.
Μόνο που ως «ασθενείς οικονομίες» μπορούν σήμερα να χαρακτηριστούν οι περισσότερες οικονομίες της γερασμένης Ευρώπης.
Υπάρχει μια διαφοροποίηση. Υπάρχει παραγωγική βάση στην Ιταλία π.χ. που δεν έχει καμιά σχέση με τη δική μας. Υπάρχει αντίστοιχη στην Ισπανία. Δεν είναι μονάχα οι «φούσκες» των οικοδομών, είναι κι άλλα πράγματα. Στην Ελλάδα τα φαινόμενα είναι πιο υποτονικά. Γι’ αυτό και οι αντιθέσεις και οι εκρήξεις είναι πολύ εντονότερες…
Για τις κοινωνικές εκρήξεις έγινε πολύς λόγος αλλά δεν τις είδαμε ακόμη…
Απολύτως σύμφωνοι. Αυτό συνέβη λόγω του εξυποκειμενισμού των αντικειμενικών σχέσεων και όρων. Σ’ αυτό οφείλεται. Είναι διδακτικό να μελετούμε τη Νεότερη Ιστορία της Ελλάδας. 1821: Εποχή απόλυτης κυριαρχίας της Ιεράς Συμμαχίας κι όμως γίνεται μια επανάσταση. Ελληνοϊταλικός Πόλεμος αργότερα, μια έκπληξη: όταν η Ευρώπη κοιτάζει να ανασυγκροτηθεί εμείς κάνουμε εμφύλιο πόλεμο. Αν επιμένω στο ελληνικό παράδειγμα και στην ιστορία του είναι για να δείξω την αιχμή, αυτό που έλεγε ο Γκράμσι αναφερόμενος στη Σαρδηνία: Ότι στις φτωχές χώρες, στις φτωχές οικονομίες οι αντιθέσεις είναι οξύτερες. Πως πάμε για αλλαγή υποδείγματος είναι γεγονός. To θέμα είναι ότι υπάρχει η ιστορική τάρα που έχει δύο σκέλη: Την κατάρρευση του σοβιετικού μοντέλου και τον εκφυλισμό της μήτρας του μοντέλου αυτού που ήταν η σοσιαλδημοκρατία.
Επανέρχομαι στην αναντιστοιχία των υποκειμενικών με τους αντικειμενικούς όρους. Ισχυρίζεστε ότι ο κόσμος λόγω μικροαστισμού παραμένει απαθής γιατί δεν έχει καταλάβει ακόμη τι του έχει συμβεί… Είναι μόνο αυτό ή μήπως και η Αριστερά δεν έχει συνειδητοποιήσει επαρκώς την αλλαγή υποδείγματος, την κοινωνική συντριβή που συνεπάγεται ή αν την έχει συνειδητοποιήσει δεν καταφέρνει να την εκφωνήσει με πειστικό τρόπο;
Αν το εκφωνούσε θα ήταν μειοψηφική…

Μα στις πολιτικά κρίσιμες στιγμές κερδίζει αυτός που συμμερίζεται την οργή αλλά και το φρόνημα του λαού που συνθλίβεται…
Ναι, βεβαίως, εάν η απόληξη είναι η επανάσταση, εάν η απόληξη είναι οι εκλογές τα πράγματα διαφέρουν. Για να θυμίσω τον Ζαχαριάδη όταν έκανε λόγο για… μικροαστικές βιασύνες.
Άρα μου λέτε ότι συνειδητά δεν επιδιώκουμε τη δημιουργία λαϊκής δυναμικής διότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε επανάσταση. Είναι έτσι ή ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να σκέφτεται ως κόμμα του 4 κι όχι του 30%;
Αυτό συμβαίνει αλλά από την άλλη μεριά ο ΣΥΡΙΖΑ έχει συνειδητοποιήσει ότι λόγω της αποδιάρθρωσης έγινε το σχετικά πλειοψηφούν κόμμα. Αυτή η διαπίστωση θέτει άλλα καθήκοντα, κι ενισχύει οπωσδήποτε και κάποιους φόβους. Αν π.χ. μιλούσε με επαναστατικό λόγο τότε θα επανερχόταν στο 4%, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όταν είχε 4% εξέφερε επαναστατικό λόγο, όχι.
Ίσως να κάνω λάθος αλλά εάν αφουγκραζόταν σε βάθος την κοινωνική αγωνία νομίζω ότι το φαινόμενο Χρυσή Αυγή δεν θα είχε πάρει τις διαστάσεις που βλέπουμε…
Αχ, εκεί να θυμίσω το Λεωφορείον ο Πόθος. Χάνεις την τάξη σου αλλά δεν απαλλάσσεσαι απ’ αυτήν. Η Ακροδεξιά δεν είναι ούτε σημερινό ούτε ελληνικό φαινόμενο. Ο φασισμός, ο εθνικοσοσιαλισμός -με εξαίρεση το ισπανικό παράδειγμα- η Ακροδεξιά, αλλά και οι δικτατορίες έχουν βαθιές ρίζες στην Ελλάδα. Δείτε την ανταπόκριση που είχε ο Μεταξάς.
Όμως παράδοση ναζισμού δεν είχαμε…
Δεν είχαμε λόγω παλατιού. Εάν τον Μεταξά δεν τον είχε επιβάλλει το παλάτι και γινόταν δικτάτορας μέσα από άλλους δρόμους, θα εξέφραζε φασιστικό λόγο ιταλικού τύπου.
Τον κόσμο που ενίσχυσε τη Χ.Α. γιατί δεν τον επηρεάσαμε εμείς;
Σάμπως κερδίσαμε τους ταγματασφαλίτες;
Μου φαίνεται λίγο απλοϊκή η απάντησή σας. Δεν μιλώ για τον ηγετικό πυρήνα της Χ.Α. και την αδιαμφισβήτητη χιτλερική ιδεολογία του αλλά για το κομμάτι εκείνο των φτωχών, περιθωριοποιημένων νέων ανθρώπων που βρήκε απήχηση ο… δήθεν «αντισυστημικός» της λόγος.
Είναι επόμενο η Χ.Α. να έχει απήχηση στις νεότερες γενιές που δεν έχουν την αγωγή, το μορφωτικό επίπεδο και την πολιτική εμπειρία παρά μονάχα την αγανάκτηση και την απόρριψη του παρόντος συστήματος. Είναι μια αντιστροφή της έννοιας της πρωτόγονης επανάστασης, αντιστροφή όμως…
Επόμενο, δεν έπρεπε να είναι και η μεγέθυνση της απήχησης της Αριστεράς, ως προς τη δυναμική εννοώ κι όχι ως προς τα ποσοστά; Γιατί δεν είδαμε φαινόμενα ανάλογα του ΕΑΜ ή ακόμη και της ΠΑΣΟΚικής δυναμικής της δεκαετίας του ’80 στο δικό μας το χώρο;
Θα συμφωνήσω με μια παρατήρηση, ως προς το ΕΑΜ. Υπάρχει μια διαφορά. Τότε ο εχθρός ήταν ορατός και συγκεκριμένος. Τα αποτελέσματα της κατάκτησης ήταν ορατά και συγκεκριμένα. Εδώ ο εχθρός είναι αθέατος. Ως προς την αναφορά σας στο ξεκίνημα του ΠΑΣΟΚ και την τεράστια δυναμική, ας μη ξεχνάμε ότι αυτή δημιουργείται σε μια εποχή που οι άνθρωποι του ΕΑΜ δεν έχουν πεθάνει, τη δυναμική αυτοί οι άνθρωποι την εξέφρασαν, αφού συντριπτικό τμήμα των ΕΑΜιτών και της μεταπολιτευτικής ΕΔΑ εντάχθηκε στο ΠΑΣΟΚ.
Μήπως, όμως, τώρα υπάρχει κι ένας αθέατος «εσωτερικός εχθρός» που έχει να κάνει με τη μεσοαστικοποίηση της ίδιας της αριστεράς;
Οι μεσοαστοί και οι μικροαστοί πώς μπορούν να ξεπεράσουν εύκολα τη συνθήκη της τάξης τους; Επανερχόμαστε σε αυτό που σας είπα λίγο πριν, στην αναζήτηση καινούργιας ταξικότητας.
Η οποία είναι και δική μας υπόθεση: Ή θα καταφέρουμε να προσελκύσουμε τα λαϊκά φτωχοποιημένα στρώματα είτε θα το κάνουν άλλοι. Η κοινωνία θα βρει κάποια διέξοδο, δεν είναι έτσι;
Φυσικά θα βρει. Ελπίζω να μη τη βρει στην κατεύθυνση της Ακροδεξιάς και του φασισμού. Δεν αρκεί όμως να μιλάμε μόνο για τις ευθύνες της Αριστεράς. Υπάρχουν και οι ευθύνες των θυμάτων της αποδιάρθρωσης. Ε, κι αυτοί κάτι πρέπει να κάνουν.
Σε πρόσφατη συνέντευξή σας είπατε ότι δεν βλέπετε ως πιθανό παρελκόμενο της χρεοκοπίας την εδαφική απώλεια, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε πόλεμο. Πόθεν η σιγουριά;
Διότι νομίζω ότι έχουν βρει το φάρμακο…
Ποιο είναι;
Το ξεπούλημα. Αν γίνει απόσπαση μέρους της επικρατείας αυτό θα συνενώσει τους Έλληνες. Το ξέρουν πολύ καλά γι’ αυτό και ακολουθούν άλλες μεθόδους. Αν λέγαμε ότι το αντίστοιχο του ξεπουλήματος είναι η απόσπαση μέρους της επικρατείας τότε έχω την εντύπωση ότι θα κερδίζαμε. Φοβάμαι ότι αυτές τις ρηξικέλευθες διατυπώσεις τις αποφεύγουμε από καθαρό τακτικισμό. Εγώ δεν είμαι σύμφωνος, θεωρώ ότι πρέπει να πούμε καθαρά στον κόσμο ότι το ξεπούλημα είναι ένας τρόπος για να αποφευχθεί αυτό που θα τους ανατρέψει και που δεν είναι άλλο από την απόσπαση τμήματος της επικρατείας, κι αυτό ανεξάρτητα απ’ τις προθέσεις, την ιδεολογία και -θα πρόσθετα- τον κεκτημένο πατριωτισμό όσων ασκούν εξουσία. Πέρα απ’ όλα αυτά, ας υπομνήσουμε ότι: Κάθε φορά που πάει να γίνει κάτι καλό σε αυτόν τον τόπο οι δυνάμεις της αδράνειας αποδεικνύονται πολύ ισχυρές, δυστυχώς…
- See more at: http://left.gr/news/spyros-asdrahas-o-syghronos-kapitalismos-den-ehei-anagki-ti-dimokratia#sthash.DN8ETAth.8hHYHDUc.dpuf

17 Eylül 2014 Çarşamba

ο εθνικολαϊκισμός και η ιδεολογία του ακραίου Κέντρου Χρήστος Νάτσης/ΧΡΟΝΟΣ

ο εθνικολαϊκισμός και η ιδεολογία του ακραίου Κέντρου


Πώς αυτή η πολεμική αντι-έννοια απέκτησε τόση δημοφιλία ενώ προσβλέπει σε ένα πολιτικό παιχνίδι για λίγους

Χρήστος Νάτσης
Όταν το 2005 ο Πέτρος Θεοδωρίδης χρησιμοποιούσε σε ομιλία του τον όρο εθνολαϊκισμός1 γνώριζε πως αυτός «είναι αδόκιμος».2 Τον χρησιμοποιούσε ωστόσο για να περιγράψει μια κατάσταση πραγμάτων, αυτήν της ιδιότυπης σύγκλισης εθνικιστικού και λαϊκιστικού λόγου που εκφραζόταν στη συγκεκριμένη περίπτωση της πόλης της Θεσσαλονίκης ως έμπρακτη πολιτική κυριαρχία της Δεξιάς, η οποία απαιτούσε τη διάκριση από αυτό που ο συγγραφέας αισθανόταν ίσως ότι έπρεπε να προστατευτεί: έναν λαϊκισμό παραγωγό θετικών κοινωνικών σημασιών και έναν εθνικισμό συγκροτητικό κατά τη νεωτερικότητα απελευθερωτικών ταυτοτήτων. Η θεωρητική έγνοια, λοιπόν, βρισκόταν στην προάσπιση της διάκρισης των αποχρώσεων και όχι των εύκολων συμψηφισμών. Ο νεολογισμός δηλαδή κατέχει μια θέση «διαμοιραστή», ευνοώντας την υποδοχή μιας εμπειρίας που ξαφνιάζει την εννοιακή συγκρότηση· δεν προσπαθεί να περιορίσει την εμπειρία στα προαποφασισμένα σχήματα του νου.
Η εξέλιξη του όρου θα ακολουθήσει διαφορετική πορεία. Όταν πέρυσι κυκλοφόρησαν σχεδόν ταυτόχρονα από τις εκδόσεις Επίκεντρο οι συλλογές δοκιμίων Ο νέος εθνικολαϊκισμός3 και Ο αριστερός εθνικολαϊκισμός,4 των Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ και Ανδρέα Πανταζόπουλου αντίστοιχα, αποτέλεσαν τη θεωρητική επικύρωση μιας χρήσης του όρου που μπορεί να χαρακτηριστεί ως ιδεολογικά αντι-εννοιακή. Στο σύντομο δοκίμιό του ο Ταγκιέφ επικαλείται την αναγκαιότητα της επιστροφής στην κατηγορία του εθνικολαϊκισμού, που «κατασκευασμένη ως κατανοητικό υπόδειγμα ενός ορισμένου τύπου κινημάτων [...] επιβλήθηκε στις επιστημονικές εργασίες για τις μεταμορφώσεις των ακροδεξιών στην Ευρώπη στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980» (σ. 85-86), ώστε να συγκεκριμενοποιήσει τη «ρευστή έννοια» (σ. 33) του λαϊκισμού. Διακρίνει έτσι ανάμεσα σε λαϊκισμό διαμαρτυρίας –όπου η βασική διάκριση είναι μεταξύ λαού και διεφθαρμένης ελίτ– και σε ταυτοτικό λαϊκισμό – όπου ο εχθρός που προκαλεί τα δεινά προέρχεται από έξω. Παρόλο που και οι δύο λαϊκισμοί είναι επικίνδυνοι ως πρωτίστως «ανεύθυνοι» και «απολιτικοί», καθίσταται προφανές πως η κατάδειξη της μετατόπισης στους ταυτοτικούς λαϊκισμούς απονομιμοποιεί ακόμη περισσότερο τα υποκείμενά τους. Η επιφυλλιδογραφική οπτική του Ταγκιέφ, μια ήπια, σε σχέση με τα ελληνικά δεδομένα, θεωρία των δύο άκρων, που επιβουλεύονται την αστική δημοκρατία των δικαιωμάτων, απολήγει εξάλλου στον διπλό στόχο Λεπέν-Μελανσόν (κρίσιμη είναι εδώ η συγκυρία γραφής του κειμένου, λίγο πριν τις γαλλικές εκλογές του 2012, την οποία η «αξιολογικά ουδέτερη» πρόσληψη του Πανταζόπουλου στην εισαγωγή δείχνει να ξεχνά). Αυτό που αυτοκατανοείται ως ουδέτερη ανάλυση δείχνει να ξεχνά τη δική του τοποθέτηση στο πεδίο της ιδεολογικής διαπάλης, υιοθετεί την οπτική ενός φύσει στην επικράτεια του θέσει. Ο Πανταζόπουλος, από την άλλη, χρησιμοποιεί το σχήμα του Ταγκιέφ για να αναγνώσει τις πολιτικές εξελίξεις από την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 (ο ίδιος διόλου τυχαία τοποθετεί τη λέξη εντός εισαγωγικών, αποκαλύπτοντας τη θεωρητική του προκανανόηση) μέχρι το νέο κυπριακό ζήτημα – με μια σημαντική διαφοροποίηση: ενώ στον Ταγκιέφ ο λαϊκισμός είναι έννοια γένους και ο εθνικολαϊκισμός μία μορφή του, για τον Πανταζόπουλο, σε μια κίνηση απλοποίησης, «ο λαϊκισμός υπάρχει μόνο ως εθνικολαϊκισμός ή και εθνοτικολαϊκισμός». Η έγνοια εδώ είναι να τοποθετηθούν υπό την ίδια σκέπη όσοι ασκούν κριτική στο προσλαμβανόμενο ως αχρονικό μοντέλο της αστικής φιλελεύθερης δημοκρατίας.5

Το αποκείμενο του ακραίου Κέντρου
Είναι σ’ αυτό ακριβώς το σημείο που προβάλλει η ιδεολογική χρήση και κατάχρηση του όρου στο πλαίσιο της ιδεολογίας του ακραίου Κέντρου. Μιλώντας εδώ για «ακραίο Κέντρο» εννοώ το κομμάτι εκείνο του πολιτικού φάσματος που αυτοκατανοείται ως μετριοπαθές, μεταρρυθμιστικό Κέντρο, όπως έχει διαμορφωθεί ως υπεράνω του πολιτικού ανταγωνισμού. Εννοώ δηλαδή εκείνο το Κέντρο που συγκροτούμενο ως «εκσυγχρονιστικό» έχει θέσει τον εαυτό του πέραν της διαλογικής συγκρότησης του Πολιτικού ως ανταγωνιστικού, χάρη μιας μεταπολιτικής ιδεολογίας της «κοινής λογικής» και του «αυτονόητου». Διεκδικώντας τη μονοπώληση ηχηρών σημαινόντων του Διαφωτισμού (ελευθερία, ανθρώπινα δικαιώματα, δημοκρατία) αυτό το Κέντρο δρα με ριζοσπαστισμό ανατρέποντας κοινωνικές σχέσεις βασισμένες σε μια μεταπολεμική συναίνεση του κράτους δικαίου, διαμορφώνοντας μία βιοπολιτική μετα-κοινωνία. Μια ατζέντα οικονομικής απορρύθμισης που συναρμόζεται με μια ταυτόχρονη αυταρχικοποίηση του Πολιτικού.
Η χρήση του εθνικολαϊκισμού σ’ αυτό το πλαίσιο είναι αρνητική, με τη φορμαλιστική έννοια του όρου. Χρησιμοποιείται δηλαδή για να συγκροτήσει αντιθετικά τη μορφή του αποκείμενου της ιδεολογίας του ακραίου Κέντρου. Σε αντίθεση με τον «φιλελεύθερο», «μετριοπαθή», «δημοκράτη» πολίτη –αυτόν που προτείνω να ονομάσουμε «λευκό πολίτη»–6 ο φορέας του εθνικολαϊκισμού αποτελεί τον αντίποδα, έναν αντίποδα που ο καταγγελτικός του εθνικολαϊκισμού λόγος αντιμετωπίζει λίγο-πολύ ως βδέλυγμα.
Έτσι, ο Νίκος Μαραντζίδης θα αποδώσει στο εθνολαϊκιστικό υποκείμενο όλα τα δεινά της Μεταπολίτευσης, δίνοντας στον όρο αναδρομική ισχύ: 
Θεμελιώδες στον εθνολαϊκισμό υπήρξε το πρόταγμα του εξισωτισμού, στοιχείο απαραίτητο της κοινωνίας της επαγγελίας των απανταχού λαϊκιστών. Όλοι, λοιπόν, έπρεπε να είναι ίσοι· όχι όμως απέναντι στο νόμο αλλά απέναντι στις επιδιώξεις τους. Όλοι, για παράδειγμα, θα έπρεπε να χτίζουν όπου θέλουν, να παρκάρουν όπου βρουν, να μπουν στο πανεπιστήμιο και βέβαια όλοι να το τελειώσουν.
Επειδή όμως, ο εθνολαϊκισμός είχε ως πρότυπό του την κοινωνία της αφθονίας και όχι αυτήν της αυτάρκειας (έτσι όπως εμφανιζόταν για παράδειγμα στις κομμουνιστικές χώρες) ο εξισωτισμός απόκτησε χυδαία χαρακτηριστικά. Ο νεοπλουτισμός έγινε όχι απλώς τρόπος αλλά στόχος ζωής. Κατά συνέπεια, αυτό που έγινε αντιληπτό ως κοινωνικό κράτος ήταν ένας συνδυασμός κορπορατιστικού κρατισμού και ξεχειλωμένου κεϋνσιανισμού. Με απλά λόγια, κοινωνικό κράτος για τον εθνολαϊκισμό σήμαινε, «Τσοβόλα δώσ’ τα όλα», ή «όλα τα λεφτά, όλα τα κιλά».7
Μπροστά σ’ αυτό το «παρηκμασμένο» υποκείμενο το φιλελεύθερο πρόταγμα θα προβάλει ως ελευθερωτής:
«Ο φιλελευθερισμός με την έννοια της προτεραιότητας του ατόμου, της ευημερίας και της ασφάλειάς του μπορεί να αποτελέσει τη μοναδική διακομματική απάντηση στις ιδεολογίες του εθνολαϊκίστικου ολοκληρωτισμού, που τρέφονται από την απαξίωση κάθε είδους ατομικότητας και μισούν την καντιανή προτροπή sapere aude».8

Η αδιαφοροποίητη δημοσιότητα
Πώς όμως αυτή η πολεμική αντι-έννοια απέκτησε τόση δημοφιλία; Πώς κατέστη νόμιμη η χρήση και η κατάχρησή της; Σε πρόσφατο κείμενό μας,9 παραθέταμε με τον Αυγουστίνο Ζενάκο την εκτίμηση του Αριστείδη Μπαλτά, διατυπωμένη ήδη από το 1985, για το αδιαφοροποίητο της ελληνικής δημοσιότητας. Γράφει ο Μπαλτάς:
Τα πολλαπλά αλληλοδιασταυρούμενα νήματα που συνδέουν αυτούς τους θεσμούς και ιδρύματα υφαίνονται από τη δράση ενός ειδικού κοινωνικού μηχανισμού με πολύ βαθιές ιστορικές ρίζες [...] με τέτοιο τρόπο ώστε αυτή η δράση να αναιρεί στην πράξη την ονομαστική αυτοτέλεια των θεσμών και ιδρυμάτων αυτών, να εξομαλύνει τις ιδιαιτερότητες του καθενός, να εξισώνει τους ρόλους τους, να ομογενοποιεί τις λειτουργίες τους και να καθιστά τα προϊόντα αυτών των λειτουργιών ομοιόμορφα και γι’ αυτό ανταλλάξιμα: οι ανακοινώσεις σε ένα συνέδριο φιλοσοφίας μπορούν αυτούσιες και αυτονόητα να αποτελέσουν επιφυλλίδες κάποιας εφημερίδας, όπως αντίστροφα, και εξίσου αυτονόητα, οι επιφυλλίδες μπορούν να λογίζονται για επιστημονικές ανακοινώσεις και να υπολογίζονται σαν τέτοιες [...]. Οι έλληνες διανοούμενοι δεν κατανέμονται δηλαδή απλώς στους επιμέρους θεσμούς και ιδρύματα ενός δικτύου οσοδήποτε σφιχτοπλεγμένου. Ο ειδικός κοινωνικός μηχανισμός που ρυθμίζει, αδιόρατα ίσως αλλ’ αναπόδραστα τη λειτουργία των θεσμών και ιδρυμάτων αυτών δημιουργεί τελικά στην πράξη έναν μοναδικό θεσμό ο οποίος ορίζει κατά ενιαίο τρόπο μια μοναδική και ενιαία κοινότητα, την άκρως συνεκτική και ουσιαστικά αδιαφοροποίητη κοινότητα των ελλήνων διανοουμένων. 10
Σε αυτή την αδιαφοροποίητη ελληνική δημοσιότητα η οριζόντια κίνηση των ιδεών από την ακαδημία στα περιοδικά και από εκεί στον πολιτικό Τύπο δεν συναντά τις αντιστάσεις του «τελωνειακού ελέγχου». Έτσι, στην περίπτωσή μας, την ίδια στιγμή που ο εθνικολαϊσμός διεκδικούσε αξιώσεις επιστημονικότητας μέσα από τα δοκίμια και της μεταφράσεις δοκιμίων που ο Πανταζόπουλος επιμελούνταν στη Νέα Εστία (έντυπο με υψηλό στάτους στην ελληνική δημοσιότητα), οι επιφυλλίδες του στο Βήμα διέχεαν προς τα έξω τη χρήση της, κοινωνώντας τη σε ένα κοινό δημοσιολογούντων που δεν μπορούν να ελέγξουν τη διαδικασία της παραγωγής της, αλλά είναι πρόθυμοι να τη χρησιμοποιήσουν, διευκολύνοντας την παραγωγή λόγου χωρίς το άχθος της αναλυτικής τεκμηρίωσης. Κατόπιν, τα βιβλία, και οι συνεχείς πρόλογοι στα βιβλία άλλων, εν είδει πατριαρχικής ευλογίας του εισηγητή του όρου, ενέτειναν την εντύπωση πως εδώ έχουμε να κάνουμε με μια καινοφανούς αναλυτικής χρησιμότητας έννοια. Στην πραγματικότητα, βλέπουμε σε πλήρη λειτουργία μια μηχανή ανατροφοδότησης ενός εννοιακού φαύλου κύκλου: την ψευδαίσθηση ανισόπεδων κόμβων επικύρωσης σε ένα φλατ συνεχές. Η δημοσιότητα του λόγιου περιοδικού, του κοινού της εφημερίδας, το εκδοτικό συμφραζόμενο, όλα αποτελούν πρωτεϊκές μεταμορφώσεις μιας και της αυτής διαδικασίας, ενός και του αυτού τόπου.
  
Επιστημονισμός και κουλτουραλισμός
Για να λειτουργήσει ωστόσο αυτή η μηχανή χρειάζεται και ένα συμπλήρωμα. Η αρνητική επίκληση ενός υποκειμένου του εθνικολαϊκισμού υπονοεί την ύπαρξη ενός αντίποδα, με χαρακτηριστικά γνωρίσματα που προστατεύουν από αυτόν. Οι δύο σημαντικότεροι κόμβοι γύρω από τους οποίους συναρθρώνεται η αντίπαλη στην εθνικολαϊκιστική υποκειμενικότητα είναι μία ειδική μορφή επιστημονισμού και μια ειδική μορφή «κουλτουραλισμού».
Στην ιδεολογική αφήγηση του ακραίου Κέντρου, το υποκείμενο του εθνικολαϊκισμού πάσχει από μία πίστη σε ανορθολογικές θεωρίες συνωμοσίας, απέχει της κοινής λογικής, χρησιμοποιεί απλουστευτικές των πραγμάτων προσεγγίσεις της πραγματικότητας. Στον αντίποδα βρίσκεται ένα ιδεολογικοποιημένο υποκείμενο του Διαφωτισμού. Πράγματι, η επίκληση του Διαφωτισμού και της ανάγκης να περάσει ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός έναν αποτελεί ένα από τα συνηθισμένα μάντρα του κεντρώου, ήπιου, μεταρρυθμιστικού λόγου. Ενώ όμως στις ιστορικές του απαρχές η ορθολογική διαφωτιστική στάση αποτελεί τη συνισταμένη τόσο μιας ηθικής όσο και μιας γνωστικής στάσης έναντι της πραγματικότητας, που μεταφράζεται σε ενεργή στάση τόσο στο πολιτικό όσο και στο θεωρητικό επίπεδο, στην ιδεολογική επίκλησή της στην Ελλάδα της κρίσης, η πρώτη στιγμή εξαφανίζεται. Η υποτιθέμενη πολυπλοκότητα των πραγμάτων καλεί το αντι-εθνολαϊκιστικό υποκείμενο σε αποχή από την πολιτική πράξη. Είναι η πίστη στον λόγο των ειδικών αυτή που οφείλει να κατευθύνει την πολιτική επιλογή, η οποία έτσι αποκαθαίρεται από κάθε στοιχείο απρόβλεπτου, από κάθε άνοιγμα δηλαδή προς το στοιχείο του νέου και της έκπληξης, από κάθε προοπτική ελευθερίας. Αν έτσι το εθνικολαϊκιστικό υποκείμενο είναι δύσπιστο έναντι της επιστήμης, το αντι-εθνικολαϊκιστικό την ανάγει σε μια νέα πίστη.
Ενώ όμως ο επιστημονισμός διαλαλεί την πολυπλοκότητα των διαδικασιών για να αναδείξει σε φυσικές τις πολιτικές αποφάσεις που πρέπει να παρθούν –μια καθαρή περίπτωση φετιχοποίησης και μυστικοποίησης– συνοδεύεται ταυτόχρονα από μια επίκληση της προφάνειας αυτών ακριβώς των αποφάσεων. Πρόκειται για περίφημη «κοινή λογική». Το δόγμα της κοινής λογικής πρεσβεύει πως υπάρχουν ζητήματα της πολιτικής συγκρότησης που υπερβαίνουν την παραδοσιακή διάκριση Αριστεράς-Δεξιάς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ανοίγεται στη σφαίρα του πολιτικού ένα μεταπολιτικό ρήγμα, που περιλαμβάνει ζητήματα πέραν του πολιτικού ανταγωνισμού, ζητήματα που προβάλλονται από τους ιδεολόγους του ακραίου Κέντρου ως οφθαλμοφανή και αυταπόδεικτα. Μόνο η διευθέτησή τους μπορεί να αποτελέσει προϋπόθεση μιας πολιτικής με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Οι μεταρρυθμίσεις αποτελούν μία περίπτωση αυτών των ζητημάτων. Ας πάρουμε το παράδειγμα της αξιολόγησης. Πάνω στην προφάνεια του ελέγχου της αποτελεσματικότητας της απόδοσης των δημόσιων υπαλλήλων, η ιδεολογία του ακραίου Κέντρου αρθρώνει έναν λόγο που θεωρεί το ζήτημα ως επιλύσιμο με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Η προφάνεια του αιτήματος (που πέραν της εφαρμογής του παραμένει τόσο αφηρημένο που στερείται όντως οποιουδήποτε προσδιορισμού) συνδυάζεται εδώ με την πολυπλοκότητα της εφαρμογής για να το αποσυνδέσει από κάθε πολιτική διαβούλευση. Το αποτέλεσμα όμως είναι βαθύτατα πολιτικό, στον βαθμό που η ρητορική αυτή οδηγεί στην εκτέλεση μιας λεπτομερώς προσδιορισμένης νεοφιλελεύθερης ατζέντας με συγκεκριμένη αντίληψη για το κράτος και τη λειτουργία του. Ο ίδιος συνδυασμός προφάνειας και πολυπλοκότητας χρησιμοποιείται σχεδόν αναλλοίωτος σε όλα τα μείζονα ζητήματα της πολιτικής επικαιρότητας – αρκεί να δει κανείς τα νομοσχέδια των θερινών τμημάτων της Βουλής.
Η ίδια δυαδικότητα παρατηρείται και στη διάσταση του κουλτουραλισμού. Από τη μια, το φιλελεύθερο, αντι-εθνολαϊκιστικό υποκείμενο επικαλείται, καταναλώνει, ζει με σταθερή αναφορά στην τέχνη. Είτε πρόκειται για λογοτεχνία είτε για μουσική ή για κινηματογράφο, η επίκληση στην καλλιέργεια και η συνακόλουθη πρόταξη της παιδείας ως της πανάκειας που θα λύσει όλα τα προβλήματα (ένας διαφωτιστικός μύθος που επιζεί και στην Αριστερά υπό τη μορφή του κλασικού τύπου αντίληψης της ιδεολογίας ως άγνοιας, ως παραμόρφωσης μιας πραγματικότητας της οποίας αρκεί η γνώση και μόνο) αποτελεί το μοτίβο. Το ηθικό πλεονέκτημα που η επίκληση και μόνο της κουλτούρας προσδίδει σ’ αυτόν που προβαίνει στην επίκληση, μετατρέπει το αντίθετο στην κουλτούρα εθνικολαϊκιστικό υποκείμενο σε ακόμη μεγαλύτερο βδέλυγμα.
Μια πιο κοντινή ματιά, ωστόσο, στην ουσία αυτού του κουλτουραλισμού, στις ιδιαίτερες στρατηγικές εφαρμογής του, δείχνει και την περιορισμένη και εντέλει πολεμική του εμβέλεια. Η τέχνη στα συμφραζόμενα της ιδεολογίας του ακραίου Κέντρου λειτουργεί ως «αξεσουάρ»: η αυτονομία που της αποδίδεται δεν είναι αυτή του αντορνικού έργου τέχνης, αυτονομία που επιστρέφει στην κοινωνία ως κριτική, αλλά η αυτονομία της επ’ άπειρον χρήσης, σε απόσταση από τους αναστοχαστικούς όρους πρόσληψης που το ίδιο το έργο τέχνης θέτει. Πρόκειται για μια μορφή ανεστραμμένου σοσιαλιστικού ρεαλισμού: αν εκεί επρόκειτο για την προβολή και ταύτιση του έργου με μια συγκεκριμένη πολιτική πραγματικότητα, εδώ πρόκειται για την απαγκίστρωση από κάθε συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό προσδιορισμό. Αυτό επιτρέπει στο αντι-εθνικολαϊκιστικό υποκείμενο να απολαμβάνει τη μουσική, π.χ., του Τσάρλι Χέηντεν ή του Τσαρλς Μίνγκους την ίδια στιγμή που επιχειρηματολογεί υπέρ της διατήρησης στην εξουσία μιας κυβέρνησης που αποδεδειγμένα συντηρεί στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών.
Επίσης, φροντίζοντας να επανεγγράψει όλη τη μεταπολίτευση ως εθνικολαϊκιστική, η ιδεολογία του ακραίου Κέντρου μέσω του άσφαιρου κουλτουραλισμού της επιδιώκει και την εμβάθυνση της ρελάνς απέναντι στην περιώνυμη «ιδεολογική κυριαρχία της Αριστεράς». Η διεκδίκηση της τέχνης ως του χώρου του μετριασμού όχι μόνο της πολιτικής αντίθεσης, αλλά και της πολιτικής συνθήκης εν γένει, επαναφέρει το μεταπολιτικό, εκσυγχρονιστικό της αίτημα ως οιονεί εγκατάσταση σύγχρονης τέχνης. Ως μεταμοντέρνο ready made προς χρήση παραδοσιακότατων κυριαρχικών προγραμμάτων.
Ο εθνικολαϊκισμός ήρθε για να μείνει. Μαζί με τον επιστημονισμό και τον κουλτουρισμό συγκροτούν έναν αστερισμό ιδεολογημάτων που επιτελούν τη διαβολή και την υποβάθμιση του λαού, επερωτώντας εντέλει την ίδια την πολιτική συμμετοχή και αφήνοντας την πολιτική ένα παιχνίδι για λίγους.
files/chronosmag/themes/theme_one/faviconXronos.png
ΧΡΟΝΟΣ 17 (09.2014)
 ΔΕΙΤΕ  ΚΑΙ
http://luciferidis.wordpress.com/2008/09/22/%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%BF%CE%BB%CE%B1%CE%B9%CE%BA%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B8%CE%B5%CF%83%CF%83%CE%B1%CE%BB%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%B7/

15 Eylül 2014 Pazartesi

Ηλιαδέλη Αναστασία Ε. Λαϊκισμός: Η ψευδαίσθηση της δημοκρατίας/αναδημοσίευση απο το ΒΗΜΑ


Λαϊκισμός: Η ψευδαίσθηση της δημοκρατίας


8
εκτύπωση 
 
Η εμφάνιση νέων κομμάτων στην πολιτική σκηνή της χώρας εκφράζει ένα έλλειμμα δημοκρατίας μέσα σε συνθήκες κρίσης εμπιστοσύνης του πολιτικού συστήματος και των θεσμών.
Δείχνει δηλαδή ότι υπάρχει ένα «εκ των κάτω» αίτημα για μια άλλου τύπου εκπροσώπηση. Αυτήν την «κοινωνική ζήτηση» ήρθαν να καλύψουν τα τελευταία χρόνια διάφοροι κομματικοί σχηματισμοί, τόσο στα δεξιά όσο και στα αριστερά του πολιτικού φάσματος.
Υπάρχουν αναμφισβήτητα τεράστιες διαφορές ανάμεσά τους. Υπάρχει ωστόσο ένα στοιχείο που κάνει ώστε να «συγκλίνουν» μεταξύ τους η δεξιά με την αριστερή «προσφορά», παρά τις διαφορετικές αφετηρίες τους και τα διακριτά τους προτάγματα.
Το στοιχείο αυτό είναι ένα συγκεκριμένο πολεμικό πολιτικό ύφος που έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί διαφορετικά συμβολικά υλικά και να προσκολλάται σε διαφορετικές ιδεολογικές περιοχές, λαμβάνοντας κάθε φορά την απόχρωση του τόπου που τον υποδέχεται. Πρόκειται για τον λαϊκισμό.
Τα νέα λαϊκιστικά κόμματα, φορείς οποιασδήποτε πολιτικής ιδεολογίας, από την ριζοσπαστική αριστερά, μέρος της κεντροαριστεράς μέχρι και την πιο εξτρεμιστική και ρατσιστική δεξιά μεταφέρουν ένα αίτημα πολιτικής εκπροσώπησης και σηματοδοτούν μια «κρίση» του αντιπροσωπευτικού μας συστήματος.
Απέναντι σε αυτήν την κρίση, οι νέοι σχηματισμοί σπεύδουν να εκφράσουν τους φόβους και τις ανησυχίες των πολιτών, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να «εκφραστούν». Μέσα από λαϊκιστικές κινητοποιητικές πρακτικές που προσλαμβάνουν αντισυστημικά χαρακτηριστικά επιχειρείται η ανάδειξη αλλά και η οικειοποίηση των βαθύτερων λαϊκών αναγκών που έρχονται προφανώς σε αντιπαράθεση με τον «μικρόκοσμο» των πολιτικών ελίτ, σηματοδοτώντας έτσι μία ατέρμονη μάχη των «πολλών και αδύναμων» κατά των «λίγων και ισχυρών».
Σε αυτήν την κατασκευή του «εχθρού», που στη συγκεκριμένη περίπτωση προσλαμβάνει αντικομματικά χαρακτηριστικά, αφού τα παλιά κόμματα δεν μπορούν πλέον να αφουγκρασθούν τον λαό και τις βαθύτερες ανάγκες του, ενυπάρχει μια ισχυρή απόρριψη των διαμεσολαβήσεων που ίσχυαν σε περίοδο προ της κρίσης. Κατά συνέπεια, ένα νέο ηχηρό αίτημα για αμεσοδημοκρατικές μεθόδους αναδύεται.
 Στο πλαίσιο αυτό, ο «λαϊκισμός» θέλει να εκφράσει ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά αιτήματα αμεσότητας, εγγύτητας, διαφάνειας και γνησιότητας. Το ερώτημα που ανακύπτει εδώ είναι κατά πόσον η έγκληση για «αληθινή δημοκρατία», στις προδιαγραφές είτε μιας ριζοσπαστικής κινηματικής εκδοχής, είτε μιας συμμετοχικής/ηλεκτρονικής δημοκρατίας, συνιστά ή όχι μια πράξη δημαγωγίας που ταλαντεύεται ανάμεσα στον υπερδημοκρατισμό, τον ψευτοδημοκρατισμό, ή ακόμα και τον αντιδημοκρατισμό.
Η προβληματική αυτή, θεωρούμενη από μια διαφορετική αλλά παράλληλη σκοπιά, καλείται να απαντήσει στο ερώτημα του κατά πόσον μια λαϊκιστική δημοκρατία αμεσοδημοκρατικών πρακτικών συνιστά ή όχι ένα μεταβατικό στάδιο τέτοιο που θα μας εισάγει αργότερα σε μια πιο ενδυναμωμένη μορφή αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Για να το πούμε διαφορετικά, αυτό που έχει σημασία κατά τη γνώμη μας να διαπιστώσουμε είναι σε ποιο βαθμό τέτοια λαϊκιστικά εγχειρήματα μπορούν να λειτουργήσουν ως θεσμικοί μηχανισμοί ενίσχυσης της αντιπροσώπευσης και της μετατροπής της σε μια πιο συμμετοχική μορφή δημοκρατίας.
 Αυτό που αξίζει να τονιστεί είναι ότι στις περιπτώσεις που αναπτύχθηκαν λαϊκιστικά εγχειρήματα και ειδικά σε εκείνες που αυτά κυριάρχησαν στην πολιτική σκηνή, πολλές φορές αυτά αναγκάστηκαν να διαχειριστούν με συστημικό τρόπο τις κοινωνικές προϋποθέσεις και τις πολιτικές συνέπειες της ανάδειξής τους.
Αυτή είναι και η αυτοπεριοριστική, δεσμευτική φύση του λαϊκισμού εν γένει: δημιουργεί ο ίδιος τις ψευδαισθήσεις που στη συνέχεια θα περιορίσουν την δική του δράση. Λαμβάνοντας ως δεδομένο το γεγονός ότι η θεσμοποίηση της πολιτικής είναι ο βασικός αντίπαλος του λαϊκιστικού φαινομένου, όταν αυτή η θεσμοποίηση επιχειρείται και το λαϊκιστικό κόμμα ή κίνημα έρχεται αντιμέτωπο με τα πραγματικά διλήμματα, τότε χάνει την αξιοπιστία του και αυτο-ακυρώνεται. Αρκετές φορές, η λαϊκιστική «απομάγευση» προκαλεί κοινωνικό κόστος και μπορεί να θέσει σε περιπέτεια τους δημοκρατικούς θεσμούς.
* Η Αναστασία Ε. Ηλιαδέλη είναι υποψήφια Διδάκτωρ «Συγκριτικής Πολιτικής» ΑΠΘ, υπότροφος ΙΠΕΠ.