περι θανατου etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster
περι θανατου etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster

19 Ağustos 2014 Salı

Η κοινωνία ως "μηχανή αποκλεισμού". Της Κατερίνας Μάτσα αναδημοσιεσυη απο ΤVXS

18:12 | 08 Απρ. 2012
Τελευταία ανανέωση 15:40 | 28 Νοε. 2013
Στην καρδιά της ορθολογικότητας της δικιάς μας κουλτούρας βρίσκεται ένας αποκλεισμός, που προηγείται οποιουδήποτε άλλου, πιο ριζικός από τον αποκλεισμό των τρελών, των παιδιών ή των κατώτερων φυλών, ένας αποκλεισμός που προηγείται όλων αυτών και χρησιμεύει ως πρότυπό τους, ο αποκλεισμός του νεκρού και του θανάτου».
[...] Προέρχονται από όλα τα κοινωνικά στρώματα, σιωπηλοί μάρτυρες μιας χωρίς προηγούμενο κρίσης της κοινωνίας και του πολιτισμού.
Ένας πραγματικός μικρόκοσμος που βιώνει καθημερινά το θάνατο, ζώντας στο κοινωνικό περιθώριο, μέσα σ’ έναν κόσμο που γεννά και συσσωρεύει καταστροφές.
Η χρήση των ναρκωτικών γι’ αυτά τα νέα παιδιά γίνεται ένα παιχνίδι ρώσικης ρουλέτας, μια διαρκής αναμέτρηση με το θάνατο.
Αναζητούν απελπισμένα τη δόση τους, γνωρίζοντας ότι κάθε δόση μπορεί να είναι η μοιραία δόση.
Ζουν μέσα στην εξαθλίωση, γνωρίζοντας ότι αυτός ο τρόπος ζωής τους εκθέτει σε μυριάδες κινδύνους (λοιμώξεις, ατυχήματα, αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές κ.α.).
Παρ’ όλα αυτά επιμένουν.
Το κάνουν όχι από ευχαρίστηση, όπως πιστεύουν πολλοί, αλλά από ανάγκη.
Τα ναρκωτικά δεν αποτελούν αντικείμενο επιθυμίας αλλά ανάγκης.
Η εξάρτηση δεν είναι παρά ένας τυραννικός καταναγκασμός, καθημερινό μαρτύριο, που μετατρέπει τη ζωή σε κόλαση.
Για τους τοξικομανείς η προβληματική της επιθυμίας έχει μετατεθεί στο πεδίο της ανάγκης, ο θάνατος κυριαρχεί στην ψυχική σκηνή.
«Μέσα από τη χρήση των ναρκωτικών», λέει η Sylvie Le Poulichet, «επιτελείται μια διαρκής προσομοίωση θανάτου».
Η έναρξη της χρήσης ουσιών γίνεται, συνήθως, στην αρχή της εφηβείας.
Είναι η ηλικία της ανακάλυψης της άγνωστης, ακόμα, ηπείρου της σεξουαλικότητας και της συνάντησης του υποκειμένου με το ζήτημα του θανάτου.
Είναι η εποχή της αναμέτρησής του με το άγνωστο, το τυχαίο, το αβέβαιο, μέσα σε ένα φαντασιωτικό παιχνίδι, όπου το επίδικο είναι η ζωή του ή ο θάνατός του.
Από την ικανότητά του να «επιβιώσει» ψυχικά μέσα από αυτή την αναμέτρηση, από την ικανότητά του, δηλαδή, να βρει το δικό του πέρασμα προς τη ζωή, θα εξαρτηθεί το ίδιο το ψυχικό του γίγνεσθαι.
Στις περιπτώσεις όμως που υπάρχουν βαθιά ελλείμματα στον ψυχισμό του και συνθήκες κρίσης στο οικογενειακό και στο κοινωνικό περιβάλλον, τότε αυτό το πέρασμα προς τη ζωή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ικανοποιητικά για το άτομο και το παιχνίδι με το θάνατο γίνεται τρόπος ζωής, που μπορεί να πάρει τη μορφή της τοξικομανίας. […]
Το βέβαιο όμως είναι ότι σ’ αυτό το μακάβριο παιχνίδι η διαρκής πρόκληση του θανάτου αποσκοπεί, βασικά στην ακύρωσή του. […]

Όταν κάνουν χρήση δεν έχουν στο μυαλό τους το θάνατο, δεν επιδιώκουν – εκτός από συγκεκριμένες ιδιαίτερες περιπτώσεις όπου συνυπάρχει ψυχοπαθολογία – να αυτοκτονήσουν. Ρισκάρουν το θάνατο για να κερδίσουν τη ζωή.
Επιδιώκουν, βασικά, να αποδείξουν –στον εαυτό τους, πρώτα απ’ όλα- ότι μπορούν να ακυρώσουν το θάνατο και να βγουν νικητές.
Κρύβουν την τρομακτική τους ανασφάλεια πίσω από την επίδειξη της –φαντασιωσικής- παντοδυναμίας που δίνουν τα ναρκωτικά. […]

Γι’ αυτό η λήψη υπερβολικής δόσης (OD) είναι τόσο συνήθης πρακτική, στην οποία ο ίδιος ελάχιστες, σχετικά, φορές δίνει το χαρακτήρα της απόπειρας αυτοκτονίας. […]
Όταν κάνει χρήση δεν υπάρχει γι’ αυτόν ο Άλλος, ως ζωντανή παρουσία στη ζωή του.
Υπάρχει μόνο το χάσμα της απουσίας, που δίνει τραγική διάσταση στη μοναξιά του.
Ο θάνατος, λοιπόν, σφραγίζει την καθημερινότητα της μίζερης ζωής τους, γιατί έχει ήδη σφραγίσει, από πριν, τον εσωτερικό ψυχικό τους κόσμο.
Μέσα σ’ αυτόν βρίσκεται, συχνά, κλεισμένος ένας αγαπημένος νεκρός που δεν μπόρεσαν να τον πενθήσουν, εγκιβωτισμένος σε μία «κρύπτη» στο εσωτερικό του Εγώ.
Το πένθος αυτού του νεκρού ήταν ανέφικτο μέσα στις συνθήκες που συντελέστηκε η μεγάλη απώλεια.
Αυτός ο ψυχικός τραυματισμός, που δεν έγινε δυνατό να μεταβολιστεί ψυχικά, μπορεί να συνδέεται με προσωπικά βιώματα, μπορεί όμως και να μεταδόθηκε από προηγούμενες γενιές και να αφορά συλλογικές εμπειρίες (της κοινότητας, του έθνους, της κουλτούρας στην οποία ανήκει η οικογένεια του συγκεκριμένου ατόμου).
Αυτό το τραύμα διαμορφώνει με πολύπλοκο και κρυπτικό, συνήθως, τρόπο τα δυναμικά της ψυχικής ζωής του ίδιου αλλά και της οικογένειάς του.
Γεννά κρύπτες και «φαντάσματα» που «στοιχειώνουν» τους ζωντανούς. […]
Η κλινική μας εμπειρία επιβεβαιώνει την παρουσία όλων αυτών των φαινομένων σε πολλούς τοξικομανείς, που προσήλθαν στον Συμβουλευτικό Σταθμό του 18 ΑΝΩ και ζήτησαν να ενταχθούν σε κάποιο από τα θεραπευτικά προγράμματα που υλοποιούνται στη Μονάδα.
Παρατηρήσαμε αρχικά ότι στο ιστορικό της οικογένειας των τοξικομανών αναφέρονται πολλοί θάνατοι, συνήθως πρόωροι και απροσδόκητοι.
Το πένθος γι αυτούς τους νεκρούς δεν έγινε εφικτό, για πολλούς λόγους, ιδιαίτερους για τον καθέναν.
Η έναρξη της χρήσης ουσιών τοποθετείται, συνήθως, χρονικά, μετά την τραυματική απώλεια και το αδύνατο πένθος της. […]
Παρατηρήσαμε στην κλινική πράξη ότι στις περιπτώσεις που υπήρχε αδύνατο πένθος η θεραπευτική διαδικασία ήταν ιδιαίτερα δύσκολη και οι υποτροπές συχνές, ακόμα και μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του θεραπευτικού προγράμματος.
Σ’ αυτά τα άτομα αναπτυσσόταν, συχνά, μετά την απεξάρτησή τους από τα ναρκωτικά, μια εξαρτητική σχέση με το αλκοόλ, η οποία προηγούνταν της υποτροπής στα ναρκωτικά και στη συνέχεια εξελισσόταν παράλληλα. […]
Η επιθυμία να φωτιστούν και να διερευνηθούν διεξοδικά όλα αυτά τα ζητήματα υπαγορεύτηκε βασικά από την ανάγκη να συμβάλουμε, ως 18 ΑΝΩ και στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, στο να γίνει η θεραπευτική διαδικασία της απεξάρτησης πληρέστερη, να προχωρήσει σε μεγαλύτερο βάθος και να είναι πιο αποτελεσματική.
Μ’ άλλα λόγια, διερευνήσαμε το πεδίο του θανάτου για να υπηρετήσουμε τη ζωή.

Η απώθηση του θανάτου και του πένθους
[…] Η διαδικασία του πένθους πραγματοποιείται στον τόπο της συνάντησης του ψυχικού με το κοινωνικό.
Η έκφραση του πένθους παίρνει πολλές μορφές (θρήνος, παράπονο, θλίψη, άγχος, οργή, αγανάκτηση, κ.α.).
Στους περισσότερους πολιτισμούς ο θρήνος αποτελεί την πρώτη αντίδραση στο θάνατο.
Σε όλους τους τύπους κοινωνιών οι τιμές στο νεκρό αποδίδονται μέσα από επιθανάτιες τελετές.
Πάντως ο τρόπος που εκφράζεται το πένθος σε μια κοινωνία συναρτάται στενά με την κουλτούρα της, με τον τρόπο που αφήνει ελεύθερα, προβάλλει και νοηματοδοτεί ή αντίθετα καταπνίγει και απαγορεύει να εκφραστούν τα αρνητικά συναισθήματα που γεννά η απώλεια.
Στις παραδοσιακές, τις προκαπιταλιστικές, κοινωνίες η εργασία του πένθους είχε κοινωνικό χαρακτήρα και αποτελούσε μέρος ενός τελετουργικού, στο πλαίσιο μια κοινωνικής πρακτικής, που περιελάμβανε ένα υποστηρικτικό κοινωνικό δίκτυο γύρω από τον πενθούντα και μία διαδικασία από κοινού συμμετοχής της κοινότητας στο πένθος για τον νεκρό. […]
Ο άνθρωπος σ’ εκείνες τις κοινωνίες ήταν βαθιά και άμεσα κοινωνικός και δεν διαχώριζε τον εαυτό του από τη φύση.
Η οικειότητα με το θάνατο ήταν μια μορφή παραδοχής της τάξης και της φύσης.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι και σήμερα, οι δημογραφικές μεταβολές, η βιομηχανική επανάσταση και η πρόοδος της Ιατρικής άλλαξαν τη στάση των ανθρώπων απέναντι στο θάνατο.
Ο θάνατος καθενός, καθώς και ο θάνατος των οικείων του, εσωτερικεύεται, απωθείται και εκδιώκεται από την καθημερινότητά του.
Η απώλεια ενός οικείου και ο χρόνος του πένθους δεν αποτελούν πλέον μια εμπειρία στην οποία συμμετέχει και το κοινωνικό σώμα.
Το πένθος στις κοινωνίες της νεωτερικότητας έχει χάσει το κοινωνικό του χαρακτήρα και έχει γίνει μια στενά ατομική υπόθεση, μια ατομική ψυχική διεργασία.
Αυτό που κυριαρχεί σε κοινωνικό επίπεδο είναι η απώθηση του θανάτου μέσα σε συνθήκες ακραίας εξατομίκευσης.
«Η σύγχρονη κοινωνία», λέει ο Αρίες, «στερεί τον άνθρωπο από το θάνατό του και δεν του τον επιστρέφει παρά μόνο εφόσον δεν πρόκειται να ταράξει τους ζωντανούς. Από την άλλη μεριά, απαγορεύει στους ζωντανούς να δείχνουν συγκινημένοι από το θάνατο του άλλου, δεν τους επιτρέπει ούτε να κλάψουν τους νεκρούς, ούτε να κάνουν ότι τους νοσταλγούν».
Σε μια κοινωνία η οποία μέσα στην κρίση της λειτουργεί ως «μηχανή αποκλεισμού», δημιουργώντας όρους κοινωνικού αποκλεισμού για ένα ευρύτατο και διαρκώς διευρυνόμενο φάσμα ατόμων και κοινωνικών ομάδων, ο μεγαλύτερος αποκλεισμός είναι αυτός του νεκρού και του θανάτου.

«Στην καρδιά της ορθολογικότητας της δικιάς μας κουλτούρας βρίσκεται ένας αποκλεισμός, που προηγείται οποιουδήποτε άλλου, πιο ριζικός από τον αποκλεισμό των τρελών, των παιδιών ή των κατώτερων φυλών, ένας αποκλεισμός που προηγείται όλων αυτών και χρησιμεύει ως πρότυπό τους, ο αποκλεισμός του νεκρού και του θανάτου».

Οι σύγχρονες πόλεις είναι χτισμένες σαν να μην υπάρχει θάνατος. Το φέρετρο είναι πολύ δύσκολο να φτάσει στον τελευταίο όροφο της πολυκατοικίας ή του ουρανοξύστη.
Κανείς πια δεν είναι διαθέσιμος για να «ξενυχτήσει» τον νεκρό στο σπίτι του το τελευταίο βράδυ πριν από την ταφή και να συμπαρασταθεί στους πενθούντες συγγενείς του. […]
Σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές απουσιάζει τραγικά ένα υποστηρικτικό δίκτυο ανθρώπων γύρω από τους πενθούντες, για να μοιραστεί μαζί τους τον πόνο της απώλειας και να θρηνήσει τον νεκρό.
Όμως η εμπειρία του πένθους χρειάζεται, οπωσδήποτε, έναν συνομιλητή για να βιωθεί και να εκφραστεί με λόγια, να μιληθεί. […]
Ο θάνατος του προσφιλούς προσώπου πρέπει να εγγραφεί κοινωνικά, να πάρει το χαρακτήρα μιας κοινής «μαρτυρίας», μιας από κοινού συμμετοχής στον πόνο της απώλειας, ενός συλλογικού θρήνου.
Η απουσία αυτού του κοινωνικού συνομιλητή που μπορεί να λειτουργήσει για τους πενθούντες ως υποστηρικτικό δίκτυο οδηγεί στην αποκοινωνικοποίηση και τελικά στην απώθηση του πένθους.
Ο βαθμός της απώθησης του πένθους σε κοινωνικό επίπεδο αποτελεί δείκτη του βαθμού αποξένωσης των ανθρώπων, μέτρο της κοινωνικής αλλοτρίωσης.
Μέσα στις συνθήκες που ορίζονται από την κυρίαρχη σήμερα ιδεολογία του ατομικισμού διαμορφώνεται ο ψυχισμός της νέας γενιάς, της γενιάς «χωρίς μέλλον» (generation no future”) και εμφανίζεται πολύμορφα η αδυναμία της, σε συλλογικό επίπεδο, να επιτελέσει το πένθος της για ένα καλύτερο μέλλον, που δικαιούται, αλλά της το στερούν.
Μήπως, λοιπόν, αυτό το αδύνατο πένθος των νέων της εποχής μας γίνεται ένας από τους παράγοντες που πυροδοτούν, σε τόσο μεγάλη έκταση, τις αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές τους; Μήπως η σημερινή κοινωνία του θεάματος είναι ανίκανη να πενθήσει επειδή έχει μετατρέψει και τον ίδιο το θάνατο σε θέαμα;
Ακόμα και οι μαζικοί θάνατοι των πολέμων, των βομβαρδισμών, των μαζικών καταστροφών δεν αντιπροσωπεύουν για τον θεατή τους – που τους παρακολουθεί στην τηλεόραση, αμέτοχος, με το αίσθημα της ασφάλειας που παρέχει ο ιδιωτικός του χώρος- παρά απλές τηλεοπτικές εικόνες που συντηρούν την ψευδαίσθηση ότι ο θάνατος δεν τον αφορά προσωπικά, είναι κάτι ξένο προς αυτόν, δεν επηρεάζει την καθημερινότητά του.
Πίσω από αυτή την αδυναμία του μέσου ανθρώπου της εποχής μας να αποδεχτεί το θάνατο και να μιλήσει ανοιχτά για αυτόν, βρίσκεται η αδυναμία του να πενθήσει τους νεκρούς του.
Βρίσκεται η ανικανότητά του να επεξεργαστεί ψυχικά τον τραυματισμό της απώλειας και να τον επουλώσει.
Βρίσκεται μια βαθιά ελλειμματική λειτουργία συμβολοποίησης και μετουσίωσης.
Γι’ αυτό δεν αντέχει τον ψυχικό πόνο και προσπαθεί με κάθε τρόπο να τον ναρκώνει.
Ακόμα και στις κορυφαίες στιγμές του αποχαιρετισμού του νεκρού, κατά την τελετή της ταφής του, οι πενθούντες, συγγενείς και φίλοι, παρευρίσκονται συνήθως με ναρκωμένες τις αισθήσεις από τα ηρεμιστικά που καταναλώνουν.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, βέβαια, μπλοκάρουν ακόμα περισσότερο τη διαδικασία του πένθους, τη στιγμή ακριβώς που θα έπρεπε να αρχίσει.
«Τελικά», λέει ο Αρίες, «καταλήγει κανείς να αναρωτηθεί αν μεγάλο μέρος της σημερινής κοινωνικής παθολογίας πηγάζει από την τοποθέτηση του θανάτου έξω από την καθημερινή ζωή, από την απαγόρευση του πένθους και του δικαιώματος να πενθούμε τους νεκρούς μας».

Αποσπάσματα από το νέο βιβλίο της Κατερίνας Μάτσα, «Το αδύνατο πένθος και η κρύπτη» Ο τοξικομανής και ο θάνατος, των εκδ. Άγρα.

Η ψυχίατρος Κατερίνας Μάτσα γεννήθηκε το 1947 στη Νέα Αρτάκη Ευβοίας. Σπούδασε Ιατρική στην Αθήνα και Ψυχιατρική στο Παρίσι και την Αθήνα. Είναι η γυναίκα του Σάββα Μιχαήλ.
Εργάζεται στο Ε.Σ.Υ., στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής, το γνωστό Δαφνί, από το 1974 μέχρι σήμερα. Είναι η επιστημονική υπεύθυνη της Μονάδας Απεξάρτησης Τοξικομανών Ψ.Ν.Α. - 18 ΑΝΩ και εκδότρια του περιοδικού "Τετράδια Ψυχιατρικής".
Το 2001 κυκλοφόρησε στις Εκδόσεις "Άγρα" το βιβλίο της "Ψάξαμε ανθρώπους και βρήκαμε σκιές... Το αίνιγμα της τοξικομανίας" το 2006 "Η περίπτωση Ευρυδίκη - Κλινική της τοξικομανίας" και "Ψυχοθεραπεία και τέχνη στην απεξάρτηση - Το "παράδειγμα" του 18 Άνω (2008).

---

30 Temmuz 2014 Çarşamba

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ (Χαλίλ Γκιμπράν) Πηγή: ordorosariussapienti.blogspot.com Αντικλείδι , http://antikleidi.com Αγάπη, Πόνος, Χρόνος, Θάνατος

Η Αλμήτρα είπε:
Μίλησέ μας για την Αγάπη.
Κι εκείνος, ύψωσε το κεφάλι του κι αντίκρυσε το λαό, κι απλώθηκε βαθιά ησυχία. Και με φωνή μεγάλη είπε:
aΌταν η αγάπη σε καλεί, ακολούθησέ την, Μ' όλο που τα μονοπάτια της είναι τραχιά κι απότομα. Κι όταν τα φτερά της σ' αγκαλιάσουν, παραδώσου, μ' όλο που το σπαθί που είναι κρυμμένο ανάμεσα στις φτερούγες της μπορεί να σε πληγώσει. Κι όταν σου μιλήσει, πίστεψέ την, μ' όλο που η φωνή της μπορεί να διασκορπίσει τα όνειρά σου σαν το βοριά που ερημώνει τον κήπο. Γιατί, όπως η αγάπη σε στεφανώνει, έτσι και θα σε σταυρώσει. Κι όπως είναι για το μεγάλωμά σου, είναι και για το κλάδεμά σου. Κι όπως ανεβαίνει ως την κορφή σου και χαϊδεύει τα πιο τρυφερά κλαδιά σου που τρεμοσαλεύουν στον ήλιο, Έτσι κατεβαίνει κι ως τις ρίζες σου και ταράζει την προσκόλλησή τους στο χώμα. Σα δεμάτια σταριού σε μαζεύει κοντά της. Σε αλωνίζει για να σε ξεσταχιάσει. Σε κοσκινίζει για να σε λευτερώσει από τα φλούδια σου. Σε αλέθει για να σε λευκάνει. Σε ζυμώνει ώσπου να γίνεις απαλός. Και μετά σε παραδίνει στην ιερή φωτιά της για να γίνεις ιερό ψωμί για του Θεού το  άγιο δείπνο.
Όλα αυτά θα σου κάνει η αγάπη για να μπορέσεις να γνωρίσεις τα μυστικά της καρδιάς σου, και με τη γνώση αυτή να γίνεις κομμάτι της καρδιάς της ζωής. Αλλά αν από το φόβο σου, γυρέψεις μόνο την ησυχία της αγάπης και την ευχαρίστηση της αγάπης, Τότε, θα ήταν καλύτερα για σένα να σκεπάσεις τη γύμνια σου και να βγεις έξω από το αλώνι της αγάπης. Και να σταθείς στον χωρίς εποχές κόσμο όπου θα γελάς, αλλά όχι με ολάκερο το γέλιο σου, και θα κλαις, αλλά όχι με όλα τα δάκρυά σου. Η αγάπη δε δίνει τίποτα παρά μόνο τον εαυτό της, και δεν παίρνει τίποτα παρά από τον εαυτό της. Η αγάπη δεν κατέχει κι ούτε μπορεί να κατέχεται. γιατί η αγάπη αρκείται στην αγάπη. Όταν αγαπάς, δε θα 'πρεπε να λες: «Ο Θεός είναι στην καρδιά μου», αλλά μάλλον «Εγώ βρίσκομαι μέσα στην καρδιά του Θεού.» Και μη πιστέψεις οτι μπορείς να κατευθύνεις την πορεία της αγάπης, γιατί η αγάπη, αν σε βρει άξιο, θα κατευθύνει εκείνη τη δική σου πορεία. Η αγάπη δεν έχει καμιά άλλη επιθυμία έκτος από την εκπλήρωσή της. Αλλά αν αγαπάς κι είναι ανάγκη να έχεις επιθυμίες, ας είναι αυτές οι επιθυμίες σου: Να λιώσεις και να γίνεις σαν το τρεχούμενο ρυάκι που λέει το τραγούδι του στη νύχτα. Να γνωρίσεις τον πόνο της πολύ μεγάλης τρυφερότητας. Να πληγωθείς από την ίδια τη γνώση σου της αγάπης. Και να ματώσεις πρόθυμα και χαρούμενα. Να ξυπνάς την αυγή με καρδιά έτοιμη να πετάξει και να προσφέρεις ευχαριστίες για μια ακόμα μέρα αγάπης. Να αναπαύεσαι το μεσημέρι και να στοχάζεσαι την έκσταση της αγάπης· Να γυρίζεις σπίτι το σούρουπο μ' ευγνωμοσύνη στην καρδιά. Και ύστερα να κοιμάσαι με μια προσευχή για την αγάπη που έχεις στην καρδιά σου και μ' έναν ύμνο δοξαστικό στα χείλη σου.
bΚΑΙ μια γυναίκα μίλησε και είπε, Μίλησέ μας για τον Πόνο.
Κι εκείνος αποκρίθηκε:
Ο πόνος σας είναι το σπάσιμο του όστρακου που περικλείει τη γνώση σας. Όπως το τσόφλι του καρπού πρέπει να σπάσει, για να βγει η καρδιά του στο φως του ήλιου, έτσι κι εσείς πρέπει να γνωρίσετε τον πόνο. Κι αν μπορούσατε να κρατάτε στην καρδιά σας το θαυμασμό για τα καθημερινά θαύματα της ζωής σας, ο πόνος δε θα σας φαινόταν λιγότερο θαυμαστός από τη χαρά σας. Και θα δεχόσαστε τις εποχές της καρδιάς σας, όπως δέχεστε από πάντα τις εποχές που περνούν πάνω από τα χωράφια σας. Και θα παρατηρούσατε με ηρεμία τους χειμώνες της θλίψης σας. Πολλούς από τους πόνους σας τους διαλέγετε μονάχοι. Είναι το πικρό φάρμακο που μ' αυτό ο γιατρός που είναι μέσα σας θεραπεύει τον άρρωστο εαυτό σας. Γι' αυτό, να εμπιστεύεστε το γιατρό, και να πίνετε το φάρμακό του, σιωπηλά και ήρεμα. Γιατί το χέρι του, αν και βαρύ και σκληρό, οδηγείται από το τρυφερό χέρι του Αόρατου, Και η κούπα που σας δίνει, μ' όλο που καίει τα χείλη σας, είναι φτιαγμένη από τον πηλό που ο μεγάλος Αγγειοπλάστης μούσκεψε με τα δικά του άγια δάκρυα.
c
ΚΙ ένας αστρονόμος είπε, Δάσκαλε, τι έχεις να πεις για το Χρόνο;
Κι εκείνος αποκρίθηκε:
Θα θέλατε να μετρήσετε το χρόνο που είναι χωρίς μέτρα και άμετρος.
Θα θέλατε να προσαρμόσετε τη διαγωγή σας, ακόμα και να κατευθύνετε την πορεία της ψυχής σας, σύμφωνα με τις ώρες και τις εποχές.
Θα θέλατε να κάνετε το χρόνο ένα ποταμάκι για να καθίσετε στην όχθη του και να παρακολουθείτε το κύλισμά του.
Ωστόσο, το άχρονο που είναι μέσα σας έχει επίγνωση του άχρονου της ζωής, Και ξέρει ότι το χθες δεν είναι τίποτα περισσότερο από την ανάμνηση του σήμερα, και το αύριο, το όνειρο του σήμερα. Κι ότι αυτό που τραγουδά και διαλογίζεται μέσα σας κατοικεί ακόμα μέσα στα όρια της πρώτης εκείνης στιγμής που διασκόρπισε τα αστέρια στο διάστημα. Ποιός ανάμεσά σας δε νιώθει ότι η δύναμή του ν' άγαπα είναι απεριόριστη; Αλλά και ποιός, ωστόσο, δεν αίσθάνεται ότι αυτή η ίδια η αγάπη, αν και απεριόριστη, είναι αιχμαλωτισμένη μέσα στο κέντρο της ύπαρξής του, και δεν πετά από σκέψη αγάπης σε άλλη σκέψη αγάπης, ούτε από πράξεις αγάπης σε άλλες πράξεις αγάπης; Και μήπως δεν είναι ο Χρόνος όπως είναι η αγάπη, αδιαίρετος και χωρίς ρυθμό; Αλλά αν στη σκέψη σας έχετε ανάγκη να μετράτε το χρόνο σε εποχές, κάνετε κάθε εποχή να περιλαμβάνει όλες τις άλλες εποχές, Και κάνετε το σήμερα να αγκαλιάζει το παρελθόν με την ανάμνηση και το μέλλον με τη λαχτάρα.
dΚΑΙ τότε η Αλμήτρα μίλησε ξανά, και είπε, Και τώρα θα σε ρωτήσουμε για το Θάνατο.
Κι εκείνος είπε:
Θέλετε να μάθετε το μυστικό του θανάτου. Αλλά πως θα το βρείτε αν δεν το γυρέψετε μέσα στην καρδιά της ζωής; Η κουκουβάγια που τα νυχτόθωρα μάτια της είναι τυφλά στο φως της μέρας, δεν μπορεί ν' αποκαλύψει το μυστήριο του φωτός. Αν θέλετε πραγματικά ν' αντικρύσετε την ψυχή του θανάτου, ανοίξτε την καρδιά σας ολάκερη στο σώμα της ζωής. Γιατί η ζωή κι ο θάνατος είναι ένα, καθώς ο ποταμός κι η θάλασσα είναι ένα. Στο βάθος των ελπίδων και των πόθων σας υπάρχει η σιωπηλή σας γνώση για το υπερπέραν. Και σαν τους σπόρους που ονειρεύονται κάτω από το χιόνι, η καρδιά σας ονειρεύεται την άνοιξη. Να εμπιστεύεστε τα όνειρα, γιατί σ' αυτά είναι κρυμμένη η πύλη προς την αίωνιότητα. Ο φόβος σας για το θάνατο είναι σαν το τρεμούλιασμα του βοσκού όταν στέκεται μπροστά στο βασιλιά που το χέρι του θα τον ακουμπήσει για να τον τιμήσει. Μήπως δε χαίρεται ο βοσκός κάτω από το τρεμούλιασμά του, που θα φορέσει το μετάλλιο του βασιλιά; Κι ωστόσο, δεν είναι η ταραχή εκείνο που τον νοιάζει πιο πολύ; Γιατί, τι άλλο είναι ο θάνατος εκτός από το να σταθείς γυμνός μέσα στον άνεμο και να λιώσεις μέσα στον ήλιο; Και τι σημαίνει να πάψεις ν' αναπνέεις εκτός από το να ελευθερώσεις την ανάσα από τα ασταμάτητα κύματά της, για να μπορέσει να υψωθεί και ν' απλωθεί και να γυρέψει το Θεό ελαφριά κι ανεμπόδιστη; Μονάχα όταν πιείτε από το ποτάμι της σιωπής, θα μπορέσετε πραγματικά να τραγουδήσετε. Και μόνο όταν φτάσετε στη βουνοκορφή, θ' αρχίσετε να σκαρφαλώνετε. Και όταν η γη γυρέψει τα μέλη σας, τότε μόνο θα χορέψετε πραγματικά.
kahlil
  Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ (Χαλίλ Γκιμπράν)
  Πηγή: ordorosariussapienti.blogspot.com
Αντικλείδι , http://antikleidi.com 

8 Temmuz 2014 Salı

φυσικά τα κύτταρα συνεχίζουν να πεθαίνουν ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ MHNYMAL


φυσικά τα κύτταρα συνεχίζουν να πεθαίνουν



Αυτές οι γραμμές δεν θα διαβάζονταν ποτέ αν είχε ξεκολλήσει ένα κομματάκι αθηρωματικής πλάκας κι είχε φράξει μιαν από τις κεντρικές αρτηρίες μου. Ή δεν θα διαβάζονταν από σένα αν ο αιφνίδιος θάνατος είχε συμβεί σε σένα. Αυτή τη στιγμή που γράφω δεν ξέρω αν όσα γράφω θα δημοσιευτούν για να διαβαστούν. Δεν ξέρω αν θα προκαλέσω τη δυσφορία που συνοψίζεται στη φράση ΑΜάΝ ΠΙΑ με τον ΘάΝΑΤΟ, κι είναι εύκολο να προκληθεί, κυρίως σε όσους βλέπουν με ευχαρίστηση θανάτους στο σινεμά και στην τιβί, αλλά αποστρέφονται τον λόγο για τον θάνατο γιατί, θαρρώ, φοβούνται τον θάνατό τους. Όταν στις αρχές του περασμένου αιώνα ο Max Scheler έβλεπε τον σύγχρονό του άνθρωπο να απωθεί τη σκέψη του θανάτου, νοσταλγούσε τον αλλοτινό άνθρωπο που ζούσε επί παρουσία του θανάτου, ο οποίος ήταν μια δύναμη που μορφοποιούσε και κατηύθυνε τη ζωή του σαν οργανωτική και εποικοδομητική αρχή της ύπαρξης. Σήμερα, που ο πραγματικός καταναλωτής γίνεται καταναλωτής ψευδαισθήσεων (Guy Debord), ο θάνατος καταναλώνεται σαν θέαμα, η ιδέα του είναι μια ψευδαίσθηση, κανείς δεν πέθανε στ' αλήθεια στην οθόνη κι όμως τον είδες να πεθαίνει, να σφαδάζει και να πεθαίνει ή να πεθαίνει ήσυχα, να γέρνει το κεφάλι για το τέλος, μήπως γλιτώσει ένα λυγμό ή ένα σαρκασμό. Άλλοτε τον νεκρό τον έπλεναν, τον ετοίμαζαν, τον έντυναν, έμενε σπίτι, στο σαλόνι, όλο το βράδυ, τον ξενυχτούσαν. Τώρα μονόδρομος ψυγείο - νεκροταφείο, απαγορεύονται οι νεκροί στα διαμερίσματα, πόσο αλήθεια είναι εύκολο να είσαι νομιμόφρων, άλλοι ασχολούνται, επαγγελματίες του ντεκόρ, του τελετουργικού θεάματος, οι στενοί συγγενείς απλώς επιλέγουν από τη γκάμα στιλ και τιμών μετά φπα, ένα αξιοπρεπή φέρετρο στοιχίζει περίπου 800 ευρώ, μου είπε κάποτε τελετάρχης. 





Έτσι ξεμπερδεύουμε στα γρήγορα με τον θάνατο των αλλονών, που έγραψα κάποτε με αφορμή τον Θνητό Εαυτό του Πέτρου Θεοδωρίδη, κι αργότερα το πείραξα, το παραποίησα δηλαδή, κι απόμεινε της καρακάξας σπάραγμα, αιωνία του η μνήμη, μα ποιος θα την απονείμει πούχει μόνη απομείνει με σβησμένο το λουμίνι...:



στο θάνατο των αλλονών
προβάρω το δικό μου
άνευ γλυπτών αναπολών
τον βλάσφημο σηκό μου 

στα κενοτάφια το δεινό
το άλγος του καμάτου
κι αν τεχνηέντως προσπερνώ
κάποτε πέφτω κάτου 

ο χρόνος, παρανόηση
όσων γροικάς και φτύνεις
θα σου πουλάνε πτόηση
καθώς θα επεκτείνεις 

τις λύσεις που περιχαρής
ο χρόνος ο καημένος
στον έρωτα πάντα υδαρής
ψάχνει κατατρεγμένος 

της ψυχοπέμψης ηχηρού
μοιρολογιού αναλόγια
στηρίζουν τέλους καψερού
στίχους και ψιλολόγια 

όπως αυτά των λέξεων
τον θάνατο που πλήξαν
και το επεισόδιο της ζωής
θεωρείται πλέον λήξαν


Ας εμμείνουμε λοιπόν στον περί θανάτου λόγο, ταγμένοι στο σκοπό της επανασυμφιλίωσης με την ιδέα του θανάτου. Η ενορατική, σύμφωνα με τον Scheler, αντίληψη του ανθρώπου για τον θάνατο, η σκέψη ότι η ζωή δεν είναι παρά ένα λάφυρο θανάτου, βυθίζεται, κι εξαφανίζεται, κάτω από την αντίληψη του θανάτου σαν αξίας ή απαξίας ενός κεφαλαίου, σάμπως ο θάνατος να μοιάζει με τον κίνδυνο της φωτιάς και του νερού και εξηγεί την προσπάθεια που παρακολουθούσε να καταβάλλει η επιστήμη της εποχής του για να κονιορτοποιήσει μέχρις αφανισμού το μέγα και απλό γεγονός του θανάτου. 
Έτσι, η μηχανιστική βιολογία είναι εξαναγκασμένη να εκλάβει κάθε θάνατο σύμφωνα με τον τύπο θανάτου που επέρχεται σαν πιστολιά. Επιπροσθέτως, η αντίθεση ζώντος - τεθνεώτος αποβαίνει αμιγώς σχετική αντίθεση· κατά βάθος δεν ξέερουμε πια σε τι συνίσταται ο θάνατος. Αν ο οργανισμός είναι μόνο ένα σύνολο οργάνων, τα όργανα σύνολα ιστών και αυτοί με τη σειρά τους σύνολα κυττάρων (ιδέα της κυτταρολογίας), και αν εκλαμβάνουμε τις διεργασίες του κυττάρου ως απλές φυσικοχημικές διεργασίες, τότε δεν υφίσταται πια - εξαιρουμένης της συνειδησιακής σφαίρας - καθορισμένο, νοητό φαινόμενο που θα αποκαλούσαμε "θάνατο". Άραγε, δεν πρόκειται για ένα φαινόμενο γνωστό, όπου όλες σχεδόν οι φυσιολογικές λειτουργίες εξακολουθούν ακόμα και μετά τον "θάνατο" του ζώου, για παράδειγμα το στομάχι χωνεύει, τα μαλλιά και τα νύχια μεγαλώνουν, οι βάλανοι εκκρίνουν, οι χτύποι της καρδιάς μπορούν να συνεχιστούν επί ώρες; [...] Μολονότι ο θάνατος - ιδωμένος από τη σκοπιά των φυσικών επιστημών - δεν είναι ένα οριοθετημένο στοιχειώδες συμβάν, αλλά μόνο η βραδεία και ακατάπαυτη συσσώρευση καταστροφών που βλάπτουν τους περίπλοκους χημικούς συνδυασμούς του οργανισμού, υπάρχει κάποιος λόγος να τον θεωρήσουμε καθορισμένο γεγονός και να του αποδώσουμε μια συγκεκριμένη στιγμή - έστω και αν θα μπορούσαμε να είμαστε εφεκτικοί πάνω σε αυτό: ο λόγος δεν έγκειται σε κάτι συλληπτό από την επιστήμη, αλλά στον αφανισμό της συνείδησης, που είναι μια συνέπεια της καταστροφής αυτής της "μηχανής".
Η ιδέα του Joyce ότι φυσικά τα κύτταρα συνεχίζουν να ζουν μέσα στη χλαλοή του εξελισσόμενου ενδοφερέτριου θανάτου, είναι μια παλιά ιδέα. Σ' αυτή τη διαδικασία, όπου
Μεταβάλλονται σε μία μορφή λιπαρού τυριού. Κατόπιν αρχίζουν να μαυρίζουν και να εκχύνουν ένα υγρό σαν μελάσσα. Στη συνέχεια ξεραίνονται. ] ,
Joyce αντιλαμβάνεται τα κύτταρα σαν ανεξάρτητες δομές που δεν πεθαίνουν, ή δεν πεθαίνουν σχεδόν ποτέ, τα αντιλαμβάνεται σαν δομικές μονάδες της ζωής που τρώγουνται μεταξύ τους όταν δεν έχουν τι να φάνε, κάποια δηλαδή έτσι κι αλλιώς συνεχίζουν να ζούν, αγνοεί δηλαδή την απόπτωση, τον θάνατο τον κυττάρων, αγνοεί ότι αυτά τα ανείδωτα ζωάκια είναι λάφυρα του θάνατου, αγνοεί ότι φυσικά τα κύτταρα συνεχίζουν να πεθαίνουν και να πέφτουν νεκρά στα στόματα σαπροφύτων. 

Επί ολόκληρες γενιές, οι Ευρωπαίοι πίστευαν πως η ζωή εμφανίζεται αυτόματα στη σήψη και στην κοπριά. Το σάπιο κρέας θεωρούνταν ότι γεννά προνύμφες. Τα παλιά κουρέλια γεννούσαν ποντίκια. Η προσεκτική παρατήρηση και το πείραμα, ωστόσο, αποκάλυψαν την ύπαρξη ενδιάμεσων στοιχείων. Οι προνύμφες, όπως γνωρίζουμε, δεν αναπτύσσονται από τις ακαθαρσίες, όσο χημικά περίπλοκες και αν είναι. Αναπτύσσονται από αβγά αφού πρώτα γονιμοποιηθούν με σπέρμα που μεταφέρεται από μύγες. Παρ' όλα αυτά, οι προνύμφες που στριφογύριζαν στο σαπισμένο κρέας, κατά τις απόψεις των προκατόχων του Louis Pasteur, σήμαιναν πως η ζωή αναπτυσσόταν από την ίδια την αποσύνθεση. 
Η Lynn Margulis γράφει στον Συμβιωτικό Πλανήτη, το βιβλίο όπου συνόψισε τη αντι-δαρβινική θεωρία της για την εξέλιξη, για τον άσηπτο ζωμό κρέατος του Pasteur, που εκτίθεται στο ομώνυμο ινστιτούτο στο Παρίσι, από το πείραμά του με το οποίο απέδειξε ότι για να υπάρξει ζωή πρέπει να προϋπάρξουν μορφές ζωής του ίδιου είδους. Το όμοιο και για τον θάνατο. Στη φιάλη που έμπαινε αέρας αλλά εμποδιζόταν η είσοδος βακτηρίων, το κρέας δεν σάπισε. Όμως τα βακτήρια δεν είναι, όπως επίσης ευρέως πιστεύεται, παθογόνοι παράγοντες στη ζωή, και στον θάνατο, που πρέπει να εξοντωθούν για να διαπρέψουν η τάξη, η καθαριότητα και η ομορφιά. Αντίθετα, ευθύνονται για τη ζωή και χωρίς αυτά, επιμένει o Maximo Sandin, οι ήπειροι θα ήταν έρημοι, αναπτύσσοντας το πολύ λειχήνες, και μάλιστα ελάχιστες, ενώ στους ανθρώπους ο αριθμός τους είναι δέκα φορές μεγαλύτερος απ’ τα κύτταρα απ’ τα οποία αποτελούνται. Είμαστε μήπως συσκευές βακτηριακής τεχνολογίας; Δέκα βακτήρια και βάλε για κάθε κύτταρο; 

Η ζωή, γράφει η Margulis, είναι εγγενώς ένα σύστημα αποθήκευσης μνήμης. Θα έλεγε κανείς ότι ο θάνατος είναι μία μέθοδος αποβολής της μνήμης, ή, πληροφορικότερα, διαγραφής της. Η συσσωρευμένη μνήμη στους ανθρώπινους εγκεφάλους μπορεί να εξαφανίζεται με την καμία, όταν συμβεί το μέγα και απλό γεγονός του θανάτου; Όμως κι ο θάνατος δεν είναι τίποτε άλλο παρά μνήμη απώλειας που για τη συντήρησή της, αγνοώντας τη βακτηριακή υπόγεια εργασία, οι άνθρωποι φροντίζουν από αιώνες. Τα βήματά μας πλησιάζουν στα νεκροταφεία, όπως εκείνο του Glasnevin, όπου είχε βρεθεί εκείνη την 16η Ιουνίου ο Μπλούμ. Θα περάσουμε την πύλη στην επόμενη ανάρτηση, με τις προϋποθέσεις που τέθηκαν στην αρχή. Ως τότε, όπως θα λέγαμε πως κάθε Ιούλιος θάβει κάποιον Ιούνιο, άσκοπος διαβάτης ο Νίκος Καρούζος:


Στα σπλάχνα του σκιρτούσε το αδιέξοδο.
Δεν ένιωθε τις αποστάσεις περπατώντας.
Και τραγουδούσε ολομόναχο το στόμα του.
Παράμ παμ παμ
παρίμ παμ πομ...
Ο θάνατος θέλει τα πουλιά και τα βαρίδια.
Παράμ παμ παμ
παρίμ παμ πομ...
Υπάρχει αύριο
υπάρχει και μεθαύριο.
Καινούργιο φέρετρο η καινούργια μέρα. 








στο μεταξύ
η κομποστοποίηση πτωμάτων
δεν ενδείκνυται σε φυτικές καλλιέργειες
στις δε ζωικές τρελαίνονται 
τα υποσφάγια καθώς 
σαπρόφιλα εξ ανάγκης
καταγίνονται

25 Haziran 2014 Çarşamba

δεν είναι τίποτε ,μωρέ , Θάνατος είναι


-->
E    μάλλον καπως έτσι πεθαίνουμε
 Οι τελευταίοι άνθρωποι . Φαουστικοί ,γεμάτοι με φιλοδοξίες
 Όνειρα ανεκπλήρωτα  και φουσκωμένοι
 Εγωιστές ,μικροπρεπείς μα και αθώοι
 Ανήμπορα παγιδευμένοι
 Μες τον ιστό των ψευδαισθήσεων ,σπασμωδικά
Βουλιάζουμε στην δίνη που οι ίδιοι ανοίξαμε ,


μια τρύπα στο νερό, 

δεν είναι τίποτε ,μωρέ , Θάνατος είναι 


Ετσι ,σιγά σιγά σκηνοθετήσαμε τον θάνατο μας

Ετσι ,σιγά σιγά σκηνοθετησαμε  τον θάνατο μας

απλώς τον ειδαμε σαν μια προεκταση του εαυτου μας

 -οχι σαν τερμα αλλά ως κατι ανερματιστο
ανήμποροι οπως πάντα.
να διακρινουμε τις προβολές του Νου απ'την αλήθεια ..

-μπορουμε και μόνοι - ανευ αντιπροσωπων- να αντικριζουμε τον θανατο μας ,μες την καθημερινη μικροτητα,την αρρωστια,τα μεγαλα λόγια,

ετσι κι  αλλιως πεθαινουμε καθε μερα ,μονοι
στη δουλεια, στο σπιτι ,στο θεατρο του αδειου κοσμου
-μπορουμε και μόνοι - ανευ αντιπροσωπων-
να αντικριζουμε τον θανατο μας ,μες την καθημερινη μικροτητα,την αρρωστια,τα μεγαλα λόγια, ''θα σε στηριξουμε''''αγαπη'' ,''θυσια'', ''συμπονια'','φιλια'',
καθε μεγαλο αλλοθι η και μικρο ,την ιδια μας τη θλιψη(ως δικαιολογια)το κλαμα,το γελιο ,την ειρωνια,
την ψευδαισθηση , την επανασταση , την μεταρρυθμιση ,την αναβολη,
,την απωθηση , την αρνηση , τον ηρωισμό , το ψεμμα καθε αλήθειας,
την επιδειξη αισθηματων ,
την αληθεια
την
λήθη
την ληθη/μνημη
την μνημη ως λήθη
την λήθη
την σιωπή

22 Haziran 2014 Pazar

Σε τι μοιάζει ο έρωτας με τον θάνατο;

Σε τι μοιάζει ο έρωτας με τον θάνατο; Στο ότι δεν υπάρχει ποτέ προηγουμένη εμπειρία ..Κάθε φορά είναι ένα ταξίδι στο εντελώς άγνωστο ..Σαν να πεθαίνεις η σαν να ξανά γεννιέσαι.. Όχι όμως ο iδιoς - ποτέ ο ίδιος

29 Mayıs 2014 Perşembe

Μωρίς Μπλανσό, η Στιγμή του Θανάτου Μου/ αναδημοσιευση κριτικής απο το ιστολογιο critique.gr

 

Τον Ιούνιο του 1944, ο Γάλλος συγγραφέας και δοκιμιογράφος Μωρίς Μπλανσό, ήρθε αντιμέτωπος με το εκτελεστικό απόσπασμα. Η στιγμή του θανάτου του, όμως, ματαιώθηκε. Έζησε (ή ίσως, επέζησε;) και προϊόν αυτής της εμπειρίας του είναι το σύντομο αφήγημα Η Στιγμή του Θανάτου Μου (L' instant de ma mort - στα ελληνικά σε μετάφραση Βαγγέλη Μπιτσώρη, εκδόσεις Άγρα, σειρά Ο Άτακτος Λαγός).
Η πιο κοντινή επαφή που μπορούμε να έχουμε με τον θάνατο, όσο είμαστε εν ζωή, είναι βέβαια ο θάνατος του άλλου. Άρα, πως μπορεί να γράψει κανείς για τον θάνατό του; Η εμπειρία του Μπλανσό, έχοντας υπάρξει μια ματαίωση του συμβάντος, αλλά όχι βέβαια ακύρωσή του, το διατηρεί σε μια διαρκή εκκρεμότητα: «δεν πέθανα τότε, αλλά θα πεθάνω σίγουρα αργότερα».
Το κείμενο εγείρει το ζήτημα του μάρτυρα-επιζώντα: εκείνου που είναι testis και superstes, που είναι μάρτυρας της επιβίωσής του. Για το θέμα αυτό είχε μιλήσει ο Ζακ Ντεριντά, στο κείμενο της ομιλίας του με θέμα «Μαρτυρία και Μετάφραση: Επιβιώνοντας Ποιητικά» (εκδόσεις Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, μετάφραση Βαγγέλη Μπιτσώρη, 1995) με αφορμή το έργο του ποιητή Πάουλ Τσέλαν «Του Κανενός το Ρόδο». Ο Τσέλαν, μην αντέχοντας ότι επιβίωσε του Ολοκαυτώματος, αυτοκτόνησε αρκετά χρόνια μετά (1970), αφήνοντάς πίσω του ένα πολύ σημαντικό έργο.
Στο δοκίμιό του, «Demeure: Μυθοπλασία και μαρτυρία» (συνοδεύει την αγγλική έκδοση του κειμένου του Μπλανσό, The instant of my death), ο Ντεριντά προσφέρει μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάγνωση του κειμένου, μιλώντας για την «αυτοθανατογραφία». Η γαλλική λέξη demeure, από το ρήμα demeurer που σημαίνει ταυτόχρονα ζω αλλά και παραμένω, προσφέρει την ιδανική περιγραφή αυτής της οριακής εμπειρίας. Εντούτοις, διαβάζουμε: «Θυμάμαι έναν νέο άνδρα – άνδρα ακόμη νέο- που τον εμπόδισε να πεθάνει ο ίδιος ο θάνατος—και ίσως το λάθος της αδικίας». Ποιος είναι αυτός που θυμάται, αυτό το «εγώ θυμάμαι»; Ο διπλός ρόλος του επιζώντα-μάρτυρα αποκτά εδώ όχι δύο ξέχωρες φωνές αλλά μία - κάτω από την αιγίδα της μυθοπλασίας.
Όταν η προσωπική μαρτυρία μετατρέπεται σε μυθοπλασία, ζημιώνεται κάποια από τις δύο; Όχι, μας απαντά ο Ντεριντά. Ουσιαστικά, αυτή που μαρτυρά είναι η αφήγηση για εκείνο που συνέβη μόνο μια φορά και είναι αναντικατάστατο. Ο Μπλανσό ίσως εδώ να μπορεί να κατηγορηθεί για «κατάχρηση της μυθοπλασίας», κατάχρηση του είδους όπου ο συγγραφέας είναι υπεύθυνος για αυτό που συμβαίνει στον αφηγητή ή στους χαρακτήρες της αφήγησης, χωρίς να λογοδοτεί για την αλήθεια των όσων λέει. Εδώ, όμως, πρόκειται για μαρτυρία και ως γνωστόν, όταν κάποιος είναι μάρτυρας σε ένα δικαστήριο, απαγορεύεται διά νόμου να πει ψέματα.
Αυτοί οι περιορισμοί δεν υπάρχουν στη μυθοπλασία. Εξάλλου, ο Μπλανσό δεν λέει ψέματα. Μιλά για ένα πραγματικό γεγονός, η εγκυρότητα του οποίου μπορεί να διασταυρωθεί ιστορικά. Απλώς επιλέγει να μιλήσει από τον ρόλο του αφηγητή ή και τον ρόλο του συγγραφέα. Ο Τσελάν είχε πει ότι «κανείς δεν μαρτυρεί για τον μάρτυρα», αλλά με αυτή του την κίνηση, ο Μπλανσό καθιστά τον αναγνώστη δικό του μάρτυρα, έναν τόπο όπου η αφήγησή του θα φιλοξενηθεί.
Πρόκειται για μια μεταστροφή - όχι διαστρέβλωση. Για ένα τέχνασμα που κάνει το κείμενο να μην είναι «ούτε καθαρή μυθοπλασία αλλά ούτε και καθαρή αυτοβιογραφική μαρτυρία», όπως υποστηρίζει ο μεταφραστής του κειμένου στα ελληνικά, Βαγγέλης Μπιτσώρης, στο επίμετρό του. Αν και ο τίτλος προετοιμάζει για την περιγραφή της -ουσιαστικά αδύνατης να υπάρξει- στιγμής του θανάτου του αφηγητή, ο αναγνώστης τελικά έρχεται αντιμέτωπος με την εμπειρία του θανάτου ενός άλλου, κάποιου που είναι στην ενθύμηση του αφηγητή, έως την τελευταία γραμμή: "Είμαι ζωντανός. Όχι, είσαι νεκρός", λέει ο Μπλανσό στον εαυτό του, ο αφηγητής στον ήρωά του, ο συγγραφέας στον αφηγητή του.
Πρόκειται για τη "μη βιωμένη εμπειρία" (unexperienced experience) στην οποία αναφέρεται ο Ντεριντά στο δοκίμιό του - ο ήρωας του Μπλανσό (ο ίδιος) διαπιστώνει ότι είναι ήδη νεκρός τη στιγμή που περιμένει να ακούσει το πυρ - η εκτέλεση που επίκειται, σαν δαμόκλειος σπάθη, και έρχεται, τον έχει ήδη αποκόψει από την πραγματική ζωή, ως εμπειρία και μόνο: "Εφεξής ήταν δεμένος με τον θάνατο, μέσω μιας υφέρπουσας φιλίας". Αυτή ακριβώς τη σχέση θέλει να αποτυπώσει με το αφήγημά του - ή μάλλον, ακριβώς την αδυναμία αυτής της σχέσης.
Ο Simon Critchley, καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Έσσεξ και μελετητής του έργου του Μπλανσό, στο βιβλίο του Very little… almost nothing: Death, Philosophy, Literature (Ελάχιστο…σχεδόν τίποτα: Θάνατος, Φιλοσοφία, Λογοτεχνία) προσφέρει μια ιδιαίτερα οξυδερκή ανάγνωση αυτής της πλευράς του Μπλανσό και συγκεκριμένα, πραγματεύεται το κατά πόσο τελικά μπορεί να υπάρξει αυτοθανατογραφία. Ο Critchley υποστηρίζει ότι ο θάνατος αντιστέκεται στην αναπαράσταση και μιλά για το ρητορικό σχήμα της προσωποποιίας (όπως έχει εισαχθεί από τον Πολ ντε Μαν στο γνωστό κείμενό του Autobiography as De-facement από το The Rhetoric of Romanticism, 1984) το οποίο ως γλωσσικός τρόπος, δεν είναι "το πράγμα το ίδιο, αλλά η αναπαράστασή του" και άρα, επιτρέπει να φτάσει στα αυτιά μας μια φωνή "που έρχεται από τον τάφο".  Αυτό, σύμφωνα με τον Critchley, εξηγεί γιατί η αυτοθανατογραφία συνιστά σκάνδαλο και γιατί μια τέτοια διάθεση μπορεί να βρει έκφραση μόνο μέσα στη λογοτεχνία (που μπορεί να πει τα πάντα) και όχι στη φιλοσοφία, η οποία, όπως λέει, μπορεί να βοηθήσει στην αποδοχή του θανάτου.
Ίσως, λοιπόν, θα έπρεπε να δεχτούμε την άποψη του ντε Μαν που λέει ότι στον βαθμό που κάθε κείμενο είναι αυτοβιογραφικό, ως προς τον τρόπο με τον οποίο το κατανοούμε, και να δούμε το αφήγημα του Μπλανσό ως μια άσκηση μυθοπλασίας βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα.
Και να ακούσουμε τη φωνή του Ντεριντά, που έρχεται πλέον από τον τάφο, καθώς ασκούμαστε ο καθένας στη δική του μυθοπλασία: «Όχι, ποτέ δεν έμαθα-να-ζω. Καθόλου, εν τοιαύτη περιπτώσει! Μαθαίνεις να ζεις, αυτό θα έπρεπε να σημαίνει ότι μαθαίνεις να πεθάνεις, να λαμβάνεις υπ’ όψιν, για να την αποδεχθείς, την απόλυτη θνητότητα (χωρίς σωτηρία, ούτε ανάσταση, ούτε λύτρωση – ούτε για τον εαυτό σου ούτε για τον άλλον)».

Αρχοντή Κόρκα

arhondikorka@critique.gr
-------------------------------------------------------------------------

βλ και

  1. Αυτοθανατογραφία: με αφορμή τη Στιγμή του Θανάτου Μου

    www.critique.gr/index.php?&page...id... - Προσωρινά αποθηκευμένη
    Τον Ιούνιο του 1944, ο Γάλλος συγγραφέας και δοκιμιογράφος Μωρίς Μπλανσό, ήρθε αντιμέτωπος με το εκτελεστικό απόσπασμα. Η στιγμή του θανάτου του, ...
  2. ΜΩΡΙΣ ΜΠΛΑΝΣΟ Σιωπηλός και "άφαντος" έως τον θάνατο

    www.greek-language.gr/.../content.html?... - Προσωρινά αποθηκευμένη
    Ένας μεγάλος της γαλλικής λογοτεχνίας και κριτικής, ο Μωρίς Μπλανσό, ... Άγρα κυκλοφορούν στα ελληνικά τα βιβλία του "Η στιγμή του θανάτου μου" (2000, μτφ. ...
  3. Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΟΥ - ΜΟΡΙΣ ΜΠΛΑΝΣΟ, MAURICE ...

    www.promith.gr/.../product_info.php?... - Προσωρινά αποθηκευμένη
    12 Μάιος 2011 – ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ : Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΟΥ - ΜΟΡΙΣ ΜΠΛΑΝΣΟ, MAURICE BLANCHOT - Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΟΥ - ΜΟΡΙΣ ...
  4. Ενας άτακτος και βιβλιόφιλος λαγός | Νέες εκδόσεις | Agelioforos.gr

    www.agelioforos.gr/default.asp?pid... - Προσωρινά αποθηκευμένη
    28 Μάιος 2011 – Ο αναγνώστης μπορεί, λοιπόν, να διαβάσει τα «Η στιγμή του θανάτου μου» του Μορίς Μπλανσό (μετάφραση - επίμετρο: Βαγγέλης Μπιτσώρης), ...
  5. ΜΠΛΑΝΣΟ ΜΩΡΙΣ: Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΟΥ - IANOS Αλυσίδα Πολιτισμού

    www.ianos.gr/index.asp?park=bk... - Προσωρινά αποθηκευμένη
    IANOS Αλυσίδα Πολιτισμού. Ο ΙΑΝΟS είναι από τις πιο πρωτοποριακές και επιτυχημένες επιχειρήσεις στον χώρο του βιβλίου και του πολιτισμού γενικότερα.
  6. ΜΠΛΑΝΣΟ ΜΩΡΙΣ - Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΟΥ - 0 - plus4u

    www.plus4u.gr/showitem.php?ID...t... - Προσωρινά αποθηκευμένη
    ... και δη η πνευματική διαθήκη του συγγραφέα Μπλανσό εν είδει αυτοβιογραφίας. ... ΜΠΛΑΝΣΟ ΜΩΡΙΣ Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΟΥ, Διαγραφή από τη λίστα Last View ...

Άλις Τέρνερ, "Ιστορία της Κόλασης" (The History of Hell, 1993)εκδόσεις Φιλίστωρ, Βασίλη Αδραχτά. βιβλιοπαρουσιαση Φ. Καραμεσίνης Άρδην τ. 16 αναδημοσίευση

Ιστορία της Κόλασης

Συγγραφέας: 
Φ. Καραμεσίνης

Ένα από τα πιο έντονα και διαχρονικά στοιχεία όλων των πολιτισμών είναι δίχως αμφιβολία η στάση του ανθρώπου ενώπιον του θανάτου. Από τη στιγμή που συνειδητοποιούμε τον περιορισμένο χαρακτήρα του βίου μας, η σκέψη και η υπόμνηση του αναπόδραστου τέλους μας συντροφεύει όσο ζούμε.
Σ' όλη την ανθρώπινη ιστορία τόσο οι θρησκείες, όσο και διάφορα φιλοσοφικά συστήματα ή καλλιτεχνικά ρεύματα προσπάθησαν να δουν το φαινόμενο του θανάτου από διάφορες πλευρές και ιδιαίτερα στάθηκαν στον μετά θάνατον προορισμό του ανθρώπου ή της ψυχής, κάτι που στηρίχθηκε κυρίως στο γεγονός ότι για τους περισσότερους ανθρώπους -σ' όποιο πολιτισμό ή εποχή κι αν ανήκαν- η σκέψη του θανάτου, δεν καταργούσε την ελπίδα ή την πίστη σε μια μεταθανάτια μορφή ύπαρξης, με κάποιο τρόπο, σε κάποιο "τόπο", όπου ίσως ο καθένας θα κρινόταν για τις επιλογές του βίου του.
Η χριστιανική θρησκεία εδραίωσε αυτή την πίστη στη μεταθανάτια ζωή και ουσιαστικά προσδιόρισε τους δύο προορισμούς της ανθρώπινης ψυχής, δημιουργώντας μια "μεταφυσική γεωγραφία" που είχε σημαδέψει επί αιώνες τη ζωή των χριστιανών, σ' όλες τις εκφράσεις της -καθημερινότητα, ηθική, τέχνη, ποίηση, φιλοσοφία: Παράδεισος και Κόλαση. Κι αν ο Παράδεισος είναι ένα μέρος ιδανικό και ειδυλλιακό για να ταξιδέψει κανείς, δε θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε το ίδιο για την Κόλαση.
Κι όμως η κατάδυση στις υποχθόνιες περιοχές της Κόλασης -ή του Άδη, της Χώρας των Νεκρών ανάλογα με την εποχή και τον πολιτισμό -είναι κάτι που δεσπόζει τόσο στα θρησκευτικά κείμενα, όσο και στην τέχνη όλων των εποχών, από το "Έπος του Γιλγαμές" μέχρι τον "Ορφέα" του Ζαν Κοκτώ και τις σύγχρονες ταινίες τρόμου, όπως το "Inferno" του Ντάριο Αρτζέντο.
Μια τέτοια περιήγηση στην εφιαλτική τοπογραφία της Κόλασης επιχειρεί η Άλις Τέρνερ, στο βιβλίο της με τίτλο "Ιστορία της Κόλασης" (The History of Hell, 1993) που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Φιλίστωρ, σε πολύ καλή μετάφραση του Βασίλη Αδραχτά.
Όπως εξηγεί η συγγραφέας στην εισαγωγή του βιβλίου, "η έρευνα αυτή είναι περισσότερο γεωγραφική παρά θεολογική η ψυχολογική". Αυτό που την ενδιαφέρει να δει είναι περισσότερο την έννοια της Κόλασης, τις μεταμορφώσεις και τις αλλαγές του τοπίου της διαμέσου των αιώνων. Έτσι, θα καταφύγει στους μύθους των αρχαίων λαών, που είναι γεμάτοι από ταξίδια στον Κάτω Κόσμο, στα θρησκευτικά κείμενα ιδιαίτερα του χριστιανισμού, στα μεγάλα λογοτεχνικά έργα αλλά και στα λιγότερο γνωστά, ανώνυμα κείμενα που συχνά παρουσιάζουν τις λαϊκές αντιλήψεις για την Κόλαση.
Ήδη, από τα πρώτα γνωστά κείμενα του ανθρώπινου πολιτισμού, παρουσιάζεται ο Κάτω Κόσμος ως ένα καταχθόνιο βασίλειο με φρικτή και απογοητευτική όψη, ένα εφιαλτικό τοπίο όπου όλοι "ζουν" ένα ζοφερό, άχαρο και απόλυτα εξομοιωμένο βίο.
Στο "Έπος του Γιλγαμές" που γράφτηκε δύο χιλιάδες χρόνια πριν τη γέννηση του Χριστού, συναντάμε αυτή ακριβώς την εικόνα του Κάτω Κόσμου και τους ήρωες σε μια προσπάθεια να ξεφύγουν από το φόβο του θανάτου. Συναντάμε επίσης στοιχεία που επανέρχονται με διάφορες μορφές στην Ιστορία της Κόλασης, όπως τα "νερά του θανάτου", η προσπάθεια να νικηθεί ο θάνατος, η αναζήτηση της αθανασίας.
Παρόμοια, πλούσια μυθολογικά μοτίβα βρίσκουμε στην αιγυπτιακή "Βίβλο των Νεκρών" και στην "Αβέστα", το ιερό βιβλίο του Ζωροαστρισμού, που άσκησε ιδιαίτερη επίδραση στον Χριστιανισμό και στις αντιλήψεις σχετικά με την Κόλαση, καθώς κυριαρχεί η σύγκρουση του Καλού με το Κακό και η καταμέτρηση των καλών και κακών πράξεων, η στιγμή που η Ψυχή δικάζεται και αναλόγως ακολουθεί το δρόμο για τον Οίκο του Άσματος, της Κόλασης ή της Λήθης.
Η Λήθη, η λησμονιά ως "τόπος" που ξεχνιούνται όλα τα ανθρώπινα πάθη και αδυναμίες, βρίσκεται μπροστά μας, ένας από τους παραποτάμους της Στυγός, απ' όπου οι νεκροί οδηγούνται στον Κάτω Κόσμο. Συμπληρώνει μαζί με τους άλλους παραποτάμους τη γεωγραφία του Άδη στην κλασική ελληνική αντίληψη που μεταφέρει ο Αχέροντας, το φλεγόμενο τοπίο του Φλεγέθοντα, οι οδυρμοί που ταιριάζουν στον Κωκυτό και το νεκρό τοπίο του ποταμού Άορνι (=χωρίς πουλιά), δικαιολογούν απόλυτα τη διάθεση του Αχιλλέα στο επεισόδιο από την περίφημη "Νέκυια" της Οδύσσειας, όπου ο νεκρός ήρωας δηλώνει στον Οδυσσέα πως θα προτιμούσε να είναι δούλος σ' ένα γεωργό -αλλά ζωντανός- παρά βασιλιάς στους "ανήμπορους νεκρούς".
Η συγγραφέας μας δίνει επίσης και τις άλλες όψεις του καταχθόνιου βασιλείου στην αρχαία Ελλάδα, τόσο αυτές που συνδέονται με την «Θεογονία» του Ησίοδου, όσο και τις τελετουργικές καθόδους στον Άδη, όπως αποκαλύπτονται μέσα από την αρχαία λατρεία: Δήμητρα και Περσεφόνη, η κάθοδος που συνδέεται με το μύθο της γονιμότητας, Ορφέας και Ευρυδίκη, η ορφική λατρεία που επηρέασε βαθύτατα την ελληνική και τη χριστιανική θρησκεία.
Κι ακόμη, η κωμική πλευρά του Κάτω Κόσμου, όπως την περιέγραψε αριστουργηματικά ο Αριστοφάνης, στους «Βατράχους» το 405 π.Χ. (το ταξίδι στον Άδη σε αναζήτηση των τραγικών ποιητών) αλλά και πολύ αργότερα ο Λουκιανός στους περίφημους «Νεκρικούς Διαλόγους» (2ος αι. μ.Χ.).
Στις κλασικές αντιλήψεις θα στηριχθούν τόσο ο Πλάτωνας, που οι απόψεις του για την κρίση των ψυχών θα επηρεάσουν ιδιαίτερα κάποιους Πατέρες της χριστιανικής εκκλησίας, όσο και ο Βιργίλιος, που στο δεύτερο μισό του 1ου αι. π.Χ. θα απεικονίσει μια καταπληκτική και μακάβρια Κόλαση στην «Αινειάδα» του, που όπως τονίζει η Άλις Τέρνερ άσκησε τεράστια επίδραση «όχι μόνο στους μεταγενέστερους ποιητές και παραμυθάδες, όπως ο Δάντης, ο οποίος θα τον επικαλεστεί ως οδηγό και μέντορα, αλλά και σε ανθρώπους που σφυρηλάτησαν τους πρώτους άξονες της χριστιανικής κοσμολογίας: τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα, τoν Ωριγένη, τον Τερτυλλιανό και ιδιαίτερα τον Άγιο Αυγουστίνο, ο οποίος και παρέπεμπε σ’ αυτόν συχνά» και φθάνοντας μέχρι την εποχή μας παραδέχεται ότι ακόμη και «το Χόλλυγουντ οφείλει πολλά στον Βιργίλιο».
Προσπερνώντας σύντομα τις ιουδαϊκές, τις γνωστικές και τις μανιχαϊκές αντιλήψεις για την Κόλαση, όπου εντοπίζει κανείς τις ελληνικές απόψεις να επιβιώνουν (π.χ. στην πίστη των Εσσαίων για την ψυχή και την ενάρετη ζωή, όπως τη σκιαγραφεί ο Ιουδαίος ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος) καθώς και το κλασικό δυϊστικό σχήμα της σύγκρουσης του Καλού με το Κακό (ο Θεός του Φωτός εναντίον του Βασιλιά του Σκότους, στον Μανιχαϊσμό), η συγγραφέας θα διεισδύσει στην Κόλαση του Χριστιανισμού, με τις ποικίλες μεταμορφώσεις της και τις αναπαραστάσεις της στη λογοτεχνία και την τέχνη πολλών αιώνων.
Αξίζει να σταθεί κανείς στην περίοδο του Μεσαίωνα και να δει τον τρόπο με τον οποίο «στήνεται» το σκηνικό της Κόλασης και συνάμα διαμορφώνεται από την επίσημη θεολογία του Σχολαστικισμού και πολύ περισσότερο από τη λεγόμενη «λαϊκή θεολογία». Αυτή συνίστατο σε μια προσπάθεια προσέγγισης του απλού λαού της Δύσης από την εκκλησία και επισήμανσης των συνεπειών της αμαρτίας, που γίνεται εκείνη την περίοδο με αρκετά έργα λαϊκού θεάτρου. Επίσης, ιδιαίτερα ανθεί μια παράδοση «οραματικής» γραμματείας, κειμένων που εξιστορούν «δοκιμασίες» ή οράματα επισκέψεων στην Κόλαση και μας μεταφέρουν με λεπτομέρειες τα εφιαλτικά υποχθόνια τοπία: παγωμένες κοιλάδες, πυρακτωμένες σκάλες, δάση με αγκάθια, καζάνια με πίσσα, φλογισμένες λίμνες, διάσημοι κολασμένοι σε αιώνια βασανιστήρια και ακόμη περιγραφές του Άρχοντα του Σκότους, του Εωσφόρου του εκπεσόντος Αγγέλου που κάποτε ήταν το πιο όμορφο πλάσμα που δημιούργησε ο Θεός.
Όπως αναφέρει η συγγραφέας είναι φανερό «ότι η εξάπλωση και η δημοτικότητα της οραματικής γραμματείας από τον τέταρτο μέχρι τον δέκατο τέταρτο αιώνα οφειλόταν στην ίδια δίψα που ζητά στις μέρες μας ταινίες τρόμου»
Κατά τον ύστερο, φεουδαρχικό μεσαίωνα, έχουμε παραστάσεις και λαϊκά δρώμενα με θέμα τους την Κόλαση ή την Έσχατη Κρίση καθώς και τα «θρησκευτικά δράματα», εξιστορήσεις της ανθρώπινης ιστορίας από τη Δημιουργία μέχρι την Έσχατη Κρίση. Είναι η εποχή που εμφανίζεται στην ευρωπαϊκή τέχνη -πλάι στη φιγούρα του Σατανά-Εωσφόρου- η μορφή του Θανάτου ως ένας έμψυχος σκελετός με σαρδόνιο μορφασμό, που συχνά χορεύει το μακάβριο χορό του, καγχάζοντας.
Την ίδια περίπου εποχή έχουμε και τις περίφημες απεικονίσεις της Κόλασης και της Έσχατης Κρίσης, από τους μεγάλους ευρωπαίους ζωγράφους. Ο Ιερώνυμος Μπος με την «Κόλαση» και τον «Κήπο των επίγειων απολαύσεων», ο Πέτερ Μπρέγκελ με την «Έσχατη Κρίση» και την «Πτώση των εξεγερθέντων αγγέλων» και βέβαια ο Μιχαήλ Άγγελος με την «Έσχατη Κρίση», με την οποία διακόσμησε την Καπέλα Σιξτίνα του Βατικανού, είναι τρεις από τις σημαντικότερες μορφές καλλιτεχνών που έδωσαν ανεπανάληπτες εικόνες στις οποίες κυριαρχούν εφιαλτικά οράματα, τερατόμορφες υπάρξεις, πλήθη αμαρτωλών και βέβαια πολλά μοτίβα ήδη γνωστά από την κληρονομημένη παράδοση λογοτεχνικής και εικαστικής αναπαράστασης της Κόλασης, στα οποία όμως οι μεγάλοι αυτοί ζωγράφοι έχουν προσθέσει τα δικά τους στοιχεία και τις καινοτομίες που τα έκαναν αθάνατα.
Αυτός όμως που συνδύασε τα παραδοσιακά στοιχεία με μία νέα αντίληψη για την Κόλαση, είναι πολύ πρωτύτερα ο Δάντης. Η Άλις Τέρνερ αφιερώνει ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στον ποιητή της «Θείας Κωμωδίας», επιμένοντας ιδιαίτερα στο γεγονός ότι συνταίριασε ριζοσπαστικά τον Άδη – που είχαν περιγράψει οι κλασικοί και ιδίως ο «δάσκαλός» του Βιργίλιος – με τη χριστιανική Κόλαση που περιέγραψαν τα κείμενα της οραματικής λογοτεχνίας και ακόμη ότι εικονογράφησε και χαρτογράφησε την Κόλασή του με μια εκπληκτική ακρίβεια, που τον καθιέρωσε ως τον μέγιστο αρχιτέκτονα του Κάτω Κόσμου. Όπως επισημαίνει η συγγραφέας «…με τον Δάντη η ιστορία της Κόλασης πέρασε σε μία άλλη φάση. Ξεκαθάρισε εντελώς την οραματική γραμματεία και την ίδια την έννοια της Κόλασης…και κάλεσε τους αναγνώστες να συντροφεύσουν τον ίδιο το Δάντη και τον Βιργίλιο σε μια ιστορία που κοιτάζει προς τα πίσω με μάτι επαινετικό αλλά και ταυτόχρονα κριτικό».
Η ιστορία της Κόλασης βέβαια δεν τελειώνει με τον Δάντη ή τους ζωγράφους του Μεσαίωνα. Η συγγραφέας παρουσιάζει με λεπτομέρειες όλες τις επόμενες φάσεις: την Κόλαση της Μεταρρύθμισης και των προτεσταντών, όπου κυριαρχεί η ιστορία του «Δόκτωρ Φάουστους», έργο του μεγάλου βλάσφημου συγγραφέα Κρίστοφερ Μάρλοου. Την Κόλαση του Μπαρόκ, όπου ο συνθέτης Κλαούντιο Μοντεβέρντι αντλεί από τον αρχετυπικό μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης και συνθέτει την πρώτη μεγάλη όπερα, «Ο Ορφέας στον Άδη». Την Κόλαση του ποιητή Τζον Μίλτον, όπως απεικονίζεται στο έργο του «Ο απολεσθείς Παράδεισος», τα οράματα του Σβέντεμποργκ και των ρομαντικών ποιητών (Μπλέηκ, Σέλλεϋ, Βύρων), την Κόλαση του Αρθούρου Ρεμπώ που ουσιαστικά είναι μια κόλαση προσωπική, ένα ταξίδι στην παραίσθηση που προκαλούν τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, ένα καταραμένο όραμα που φέρνει στο νου μας τα τοπία και την ατμόσφαιρα του Ιερώνυμου Μπος.
Συγχρόνως θα δούμε την αμφισβήτηση της Κόλασης την οποία προετοίμασε η Αναγέννηση με τις νέες επιστημονικές αντιλήψεις και την καινούρια ιδέα ενός μηχανικού σύμπαντος, αμφισβήτηση που εδραίωσε και ενίσχυσε ο Διαφωτισμός με την έντονη επίθεσή του στη Θρησκεία γενικά και ειδικότερα την προσπάθεια να αποκαλυφθεί η Κόλαση και οι φόβοι που γεννούσε ως ένας καταναγκαστικός μηχανισμός (Βολταίρος, Ντιντερό).
Φθάνοντας μέχρι την εποχή μας, η Άλις Τέρνερ θα περάσει ακόμη από τη Βικτοριανή Αγγλία, εκεί όπου κυριάρχησε η γοτθική ατμόσφαιρα που τόνωσε τη λαϊκή φαντασία και γέννησε νέους δαίμονες, οι οποίοι όμως έχουν ως πεδίο δράσης, όχι το υποχθόνιο βασίλειο, αλλά τον ανθρώπινο κόσμο, σε μια λογοτεχνική παράδοση που αντλεί τα θέματά της από τους λαϊκούς θρύλους («Δράκουλας» του Μπραμ Στόουκερ) ή την παλαιά φαντασίωση κυριάρχησης πάνω στη φύση με τη βοήθεια της επιστήμης («Φρανκενστάιν» της Μαίρη Σέλλεϋ) σε συνδυασμό με την αρρωστημένη έλξη που ασκούσε στη βικτοριανή κοινωνία η λατρεία του νεκρού σώματος, ο πνευματισμός, ο θεοσοφισμός και οι διηγήσεις ιστοριών με φαντάσματα και βρικόλακες. Είναι η εποχή που η εικόνα της χριστιανικής Κόλασης αρχίζει και εξαφανίζεται στη λαϊκή κουλτούρα μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα, για να επανέλθει με διαφορετικό τρόπο στο προσκήνιο κατά τη διάρκεια του αιώνα μας, περισσότερο μέσα από τα έργα συγγραφέων και καλλιτεχνών που την χρησιμοποίησαν με πολλούς τρόπους και μεγάλη δόση φαντασίας. Χαρακτηριστικά θα μπορούσε κανείς να βρει την Κόλαση να απεικονίζεται στη ζωγραφική, στον κινηματογράφο, στο θέατρο, στη λογοτεχνία, να παίρνει στοιχεία από την παράδοση και τη θρησκεία και να τα συνταιριάζει με τις όψεις της πραγματικότητας αυτού του αιώνα: οικολογική καταστροφή, πόλεμος, αλλοτρίωση, αδυναμία επικοινωνίας των ανθρώπων – η Κόλαση είναι οι άλλοι, γράφει ο Σαρτρ στο έργο του «Κεκλεισμένων των θυρών», το Τσερνομπίλ, η Χιροσίμα ή το Άουσβιτς – δηλαδή η ιστορία του αιώνα μας, ίσως είναι μορφές της Κόλασης που πραγματοποιείται στον ιστορικό χρόνο και όχι πια στον φαντασιακό χρόνο της λογοτεχνίας, της θρησκείας, των μύθων και των οραμάτων. Και είναι μορφές εφιαλτικές, που αναδίνουν οσμές και σκορπούν τον τρόμο περισσότερο ίσως από τους πίνακες του Μπος και τους στίχους της «Αποκάλυψης» και της «Θείας Κωμωδίας».