θεωρια etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster
θεωρια etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster

18 Ocak 2015 Pazar

Ούλριχ Μπεκ: Ευρωπαίοι ορθώστε το ανάστημά σας και ξεσηκωθείτε - Ή μαζί και ωφελημένοι ή χωρισμένοι και χαμένοι / αναδημοσίευση απο το Μετά την κρίση

Ούλριχ Μπεκ: Ευρωπαίοι ορθώστε το ανάστημά σας και ξεσηκωθείτε - Ή μαζί και ωφελημένοι ή χωρισμένοι και χαμένοι




Την Πρωτοχρονιά του 2015 πέθανε ξαφνικά ο Ούλριχ Μπεκ, o πολιτικός επιστήμονας και κοινωνιολόγος που πρώτος διέκρινε και μελέτησε την κοινωνία της παγκοσμιοποιημένης διακινδύνευσης, όπως αυτή παίρνει μορφή και αναπτύσσεται στον κόσμο όπου ζούμε. Οι κοινωνικές τάξεις, όπως τις ξέραμε στην παραδοσιακή βιομηχανική κοινωνία, αποσυντίθενται και αναδιαρθρώνονται, ενώ η παγκοσμιοποίηση οδηγεί σ' έναν «ταχύρρυθμο εκσυγχρονισμό» και σ' ένα είδος «δεύτερης νεοτερικότητας». Ενώ συμβαίνουν αυτά, αναπτύσσονται πολύμορφοι κίνδυνοι που εισβάλλουν στη ζωή του ατόμου: αρχίζουν από την ανεργία, την εξάπλωση της επισφάλειας και τα άλλα επακόλουθα των οικονομικών κρίσεων, και φθάνουν μέχρι την κλιματική αλλαγή και τις μεγάλες οικολογικές απειλές, την πολιτική τρομοκρατία καθώς και την ρευστότητα της οικογένειας ή άλλων δικτύων κοινωνικής συνοχής και σταθερότητας, που σε καιρούς θυέλλης όπως ο σημερινός, λειτουργούσαν ανέκαθεν ως «λιμάνια σ' έναν άκαρδο κόσμο» (Κρίστοφερ Λας).
 
Στη μνήμη του Ούλριχ Μπεκ δημοσιεύουμε το δοκίμιό του για την ευρωπαϊκή κρίση, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο τεύχος 34/2011 του περιοδικού © «Der Spiegel» και αναδημοσιεύτηκε με τον θάνατό του (pdf).
Η ευρωπαϊκή πολιτική της Γερμανίας βρίσκεται μπροστά σε ένα σταυροδρόμι, σε μια στροφή που είναι τόσο σημαντική όσο ήταν εκείνη της γερμανικής Ostpolitik, στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Η λύση που βρέθηκε τότε ήταν «η αλλαγή μέσω της προσέγγισης» και το αντίστοιχό της σήμερα μπορεί να είναι «πιο πολλή δικαιοσύνη με πιο πολλή Ευρώπη». Και στις δύο περιπτώσεις, το ζήτημα είναι πως μπορεί να γεφυρωθεί ένα χάσμα: τότε το χάσμα ήταν μεταξύ Ανατολής και Δύσης, τώρα είναι μεταξύ Βορρά και Νότου.
Η Ευρώπη είναι μια κοινότητα πεπρωμένου, έτσι μας διαβεβαιώνουν διαρκώς οι πολιτικοί. Ήταν ήδη από την ίδρυση της ΕΕ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η ιδέα που προέκυψε μέσα στη φυσική και ηθική ερήμωση που άφησε πίσω του ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Η Ostpolitikήταν η ιδέα που έμελλε να απαλύνει τον Ψυχρό Πόλεμο και να διαπεράσει το Σιδηρούν Παραπέτασμα.
Αντίθετα από παλιότερα κράτη και αυτοκρατορίες, που με περηφάνια γιόρταζαν ως απαρχές τους, τους δικούς τους μύθους και ηρωικές νίκες, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένας διεθνικός και υπερεθνικός κυβερνητικός θεσμός που γεννήθηκε από την αγωνία της ήττας και από τον τρόμο μετά το Ολοκαύτωμα. Όμως σήμερα, τώρα που δεν τίθεται πια ζήτημα πολέμου και ειρήνης, τι σημαίνει ευρωπαϊκή κοινή μοίρα μέσα στις εμπειρίες των νέων γενεών; Η υπαρξιακή απειλή από την χρηματοπιστωτική κρίση και την κρίση της ευρωζώνης είναι αυτό που κάνει και πάλι τους Ευρωπαίους να συνειδητοποιήσουν ότι δεν ζουν στη Γερμανία ή στη Γαλλία, αλλά στην Ευρώπη. Οι νέοι της Ευρώπης βιώνουν για πρώτη φορά την «ευρωπαϊκή μοίρα» τους. Η μοίρα αυτή, με τη μορφή αγορών εργασίας κατεστραμμένων από την οικονομική κρίση και από τις απειλούμενες χρεοκοπίες κρατών, πλήττει τους νέους και τις προσδοκίες τους, παρ' όλο που αυτοί είναι καλύτερα εκπαιδευμένοι από κάθε άλλη εποχή. Το ένα πέμπτο των Ευρωπαίων κάτω των 25 ετών είναι άνεργοι.
Στις πλατείες όπου κατασκηνώνει το ακαδημαϊκό πρεκαριάτο και υψώνει τη φωνή του, όλες οι διαμαρτυρίες της νεολαίας ζητούν κοινωνική δικαιοσύνη. Στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, ακόμη και στην Τυνησία, την Αίγυπτο και στο Ισραήλ, με την εξαίρεση της Μεγάλης Βρετανίας, το αίτημα αυτό διατυπώνεται με τρόπο ειρηνικό, ωστόσο δυναμικό. Την Ευρώπη και τους νέους της, τους ενώνει η οργή εναντίον μιας πολιτικής η οποία με ποσότητες χρήματος μεγαλύτερες από κάθε φαντασία, διασώζει τράπεζες, υπονομεύοντας όμως το μέλλον των νέων. Αν οι ελπίδες της ευρωπαϊκής νεολαίας θυσιαστούν μέσα στην κρίση της ευρωζώνης, τι μέλλον θα έχει αυτή η Ευρώπη που γερνά όλο και πιο πολύ;
Σχεδόν καθημερινά οι ειδήσεις μας φέρνουν νέες ενδείξεις ότι εισερχόμαστε σε μια νέα εποχή επικίνδυνης αταξίας, στην «παγκόσμια κοινωνία της διακινδύνευσης». Εδώ και καιρό, οι επικεφαλίδες διαδέχονται η μία την άλλη: Αβεβαιότητα για το μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας, ο μηχανισμός διάσωσης της ΕΕ βρίσκεται σε κίνδυνο, η καγκελάριος Μέρκελ σε σύσκεψη με τον πρόεδρο Σαρκοζύ για την κρίση, οι οίκοι αξιολόγησης σκέφτονται να υποβαθμίσουν την πιστοληπτική ικανότητα των ΗΠΑ. Σηματοδοτεί η χρηματοπιστωτική κρίση την παρακμή του παλιού οικονομικού κέντρου; Ακόμη και η υπό αυταρχική διακυβέρνηση Κίνα παριστάνει τον απόστολο της οικονομικής ηθικής και παραδίδει μαθήματα στη δημοκρατική Αμερική αλλά και στην ΕΕ.
Σε κάθε περίπτωση, η χρηματοπιστωτική κρίση προκάλεσε το εξής: Έβαλε όλους (ακόμη και τους ειδήμονες και τους πολιτικούς) μέσα σε μια κατάσταση που κανείς πια δεν μπορεί να κατανοήσει. Ως προς τις πολιτικές αντιδράσεις, υπάρχουν δύο αντίθετα ακραία σενάρια: Ένα εγελιανό,σύμφωνα με το οποίο, υπό τις απειλές που δημιουργεί ο καπιταλισμός της παγκόσμιας διακινδύνευσης, η «πανουργία του Λόγου»προσφέρει μιαν ιστορική επιλογή. Αυτή είναι η κοσμοπολιτική επιταγή: συνεργασία ή αποτυχία·ή μαζί και ωφελημένοι ή χωρισμένοι και χαμένοι.
Ταυτόχρονα, το ανεξέλεγκτο των χρηματοπιστωτικών κρίσεων (όπως και της κλιματικής αλλαγής και των μεταναστευτικών ρευμάτων), ανοίγει τον δρόμο και σε ένα σενάριο τύπου Καρλ Σμιτ: δηλαδή σε ένα στρατηγικό παιχνίδι της ισχύος, το οποίο, αν μετατρέψει σε κανονική κατάσταση αυτή την κατάσταση εξαίρεσης σε πλανητική κλίμακα, θα ανοίξει και πάλι διάπλατα την πόρτα στην εθνικιστική πολιτική και στην πολιτική των στενά κρατικών συμφερόντων.
Είτε με το ένα είτε με το άλλο σενάριο, είναι αδύνατο να αποφύγουμε την κοινότητα της μοίρας, το κοινό πεπρωμένο, επειδή, ό,τι και να κάνουμε εμείς, ο καπιταλισμός της παγκόσμιας διακινδύνευσης δημιουργεί νέου είδους υπαρξιακά ρήγματα και δεσμούς, τα οποία υπερβαίνουν τα σύνορα που χωρίζουν κράτη, εθνότητες, θρησκείες και πολιτικές.
Πως μπορεί η Ευρώπη να τα βγάλει πέρα σ' αυτές τις συνθήκες; Παραδόξως, η επιτυχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι και ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια που έχει μπροστά της. Πολλά από τα επιτεύγματά της έφθασαν να θεωρούνται από τους ανθρώπους τόσο αυτονόητα, ώστε ίσως θα τα προσέξουν και θα τα εκτιμήσουν για πρώτη φορά μόνον τότε, όταν δεν θα υπάρχουν πια. Ας φανταστούμε ότι θα επιβληθούν και πάλι έλεγχοι διαβατηρίων στα σύνορα, ότι δεν θα υπάρχουν πια αξιόπιστες προδιαγραφές για τα τρόφιμα, κοινές για όλες τις χώρες, ότι δεν θα υπάρχει ελευθερία της γνώμης και του Τύπου βασισμένη σε κοινούς κανόνες (τους οποίους παραβιάζει σήμερα η Ουγγαρία και για το λόγο αυτό υφίσταται αυστηρή κριτική). Σκεφτείτε να πρέπει να αλλάζουμε συνάλλαγμα και να προσέχουμε τις ισοτιμίες των νομισμάτων όχι μόνον όταν ταξιδεύουμε στην Βουδαπέστη, στην Κοπεγχάγη ή στην Πράγα, αλλά και στο Παρίσι, στη Μαδρίτη ή στη Ρώμη. Η «πατρίδα Ευρώπη» έχει γίνει δεύτερη φύση μας και ίσως αυτό ακριβώς είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους την θέτουμε υπό αμφισβήτηση τόσο επιπόλαια.
Το ζήτημα που τίθεται είναι να διακρίνουμε και να αναγνωρίσουμε την πραγματικότητα, δηλαδή ότι η Γερμανία έχει γίνει ένα κομμάτι της κοινότητας πεπρωμένου που λέγεται Ευρώπη, και μάλιστα με την έννοια που της έδωσε ο Βίλλυ Μπραντ στην πρώτη σύνοδο της ενιαίας γερμανικής ομοσπονδιακής βουλής, μετά την ένωση των δύο Γερμανιών: «Το γερμανικό και το ευρωπαϊκό, τώρα και ελπίζω για πάντα στο μέλλον, συνδέονται αδιαχώριστα».
Άραγε, ισχύει ακόμη η σκέψη του Χέγκελ, ότι στην ιστορία, πάντα υπερισχύει στο τέλος ο Λόγος, έστω και μετά από πολλές λοξοδρομήσεις; Ή έχει αναλάβει τα ηνία ο Καρλ Σμιτ, ο οποίος είχε τη γνώμη ότι μεταξύ των κρατών, σε περίπτωση αμφιβολίας επικρατεί πάντα η έχθρα;
Αντίθετα από την αναγκαστική κοινότητα πεπρωμένου που ενώνει τους ανταγωνιστές ΗΠΑ και Κίνα, η κοινότητα πεπρωμένου Ευρώπη στηρίζεται σε κοινό δίκαιο, σε κοινό νόμισμα, σε κοινά εξωτερικά σύνορα αλλά και στην αρχή «ποτέ ξανά!». Αντί να ομνύει σ' ένα αγνό και σεβάσμιο παρελθόν, η ΕΕ προσπαθεί να διασφαλίσει ότι το παρελθόν δεν θα επαναληφθεί. Αντί να γίνει ένα υπερκράτος ή ένας μηχανισμός που στην καλύτερη περίπτωση θα αντιπροσωπεύει τα πιο φωτισμένα, τα καλώς εννοούμενα εθνικά συμφέροντα, η ΕΕ έχει πάρει μια τρίτη μορφή. Ο πιο σημαντικός ρόλος της είναι αυτός που ενώνει, δημιουργώντας μιαν ορχήστρα. Κάνει πραγματικότητα ένα δίκτυο πρωτοβουλιών και δράσεων, που περιλαμβάνουν τα εθνικά κράτη, ωστόσο στη δραστηριότητά του προς τα έξω ο δίκτυο αυτό περιλαμβάνει και υπερεθνικούς οργανισμούς, ενώ προς τα μέσα περιλαμβάνει οργανισμούς δημοτικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης, καθώς και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών.
Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, με τη δημιουργία των μηχανισμών διάσωσης για τις χώρες της Νότιας Ευρώπης, αναπτύχθηκε μια συγκρουσιακή λογική μεταξύ των πιστωτριών και των δανειοληπτριών χωρών. Οι πιστώτριες χώρες είναι αναγκασμένες να επιβάλλουν προγράμματα λιτότητας στο εσωτερικό τους και για το λόγο αυτό σφίγγουν πιο ασφυκτικά τη ζώνη στις δανειολήπτριες, προκαλώντας πολύ πόνο. Στην άλλη πλευρά, οι δανειολήπτριες χώρες βλέπουν τον εαυτό τους να εξαναγκάζεται να εφαρμόσει τις υπαγορεύσεις της ΕΕ, πράγμα που τραυματίζει την εθνική τους ανεξαρτησία και την αξιοπρέπειά τους. Και τα δύο υποδαυλίζουν στην Ευρώπη μίσος εναντίον της Ευρώπης, μιας και η Ευρώπη εμφανίζεται σε όλους με τη μορφή μιας συσσώρευσης εξαναγκασμών.
Επιπροστίθεται η αίσθηση της απειλής εκ των έξω. Οι επικριτές «του» Ισλάμ, που υποτίθεται ότι κακομεταχειρίζεται τις δυτικές αξίες της ελευθερίας, έχουν καταφέρει να συνδέσουν την ξενοφοβία με τον Διαφωτισμό. Μπορεί κανείς πια να είναι εναντίον της αποδοχής συγκεκριμένων κατηγοριών μεταναστών ακόμη και εν ονόματι του Διαφωτισμού. Μ' αυτό τον τρόπο συντονίζονται και αλληλοενισχύονται τρεις αυτοκαταστροφικές διαδικασίες στην Ευρώπη: Ξενοφοβία, ισλαμοφοβία και ευρωφοβία.
Πολλοί, όταν σκέφτονται την πολιτική, βλέπουν να έρχεται το τέλος της πολιτικής. Πως μπορεί να είναι τόσο τυφλοί; Στη μικρή και στη μεγάλη κλίμακα, ιδιαίτερα όμως στο επίπεδο της παγκόσμιας πολιτικής, μάχεται ο Χέγκελ, που πιστεύει στη δύναμη του Λόγου, με τον Σμιτ, που βλέπει παντού εχθρούς. Σε ό,τι αφορά την διαρκή και αιώνια κρίση που λέγεται Ευρώπη, μέσα στα πλαίσια αυτής της αντιπαράθεσης τίθενται στην ημερήσια διάταξη τα ακόλουθα ερωτήματα: Σε ποιο βαθμό η αφύπνιση της εξεγερμένης νεολαίας θα καταφέρει να δημιουργήσει πράγματι δεσμούς αλληλεγγύης που θα υπερβαίνουν τα εθνικά σύνορα; Σε ποιο βαθμό, το αίσθημα της αλληλεξάρτησης θα κάνει αυτή τη γενιά να βιώσει τον εαυτό της ευρωπαϊκά και θα οδηγήσει σε νέες πρωτοβουλίες για την ευρωπαϊκή πολιτική; Πως θα συμπεριφερθούν οι εργαζόμενοι, τα συνδικάτα και η μεσαία τάξη της ευρωπαϊκής κοινωνίας; Ποια από τα μεγάλα κόμματα, λόγου χάρη της Γερμανίας, θα έχουν το θάρρος να εξηγήσουν στους πολίτες πόσο μεγάλη αξία έχει γι' αυτούς η πατρίδα Ευρώπη;
Η Άνγκελα Μέρκελ προτιμά τις λοξοδρομήσεις του Λόγου, ακολουθεί τον Χέγκελ. Και για να το διατυπώσουμε μεταφορικά με χορευτικό τρόπο: δύο βήματα πίσω, ένα στο πλάι και μετά, απότομα, ένα νούμερο τσίρκου με ανάποδη κωλοτούμπα που τελειώνει με προσγείωση και ένα βηματάκι προς τα εμπρός. Έτσι χοροπηδά, σκοντάφτει και τρεκλίζει ο κυβερνητικός συνασπισμός στο Βερολίνο. Χορεύει με μια μουσική που δεν μπορούν να την ακούσουν ή να την καταλάβουν ούτε οι Γερμανοί ούτε οι άλλοι Ευρωπαίοι. Ενώ ο Χέλμουτ Κολ είχε προειδοποιήσει εναντίον μιας γερμανικής Ευρώπης και είχε ως στόχο μια ευρωπαϊκή Γερμανία, η Μέρκελ υποστηρίζει έναν γερμανικό εθνικισμό του ευρώ. Η Ευρώπη θα γίνει καλά αν ακολουθήσει τη θεραπεία της δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής που συνταγογραφεί το Βερολίνο.
Εν όψει της χρηματοπιστωτικής κρίσης, ό,τι ήταν η Ostpolitikτης δεκαετίας του 1970 στη χωρισμένη στα δυο Γερμανία, σήμερα πρέπει να είναι η ευρωπαϊκή πολιτική: μια ενωτική πολιτική που υπερβαίνει τα σύνορα. Για ποιο λόγο θεωρήθηκε αυτονόητα αποδεκτό το τεράστιο οικονομικό κόστος που δημιούργησε η ένωση της Δυτικής Γερμανίας με την Ανατολική, ενώ αντίθετα θεωρείται απαγορευτικό το κόστος της ολοκλήρωσης ως προς την οικονομική πολιτική των οφειλετριών χωρών, όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία; Το ζήτημα δεν είναι μόνον ποιος θα πληρώσει το λογαριασμό. Ακόμη πιο σημαντικό ζήτημα είναι να επαναπροσδιορίσουμε και να επαναδιαμορφώσουμε το μέλλον της Ευρώπης και τη θέση της μέσα στον κόσμο.
Η εισαγωγή των ευρωομολόγων δεν είναι προδοσία των γερμανικών συμφερόντων. Ο δρόμος προς την ένωση αλληλεγγύης, όπως άλλοτε η αναγνώριση των μεταπολεμικών γερμανο-πολωνικών συνόρων της γραμμής των ποταμών Όντερ-Νάϊσσε, ανταποκρίνεται στα ύψιστα γερμανικά συμφέροντα. Είναι έκφραση ευρωπαϊκής-γερμανικής ρεαλιστικής πολιτικής. Για ποιο λόγο να μην θεσπίσει η Ευρώπη έναν φόρο χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, ο οποίος στην πραγματικότητα δεν θα προκαλέσει πόνο σε κανέναν, ούτε καν στις τράπεζες, θα ωφελήσει όμως όλες τις χώρες-μέλη, θα δημιουργήσει νέα περιθώρια χρηματοδότησης για μια κοινωνική και οικολογική Ευρώπη, πράγμα που για τους εργαζόμενους σημαίνει κοινωνική ασφάλεια μέσω της Ευρώπης και συνακόλουθα είναι κάτι που ανταποκρίνεται ιδιαίτερα στις επιθυμίες των νεαρών Ευρωπαίων;
Περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη μέσω περισσότερης Ευρώπης - μέσα σ' αυτό υπάρχει και η έκκληση στα αισθήματα της διεθνικής και υπερεθνικής κοινότητας αλληλεγγύης: «Ευρωπαίοι ορθώστε το ανάστημά σας, ξεσηκωθείτε». Όπως άλλοτε, μόλις γινόταν λόγος για προσέγγιση στο μπλοκ των κομμουνιστικών χωρών, πολλοί αυτό το δαιμονοποιούσαν ως προδοσία της πατρίδας, έτσι τώρα, η απαίτηση «πιο πολλή Ευρώπη!» θεωρείται χτύπημα στο πρόσωπο της εθνικής αυτοσυνείδησης. Η πολιτική της Μέρκελ, που κινείται εδώ-κι-εκεί-και-μπρος-και-πίσω, θα μπορούσε να δώσει και ένα μεγάλο πλεονέκτημα για ένα κόκκινο-πράσινο εγχείρημα στο μέλλον. Όταν οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι κατανοήσουν ότι η κοινωνική Ευρώπη είναι κάτι πολύ περισσότερο από μπακάλικοι λογαριασμοί, δηλαδή, όπως λέει ο Χέγκελ, μια ιστορική αναγκαιότητα, τότε ακόμη και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμαθ' αρχίσει να κερδίζει και πάλι σε ελκυστικότητα και τις εκλογές. Προϋπόθεση είναι, να έχει το θάρρος να προβάλει την ευρωπαϊκή πολιτική ως το βασικό του πολιτικό εγχείρημα, όπως πριν 40 χρόνια την Ostpolitik.


O Ulrich Beck (1944 - 1 Ιανουαρίου 2015) μεγάλωσε στο Aνόβερο, σπούδασε νομικά στο Φράιμπουργκ, γρήγορα όμως άλλαξε κατεύθυνση και στράφηκε στην κοινωνιολογία, στη φιλοσοφία και στις πολιτικές επιστήμες φοιτώντας στο Πανεπιστήμιο του Mονάχου, όπου και αναγορεύτηκε διδάκτορας της κοινωνιολογίας (1972). Πήρε μέρος σε πολλά προγράμματα έρευνας και διδασκαλίας και το 1979-1980 εκλέχτηκε ως καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Münster με ειδίκευση στις οικονομικές και κοινωνικές επιστήμες και αργότερα στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης. Tο 1981 εξέδωσε το κοινωνιολογικό περιοδικό "Soziale Welt". Kατείχε επίσης την έδρα της Kοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Bamberg. Στο πλούσιο επιστημονικό και συγγραφικό έργο, στο οποίο συγκαταλέγονται τα βιβλία: "Risikogesellschaft" (Η Κοινωνία της διακινδύνευσης), "Die Erfindung des politischen" (Η Επινόηση του Πολιτικού), "Kinder der Freiheit" (Παιδιά της Ελευθερίας), καθώς και οι υπό την εποπτεία του συλλογές κειμένων "Politik der Globalisierung" και "Perspektiven der Weltgesellschaft".


http://www.biblionet.gr/book/186192/Beck,_Ulrich,_1944-2015/%CE%91%CF%80%CF%8C_%CF%84%CE%BF%CE%BD_%CE%9C%CE%B1%CE%BA%CE%B9%CE%B1%CE%B2%CE%AD%CE%BB%CE%BB%CE%B9_%CF%83%CF%84%CE%B7_%CE%9C%CE%B5%CF%81%CE%BA%CE%B9%CE%B1%CE%B2%CE%AD%CE%BB%CE%BB%CE%B9

Ulrich Beck - Συνεργασία ή αποτυχία
Στο συλλογικό τόμο: Δημοκρατία ή Καπιταλισμός - Η Ευρώπη σε κρίση, Τόμος Α’ (εκδόσεις "Επίκεντρο" σε συνεργασία με τις εκδόσεις Blätter für deutsche und internationale Politik). Περιέχονται και κείμενα των
Hauke Brunkhorst, Christian Calliess, Henrik Enderlein, Joschka Fischer, Claudio Franzius, Ulrike Guérot, Jürgen Habermas, Oskar Negt, Ulrich Κ. Preuss, Hans-Jürgen Urban.








Τυραννία, Βία και Τεχνική Εμμανουήλ Λεβινάς, Ελευθερία και Εντολή (1953), μετάφραση Μιχάλης Πάγκαλος, εκδόσεις ΕΣΤΙΑΣ (2007) αναδημοσιευση απο το danger.few!!!

Τυραννία, Βία και Τεχνική


«Η τυραννία έχει με το μέρος της ανεξάντλητους πόρους: την αγάπη και το χρήμα, τα βασανιστήρια και τον πόλεμο, τη σιωπή και τη ρητορεία. Δύναται να εκμηδενίσει, στην εξανδραποδισμένη ψυχή, ώς και την ικανότητά της να κάμπτεται, δηλαδή ώς και την ικανότητα υπακοής σε μια εντολή. Η πραγματική ετερονομία ξεκινά όταν η υπακοή σταματά να είναι συνειδητή και μετατρέπεται σε κλίση. Ο άνθρωπος που έχει ψυχή δούλου είναι ακριβώς ο άνθρωπος που δεν μπορεί πλέον να καμφθεί, που είναι ανίκανος να δεχτεί εντολές. Η λατρεία του αρχηγού πλημμυρίζει σε τέτοιο βαθμό την ψυχή, ώστε αυτή να μην τηρεί αποστάσεις. Ο φόβος κατέχει την ψυχή σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην τον βλέπει αλλά να βλέπει μέσω αυτού. […] Η υπόσταση που στραγγαλίζει ο τύραννος δεν είναι διόλου υπόσταση∙ ενώπιόν του δεν βρίσκεται κανείς. […]


Η τυραννική ή βίαιη πράξη καταργεί κάθε σχέση με το Άλλο: είναι η κατάσταση στην οποία πράττει κανείς σαν να ήταν εντελώς μόνος του. Ενώ εμφανίζεται σαν άμεση και αδιαμεσολάβητη, στην πραγματικότητα η βίαιη πράξη πρέπει να θεωρηθεί ως μια πράξη [παρόμοια με αυτή] που ασκείται, επί παραδείγματι, πάνω στα πράγματα [και που] συνίσταται στο να βρεθεί εκείνη η λαβή του αντικειμένου, από την οποία ξεκινώντας θα εφαρμοστεί, στη βάση των καθολικών νόμων που εξαφανίζουν την ατομικότητά του, η βούληση του εργαζόμενου. […]


Η βία είναι ένα πράττειν που πλησιάζει πλαγίως κάθε ον και κάθε ελευθερία. Η βία είναι ένα πράττειν που συλλαμβάνει το ον εξαπίνης, αρπάζοντάς το εν τη απουσία του, από αυτό που δεν είναι πραγματικά το ίδιο. Η βία συλλαμβάνει το ον ως υπολογιστικό δεδομένο, σαν ιδιαίτερη περίπτωση μιας έννοιας. […]


Η άσκηση βίας πάνω σε ένα ελεύθερο ον είναι, υπό την ευρεία έννοια, πόλεμος. […] Ο πόλεμος είναι ενέδρα: είναι η απόπειρα άλωσης της βαθύτερης υπόστασης του άλλου, άλωσης του πυρήνα της δύναμης και της απόλυτης μοναδικότητάς του, διαμέσου της πιο αδύναμης πλευράς του∙ είναι η αναζήτηση της αχίλλειας πτέρνας του. […] Το ίδιον δηλαδή της βίαιης πράξης, το ίδιον της τυραννίας, είναι ο πλάγιος τρόπος με τον οποίο προσεγγίζεται το υποκείμενο εφαρμογής αυτής της πράξης∙ η μη αναγνώριση του άλλου ως προσώπου∙ η θεώρηση της ελευθερίας του άλλου ανθρώπου ως δύναμης και μάλιστα πρωτόγονης∙ η αναγωγή της ετερότητάς του στην τάξη της δύναμης. […]


Η όψη, το πρόσωπο, είναι το γεγονός μιας πραγματικότητας που μου αντιτάσσεται [αλλά] θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε την αντίσταση αυτή υπό το πρίσμα της δύναμης που συγκρούεται με την ελευθερία μου. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια αντίθεση που προηγείται της ελευθερίας μου και τη θέτει σε κίνηση. […] Μη όντας αντιπαράθεση ισχύος, η αντίθεση του προσώπου δεν ερμηνεύεται ως εχθρότητα. Είναι μια ειρηνική αντίθεση, κατά την οποία η ειρήνη δεν είναι επ’ ουδενί μια πολεμική ανακωχή, μια απλώς αυτοσυγκρατούμενη βία. Η βία συνίσταται τουναντίον στο να αγνοεί κανείς το πρόσωπο του όντος, να αποφεύγει το βλέμμα του. […]


Το νόημα του προσώπου εκπορεύεται από το ίδιο το πρόσωπο, είναι η προσωπική έκφραση. […] Η έκφραση είναι μια πρόσκληση συνομιλίας. Η έκφραση είναι η κατεξοχήν άμεση σχέση. […]  Το ον που παρουσιάζεται στην έκφραση μάς δεσμεύει ήδη στην κοινωνία, σε ένα κοινωνείν μαζί του. […] Τα όντα που παρουσιάζονται το ένα στο άλλο, υποτάσσονται το ένα στο άλλο. Η υπόταξη αυτή αποτελεί το πρωταρχικό γεγονός της μεταβατικής σχέσης μεταξύ των ελευθεριών καθώς και την ίδια τη μορφή της εντολής. Πρόκειται για τη δυνατότητα ενός όντος να εντέλλεται ένα άλλο, χωρίς η εντολή αυτή να απορρέει από τη λειτουργία ενός συστήματος και χωρίς να εμπεριέχει τίποτα το τυραννικό. […]


Η μαζική παραγωγή εξανδραποδισμένων ψυχών δεν αποτελεί απλώς την τραγικότερη εμπειρία του νεωτερικού ανθρώπου, αλλά συνιστά επίσης την ισχυρότερη ανασκευή των επιχειρημάτων περί της ανθρώπινης ελευθερίας. […]


Η ελευθερία που εντούτοις μας απομένει, συνοψίζεται στη δυνατότητά μας να προβλέψουμε τις διαστάσεις του εξανδραποδισμού μας και να επιχειρήσουμε να διασφαλιστούμε εναντίον του. Η ελευθερία συνίσταται λοιπόν στο να θεμελιώσουμε μια υπέρ-υποκειμενική τάξη, να εμπιστευτούμε το έλλογο στο γραπτό, να καταφύγουμε σε ένα θεσμό. […]»



Εμμανουήλ Λεβινάς, Ελευθερία και Εντολή (1953),
μετάφραση Μιχάλης Πάγκαλος, εκδόσεις ΕΣΤΙΑΣ (2007)

17 Ocak 2015 Cumartesi

Περι Ουτοπίας και Νοσταλγίας


Άποψη μου είναι οτι η ουτοπική μάτια γεφυρώνει ,εξαφανίζει τή διαφορά. Και εννοώ εδώ ως διαφορά, όχι τόσο την εν γένει αλλότητα, όχι την εχθρότητα απέναντι στόν Αλλο-ατομικό ήεθνικό, αλλά εκείνες τις διαφορές πού ενυπάρχουν σε κάθε συλλόγικό ή αν θέλετε εθνικό εμείς. Διαφορές χρωματος ,καταγωγής, ταξικές και αλλές ‘διαφορές πού σημαδευουν την συλλογική πραγματικότητα με την ατέλεια, κηλίδες , τά χασματα και τις συγκρούσεις. Διαφορές πού παραπέμπουν σέ αντιστοιχες ελλείψεις ‘ και πού υπονοούν εν τέλει την απολυτη ελλειψη,τη γευση του φθαρτού των πραγματων, τον φοβο του θανατου.
· Αυτά τα χασματα,αυτή την ελλειψη η ουτοπική σκέψη προσπαθεί να καλύψει Σαν σκηνικό θεατρου η ουτοπία ντύνει την πραγματικότητα, της δίδει νόημα σκοπό,τελος Η την απλοποιει ,την φτωχαίνει , την διαστρεφει. Η ουτοπία γίνεται ονειρική σαν έργο τεχνης και ταυτόχρονα συνειδητή απιαστη και φευγαλέα αλλά και οικεία καθώς αποτελέι εκδήλωση του ναρκισσισμού μας. . Η ακομα σκηνοθετείται ως η ουτοπία του παρόντος: Εξωραισμένος πίνακας του εθνικού εαυτού μας, , πού συγκαλύπτει τα κενα, πού δειχνει την αιώνια ομορφιά και κρύβει την αρωστια, τον φοβο του θανατου, την ελλειψη.·
· Η ίδια η έννοια της ουτοπίας μετασχηματίζεται ιστορικάΣτήν αρχαιότητα και στην αναγέννηση χαρακτηρίζεται από την απουσία ιστορικότητας :Ηταν τοποθετημένη στόν χώρο. σε κάποια ουράνια πολιτεία ή σε φανταστικά νησιά· Η ιστορικότητα αντίθετα χαρακτηρίζει την νεωτερική εκδοχή της ουτοπίας.· Στόν 18 και 19ο αιωνα η Ιστορία εμφανίζεται ως νάχει ενα τέλος ,εντελέχεια. Η ουτοπία ενσωματτώνεται σε αυτήν την διαλεκτική της ιστορίας ως δυνατότητα,ως προεκταση του παρόντος . Στο κοινωνικό-ιστορικό παρόν ανευρίσκεται η ουτοπική δυνατότητα’ η αρνηση του παροντος δεν ειναι πληρης αρνηση: ειναι απάρνηση των ασχημων πλευρών και εντοπισμός των δυνατοτητων στον παρόν για την πραγματοπoίηση της .
· Πλαι στίς θετικές νεωτερικές ουτοπίες αυτου του ειδους (π.χ τίς σοσιαλιστικές ουτοπίες του 19ου αιώνα ) θα ανευρουμε επίσης και τίς , επίσης νεωτερικες, αρνητικές, νοσταλγικές ρομαντικές ουτοπίες. Εκείνο πού χαρακτηρίζει εντονα τίς τελευταίες εναι η Νοσταλγία, τό αισθημα της ελλειψης εστίας και της μοναξιάς. Νοσταλγία πού κινει την απατηλή φυγή πρός την Ουτοπία, τό παραμυθι , τό φανταστικό, τό αλλοκοτο και τό μυστηριώδες, λαχταρα για την παιδική ηλικία και τη φύση, τα ονειρα και τήν παραφροσύνη.

η απατηλή Υπόσχεση της αγάπης

η απατηλή  Υπόσχεση της αγάπης
Π. Θεοδωριδη : ''Η Αισθητική ουτοπία του Εθνους ,

14 Ocak 2015 Çarşamba

Ο Σπύρος Κουτρούλης παρουσιάζει το βιβλίο του C. Schmitt, “Πολιτική Θεολογία”, την έκδοση του οποίου είχε επιμεληθεί ο Π. Κονδύλης.Πηγή : kondylis.wordpress.com/http://leftpoliticaltheology.blogspot.com/2012/04/c-schmitt.html

Ο Σπύρος Κουτρούλης παρουσιάζει το βιβλίο του C. Schmitt, “Πολιτική Θεολογία”, την έκδοση του οποίου είχε επιμεληθεί ο Π. Κονδύλης.


Πηγή : kondylis.wordpress.com


“Κατω απο την κρουστα καθε ομαλοτητας, ακομα και της δημοκρατικης, σιγοκαινε ή κοχλάζουν δυνάμεις στοιχειακές, που κάποτε εκρήγνυνται, καταπίνοντας όσους επαίρονταν για τον ρεαλισμό τους” Π.Κ.

Ο Σπύρος Κουτρούλης παρουσιάζει το βιβλίο του C. Schmitt, “Πολιτική Θεολογία”, την έκδοση του οποίου είχε επιμεληθεί ο Π. Κονδύλης. Περιλαμβάνονται αποσπάσματα των επιλεγομένων του Π.Κ.
Το 1994, από τις εκδόσεις Λεβιάθαν του Γ. Μερτίκα, εκδόθηκε το έργο του Καρλ Σμιτ Πολιτική Θεολογία (σελ.178, πολυτονικό), σε μετάφραση–σχόλια–επιλεγόμενα του Παναγιώτη Κονδύλη. Περιέχει ορισμένες σημαντικές σκέψεις που αποτέλεσαν σημεία αντικρουόμενα και επηρέασαν στοχαστές και πολιτειολόγους σε όλο το πολιτικό φάσμα, με πιο πρόσφατη περίπτωση τον Ιταλό φιλόσοφο Αγκαμπέν.

Όπως επισημαίνει στα επιλεγόμενα ο Π. Κονδύλης: «Πάνω από εβδομήντα χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση, το μικρό αυτό, θεματικά κάπως ετερογενές, αλλά χυμώδες και νευρώδες βιβλίο, κρατάει αμείωτη τη δροσιά του, ακέραιο το ενδιαφέρον του. Μου φαίνεται ότι αυτό οφείλεται σε τρεις κυρίως λόγους. Πρώτα πρώτα, μολονότι η διάρθρωση των δυτικών κοινωνιών άλλαξε ουσιαστικά στην πορεία του 20ου αι., καθώς τον ολιγαρχικό αστικό φιλελευθερισμό τον διαδέχθηκε η μαζική δημοκρατία, ωστόσο η νομιμοποιητική της ιδεολογία, όσο κι αν παράλλαξε αντίστοιχα, εμμένει σε ορισμένους κοινούς τόπους, γεννώντας με την εμμονή τούτη την οπτική απάτη μιας ευρύτερης συνέχειας» (σελ.125).
Το δοκίμιο του Κ. Σμιτ, περιστρέφεται γύρω από τις έννοιες κυρίαρχος, «οριακή έννοια», εξαίρεση, κατάσταση έκτακτης ανάγκης:
«Κυρίαρχος είναι όποιος αποφασίζει για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Μονάχα αυτός ο ορισμός είναι σε θέση ν’ ανταποκριθεί ικανοποιητικά στην έννοια της κυριαρχίας ως έννοιας οριακή. Γιατί «οριακή έννοια» δεν σημαίνει έννοια συγκεχυμένη, σαν κι αυτές που συναντάμε στη θολή ορολογία της εκλαϊκευτικής φιλολογίας, παρά σημαίνει έννοια κινούμενη στην απώτατη σφαίρα. Αντίστοιχα, ο ορισμός της δεν μπορεί να ερείδεται στην κανονική περίπτωση, παρά σε μια οριακή περίπτωση… Το γεγονός ότι η κατάσταση έκτακτης ανάγκης προσφέρεται κατ’ εξοχήν για τον νομικό ορισμό της κυριαρχίας, οφείλεται σ΄ έναν λόγο συστηματικό, συμφυή με τη λογική του δικαίου. Η απόφαση που αναφέρεται στην εξαίρεση συνιστά απόφαση κατ’ εξοχήν» (σελ.17).
Ο Κ. Σμιτ αντλεί σκέψεις από τον Μποντέν, πολιτειολόγο του Μεσαίωνα, και αντιπαρατίθεται στον νομικό θετικισμό του Kέλσεν και στον φιλελευθερισμό του Kράμπε, περιγράφει δε την κατάσταση έκτακτης ανάγκης ως την περίπτωση «όπου το δίκαιο από μόνο του αναστέλλει την ισχύ του». Η αντιπαράθεσή του προς τον Kέλσεν εξαντλεί το δεύτερο κεφάλαιο υπό τον τίτλο «Το πρόβλημα της κυριαρχίας ως πρόβλημα του νομικού τύπου και ως πρόβλημα της απόφασης».
Στο τρίτο μέρος, με τον τίτλο «Πολιτική Θεολογία», συναντούμε ορισμένες σημαντικές σκέψεις: «Όλες οι μεστές έννοιες της σύγχρονης πολιτειολογίας είναι εκκοσμικευμένες θεολογικές έννοιες. Όχι μόνον ως προς την ιστορική τους εξέλιξη (εφ’ όσον μεταφέρθηκαν από τη θεολογία στην πολιτειολογία και ο παντοδύναμος Θεός λ.χ. έγινε ο παντοδύναμος νομοθέτης), αλλά και ως προς τη συστηματική τους δομή, της οποίας η γνώση είναι απαραίτητη για μια κοινωνιολογική θεώρηση αυτών των εννοιών. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης έχει για τη νομική επιστήμη ανάλογη σημασία όπως το θαύμα για τη θεολογία. Μονάχα αν συνειδητοποιήσουμε τέτοιες αναλογίες μπορούμε να γνωρίσουμε την εξέλιξη των ιδεών πάνω στη φιλοσοφία του κράτους κατά τους τελευταίους αιώνες. Γιατί η ιδέα του σύγχρονου κράτους δικαίου επικρατεί με τον δεϊσμό, δηλαδή με μια θεολογία και μεταφυσική που εκδιώκει το θαύμα από τον κόσμο και αρνείται την παραβίαση των φυσικών νόμων (όπως αυτή εμπεριέχεται στην έννοια του θαύματος, επιβάλλοντας μιαν εξαίρεση μέσω μιας άμεσης επέμβασης) το ίδιο όπως αρνείται και την άμεση επέμβαση του κυρίαρχου στην κρατούσα έννομη τάξη» (σελ.65,66).
Ο Κ. Σμιτ ομολογεί ότι στη σκέψη του χρησιμοποιεί αναλογικά απόψεις που διατύπωσαν κατ’ αρχήν οι λεγόμενοι αντιδραστικοί καθολικοί πολιτειολόγοι: ο Μπoνάλντ, ο Ντε Μέστρ και ο Ντονόσκο Κόρτες. Σ’ αυτούς θα αφιερώσει το τελευταίο κεφάλαιο του έργου του, με τον τίτλο, «Η Αντεπαναστατική Φιλοσοφία του Κράτους», το οποίο ξεκινά με την παρατήρηση ότι «στους Γερμανούς ρομαντικούς προσιδιάζει μια πρωτότυπη ιδέα: η αιώνια συζήτηση» (σελ.89). Αντίθετα, οι αντιδραστικοί φιλόσοφοι του κράτους «θα θεωρούσαν ασφαλώς μιαν αιώνια συζήτηση μάλλον για ιλαροτραγικό προϊόν της φαντασίας. Γιατί την αντεπαναστατική τους φιλοσοφία για το κράτος τη χαρακτηρίζει η συνείδηση ότι η εποχή απαιτεί μιαν απόφαση, και η έννοια της απόφασης μπαίνει στο επίκεντρο της σκέψης τους με μιαν ορμή που φτάνει στα απόλυτα άκρα ανάμεσα στις δύο Επαναστάσεις του 1789 και του 1848» (σελ.90).
Ο Κ. Σμιτ θεωρεί την υποχώρηση του πολιτικού στοιχείου από την κυριαρχία του οικονομικού ως ένα σύνθετο φαινόμενο, που απηχεί τη ζοφερή κατάσταση που περιγράφει ο Μαξ Βέμπερ ως μετατροπή του σύγχρονου κράτους σε μια μεγάλη επιχείρηση:
«Σήμερα, τίποτε δεν είναι πιο μοντέρνο από τον αγώνα ενάντια στο πολιτικό στοιχείο. Αμερικανοί κεφαλαιούχοι, τεχνικοί της βιομηχανίας, μαρξιστές, σοσιαλιστές και αναρχοσυνδικαλιστές επαναστάτες συνενώνονται στην απαίτηση να παραμεριστεί η υποκειμενική–φατριαστική κυριαρχία της πολιτικής με τον απροσωπόληπτο πραγματισμό της οικονομικής ζωής. Στο εξής, όπως λέγεται, θα πρέπει να υπάρχουν μόνο οργανωτικά –τεχνικά και οικονομικά– κοινωνιολογικά καθήκοντα, όχι όμως πολιτικά προβλήματα. Το κυρίαρχο σήμερα είδος οικονομικής–τεχνικής σκέψης δεν είναι πλέον καν σε θέση να αντιληφθεί μιαν πολιτική ιδέα. Το σύγχρονο κράτος φαίνεται να έγινε πράγματι ό,τι βλέπει σ’ αυτό ο Μαξ Βέμπερ: μια μεγάλη επιχείρηση» (σελ.105).
Η κριτική αυτή αντιστοιχεί απόλυτα και σήμερα τόσο στη χυδαία οικονομίστικη εκδοχή του μαρξισμού όσο και στον νεοφιλελευθερισμό.
Όμως το έργο του Κ. Σμιτ περιέχει και άλλες άξιες προβληματισμού σκέψεις, σαν κι αυτές που αναφέρονται στον Μπακούνιν: «Στον μεγαλύτερο αναρχικό του 19ου αι., στον Μπακούνιν, εμφανίζεται το παράδοξο ότι αναγκάστηκε να γίνει στη θεωρία ο θεολόγος της αντιθεολογίας και στην πράξη ο δικτάτορας μιας αντιδικτατορίας» (σελ.105).
Τα σχόλια του Π. Κονδύλη περιέχουν σπουδαίες και εύστοχες παρατηρήσεις, θετικές αλλά και αρνητικές αποτιμήσεις του δοκιμίου της Πολιτικής Θεολογίας.
Σημειώνει λοιπόν: «Ο Κ. Σμιτ μας υπενθυμίζει – και η υπόμνησή του έχει, το 1994, βάρος όχι μικρότερο απ’ όσο το 1922– πως, κάτω από την κρούστα κάθε ομαλότητας, ακόμα και της δημοκρατικής, σιγοκαίνε ή κοχλάζουν δυνάμεις στοιχειακές, που κάποτε εκρήγνυνται, καταπίνοντας όσους επαίρονταν για τον ρεαλισμό τους. Πως όποιος θέλει να κατανοήσει βαθύτερα τους κοινωνικούς μηχανισμούς δεν πρέπει να στέκεται στο φυσιολογικό, αλλά να διαγνώθει σε πόση έκταση και ένταση ο κανόνας κατασκευάζεται εν όψει της εξαίρεσης, υπό το κράτος της προσδοκίας της και του φόβου της και πως οι νομικές κατασκευές των φιλελεύθερων συνταγματολόγων μάταια προσπαθούν να προεκτείνουν τον κανόνα μέσα στην εξαίρεση και μαζί να θάψουν το ποιοτικό στοιχείο της κυριαρχίας κάτω από την ποσότητα της “θεσμικής ομαλότητας”. Βεβαίως, τέτοιες και παρόμοιες θέσεις δεν πρωτοδιατυπώθηκαν από τον ΣΜΙΤ ούτε η αποδοχή τους περιοριζόταν στους οικειότερους σ’ εκείνον κοσμοθεωρητικούς και πολιτικούς χώρους. Ήσαν π.χ. πάντοτε αυτονόητες και για τους επαναστάτες μαρξιστές – πράγμα που σήμερα ξεχνιέται όλο και περισσότερο, καθώς τα ψοφοδεή κατάλοιπα της Αριστεράς εξωραΐζουν την πολιτική τους χρεοκοπία (και παράλληλα την κοινοβουλευτική και υπουργική θεσιθηρία των στελεχών τους) με κωμικοτραγικές εκδηλώσεις προσήλωσης προς τους «θεσμούς» και ζήλου για την «απρόσκοπτη λειτουργία» τους. Πράγματι, αφού ναυάγησε η ουτοπία της Ανατολής, η Αριστερά δείχνει τώρα διατεθειμένη να ενστερνισθεί την ουτοπία της Δύσης, δηλ. την ουτοπία του «κράτους δικαίου» και της ευθύγραμμης οικουμενικής προόδου πάνω σε βάση πάγιας θεσμικής ομαλότητας» (σελ.126,127).
Ο Κονδύλης αξιολογεί πως η «μόνιμη αξία της πραγματείας του ΣΜΙΤ έγκειται στον ριζοσπαστικό τρόπο με τον οποίο θέτει το ζήτημα της κυριαρχίας» (σελ. 128), καθώς και ότι «αντλεί τη ζωντάνια της από την προγραμματική θεωρητική σύνδεση των προβλημάτων της κυριαρχίας με το ανθρωπολογικό πρόβλημα» (σελ.127), ώστε πίσω από κάθε θεώρηση για την κυριαρχία να προβάλλει το ερώτημα για το τι είναι ο άνθρωπος.
Ο νηπιακός εν μέρει και εν μέρει ελεγχόμενος χαρακτήρας του πνευματικού διαλόγου στη χώρα μας δεν επέτρεψε να διατυπωθεί ένας θετικός ή αρνητικός προβληματισμός όταν πρωτοεκδόθηκε, το 1994, στην Ελλάδα, η Πολιτική Θεολογία. Κυριαρχεί η κενότητα του νεοφιλελευθερισμού και μιας ενσωματωμένης Αριστεράς που, ακόμη και κάτω από επαναστατικές ιαχές, αναπαράγει τις ίδιες χυδαίες οικονομίστικες ιδεοληψίες με τον νεοφιλελευθερισμό.
Τελικά, οι αδυναμίες του δοκιμίου του Σμιτ, κατά τον Κονδύλη, εντοπίζονται στο γεγονός ότι, ενώ θέτει «ζητήματα επιστημολογίας και μεθόδου, ζητήματα ιστορικής και πολιτικής πραγματολογίας και επίσης ζητήματα ιστορίας και κοινωνιολογίας των ιδεών», όμως και «στους τρεις αυτούς τομείς η επιχειρηματολογία του χωλαίνει σοβαρά, ήτοι χαρακτηρίζεται από εννοιολογικές ασάφειες ή από ανακρίβειες αναφερόμενες στα realia, μολονότι οι συχνές και δυσπαρακολούθητες κυμάνσεις της σκέψης του και η γοητευτική στιλπνότητα του ύφους του τις κρύβουν ακόμα και από τα μάτια του έμπειρου αναγνώστη» (σελ.130,131).
ΠΗΓΗ: περιοδικό Άρδην τ. 70. Ηλεκτρονική πηγή
Βλ. επίσης για τη σχέση Κονδύλη και C. Schmitt: εδώ

23 Aralık 2014 Salı

Γιατί οι Φτωχοι Ψηφιζουν Δεξιά ; (Στην Αμερική αλλά και εδώ;) .


κυριως ενα βιβλιο

What’s the matter with Kansas?» (2004) τουTόμας Φρανκ

1. Απο το Βημα:


Αποσπασματα:

Γιατί οι φτωχοί ψηφίζουν Δεξιά
Ιεροκήρυκες, βετεράνοι στρατιώτες, βιομηχανικοί εργάτες αποτελούν τους εκπροσώπους μιας συντηρητικής Αμερικής που διεκδικεί την ηθική αποκατάσταση της κοινωνίας, στρέφεται εναντίον των Δημοκρατικών και ακολουθείται από τους οικονομικά ασθενεστέρους
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ


«Η φτωχότερη κομητεία στην Αμερική είναι στα Απαλάχια, στον λεγόμενο Βαθύ Νότο (Deep South) (...) Στις προεδρικές εκλογές του 2000 ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών Τζορτζ Μπους συγκέντρωσε συντριπτική πλειοψηφία πάνω από 80%». Ετσι αρχίζει το βιβλίο του What's the Matter with Kansas? o Τόμας Φρανκ, ο 43χρονος αμερικανός δημοσιογράφος και αναλυτής των cultural politics, που δίνει ευανάγνωστη εικόνα της μεγάλης αντίθεσης μεταξύ πολιτικών επιλογών και οικονομικής θέσης. Ο Τόμας Φρανκ αναφέρει ότι στην Αμερική οι φτωχοί ψηφίζουν Ρεπουμπλικανούς, δηλαδή ψηφίζουν εναντίον των οικονομικών συμφερόντων τους. Τι συμβαίνει; Γεννημένος ο ίδιος στο Κάνσας Σίτι του Μισούρι, έχοντας την εμπειρία των Ρεπουμπλικανών, αφού έχει περάσει από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ο Τόμας Φρανκ χρησιμοποιεί το Κάνσας ως πεδίο έρευνας. Γράφοντας ουσιαστικά ένα μεγάλο ρεπορτάζ, το οποίο καταλαμβάνει 320 σελίδες, δείχνει πώς μια Πολιτεία με ριζοσπαστική παράδοση στρέφεται σταδιακά προς τον συντηρητισμό και εξεγείρεται εναντίον ενός υποτιθέμενου φιλελεύθερου κατεστημένου (liberal establishment), που ταυτίζεται με τους Δημοκρατικούς. Ο Φρανκ αποκαλεί αυτή τη μεταστροφή Great Backlash και την τοποθετεί στις μεγάλες αλλαγές, πολιτισμικής τάξης, που συμβαίνουν στις δεκαετίες του 1960 και του 1970......Κατά τον Φρανκ, στις Ηνωμένες Πολιτείες ο συντηρητισμός, που ταυτίζεται με τη δράση, τα προγράμματα και τις ιδέες του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος έχει δύο όψεις. Από την μία είναι ο οικονομικός συντηρητισμός, αυτός που εκπροσωπείται από επιχειρηματίες, τα πολιτικά και άλλα λόμπι τους, που διεκδικεί το αφορολόγητο της οικονομικής δράσης, πλήρη ελευθερία στις αγορές, απορρύθμιση των συστημάτων κοινωνικής προστασίας κτλ. Από την άλλη είναι ο λαϊκός ή ο λαϊκιστικός συντηρητισμός, αυτός που διεκδικεί τις οικογενειακές και χριστιανικές αξίες, ό,τι τέλος πάντων απεμπολήθηκε με την απελευθέρωση των ηθών, την ισότητα γυναικών και ανδρών, το δικαίωμα στην έκτρωση κ.ο.κ. Αυτός ο λαϊκός συντηρητισμός αγγίζει τα λαϊκά στρώματα του Κάνσας αλλά και άλλων Πολιτειών με ανάλογο προφίλ, που αναδεικνύουν τους Ρεπουμπλικανούς πρώτο κόμμα, όχι γιατί θα εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους αλλά γιατί τους θεωρούν υπερασπιστές των ηθικών αξιών.
----------------------------------------
Αυτό που χωρίζει τους Αμερικανούς (της βαθιάς Αμερικής) είναι η αυθεντικότητα και όχι κάτι πιο σύνθετο και ταυτόχρονα αποκρουστικό, όπως η οικονομία» γράφει ο Τόμας Φρανκ. Κατά τον συγγραφέα, η οργή των λαϊκών στρωμάτων κατά των ελίτ δεν είναι οικονομικού χαρακτήρα αλλά πολιτισμικού. Η «πάλη των τάξεων» έχει υποκατασταθεί από ένα είδος «πολιτισμικού πολέμου», όπου δεν κυριαρχούν θέματα όπως τα ημερομίσθια, η κοινωνική προστασία, τα μέτρα πρόνοιας κτλ., αλλά θέματα όπως οι εκτρώσεις, η θρησκεία, οι γάμοι των ομοφυλοφίλων.

Ο Τιμ Γκόλμπα είναι μια άλλη φωνή του Κυρίου. Βιομηχανικός εργάτης σε μεγάλο εργοστάσιο εμφιαλώσεως, αφιερώνει όλον τον ελεύθερο χρόνο του στον ακτιβισμό κατά της «ηθικής παρακμής». Στο στόχαστρό του, και βεβαίως στο στόχαστρο όλων όσοι ακολουθούν τον Γκόλμπα στις ομάδες και στις επιτροπές πρωτοβουλίας κατά της διαφθοράς, είναι μεγάλη γκάμα εχθρών: από τους οπαδούς του Δαρβίνου και της εξελικτικής βιολογίας ως τους λεγόμενους «κοσμικούς», τους οπαδούς της εκκοσμίκευσης σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής. Και στη χριστιανική Αμερική του Μπους η «εκκοσμίκευση» αποτελεί κόκκινο πανί. «Εργάζεται νύχτα και ημέρα για να απολαμβάνουν οι άλλοι τα κεφάλαιά τους χωρίς να έχουν εργαστεί ποτέ» γράφει ο Τόμας Φρανκ για τον Γκόλμπα, θέλοντας έτσι να δείξει τη μεγάλη αντίφαση μεταξύ της οικονομικής θέσης (βιομηχανικός εργάτης) και των πολιτικών πεποιθήσεων του ήρωά του.

Αλλη φωνή του Κυρίου είναι η Καίη Ο' Κόννορ. Η Καίη, η γιαγιά Καίη, δεν είναι κάποια απλή θρησκευόμενη νοικοκυρά. Είναι γερουσιαστής στο Κάνσας. Και παρ' όλο που είναι γυναίκα εκπρόσωπος μιας λαϊκής βάσης θεωρεί την ψήφο των γυναικών μία από τις αιτίες της αμερικανικής παρακμής και επιπλέον σύμπτωμα αυτής της παρακμής. Σύμφωνα με την Ο' Κόννορ η παραχώρηση ψήφου στις γυναίκες είναι αποτέλεσμα εκφυλισμού της κοινωνίας. Αν και γερουσιαστής η Ο' Κόννορ δεν είναι ευκατάστατη. Μάλιστα, όπως γράφει ο Τόμας Φρανκ, έχει υποθηκεύσει το σπίτι της. «Αλλά η σκέψη της» σημειώνει ο Φρανκ «μοιάζει να έρχεται απευθείας από τα πολιτικά credo των εκατομμυριούχων του 19ου αιώνα». Θα λέγαμε, μάλιστα, των εκατομμυριούχων των Πολιτειών του Νότου, που στήριξαν τη δουλεία, και μολονότι ηττήθηκαν στον εμφύλιο πόλεμο, τα εθνοτικοθρησκευτικά πιστεύω τους φαίνεται ότι συγκινούν τους «φτωχούς» των μεσοδυτικών Πολιτειών. ......


βλ επίσης


Αποσπασμα:

Μια σειρά από βιβλία αναλύουν πόσο ο συντηρητισμός έχει κυριεύσει τον «περιούσιο» λαό στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. «Αγαπώ τη χώρα μου, μισώ την κυβέρνησή μου», είναι μια φράση που δύσκολα θα εκστόμιζε ένας Ευρωπαίος. Είναι όμως αυτή που συνοψίζει τη φιλοσοφία των περισσότερων Αμερικανών, «ενός έθνους που λατρεύει εξίσου τον Θεό και τη Wall Street, τον απομονωτισμό και τον ιμπεριαλισμό, που υποστηρίζει τη θανατική ποινή και το δικαίωμα οπλοφορίας, αλλά δεν παύει να είναι η μεγαλύτερη δυτική δημοκρατία.

επισης σΤΗΝ κΑΘΗΜΕΡΙΝΗ :
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_02/07/2006_189272
ΗΠΑ, μια δημοκρατία χωρίς Δημοκρατικούς Ο γνωστός φιλελεύθερος θεωρητικός Τόμας Φρανκ εξηγεί στην «Κ» γιατί οι φτωχοί εργάτες και αγρότες ψηφίζουν Ρεπουμπλικανούς
Συνέντευξη στους Στελιο Bασιλακη - Πητερ Παππας
Οκριτικός και κοινωνικός λόγος του Tόμας Φρανκ πηγάζει από ένα παραδοσιακό αμερικανικό ριζοσπαστισμό. Μολονότι τα βιβλία του ασχολούνται αποκλειστικά με τους περιβόητους «πολιτισμικούς πολέμους» που μαίνονται στην Aμερική σε διάφορα κοινωνικά θέματα (αμβλώσεις, γάμοι μεταξύ ομοφυλοφίλων, κ.τ.λ.), το ενδιαφέρον του εστιάζεται κυρίως σε πρακτικά, οικονομικά ζητήματα και λιγότερο σε θεωρητικά (ταυτότητας, φύλου, κ.ά.). Ο Φρανκ πιστεύει ότι ακριβώς επειδή η αμερικανική διανόηση έχει αναλωθεί πάνω σε καθαρά θεωρητικές συζητήσεις, ο προοδευτικός λόγος –και ιδίως η προοδευτική πολιτική– έχει αφυδατωθεί σε επικίνδυνο βαθμό.Ιστορικές συγκρούσεις
— Γράφετε στο πρώτο σας βιβλίο, «The Conquest of Cool»: «Oσο η Aμερική ταλαιπωρείται από πολιτισμικούς πολέμους, η δεκαετία του ’60 θα παραμείνει ένα ιστορικό πεδίο σύγκρουσης». Εύστοχη παρατήρηση...
— Aυτό που ξέρω είναι ότι στην Aμερική ακόμα συγκρουόμαστε για τη δεκαετία του ’60. Γεννήθηκα το 1965, τι να θυμάμαι από τον πόλεμο του Bιετνάμ; Αλλά, οι συγκρούσεις εκείνης της εποχής είναι ιστορικής σημασίας, αποτελούν τη βάση για όλες τις μάχες που μαίνονται έως σήμερα στη χώρα.
— Γιατί νομίζετε ότι η Aριστερά έχει αποτύχει παταγωδώς να πείσει τον κόσμο ότι υπάρχουν άλλες όψεις της ιστορίας, ότι χάρις στην Aριστερά άλλαξε η χώρα προς το καλύτερο;
— Eνας λόγος για τον οποίο η Δεξιά ασχολείται και πάλι με τη δεκαετία του ’60 είναι επειδή, τελικά, βγήκε νικήτρια από εκείνη την περίοδο. O Nίξον, και μετά ο Pέιγκαν, ήταν το απόλυτο πισωγύρισμα. H ιστορία των ’60s τελειώνει με τη νίκη των δεξιών. Συνεπώς, τους αρέσει να ξαναπαίζουν το ίδιο έργο συνεχώς. H δική μας ομάδα δεν το καταλαβαίνει αυτό: θεωρούμε τα ’60s μεγάλη νίκη των φιλελευθέρων. Οντως, πετύχαμε πολλά και σημαντικά πράγματα, διαμορφώθηκαν διάφορα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα. Aλλά η αμερικανική Aριστερά πάσχει από ιστορική τύφλωση – αλλά δεν θα έπρεπε καν να λέω «Aριστερά», δεν υπάρχει κανονική Aριστερά στην Aμερική. Yπάρχουν διαφόρων ειδών εκκεντρικοί αλλά δεν υπάρχει ένα κίνημα σαν κι αυτά που υπάρχουν σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα. Kαι μέρος του προβλήματος των φιλελευθέρων στην Aμερική είναι ότι έχουν λησμονήσει γιατί –και πώς– πρωτοαπέκτησαν την εξουσία. Kατ’ αρχάς, έχουν ξεχάσει την εποχή των γονιών τους: τους Pούζβελτ, Tρούμαν, Kένεντι. Kι έχουν ξεχάσει επίσης πώς έφτασε το προοδευτικό κίνημα μέχρις εκεί. Kαι νομίζουν ότι επειδή «εμείς» έχουμε δίκιο πάνω στα διάφορα ζητήματα, θα έπρεπε να νικάμε. H σκέψη τους δεν προχωράει πολύ πέρα από αυτό το σημείο.
Κυνικό παιχνίδι
— Οταν μιλάτε για «φιλελευθερισμό», πρόκειται για το κύριο ρεύμα –το «μετριοπαθές»– του αμερικανικού φιλελευθερισμού, σωστά; Σε αντίθεση, δηλαδή, με την αριστερή πτέρυγα των φιλελευθέρων.
— Μια φορά κι έναν καιρό, η αλληλεπίδραση μεταξύ τους ήταν συχνή. O σοσιαλιστής ηγέτης Nόρμαν Tόμας ισχυρίστηκε ότι ο Pούζβελτ τού έκλεψε το πρόγραμμα. Tο εργατικό κίνημα στράφηκε τελικά προς το Δημοκρατικό Kόμμα και το κράτος πρόνοιας. Εδώ και δέκα χρόνια περίπου, ο E. Tζ. Nτίον, ο αρθρογράφος της Oυάσιγκτον Ποστ, έγραψε ένα αξιόλογο βιβλίο με τίτλο «Γιατί οι Aμερικανοί μισούν την πολιτική». Και λέει κάτι που νομίζω ότι είναι προφανές: Oι ακτιβιστές, οι ηγέτες, οι άνθρωποι που διευθύνουν και τα δύο κόμματα, προέρχονται από την ίδια κοινωνική τάξη, τα ίδια στρώματα της αμερικανικής κοινωνίας. Σε γενικές γραμμές προέρχονται από τις αστικές τάξεις και είναι επαγγελματίες που πήγαν σε καλά σχολεία. Kι αυτοί οι άνθρωποι, τόσο της Aριστεράς όσο και της Δεξιάς, παίζουν ένα πολύ κυνικό παιχνίδι ψευτο-λαϊκισμού. Συχνά όμως, οι αριστεροί δεν κατανοούν ότι οι ίδιοι δεν αρκούν για τη διαμόρφωση ενός προοδευτικού κινήματος. Xρειάζεται και ο μέσος κόσμος. Πρέπει να προσφέρεις κάτι στον μέσο άνθρωπο, στον εργαζόμενο, γιατί αλλιώς δεν πρόκειται να κερδίσεις απολύτως τίποτα. Σήμερα, οι φιλελεύθεροι δείχνουν να το έχουν ξεχάσει αυτό. Ή υποβιβάζουν τη σημασία του. Aκριβώς από πίσω σας υπάρχει ένα ράφι γεμάτο βιβλία σχετικά με το λεγόμενο φιλελεύθερο κέντρο ή τον «ριζοσπαστικό μεσαίο χώρο», ή το «ριζοσπαστικό κέντρο» –πρόκειται για ένα ολόκληρο είδος βιβλίων. Τα οποία, πάνω κάτω, μας λένε ότι η δεκαετία του ’30 δεν μας αφορά πια. Οτι αυτός ο τρόπος σκέψης ανήκει στην εποχή της Μεγάλης Υφεσης. Οτι έχουμε περάσει σε μια νέα οικονομία. Οτι δεν υπάρχει καν εργατική τάξη, αλλά μόνο επαγγελματίες. Σε αυτούς πρέπει να απευθυνθούμε από εδώ και πέρα. O μέσος Aμερικανός ξεγράφεται. Aυτή είναι η βαθύτερη ιστορία πίσω από το βιβλίο μου «Tι συμβαίνει με το Kάνσας;».Χρήμα και πολιτική
— Σχετικά με τον μέσο Aμερικανό, και οι Pεπουμπλικάνοι δεν απευθύνονται σ’ αυτόν; Τουλάχιστον όσον αφορά τα οικονομικά συμφέροντά του.
— Oχι, καθόλου. Προσπαθούν κάθε τόσο, αλλά δεν τους βγαίνει. Γι’ αυτό έχουμε τους πολιτισμικούς πολέμους. Aυτό είναι το άλλο στοιχείο που οι φιλελεύθεροι δεν μπορούν να καταλάβουν. O κόσμος τούς το έχει πει, ξανά και ξανά, αλλά δεν το καταλαβαίνουν. Aν είδατε το συνέδριο των Δημοκρατικών το 2004, έκαναν λες και ήταν το κυβερνών κόμμα, παρ’ όλο που δεν βρίσκονται στην εξουσία σε κανέναν από τους τρεις κλάδους της κυβέρνησης. Ωστόσο, παρουσιάστηκαν στο συνέδριό τους αυτάρεσκοι. Aν βλέπατε αντιθέτως στο συνέδριό τους τους Pεπουμπλικάνους, ήταν έξαλλοι, με σφιγμένες γροθιές στον αέρα. Oι Pεπουμπλικάνοι είναι κόμμα διαμαρτυρίας. Eίναι οργισμένοι: είναι κόμμα που φαντάζεται ότι επαναστατεί. Χρησιμοποιούν τον όρο, «Pεπουμπλικανική Eπανάσταση». Oι Δημοκρατικοί έχουν χάσει αυτή τη ρητορική δεινότητα. Eνας λόγος, όπως είπα, είναι ότι όλοι προέρχονται από τις αστικές τάξεις. Eνας άλλος λόγος είναι ο ρόλος του χρήματος στην αμερικανική πολιτική. Eάν θέλεις να καταλάβεις κάποιο αξίωμα στην Aμερική, μια θέση στο Kογκρέσο ή στην Γερουσία, χρειάζεσαι εκατομμύρια δολάρια. Kαι αυτό σημαίνει ότι μόνο δύο είδη ανθρώπων μπορούν να αποκτήσουν κάποιο αξίωμα: οι ανεξάρτητα πλούσιοι ή εκείνοι που μπορούν να συγκεντρώσουν χρήματα από την επιχειρηματική κοινότητα. Kαι για να συγκεντρώσεις αυτά τα χρήματα από την επιχειρηματική κοινότητα, θα πρέπει να είσαι υπέρ των επιχειρηματιών.
Χωρίς εργατικό κίνημα
— Γράφετε επίσης στο «The Conquest of Cool» ότι καθώς η βιομηχανία της διαφήμισης σφετερίστηκε το «cool» ύφος των «Σίξτις» –την έννοια του «μη συμβατικού» εναντίον του «συμβατικού»– η αριστερά έχασε το ενδιαφέρον της για βασικά οικονομικά ζητήματα.— Σωστά. Η αριστερή-φιλελεύθερη φιλολογία εκείνης της περιόδου προβάλλει την εικόνα μιας κοινωνίας στην οποία όλα αυτά τα ζητήματα έχουν λυθεί. Aλλά όλα εκείνα τα προβλήματα επέστρεψαν. Σε τελική ανάλυση, η δεξιά δεν πολυενδιαφέρεται για τους πολιτισμικούς πολέμους. Μπορεί να ενδιαφέρεται ο απλός λαός, αλλά κάθε φορά ξεπουλιέται από τους ηγέτες του, οι οποίοι έχουν το βλέμμα στραμμένο στο στόχο τους, που είναι να ανατρέψουν τη δεκαετία του ‘30, να ξεφορτωθούν το Nιου Nτιλ.
...............................................................................................................................

— Ο κόσμος εδώ κάνει συσχετισμούς, αλλά όχι απαραίτητα με αυτόν τον τρόπο. Eνα καλό παράδειγμα είναι η τιμή της βενζίνης, για την οποία οι Aμερικανοί είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι. Πήγε στα ύψη πέρυσι και οι λόγοι γι’ αυτό συζητήθηκαν πολύ. Aλλά αυτό έγινε επειδή είναι εύκολο να κατηγορείς τους Aραβες.
Οι Αμερικανοί αγρότες
— Oταν μπήκαμε στο τρένο σήμερα το πρωί και ανοίξαμε την εφημερίδα, πρωτοσέλιδο άρθρο έλεγε ότι ο Mπους έδινε επτά δισ. δολάρια στις πετρελαϊκές εταιρείες. Ο κόσμος δεν τα καταλαβαίνει αυτά; Πρόκειται για παθολογία. Eίναι ακατανόητο.
— Kοιτάξτε, οι δημοσκοπήσεις συνεχώς δείχνουν ότι οι απόψεις του λαού πάνω σε οικονομικά ζητήματα είναι φοβερά πιο αριστερές από οποιονδήποτε Aμερικανό πολιτικό. Oι πετρελαϊκές εταιρείες είναι μάλλον ανάμεσα στις πιο μισητές οντότητες για τους Aμερικανούς. Ωστόσο, κοιτάξτε ποιον έχουν για πρόεδρο. Oι αγρότες είναι ένα άλλο παράδειγμα. Eχεις τρεις ή τέσσερις μεγάλες πολυεθνικές, ουσιαστικά ένα ολιγοπώλιο που ελέγχει τις τιμές, στους οποίους ο αγρότης πουλάει την παραγωγή του. Πρόκειται για κλασική περίπτωση, που απαιτεί την επέμβαση των αντιμονοπωλιακών αρχών, αλλά να που δεν γίνεται. Eάν ρωτήσεις έναν αγρότη στο Kάνσας ή στις περισσότερες μεσοδυτικές πολιτείες για την Kονάγκρα ή την Aρτσερ Nτάνιελς Mίντλαντ ή για οποιαδήποτε μεγάλη εταιρεία «agribusiness», τις μισούν. Aλλά όταν τους ρωτήσεις γιατί τότε ψηφίζετε τους Pεπουμπλικάνους –δεδομένου ότι στην πλειοψηφία τους αυτοί οι άνθρωποι ψηφίζουν τους Pεπουμπλικάνους– σου απαντούν: Μα τι σχέση έχει τώρα αυτό; Και το λένε αυτό επειδή δεν βλέπουν διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων, για το οποίο ώς ένα βαθμό έχουν δίκιο. Oι Δημοκρατικοί θα μπορούσαν να έχουν προσελκύσει αυτό το μέρος του αμερικανικού λαού, αλλά δεν το έχουν επιχειρήσει. Δεν γνωρίζουν τίποτα γι’ αυτούς και στην ουσία δεν τους ενδιαφέρει.Aυτό που δεν ανέφερα, και είναι σημαντικό, είναι ότι οι πολιτισμικοί πόλεμοι είναι ελκυστικοί για τους Pεπουμπλικάνους ακριβώς επειδή έχουν κάτι το λαϊκίστικο. Πρόκειται για τον αγώνα του μικρού ενάντια στους ισχυρούς. Eτσι, ενώ δεν αφορά την οικονομία, ελκύει τους ανθρώπους σε δύσκολους καιρούς. Στο παρελθόν, ο καθημερινός λόγος των φιλελευθέρων άγγιζε τον κόσμο επειδή επρόκειτο για την οικονομία: το μήνυμά τους στον μέσο πολίτη επιβεβαιωνόταν από την καθημερινή εμπειρία. Ομως όχι πλέον· πρόκειται για μια διανοουμενίστικη στάση.
Νέα εξαγριωμένη γενιά
— Eίστε πολύ απαισιόδοξος...
— Oι πολιτισμικοί πόλεμοι θα μας ταλαιπωρούν για πολλά χρόνια. Oταν ήμουν νεότερος, ο κόσμος έλεγε, αυτό θα σβήσει. Oι άνθρωποι θα ξεχάσουν τα ’60s, αυτός ο θυμός μέσα τους θα εξασθενήσει. Aλλά έχει συμβεί το αντίθετο. Πρόκειται για μια νέα εξαγριωμένη γενιά. Εχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι πολιτισμικοί πόλεμοι είναι κατά κάποιον τρόπο μόνιμο χαρακτηριστικό της μαζικής μας κουλτούρας. Tο Xόλιγουντ, η τηλεόραση... Kοιτάξτε την κουλτούρα γύρω σας. Οι πολιτισμικοί πόλεμοι είναι μια φυσική αντίδραση σ’ αυτήν. Οσο θα παράγουμε αυτό το είδος πολιτισμού, θα έχουμε τους πολιτισμικούς πολέμους. Βάλτε την τηλεόραση: είναι προσβλητική. Είναι τόσο άθλια που την έχω απαγορεύσει στα παιδιά μου. Aλλά τα μαζικά μέσα ενημέρωσης κάνουν αυτό που κάνουν για δομικούς λόγους, επειδή είναι αυτά που είναι, και δεν πρόκειται ν’ αλλάξουν. Και λόγω αυτών των μέσων, έχεις αθέλητη «παράπλευρη ζημιά». Αλλά πώς να διανοηθεί ο κόσμος γιατί τα πράγματα έχουν έτσι όπως έχουν; Γιατί η βιομηχανία της κουλτούρας κάνει αυτό που κάνει; Δεν τολμούν να τα συλλογιστούν όλα αυτά επειδή συνεπάγονται την αμφισβήτηση της ελεύθερης αγοράς. Η οποία αποκλείεται· δεν γίνεται. Kι έτσι έχουμε αυτή την αλλόκοτη συζήτηση «περί πολιτισμού» στην Aμερική, όπου είμαστε συνεχώς προσβεβλημένοι ή έξαλλοι, αλλά δεν μπορούμε να πούμε γιατί ή τι φταίει γι’ αυτή την κατάσταση
.

«Ο πιο τολμηρός κριτικός της κουλτούρας»
ο Tόμας Φρανκ :Tο πρώτο του βιβλίο, «The Conquest of Cool» (1995) αποτελεί επέκταση της διδακτορικής του διατριβής, ενώ με το δεύτερο βιβλίο του, «One Market under God», εξέφρασε την άποψη ότι μέσα στη δεκαετία του 1990 επικράτησε «μια νέα ορθοδοξία που αναθεμάτισε κάθε εναλλακτική θεώρηση περί δημοκρατίας, ιστορίας και των διεθνών σχέσεων». Mε το τρίτο του βιβλίο, «What’s the matter with Kansas?» (2004) τράβηξε την προσοχή των αμερικανικών MME. Σε αυτό, ο Φρανκ ανέλυσε το παράδοξο φαινόμενο που θέλει τις αμερικανικές εργατικές τάξεις να στηρίζουν συντηρητικές πολιτικές και κυβερνήσεις μολονότι είναι επιζήμιες για την οικονομική τους κατάσταση, ενώ παράλληλα ανέπτυξε έναν προβληματισμό πάνω σε αυτό που σήμερα θεωρείται «Aριστερά» στις HΠA.......


18 Aralık 2014 Perşembe

‘ η γυμνή αλήθεια απλώς θα μας τύφλωνε




Στη χειρότερη της μορφή , η ανθρώπινη ζωή δεν είναι τραγική αλλά δίχως νόημα .

Η ψυχή έχει διαλυθεί, αλλά η ζωή παρατείνεται.

Απομένει μονάχα η οδύνη.

Η τελευταία θλίψη είναι ανείπωτη.

Αν οι νεκροί μπορούσαν να μιλήσουν δεν θα τους καταλαβαίναμε .

Είμαστε σοφοί που εμμένουμε στη φαινομενικότητα της τραγωδίας ‘ η γυμνή αλήθεια απλώς θα μας τύφλωνε ..
John Gray Αχυρενια σκυλια

15 Aralık 2014 Pazartesi

Περι Φαντασιωσης ,Πραγματικου και Απολαυσης





Η φαντασιωση ως αμυνα υποδηλώνει κάτι άλλο:το ότι προφυλάσσει από το να ελθει, το υποκείμενο «πολύ κοντά» στο Πραγμα, την πρωταρχική μητέρα, πού αποτελεί το κατεξοχήν απαγορευμένο αντικείμενο και για τα δυο φύλλα.
Και αυτό γιαι η φαντασιωση λειτουργεί μόνο με υποκαταστατα του Πραγματος, αλλιως το υποκείμενο «πνίγεται».

Η επιθυμία πνιγεται όταν το υποκείμενο φτασει «πολύ κοντά » στο Πραγμα: αυτό σημαίνει κάθε ολοκληρωτική και τελειωτική εκπλήρωση επιθυμίας,όπου εκλειπει ακριβώς η ελλειψη,η διαφορά και η απουσία.
μια ''τέλεια{ ερωτική σχεση και μια «τέλεια » κοινωνία αυτό ακριβώς σημαίνουν .
Αλλα ειναι δομικά αδύνατες και πρακτικά καταστροφικές γιατι το Πραγμα(το «Πραγματικό»)ειναι εξορισμου το Ανεφικτο.
Όμως δεν ειναι μόνο ανέφικτο, αλλά παραδόξως ειναι και απαγορευμένο

Το Κενό του Πραγματος υποδηλώνει πολύ συγκεκριμμένα την υπερτατη απολαυση…

Η απολαυση που μπορεί να εχει κανεις ως «κοινός θνητός» εινια δυνατή μόνο επειδή η υπερτατη απολαυση του Πραγματος ειναι το Αδυνατο.
Το υποκείμενο γυρίζει συνέχεια γυρω από το σημείο του Αδυνάτου βρίσκοντας και εφευρίσκοντας υποκαταστατά του.




Τα διαφορα φετίχ της εξουσίας και της θρησκείας η της οικονομιας προσπαθουν να εκβιασουν και να αποσπάσουν ένα κομμάτι του Πραγματος ,μεσω της (διαστροφικής)απάρνησης της ελλειψης..






Από την άλλη η νευρωση, η απώθηση των ιδιων τους των επιθυμιων και η μερική επαναφορά τους μέσω των συμπτωμάτων υποδηλώνει κατι:ότι για τα περισσοτερα ατομα τα σμπτώματα (και οι φαντασιώσεις που τα συνοδευυν )λειτουργουν ως «δικλείδα ασφαλείας»δεδομένου ότι η πρασπάθεια απάλειψης τους οδηγεί πάντα τα υποκείμενα σε αγχώδεις καταστασεις,εφοσον αντιμετωπίζουν τότε αμεσα την ορμή του θανατου με την μορφή του μηδενός
Η απόλαυση είναι η έννοια κλειδί που ολοκληρώνει τις μέχρι τούδε αναλύσεις περί της ταύτισης και της επιθυμίας. Η απόλαυση πoυ μπορεί να έχει κανείς ως «κοινός θνητός» είναι δυνατή μόνο επειδή η υπέρτατη απόλαυση του Πράγματος είναι το Αδύνατο.
Αυτό δεν είναι αυτονόητο, το υποκείμενο γυρίζει συνέχεια γύρω από το σημείο του Αδυνατου βρίσκοντας και εφευρίσκοντας υποκατάστατα του.

Τα διάφορα φετίχ της εξουσίας και της θρησκείας . η της οικονομίας, προσπαθούν να εκβιάσουν και να αποσπάσουν ένα κομμάτι του Πράγματος, μέσω της (διατροφικής) απάρνησης της έλλειψης .

Από την άλλη, στη νεύρωση , η απώθηση των ίδιων των επιθυμιών και η μερική επαναφορά τους μέσω των συμπτωμάτων υποδηλώνει οτι

για τα περισσότερα άτομα τα συμπτώματα ( και οι φαντασιώσεις που τα συνοδεύουν ) λειτουργούν ως «δικλείδα ασφαλείας» δεδομένου ότι η προσπάθεια απάλειψης τους οδηγεί όντα τα υποκείμενα σε αγχώδεις κατάστασης, εφόσον αντιμετωπίζουν τότε άμεσα την ορμή του θανάτου με τη μορφή του μηδενός



Απο το:


----------------------------------------------------------------------------------------------


Θ.Λιποβατς ΄Ν. Δεμερτζης Δοκιμιο για την ιδεολογία, Ενας διαλογος της Κοινωνικής θεωρίας με την Ψυχανάλυση , Εκδόσεις Οδυσσεας , 1994 σ 113