Φασισμος etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster
Φασισμος etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster

12 Aralık 2014 Cuma

ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ-ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ ΕΝΑΣ ΚΑΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ





ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ Του κόσμου (1978)



Θα σας πω πώς έγινε

Έτσι είναι η σειρά



Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε στο

δρόμο του έναν χτυπημένο

Τόσο δα μακριά από κείνον ήτανε πεσμένος και λυπήθηκε

Τόσο πολύ λυπήθηκε

που ύστερα φοβήθηκε



Πριν κοντά του να πλησιάσει για να σκύψει να

τον πιάσει,σκέφτηκε καλύτερα

Τι τα θες τι τα γυρεύεις

Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ γύρω,

να ψυχοπονέσει τον καημένο

Και καλύτερα να πούμε

Ούτε πως τον έχω δει



Και επειδή φοβήθηκε

Έτσι συλλογίστηκε



Τάχα δεν θα είναι φταίχτης,ποιον χτυπούν χωρίς να φταίξει;

Και καλά του κάνουνε αφού ήθελε να παίξει με τους άρχοντες

Άρχισε λοιπόν και κείνος

Από πάνω να χτυπά



Αρχή του παραμυθιού καλημέρα σας



1 Aralık 2014 Pazartesi

Πώς διδάσκεται η φρίκη του ναζισμού; του Γιάννη Θ. Θανασέκου αναδημοσίευση απο τα ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Πώς διδάσκεται η φρίκη του ναζισμού;


ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΥΧΟΣ 16 ΤΟΥ «ΑΡΧΕΙΟΤΑΞΙΟΥ»
 του Γιάννη Θ. Θανασέκου

Έργο του Μίκαελ Χάφτα, από την ενότητα «Μνήμη του Ολοκαυτώματος»
Πιστό στο ετήσιο ραντεβού του, εδώ και δεκαπέντε χρόνια, κυκλοφορεί το «Αρχειοτάξιο», έκδοση των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ), σε συνεργασία με τις εκδόσεις Θεμέλιο. Το παρόν, 16ο τεύχος, είναι αφιερωμένο στην ελληνική Ακροδεξιά, ανιχνεύοντας τις ιστορικές διαδρομές της, από τον Μεσοπόλεμο μέχρι σήμερα, με αναφορές στον διεθνή περίγυρο. Θα βρούμε, έτσι, μελέτες για τους Επίστρατους στα χρόνια του Διχασμού, την οργάνωση «Χ», τους παρακρατικούς του 1960 και τους «τεταρτοαυγουστιανούς» του Κώστα Πλεύρη. Επίσης, για τις σχέσεις κράτους και παρακράτους στη μεταπολίτευση, την εκλογική εμβέλεια της Χρυσής Αυγής και συγγενών της οργανώσεων στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, τη μνήμη του ναζισμού και τη διαχείρισή της στα σύγχρονα αρχεία. Γράφουν: Στρατής Μπουρνάζος, Δέσποινα Παπαδημητρίου, Κώστας Κατσούδας, Στράτος Δορδανάς, Δημήτρης Ψαρράς, Τάσος Κωστόπουλος, Παναγιώτης Κουστένης, Βασιλική Γεωργιάδου, Αγγέλικα Ψαρρά, Γιάννης Θ. Θανασέκος. Το τεύχος συμπληρώνουν οι σταθερές στήλες Προσεγγίσεις (Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, για τις προσπάθειες σταθεροποίησης της Χούντας το 1968), Αρχειολογήματα (Σωκράτης Κουγέας, για την αλληλογραφία του ακαδημαϊκού Σωκράτη Κουγέα με τον Παναγιώτη Γαργαλίδη από το μέτωπο της Σμύρνης), Διασταυρώσεις (Σίλβιο Πονς, Κωστής Καρπόζηλος, Θανάσης Γάλλος).
Δημοσιεύουμε σήμερα ένα απόσπασμα από το κείμενο «Ιστορία, μνήμη και νεοναζισμός», του Γιάννη Θανασέκου, πρώην διευθυντή του Ιδρύματος Άουσβιτς στις Βρυξέλλες, ο οποίος θεωρείται διεθνώς ένας από τους κατεξοχήν ειδικούς στη μελέτη του ναζισμού και της ιστορικής μνήμης.
ENΘΕΜΑΤΑ
 Όταν αναφερόμαστε στο Άουσβιτς ως παράδειγμα όλων των διαστάσεων της ναζιστικής εγκληματικότητας (Saul Friedländer), γνωρίζουμε, τόσο από τα αρχεία όσο και από τις μαρτυρίες, ότι ο πυρήνας αυτής της εγκληματικότητας έγκειται στην αποανθρωποποίηση του ανθρώπου. Η έκπτωση (réduction) του ανθρώπου στην κατάσταση (statut) ενός αντικειμένου, ενός «πράγματος», ενός «μέσου»· ο άνθρωπος παύει να είναι «αυτοσκοπός», μετατρέπεται σε απλό «μέσο» προς την επίτευξη ενός σκοπού. Η πεμπτουσία της ναζιστικής εγκληματικότητας είναι ακριβώς η άρνηση του άλλου ως ανθρώπου. Περιττό να το επεκτείνω. Βρισκόμαστε εδώ στον απόλυτο αντίποδα του ουσιαστικού, του θεμελιώδους προστάγματος του Καντ σε ελεύθερη μετάφραση: ποτέ να μη θεωρείς τον άλλο, όπως και σένα τον ίδιο, ως μέσο, αλλά παντού και πάντα ως αυτοσκοπό.
Αυτή η τραγική διαπίστωση –σχετικά με το τι είναι ικανός να κάνει ο άνθρωπος σε άλλους ανθρώπους– απορρέει άμεσα από τη στροφή του βλέμματός μας προς το παρελθόν, όταν σκύβουμε πάνω στο παρελθόν· όχι μόνο όταν σκύβουμε πάνω στο Άουσβιτς αλλά και σε άλλες σκοτεινές και βάρβαρες σελίδες στο βάθος της ιστορίας. Ας στρέψουμε ωστόσο το βλέμμα μας προς το παρόν, ας σκύψουμε πάνω στο παρόν, πάνω στις σημερινές κοινωνίες μας. Νομίζω ότι χωρίς μεγάλες δυσκολίες ούτε υπερβολικούς κόπους, θα μπορέσουμε να διαπιστώσουμε και να εντοπίσουμε ένα σωρό δείγματα, κρούσματα, στίγματα αποανθρωποποίησης του ανθρώπου, την έκπτωσή του στην κατάσταση ενός αντικειμένου, ενός «πράγματος», ενός γυμνού «μέσου». Όλοι οι θεσμοί και οι τρόποι λειτουργίας τους, οι κοινωνικοί, οι πολιτικοί και οι οικονομικοί θεσμοί (ακόμα κι ο εκπαιδευτικός θεσμός) εγκλείουν, παράγουν και αναπαράγουν, σε διάφορες κλίμακες, αυτήν την απο-ανθρωποποίηση, τη réification του ανθρώπου. Θέλω να πω ότι το «Άουσβιτς», ως παροξυστικό παράδειγμα αποανθρωποποίησης του ανθρώπου, μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε, παιδαγωγικά, ως μεγεθυντικό φακό για να εξετάσουμε και να μελετήσουμε μαζί με τους νέους την παραγωγή και την αναπαραγωγή του στίγματος αυτού στο παρόν, μέσα στις δομές και τη λειτουργία των σημερινών κοινωνιών, δηλαδή εντός των ορίων της ισχύουσας κανονιστικής αξιολόγησης.
Νομίζω ότι ο δρόμος αυτός, δηλαδή η στροφή, υπό το πρίσμα αυτό, προς μια αυστηρή κριτική του παρόντος θα κινούσε πιο εύκολα και πιο αποδοτικά το ενδιαφέρον και την προσοχή των νέων, παρά ένα προκαταρκτικό μάθημα επί του παρελθόντος και των εκτρωμάτων του. Θα έλεγα μάλιστα ότι αυτού του είδους η αυστηρή κριτική του παρόντος, ως προηγούμενο, διευκολύνει κατά πολύ την επιστροφή της προσοχής στα γεγονότα του παρελθόντος και την κριτική τους αντιμετώπιση. Αντιλαμβάνομαι, βέβαια, τον κίνδυνο ενός τέτοιου παιδαγωγικού εγχειρήματος. Οδηγεί στην ενοχοποίηση της ισχύουσας κανονιστικής, εκθέτει τον «κανόνα», κάνει τη νόρμα, αυτό που τίθεται ως νορμάλ, συνυπεύθυνη, αν όχι συνένοχη, του μη κανονικού, του αποτρόπαιου. Ενέχει όντως κινδύνους μια τέτοια παιδαγωγική προοπτική, αλλά νομίζω ότι πρέπει να τη διακινδυνεύσουμε. Οι νέοι μας, οι μαθητές μας, είναι πολύ πιο διεισδυτικοί απ’ ό,τι συχνά νομίζουμε.
Μέσα στην ίδια αυτή προοπτική, θα έδινα ένα δεύτερο παράδειγμα του «πήγαιν’-έλα» μεταξύ παρελθόντος και παρόντος. Πρόκειται με ακρίβεια για τον σύγχρονο θεσμό της γραφειοκρατίας που εξέτασε και ανάλυσε με τόση διαύγεια ο Μαξ Βέμπερ — ιδιαίτερα την ενδόμυχη τάση της να μετατρέπει κάθε κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό πρόβλημα σε ένα τεχνικό και τεχνολογικό πρόβλημα προς λύση. Γνωρίζουμε ότι η γραφειοκρατία ήταν ένας από τους ουσιαστικούς φορείς και εκτελεστές των ναζιστικών εγκλημάτων, ιδιαίτερα δε των γενοκτονιών — ο νεολογισμός «έγκλημα γραφείου» τείνει να συμπυκνώσει αυτό τον αποφασιστικό ρόλο της γραφειοκρατίας στη διεκπεραίωση και εκτέλεση των ναζιστικών εγκλημάτων. Γνωρίζουμε επίσης ότι ο θεσμός αυτός προϋπήρχε, προ πολλού, του Γ΄ Ράιχ. Βέβαια, με την άφιξη των Ναζί στην εξουσία, δεν έλειψαν οι εκκαθαρίσεις εντός του θεσμού, αλλά ο μηχανισμός αυτός καθαυτόν παρέμεινε άθικτος — κληρονομιά του 19ου αιώνα.
Αν θυμάμαι καλά, ο Μπίσμαρκ έλεγε ότι αν η Τουρκία είναι ένα κράτος που διαθέτει έναν ισχυρό στρατό, η Πρωσία είναι μια ισχυρή γραφειοκρατία που έχει στη διάθεσή της ένα κράτος. Αυτά ως προς το παρελθόν και τη συμμετοχή της γραφειοκρατίας στα αποτρόπαια γεγονότα που ξέρουμε. Ας στρέψουμε πάλι όμως το βλέμμα μας προς το παρόν, ας σκύψουμε πάνω στους μηχανισμούς, τη λειτουργία, τις πρακτικές και τις συμπεριφορές της γραφειοκρατίας στην καρδιά των σημερινών κοινωνιών. Κι εδώ λοιπόν η αυστηρή κριτική του παρόντος, δηλαδή των καταστάσεων που ζούμε και που αντιμετωπίζουμε σήμερα, στα κανονιστικά πλαίσια των κοινωνιών μας, μπορεί να γίνει η αφετηρία για μια επιστροφή στο παρελθόν, για μια εξέταση του παρελθόντος. Ναι, η κριτική του παρόντος, η κριτική της νόρμας, του νορμάλ, μας οδηγεί στην εξέταση και επανεξέταση του παρελθόντος.
Θα τελείωνα μ’ ένα τρίτο παράδειγμα του πήγαιν’-έλα «παρόν-παρελθόν», «παρελθόν-παρόν». Η Χάννα Άρεντ σημειώνει κάπου ότι στην πεμπτουσία της η ναζιστική ιδεολογία, κι αυτό το ίδιο το ναζιστικό σύστημα, κάνουν τον άνθρωπο «περιττό», ή, στην καλύτερη περίπτωση, θα έλεγα, άνθρωπο «μιας χρήσεως» — βλέπε τις συνθήκες καταναγκαστικής εργασίας στα ναζιστικά στρατόπεδα. Ας ρίξουμε πάλι ωστόσο, υπ’ αυτό το συγκεκριμένο πρίσμα, μια ματιά στο παρόν, ειδικά στο πλαίσιο της κρίσης που ζούμε και που διαιωνίζεται.
H κατηγορία του «περιττού» ανθρώπου, του ανθρώπου «μιας χρήσεως», είναι όχι μόνο επίκαιρη, αλλά και συστατικό στοιχείο του παρόντος. Οι κοινωνίες μας παράγουν σήμερα σωρεία «περιττών» όχι μόνο ανθρώπων αλλά και ολόκληρων κοινωνικών στρωμάτων. Δεν αναφέρομαι μόνο στο τεράστιο και τραγικό πρόβλημα της μαζικής μετανάστευσης, αλλά και στη δομική λειτουργία της οικονομικής σφαίρας. Κι εδώ λοιπόν η αυστηρή κριτική του παρόντος μας οδηγεί πιο ζωντανά, πιο βιωματικά θα έλεγα, στο παρελθόν.
Πιστεύω εν ολίγοις ότι η νεολαία μας –γιατί περί αυτού πρόκειται– θα ήταν πολύ πιο πρόθυμη να ακούσει τον «ιστορικό λόγο» αν παίρναμε ως έναυσμα, ως αφετηρία, την κριτική του παρόντος. Από το παρόν στο παρελθόν και από το παρελθόν πάλι στο παρόν.

29 Kasım 2014 Cumartesi

Pierre Milza, Οι μελανοχίτωνες της Ευρώπης. Η ευρωπαϊκή ακροδεξιά από το 1945 μέχρι σήμερα, μτφρ: Γ. Καυκιάς, επιμέλεια: Ν. Βουλέλης, Εκδόσεις Scripta


Περιοδικο ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Βιβλιοπαρουσιαση

Βασιλική Γεωργιάδου
Εδώ:

http://www.media.uoa.gr/sas/issues/15_issue/gewrgiadou.html


Απόσπασμα:
Ο γαλλο-ιταλός ιστορικός Pierre Milza καταγράφει στο βιβλίο του αυτό διεξοδικά τα ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα, τις ομάδες και τις οργανώσεις της άκρας Δεξιάς, καθώς και τις ηγετικές φυσιογνωμίες που επηρέασαν την πορεία του συγκεκριμένου χώρου στη μεταπολεμική Ευρώπη, από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έως σχεδόν τις μέρες μας. Ταυτοχρόνως, αναζητεί με επιμονή τις ιδεολογικο-πολιτικές συνιστώσες της μεταπολεμικής ακροδεξιάς, καθώς τον απασχολούν ιδιαιτέρως οι σχέσεις εκλεκτικής συγγένειάς της με τον φασισμό και τον ναζισμό.
Ο Milza δεν ασπάζεται την ‘εύκολη' θέση περί συνέχειας φασισμού/ναζισμού και άκρας Δεξιάς, μια θέση που --ιδίως σε επίπεδο δημοσιότητας-- έχει γίνει πολύ δημοφιλής τα τελευταία χρόνια. Παρότι (πάντοτε) ‘είναι μεγάλος ο πειρασμός να συγκρίνουμε το παρόν με το παρελθόν', ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπουμε την προσαρμοστική ικανότητα (των καταλοίπων) του παρελθόντος στα δεδομένα και τις απαιτήσεις του παρόντος, διατείνεται ο συγγραφέας.
Κεντρική του θέση όσον αφορά την ιδεολογική καταγωγή της μεταπολεμικής άκρας Δεξιάς αποτελεί η άποψη, ότι παρότι μετά τον πόλεμο η ακροδεξιά στην Ευρώπη ‘δεν αναπαράγει το μουσολινικό και χιτλερικό πρότυπο της δεκαετίας του 1930', ωστόσο τούτο δεν σημαίνει ότι ‘δεν έχει καμία σχέση με τις διάφορες συνιστώσες του γαλαξία της εξτρεμιστικής Δεξιάς'. Η δεξαμενή από την οποία η άκρα Δεξιά αντλεί την ιδεολογία της μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι η ίδια από την οποία άντλησαν τη δική τους ιδεολογία όλα τα ρεύματα της εξτρεμιστικής Δεξιάς από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά. Πρόκειται, σύμφωνα με τον Milza , για τις ‘πολιτικές κουλτούρες' της αντεπανάστασης (Γαλλία) και της συντηρητικής επανάστασης (Γερμανία), του δημοψηφισματικού/ βοναπαρτικού εθνικισμού και του φασισμού. Αυτές αποκαθιστούν το λεπτό νήμα που διατρέχει όλα τα ρεύματα και τις παραλλαγές της άκρας Δεξιάς, παλιάς και νέας, κυρίως όσον αφορά τις αντιλήψεις τους περί ισότητας, δημοκρατίας και συγκρότησης της κοινωνίας.
Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τον Milza , η προπολεμική εξτρεμιστική Δεξιά και οι μεταπολεμικές παραλλαγές της βγαίνουν από την ίδια ιδεολογικο-πολιτική μήτρα, η οποία υποστηρίζει τη φυσική ανισότητα ανθρώπων και ομάδων, αποκηρύσσει την αντιπροσωπευτική-κοινοβουλευτική δημοκρατία και πρεσβεύει την οργανική ομοιομορφία της κοινωνικής ολότητας. Η μεταπολεμική άκρα Δεξιά, ωστόσο, συν τω χρόνω, ‘απαλύνει τις αιχμηρές πλευρές του δόγματός της', ισχυρίζεται ο συγγραφέας. Έτσι, προσαρμόζεται στα πολιτικο-ιδεολογικά δεδομένα της μεταπολεμικής εποχής που ορίζονται πλέον από τις αρχές και τις πρακτικές

28 Kasım 2014 Cuma

Μήπως νίκησε ο Χίτλερ ;Ζακ Ελλύλ, άρθρο στην εφημερίδα Réforme, 23 Ιουνίου 1945 αναδημοσίευση απο το danger.few!!!

Μήπως νίκησε ο Χίτλερ;


«Σε μια στιγμή που  η Γερμανία και ο Ναζισμός συντρίβονταν, σε μια στιγμή που επιτέλους εδραιωνόταν η νίκη των Συμμανικών στρατευμάτων και μόλις ένα μήνα πριν την οριστική κατάρρευσή του, ο Χίτλερ δήλωνε βέβαιος ότι θα νικήσει. Φυσικά, οι πάντες γέλασαν και τον θεώρησαν τρελό, γιατί ήταν πια ολοφάνερο πως τίποτα δεν μπορούσε να σώσει τη Γερμανία. Μήπως όμως θα έπρεπε επιτέλους, ακόμα και τώρα, να τον πάρουμε στα σοβαρά;

[…] Όταν το 1938 ο Χίτλερ εκτόξευε απειλές, εμείς λέγαμε “απλώς εκβιάζει”. Όταν τον Ιανουάριο του 1940 δήλωνε πως τον Ιούλιο θα παρήλαυνε στο Παρίσι, εμείς είπαμε ότι “του αρέσουν τα μεγάλα λόγια”. Μήπως τον είχαμε πάρει στα σοβαρά, όταν το 1938 έλεγε ότι θα εισβάλει στη Ρουμανία και την Ουκρανία; Κι όμως, αν είχαμε πάρει στα σοβαρά το Mein Kampf, αν το είχαμε δει σαν ένα σχέδιο δράσης και όχι σαν ένα σκέτο εκλογικό πρόγραμμα που ποτέ δεν θα εφαρμοζόταν (αφού έτσι σκεφτόμαστε για τα προγράμματα των πολιτικών μας), τότε θα είχαμε ίσως πάρει τις αναγκαίες προφυλάξεις. Γιατί ο Χίτλερ έκανε πράξη όλα όσα είχε αναγγείλει στο Mein Kampf: τους στόχους, τις μεθόδους και τα αποτελέσματα. Ακόμα κι αν δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει το σχέδιό του, ήταν πλήρως αποφασισμένος να το κάνει. […] Μπορούμε λοιπόν να πάρουμε αψήφιστα τη δήλωσή του ότι θα νικήσει, τη στιγμή που γνώριζε πολύ καλά ότι οι στρατιές του είχαν ηττηθεί; […]

Αν προσέξουμε τις διακηρύξεις του, θα δούμε ότι δεν τον απασχολούσε να νικήσει η σύγχρονη Γερμανία, ούτε τον ένοιαζε μια στρατιωτική νίκη και μόνο. Αυτό που ήθελε, ήταν να νικήσει ο Ναζισμός και η “αιώνια Γερμανία”. Με άλλα λόγια, αυτό που τον ενδιέφερε ήταν ουσιαστικά μια πολιτικήνίκη. Και σε αυτό το πεδίο δεν είναι η πρώτη φορά που ο ηττημένος μπορεί στο τέλος να νικήσει πολιτικά τον νικητή του. […]

Τι βλέπουμε λοιπόν σήμερα; Πρώτα-πρώτα, ο Χίτλερ κήρυξε τον ολικό πόλεμο∙ κάτι πολύ χειρότερο, την ολική σφαγή. Γνωρίζουμε λοιπόν τους κανόνες ενός τέτοιου πολέμου: πρέπει οι πάντες να εμπλακούν σε αυτόν, πράγμα που σημαίνει εξόντωση ακόμα και των αμάχων και απεριόριστη χρήση όλων των δυνάμεων και των αποθεμάτων των εθνών με σκοπό τον πόλεμο. Είναι ξεκάθαρο πως έτσι πρέπει να κάνει όποιος θέλει να επικρατήσει. Είναι όμως σίγουρο ότι μπορούμε να νικήσουμε το κακό με το κακό; Σε κάθε περίπτωση, γεγονός είναι ότι, οδηγώντας μας να τον μιμηθούμε και να εμπλακούμε σε σφαγές αμάχων, ο Χίτλερ πέτυχε να μας παρασύρει στην οδό του κακού. Και δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα ξεμπλεξουμε τόσο εύκολα. Το βλέπουμε από τον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζουμε τις μειοψηφίες κατά τη σημερινή προσπάθεια ανασυγκρότησης του κόσμου. […]

Έπειτα, η πανεθνική επιστράτευση είχε παράπλευρες συνέπειες. Όχι μόνον επειδή αυτές οι επιστρατευμένες δυνάμεις ανέλαβαν καθήκοντα πέρα από αυτά που έπρεπε να κάνουν, αλλά πάνω απ’ όλα επειδή το Κράτος στέφθηκε την απόλυτη εξουσία. Μα φυσικά, θα πει κανείς, δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς! Ωστόσο είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ακόμα και εδώ, παρασυρθήκαμε στα βήματα του Χίτλερ. Το Κράτος, για να φέρει σε πέρας την πανεθνική επιστράτευση, πήρε και βαστάει ακόμα στα χέρια του όλη την οικονομική και ζωτική δύναμη, και ανέδειξε σε πρώτο πλάνο τους ειδήμονες της Τεχνικής. Οδηγηθήκαμε έτσι σε κατάπνιξη της ελευθερίας, κατάπνιξη της ισότητας, απόλυτο έλεγχο στη διακίνηση των αγαθών, περίφραξη της πολιτιστικής δραστηριότητας, εξάλειψη  πραγμάτων ή ακόμα και προσώπων που κρίθηκε ότι δεν υπηρετούν την εθνική άμυνα. Το Κράτος πήρε τα πάντα στα χέρια του και τα χρησιμοποιεί μέσω των τεχνικών. Αυτό δεν είναι δικτατορία; […]

Όμως όλα αυτά, θα πει κανείς, είναι προσωρινά∙ ήταν αναγκαία σε συνθήκες πολέμου αλλά μαζί με την ειρήνη θα επιστρέψουμε και στην ελευθερία. Είναι όμως σίγουρο αυτό; Ας μην ξεχνάμε ότι μετά το 1918  έλεγαν ότι θα παύσουν τα μέτρα που είχαν ληφθεί λόγω του πολέμου … κι όμως εκείνα τα μέτρα δεν έπαυσαν ποτέ.  Απεναντίας, παγιώθηκαν δυο πράγματα. Πρώτον, από τα οικονομικά πλάνα που είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε (το πλάνο Μπέβεριτζ, το πλάνο περί Πλήρους Απασχόλησης και το αμερικάνικο χρηματοοικονομικό πλάνο), βλέπουμε ξεκάθαρα πως παγιώνεται η επιρροή του Κράτους στην οικονομική ζωή και ότι οδηγούμαστε προς μια παγκόσμια οικονομική δικτατορία. Έπειτα, ο ιστορικός νόμος, η ιστορική πείρα, δείχνει πως το Κράτος δεν παραδίδει τις εξουσίες που παίρνει στα χέρια του. […]

Αυτή είναι η δεύτερη νίκη του Χίτλερ. Μιλάμε πολύ για δημοκρατία και ελευθερία αλλά κανείς δεν θέλει πια να τις ζήσει. Έχουμε υιοθετήσει τη συνήθεια να περιμένουμε τα πάντα από το Κράτος και μόλις τα πράγματα πάνε στραβά, να θεωρούμε πως φταίει το Κράτος. Όμως αυτό σημαίνει πως απαιτούμε από το Κράτος να πάρει ολοκληρωτικά στα χέρια του τη ζωή του έθνους. Ποιος νοιάζεται για την αληθινή ελευθερία; […]

Τα πάντα τείνουν να τίθενται με όρους γραφειοκρατικής ευταξίας και αποτελεσματικότητας, και η αδιαφορία του πολύ κόσμου για τις πολιτικές συζητήσεις και διαμάχες αποτελεί ένα πολύ σοβαρό σημάδι αυτής της νοοτροπίας, που χωρίς καμιά αμφιβολία είναι “φασίζουσα”. […]

Φυσικά μπορούμε να προσπαθήσουμε να αντιδράσουμε. Αλλά στο όνομα τίνος πράγματος; Η ελευθερία έκανε ολόκληρη τη Γαλλία να πάλλεται όσο το θέμα ήταν ν’ απελευθερωθούμε από τους “γερμαναράδες”. Τώρα, η ελευθερία χάνει όλο της το νόημα. Ν’ απελευθερωθούμε από τι; Από το Κράτος; Κανέναν δεν ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Όσο για τη χαμένη ζωτικότητα και ενεργητικότητα του κόσμου, ε, μπορούμε πάντα να επικαλεστούμε τις “πνευματικές αξίες” στο όνομα των οποίων οι άνθρωποι θα ξαναστρωθούν στη δουλειά. Όπως έκανε ο Χίτλερ, έτσι δεν είναι; Γιατί ο Χίτλερ έβαλε το πνευματικό να υπηρετήσειτο υλικό∙ αυτός έκανε το πνευματικό ένα απλό μέσον στην υπηρεσία υλικών σκοπών: μια καλοφτιαγμένη θεωρία για τον Άνθρωπο και για τον Κόσμο, μια θρησκεία για την εξυπηρέτηση πολεμικών και οικονομικών δυνάμεων. Σιγά-σιγά, γλυστράμε κι εμείς σε αυτή την οδό. Ζητάμε κι εμείς Μυστικισμό, όποιον να ’ναι, αρκεί να ξεσηκώνει τις καρδιές των Γάλλων∙ ζητάμε κι εμείς Ηγέτες να θυσιαστούν μέσα στο γενικό λαϊκό παραλήρημα. Τη δικτατορία ενός τέτοιου Μυστικισμού την αποδεχόμαστε σιωπηρά και της ζητάμε πάνω απ’ όλα να είναι ολοκληρωτική, δηλαδή να μας συνεπάρει ολόκληρους και να μας βάλει σώματι, πνεύματι και καρδία να τεθούμε απολύτωςστην υπηρεσία του Έθνους. […]

Η νίκη του Χίτλερ δεν είναι επιφανειακή αλλά σε βάθος. […] Υπάρχει μια ολόκληρη παράδοση που την προετοίμασε. Ας θυμηθούμε τον Μακιαβέλι, τον Ρισελιέ και τον Μπίσμαρκ. […] Ο Χίτλερ οδήγησε στο έπακρον κάτι που ήταν κιόλας υπαρκτό∙ μετέδωσε ευρύτερα αυτή την αρρώστεια και την έκανε να θεριέψει. […]

Μπροστά σε αυτή την παλίρροια, που καταστρέφει κάθε πνευματική αξία και δένει τον άνθρωπο με χρυσές αλυσίδες, το μόνο που μπορεί να γίνει είναι να διαπλαστούν άνθρωποι που δεν θα δεχτούν να απορροφηθούν από αυτό τον πολιτισμό και δεν θα υποκύψουν σε αυτή τη δουλεία. Αλλά πώς; […]»

Ζακ Ελλύλ, άρθρο στην εφημερίδα Réforme, 23 Ιουνίου 1945

18 Kasım 2014 Salı

Τι δεν ειναι Δημοκρατία;

Τι δεν ειναι Δημοκρατία;


Ε δεν ειναι δημοκρατια η γκαιμπελιστικη συκοφαντία

η ασυστολη δημαγωγια των ασχέτων,η

φτηνεια , ο τηλελαικισμός και ο ρατσισμος ως ο σοσιαλισμος των ηλιθίων

το να περνεις την Βλακεια σου ως μετρο των αλλων, ο ναρκισσισμός του ψεμματος σου , ο ηλιθιος πολιτικός αυνανισμός της εθνικιστικής αυταρέσκειας,

το ΓΛΥΦΕΙΝ,

η κατινιά της μικροπολιτικής , ο κυνισμός αυτών που ενώ μιλούν για πατριωτισμό καινε την πατριδα

(η την βυθιζουν στην αβασταχτη λασπη την μικρονοια ,τον μικρομεγαλισμό, την Κατηφεια ,την πληρη Σηψη)

Δεν εινα Δημοκρατια αυτά.



το να ναρκισσευομαστε μες τη Μiζερια μας δεν ειναι Δημοκρατία


Δημοκρατια δεν ειναι




Ουτε η λατρεια της αποτελεσματικοτητας ο παραγοντισμός,η παρακαμψη της αρχης της νομιμοτητας ,οι προληπτικές συλληψεις παιδιων,ο νεοφιλελευθερος ολοκληρωτισμός ,η λατρεια του ασήμαντου ,ο μηδενισμός του καρριεριστα .....
εν πασει περιπτωσει η δημοκρατια δεν ειναι ουσια , ουτε αξια ουτε ομως και απλή διαδικασια


Ειναι να πλεεις στ'ανοιχτά, αντεχοντας ,να μη χανεις την ανθρωπιά σου μπροστα στη προκληση..

Ειναι κενή και ταυτοχρονα γεματη μες την διαφανη ανοιχτοσυνη της ..


Ειναι να αποδεχεσαι αυτο που εισαι και ταυτοχρονα να ανεχεσαι αλλά κυριως να αντεχεις την διαφορετικοτητα ..


Κι αυτο το τελευταιο , η αντοχή γινεται ολο και πιο δυσκολο στις μερες μας

13 Kasım 2014 Perşembe

Enzo Traverso, Διά πυρός και σιδήρου. Περί του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου 1914-1945, μετάφραση από τα γαλλικά: Γιάννης Ευαγγέλου, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2013, 401 σελ.Δέσποινα Ι. Παπαδημητρίου Όλα ήταν ένας ευρωπαϊκός εμφύλιος/αναδημοσιευση απο το THE BOOKS' JOURNAL

Κυριακή, 01 Δεκεμβρίου 2013

Όλα ήταν ένας ευρωπαϊκός εμφύλιος

Δημοσιεύθηκε στο Τεύχος 37
Ζωγραφική απεικόνιση από τον William Orpen (1878–1931) της υπογραφής της Συνθήκης των Βερσαλλιών (28 Ιουνίου 1919), με την οποία δόθηκε τέλος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αναπαρίσταται η μεγάλη Αίθουσα των Καθρεπτών και τα κεφάλια των ευρωπαίων ηγετών ενώ συσκέπτονται. Μπροστά: ο Dr. Johannes Bell (Γερμανία) υπογράφει μαζί με τον Herr Hermann Müller. Μεσαία σειρά, καθιστοί, από αριστερά: Στρατηγός Tasker H. Bliss, Συνταγματάρχης E.M. House, Henry White, Robert Lansing, ο πρόεδρος Γούντροου Γουίλσον (ΗΠΑ), ο Ζωρζ Κλεμανσώ (Γαλλία), D. Lloyd George, A. Bonar Law, Arthur J. Balfour, Viscount Milner, G.N. Barnes (Μεγάλη Βρετανία), Μαρκήσιος Σαγιόνζι (Ιαπωνία). Πίσω σειρά, από αριστερά: Ελευθέριος Βενιζέλος (Ελλάδα), Dr. Affonso Costa (Πορτογαλία), Λόρδος Riddell, Sir George E. Foster (Καναδάς), Νικόλα Πάχιτς (Σερβία), Stephen Pichon (Γαλλία), Στρατηγός Sir Maurice Hankey, Edwin S. Montagu (Μεγάλη Βρετανία), ο Μαχαραγιάς του Μπικάνερ (Ινδία), Vittorio Emanuele Orlando (Ιταλία), Paul Hymans (Βέλγιο), Στρατηγός Louis Botha (Νότια Αφρική), W.M. Hughes (Αυστραλία). Ζωγραφική απεικόνιση από τον William Orpen (1878–1931) της υπογραφής της Συνθήκης των Βερσαλλιών (28 Ιουνίου 1919), με την οποία δόθηκε τέλος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αναπαρίσταται η μεγάλη Αίθουσα των Καθρεπτών και τα κεφάλια των ευρωπαίων ηγετών ενώ συσκέπτονται. Μπροστά: ο Dr. Johannes Bell (Γερμανία) υπογράφει μαζί με τον Herr Hermann Müller. Μεσαία σειρά, καθιστοί, από αριστερά: Στρατηγός Tasker H. Bliss, Συνταγματάρχης E.M. House, Henry White, Robert Lansing, ο πρόεδρος Γούντροου Γουίλσον (ΗΠΑ), ο Ζωρζ Κλεμανσώ (Γαλλία), D. Lloyd George, A. Bonar Law, Arthur J. Balfour, Viscount Milner, G.N. Barnes (Μεγάλη Βρετανία), Μαρκήσιος Σαγιόνζι (Ιαπωνία). Πίσω σειρά, από αριστερά: Ελευθέριος Βενιζέλος (Ελλάδα), Dr. Affonso Costa (Πορτογαλία), Λόρδος Riddell, Sir George E. Foster (Καναδάς), Νικόλα Πάχιτς (Σερβία), Stephen Pichon (Γαλλία), Στρατηγός Sir Maurice Hankey, Edwin S. Montagu (Μεγάλη Βρετανία), ο Μαχαραγιάς του Μπικάνερ (Ινδία), Vittorio Emanuele Orlando (Ιταλία), Paul Hymans (Βέλγιο), Στρατηγός Louis Botha (Νότια Αφρική), W.M. Hughes (Αυστραλία).

Enzo Traverso, Διά πυρός και σιδήρου. Περί του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου 1914-1945, μετάφραση από τα γαλλικά: Γιάννης Ευαγγέλου, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2013, 401 σελ.

Η αποδοχή της βίας ως τρόπος πολιτικής κατίσχυσης, η άνοδος του φασισμού, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν είναι ξεκομμένα ιστορικά φαινόμενα αλλά, όλα μαζί, ενταγμένα στη μεγάλη ευρωπαϊκή ιστορία, μπορούν να ισωθούν και ως επί μέρους επεισόδια ενός μεγάλου ευρωπαϊκού εμφυλίου, που συνεχίστηκε με την άνοδο του ναζισμού, τον Β’ Παγκόσμιο, έως και την κατάρρευση του κομμουνισμού. Τι αλλάζει στην αποτίμηση της ευρωπαϊκής ιστορίας του 20ού αιώνα η παραπάνω παραδοχή –σε συνδυασμό με την εξέταση της άποψης των ηττημένων, που αλλάζει συνήθως την ιστορική γνώση;[TBJ]
Η διάκριση μεταξύ των εννοιών αυτοπροσδιορισμού και των όρων της ανάλυσης, ή αλλιώς μεταξύ ιστορικών και αναλυτικών εννοιών, θεωρείται μείζον πρόβλημα της μεθοδολογίας των κοινωνικών επιστημών. Ο κοινωνικός επιστήμονας φτιάχνει τις δικές του κατηγορίες χάρη στις οποίες αυτονομεί την ανάλυσή του, με σεβασμό όμως στο χρόνο του αφηγητή και στην εννοιολογική διάρθρωση του κόσμου από τους εκάστοτε φορείς της ιστορικής δράσης. Ο Έντσο Τραβέρσο, καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Πικαρδίας Jules Verne στην Αμιέν, επιλέγει να στηρίξει την ανάλυσή του στην έννοια του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου, την οποία θεωρεί ως κεντρική, αφού προσδίδει στην περίοδο που οριοθετείται από την αρχή του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου ώς το τέλος του Β’, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Ο ευρωπαϊκός εμφύλιος παραπέμπει σε μία εποχή στην οποία η πολιτική συμπλέκεται με την κουλτούρα υπό την σκέπη της βίας και του φαντασιακού τού τρόμου. Η χρήση της έννοιας αυτής από το συγγραφέα εκπληρώνει μια πρόθεσή του: την αποφυγή χρήσης κατηγοριών ανάλυσης, μιας άλλης εποχής, «δικής μας εποχής», για τη μελέτη του παρελθόντος. Ακόμη περισσότερο, από ένα λάθος αναχρονισμού, η προβολή των εννοιών της σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας την περίοδο 1914-45 αναστέλλει «κάθε προσπάθεια για ένταξη του 20ού αιώνα στην ιστορία» (σσ. 20-21).
ΤΟ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
Ποια είναι όμως η «δική μας εποχή»; Είναι εκείνη του πρωτείου της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε μεταπολεμικά σε τρεις –θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε– χρόνους; Κατά τη στιγμή των μεγάλων βεβαιοτήτων της Δύσης, την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία, κατά τη δεκαετία της κοινωνικής και πολιτικής αμφισβήτησης των χρόνων του 1960 και κατά τη μετακομμουνιστική εποχή του τέλους του 20ού αιώνα, όταν ο οικουμενισμός των αξιών της Δύσης φαίνεται να ενδυναμώνεται στο πλαίσιο της, σύμφωνα με τον Τραβέρσο, «μετα-ολοκληρωτικής σοφίας»; Σε μια συγκυρία εμφάνισης μιας μετανεωτερικής σκέψης που έθετε εν αμφιβόλω τις παγιωμένες και ομογενοποιημένες ταυτότητες, η αντι-ολοκληρωτική σκέψη εξακολουθούσε να εκλαμβάνει τον κομμουνισμό (μια εικόνα που αναπαρήγε κι ο ίδιος με άλλα συστατικά βεβαίως, μέσω της ιδεολογικής και προγραμματικής του συγκρότησης) ως ουσία παρά ως εμπειρίες, εν μέρει κοινές αλλά και μοναδικές, ιδιαίτερες σε κάθε επιχώρια παράδοση. Η έμφαση στην ουτοπία ή/και στο έγκλημα, συνυφασμένο με τη φύση του κομμουνισμού (κι όχι μόνον ως μετρήσιμο μέγεθος) στη μετακομμουνιστική περίοδο, η καταδίκη των ιδεολογιών, αποκαλύπτει τη λογική αυτής της προσέγγισης.
Στο συλλογικό έργο Le siècle des communismes (το οποίο μνημονεύει και ο Τραβέρσο), οι επιμελητές της έκδοσης προδιαγράφουν στην εισαγωγή τη βασική τους μέριμνα:  να αναδείξουν τις διαφορές (τις οποίες θεωρούν μείζονες) ανάμεσα στις «χώρες της Ανατολής» που αφορούν τις διαφορετικές συνθήκες ανόδου των κομμουνιστικών κομμάτων στην εξουσία, αλλά και του ιστορικού πλαισίου μέσα στο οποίο διαμόρφωσαν τα δομικά χαρακτηριστικά τους (η εμπειρία του εμφυλίου πολέμου για το ισπανικό ΚΚ, της αντίστασης και του εμφυλίου για το ΚΚΕ, η φασιστική καταστολή για το ιταλικό ΚΚ, η συμμετοχή στο Λαϊκό Μέτωπο και στον αντιφασιστικό αγώνα για το γαλλικό ΚΚ).
Παρά τις κομματικές της πλαισιώσεις, η αντιφασιστική και αντιναζιστική αντίσταση αποτελεί μείζονα ιστορική εμπειρία των ευρωπαϊκών λαών κατά την περίοδο του μεσοπολέμου και τη δεκαετία του 1940. Εν τούτοις, η καταδίκη του ολοκληρωτισμού και της επαναστατικής βίας μέσα από τη μετα-ψυχροπολεμική ανάγνωση της ιστορίας του 20ού αιώνα, διαγράφει, σύμφωνα με τον Τραβέρσο, την αντιφασιστική παράδοση συλλήβδην και, συνάμα, τη μνήμη της εξορίας και των θυμάτων του ναζισμού. Nομίζω ότι, γι’ αυτόν, το 1989 αποτελεί μια άλλη τομή, ένα άλλο κρίσιμο momentum, καθοριστικό και στο πεδίο των ανθρώπινων συνειδήσεων, με το οποίο ενδεχομένως κλείνει ο 20ός αιώνας (Hobsbawm).
Η ιστοριογραφική προσέγγιση που είναι ευαίσθητη στην κατανόηση της ιστορικότητας των κοινωνιών διαγιγνώσκοντας τις κορυφαίες ιστορικές εμπειρίες του αιώνα, οφείλει να λάβει σοβαρά υπ’ όψη αυτό που ο συγγραφέας αποκαλεί γενετικό δεσμό της φιλελεύθερης δημοκρατίας με την εποχή του εμφυλίου πολέμου. Το χρονωνύμιο αυτό που είχε, όπως είδαμε, περάσει στη συνείδηση των συγχρόνων ως τέτοιο, οριοθετούσε μια περίοδο που ξεκίνησε με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, γεγονός καθοριστικό για τη γένεση των τριών βασικών ιδεολογιών/εμπειριών του 20ού αιώνα: τον φασισμό, τον ναζισμό και τον σταλινισμό (Traverso, Le Totalitarisme).
Η ΒΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Ο πόλεμος αυτός διαμόρφωσε, εξ άλλου, ένα ήθος και μια γενιά εμποτισμένη απ’ αυτό, η οποία πρωταγωνίστησε στην προετοιμασία και την εκτέλεση της άλλης μεγάλης πολεμικής αναμέτρησης στο πλαίσιο του πρώτου μισού του αιώνα. Συνέτεινε επίσης στην εισαγωγή της βίας στην πολιτική, η οποία τραυμάτισε τις ευρωπαϊκές κοινωνίες και την πολιτική ζωή των τριών επόμενων δεκαετιών. Το 1914 αποτελεί έτσι το ορόσημο για την εμπειρία της συμμετοχής στον ολοκληρωτικό πόλεμο, τη μήτρα για την αποδοχή από την πολιτική της βίας, την αρχή της εποχής του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου στον οποίο συγκρούστηκαν ιδεολογίες και κουλτούρες, όπως στην περίπτωση του Ισπανικού Εμφυλίου.
Σε τι αντιστοιχεί όμως ο ευρωπαϊκός εμφύλιος πόλεμος; Πρόκειται, στην αντίληψή μου, για ένα χρονωνύμιο που δηλώνει στο έργο του Τραβέρσο έναν κύκλο, όπου μια αλυσίδα καταστροφικών συμβάντων συμπυκνώνει μια ιστορική μεταβολή οι προϋποθέσεις της οποίας είχαν σωρευτεί στη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα μέσα από κύκλους κρίσεων, πολέμων και επαναστάσεων (σ. 63).  Περιοδολογώντας έτσι το φαινόμενο του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου, ο Τραβέρσο αναζητεί ακόμη πιο πίσω τις συνέχειές του, συγκεκριμένα στον 17ο και στον 18ο αιώνα, στους πολέμους εκείνους που εμφανίζουν αναλογίες τουλάχιστον ως προς τον ολοκληρωτικό τους χαρακτήρα: τον Τριακονταετή Πόλεμο (1618-48) και τους πολέμους της Γαλλικής Επανάστασης (1789-1815). Το ενδιαφέρον είναι ότι τα ίδια τα ιστορικά υποκείμενα είχαν αποκτήσει συνείδηση των συνεχειών, εγγύτερων ή μακρύτερων, τις οποίες αναδεικνύει ο αναλυτής. Ο Τραβέρσο επισημαίνει έτσι  ότι οι διπλωμάτες, το 1939, δεν είχαν την παραμικρή αμφιβολία ότι ο νέος πόλεμος αποτελούσε συνέχεια του πρώτου –κι ο Χίτλερ, ως γνωστόν, δήλωνε κατ’ επανάληψη την πρόθεσή του να εξαλείψει το όνειδος των Βερσαλλιών. Επίσης, τριακονταετή πόλεμο-αστραπή είχαν ονομάσει οι στρατιώτες της Βέρμαχτ τον δικό τους αγώνα.
Tο βιβλίο αυτό καταλαμβάνει ένα γνωσιακό χώρο στον οποίο τέμνεται η πολιτική ανάλυση, η διανοητική ιστορία, η σημασιολογική προσέγγιση των εννοιών και η πολιτισμική ιστορία· ο τρόπος επίσης με τον οποίο χειρίζεται τις γραπτές μαρτυρίες (τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο), η σημασία που αποδίδει στη σχέση της ζωής των ανθρώπων με την  ιστορία, η ένταξη των κειμένων στη ζωή στην οποία ανήκουν, δίνουν στην προσέγγιση του Τραβέρσο μια εκλεπτυσμένη ψυχο-ανθρωπολογική και, εν μέρει, και κοινωνιολογική διάσταση. Ο συγγραφέας τοποθετεί το γεγονός εντός του διανοητικού και πολιτικού περιβάλλοντος και, παρακολουθώντας τη δημόσια χρήση των αισθημάτων, επιχειρεί να βαθύνει την ιστορική αντίληψη για τη βία, τον πόλεμο, την εξορία.
Εν τέλει, ο Τραβέρσο αναλύει το πολιτικό μέσω μιας ιστορικής και ανθρωπολογικής συνάμα προσέγγισης, έχοντας μάλιστα αναπτύξει ιδιαίτερα τις ευαισθησίες του ιστορικού: επισημαίνει  τις ιστορικές τομές ως σημεία στο ιστορικό συνεχές στα οποία βρίσκουμε πυκνώσεις του παλαιού και του νέου, συνθέτοντας τον καμβά του ιστορικού momentum. Περιοδολογεί, μιας και η περιοδολόγηση αποτελεί τη μεθοδολογία του ιστορικού, σύμφωνα με τον Ράινχαρτ Κοσέλλεκ (Reinhart Koselleck), από τον οποίο έχει γόνιμα επηρεαστεί στο πεδίο των ιστορικών κατηγοριών που ο γερμανός ιστορικός εισήγαγε και στον τρόπο με τον οποίο συνυφαίνονται στην ιστοριογραφία οι ποικίλες χρονικότητες. Επιπροσθέτως, θεωρεί ότι κάθε ιστορικός μετασχηματισμός τροφοδοτείται από την οπτική των ηττημένων που βαθαίνει συνήθως την ιστορική γνώση (Κοσέλλεκ). Σε αυτούς τους ηττημένους των πολέμων εστιάζει την ανάλυσή του ο Τραβέρσο, με την έγνοια να αποκαταστήσει την ιστορικότητα των εννοιών και να κατανοήσει τις δράσεις των ιστορικών υποκειμένων που βίωσαν τις εμπειρίες της γενιάς τους ποικιλοτρόπως, πολέμησαν μεταξύ τους, συγκρούστηκαν ή έμειναν στην γκρίζα ζώνη, σκοτώθηκαν ή επιβίωσαν. Οι ηττημένοι του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου ανήκουν σε όλα τα μέτωπα κι είναι από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, τον Γκράμσι, τον Τρότσκι, τον Βάλτερ Μπένγιαμιν έως τον Γιούνγκερ και τον Καρλ Σμιτ. Μέλημά του είναι, άλλωστε, να αποκαταστήσει τους όρους της συζήτησης των χρόνων εκείνων οι οποίοι έχουν παραποιηθεί εκ των υστέρων, μέσα από τις ακλόνητες βεβαιότητες της μετα-ολοκληρωτικής αφήγησης, όπως διαμορφώνεται από το 1989 και εξής. Ο αντιφασισμός, φερ’ ειπείν, για τον συγγραφέα, υπερβαίνει την πολιτική της Μόσχας και προηγείται της συγκρότησης των λαϊκών μετώπων. Δεν ταυτίζεται, ως εκ τούτου, με τον κομμουνισμό. Ο ιταλικός αντιφασισμός, για να αρκεστούμε σε μία παράδοση του κινήματος, πυροδοτείται από τη δημοσίευση στην εφημερίδα Il Mondo, τον Μάιο του 1925, του μανιφέστου των αντιφασιστών διανοουμένων με την πρωτοβουλία του φιλελεύθερου Μπενεντέτο Κρότσε.
Οι προθέσεις του συγγραφέα είναι ξεκάθαρες. Φορέας ο ίδιος μιας συγκεκριμένης αντιφασιστικής παράδοσης, καταφέρνει να σταθεί ψύχραιμος ενώπιον της διανοητικής και ιδεολογικής κατάθεσης των ιστορικών υποκειμένων και να συνθέσει –όχι μόνον για τον ειδικό αλλά και για τον κάθε υποψιασμένο αναγνώστη– μια ιστοριογραφία που θέτει κρίσιμα ζητήματα ερμηνείας (όπως οι αντινομίες του αντιφασισμού, η μεταπολεμική νομιμότητα των νικητών του Β’ Πολέμου, η εργαλειοποίηση της Shoah και οι ευθύνες για την καταστροφή των Εβραίων της Ευρώπης, ο σταλινισμός), σέβεται την ιστορική κίνηση, τις πολλαπλές αναγνώσεις των συλλογικών εμπειριών και τα μεγάλα διλήμματα των ανθρώπων σε κρίσιμες ιστορικές συγκυρίες. Το βιβλίο έχει, τέλος, την τύχη να αντλεί έμπνευση από ένα πλουσιότατο τεκμηριωτικό υλικό, το οποίο ο συγγραφέας ελέγχει απολύτως. Το γεγονός αυτό καθιστά την ανάγνωση ελκυστική.
Σε τούτο συντείνει η άρτια μεταφραστική προσπάθεια του Γιάννη Ευαγγέλου. Το πρωτότυπο κυκλοφόρησε στα γαλλικά το 2007 με τίτλο A feu et à sang. De la guerre civile européenne 1914-1945 από τις εκδόσεις Stock.

12 Kasım 2014 Çarşamba

κιαν κάποτε σκοτώναν τα παιδιά τους στο ξύλο εμεις τα σακατεύουμε με την ερήμωση,

κιαν κάποτε  σκοτώναν τα παιδιά τους στο ξύλο

  εμεις τα σακατεύουμε με την ερήμωση,
ξυπόλητοι μέσα στον Κυνισμό μας , αμήχανοι , τραυλιζοντας ψέμματα ,ανήμποροι να τα κοιτάξουμε  στα μάτια


Αποτύχαμε και το ξέρουν.
Έτσι
εκείνα μένουν μόνα τους στην  κολαση   που  στρωσαμε  με τις καλυτερες προθεσεις , ενώ εμείς
 αποχωρούμε

Ντροπιασμένοι

11 Kasım 2014 Salı

Εθνικισμός και λαϊκισμός στην ιδεολογία της Χούντας ΜΗΤΑΦΙΔΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ (ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ, 16-4-06)

Εθνικισμός  και λαϊκισμός στην ιδεολογία της Χούντας


      «Και  εχρειάσθη η 21η Απριλίου δια να μη απωλεσθή η νίκη του Γράμμου» («Νέα Ελλάς», Ιούλιος 1967, σ. 14)
        «Δεν θα υπάρξη  μπουρλοτιέρης κομμουνιστής, όταν δεν ημπορή  να παρασύρη ως  σειρήνα τον πένητα  και νήστιν εργάτην». (Γ. Παπαδόπουλος, «Το πιστεύω μας», τόμος Β΄ , Αθήνα 1968, σ. 38)1 
      Στα δυο αυτά χαρακτηριστικά αποσπάσματα παρουσιάζονται ανάγλυφα η-σύμφωνα με τη Χούντα-αιτία του πραξικοπήματος, η αποτροπή της υποτιθέμενης «κομμουνιστικής απειλής», και ο πατερναλιστικός λαϊκισμός των συνταγματαρχών.
      Στην  προσπάθειά της η  Χούντα να δικαιολογήσει  και να παρατείνει το βάρβαρο καθεστώς της, βαφτίστηκε «Απριλιανή Επανάστασις, προϊόν ιστορικής αναγκαιότητος», που απαιτούσε την «αναδιαπαιδαγώγησιν» των Ελλήνων, ώστε να γίνουν «κοινωνικά άτομα» ως απαραίτητη προϋπόθεση για μια «Νέα Δημοκρατία», που θα αντικαθιστούσε τον «μεγάλον ασθενή», την παραδοσιακή κοινοβουλευτική δημοκρατία, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σ’ ολόκληρο τον κόσμο!
      Τα  παραληρήματα μεγαλείου  της Χούντας δεν μπορούσαν να κρύψουν την ιδεολογική της φτώχια και την προσήλωσή της στο παρελθόν, τις παραδοσιακές αξίες του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» που, κατά τον Πατακό, «αι ένοπλοι δυνάμεις είναι οι σωματοφύλακές του».
      Ήδη από το πρώτο «μεσσιανικό» ανακοινωθέν του διακοσμητικού πρωθυπουργού Κ. Κόλλια, προέκυπτε αβίαστα το συμπέρασμα ότι οι πραξικοπηματίες εφάρμοζαν την κλασική λατινοαμερικάνικη συνταγή της «καθάρσεως από την φαυλοκρατίαν», ενώ δεν έλειπαν οι μεταξικής κοπής εθνικιστικές κινδυνολογίες και τα κηρύγματα «συναδελφώσεως όλων των Ελλήνων, αφού από της στιγμής αυτής δεν υπάρχουν δεξιοί, κεντρώοι, αριστεροί»(!). Αυτό, βέβαια, δεν τους εμπόδισε να «εκτοπίσουν προληπτικώς» στα ξερονήσια χιλιάδες αριστερούς και «συνοδοιπόρους» και να ισχυρίζονται ότι «έσωσαν την χώραν την τελευταίαν στιγμήν από κομμουνιστικήν επικράτησιν ανάλογον εκείνης της Πράγας το 1948».
      Με  εξαίρεση τη διαγραφή των χρεών - των  πιο εύπορων - αγροτών, οι αρχικές λαϊκίστικες  επαγγελίες της Χούντας  αθετήθηκαν. Έτσι, το επιχειρηματικό κατεστημένο της χώρας δέχθηκε με ανακούφιση τις διαβεβαιώσεις του Μακαρέζου ότι «η Επανάστασις διαπνέεται από τας αρχάς της ελευθέρας οικονομίας και βασίζεται εις την ατομικήν πρωτοβουλίαν» και, επομένως, δεν κινδύνευε από «την πολιτικήν κοινωνικών μετασχηματισμών με στόχο την οικονομικήν άνοδον των χαμηλοτέρων εισοδηματικών τάξεων», όπως δημαγωγικά είχαν εξαγγείλει οι συνταγματάρχες. Εξάλλου, όπως σωστά αναλύει ο Αρ. Μάνεσης, μετά τη λαϊκή έκρηξη τον Ιούλιο του 1965, «ο διάχυτος φόβος των κυρίαρχων τάξεων που σκέπτονταν απελπισμένα: ‘η νομιμότητα μας σκοτώνει’, τις έκανε αντικειμενικά πρόθυμες να αποδεχθούν την εκχώρηση της άσκησης της κρατικής εξουσίας σε δυναμικότερους φορείς, ενός δηλαδή καθεστώτος ‘έκτακτης ανάγκης’, οπότε το ‘βία χωρίς φράση’ θα αντικαθιστούσε το ‘βία της φράσης’ του κοινοβουλευτικού καθεστώτος».2
      Όσοι  επίσης αφελώς διέκριναν  «νασερικές τάσεις»  στους συνταγματάρχες διαψεύστηκαν γρήγορα, καθώς, αντί του «οικονομικού εθνικισμού», οι συνταγματάρχες προχώρησαν σε γενναίες παραχωρήσεις προς το ξένο – κυρίως αμερικάνικο - κεφάλαιο, ιδιαίτερα ως προς την εξαγωγή κερδών, ενώ οι Έλληνες εφοπλιστές απολάμβαναν καθεστώς «σημαίας ευκαιρίας».
      Και τον υπερεθνικισμό της αναγκάστηκε να υποστείλει προσωρινά-η Χούντα. Το Νοέμβριο του 1967 συμμορφώθηκε προς τις ΝΑΤΟικές υποδείξεις και υποχώρησε στις αξιώσεις της Τουρκίας στο «Κυπριακό». Παραιτήθηκε, επίσης, των αλυτρωτικών της βλέψεων στην Αλβανία, με την οποία μάλιστα υπέγραψε και συμφωνία «δικαστικών διευκολύνσεων», δηλαδή να παραδίδονται στους δήμιους της Χούντας όσοι αντίπαλοί της διέφευγαν στη γειτονική χώρα!
      Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως ο αναδιπλωμένος, σαν το σκαντζόχοιρο, εθνικισμός της Χούντας παρέμεινε μόνο σε ρητορικό επίπεδο και για εσωτερική κατανάλωση. Την περίοδο του «αόρατου» δικτάτορα Ιωαννίδη, έβγαλε τα αγκάθια του και οδήγησε, με την πραξικοπηματική ανατροπή του Μακάριου το 1974, στη δεύτερη, μετά εκείνη του 1964 (Γ. Γρίβας), διχοτόμηση της Κύπρου. Ο τυχοδιωκτικός ελληνικός εθνικισμός έστρωσε το δρόμο στον «Ατίλα» των «θεματοφυλάκων των ιερών παραδόσεων του κεμαλισμού», δηλ. στον τουρκικό εθνικισμό.
      Όσο κι αν προσπαθούσαν οι χουντικοί να εμφανιστούν  ως γηγενές είδος, ως «ο αναγεννώμενος εκ της τέφρας του Φοίνικας», δεν έκρυβαν ούτε τη συμπάθεια ούτε τη συνάφειά τους με τις άλλες αμερικανόπνευστες στρατιωτικές δικτατορίες. Με προεξάρχουσες τις γκροτέσκες φιγούρες των Παττακού και Λαδά, είχαν αναλάβει «να διαπλάσσουν πολιτισμένους χαρακτήρας με τοιαύτην ευθύνην και πατριωτικήν συνείδησιν, ώστε να μην επαναληφθούν αι εγκληματικαί πράξεις των ξενοκίνητων Ερυθρών Διαβόλων». Αυτή η «Εθνική και Ηθική Διαπαιδαγώγησις», εκτός από τα βασανιστήρια, τις δολοφονίες, τα στρατοδικεία, τις φυλακές-εξορίες, περιλάμβανε: το κυνήγι των μακρυμάλληδων, των ομοφυλόφιλων, τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό μαθητών και εκπαιδευτικών, τη λογοκρισία και την απαγόρευση χιλιάδων βιβλίων, ακόμη και του Ελληνοβουλγαρικού λεξικού(!). Και εκτός του «αναρχοκομμουνισμού», στο στόχαστρο του χουντικού πουριτανισμού μπήκαν ο «προσωπικός αναρχισμός», και ο «ελεύθερος έρωτας του χιπισμού» που «επικρατούν στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις – Βαβυλώνες του εγκλήματος της αθεϊστικής Δύσης».
      Γι’ αυτό και ο σοβιετολόγος Γεωργαλάς που καταπιάστηκε να επενδύσει  θεωρητικά το «γύψο» και τις προγονόπληκτες γελοίες παράτες της Χούντας, κατέληξε να προτείνει ως φάρμακο για την «παρακμή της καταναλωτικής κοινωνίας» την εφαρμογή «εκτεταμένων ψυχοθεραπευτικών προγραμμάτων»(!)
      Για να απαλλαγούν οι Έλληνες  «από το σαράκι του εγωκεντρισμού, για να εξυγιάνουν τους εαυτούς τους και να συγκροτήσουν τον περιούσιον Λαόν του Κυρίου» (Παπαδόπουλος), το «Εγχειρίδιον δια τα στελέχη της Εθνικής Προπαγάνδας» του συνταγματάρχη Κ. Βρυώνη συνιστούσε, αλά Γκαίμπελς, την «ακατάπαυστον δογματικήν επανάληψιν της εθνικής ιδέας, γνώμης ή απόψεως εις τον τύπον υπό μορφήν συνθήματος…το ‘Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών’… ώστε ο λαός την συνηθίζει και στο τέλος η εθνική ιδέα καθίσταται πίστις του».
      Η κοινωνική απομόνωση  της Χούντας, η  εντεινόμενη εσωτερική  αντίσταση και  η διεθνής κατακραυγή που την υποχρέωσε  να αποχωρήσει από το Συμβούλιο της Ευρώπης, την ανάγκαζαν να απολογείται διαρκώς και να καλεί «να επιλέξουν το δρόμο του ψυχιατρείου» όσους αμφισβητούσαν την πρόθεσή της να εγκαθιδρύσει μια αλά Ραφαέλ Τρουχίλιο «Νέα Δημοκρατία». Σύμφωνα με την αλήστου μνήμης «Πολιτική Αγωγή» του Υπουργού Παιδείας Θ. Παπακωνσταντίνου «ο παντελώς αδιαφώτιστος ελληνικός λαός έπρεπε να εκπαιδευθεί πολιτικώς εις τας ιδεολογικάς αρχάς της Επαναστάσεως»…εντρυφώντας στις παρανοϊκές ασυναρτησίες του Γ. Παπαδόπουλου. Αλλά ούτε και η «Ιδελογία της Επαναστάσεως» του Γ. Γεωργαλά κατορθώνει να πείσει ότι «η Επανάστασις υπήρξεν αντιδικτατορική και αντιολοκληρωτική» και ότι όσοι την πολεμούν είναι «αντεπαναστάτες, η αντίδρασις που εμποδίζει εμάς τους Έλληνες να γίνουμε για μια ακόμα φορά η πρωτοπορία του κόσμου».
      Είναι φανερό ότι τα ιδεολογικά «πιστεύω»-αμαλγάματα της Χούντας δεν διακρίνονται για την εσωτερική συνοχή τους. Γι’ αυτό και η ταξινόμησή τους πίσω από μια και μόνη ιδεολογική ταμπέλα, όπως π.χ. «φασιστική δικτατορία», είναι απλουστευτική. Αναμφίβολα η Χούντα χρησιμοποίησε φασιστικές μεθόδους: ο αντικομμουνισμός, ο μιλιταρισμός, η διάλυση των συνδικάτων και των κομμάτων, ο υπερεθνικισμός, οι λαϊκίστικες επιθέσεις στις «παλαιοκομματικές ελίτ», η ρατσιστική προπαγάνδα κατά του «τυραννικού ασιατικού πνεύματος» (Γεωργαλάς), τα αντισημιτικά κείμενα της Αρχιεπισκοπής που διανέμονταν στο στρατό, η εμετική προβολή του Παπαδόπουλου ως «Αρχηγού της Επαναστάσεως, που είναι σαρξ εκ της σαρκός του λαού και υλοποιεί τα όνειρα της φυλής», οι αποτυχημένες απόπειρες να συγκροτήσει νεολαία – «Άλκιμοι» - κατά τα πρότυπα της μεταξικής ΕΟΝ και οι στενοί δεσμοί του «Κόμματος της 4ης Αυγούστου» με σημαίνοντα στελέχη της Χούντας δεν κατάφεραν να της προσφέρουν τη μαζική αντικοινοβουλευτική βάση που χαρακτήριζε τα φασιστικά καθεστώτα.
           Γι’ αυτό, μπροστά στην οικονομική και πολιτική κρίση του '71-'72, σε μια ύστατη προσπάθεια να κρατηθεί στην εξουσία, αποπειράθηκε να μεταμφιεστεί, να «πολιτικοποιηθεί» με τη δοτή κυβέρνηση Μαρκεζίνη. Ήδη όμως είχε αρχίσει η ανοιχτή αμφισβήτηση της, ακόμα και μέσα στο στρατό (κίνημα του Ναυτικού, ανταρσία του αντιτορπιλικού «Βέλους»). Με την κατάληψη της Νομικής το Φλεβάρη του 1973, άρχισε να αναπτύσσεται ένα ανατρεπτικό κίνημα νεολαίας, που ενσωμάτωνε όχι μόνο τις αγωνιστικές παραδόσεις του λαϊκού κινήματος στη χώρα, αλλά και εμπνεόταν από το κίνημα  αμφισβήτησης της δεκαετίας του ’60, από το διεθνές αντιπολεμικό κίνημα, από το μεγαλειώδη απελευθερωτικό αγώνα του βιετναμέζικου λαού. Ήταν η ριζοσπαστική «γενιά» της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
      Ως  προϊόν και καθεστώς κρίσης της αστικής  κυριαρχίας, η πατερναλιστική – βοναπαρτιστική δικτατορία των συνταγματαρχών,  απέτυχε να επιβάλει ως κυρίαρχη ιδεολογία τη μετεμφυλιακή αντικομμουνιστική εθνικοφροσύνη. Αντίθετα, κατά ειρωνεία της Ιστορίας, δημιούργησε τις συνθήκες μιας «εθνικής αντιδικτατορικής ενότητας»-με αποκορύφωμα το αμίμητο «ή Καραμανλής ή τανκς» του Μ. Θεοδωράκη-στην οποία ηγεμόνευε ιδεολογικά ο αμυντικός αντιιμπεριαλισμός-αντιαμερικανισμός της παραδοσιακής και όχι μόνο Αριστεράς, που της έλειπε όμως ο σοσιαλιστικός προσανατολισμός. Έτσι η Αριστερά, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, έγινε το φερέφωνο ενός εθνικού συσπειρωτικού λόγου, το αριστερό άλλοθι ενός εθνικίζοντος κατά βάθος ιδεολογήματος που ταύτιζε το σοσιαλισμό με την «κατοχύρωση της εθνικής ανεξαρτησίας» - «η Ελλάδα στους Έλληνες»- και πάνω στο οποίο στήριξε το ΠΑΣΟΚ τη ραγδαία άνοδό του προς την εξουσία.
Θεσσαλονίκη 20/4/05                                                                                   ΜΗΤΑΦΙΔΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ

                                                                             (ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ,  16-4-06)

10 Kasım 2014 Pazartesi

καλουμαστε καποτε σε αποχαιρετισμό

ΝΟΣΦΕΡΑΤΟΣ says:
καλουμαστε καποτε σε αποχαιρετισμό
Των φαντασματων μας ,των Μυθων μας, της Μνημης,προρμοστειτε -λένε- πανε πιά αυτά
Βυθιστειτε στο Παρόν ,

στο κελαηδημα των πουλιων ,στην Εξοχή στη Γαλήνη
στο Τρουμαν Σωου όπου σας κλεισαμε
Βολευτειτε
στις αναπαυτικές καρεκλες -λαιμητομους , στις τεραστιες Τουρτες παγωτου, στην ασυναρτητη δική μας φαντασιωση
Ακολουθειτε τον Κανόνα : Ουτε Δεξια ουτε Αριστερά . Κεφαλαι Μπροστά .
Και κλειστε τα Ματια σε μελλον και Παρόν . Βαθεια Αναπνοή. Τραγουσδειστε μαζι μας : Η ΕΛΛΆΔΑ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ , ΔΕΝ ΤΗΝ ΣΚΙΑΖΕΙ ΦΟΒΕΡΑ ΚΑΜΜΙΑ ..
Αναπαυση.. Προσοχή !!!!!!
Εμπρος Μαρς και σ’αυτο το ταξιδι ..
Που δεν τελειωνει δεν μπορει να τελειωσει .. Σημειωτον !!! Στη Κινουμενη Αμμο ..
Ποδοπατειστε τον Χρονο . Λυωστε τον με τις Μποτες.
Και μη ξεχνάτε….. Μας Χρωστατε
ενα Πελώριο Συγνώμη 


Γιατι Υπαρχετε 
Γιατι δεν ειστε οπως εμεις ..
Γιατι Θυμαστε , γιατί δεν βυθιζεστε στη Ληθη ,γιατι δεν ακολουθειτε  τον Κανονα .
Γιατι μουγκριζετε στα ξαφνικά απο τον Πόνο
Γιατι δεν αποκηρυσετε τους Μυθους σας και δεν με Λησμόνει …
Αποχαιρετώ λοιπόν
Ετσι κιαλλιως ολα ειναι ενας Αποχαιρετισμός ..
Οπως η εκπνοή
οπως και το κουβαρι της Μνημης και της Λήθης

στο περιοδικό ΕΝΕΚEΝ : άρθρο του Μισέλ Λέβι Βαρβαρότητα και Νεωτερικoτητα στον 20 Αιώνα:

στο περιοδικό ΕΝΕΚεΝ στο άρθρο του Μισέλ Λέβι Βαρβαρότητα και Νεωτερικοτητα στον 20 Αιώνα: ο Λέβι θεώρει την βαρβαρότητα – και τον συνυφασμένο με αυτή φασισμό – όχι ως ένα προνεωτερικο κατάλοιπο αλλά παιδι της σύγχρονης εποχής … .είναι σαφέστατα σύγχρονη η βαρβαρότητα –λέει ο Λέβι – και εμφανίζει τα εξής χαρακτηριστικά :
χρήση σύγχρονων τεχνολογιών ,. βιομηχανοποίηση του θανάτου. μαζικές εξολοθρεύσεις με την συνδρομή τεχνολογιών αιχμής .
Αποπροσωποποίηση της σφαγής : Ολόκληροι πληθυσμοί εξολοθρεύονται με τη λιγότερη δυνατή επαφη ανάμεσα σε αυτούς που λαμβανουναποφασεις και τα θύματα ..
Γραφειοκρατική διαχείριση , διοίκηση , αποτελεσματικότητα, ορθολογικός σχεδιασμός (με όρους εγαλειοποιησης πράξεων βαρβαρότητας ..)
Ιδεολογική νομιμοποιηση σύγχρονου τύπου : « Βιολογική υγιεινιστική ‘επιστημονική» και όχι θρησκευτική η παραδοσιακού χαρακτήρα ..
κατά τον Λεβι οι τέσσερις σφαγές που ενσωματώνουν με τον πιο ολοκληρωμένο τρόπο την νεωτερική βαρβαρότητα είναι :
Η ναζιστική γενοκτονία των Εβραίων και των Τσιγγάνων,
η ατομική βόμβα στη Χιροσίμα ,
τα σταλινικά Γκουλαγκ ,
ο αμερικανικός πόλεμος στο Βιετνάμ .
Οι δυο πρώτες είναι πιθανόν καθ ‘ολοκληρίαν νεωτερικές . Οι θάλαμοι αέριων των Ναζί και η ατομική βόμβα περιλαμβάνουν σχεδόν όλα τα χαρακτηριστικά της νεωτερικής τεχνγραφειοκρατικής βαρβαρότητας ( ΕΝΕΚΕΝ ΤΕΥΧ 32 Ιούνιος 2014 )

8 Kasım 2014 Cumartesi

Λαϊκή κοινότητα (Volksgemeinschaft) Αποσπασμα απο το Ζωή και θάνατος στο Τρίτο Ράιχ Peter, Fritzsche, Εκδόσεις ,ΘΥΡΑΘΕΝ 2013



 



Λαϊκή κοινότητα (Volksgemeinschaft)

                Η ανθεκτική δημοφιλία των Ναζί βασιζόταν στην ιδέα της Volksgemeinschaft της λαϊκής κοινότητας. Δεν ήταν ναζιστική ιδέα, και κανείς δεν την αντιλαμβανόταν σαν κάτι ξένο ή επίπλαστο. Αντίθετα, οι Ναζί κέρδισαν τα εύσημα ότι επιτέλους εδραίωσαν την εθνική αλληλεγγύη που από καιρό ποθούσαν οι Γερμανοί. Το θέμα είναι σημαντικό, επειδή οι πολίτες που δεν ταυτίζονταν απαραίτητα με τον εθνικοσοσιαλισμό ασπάστηκαν πολλά από τα επιτεύγματα της «εθνικής επανάστασης» του 1933. Η νομιμοποίηση που απολάμβαναν ο Χίτλερ και το καθεστώς του στηριζόταν σε μια ευρύτερη βάση καλής θέλησης. Η εθνική επανάσταση προηγήθηκε των Ναζί, έστω κι αν οι Ναζί ήταν το απαραίτητο μέσο για την κατίσχυσή της.
Από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, λαϊκή κοινότητα σήμαινε εθνική συμφιλίωση, υπέρβαση των διαχωριστικών γραμμών _ταξικών, τοπικών και θρησκευτικών που δίχαζαν τους Γερμανούς. Ήδη από τις “Μέρες του Αυγούστου” του 1914, όταν χιλιάδες Γερμανοί βγήκαν στους δρόμους για να υποστηρίξουν την εθνική υπόθεση σε καιρό πολέμου, αποκαλύφθηκε ότι ο κόσμος επένδυε συναισθηματικά στην επαγγελία της εθνικής ενότητας.Φυσικά, η γερμανική πολιτική δεν μεταμορφώθηκε σε συλλογική αρμονία, και το “1914” ήταν πάντα μια κατασκευασμένη εικόνα περισσότερο παρά μια βιωμένη πραγματικότητα. Παρ' όλα αυτά η ιδέα της εθνικής αλληλεγγύης είχε απήχηση επειδή φαινόταν να οδηγεί σε μεγαλύτερη κοινωνική ισότητα. Έδειχνε τον δρόμο για την ενσωμάτωση των εργατών στον εθνικό βίο, για το τσάκισμα της μεσοαστικής νοοτροπίας κοινωνικών διακρίσεων, και για την κατάργηση του σεβασμού που απαιτούσαν οι ελίτ της χώρας. Η δημοκρατική ή λαϊκίστικη φύση της ήταν σημαντικός παράγοντας για την δημοτικότητά της. Άλλωστε η λαϊκή κοινότητα υπήρξε πάντα μια έκφανση συλλογικής δύναμης της «ειρήνης εντός του φρουρίου» που έδωσε τη δυνατότητα στους Γερμανούς να κινητοποιηθούν ενάντια στους εξωτερικούς εχθρούς στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή η πολεμική πλευρά ήταν πολύ σημαντική μετά την ήττα της Γερμανίας το 1918. Η συμφορά της απρόσμενης υποταγής, τα «αιματοβαμμένα σύνορα» που επαναχαράχτηκαν με την συνθήκη των Βερσαλλιών και το σαρωτικό χάος του πληθωρισμού στις αρχές τις δεκαετίας του '20 ήταν συλλογικές εμπειρίες που εξηγούσαν τα δεινά του έθνους. Στα χρόνια της Βαϊμάρης, η λαϊκή κοινότητα αντιστάθμιζε το αίσθημα ότι οι Γερμανοί βρίσκονταν σε κατάσταση πολιορκίας, και συνάμα ήταν μια έκφραση πολιτικής ενότητας, απαραίτητης για την εθνική αναγέννηση. Ως εκ τούτου, πάντα υπήρχε ένα δραματικό πολεμικό στοιχείο στην Volksgemeinschaft.
Οι Ναζί εξώθησαν την ιδέα της λαϊκής κοινότητας στις πιο ακραίες συνέπειές της. Από τη μία, δράττονταν των γερμανικών δεινών και από την άλλη πρόβαλλαν τις νέες προοπτικές για το μεγαλείο της Γερμανίας στο μέλλον. Σφυροκοπούσαν ακατάπαυστα εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς Εβραίους, κερδοσκόπους, Μαρξιστές και Συμμάχους που υποτίθεται ότι εμπόδιζαν την εθνική αναγέννηση. Ο εθνικοσοσιαλισμός προσέφερε ένα συνεκτικό όραμα ανανέωσης το οποίο πολλοί Γερμανοί βρήκαν ελκυστικό, αλλά το συνδύαζε με το τρομακτικό φάντασμα της εθνικής καταστροφής. Για τους Ναζί, το “1914” σήμαινε ανανέωση και ζωή, ενώ το “1918” απειλούσε τους Γερμανούς με επανάσταση, χάος και τελικά θάνατο.
Η αντίθεση μεταξύ “1914” και “1918” καθόρισε την πολιτική σκέψη στη Γερμανία μέχρι το 1945. Σύμφωνα με την θεμελιωδώς πολεμική κοσμοθεώρηση που επεξεργάστηκαν οι Ναζί, μόνη εγγύηση για την διατήρηση της ζωής ήταν η πάλη| μάλιστα, η πάλη ήταν σημάδι ζωής. Η λαϊκή κοινότητα ήταν αναπόδραστα εκτεθειμένη σε κίνδυνο και αυτονόητα βίαιη. Η μόνιμη κατάσταση κινδύνου που κήρυξαν οι εθνικοσοσιαλιστές βοηθά να εξηγηθούν οι τρομερές προσπάθειες που κατέβαλαν οι ίδιοι και οι οπαδοί τους για να αναπλάσουν το συλλογικό σώμα, και η ικανοποίηση που τους χάριζαν οι εικόνες ενότητας και αλληλεγγύης. Βοηθά επίσης να εξηγηθούν οι βίαιοι αποκλεισμοί τους οποίους επέβαλαν ως κομμάτι της διαδικασίας της ανοικοδόμησης. Τα βασικά στοιχεία της ναζιστικής κοσμοθεωρίας ο έντονος φόβος της ολοκληρωτικής κατάρρευσης της εθνικής ζωής, η αποφασιστικότητα να αποφευχθεί το χάος του 1918 και η ηθική πεποίθηση ότι η διατήρηση της ζωής μπορεί να προϋποθέτει την καταστροφή της,κυκλοφορούσαν ευρύτατα στο Τρίτο Ράιχ. Φυσικά, αυτά ποτέ δεν υπήρξαν τα μόνα στοιχεία του μείγματος, αλλά οι Γερμανοί τα δούλευαν και τα συζητούσαν, ενόσω εξέταζαν την πολιτική των Ναζί και τη δική τους συμπεριφορά. Μόνο οι σκληροπυρηνικοί Ναζί, ωστόσο, παρέμειναν πιστοί στη λογική που ταύτιζε την βία με την ζωή, μέχρι το πικρό τέλος, το 1945.
Η ιδέα της εθνικής αλληλεγγύης εξέφρασε τις επιθυμίες εκατομμυρίων Γερμανών που ελεεινολογούσαν την αριστερή Νοεμβριανή Επανάσταση του 1918 και δεν εμπιστεύονταν τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, επειδή έδωσε εξουσίες στους Σοσιαλδημοκράτες. Η απήχησή της ήταν μεγάλη στους πολίτες που είχαν τρομάξει από την οικονομική ανασφάλεια και την πολιτική αστάθεια στις αρχές της δεκαετίας του '30. Για πολλούς υποστηρικτές της δημοκρατίας, και κυρίως για τα έξι εκατομμύρια Γερμανών που επί μήνες και χρόνια βρέθηκαν χωρίς καμία προοπτική απασχόλησης, η λαϊκή κοινότητα έδινε μια διστακτική απάντηση στο πικρό ερώτημα που έθεσε το 1933 0 μυθιστοριογράφος Hans Fallada: “Και τώρα, τι λες ανθρωπάκο;”. «Κάτι έπρεπε να γίνει»  έτσι απλά μίλησε ένας άνεργος που μόλις είχε ασπαστεί τον ναζισμό. 


 Αμέτρητοι Γερμανοί ταύτιζαν τη δική τους εξαθλίωση με τα δεινά της Γερμανίας και έλπιζαν ότι μια ισχυρή ηγεσία στο Βερολίνο θα βελτίωνε τη μοίρα τους. Το γεγονός παραμένει, ωστόσο, ότι σε καμία ελεύθερη εκλογική αναμέτρηση δεν πήραν οι Ναζί περισσότερες ψήφους από ότι οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Κομμουνιστές μαζί. Οι Εθνικοσοσιαλιστές διείσδυσαν στις γραμμές της εργατικής τάξης, και μπορούσαν να υπολογίζουν σε συμπαθούντες από άλλα κόμματα _ αλλά το πολιτικό νοικοκύρεμα που υπόσχονταν προϋπέθετε το τσάκισμα των σοσιαλιστών.
Το βράδυ της 30ής Ιανουαρίου του 1933, εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες του Βερολίνου συνέρρεαν γύρω από τα ένστολα μέλη του κόμματος που παρέλαυναν στην Πύλη του Βρανδεμβούργου για να γιορτάσουν τη νίκη των Ναζί. Τα “Heil” και “Hoch” και “Hurrah” υψώνονταν στον αέρα μαζί με τις φωνές των χορωδιών που τραγουδούσαν το “Deutschland όber Alles” και τον ναζιστικό ύμνο, το “Τραγούδι του Horst Wessel”. Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ το πλήθος ήταν τόσο μεγάλο όσο εκείνο του 1871, όταν οι Γερμανοί συγκεντρωθήκαν για να γιορτάσουν τη συνένωση. Παρακολουθώντας από τα παράθυρα της γαλλικής πρεσβείας στην Pariser Platz, ο Γάλλος πρέσβης Andrι Franηois-Poncet, περιέγραψε τη σκηνή: «Αυτοί οι άνδρες με τις μπότες και τα καφέ πουκάμισα, που βημάτιζαν στρατιωτικά σε τέλεια πειθαρχία και τάξη, τραγουδώντας πολεμικά εμβατήρια, ξεσήκωναν έναν πρωτοφανή ενθουσιασμό. Ο κόσμος που είχε μαζευτεί ένθεν και ένθεν της παρέλασης ξεσπούσε σε ουρανομήκεις ζητωκραυγές». «Επί ώρες παρέλαυναν οι φάλαγγες», θυμόταν η Melita Maschmann, που βρισκόταν στην Πύλη του Βρανδεμβούργου με τους γονείς και τον δίδυμο αδερφό της: «Με είχε κυριεύσει η φλογερή επιθυμία να γίνω ένα μ' αυτούς τους ανθρώπους για τους οποίους η όλη υπόθεση ήταν θέμα ζωής και θανάτου». Η Maschmann συμπαθούσε την «σοσιαλιστική τάση» του ναζιστικού κινήματος, την ιδέα της λαϊκής κοινότητας, την οποία αντιπαρέβαλλε με την συντηρητική επιφυλακτικότητα των γονιών της. Κι όμως, οι γονείς της βρίσκονταν και αυτοί εκεί. Γερμανοί εθνικιστές παρά ναζί, είχαν κατεβεί στο κέντρο της πόλης για να παραστούν σε ένα ιστορικό γεγονός, ακριβώς όπως είχαν συμμετάσχει στους πανηγυρισμούς για την αποχώρηση των Βρετανών από την Κολωνία το 1925 και στις λαϊκές εκδηλώσεις προς τιμήν του Προέδρου Πάουλ φον Χίντενμπουργκ στα ογδοηκοστά γενέθλιά του το 1928. Για τους Maschmann, για τους Gebensleben και για εκατομμύρια άλλους, ο θρίαμβος των Ναζί ήταν η αποκορύφωση μιας εθνικής εξέγερσης που κλιμακωνόταν επί χρόνια. Έτσι, η 30ή Ιανουαρίου του 1933, ποτέ δεν ανήκε ολοκληρωτικά στους Ναζί. Παρόμοιες σκηνές, όπου οι Ναζί και οι συμπαθούντες καταλάμβαναν δημόσιους χώρους, διαδραματίστηκαν σε όλη τη Γερμανία. Κανένας δεν μπορούσε να παραβλέψει το τεράστιο μέγεθος της εθνικής συγκέντρωσης του 1933.